Οποιαδήποτε ανατομική, είτε αρχαία είτε μεσαιωνική κι αν πάρουμε στα χέρια μας ή κι αν ακόμα διαβάσουμε αποσπάσματα από το έργο του Φαλλόππιο, όπου ο μαθητής ελέγχει τον διδάσκαλό του Βεσάλιο, θα δούμε αμέσως ότι πηγή των ανατομικών γνώσεων για τον άνθρωπο ήταν το σώμα των ζώων. Ο Βεσάλιος μάλιστα, κατά τα γραφόμενα του μαθητή του, έπεσε σε σφάλματα «κατά την περιγραφή του λάρυγγα, της γλώσσας, του ματιού, που περιέγραψε εσφαλμένα, παρασυρμένος από τη μελέτη τέτοιων οργάνων στα βόδια ή σε άλλα ζώα, που συχνά ανέτεμνε και σχεδίαζε στη θέση ανθρωπίνων σωμάτων». Όταν λοιπόν ο ίδιος ο Βεσάλιος, που είχε ανοικτά καταγγείλει τη μέθοδο αυτή σαν πηγή των σφαλμάτων του Γαληνού, κατέφευγε στη βοήθειά της για να μεταφέρει τα συμπεράσματά του στον άνθρωπο, φανταστείτε τι γινόταν πριν από αυτόν!
Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε εγκαινιάσει τη μελέτη της ανατομικής των ζώων ως ιδιαίτερο και αυθυπόστατο κλάδο των εν γένει ανατομικών σπουδών. Η διδασκαλία του όμως δεν βρήκε συνεχιστές. Οι Αλεξανδρινοί ανατόμοι, διαθέτοντας ανθρώπινα πτώματα, εγκατέλειψαν τελείως τις ανατομές επί ζώων. Όταν όμως ήρθες η παρακμή της αλεξανδρινής εποχής, τα πράγματα ξαναγύρισαν για την ανατομική εκεί που ήταν πριν από τη λαμπρή αυτή παρένθεση: ο ερευνητής δεν είχε και πάλι τη δυνατότητα να εργαστεί στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι βλέπουμε τον Γαληνό να υποχρεώνεται στην ανατομική ζώων, ιδίως χοίρων και να μεταφέρει τις παρατηρήσεις του στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος.
Αυτό βέβαια θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει από πρώτη άποψη σαν συγκριτική ανατομική. Όμως, μια σύγκριση με ό,τι έκαναν οι επιστήμονες του 17ου αιώνα αποκαλύπτει τεράστιες διαφορές υπέρ των τελευταίων, που το έργο τους, ανατρέποντας την παράδοση, άνοιξε στην επιστήμη νέους δρόμους.
Ο ΝΕΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ
Η βασική από τις διαφορές αυτές είναι ότι οι αρχαίοι περιόριζαν τη σύγκριση στο να θεωρούν τα όργανα που ανακάλυπταν στο σώμα των ζώων, όμοια προς τα ομόλογα όργανα του ανθρωπίνου σώματος, λόγω μιας εξίσου βασικής δυσκολίας: της αδυναμίας τους να επιβεβαιώσουν τις ομοιότητες στο ανθρώπινο σώμα. Τον 17ο αιώνα συμβαίνει κάτι διαφορετικό: ο ερευνητής μελετά τόσο τα όργανα του ανθρώπου, όσο και αυτά των ζώων και στη συνέχεια προβαίνει στις συγκρίσεις του για να διαπιστώσει διαφορές, συγγένειες και ομοιότητες. Είναι σαν να λέμε ότι οι αρχαίοι έκαναν ένα είδος «αναλογικής» κι όχι «συγκριτικής» ανατομικής. Στον 17ο αιώνα έχομε πραγματική συγκριτική ανατομική, όπως θα μπορούσε να προέλθει από τις σελίδες του Αριστοτέλη για τη μελέτη των ζώων.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια αντίφαση. Ενώ δηλαδή από τη μια ο αιώνας που συζητάμε είχε κηρύξει έναν ανηλεή πόλεμο απέναντι σε κάθε τι που θύμιζε τον Αριστοτέλη, από την άλλη στήριζε ακριβώς έναν απ’ τους πιο ενδιαφέροντες νέους επιστημονικούς κλάδους (μετά τη μικροσκοπία), στην αριστοτελική μεγαλοφυΐα. Ένας νέος ιδιόμορφος αριστοτελισμός εγκαινιάζεται.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο πόλεμος της Αναγέννησης και κυρίως του 17ου αιώνα δε γίνεται τόσο κατά του Αριστοτέλη, όσο κατά των αριστοτελικών, κατά της νοοτροπίας του μεσαίωνα, που περιοριζόταν στο να επαναλαμβάνει πειθήνια, σαν θέσφατα και χρησμούς, τις γνώσεις των κλασσικών κειμένων, δίνοντάς τους μάλιστα την πιο στενόμυαλη ερμηνεία. Αλλά, ας διαβάσουμε για άλλη μια φορά τι γράφει ο Γαλιλαίος για τον πόλεμο κατά του Αριστοτέλη στους «Διαλόγους περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «Αμφιβάλλετε μήπως εσείς», λέει ο Σαλβιάτι στον Σιμπλίτσιο, τον εκπρόσωπο, ας πούμε, του επίσημου αριστοτελισμού, «ότι αν ο Αριστοτέλης έβλεπε τις νέες ανακαλύψεις στον ουρανό, θα άλλαζε γνώμη και θα διόρθωνε τα βιβλία του... αποκηρύσσοντας ο ίδιος τους πτωχούς στο πνεύμα, που τόσο μικρόψυχα δέχονται να υποστηρίζουν κάθε τι που είπε εκείνος, χωρίς να εννοούν ότι, αν ο Αριστοτέλης είχε υπάρξει τέτοιος που τον φαντάζονται, θα ήταν ένα μυαλό ανίκανο για μάθηση, μια διάνοια όλο πείσμα, μια ψυχή γεμάτη βαρβαρότητα, μια θέληση τυραννική, που θεωρώντας όλους τους άλλους ζώα, θα ήθελε τα θέσφατά του να έχουν προτεραιότητα απέναντι στις αισθήσεις, τις εμπειρίες, την ίδια τη φύση; Οι οπαδοί του είναι εκείνοι που έκαναν αυθεντία τον Αριστοτέλη κι όχι αυτός που την σφετερίστηκε ή την πήρε. Κι επειδή είναι πιο εύκολο να καλύπτεσαι πίσω από την ασπίδα ενός άλλου, παρά να παρουσιάζεσαι με ακάλυπτο πρόσωπο, φοβούνται και δεν τολμούν να απομακρυνθούν από αυτόν, έστω κι ένα βήμα. Και αντί να κάνουν αλλαγές στον ουρανό του Αριστοτέλη, προτιμούν με μεγάλο θράσος να αρνούνται εκείνους που βλέπουν τον ουρανό της φύσης».
Όπως φαίνεται λοιπόν από τόσο επίσημο χέρι, ο πόλεμος δεν ήταν εναντίον του Αριστοτέλη, αλλά εναντίον της στενοκέφαλης και δουλοπρεπούς νοοτροπίας των αριστοτελικών. Στον Αριστοτέλη αναγνωρίζουν τόση ευφυΐα και ορθοφροσύνη σχετικά με την έννοια της επιστήμης, που δε διστάζουν να ισχυρίζονται ότι εμπρός στις νέες εμπειρίες, πρώτος ο ίδιος θα έσπευδε να διορθώσει τις πλάνες του και να αποκηρύξει τους «πιστούς» αριστοτελικούς. Συνεπώς, ένα μέρος των σκέψεων και των απόψεων του Αριστοτέλη δεν έχανε καθόλου το κύρος του υπό το φως των νέων αναζητήσεων και της νέας τοποθέτησης της επιστήμης. Η επιστροφή λοιπόν σε δρόμους που εκείνος είχε ανοίξει και η συνέχισή τους είναι απόλυτα κατανοητή. Αυτή είναι η έννοια και η ανάλογη σημασία του νέου αριστοτελισμού που αποτελεί μια ιδιαίτερη όψη της επιστήμης του 17ου αιώνα.
Ο ΒΟΛΧΕΡ ΚΟΪΤΕΡ
Έχουμε κιόλας δει τις συγκριτικές μελέτες του Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε σε όργανα των ζώων και του ανθρώπου, ιδίως για προβλήματα της εμβρυολογίας, μελέτες που άνοιξαν το δρόμο στις κατακτήσεις του Μαρτσέλλο Μαλπίγγι.
Πάντως το πρώτο έργο με σαφή αναφορά στη συγκριτική μέθοδο είναι η σειρά των «Πινάκων των κυριότερων εξωτερικών και εσωτερικών τμημάτων του ανθρώπινου σώματος» του Βόλχερ Κόιτερ (Νυρεμβέργη, 1572).
Ο Κόιτερ γεννήθηκε στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας το 1534, σπούδασε στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του καιρού του (Πίζα, Μπολόνια, Ρώμη, Μονπελλιέ) και υπήρξε μαθητής του μεγάλου Φαλλόππιο. Αφού δίδαξε για λίγο ανατομική στην Μπολόνια, τον κάλεσαν στην ομώνυμη έδρα του πανεπιστημίου της Νυρεμβέργης, όπου διορίστηκε και γιατρός του γερμανικού στρατού. Πέθανε στη Νυρεμβέργη το 1590, αφήνοντας φήμη μεγάλου ανατόμου: είχε περιγράψει για πρώτη φορά ένα μεγάλο αριθμό μυών, μεταξύ των οποίων τον λεγόμενο επισκύνιο μυ, που κάνει τα φρύδια να σμίγουν και παρουσίασε σε εικόνες ολόκληρο το σκελετό του εμβρύου («Ανατομική πραγματεία περί των οστών του εμβρύου», Γκαίτινγκεν, 1659).
Ο Κρόιτερ όμως μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά για τις φωτισμένες του αντιλήψεις στο θέμα της συγκριτικής μεθόδου. Αυτές φαίνονται στο πλήθος των παρατηρήσεων και των περιγραφών που έκανε στα θηλαστικά και στα πτηνά που ανέτεμνε και που τις θέτει στους «Πίνακές» του, σαν όρους σύγκρισης προς την ανθρώπινη ανατομική. Δεν περιορίζεται όμως εδώ. Οι εμβρυολογικές του παρατηρήσεις ξεπερνούν και τις παρατηρήσεις των μεταγενέστερών του, τοποθετημένες πάντοτε στη γραμμή του συγκριτικού κριτηρίου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ένα μέρος από τις μελέτες του έκανε ο Κρόιτερ από έμπνευση του Ουλίσσε Αλντροβάντι, για το ρόλο του οποίου στην αφύπνηση των φυσιογνωστικών σπουδών, τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, έχουμε κιόλας μιλήσει.
Ο ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΣΣΕΡΙΟ
Συνεχιστής κατά κάποιο τρόπο του έργου του Κόιτερ υπήρξε ο Κασσέριο, που γεννήθηκε στην Πλακεντία το 1552. Ήταν υπηρέτης του ντ’ Ακουαπεντέντε, αλλά χάρη στην ευφυΐα, την αγάπη του για μελέτη και τη γενναιόδωρη κατανόηση του κυρίου του, κατόρθωσε να πάρει πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας. Στην αρχή έκανε ιδιωτικά μαθήματα ανατομικής, ήταν δε τέτοια η φήμη που απέκτησε, ώστε ο ίδιος ο διδάσκαλός του, προφανώς από φθόνο, ζήτησε την απαγόρευση των ιδιωτικών παραδόσεων, πράγμα που πέτυχε. Το γεγονός αυτό στάθηκε ευεργετικό για την έρευνα, στην οποία ο Κασσέριο αφοσιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δυο φορές να αρνηθεί διορισμούς σε πανεπιστημιακές έδρες: τη μια στο Τορίνο και την άλλη στην Πάδοβα. Αργότερα, μπόρεσε να επαναλάβει τις παραδόσεις του που συνέχισε μέχρι το 1616, έτους του θανάτου του.
Το έργο του Κασσέριο «Βιβλίο περί των πέντε αισθήσεων» περιέχει ακριβείς περιγραφές των αισθητηρίων οργάνων, καθώς κι άφθονες ευφυείς εφαρμογές της συγκριτικής μεθόδου τόσο στο ανατομικό - περιγραφικό, όσο και στο ερμηνευτικό - φυσιολογικό πεδίο. Αυτό φαίνεται ιδίως στα κεφάλαια που αφιερώνει στα φωνητικά και ακουστικά όργανα, που αποτέλεσαν ίσως το αντικείμενο που τράβηξε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του μεγαλοφυή και τόσο ταλαιπωρημένου ανατόμου. Υπήρξε ακόμα εκείνος που πρώτος κατεύθυνε την ανατομική έρευνα προς τα ασπόνδυλα, μελετώντας το ηχητικό όργανο του τζίτζικα, πράγμα που αποδεικνύει τις εξαιρετικές ανατομικές ικανότητες που ο Κασσέριο απέκτησε στα χρόνια που ήταν υπηρέτης του διδασκάλου του.
Το σπουδαιότερο ανατομικό του κατόρθωμα, οι «Ανατομικοί πίνακες», δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του (Βενετία, 1627): αποτελούν ένα πλουσιότατο ανατομικό άτλαντα που περιλαμβάνει ακόμα και την ανατομία του εμβρύου.
Ο ΚΑΡΛΟ ΡΟΥΪΝΙ (1530-1598)
Υπήρξε ο Βεσάλιος της ανατομικής των ζώων. Και κάτι που είναι εκπληκτικό: ήταν δικηγόρος. Το έργο του «Η ανατομική του ίππου, η αναπηρία και οι θεραπείες της» αποτελεί, από πλευράς περιεχομένου και εικονογράφησης, θεμελιώδες κείμενο των ζώων, πρότυπο για κάθε μεταγενέστερη ανάλογη μελέτη. Γι’ αυτό και το έργο αυτό χαρακτηρίστηκε για την ανατομική των ζώων παράλληλο με το έργο του Βεσάλιου «Κατασκευή του ανθρώπινου σώματος».
Το γεγονός ότι το έργο του Ρουΐνι γράφτηκε στην ιταλική γλώσσα και όχι στην καθιερωμένη λατινική, προδίδει τις προθέσεις του συγγραφέα: δεν απευθυνόταν στον επιστημονικό κόσμο, αλλά στον κύκλο των κτηνοτρόφων και των φιλίππων. Παρόλο, όμως, που είναι γραμμένο από δικηγόρο και απευθύνεται έξω από τον κόσμο των ειδικών, αποτελεί μια πλήρη και εξαντλητική μονογραφία ανατομικής, περιορισμένη σ’ ένα είδος ζώου. Το κείμενο του Ρουΐνι άσκησε αποφασιστική επίδραση σε κάθε μεταγενέστερη μελέτη, κατευθύνοντας και την ανατομική των ζώων στο δρόμο που οδήγησε την ανατομική του ανθρώπου το έργο του Βεσάλιου.Το έργο του Ρουΐνι δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του στην Μπολόνια (1598), που αποτελούσε τότε το επίκεντρο ενός ερευνητικού οργασμού, που άνοιγε το δρόμο της νέας επιστήμης.
Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε εγκαινιάσει τη μελέτη της ανατομικής των ζώων ως ιδιαίτερο και αυθυπόστατο κλάδο των εν γένει ανατομικών σπουδών. Η διδασκαλία του όμως δεν βρήκε συνεχιστές. Οι Αλεξανδρινοί ανατόμοι, διαθέτοντας ανθρώπινα πτώματα, εγκατέλειψαν τελείως τις ανατομές επί ζώων. Όταν όμως ήρθες η παρακμή της αλεξανδρινής εποχής, τα πράγματα ξαναγύρισαν για την ανατομική εκεί που ήταν πριν από τη λαμπρή αυτή παρένθεση: ο ερευνητής δεν είχε και πάλι τη δυνατότητα να εργαστεί στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι βλέπουμε τον Γαληνό να υποχρεώνεται στην ανατομική ζώων, ιδίως χοίρων και να μεταφέρει τις παρατηρήσεις του στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος.
Αυτό βέβαια θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει από πρώτη άποψη σαν συγκριτική ανατομική. Όμως, μια σύγκριση με ό,τι έκαναν οι επιστήμονες του 17ου αιώνα αποκαλύπτει τεράστιες διαφορές υπέρ των τελευταίων, που το έργο τους, ανατρέποντας την παράδοση, άνοιξε στην επιστήμη νέους δρόμους.
Ο ΝΕΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ
Η βασική από τις διαφορές αυτές είναι ότι οι αρχαίοι περιόριζαν τη σύγκριση στο να θεωρούν τα όργανα που ανακάλυπταν στο σώμα των ζώων, όμοια προς τα ομόλογα όργανα του ανθρωπίνου σώματος, λόγω μιας εξίσου βασικής δυσκολίας: της αδυναμίας τους να επιβεβαιώσουν τις ομοιότητες στο ανθρώπινο σώμα. Τον 17ο αιώνα συμβαίνει κάτι διαφορετικό: ο ερευνητής μελετά τόσο τα όργανα του ανθρώπου, όσο και αυτά των ζώων και στη συνέχεια προβαίνει στις συγκρίσεις του για να διαπιστώσει διαφορές, συγγένειες και ομοιότητες. Είναι σαν να λέμε ότι οι αρχαίοι έκαναν ένα είδος «αναλογικής» κι όχι «συγκριτικής» ανατομικής. Στον 17ο αιώνα έχομε πραγματική συγκριτική ανατομική, όπως θα μπορούσε να προέλθει από τις σελίδες του Αριστοτέλη για τη μελέτη των ζώων.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια αντίφαση. Ενώ δηλαδή από τη μια ο αιώνας που συζητάμε είχε κηρύξει έναν ανηλεή πόλεμο απέναντι σε κάθε τι που θύμιζε τον Αριστοτέλη, από την άλλη στήριζε ακριβώς έναν απ’ τους πιο ενδιαφέροντες νέους επιστημονικούς κλάδους (μετά τη μικροσκοπία), στην αριστοτελική μεγαλοφυΐα. Ένας νέος ιδιόμορφος αριστοτελισμός εγκαινιάζεται.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο πόλεμος της Αναγέννησης και κυρίως του 17ου αιώνα δε γίνεται τόσο κατά του Αριστοτέλη, όσο κατά των αριστοτελικών, κατά της νοοτροπίας του μεσαίωνα, που περιοριζόταν στο να επαναλαμβάνει πειθήνια, σαν θέσφατα και χρησμούς, τις γνώσεις των κλασσικών κειμένων, δίνοντάς τους μάλιστα την πιο στενόμυαλη ερμηνεία. Αλλά, ας διαβάσουμε για άλλη μια φορά τι γράφει ο Γαλιλαίος για τον πόλεμο κατά του Αριστοτέλη στους «Διαλόγους περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «Αμφιβάλλετε μήπως εσείς», λέει ο Σαλβιάτι στον Σιμπλίτσιο, τον εκπρόσωπο, ας πούμε, του επίσημου αριστοτελισμού, «ότι αν ο Αριστοτέλης έβλεπε τις νέες ανακαλύψεις στον ουρανό, θα άλλαζε γνώμη και θα διόρθωνε τα βιβλία του... αποκηρύσσοντας ο ίδιος τους πτωχούς στο πνεύμα, που τόσο μικρόψυχα δέχονται να υποστηρίζουν κάθε τι που είπε εκείνος, χωρίς να εννοούν ότι, αν ο Αριστοτέλης είχε υπάρξει τέτοιος που τον φαντάζονται, θα ήταν ένα μυαλό ανίκανο για μάθηση, μια διάνοια όλο πείσμα, μια ψυχή γεμάτη βαρβαρότητα, μια θέληση τυραννική, που θεωρώντας όλους τους άλλους ζώα, θα ήθελε τα θέσφατά του να έχουν προτεραιότητα απέναντι στις αισθήσεις, τις εμπειρίες, την ίδια τη φύση; Οι οπαδοί του είναι εκείνοι που έκαναν αυθεντία τον Αριστοτέλη κι όχι αυτός που την σφετερίστηκε ή την πήρε. Κι επειδή είναι πιο εύκολο να καλύπτεσαι πίσω από την ασπίδα ενός άλλου, παρά να παρουσιάζεσαι με ακάλυπτο πρόσωπο, φοβούνται και δεν τολμούν να απομακρυνθούν από αυτόν, έστω κι ένα βήμα. Και αντί να κάνουν αλλαγές στον ουρανό του Αριστοτέλη, προτιμούν με μεγάλο θράσος να αρνούνται εκείνους που βλέπουν τον ουρανό της φύσης».
Όπως φαίνεται λοιπόν από τόσο επίσημο χέρι, ο πόλεμος δεν ήταν εναντίον του Αριστοτέλη, αλλά εναντίον της στενοκέφαλης και δουλοπρεπούς νοοτροπίας των αριστοτελικών. Στον Αριστοτέλη αναγνωρίζουν τόση ευφυΐα και ορθοφροσύνη σχετικά με την έννοια της επιστήμης, που δε διστάζουν να ισχυρίζονται ότι εμπρός στις νέες εμπειρίες, πρώτος ο ίδιος θα έσπευδε να διορθώσει τις πλάνες του και να αποκηρύξει τους «πιστούς» αριστοτελικούς. Συνεπώς, ένα μέρος των σκέψεων και των απόψεων του Αριστοτέλη δεν έχανε καθόλου το κύρος του υπό το φως των νέων αναζητήσεων και της νέας τοποθέτησης της επιστήμης. Η επιστροφή λοιπόν σε δρόμους που εκείνος είχε ανοίξει και η συνέχισή τους είναι απόλυτα κατανοητή. Αυτή είναι η έννοια και η ανάλογη σημασία του νέου αριστοτελισμού που αποτελεί μια ιδιαίτερη όψη της επιστήμης του 17ου αιώνα.
Ο ΒΟΛΧΕΡ ΚΟΪΤΕΡ
Έχουμε κιόλας δει τις συγκριτικές μελέτες του Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε σε όργανα των ζώων και του ανθρώπου, ιδίως για προβλήματα της εμβρυολογίας, μελέτες που άνοιξαν το δρόμο στις κατακτήσεις του Μαρτσέλλο Μαλπίγγι.
Πάντως το πρώτο έργο με σαφή αναφορά στη συγκριτική μέθοδο είναι η σειρά των «Πινάκων των κυριότερων εξωτερικών και εσωτερικών τμημάτων του ανθρώπινου σώματος» του Βόλχερ Κόιτερ (Νυρεμβέργη, 1572).
Ο Κόιτερ γεννήθηκε στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας το 1534, σπούδασε στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του καιρού του (Πίζα, Μπολόνια, Ρώμη, Μονπελλιέ) και υπήρξε μαθητής του μεγάλου Φαλλόππιο. Αφού δίδαξε για λίγο ανατομική στην Μπολόνια, τον κάλεσαν στην ομώνυμη έδρα του πανεπιστημίου της Νυρεμβέργης, όπου διορίστηκε και γιατρός του γερμανικού στρατού. Πέθανε στη Νυρεμβέργη το 1590, αφήνοντας φήμη μεγάλου ανατόμου: είχε περιγράψει για πρώτη φορά ένα μεγάλο αριθμό μυών, μεταξύ των οποίων τον λεγόμενο επισκύνιο μυ, που κάνει τα φρύδια να σμίγουν και παρουσίασε σε εικόνες ολόκληρο το σκελετό του εμβρύου («Ανατομική πραγματεία περί των οστών του εμβρύου», Γκαίτινγκεν, 1659).
Ο Κρόιτερ όμως μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά για τις φωτισμένες του αντιλήψεις στο θέμα της συγκριτικής μεθόδου. Αυτές φαίνονται στο πλήθος των παρατηρήσεων και των περιγραφών που έκανε στα θηλαστικά και στα πτηνά που ανέτεμνε και που τις θέτει στους «Πίνακές» του, σαν όρους σύγκρισης προς την ανθρώπινη ανατομική. Δεν περιορίζεται όμως εδώ. Οι εμβρυολογικές του παρατηρήσεις ξεπερνούν και τις παρατηρήσεις των μεταγενέστερών του, τοποθετημένες πάντοτε στη γραμμή του συγκριτικού κριτηρίου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ένα μέρος από τις μελέτες του έκανε ο Κρόιτερ από έμπνευση του Ουλίσσε Αλντροβάντι, για το ρόλο του οποίου στην αφύπνηση των φυσιογνωστικών σπουδών, τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, έχουμε κιόλας μιλήσει.
Ο ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΣΣΕΡΙΟ
Συνεχιστής κατά κάποιο τρόπο του έργου του Κόιτερ υπήρξε ο Κασσέριο, που γεννήθηκε στην Πλακεντία το 1552. Ήταν υπηρέτης του ντ’ Ακουαπεντέντε, αλλά χάρη στην ευφυΐα, την αγάπη του για μελέτη και τη γενναιόδωρη κατανόηση του κυρίου του, κατόρθωσε να πάρει πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας. Στην αρχή έκανε ιδιωτικά μαθήματα ανατομικής, ήταν δε τέτοια η φήμη που απέκτησε, ώστε ο ίδιος ο διδάσκαλός του, προφανώς από φθόνο, ζήτησε την απαγόρευση των ιδιωτικών παραδόσεων, πράγμα που πέτυχε. Το γεγονός αυτό στάθηκε ευεργετικό για την έρευνα, στην οποία ο Κασσέριο αφοσιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δυο φορές να αρνηθεί διορισμούς σε πανεπιστημιακές έδρες: τη μια στο Τορίνο και την άλλη στην Πάδοβα. Αργότερα, μπόρεσε να επαναλάβει τις παραδόσεις του που συνέχισε μέχρι το 1616, έτους του θανάτου του.
Το έργο του Κασσέριο «Βιβλίο περί των πέντε αισθήσεων» περιέχει ακριβείς περιγραφές των αισθητηρίων οργάνων, καθώς κι άφθονες ευφυείς εφαρμογές της συγκριτικής μεθόδου τόσο στο ανατομικό - περιγραφικό, όσο και στο ερμηνευτικό - φυσιολογικό πεδίο. Αυτό φαίνεται ιδίως στα κεφάλαια που αφιερώνει στα φωνητικά και ακουστικά όργανα, που αποτέλεσαν ίσως το αντικείμενο που τράβηξε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του μεγαλοφυή και τόσο ταλαιπωρημένου ανατόμου. Υπήρξε ακόμα εκείνος που πρώτος κατεύθυνε την ανατομική έρευνα προς τα ασπόνδυλα, μελετώντας το ηχητικό όργανο του τζίτζικα, πράγμα που αποδεικνύει τις εξαιρετικές ανατομικές ικανότητες που ο Κασσέριο απέκτησε στα χρόνια που ήταν υπηρέτης του διδασκάλου του.
Το σπουδαιότερο ανατομικό του κατόρθωμα, οι «Ανατομικοί πίνακες», δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του (Βενετία, 1627): αποτελούν ένα πλουσιότατο ανατομικό άτλαντα που περιλαμβάνει ακόμα και την ανατομία του εμβρύου.
Ο ΚΑΡΛΟ ΡΟΥΪΝΙ (1530-1598)
Υπήρξε ο Βεσάλιος της ανατομικής των ζώων. Και κάτι που είναι εκπληκτικό: ήταν δικηγόρος. Το έργο του «Η ανατομική του ίππου, η αναπηρία και οι θεραπείες της» αποτελεί, από πλευράς περιεχομένου και εικονογράφησης, θεμελιώδες κείμενο των ζώων, πρότυπο για κάθε μεταγενέστερη ανάλογη μελέτη. Γι’ αυτό και το έργο αυτό χαρακτηρίστηκε για την ανατομική των ζώων παράλληλο με το έργο του Βεσάλιου «Κατασκευή του ανθρώπινου σώματος».
Το γεγονός ότι το έργο του Ρουΐνι γράφτηκε στην ιταλική γλώσσα και όχι στην καθιερωμένη λατινική, προδίδει τις προθέσεις του συγγραφέα: δεν απευθυνόταν στον επιστημονικό κόσμο, αλλά στον κύκλο των κτηνοτρόφων και των φιλίππων. Παρόλο, όμως, που είναι γραμμένο από δικηγόρο και απευθύνεται έξω από τον κόσμο των ειδικών, αποτελεί μια πλήρη και εξαντλητική μονογραφία ανατομικής, περιορισμένη σ’ ένα είδος ζώου. Το κείμενο του Ρουΐνι άσκησε αποφασιστική επίδραση σε κάθε μεταγενέστερη μελέτη, κατευθύνοντας και την ανατομική των ζώων στο δρόμο που οδήγησε την ανατομική του ανθρώπου το έργο του Βεσάλιου.Το έργο του Ρουΐνι δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του στην Μπολόνια (1598), που αποτελούσε τότε το επίκεντρο ενός ερευνητικού οργασμού, που άνοιγε το δρόμο της νέας επιστήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου