9/9/08

Η κυκλοφορία του αίματος [27]

Για να εκτιμήσουμε σωστά τη σημασία που έχει στην ιστορία της ιατρικής η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, πρέπει να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα στο παρελθόν. Χρειάζεται να δούμε τι γνώριζαν ή, ακόμα καλύτερα, τι νόμιζαν πως γνώριζαν οι μακρινοί μας πρόγονοι για την καρδιά, τα αγγεία και την κυκλοφορία του αίματος.
Προϊστορικά σχέδια, χαραγμένα σε τοίχους σπηλαίων, που χρησίμευαν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης για κατοικίες, μας πληροφορούν ότι οι πρωτόγονοι τοποθετούσαν οπωσδήποτε την έδρα της ζωής στην καρδιά κι ήξεραν ότι ένας τραυματισμός της συνεπάγεται βέβαιο θάνατο. Στα σχέδια αυτά βλέπουμε να σημειώνεται η θέση της καρδιάς πάνω στο σώμα ενός ζώου με ικανοποιητική ακρίβεια. Η θέση αυτή παριστανόταν με μια καρδιά, ζωγραφισμένη στοιχειωδώς, αλλά αρκετά πιστά ή μ' ένα βέλος, που ήταν η έκφραση της επιθυμίας ή ίσως μαγική ενέργεια για την κατεύθυνση του βέλους του κυνηγού προς το καίριο σημείο για τη θανάτωση του ζώου.
Πώς γνώριζαν οι προϊστορικοί καλλιτέχνες την έδρα και το σχήμα της καρδιάς δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Αρκεί να σκεφτεί ότι η πηγή, απ' την οποία κάλυπταν τις ανάγκες τους για τροφή, ήταν το κυνήγι. Ο τεμαχισμός του θηράματος ήταν η ενέργεια που ασφαλώς πρόσφερε στον άνθρωπο τις εμβρυώδεις ανατομικές του γνώσεις.

ΟΙ ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ
Στις γνώσεις αυτές των προγόνων σχετικά με τη καρδιά, σταμάτησε ο άνθρωπος για πολλές χιλιετηρίδες.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έδιναν στην καρδιά έννοια πνευματική και ανατομική. Οι λέξεις που μεταχειρίζονταν για τις δυο έννοιες ήταν εντελώς διαφορετικές. Προφανώς ξεχώριζαν την καρδιά του ανθρώπου και του ζώου και χρησιμοποιούσαν διαφορετικά ιερογλυφικά για την αναπαράστασή τους. Με το συνθετικό κι ασαφή τρόπο που συνήθιζαν να ζωγραφίζουν, παρίσταναν την καρδιά του ζώου με το συνηθισμένο κλασικό της περίγραμμα, το οποίο διαπερνούσε μια κατακόρυφη γραμμή, κομμένη από άλλες δύο, τοποθετημένες κάθετα επάνω της. Το σύνολο των γραμμών αυτών πρέπει να αντιστοιχούσε στα αγγεία.
Το σχέδιο αυτό ποτέ δε χρησιμοποιείτο στα ιερογλυφικά κείμενα για την απόδοση της ανθρώπινης καρδιάς, είτε με τη πνευματική είτε με την ανατομική της έννοια. Όταν επρόκειτο να παραστήσουν την ανθρώπινη καρδιά, σχεδίαζαν πρώτα το κλασικό σχήμα και του πρόσθεταν στις δυο πλευρές κάτι που θύμιζε λαβές κι αντιστοιχούσε προφανώς στα ώτα της καρδιάς (προεξοχές των 2 κόλπων). Το σχήμα συμπληρωνόταν μ' ένα τραπεζοειδές κάλυμμα με τη μεγαλύτερη βάση του προς τα επάνω: πιθανώς τα στελέχη των μεγάλων αγγείων που ξεκινούν αλλά και καταλήγουν στην καρδιά.
Δεν φαίνεται όμως οι ιατροί κι οι ιερείς τής Αιγύπτου να γνώριζαν περισσότερα πράγματα για την καρδιά, το σχήμα και τη λειτουργία της, από τους πρωτόγονους λαούς. Ήξεραν μόνον πως ήταν η έδρα της ζωής. Την ονόμαζαν «αυτό που δε σταματάει».
Όσο για την πνευματική της άποψη, κατείχε κεντρική θέση στο πλαίσιο των θρησκευτικών δοξασιών του λαού αυτού. Πίστευαν ότι μετά θάνατο η ψυχή του ανθρώπου περνά από κρίση, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται η είσοδός της ή όχι στη «νήσο των μακάρων». Το μοναδικό επιχείρημα του νεκρού σ' αυτή τη δίκη ήταν η καρδιά του. Τοποθετημένη πάνω στο ζυγό του θεού Άνουβι έπρεπε να ισοζυγίσει το «φτερό της αλήθειας». Αν αποδεικνυόταν ελαφρότερη ή βαρύτερη, οι πύλες της «νήσου των μακάρων» θα έμεναν για πάντα κλειστές για τον άτυχο νεκρό. Δικαιολογημένη λοιπόν η ανησυχία για το είδος μαρτυρίας της καρδιάς μπρος στο θάνατο, όπως επίσης δικαιολογημένη και μια ιδιαίτερη προσευχή προς την καρδιά, για να μη προδώσει τη ψυχή του κατόχου της την ώρα της μαρτυρίας της.
Κατά τη διαδικασία της ταρίχευσης, η καρδιά αφαιρείτο από το σώμα του νεκρού, ταριχευόταν χωριστά και τοποθετείτο στον τάφο, κλεισμένη σ' ειδικό δοχείο (κανωβικά αγγεία). Στην κενή θέση της στο πτώμα, τοποθετείτο ένας μεγάλος σκαραβαίος (σκαθάρι) από σκληρό λίθο, ίασπι ή μαλαχίτη, ο «σκαραβαίος της καρδιάς». Επάνω στην κοιλιά του ήταν χαραγμένη μια επίκληση απ' τις τόσες του «Βιβλίου των νεκρών»: «Καρδιά μου, δυο φορές πιο δική απ' τη μητέρα μου, καρδιά μου που από σένα εξαρτάται το πώς θα εμφανιστώ, μη μαρτυρήσεις εναντίον μου, μην κάνεις να τιμωρηθώ με τη μαρτυρία σου, μην κάνεις να τιμωρηθώ από το Κριτήριο, μη γίνεις εχθρός μου εμπρός σ’ εκείνον που επιβλέπει το ζυγό. Είσαι η ψυχή μου, που υπάρχει στο σώμα μου, είσαι ο θεός Βασάιος, που κρατά γερά τα μέλη μου».
Όπως βλέπει κανείς από ένα τέτοιο κείμενο, το μόνο που συνάγεται είναι ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την καρδιά σαν έδρα της ζωής και της υγείας. Αλλά ούτε και σ’ αυτούς τους πολύλογους ιατρικούς παπύρους, που έχομε ήδη αναφέρει, γίνεται κάποια μνεία ή έστω υπαινιγμός για την καρδιά.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Τόσο οι Ασσύριοι, όσο κι οι Βαβυλώνιοι, δε γνώριζαν για την καρδιά περισσότερα από τους Αιγυπτίους. Τη θεωρούσαν βασικό όργανο για τη ζωή κι έδρα της διανόησης: κάθε διανοητική διαταραχή προέρχεται από αλλοιώσεις που συμβαίνουν στη καρδιά.
Τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτιστικού κύκλου. Παρ’ ότι βρίσκουμε την καρδιά σε ένα ετρουσκικό αφιέρωμα σχεδιασμένη κατά το παραδοσιακό τρόπο, έχουμε την ίδια εποχή τον Αλκμέωνα τον Κροτωνιάτη (6ος π.Χ. αιών) με αρκετά σαφείς για το θέμα αντιλήψεις. Έδρα των νευρικών φαινομένων και της διανόησης είναι ο εγκέφαλος, ενώ ο ρόλος της καρδιάς είναι αποκλειστικά φυσιολογικός και σχετικός με τις φλέβες, τις αρτηρίες και το αίμα. Υποστηρίζεται μάλιστα από ερευνητές, ότι ο Αλκμέων, που προφανώς είχε προβεί σε ζωοτομές, διαχώριζε τις αρτηρίες απ' τις φλέβες και υποστήριζε ότι στις αρτηρίες ρέει αίμα. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αιώνες και να φτάσουμε στο Γαληνό, για να θεωρηθεί η ανακάλυψη αυτή οριστική κατάκτηση της ιατρικής.

Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ
Σε μικρή χρονική απόσταση από τον Αλκμέωνα τοποθετείται ο φιλόσοφος της Μεγάλης Ελλάδας Εμπεδοκλής (Ακράγας, 5ος αι-ών π.Χ.). Η απασχόλησή του με το θέμα της καρδιάς γίνεται μεν στα φιλοσοφικά πλαίσια, κινούν όμως το θαυμασμό οι σχετικές διαπιστώσεις του, που γίνονται όχι με βάση πειραματικά δεδομένα, αλλά μόνο με μια καταπληκτική ενόραση. Κατά τον Εμπεδοκλή, η ουσία της ζωής, η «εγγενής θερμότητα», έχει την έδρα της στο αίμα και διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα, καθώς το αίμα κινείται δια του πολύπλοκου αγγειακού συστήματος, ξεκινώντας απ' την καρδιά, που συνεπώς αποτελεί το κέντρο του συστήματος αυτού. Η θεωρία του Εμπεδοκλή είναι η πρώτη υποψία του ανθρώπου για το φαινόμενο της κυκλοφορίας του αίματος.

Η ΙΠΠΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Η πρώτη ανατομική περιγραφή της καρδιάς βρίσκεται στην πραγματεία «Καρδίης» (Περί καρδιάς), που αποτελεί μέρος της συλλογής που διασώθηκε υπό το όνομα του πατέρα της ιατρικής.
Η μελέτη όμως του έργου επιφυλάσσει για τον αναγνώστη απογοητεύσεις. Υπάρχει αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της ανατομικής περιγραφής της καρδιάς, αντικειμενικής κι ακριβούς, και της ασαφούς ερμηνείας των λειτουργιών της, της φυσιολογίας της κυκλοφορίας. Ας παρακολουθήσουμε για λίγο το κείμενο: Πρώτον διαπιστώνεται ότι η καρδιά είναι μυς και δεν αποτελείται από νεύρα. Στη συνέχεια περιγράφονται οι δυο κοιλίες, σημειώνεται ότι, αν και περιβάλλονται από ενιαίο μυϊκό χιτώνα, παρ' όλα αυτά είναι τελείως χωριστές κι επισημαίνονται οι διαφορές της μιας απ' την άλλη. Περιγράφεται πως η αριστερή κοιλία αντιστοιχεί στην περιοχή του αριστερού μαστού, όπου και μπορεί να γίνουν αντιληπτοί οι παλμοί της. Αν διαβάσει, βέβαια, κανείς το ίδιο το κείμενο, παρά το γεγονός ότι σε μερικά σημεία είναι δυσνόητο, εκπλήσσεται απ' τις λεπτομέρειες της περιγραφής: ο συγγραφέας μελέτησε πολύ την καρδιά και την είχε ερευνήσει ανατομικά.
Αν προχωρήσουμε όμως στο φυσιολογικό μέρος θα δοκιμάσουμε και πάλι, άλλου είδους, εκπλήξεις. Υποστηρίζεται, ότι όπως είναι σφηνωμένη η καρδιά κάτω απ' το πνεύμονα, όργανο εκ φύσεως ψυχρό, δέχεται τις επιδράσεις του, που λιγοστεύουν τη θερμότητά της, που χωρίς αυτό θα αύξανε συνεχώς. Έτσι η καρδιά, δεχόμενη μέσω των πνευμόνων τη δροσιστική επίδραση του αέρα της εισπνοής, τη μεταβιβάζει στα τμήματά της, όπου περιέχεται η «ζωική θερμότητα». Και οι αντιφάσεις μεταξύ ανατομικής περιγραφής και φυσιολογικών θεωριών συνεχίζονται μέχρι τέλος του βιβλίου.
Ας προσπαθήσουμε όμως να τοποθετήσουμε χρονολογικά το βιβλίο αυτό με τις ενδιαφέρουσες απόψεις του, θετικές κι αρνητικές. Αν λάβουμε υπόψη μας τη διάκριση που κάνει μεταξύ αρτηριών και φλεβών, ασφαλώς ανήκει σε μια εποχή μεταγενέστερη του Αλκμέωνα του Κροτωνιάτη. Μια άλλη ένδειξη όμως, ανατομικής φύσης, που προκύπτει απ' το κείμενο, απομακρύνει το έργο κι απ' τους χρόνους του Ιπποκράτη, και το τοποθετεί σε ακόμα μεταγενέστερη περίοδο. Πράγματι, όταν διαβάζουμε για την κίνηση του αέρα στους πνεύμονες, μεταφερόμαστε αυτόματα στην Αλεξανδρινή εποχή: η ανακάλυψη του έργου των πνευμόνων οφείλεται σε έναν εκπρόσωπο της Αλεξανδρινής Σχολής, τον Ερασίστρατο. Συνεπώς το κείμενο δε μπορεί να χρονολογηθεί την εποχή τού Ιπποκράτη, αλλά μάλλον στους ελληνιστικούς χρόνους, όταν στην Αλεξάνδρεια ανθούσαν οι ανατομικές σπουδές. Βέβαια υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι την εποχή που ο Ηρόφιλος και ο Ερασίστρατος πραγματοποιούσαν τις ανακαλύψεις τους δε δικαιολογούσαν ορισμένες αφελείς θέσεις που υποστηρίζονται σ’ αυτό το κείμενο. Η κριτική πάντως μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το «Περί καρδίας» έργο πρέπει οπωσδήποτε να τοποθετηθεί μετά τον Αριστοτέλη, και τούτο λόγω ορισμένων προοδευτικών απόψεων, συγκριτικά με εκείνες του μεγάλου φιλοσόφου, που περιέχει.


Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣΗ συμβολή του, με την ιδιότητα του φυσιοδίφη, στον τομέα της καρδιολογίας, φαίνεται μάλλον περιορισμένη. Πρώτον ο Αριστοτέλης συνέχιζε να θεωρεί την καρδιά έδρα των συναισθημάτων και της ζωικής θερμότητας, κάνοντας έτσι ένα βήμα πίσω, από όσα υποστήριξε ο Αλκμέων, πάνω από δυο αιώνες πριν. Περιγράφει επίσης την καρδιά με τρεις κοιλότητες, συγχέει τα νεύρα με τους τένοντες κι αποδίδει στις αρτηρίες νευρικές λειτουργίες, πράγμα που δεν συναντά κανείς στο «Περί καρδίας» έργο που τόσο μας απασχόλησε.
Όλα αυτά πάντως που καταλογίζουμε στον μεγάλο σοφό, αφορούν μεν άμεσα το θέμα μας, δεν είναι όμως ικανά να μειώσουν ούτε στο ελάχιστο τη θέση γίγαντα που κατέχει στην Ιστορία του πολιτισμού και το τίτλο του πατέρα της βιολογίας, που πρώτος ο Δαρβίνος του αναγνώρισε.

ΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ
Πολύ πιο μπροστά οδήγησαν τις ανθρώπινες γνώσεις οι έρευνες των Αλεξανδρινών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι δυο μεγάλοι ανατόμοι: Ηρόφιλος και Ερασίστρατος.
Ο πρώτος έκανε την αρχή της διάκρισης μεταξύ νεύρων, τενόντων κι αιμοφόρων αγγείων, ξεχώρισε δε, με τρόπο οριστικό και αναμφισβήτητο, τις αρτηρίες από τις φλέβες. Παρατήρησε ότι οι αρτηρίες σφύζουν, πράγμα που βέβαια είχε προσέξει νωρίτερα ο Πραξαγόρας ο Κώος, χωρίς όμως να ανακαλύψει τον τρόπο της παραγωγής του σφυγμού, που ο Ηρόφιλος μελέτησε με τη βοήθεια κλεψύδρας. Περιέγραψε και την πνευμονική αρτηρία, που την ονόμασε «αρτηριακή φλέβα».
Ο Ερασίστρατος, με τη σειρά του, περιγράφοντας την κατασκευή της καρδιάς, προχώρησε ακόμα περισσότερο. Την παρομοίωσε με αντλία που μπορεί να διαστέλλεται και να συστέλλεται. Με τη παρομοίωση αυτή ο μεγάλος Αλεξανδρινός ανατόμος απεδείκνυε πως ακολουθούσε τη σωστή κατεύθυνση: Και σήμερα παρομοιάζουμε την καρδιά με αντλία!
Αλλά κι αυτός δε θα αργήσει να μας προσφέρει απογοητεύσεις: υποστήριζε ότι στις αρτηρίες κυκλοφορεί ο αέρας των πνευμόνων και ότι μόνο στις φλέβες υπάρχει αίμα. Τότε, πώς εξηγούσε το γεγονός ότι κόβοντας μια αρτηρία βλέπουμε να πετιέται αίμα; Απλούστατα, η φύση που δε θέλει το κενό, σπεύδει να καλύψει με αίμα το χώρο που άφησε ο αέρας που βγήκε με το κόψιμο της αρτηρίας, χωρίς να γίνει ορατός!
Συμπέρασμα: ούτε η μεγαλοφυία ούτε το θάρρος αρκούν πάντα για την ανακάλυψη του δρόμου που οδηγεί στην αλήθεια.
Ακόμη και στο μεγάλο πρόβλημα της κυκλοφορίας, που απασχόλησε, όπως είδαμε, τις φωτεινότερες διάνοιες της αρχαιότητας, κεντρική θέση καταλαμβάνει η μορφή του Γαληνού. Αυτός ήταν που συστηματοποίησε καλύτερα από κάθε άλλον τις γνώσεις της εποχής του, αλλά κι αυτός που επιβλήθηκε, για περισσότερο από 13 αιώνες, στο χώρο της ιατρικής επιστήμης.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνέβαλαν ώστε να καταλάβει ο Γαληνός μια τέτοια θέση: α) η μεγάλη του διάνοια, στην οποία συνδυαζόταν ο οξύς ερμηνευτής της φύσης με τον ευφυή παρατηρητή των φαινομένων της, β) η τελειότητα που παρουσίασε το σύστημά του, γ) η τελολογία που εμπνέει όλες του τις επιστημονικές αναζητήσεις και η πίστη του στον ένα Θεό, που διαποτίζει κάθε σελίδα του έργου του.
Η τελολογία, η αναζήτηση δηλαδή, σκοπιμότητας σε κάθε έργο της φύσης κι ο μονοθεϊσμός του Γαληνού έκαναν τη διδασκαλία του ιδιαίτερα κατάλληλη για τον τρόπο του σκέπτεσθαι των ανθρώπων που έζησαν από την εποχή του μέχρι την Αναγέννηση. Βέβαια, το δογματικό πνεύμα που διέπνεε τη φιλοσοφική και την επιστημονική σκέψη του Μεσαίωνα, επέδρασε αρνητικά όχι μόνο στην ανάπτυξη γενικά της επιστήμης, αλλά και στην επιρροή ειδικά που θα πρέπει να ασκούσε ο Γαληνός στους θαυμαστές και οπαδούς του. Έτσι αυτοί δεν μπόρεσαν να συλλάβουν στα κείμενά του την ιδέα της εμπειρίας που αυτός θεωρούσε σαν μοναδικό θεμέλιο κι εγγύηση κάθε ορθής ερμηνείας και θεωρίας. Αρκέστηκαν στο να θεωρήσουν τις διαβεβαιώσεις του Γαληνού σαν αναμφισβήτητες αλήθειες, κάνοντας ακριβώς αυτό που ο ίδιος δε θα έκανε ποτέ, παίρνοντας δηλαδή τη δογματική θέση που ο αυτός με τόσο σθένος είχε πολεμήσει στους αντιπάλους του.
Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε για το Γαληνό και τους οπαδούς του, είναι εκείνο που θα έλεγε ο Γαλιλαίος για τον Αριστοτέλη και τους αριστοτελικούς: ότι δε δέχονταν κριτική πάνω στα σφάλματά του, ότι ακολουθούσαν τα λόγια του σαν χρησμούς κι ότι προτιμούσαν την ανατομία του από την ανατομία της φύσης, όπως κατά τη ρήση του Γαλιλαίου, οι αριστοτελικοί προτιμούσαν τον ουρανό του Αριστοτέλη από τον ουρανό της φύσης.
Δυστυχώς, ενώ ο Γαληνός κι ο Αριστοτέλης είχαν μια νοοτροπία ανοικτή σε κάθε νέο επίτευγμα, βασισμένο στο πείραμα, οι οπαδοί τους υπήρξαν τελείως ξένοι στο πνεύμα αυτό. Αποτέλεσμα: τόσο ο Γαληνός, όσο κι ο Αριστοτέλης άσκησαν αρνητική επίδραση στην πρόοδο της επιστήμης. Το σφάλμα δε βαρύνει τα δυο μεγάλα πνεύματα, όσο το τρόπο της σκέψης που για αιώνες ενέπνεε την επιστήμη και τη φιλοσοφία των μεταγενεστέρων τους. Αυτοί δέχτηκαν από το Γαληνό αδιακρίτως το καλό και το κακό, το σωστό και το λανθασμένο, τα πάντα με πλήρη έλλειψη και του πιο στοιχειώδους κριτικού πνεύματος.

ΤΟ ΑΝΑΤΟΜΟ-ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΗΝΟΥ
Μεταξύ των σφαλμάτων που άκριτα ακολούθησαν οι οπαδοί τού Γαληνού, ένα απ' τα μεγαλύτερα ήταν αυτό με την κυκλοφορία του αίματος, στη θέση τής οποίας ο Γαληνός είχε τοποθετήσει ένα πολύπλοκο ανατόμο-φυσιολογικό σύστημα, που επικράτησε για πάνω από 13 αιώνες.
Κατά το σύστημα αυτό, οι 4 χυμοί του Ιπποκράτη ρυθμίζονται από ένα σύστημα 3 πνευμάτων: το φυσικό, το ζωτικό και το ζωικό πνεύμα. Το πρώτο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην παραγωγή του αίματος, τη θρέψη και την ανταλλαγή της ύλης. Το δεύτερο ρυθμίζει την κίνηση τού αίματος και τη «ζωτική θερμότητα», τη βασική, δηλαδή, αρχή της φυσικής και της φυσιολογικής ζωής. Το τρίτο, εποπτεύει την αίσθηση και την κίνηση. Καθένα από τα 3 αυτά πνεύματα εξυπηρετείται από ιδιαίτερο σύστημα αγγείων: το φυσικό πνεύμα απ' τις φλέβες, το ζωτικό από τις αρτηρίες και το ζωικό απ' τα νεύρα, που κατά το Γαληνό ήταν κοίλα. Στο κάθε σύστημα αντιστοιχεί ένα κεντρικό όργανο: στο φλεβικό το ήπαρ, στο αρτηριακό η καρδιά και στο νευρικό ο εγκέφαλος.
Το αίμα παράγεται από το ήπαρ, που γι’ αυτό κατέχει κεντρική θέση στο ανατόμο-φυσιολογικό σύστημα του Γαληνού, κινείται δε όχι κυκλικά, αλλά παλινδρομικά, όπως κινείται το νερό στην παλίρροια. Το ήπαρ δέχεται τις τροφές που έχει επεξεργαστεί το έντερο δια μέσου τής πυλαίας φλέβας και τις μετατρέπει σε αίμα. Το αίμα αυτό φτάνει δια μέσου των φλεβών στη δεξιά κοιλία της καρδιάς, όπου συγκρατείται το μεγαλύτερο μέρος του για να υποστεί καθαρισμό. Αυτός πραγματοποιείται με τη δίοδο μιας μικρής ποσότητας αίματος από τη δεξιά κοιλία στους πνεύμονες, η οποία, αφού απαλλαγεί από τις ακάθαρτες ουσίες, ξαναγυρίζει στις φλέβες. Ό,τι απομένει, από το αίμα στη δεξιά κοιλία, διοχετεύεται στην αριστερή δια μέσου μικρών αόρατων πόρων, που διαπερνούν το μεσοκοιλιακό διάφραγμα. Φθάνοντας το αίμα εδώ και δεχόμενο την επίδραση αφενός της ζωτικής θερμότητας και αφετέρου του αέρα που έρχεται από τους πνεύμονες, υφίσταται μετατροπή του φυσικού πνεύματος που περιέχει σε ζωτικό, που στη συνέχεια διανέμεται με τις αρτηρίες σε ολόκληρο το σώμα. Μερικοί αρτηριακοί κλάδοι, προτού κατέβουν απ' την καρδιά στο υπόλοιπο σώμα, ανεβαίνουν στον εγκέφαλο και σχηματίζουν ένα λεπτότατο δίκτυο τριχοειδών αγγείων, το περιβόητο «θαυμάσιο δίκτυο». Εδώ το ζωτικό πνεύμα υφίσταται μια τελευταία μεταβολή: γίνεται ζωικό πνεύμα, για να διανεμηθεί στη συνέχεια στο σώμα ολόκληρο, δια του νευρικού συστήματος.
Μεταξύ αρτηριών, φλεβών και νεύρων υπάρχουν πολύ λεπτές αναστομώσεις, όπως είχε υποστηρίξει ο Ερασίστρατος, ή επικοινωνία μέσω των «πόρων» του μεσοκοιλιακού διαφράγματος.

Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Το ανατόμο-φυσιολογικό σύστημα του Γαληνού πέρασε αναλλοίωτο στους κατοπινούς αιώνες, κατά τους οποίους αποτελούσε τη βάση της ανατομικής και φυσιολογίας. Κάποτε ήλθε η επανάσταση του Βεσάλιου, που αν και δεν μπόρεσε να το ανατρέψει, δημιούργησε όμως τις προϋποθέσεις δια των οποίων έφτασαν εν συνεχεία ο Κολόμπο, ο Τσεζαλπίνο και τέλος ο Ουίλλιαμ Χάρβεϋ στις σύγχρονες αντιλήψεις για την κυκλοφορία.
Για να πάρουμε μια ιδέα πόσο τυφλή πίστη έτρεφαν στα λόγια του Γαληνού, ας δούμε τι έγραφε ο Μοντίνο ντέι Λούτσι σχετικά με το θέμα της κυκλοφορίας. Μετά την περιγραφή του ανύπαρκτου «θαυμάσιου δικτύου» γράφει: «Στο δίκτυο αυτό ή τις φλέβες του περιέχεται το ζωτικό πνεύμα, που ανεβαίνει απ' τη καρδιά στον εγκέφαλο για να γίνει ζωικό πνεύμα». Στη συνεχεία εξηγεί γιατί η μετατροπή αυτή πρέπει να λάβει χώρα μέσα σ’ ένα δίκτυο λεπτότατων αγγείων: «Και μια και αυτό το πνεύμα υφίσταται καλύτερα τη διαδικασία της μετατροπής όταν είναι διαιρεμένο σε πάρα πολύ μικρά μόρια, διαιρείται δε στο μέγιστο βαθμό όταν περιέχεται σε πάρα πολύ μικρές και λεπτές αρτηρίες, για ένα τέτοιο σκοπό παρεμβλήθηκε εδώ το δίκτυο των μικρών και λεπτότατων αρτηριών και φλεβών, για να μπορέσει το πνεύμα εκείνο που περιέχεται μέσα του να μετατραπεί τελικά σε άλλη μορφή».
Όπως λοιπόν βλέπει κανείς από το κείμενο, στις σελίδες του Μοντίνο ανακαλύπτει αυτούσιο, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, το Γαληνό, σχετικά με τον οποίο, εκτός από το βασικό του σφάλμα της άκριτης αποδοχής των γραπτών του, έπεφταν και σ' ένα άλλο, εξίσου σημαντικό. Δε μελετούσαν τα μεγάλα έργα του Γαληνού, αλλά τα μικρά και συνοπτικά: αντί για το μεγάλο έργο του «Περί χρείας των εν ανθρώπου σώματι μορίων» προτιμούσαν μια συνοπτική περίληψή του, τη «Μικρή Τέχνη», που είχε γράψει ο ίδιος, αλλά η βραχυλογία της επέτρεπε συγκεχυμένες κι ανακριβείς ερμηνείες, που δεν απέδιδαν το πνεύμα του διδασκάλου. Αυτό ήταν ακριβώς ήταν το βασικό κείμενο μελέτης και διδασκαλίας της ιατρικής για ολόκληρο το Μεσαίωνα.
Η μοναδική κατάκτηση του Γαληνού που κληρονομήθηκε σωστά απ' το μεσαιωνικό ιατρικό κόσμο ήταν η γνώση ότι στις αρτηρίες έρεε αίμα, όπως και στις φλέβες. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να προσφέρει μια ακριβή αντίληψη για το φαινόμενο της κυκλοφορίας και μια σωστή γνώση της ανατομίας της καρδιάς, των φλεβών και των αρτηριών. Θα περάσουν πολλοί αιώνες ακόμα, μέχρι τα θέματα αυτά να βρουν τη σωστή τους απάντηση. Στο διάστημα αυτό η ιατρική θα στηρίζεται στο Γαληνό και συνεπώς στα σφάλματά του και ιδίως στα σφάλματα των ερμηνευτών του.
Δεν έλειψαν βέβαια κι οι ανανεωτικές απόπειρες. Ο Μοντίνο, περιγράφοντας τη καρδιά κατά τη γαληνική αντίληψη, προσπάθησε να δώσει μια δική του ερμηνεία στον προορισμό του περικαρδίου: «Γνώριζε πως η φύση, για να προστατεύσει τη καρδιά από κάθε προσβολή, που θα μπορούσε να την πλήξει από έξω, την έχει προικίσει με ένα νευρώδη σκληρό χιτώνα περίπου μια μικρή θήκη, μέσα στην οποία βρίσκεται κλεισμένη η καρδιά, για να είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους βλαπτικούς παράγοντες. Αυτή η μικρή θήκη δε συνέχεται με την καρδιά, αλλά απέχει λίγο απ’ αυτήν. Αυτό το έκανε η φύση για να προλάβει προσβολή της καρδιάς, που διαστέλλεται και συστέλλεται συνεχώς σαν φυσερό, απ' τη θήκη. Αλλά υπήρξε κι ένα άλλο κίνητρο, που υπαγόρευσε στη φύση μια πρόβλεψη γενικώς κι αυτή ήταν να υπάρχει μέσα στη θήκη ορισμένη ποσότητα υγρού, για να περιλούει και να υγραίνει ακριβώς την καρδιά, για να μπορεί να αντιστέκεται, χάρις σ’ ένα τέτοιο υγρό, στην υπερβολική αποξήρανση που θα εκδηλωνόταν σ’ αυτήν εξαιτίας της αέναης κίνησής της, αν το υγρό αυτό δεν αντιστάθμιζε την αποξήρανση». Στο κείμενο αυτό διαπιστώνει κανείς μια ευγενική προσπάθεια, αποτέλεσμα της ακριβούς παρατήρησης του περικαρδικού υγρού, αλλά τίποτε περισσότερο. Κι εδώ επικρατούν οι αντιλήψεις περί ισορροπίας μεταξύ ξηρού, υγρού, θερμού και ψυχρού, οι ίδιες που αποτελούσαν τη βάση της θεωρίας των χυμών και του ανατόμο-φυσιολογικού συστήματος του Γαληνού.

Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
Στις θεωρίες και τις περιγραφές αυτές πολύ λίγα πρόσθεσαν οι μεταγενέστεροι ακόμη και πρόσωπα, όπως ο Μπερενγκάριο ντα Κάρπι, που είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια την τάση του για καινοτομίες σ' άλλα πεδία της ανατομικής. Θυμίζουμε, απλά, την αποστροφή του προς έννοιες, όπως ο «νεφρικός ηθμός» και το «θαυμάσιο δίκτυο» τού εγκεφάλου. Και είναι πράγματι να εκπλήσσεται κανείς πώς ο προοδευτικός αυτός άνθρωπος δεν πρόσθεσε τίποτε στις παραδοσιακές γνώσεις στο τομέα της καρδιάς. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η οξεία κριτική του σχετικά με την ύπαρξη του «θαυμάσιου δικτύου», θα έπρεπε να τον είχε κάνει να αμφιβάλει για τη γαληνική θεωρία περί πνευμάτων. Αυτό θα όφειλε να τον οδηγήσει σε μια προσεκτική εξέταση όχι μόνο του οργάνου του ζωικού πνεύματος (δηλαδή του εγκέφαλου), αλλά και του οργάνου του ζωτικού πνεύματος (δηλαδή της καρδιάς). Περίεργες αντιφάσεις των μεγάλων πνευμάτων!
Κάτι τέτοιο συνέβη και με το Λεονάρντο ντα Βίντσι. Μια γρήγορη ματιά στα ακατάστατα «Ανατομικά φύλλα» του μάς αφήνει κατάπληκτους, κι αυτό για δυο αιτίες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν την κατάπληξή μας εμπρός στις μελέτες και τα σχέδιά του που παριστάνουν το «θαυμάσιο δίκτυο» και το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Είναι η συνύπαρξη στο πρόσωπο του Λεονάρντο ντα Βίντσι της παράδοσης και του ανακαινιστικού πνεύματος, της προσήλωσης στο κείμενο και της αγάπης στη πειραματική έρευνα. Αλλά, από ό,τι ξέρουμε, μόνον οι μετριότητες καταφέρνουν να μη πέσουν σε αντιφάσεις και σφάλματα, επειδή δεν μπορούν να ανυψωθούν και να φτάσουν την αλήθεια.
Στην καρδιά, που την χαρακτήριζε θαυμαστό όργανο κι εφεύρημα τού Θεού, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ασκεί όλη την οξεία παρατηρητικότητά του και την εκπληκτική του ικανότητα στο σχέδιο: ανατέμνει καρδιές ανθρώπων και ζώων και χύνει κηρώδεις ουσίες στις κοιλότητές τους για να παρατηρήσει το πραγματικό τους σχήμα. Συλλαμβάνει καθαρά τη μυϊκή της υπόσταση και τη περιγράφει σαν «συμπαγή μυ, που ζωογονείται και τρέφεται από αρτηρία και φλέβα, όπως είναι οι άλλοι μύες». Παρατηρεί ότι «πλαταίνει και κονταίνει η καρδιά με το θάνατο του ανθρώπου, γιατί οι εγκάρσιοι μύες τεντώνουν κι οι επιμήκεις μαζεύουν και έτσι το κάτω της μέρος ανεβαίνει κι όχι το επάνω». Αν προσθέσει κανείς στις θαυμάσιες αυτές παρατηρήσεις, την ακρίβεια των σχεδίων της καρδιάς και της διαδρομής των στεφανιαίων αγγείων και τις λεπτολόγους μελέτες του για το σχήμα και τη λειτουργία των μηνοειδών βαλβίδων και των 4 καρδιακών κοιλοτήτων, αισθάνεται, πραγματικά, έναν έντονο θαυμασμό.
Η παρατήρησή του ότι ένα ανοικτό μεσοκοιλιακό διάφραγμα αποτελεί εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο, μας κάνει να υποπτευθούμε ότι πράγματι γνώριζε ότι το διάφραγμα αυτό ήταν αδιάβατο και συνεπώς ότι αμφέβαλε για την ακρίβεια της σχετικής παραδοσιακής περιγραφής. Γράφει πράγματι: «Έχω συναντήσει μια οπή που οδηγεί από τη δεξιά στην αριστερή κοιλία, πράγμα που σημειώνω περισσότερο για να παρατηρήσω αν υπάρχει και στους άλλους χώρους των άλλων καρδιών».
Τι ανακάλυψε δε γνωρίζουμε, ξέρουμε όμως ότι ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι οι τενόντιες χορδές «είναι προσηλωμένες στις κοιλιακές επιφάνειες των γλωχίνων των κολποκοιλιακών βαλβίδων. Παρατηρώντας προσεκτικά ανακάλυψα την ύπαρξη ινώδους δακτυλίου στη δεξιά κοιλία» και «παρατήρησα προσεκτικά τις μηνοειδείς βαλβίδες, ανοικτές και κλειστές. Για να τις ζωγραφίσω κλειστές χρησιμοποίησα ενέσεις ουσιών που μονιμοποιούν τα αγγεία». Και όχι μόνον αυτά: «Μελέτησα προσεκτικά την κίνηση του αίματος στο αορτικό στόμιο και παρατήρησα ότι οι κινήσεις της καρδιάς, όπως οι κινήσεις του στομάχου και όλων των άλλων οργάνων, εκτός από τις κινήσεις των πνευμόνων, είναι ακούσιες».
Παράλληλα όμως μ’ αυτά, τον βλέπουμε να συγχέει συχνά τους κόλπους με τις κοιλίες, ακόμη και σε πολύ τέλεια ανατομικά παρασκευάσματα, σαν εκείνα που βλέπουμε στα σχέδιά του, για να τα χαρακτηρίσει στη συνέχεια σαν λανθασμένα.
Μια άλλη αντίφαση κοντά στις τόσες του είναι αυτή που αναφέρεται στο ακόλουθο γεγονός: Ενώ είχε παρατηρήσει πως η καρδιά λειτουργεί σαν αντλία, δε μπόρεσε να συνδέσει την παρατήρησή του με την κίνηση του αίματος, πράγμα περίεργο για έναν τόσο μεγαλοφυή μελετητή των προβλημάτων της υδραυλικής κι εφευρέτη μηχανών και υδραυλικών συσκευών, που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται.
Όσο λοιπόν κι αν η μεγαλοφυία του μπορεί να μας εντυπωσιάσει, ώστε να ακολουθήσουμε την άποψη του μελετητή εκείνου που υποστηρίζει ότι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε συλλάβει με τη διαίσθηση την κυκλοφορία τού αίματος, αυτό δε φαίνεται σωστό. Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι και στο πεδίο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, ο Λεονάρντο πρότρεξε της εποχής του κατά πολλούς αιώνες, στις επιστημονικές μεθόδους, που οδήγησαν αργότερα στις πιο επαναστατικές ανακαλύψεις.
Το 1935 ανακαλύφθηκε στο Βερολίνο, στα φύλλα ενός χειρογράφου του Άραβα ιατρού Ιμπν αλ Ναφίς, που έζησε στη Συρία, τον 13ο αιώνα, μια παράγραφος που περιγράφει αρκετά σαφώς τη μικρή κυκλοφορία (μεταξύ καρδιάς και πνευμόνων). Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα βήμα, που πρέπει να έπαιξε το ρόλο του στην πορεία για την ανακάλυψη της μεγάλης κυκλοφορίας. Ας δούμε τι γράφει ο αλ Ναφίς στην παράγραφο αυτή: «Οι δυο κοιλίες δεν επικοινωνούν, καθότι στο σημείο αυτό η καρδιακή ουσία είναι συμπαγής και δε μπορεί να παρατηρήσει κανείς ούτε ορατά ανοίγματα, όπως υποστήριζαν μερικοί, ούτε αόρατους πόρους, μέσω των οποίων θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η δίοδος τού αίματος, σύμφωνα με τη θεωρία του Γαληνού. Δεν υπάρχουν πόροι κι η καρδιακή ουσία είναι πολύ συμπαγής. Συνεπώς το αίμα, αφού φιλτραριστεί, πρέπει να περάσει υποχρεωτικά μέσω τής αρτηριακή φλέβας (πνευμονική αρτηρία) στους πνεύμονες, όπου διαχέεται δια μέσου τής ουσίας των κι αναμιγνύεται με τον αέρα, οπότε το λεπτότερο μέρος του καθαρίζεται και περνά στη φλεβική αρτηρία (πνευμονική φλέβα), για να καταλήξει εν συνεχεία στην αριστερή κοιλότητα της καρδιάς, αφού θα έχει αναμιχθεί με τον αέρα, για να μπορεί να είναι σε θέση να παραγάγει το ζωτικό πνεύμα. Το λιγότερο καθαρό μέρος του αίματος αυτού που μένει, προορίζεται για τη διατροφή των πνευμόνων… και γι’ αυτό ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο κατηγορίες των αγγείων (πνευμονικής φλέβας και αρτηρίας) υπάρχουν αναστομώσεις».
Μερικές σελίδες πιο κάτω, ο Άραβας ιατρός, για να υπογραμμίσει την έλλειψη κάθε επικοινωνίας δια του μεσοκοιλιακού διαφράγματος, επικαλείται και τη προσωπική του πείρα. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις του Κορανίου, οι Άραβες πρέπει να εκτελούσαν κάπου – κάπου κι ανατομές, τουλά-χιστον ζώων.
Δυο πράγματα αποκαλύπτει η παράγραφος αυτή του Άραβα ιατρού. Το πρώτο είναι η μεγάλη δύναμη της γαλλικής παράδοσης: δεν υπάρχει λέξη για τα γραπτά του Ναφίς σε κανένα από τα μεταγενέστερα κείμενα: όποιος δεν προσυπέγραφε τον Γαληνό, δεν ήταν άξιος να αναφέρεται ούτε κατ’ όνομα. Το δεύτερο είναι η δυσκολία με την οποία μπορεί κανείς, έστω κι από τη πιο μεγαλοφυή ιδέα, όπως είναι εδώ η σύλληψη της πνευμονικής κυκλοφορίας, να συναγάγει τις συνέπειες ως τις οποίες οδηγεί μια εσφαλμένη άποψη, όπως εκείνη του Γαληνού για τη μεσοκοιλιακή επικοινωνία: η διαίσθηση του Άραβα σταμάτησε μόνο στη σύλληψη της έννοιας της μικρής κυκλοφορίας, χωρίς να προχωρήσει στην αντιμετώπιση των σφαλμάτων που υπήρχαν στο γαληνικό σύστημα, λόγω της αγνοίας της. Μόνο στην Αναγέννηση γίνονται αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, αν και ειδικά στο θέμα της κυκλοφορίας του αίματος τα βήματα αυτά είναι πολύ αργά και ασταθή.
Όταν φυσικά μιλάμε για την Αναγέννηση, δεν υπονοούμε υποχρεωτικά Ιταλούς ερευνητές. Δυο από τα σπουδαιότερα ονόματα στην ιστορική αυτή αναδρομή είναι ο Φλαμανδός Ανδρέας Βεσάλιος και ο Ισπανός Μιχαήλ Σερβέτο. Δεν μπορεί όμως κανείς να αρνηθεί ότι οι δυο αυτοί μεγάλοι ιατροί στην Ιταλία σπούδασαν κι εκεί διδάχθηκαν ελευθερία σκέψης και ευρύτητα αντιλήψεων, ώστε να δυνηθούν να υψώσουν επαναστατικά το ανάστημά τους απέναντι στην παράδοση.

ΑΝΤΡΕΑ ΒΕΣΑΛΙΟΣ
Στο θέμα τής ανακάλυψης της κυκλοφορίας αν αναφέρουμε τον Βεσάλιο είναι γιατί σε διαδοχικές φάσεις του ερευνητικού έργου του παρουσιάζεται να τοποθετεί προοδευτικά τις βάσεις για την αναθεώρηση των γαληνικών αντιλήψεων.
Στη πρώτη έκδοση του έργου του «Περί της κατασκευής του ανθρωπίνου σώματος» τον βρίσκουμε να εκδηλώνει τον θαυμασμό του προς τον Δημιουργό, ο Οποίος «…γνώριζε να διηθεί το αίμα της δεξιάς καρδίας στην αριστερή, δια μέσου αοράτων πόρων». Στη δεύτερη όμως έκδοση του έργου του όχι μόνο δεν ικανοποιείται από την ερμηνεία αυτή, αλλά και την απορρίπτει ρητώς: «…δεν μπορούσα να καταλάβω με ποιον τρόπο θα ήταν δυνατόν να περάσει κι η ελάχιστη ποσότητα αίματος δια τού μεσοκοιλιακού διαφράγματος».

ΜΙΓΚΟΥΕΛ ΣΕΡΒΕΤΟ
Πολύ πιο αποφασιστική για το θέμα μας είναι η τοποθέτηση του Μιχαήλ Σερβέτο. Ο ιδιόρρυθμος αυτός άνθρωπος, ιατρός και θεολόγος μαζί, γεννήθηκε μάλλον το 1509 και κάηκε στην πυρά από τους Καλβινιστές της Γενεύης το 1553, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Μαζί του έκαψαν συμβολικά και 2 αντίτυπα από το έργο του «Αποκατάσταση του Χριστιανισμού», που δημοσιεύτηκε το χρόνο της εκτέλεσής του. Απ' τα υπόλοιπα 998 αντίτυπα που καταστράφηκαν σε δυο φάσεις, διασώθηκαν δυο και φυλάγονται το ένα στο Παρίσι και το άλλο στη Βιέννη.
Στο θεολογικό αυτό έργο, ο ιατρό-θεολόγος Σερβέτο παρεμβάλλει μια παρατήρηση, από την οποία προκύπτει ότι είχε συλλάβει την έννοια της μικρής κυκλοφορίας και μάλιστα ανεξάρτητα και εν αγνοία των παρατηρήσεων του αλ Ναφίς.
Κατά το Σερβέτο, το αίμα, δεδομένου ότι δεν μπορεί να περάσει δια του μεσοκοιλιακού διαφράγματος, φθάνει απ' τη δεξιά κοιλία στους πνεύμονες, καθαρίζεται και δια της πνευμονικής αρτηρίας, περνά στις πνευμονικές φλέβες, για να επανέλθει και πάλι στην καρδιά. Αλλά ο Σερβέτο προχωρεί ακόμη περισσότερο: από την καρδιά, και πιο συγκεκριμένα από την αριστερή κοιλία, το αίμα διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα, δια μέσου των αρτηριών.

ΡΕΑΛΝΤΟ ΚΟΛΟΜΠΟ
Το έργο του Σερβέτο, λόγω του θανάτου του και της τύχης των βιβλίων του, που κάηκαν την ίδια χρονιά της κυκλοφορίας τους, έμεινε χωρίς συνέχεια. Έτσι, όταν μετά από 5 χρόνια ο Ρεάλντο Κολόμπο δημοσίευσε το βιβλίο του «Περί Ανατομικής» όπου περιέγραφε ακριβώς την καρδιοπνευμονική κυκλοφορία, δημιούργησε ένα πρόβλημα προτεραιότητας της ανακάλυψης, που δεν έχει ούτε σήμερα λυθεί.
Ο Κολόμπο παρατηρούσε χωρίς περιφράσεις τα ακόλουθα: «Μεταξύ των κοιλιών βρίσκεται ένα διάφραγμα, μέσω του οποίου όλοι υποθέτουν ότι το αίμα περνά από τη μια στην άλλη. Όταν το πέρασμα αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί ευκολότερα, το αίμα γίνεται κατά τη γνώμη τους πιο ρευστό, χάρις στο σχηματισμό του ζωικού πνεύματος μέσα του. Όποιος υποστηρίζει τέτοια θέση, απέχει χίλια μίλια απ' την αλήθεια: το αίμα, στην πραγματικότητα, φθάνει στους πνεύμονες μέσω της πνευμονικής αρτηρίας κι εκεί ρευστοποιείται. Από εκεί, ύστερα, αναμεμιγμένο με αέρα μπαίνει στην αριστερή κοιλία, μέσω της πνευμονικής φλέβας. Αυτό κανείς μέχρι τώρα δεν το παρατήρησε ούτε το περιέγραψε, παρ’ όλο που μια τέτοια παρατήρηση ήταν εξαιρετικά εύκολη». «Η πνευμονική φλέβα έχει πράγματι το σκοπό να μεταφέρει το αίμα, που είναι αναμεμιγμένο με τον αέρα, από τους πνεύμονες στην αριστερή κοιλία της καρδιάς, πράγμα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά κανένα τρόπο».
Ποια θέση πρέπει να πάρει κανείς στο πρόβλημα της προτεραιότητας; Αναμφισβήτητα το βιβλίο του Σερβέτο προηγείται ως εκδοτικό γεγονός. Ο Κολόμπο, εξάλλου, στον πρόλογο του έργου του που αναφέραμε, υποστηρίζει ότι τα χειρόγραφά του τα είχε έτοιμα αρκετά χρόνια πριν τη δημοσίευσή τους. Δεν αρκεί όμως το δεδομένο αυτό για να του εξασφαλίσει την προτεραιότητα.
Δε μπορούμε όμως να αγνοήσουμε κάτι άλλο. Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της επιστήμης που μπορούμε να πούμε ότι μια ανακάλυψη έχει ωριμάσει σαν καρπός μελετών που χρονολογούνται από πολύ ή λίγο καιρό. Και συμβαίνει ακόμη τέτοιες στιγμές να συμπίπτουν με τη βεβαιότητα ότι κάτι πρέπει να αλλάξει στη μέχρι τότε τοποθέτηση των ανθρώπων επάνω σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα. Τέτοιοι συλλογισμοί δεν είναι μόνο θεωρητικοί. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες που τους επαληθεύουν. Αναφέρουμε π.χ. τον απειροστικό λογισμό, ένα μαθηματικό κατόρθωμα που πέτυχαν ταυτόχρονα δυο μεγάλοι σοφοί, εργαζόμενοι ανεξάρτητα ο ένας απ' τον άλλο: ο Νεύτων και ο Λάιμπνιτς. Γιατί να αποκλείσουμε πως κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση Σερβέτο και Κολόμπο, που έζησαν σε στιγμές που απαιτούσαν επιτακτικά τη λύση πολλών φυσιολογικών προβλημάτων με τρόπο διαφορετικό απ' εκείνον της παράδοσης; Εφόσον πρόκειται πράγματι για φυσιογνωμίες εξίσου μεγαλοφυείς, είναι δύσκολο να παραδεχτεί κανείς ότι έφτασαν από ιστορική ανάγκη στο ίδιο συμπέρασμα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τις παρατηρήσεις τού άλλου; Όταν όμως μιλάμε εδώ για μεγαλοφυία, τη μετράμε πάντα με τη σπουδαιότητα της ανακάλυψης, στην οποία αναφερόμαστε, χωρίς να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα: ο Κολόμπο, παρά την σύλληψη της μικρής κυκλοφορίας, συνεχίζει να θεωρεί το ήπαρ αιμοποιητικό όργανο και να πιστεύει ότι οι φλέβες χρησιμεύουν για τη μεταφορά της τροφής στο σώμα ολόκληρο.

ΤΖΙΟΒΑΝΝΙ ΜΠΑΤΤΙΣΤΑ ΚΑΝΑΝΟ
Μια άλλη ανακάλυψη των χρόνων εκείνων θα διευκόλυνε σημαντικά τη λύση του προβλήματος της κυκλοφορίας, αν ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας αυτού απ' τον οποίον προήλθε δεν εμπόδιζε τη διάδοσή της και συνεπώς και τους καρπούς που θα προσδοκούσε κανείς απ' αυτήν. Πρόκειται για την ανακάλυψη των βαλβίδων των φλεβών, από τον Κανάνο (1547).
Η σημασία της ανακάλυψης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι αποδεικνύει την αδυναμία του αίματος να κινηθεί με κατεύθυνση απ' την καρδιά προς την περιφέρεια, πράγμα που μόλις πριν από λίγο σημειώσαμε ότι επαναλάμβανε κι ο Κολόμπο.
Όπως φαίνεται όμως, ούτε κι ο ίδιος ο Κανάνο είχε συλλάβει της σημασία της ανακάλυψής του, που πέρασε τόσο απαρατήρητη, που χρειάστηκε να ανακαλυφθούν οι βαλβίδες και πάλι μετά από 50 χρόνια, απ' τον ντ’ Ακουαπεντέντε, που τους αφιέρωσε ιδιαίτερο βιβλίο (1603). Αλλά ούτε κι αυτός αντιλήφθηκε, όπως φαίνεται, τη λειτουργία του συστήματος που περιέγραψε κι εικονογράφησε με θαυμαστό τρόπο. Και το χειρότερο: στο έργο αυτό και σ' ένα θαυμάσιο πίνακα απεικονίζεται το ίδιο εκείνο πείραμα, με το οποίο ο Ουίλλιαμ Χάρβεϋ απεδείκνυε αργότερα τη θεωρία του για τη κυκλοφορία τού αίματος, χωρίς ο ντ’ Ακουαπεντέντε να υποψιαστεί, έστω κι από μακριά, την αληθινή σημασία του.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΕΖΑΛΠΙΝΟ
Σε ό,τι αφορά την κυκλοφορία, ο Τσεζαλπίνο υπήρξε αυτός που έδωσε το αποφασιστικό χτύπημα κατά της παράδοσης. Εκθρόνισε το ήπαρ από τη θέση που είχε κατά την αντίληψη του Γαληνού και των οπαδών του στην ιεραρχία των σπλάγχνων: το συκώτι δεν είναι πια το κέντρο της κίνησης του αίματος, ούτε αιμοποιητικό όργανο. Τη θέση του καταλαμβάνει η καρδιά, από όπου ξεκινά κι όπου καταλήγει το αίμα, διαγράφοντας πορεία που για πρώτη φορά χαρακτηρίζεται με την ονομασία «κυκλοφορία».
[1]
Απέδειξε πειραματικά την επικοινωνία μεταξύ αρτηριών και φλεβών, γνωστή βέβαια απ' την αρχαιότητα, αλλά μέχρι τότε ανεπιβεβαίωτη πειραματικά. Ο Τσεζαλπίνο αποκάλυψε μια φλέβα, την περιέδεσε και της έκανε μια τομή κάτω απ' την περίδεση. Αρχικά βγήκε αίμα σκοτεινόχρωμο, φλεβικό και στη συνέχεια αίμα σε χρώμα ανοιχτότερο, δηλαδή αρτηριακό.
Απέδειξε ακόμη ότι το αίμα κινείται μέσα στις φλέβες από την περιφέρεια προς την καρδιά κι όχι αντίστροφα. Προς το σκοπό αυτόν περίδεσε πάλι μια φλέβα για να παρατηρήσει αμέσως ότι διογκώνεται κάτω από και όχι πάνω από την περίδεση, πράγμα που σήμαινε ότι η πορεία του αίματος δεν ήταν όπως τη φανταζόταν ο Γαληνός και οι οπαδοί του.
Παρατήρησε πως η κατασκευή των τοιχωμάτων των αρτηριών ήταν διαφορετική από την κατασκευή των φλεβών, μέσα στις οποίες αναγνώρισε ότι επικρατούσε μικρότερη πίεση από την πίεση του αίματος μέσα στις αρτηρίες. Αλλά και αυτός δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την ανακάλυψη των βαλβίδων, που θα έδινε στις πειραματικές του αποδείξεις μοναδική θέση στην ιστορία της ιατρικής: τις θεώρησε απλά σχηματισμούς, προορισμένους να ενισχύουν τα τοιχώματα των φλεβών και να ενεργούν ανασχετικά στην πορεία του αίματος μέσα τους. Και όχι μόνον αυτό. Κοντά στην εσφαλμένη ερμηνεία του ρόλου των βαλβίδων, επιζεί στον Τσεζαλπίνο και η αντίληψη για το θεραπευτικό ρόλο του φλεβικού αίματος, ορισμένοι δε υπαινιγμοί κάνουν βάσιμη την υποψία ότι ο Τσεζαλπίνο πίστευε ακόμη στην επικοινωνία των 2 κοιλιών μέσω του μεσοκοιλιακού διαφράγματος, πράγμα που δημιουργεί αμφιβολίες για το αν ποτέ συνέλαβε ορθά την έννοια της κυκλοφορίας στο σύνολό της, καθώς και το φυσιολογικό της ρόλο.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΧΑΡΒΕΫ
Ο κύκλος των αβέβαιων, αλλά πάντως αποφασιστικών βημάτων για την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, κλείνει με τη δημοσίευση, το 1628 του έργου του Ουίλλιαμ Χάρβεϋ «Ανατομική άσκηση επί της κινήσεως της καρδιάς και του αίματος». Με τον Χάρβεϋ η έννοια της κυκλοφορίας του αίματος γίνεται οριστικά κτήμα της επιστήμης, αν και δεν έγινε αμέσως δεκτή από όλους τους ανατόμους, πριν περάσουν τουλάχιστον 50 χρόνια από τη δημοσίευσή της.
Για τον Χάρβεϋ και το έργο του θα μιλήσουμε ξεχωριστά. Εκείνο που πρέπει να πούμε από τώρα είναι πως η ιδιαίτερη προσφορά του έγκειται στο γεγονός ότι συγκέντρωσε σ’ ένα οργανωμένο και τέλειο σύστημα τις παρατηρήσεις και τις ανακαλύψεις των προκατόχων και των διδασκάλων του, δίνοντάς τους μια ευφυή ερμηνεία.
Για να γίνει όμως πραγματικότητα η ανακάλυψή του, έπρεπε να προηγηθεί η μεγάλη επιστημονική επανάσταση, που ξεκινώντας από τον Βάκωνα βρήκε στο πρόσωπο του Γαλιλαίου εκείνον που θα την έκανε πράξη και στον ορθολογισμό του Καρτέσιου το πιο ισχυρό της στήριγμα.
[1] «Περιπατητικά προβλήματα», 1571 και «Ιατρικά προβλήματα», 1593

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου