«Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δεν είναι αδύνατο... όλα τα ζώα του Νέου Κόσμου να είναι τα ίδια με του Παλαιού Κόσμου και από αυτά να κατάγονται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρισμένα, αργότερα, από απέραντες θαλάσσιες εκτάσεις ή αδιάβατες στεριές, υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου όλες τις επιδράσεις ενός κλίματος... και ότι μετά από ορισμένη περίοδο, μεταβλήθηκαν», γράφει ο Μπιφόν, χαράζοντας τη γενική γραμμή της έννοιας της βιολογικής εξέλιξης. Υποστηρίζουν ότι αν δε φοβόταν να κατηγορηθεί από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για αίρεση, θα είχε αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του. Τα επιχειρήματά του πάντως για την ιστορία της γης και οι νύξεις του για το δυνατό της μεταβολής των ειδών, αποτέλεσαν μια συμβολή στη θεωρία της εξέλιξης που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Τις σκέψεις του Μπιφόν ακριβώς κληρονόμησε ο Λαμάρκ, ο πρώτος που διατύπωσε μια πλήρη θεωρία της εξέλιξης.
Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η ιδέα της εξέλιξης της φύσης μάταια αναζητήθηκε μέχρι σήμερα στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Όχι μόνον ένδειξη, αλλά ούτε και σκιά υποψίας, παρόλη την καλή θέληση των ερευνητών, δεν βρέθηκε που να δικαιώνει τη σκέψη ότι οι αρχαίοι διέθεταν κάποια αμυδρή ιδέα για την εξέλιξη.
Βέβαια στον Αριστοτέλη συναντάμε πολλές ιδέες, όπως οι ακόλουθες: «Η φύση προχωράει βαθμιαία από τα άψυχα στα έμψυχα, έτσι που να καταντά αδύνατο να χαράξει κανείς σαφή διαχωριστική γραμμή ή να ορίσει από ποια πλευρά της θα έπρεπε να τοποθετήσει ναι ενδιάμεση μορφή», «τα φυτά διαφέρουν το ένα από το άλλο όσον αφορά την έκδηλη ζωτικότητά τους», επειδή «το σύνολό τους, όσο κι αν φαίνεται ότι στερείται ζωής σε σύγκριση με τα ζώα, δείχνουν ωστόσο να έχουν ζωή, αν τα συγκρίνουμε με άλλες μορφές της ύλης», «στα φυτά συναντάται μια αδιάκοπη κλίμακα που ανεβαίνει προς τα ζώα», έτσι που «να μη μπορεί κανείς να πει για μερικά θαλάσσια όντα, αν είναι φυτά ή ζώα». Οι ιδέες όμως αυτές δε συγγενεύουν με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την εξέλιξη. Απλά επισημαίνουν την κατάσταση του κόσμου της φύσης, χωρίς την πιο παραμικρή νύξη ότι ένα φυτό π.χ. εξελίχθηκε σε ζώο ή ένας κατώτερος οργανισμός σε κάποιον ανώτερο. Η κατάσταση αυτή υπάρχει στη φύση από κατασκευής, χωρίς να συνεπάγεται μεταβολή ενός είδους σε άλλο.
Άλλωστε ο Αριστοτέλης που πίστευε στο αμετάβλητο των ουρανών, δεν ήταν δυνατόν να πραγματευθεί μια αντίληψη, όπως η ιδέα της εξέλιξης, που θα ανέτρεπε ένα από τα θεμέλια της επιστημονικής του κατασκευής.
ΟΙ ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Οι πρώτες γενικές και ακαθόριστες υποψίες περί εξέλιξης δημιουργήθηκαν από την ανάγκη να ερμηνευτούν τα απολιθώματα και την απόκτηση πιο πολλών γεωλογικών γνώσεων. Στα δύο αυτά στοιχεία βασίστηκε ο Μπιφόν για να διατυπώσει, με τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, την εμβρυώδη ιδέα της θεωρίας της εξέλιξης. Πολύ συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιδέας αυτής η αφθονία του νέου υλικού που τέθηκε στη διάθεση των επιστημόνων του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα, χάρη στις ανακαλύψεις νέων χωρών και τη βαθύτερη γνωριμία με τη χλωρίδα και την πανίδα τους (δηλαδή το φυτικό και το ζωικό τους κόσμο).
Το δρόμο της εξελικτικής θεωρίας είχαν όμως ακολουθήσει και άλλοι, χωρίς καν να μπορούν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς και τις υποθέσεις τους σε βέβαια πειραματικά δεδομένα. Ένας από αυτούς είναι ο Μπενουά ντε Μαγιέ (1656-1738), που ανατρέχοντας σε μερικές αρχαίες αντιλήψεις, όπως εκείνης του Θαλή του Μιλήσιου, που θεωρούσε το νερό πρωταρχικό στοιχείο κάθε φαινομένου της φύσης, αλλά και μερικούς μύθους αρχαίους (σειρήνες) και μεσαιωνικούς (ψάρι-μοναχός και ψάρι-επίσκοπος), δημοσίευσε το 1749 ένα έργο με τον τίτλο «Telliamed[1] ή διάλογος Ινδού φιλοσόφου και Γάλλου ιεραποστόλου περί της παλίρροιας των θαλασσών».
Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό ένα ρεύμα στροφής προς την Ανατολή, που στη συνέχεια οδήγησε στο να θεωρηθεί η Ινδία παραδοσιακό λίκνο μιας σεβαστής σοφίας. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι οι αντιλήψεις των αρχαίων δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο των Γραφών. Αυτό πίστευε ότι το κατόρθωνε προτείνοντας ορισμένες ερμηνείες που κατά περίεργο τρόπο επιβεβαιώθηκαν αργότερα, τουλάχιστον εν μέρει, από τις επιστημονικές έρευνες που ακολούθησαν.
Σύμφωνα με τα γραπτά του Μαγιέ, οι πρώτες μορφές των κατώτερων ζώων εμφανίστηκαν στο νερό. Όταν αργότερα το νερό σιγά - σιγά αποσυρόταν, οι κατώτερες αυτές μορφές υπέστησαν βαθμιαίες μεταμορφώσεις ώσπου έγιναν ζώα της ξηράς και του αέρα. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των κατώτερων υδρόβιων ζώων και του ανθρώπου ήταν ο «θαλάσσιος άνθρωπος», είδος σειρήνας ή ψαριού-μοναχού, από τον οποίο αναπτύχθηκε με διαδοχικές μεταμορφώσεις ο σύγχρονος άνθρωπος.
Οι ιδέες αυτές δεν είχαν προφανώς καμιά πειραματική βάση. Αποτελούν όμως μια έγκυρη μαρτυρία των ζυμώσεων που συντελούνταν στον τομέα της βιολογίας και της φυσικής ιστορίας τον αιώνα εκείνον, που σύντομα θα δει τις ανακαλύψεις του Λάζαρο Σπαλαντσάνι (1729-1799).
Η ΠΕΙΡΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Σοβαρότερο από του Μαγιέ είναι το περιεχόμενο των πραγματειών του Πιέρ-Λουί Μορώ ντε Μοπερτιί (Σαιν Μαλό 1698 - Βασιλεία 1759), ένα από τους κυριότερους εκπροσώπους της Γαλλικής Διαφώτισης.
Ο Μοπερτιί πραγματοποίησε τόσο αξιόλογες μαθηματικές μελέτες, ώστε κατόρθωσε να γίνει μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 25 ετών. Το 1745 προσκλήθηκε από τον Φρειδερίκο Β' στο Βερολίνο για να αναλάβει την προεδρία και να αναδιοργανώσει την Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Λάιμπνιτς. Τότε τον κατηγόρησε ο Σάμουελ Κένιχ[2] για λογοπλοκία σε βάρος του Λάιμπνιτς. Η Ακαδημία που κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά, τον δικαίωσε, χωρίς αυτό όμως να μετριάσει την πίκρα του μεγάλου μαθηματικού, που την έκανε πιο έντονη ο Βολταίρος με μια σάτιρά του με τον τίτλο «Διατριβή του δόκτορος Ακάκιου, ιατρού του Πάπα», στην οποία ειρωνεύεται αυτόν και την Ακαδημία του Βερολίνου.
Δε θα μιλήσουμε εδώ βέβαια για τον Μοπερτιί ως μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο. Εμάς ενδιαφέρουν τα βιολογικά του έργα και ιδίως τα βιβλία του «Φυσική Αφροδίτη» (Χάγη 1745) και «Σύστημα της φύσης» (1751), στα οποία ο συγγραφέας εκθέτει ιδέες που θα αναλύσει αργότερα ακριβέστερα και σαφέστερα ο Δαρβίνος.
Ο Μοπερτιί υποστήριξε την ύπαρξη υλικών σωματιδίων, που ενδεχομένως ποικίλλουν, τα οποία κληρονομούνται και ενεργούν με τρόπο που θυμίζει τη φυσική επιλογή. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη σπουδαιότητα που απέδιδε στη στειρότητα ως παράγοντα φυσιολογικής απομόνωσης, δεν μπορούμε παρά να τον θεωρήσουμε ως τον σπουδαιότερο πρόδρομο του Δαρβίνου.
ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Το πρόβλημα ενδιέφερε πολύ τους κύκλους Διαφώτισης που με το να είναι αντίθετοι προς τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, ζητούσαν πάση θυσία μια λύση με μόνη τη δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας. Έτσι βλέπουμε το πρόβλημα της προέλευσης των ζωντανών όντων να απασχολεί ζωηρά έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους διαφωτιστές, τον Ντενί Ντιντερό (1713-1784), οργανωτή και συντονιστή της «Εγκυκλοπαίδειας», που αποτέλεσε το κυριότερο όργανο της Διαφώτισης.
Στα έργα του «Σκέψεις περί της ερμηνείας της φύσης» (Παρίσι, 1754) και «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» (γράφτηκε το 1769, αλλά δημοσιεύθηκε το 1830), τον βλέπουμε να διατυπώνει ιδέες σαφώς εξελικτικές και να διαθέτει διαυγή αντίληψη της έννοιας της φυσικής επιλογής. Οι ιδέες αυτές φυσικά είναι ακόμα ακατέργαστες, θυμίζουν περισσότερο Εμπεδοκλή παρά Δαρβίνο.
Εκείνο που γίνεται αμέσως αντιληπτό, τόσο στο έργο του Μοπερτιί, όσο και στα βιβλία του Ντιντερό, είναι η μηχανιστική αντίληψη των φαινομένων της ζωής, όσο κι αν ο Μοπερτιί στην ερμηνεία των φαινομένων παρεμβάλλει το ντεϊστικό και τελολογικό στοιχείο. Η μηχανιστική αντίληψη είναι η κληρονομιά του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΙΥ ΛΑΪΜΠΝΙΤΣ
Την τελολογική ερμηνεία των φαινομένων της φύσης αντιπαρατάσσει στη μηχανιστική ένας φυσιοδίφης, κάθε σελίδα του οποίου αποπνέει τη σκέψη του Λάιμπνιτς. Ο μεγάλος Γερμανός σοφός πίστευε ότι κάθε άποψη του κόσμου είναι οργανωμένη για ένα τελικό σκοπό, προς τον οποίο και κατατείνει και του οποίου η πραγματοποίηση αποτελεί βασικό νόμο.
Ο φυσιοδίφης για τον οποίον μιλάμε είναι ο Ζαν-Μπατίστ Ρομπινέ (1735-1820) που έβλεπε στη φύση μια προοδευτική τάση προς την τελειότητα, την ανώτατη βαθμίδα της οποίας είχε φθάσει μέχρις στιγμής ο άνθρωπος, που μπορεί στο μέλλον να τελειοποιηθεί ακόμα περισσότερο σαν οργανισμός.
Έτσι βλέπουμε ότι και στο ρεύμα αυτό της βιολογικής σκέψης του 18ου αιώνα είναι ριζωμένες ορισμένες έννοιες, στις οποίες βασίστηκαν στη συνέχεια οι εξελικτικές θεωρίες.
Ο δρόμος πάντως που απέμενε να διανυθεί μέχρις εκεί δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε σύντομος. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 100 χρόνια για να φθάσουμε στην καθαρή διατύπωση των εμβρυωδών αυτών ιδεών του 18ου αιώνα.
Ο γαλλικής καταγωγής Αβραάμ Τρέμπλεϊ (Abraham Trembley) γεννήθηκε το 1710 στη Γενεύη. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια δεν υπήρξαν εύκολα, καθώς έπρεπε να εργάζεται για τη συντήρησή του και για να πληρώνει τις σπουδές του. Σε ηλικία 23 ετών τον βρίσκουμε στην Ολλανδία κοντά σε μια οικογένεια ευγενών ως παιδαγωγό. Το περιβάλλον που έζησε τότε, μια έπαυλη στα περίχωρα της Χάγης ανάμεσα σε μικρά ποτάμια και κανάλια, πρόσφερε το εργαστήριο των ερευνών του: τα γλυκά νερά με τους μικροοργανισμούς τους που ακολουθώντας το παράδειγμα του Λέβενχουκ μελετούσε με τον μεγεθυντικό φακό.
Βαθύς θαυμαστής του Ρεομύρου ανακοίνωσε σιγά - σιγά τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του, πράγμα που έκανε και προς τον Σαρλ Μπονέ, άλλον μεγάλο φυσιοδίφη και μακρινό συγγενή του.
Η πιο καρποφόρα ανακάλυψή του έγινε το 1740 κι αφορούσε ένα μικρό πολύποδα του γλυκού νερού που ο Τρέμπλεϊ ονόμασε «ύδρα». Ύστερα από μελέτες 4 ετών, δημοσίευσε το 1774 τα «Υπομνήματα περί της περιγραφής των πολυπόδων των γλυκών νερών, που φέρουν βραχίονες σε μορφή κεράτων», με τα οποία κυρίως έμεινε το όνομά του. Στο έργο αυτό δεν υπάρχει μόνο η ακριβέστατη περιγραφή του ζώου, αλλά και των κινήσεών του, του τρόπου της αναπαραγωγής του, των σχέσεών του με το περιβάλλον και της διατροφής του.
Ο Τρέμπλεϊ όμως δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτά, αλλά, καθώς ήταν πολύ ικανός πειραματιστής, κατόρθωσε να αποδείξει τις αναγεννητικές ικανότητες του ζώου, όταν του κοβόταν ένα μέλος, ακόμα κι αν επρόκειτο για το κεφάλι του. Επειδή, εκτελώντας τις κατάλληλες τομές, πέτυχε να παράγει δικέφαλα και πολυκέφαλα ζώα, έδωσε στον πολύποδα το όνομα «ύδρα».
Ενθαρρυμένος από τα πειράματα αυτά, ο Τρέμπλεϊ επιχείρησε να μεταμοσχεύσει τεμάχια μελών από μια ύδρα σε μια άλλη, προτρέχοντας έτσι ολόκληρο αιώνα των μεγάλων πειραμάτων μεταμοσχεύσεων στα ζώα.
Αυτό όμως που υπήρξε κυριολεκτικά θαύμα ήταν ότι ο Τρέμπλεϊ πειραματιζόμενος κατόρθωσε να γυρίσει το σώμα της ύδρας το μέσα έξω!
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ
Τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά και οι περίεργες ιδιότητες της ύδρας έκαναν τον Τρέμπλεϊ να συλλάβει την τολμηρή ιδέα και να αποπειραθεί να αναποδογυρίσει το σώμα της όπως το δάκτυλο ενός γαντιού. Το πείραμα έγινε στο λεπτότατο σωλήνα που αποτελεί το σώμα του ζώου και έχει μήκος λίγων χιλιοστών του μέτρου. Στο άλλο άκρο του σωλήνα αυτού βρίσκονται οι κεραίες του. Το πείραμα υπήρξε εξαιρετικό όχι μόνο για την επιτηδειότητα που απαιτούσε η υπερνίκηση των δυσκολιών του, αλλά και για τις επαναστατικές παρατηρήσεις που επέτρεψε.
Η μέθοδος του Τρέμπλεϊ ήταν μεγαλοφυής στην απλότητά της. Πέρασε μέσα στη σωματική κοιλότητα της ύδρας μια πάρα πολύ λεπτή τρίχα που το πίσω άκρο της ήταν δεμένο σε κόμπο, ώστε να μη μπορεί να μπει στην κοιλότητα αυτή. Ασκώντας έλξη στη συνέχεια, σιγά - σιγά και με μεγάλη υπομονή, στο άκρο της τρίχας, κατόρθωσε να γυρίσει το ζώο από μέσα προς τα έξω. Και τότε ανακάλυψε ότι και αναποδογυρισμένη η ύδρα συνέχιζε να ζει, να τρέφεται και να πολλαπλασιάζεται!
Τα πειράματα αυτά εξακολούθησαν να επαναλαμβάνονται από τους ζωολόγους επί ένα ολόκληρο αιώνα, κάνοντάς τους να θαυμάζουν κάθε φορά και πιο πολύ το πνεύμα του Τρέμπλεϊ. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα τελευταία πειράματα του είδους αυτού που έγιναν μόλις το 1933 από τον Ρ.Λ. Ρόνταμπουσκ, επιβεβαίωσαν την ορθότητα των παρατηρήσεων του Τρέμπλεϊ, όχι μόνο στο είδος της ύδρας που τα είχε εκτελέσει, αλλά σε τρία άλλα είδη της που είχε επίσης ο ίδιος περιγράψει.
Τον καλύτερο χαρακτηρισμό για το έργο του Τρέμπλεϊ δίνει ο διακεκριμένος Ιταλός βιολόγος Τζιουζέπε Μονταλέντι: «Για να κατανοήσουμε το τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε η εργασία του Τρέμπλεϊ, πρέπει να σκεφτούμε ότι ανακάλυψε ιδιότητες των ζώων, μέχρι τότε σχεδόν άγνωστες και που κανείς δεν υποψιαζόταν, όπως η αναγέννηση, η δυνατότητα μεταμόσχευσης, η ικανότητα επιβίωσης ύστερα από επέμβαση τόσο δραστική όσο το αναποδογύρισμα... Τα πειράματα του Τρέμπλεϊ, μαζί με εκείνα που εκτέλεσε ο Σπαλαντσάνι ύστερα από μερικά χρόνια, αποτελούν τα πρώτα μιας σειράς. Θα συνεχιστούν μόνο ύστερα από έναν αιώνα και περισσότερο και θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας νέας ειδικότητας: ‘της πειραματικής μορφολογίας’».
ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ
Την οξύτητα των παρατηρήσεων των βιβλίων του Τρέμπλεϊ συναγωνίζεται η τελειότητα της εικονογράφησής τους, έργο του Πήτερ Λυονέ (1707-1789).
Η πολύπλευρη προσωπικότητά του: δικηγόρος, γλωσσολόγος, επίσημος διερμηνέας της ολλανδικής κυβέρνησης και ικανότατος σχεδιαστής, θυμίζει κάπως τον Λέβενχουκ που δεν ήταν ούτε γιατρός, ούτε ανατόμος, ούτε φυσιοδίφης εξα επαγγέλματος, αλλά ένας ευφυής ερασιτέχνης.
Αρκεί μια ματιά στους 18 πίνακες που στολίζουν την «Ανατομική Πραγματεία» του για τη νύμφη της χρυσαλλίδας «Coccus ligniperda», για να μείνει κανείς κατάπληκτος από την τελειότητα της χάραξης, που συναγωνίζεται τους θαυμάσιους πίνακες του Σβάμμερνταμ.
Ο Λυονέ έκανε τις εργασίες του όπως και ο Λέβενχουκ με ένα ειδικό απλό μικροσκόπιο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο ίδιος. Είναι το ίδιο μικροσκόπιο που υιοθέτησε αργότερα ο Σπαλαντσάνι, αποκαλώντας το «ανατομική μηχανούλα του κυρίου Λυονέ». Το μικροσκόπιο αυτό τον βοήθησε να κάνει εξαιρετικά λεπτές παρατηρήσεις και να εκτελέσει τους θαυμάσιους πίνακές του.
Ο θάνατος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις παρατηρήσεις του στη χρυσαλλίδα και το τέλειο έντομο.
ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΟΝΟΜΑΤΑ
Εδώ έχει τη θέση του και ο ζωγράφος Άουγκουστ Γιόχαν Ρέζελ (Θουριγγία, 1705 - Νυρεμβέργη 1759), που από τη ζωγραφική πέρασε στην εντομολογία, έφτιαχνε κι αυτός μόνος του τα οπτικά όργανα.
Κοντά σ’ αυτόν αναφέρουμε τον Όττο Φρέντερικ Μίλερ από την Κοπεγχάγη (1730-1784), που κι αυτός κέρδιζε τη ζωή του, όπως ο Μπράουν και ο Τρέμπλεϊ, κάνοντας τον παιδαγωγό. Η θέση αυτή ήταν από τις πιο περιφρονημένες και δεν αμειβόταν καλά κι όταν ακόμα επρόκειτο για οικογένεια καλής κοινωνικής τάξης και με πνευματική καλλιέργεια.
Δεν επρόκειτο όμως απλά γι’ αυτό, αλλά κυρίως για θέμα νοοτροπίας μιας εποχής: ο παιδαγωγός, όπως και ο εφημέριος της οικογενείας, ήταν ένας μισθωτός και συνεπώς δεν άξιζε περισσότερο για παράδειγμα από τον αρχιμάγειρα και σε πολλές περιπτώσεις λιγότερο από αυτόν. Τη θέση του παιδαγωγού και του εφημέριου των πλουσίων οικογενειών της εποχής εκείνης ζωγραφίζει με αρκετό χιούμορ, κάποτε πολύ τραγικό, ο Ιταλός ποιητής Κάρλο Πόρτα στους στίχους του.
Οι διαλεχτοί όμως αυτοί άνθρωποι, ακόμα και στη θέση του παιδαγωγού, ήξεραν να συντηρούν μέσα τους τη φλόγα της αγάπης για την αλήθεια και να βρίσκουν στη ζέση της έρευνας τη θέρμη που δεν ήξερε ή δεν ήθελε ή δεν ήταν σε θέση να τους δώσει η οικογένεια που τους είχε στην υπηρεσία της.
Αν θέλαμε να επεκταθούμε περισσότερο στα ονόματα αυτά, θα μακραίναμε πολύ από το δρόμο μας. Η πολύ σύντομη όμως μνεία τους μας προσφέρει δύο σπουδαία στοιχεία.
Το πρώτο είναι ότι όλο και περισσότερο ζωγράφοι και άξιοι σχεδιαστές στρέφονται προς την εντομολογία. Είναι το αντίστοιχο ενός φαινομένου που παρατηρείται από το 17ο αιώνα: τα έντομα και πιο πολύ οι πεταλούδες, αποτελούν διακοσμητικό στοιχείο που συναντάται στη ζωγραφική και των μικρότερων ακόμα ζωγράφων της εποχής του Μπαρόκ και του επόμενου αιώνα.
Το δεύτερο στοιχείο προέρχεται από τη σύγκριση ανάμεσα στον Μίλερ και στον Τρέμπλεϊ: η χαρά που τους έδινε η ζωή ήταν τόσο λίγη. Αλλά καμιά εξωτερική παγωνιά δεν ήταν ικανή να σβήσει την εσωτερική τους φλόγα. Όπως ο θάνατος των 17 παιδιών του Βαλισνιέρι δεν μπορούσε να τον χωρίσει από την έρευνα, έτσι και ο Τρέμπλεϊ με το Μίλερ σ’ αυτήν έβρισκαν τη ζεστασιά που ο ανθρώπινος κύκλος τους δε θέλησε να τους προσφέρει.
Το ενδιαφέρον των φυσιοδιφών του 18ου αιώνα δεν εξαντλήθηκε , όπως θα δούμε στα έντομα και τα ζώα του γλυκού νερού. Στον αιώνα αυτόν κάνει τα πρώτα της βήματα και η βιολογία της θάλασσας, που μέχρι τότε αποτελούσε γόνιμο πεδίο μόνο για την αχαλίνωτη φαντασία των ανθρώπων (σειρήνες, ψάρια - μοναχοί, ψάρια - επίσκοποι κλπ.).
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε μελετήσει με μεγάλη οξυδέρκεια μερικά θαλάσσια ζώα κι είχε δώσει θαυμάσιες περιγραφές για τις μέδουσες και τις σουπιές. Μετά τον Αριστοτέλη όμως δεν έγινε τίποτα και μάλιστα σημειώθηκε οπισθοδρόμηση, αν σκεφθεί κανείς ότι το χώρο που έπρεπε να ερευνά η επιστήμη, κάλυπτε η αχαλίνωτη λαϊκή και ποιητική φαντασία, πλούσια σε περιγραφές για «θαλάσσιους δρακόντες» και ανάλογα άλλα θηρία.
Στην αρχαιότητα βέβαια είχαν μεγάλη διάδοση αρκετοί μύθοι. Ήταν όμως και μερικά πράγματα γνωστά. Για παράδειγμα, από τους πανάρχαιους χρόνους ήξεραν ότι τα δελφίνια είναι επιδεκτικά εξημέρωσης. Και ποιος δε θυμάται το μύθο του Αρίωνα του κιθαρωδού, που αφού τον λήστεψε το πλήρωμα του πλοίου με το οποίο ταξίδευε, τον έριξε στη θάλασσα. Ένα δελφίνι όμως, μαγεμένο από τη μουσική του, τον πήρε στη πλάτη του και τον έβγαλε στη στεριά. Ο Πλίνιος επίσης διηγείται το μύθο για το παιδί που κάθε πρωί ένα δελφίνι το περνούσε στη πλάτη του από κάποιο πορθμό για να πάει στο σχολείο: ήταν ένα παιδί που έδινε, κάθε φορά που περνούσε κατά μήκος της παραλίας, κομμάτια από το ψωμί του στο δελφίνι.
Οι περισσότερες πάντως πληροφορίες των αρχαίων για την πανίδα της θάλασσας δεν προέρχονται από άμεση εμπειρία. Είναι γεννήματα της ανθρώπινης φαντασίας και υπερβολές, όταν φυσικά δεν αποτελούν καθαρές επινοήσεις.
Με τον 18ο αιώνα μπαίνουν και οι πρώτες επιστημονικές βάσεις της μελέτης της θαλάσσιας βιολογίας, που σύντομα διαμορφώνεται σε ιδιαίτερο κλάδο της φυσικής ιστορίας, Από εκεί κι εμπρός θα εξελιχθεί σε ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεων και ανακαλύψεων που θα επεκταθούν στον 19ο και 20ο αιώνα. Σήμερα η θαλάσσια βιολογία προκαλεί ένα τεράστιο ενδιαφέρον σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα έχει μεγάλες ελπίδες ότι με τη βοήθειά της θα καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του πληθυσμού της, που με τόση ταχύτητα αυξάνονται. Με την προοπτική αυτή η σημασία των πρωτοπόρων του 18ου αιώνα γίνεται ακόμα πιο μεγάλη.
Ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ ΜΑΡΣΙΛΙ
Από την Μπολόνια, μπορεί να θεωρηθεί ο σπουδαιότερος ίσως από αυτούς. Γεννήθηκε το 1658 από διακεκριμένη οικογένεια ευγενών. Συστηματικές σπουδές δεν έκανε ποτέ του. Στην αρχή παρακολούθησε μαθήματα βοτανικής στην Πάδοβα. Στη συνέχεια υπήρξε μαθητής του Μαλπίγγι στην Μπολόνια, του μαθηματικού Μοντανάρι και του βοτανικού Τριονφέττι.
Από το 1647 έως το 1676 τον συναντάμε διαδοχικά στην Πάδοβα, τη Βενετία και τη Ρώμη. Το 1677 πηγαίνει στη Νεάπολη κι επιχειρεί ανάβαση στο Βεζούβιο, επειδή του είχε κινήσει την περιέργεια το φαινόμενο των ηφαιστείων. Στη συνέχεια μένει για λίγο στη Φλωρεντία, ύστερα στο Λιβόρνο, ξαναγυρίζει στη Μπολόνια και το 1679 βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από ένα χρόνο αρχίζει ένα ταξίδι που μέσω Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Βοσνίας και Σπαλάτου θα τον φέρει στη Βενετία. Ένα «Οδοιπορικό» κι ένα «Ημερολόγιο» από τα ταξίδια του αυτά, περιέχουν πολύ ενδιαφέρουσες περιγραφές.
Φτάνοντας στη Ρώμη μπήκε στον κύκλο της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, από όπου ξεκίνησε και η περίφημη «Ακαδημία των Αρκάδων». Στην έκπτωτη βασίλισσα αφιέρωσε μάλιστα το πρώτο του βιβλίο «Παρατηρήσεις στο Θρακικό Βόσπορο ή τον αληθή Πορθμό της Κωνσταντινούπολης» (Ρώμη, 1681).
Το βιβλίο αυτό, που αποτελεί περίληψη των παρατηρήσεών του κατά την 11μηνη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, διαπνέεται ολόκληρο από πειραματική σκέψη και αποτελεί την απαρχή της ιστορίας της θαλάσσιας βιολογίας.
ΜΙΑ ΠΕΡΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ
Ανήσυχος και ανυπόμονος χαρακτήρας ο Μαρσίλι δεν ικανοποιήθηκε ούτε ύστερα από αυτά τα ταξίδια του και έτσι σύντομα τον βρίσκουμε στο στρατό του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α' να ασχολείται με το σχεδιασμό οχυρώσεων.
Τότε τραυματίζεται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Φυλακίζεται στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια πουλιέται δούλος σε δυο αδέλφια από τη Βοσνία. Πληρώνει λύτρα και το 1684 βρίσκεται πάλι στην Ιταλία.
Μόλις αναλαμβάνει, κατατάσσεται πάλι στο στρατό. Τον συναντάμε σε μάχες και πολιορκίες, όπου τραυματίζεται σοβαρά στο ένα χέρι. Δεν εγκαταλείπει όμως το μέτωπο και χάρη στην ικανότητά του στην εκπόνηση οχυρωματικών σχεδίων συμβάλλει σε αξιόλογο βαθμό στην επιτυχή έκβαση της μακράς και πολυαίματης πολιορκίας της ουγγρικής πρωτεύουσας.
Όταν μπήκε με τους νικητές στην πόλη, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, την ιστορία της τέχνης, τη χαρτογραφία και την αναδίφηση βιβλίων και εγγράφων.
Τα έτη 1691 και 1692 τον βρίσκουμε διαδοχικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη για διπλωματική αποστολή κοντά στους Τούρκους. Το 1693 βρίσκεται στην πολιορκία του Βελιγραδίου, όπου τραυματίζεται και το 1699 βρίσκεται και πάλι στην Τουρκία σε διπλωματική αποστολή που οδήγησε στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς. Στη συνέχεια κατηγορείται για προδοσία κατά την παράδοση της πόλης του Μπρεϊσάκ, στη στρατιωτική διοίκηση της οποίας ανήκε, καθαιρείται και η περιουσία του δημεύεται. Επιτέλους επιστρέφει στην Μπολόνια για να αφοσιωθεί στις μελέτες του, παράλληλα βέβαια με τη σύνταξη της απολογίας του.
Από τότε και μέχρι το θάνατό του, το 1730 στη Μπολόνια, είχαν και πάλι μεσολαβήσει μερικά ταξίδια: στην Ελβετία, το Παρίσι, την Προβηγκία, το Λονδίνο και την Ολλανδία.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Στο πρόσωπο του Μαρσίλι συγκρούονται διαρκώς σε ολόκληρη τη ζωή του δυο προσωπικότητες: ο προικισμένος επιστήμονας και ο τυχοδιώκτης. Όταν φυσικά «βροντούσε το κανόνι» ο επιστήμονας ήταν παραμερισμένος. Και μόνο τα 2 χρόνια της παραμονής του στην Προβηγκία, σ’ ένα ήσυχο χωριό, φθάνει στην ακμή της απόδοσής του ως φυσιοδίφης και βιολόγος.
Οι καρποί των προσεκτικών και οξυδερκών παρατηρήσεών του βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο βασικό έργο του «Φυσική περιγραφή της θάλασσας» (Άμστερνταμ, 1725). Στο έργο αυτό δεν είναι λίγες οι βιολογικές παρατηρήσεις, που σε συνδυασμό με τις «Παρατηρήσεις στον Θρακικό Βόσπορο» κάνουν τον Μαρσίλι πρώτο ωκεανογράφο και ιδρυτή της θαλάσσιας βιολογίας.
Στον Μαρσίλι οφείλονται η πρώτη μελέτη για τα θαλάσσια ρεύματα, ακριβείς περιγραφές ιχθύων και μαλακίων, που είχε συλλέξει στη Μαύρη Θάλασσα και οι πρώτες βασικές παρατηρήσεις που κλόνισαν την πεποίθηση ότι το κοράλλι είναι απολιθωμένο φυτό.
Κοντά όμως στον όγκο των μελετών, των παρατηρήσεων και των πειραμάτων του Μαρσίλι στα θέματα που αναφέραμε, πρέπει να σημειώσουμε και τις μεγαλοφυείς διαισθήσεις του στον τομέα της μυκητολογίας. Υπήρξε ο πρώτος που αρνήθηκε την αυτόματη γένεση ακόμα και στους μύκητες, για τους οποίους υποστήριζε ότι γεννιούνται από τον ευρώτα που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της γης. Με τις ιδέες του αυτές προτρέχει των περίφημων πειραμάτων του Π.Α. Μικέλι, που είναι ο ιδρυτής της μυκητολογίας.
ΖΑΝ ΑΝΤΟΥΑΝ ΠΕΪΣΣΟΝΕΛ
Το δρόμο του Μαρσίλι, αλλά όχι και την τυχοδιωκτική ζωή του, τους πολέμους και τα ατελείωτα ταξίδια του, ακολούθησε ο Γάλλος Ζαν Αντουάν Πεϊσσονέλ, που γνωρίζουμε μόνο το έτος της γέννησής του (1694).
Ο Πεϊσσονέλ, επανέλαβε τις παρατηρήσεις του Μαρσίλι στο κοράλλι και απέδειξε ότι πρόκειται για ζώο, όπως το περιγράφει ίδιος, «για ένα μικρό έντομο που μοιάζει με ακτίνιο ή πολύποδα». Την ιδέα του αυτή ανακοίνωσε στο μεγάλο Ρεομύρο, που όμως δεν ενθουσιάστηκε, με αποτέλεσμα η ανακάλυψη να μείνει θαμμένη στα Αρχεία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας των Παρισίων. Με συμβουλή του Ρεομύρου,[3] ο Πεϊσσονέλ παραιτήθηκε από τη δημοσίευση του έργου που εξέθετε την «παράφρονα», κατά τον Ρεομύρο, ιδέα του. Παράξενη σκιά στη λάμψη μιας μεγαλοφυΐας!
Μεσολάβησαν τότε οι παρατηρήσεις του Τρέμπλεϊ για την ύδρα. Ο Ρεομύρος άρχισε να αμφιβάλλει για την ορθότητα της στάσης του απέναντι στη θεωρία του Πεϊσσονέλ και ανέθεσε σε μερικούς συνεργάτες του να ελέγξουν το ζήτημα με παρατηρήσεις και πειράματα. Τότε αναγνώρισε την ορθότητα της ιδέας του και το βιβλίο του Πεϊσσονέλ επιτέλους δημοσιεύτηκε (1742). Είχαν περάσει 20 χρόνια από την ανακάλυψή του (1723)!
Ακολουθούν ορισμένα ακόμα ονόματα που εργάστηκαν στη γραμμή του Μαρσίλι. Ο Τζιουζέπε Ολίβι (1769-1795) με τις μελέτες του της θαλάσσιας πανίδας και της θαλάσσιας βιολογίας, αλλά και με τις βιομετρικές έρευνές του, προέτρεξε της εποχής μέσα στη τόσο σύντομη ζωή του. Οι παρατηρήσεις του περιέχονται στην «Αδριατική Ζωολογία» του (Μπασσάνο, 1792). Ο Τζιουζέπε Σαβέριο Πόλι (1746-1825) με τις μελέτες του «Επί των οστρακοειδών των δύο Σικελιών» (Νάπολη, 1790-1793) κι ο Φίλιππο Καβολίνι (1756-1810) με το βιβλίο του «Υπομνήματα στη φυσική ιστορία των θαλασσίων πολυπόδων», μας οδηγούν στο κατώφλι του 19ου αιώνα, που θα δρέψει και στο πεδίο αυτό τους καρπούς δύο εξαιρετικών αιώνων, του 17ου και του 18ου.
[1] Αναγραμματισμός του ονόματός του.[2] Samuel König (1712-1757): Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Το 1744 εξορίστηκε από την Ελβετία για πολιτικούς λόγους και εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, όπου έμεινε έως το τέλος της ζωής του. Ήταν μαθητής του Μπερνούλι. Από το 1749 δίδασκε φιλοσοφία και φυσικό δίκαιο στη Χάγη. Υπήρξε οπαδός του Λάιμπνιτς και απέδιδε σ’ αυτόν το αξίωμα της ελάχιστης δράσης. Εξαιτίας των απόψεών του αυτών ήρθε σε σύγκρουση με το Γάλλο μαθηματικό Μοπερτιί, στην οποία πήραν μέρος ο Φρειδερίκος Β’ και ο Βολταίρος.[3] René Antoine Ferchault de Réaumur (Λα Ροσέλ 1683 - Σεν Ζιλιέν ντι Τερού 1757), Γάλλος φυσικομαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε φιλοσοφία στο κολέγιο των Ιησουιτών στο Πουατιέ και το 1699 πήγε στη Μπουρζ, όπου σπούδασε νομικά και μαθηματικά. Συνέχισε τις σπουδές του στα μαθηματικά και στη φυσική, όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1703 και από την ηλικία των 20 ετών ξεκίνησε να δημοσιεύει μελέτες και εργασίες στη γεωμετρία. Το 1708, σε ηλικία 25 ετών, εξελέγη μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ασχολήθηκε και με τη χημεία και βραβεύτηκε για τις μελέτες του στα σιδηρούχα ορυκτά. Θεωρείται ο ιδρυτής της μεταλλειολογίας, αφού χρησιμοποίησε πρώτος μικροσκόπιο για την εξέταση των συστατικών των μετάλλων. Ιδιαίτερα γνωστός, όμως, έγινε για τις μελέτες του στη φυσική, καθώς το 1831 εφεύρε το θερμόμετρο οινοπνεύματος και εισήγαγε την κλίμακα μέτρησης της θερμοκρασίας που φέρει το όνομά του (σημείο ψύξης του νερού 0ο, σημείο βρασμού του νερού 80ο). Ενδιαφέρθηκε επίσης έντονα για τη συστηματική μελέτη της φυσικής ιστορίας και πραγματοποίησε σημαντικές ανακαλύψεις, ιδιαίτερα στην εντομολογία.
Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Η ιδέα της εξέλιξης της φύσης μάταια αναζητήθηκε μέχρι σήμερα στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Όχι μόνον ένδειξη, αλλά ούτε και σκιά υποψίας, παρόλη την καλή θέληση των ερευνητών, δεν βρέθηκε που να δικαιώνει τη σκέψη ότι οι αρχαίοι διέθεταν κάποια αμυδρή ιδέα για την εξέλιξη.
Βέβαια στον Αριστοτέλη συναντάμε πολλές ιδέες, όπως οι ακόλουθες: «Η φύση προχωράει βαθμιαία από τα άψυχα στα έμψυχα, έτσι που να καταντά αδύνατο να χαράξει κανείς σαφή διαχωριστική γραμμή ή να ορίσει από ποια πλευρά της θα έπρεπε να τοποθετήσει ναι ενδιάμεση μορφή», «τα φυτά διαφέρουν το ένα από το άλλο όσον αφορά την έκδηλη ζωτικότητά τους», επειδή «το σύνολό τους, όσο κι αν φαίνεται ότι στερείται ζωής σε σύγκριση με τα ζώα, δείχνουν ωστόσο να έχουν ζωή, αν τα συγκρίνουμε με άλλες μορφές της ύλης», «στα φυτά συναντάται μια αδιάκοπη κλίμακα που ανεβαίνει προς τα ζώα», έτσι που «να μη μπορεί κανείς να πει για μερικά θαλάσσια όντα, αν είναι φυτά ή ζώα». Οι ιδέες όμως αυτές δε συγγενεύουν με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την εξέλιξη. Απλά επισημαίνουν την κατάσταση του κόσμου της φύσης, χωρίς την πιο παραμικρή νύξη ότι ένα φυτό π.χ. εξελίχθηκε σε ζώο ή ένας κατώτερος οργανισμός σε κάποιον ανώτερο. Η κατάσταση αυτή υπάρχει στη φύση από κατασκευής, χωρίς να συνεπάγεται μεταβολή ενός είδους σε άλλο.
Άλλωστε ο Αριστοτέλης που πίστευε στο αμετάβλητο των ουρανών, δεν ήταν δυνατόν να πραγματευθεί μια αντίληψη, όπως η ιδέα της εξέλιξης, που θα ανέτρεπε ένα από τα θεμέλια της επιστημονικής του κατασκευής.
ΟΙ ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Οι πρώτες γενικές και ακαθόριστες υποψίες περί εξέλιξης δημιουργήθηκαν από την ανάγκη να ερμηνευτούν τα απολιθώματα και την απόκτηση πιο πολλών γεωλογικών γνώσεων. Στα δύο αυτά στοιχεία βασίστηκε ο Μπιφόν για να διατυπώσει, με τα λόγια που αναφέραμε παραπάνω, την εμβρυώδη ιδέα της θεωρίας της εξέλιξης. Πολύ συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιδέας αυτής η αφθονία του νέου υλικού που τέθηκε στη διάθεση των επιστημόνων του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα, χάρη στις ανακαλύψεις νέων χωρών και τη βαθύτερη γνωριμία με τη χλωρίδα και την πανίδα τους (δηλαδή το φυτικό και το ζωικό τους κόσμο).
Το δρόμο της εξελικτικής θεωρίας είχαν όμως ακολουθήσει και άλλοι, χωρίς καν να μπορούν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς και τις υποθέσεις τους σε βέβαια πειραματικά δεδομένα. Ένας από αυτούς είναι ο Μπενουά ντε Μαγιέ (1656-1738), που ανατρέχοντας σε μερικές αρχαίες αντιλήψεις, όπως εκείνης του Θαλή του Μιλήσιου, που θεωρούσε το νερό πρωταρχικό στοιχείο κάθε φαινομένου της φύσης, αλλά και μερικούς μύθους αρχαίους (σειρήνες) και μεσαιωνικούς (ψάρι-μοναχός και ψάρι-επίσκοπος), δημοσίευσε το 1749 ένα έργο με τον τίτλο «Telliamed[1] ή διάλογος Ινδού φιλοσόφου και Γάλλου ιεραποστόλου περί της παλίρροιας των θαλασσών».
Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό ένα ρεύμα στροφής προς την Ανατολή, που στη συνέχεια οδήγησε στο να θεωρηθεί η Ινδία παραδοσιακό λίκνο μιας σεβαστής σοφίας. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποδείξει ότι οι αντιλήψεις των αρχαίων δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο των Γραφών. Αυτό πίστευε ότι το κατόρθωνε προτείνοντας ορισμένες ερμηνείες που κατά περίεργο τρόπο επιβεβαιώθηκαν αργότερα, τουλάχιστον εν μέρει, από τις επιστημονικές έρευνες που ακολούθησαν.
Σύμφωνα με τα γραπτά του Μαγιέ, οι πρώτες μορφές των κατώτερων ζώων εμφανίστηκαν στο νερό. Όταν αργότερα το νερό σιγά - σιγά αποσυρόταν, οι κατώτερες αυτές μορφές υπέστησαν βαθμιαίες μεταμορφώσεις ώσπου έγιναν ζώα της ξηράς και του αέρα. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των κατώτερων υδρόβιων ζώων και του ανθρώπου ήταν ο «θαλάσσιος άνθρωπος», είδος σειρήνας ή ψαριού-μοναχού, από τον οποίο αναπτύχθηκε με διαδοχικές μεταμορφώσεις ο σύγχρονος άνθρωπος.
Οι ιδέες αυτές δεν είχαν προφανώς καμιά πειραματική βάση. Αποτελούν όμως μια έγκυρη μαρτυρία των ζυμώσεων που συντελούνταν στον τομέα της βιολογίας και της φυσικής ιστορίας τον αιώνα εκείνον, που σύντομα θα δει τις ανακαλύψεις του Λάζαρο Σπαλαντσάνι (1729-1799).
Η ΠΕΙΡΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Σοβαρότερο από του Μαγιέ είναι το περιεχόμενο των πραγματειών του Πιέρ-Λουί Μορώ ντε Μοπερτιί (Σαιν Μαλό 1698 - Βασιλεία 1759), ένα από τους κυριότερους εκπροσώπους της Γαλλικής Διαφώτισης.
Ο Μοπερτιί πραγματοποίησε τόσο αξιόλογες μαθηματικές μελέτες, ώστε κατόρθωσε να γίνει μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών σε ηλικία μόλις 25 ετών. Το 1745 προσκλήθηκε από τον Φρειδερίκο Β' στο Βερολίνο για να αναλάβει την προεδρία και να αναδιοργανώσει την Ακαδημία που είχε ιδρύσει ο Λάιμπνιτς. Τότε τον κατηγόρησε ο Σάμουελ Κένιχ[2] για λογοπλοκία σε βάρος του Λάιμπνιτς. Η Ακαδημία που κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά, τον δικαίωσε, χωρίς αυτό όμως να μετριάσει την πίκρα του μεγάλου μαθηματικού, που την έκανε πιο έντονη ο Βολταίρος με μια σάτιρά του με τον τίτλο «Διατριβή του δόκτορος Ακάκιου, ιατρού του Πάπα», στην οποία ειρωνεύεται αυτόν και την Ακαδημία του Βερολίνου.
Δε θα μιλήσουμε εδώ βέβαια για τον Μοπερτιί ως μαθηματικό, φυσικό και αστρονόμο. Εμάς ενδιαφέρουν τα βιολογικά του έργα και ιδίως τα βιβλία του «Φυσική Αφροδίτη» (Χάγη 1745) και «Σύστημα της φύσης» (1751), στα οποία ο συγγραφέας εκθέτει ιδέες που θα αναλύσει αργότερα ακριβέστερα και σαφέστερα ο Δαρβίνος.
Ο Μοπερτιί υποστήριξε την ύπαρξη υλικών σωματιδίων, που ενδεχομένως ποικίλλουν, τα οποία κληρονομούνται και ενεργούν με τρόπο που θυμίζει τη φυσική επιλογή. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη σπουδαιότητα που απέδιδε στη στειρότητα ως παράγοντα φυσιολογικής απομόνωσης, δεν μπορούμε παρά να τον θεωρήσουμε ως τον σπουδαιότερο πρόδρομο του Δαρβίνου.
ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Το πρόβλημα ενδιέφερε πολύ τους κύκλους Διαφώτισης που με το να είναι αντίθετοι προς τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες, ζητούσαν πάση θυσία μια λύση με μόνη τη δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας. Έτσι βλέπουμε το πρόβλημα της προέλευσης των ζωντανών όντων να απασχολεί ζωηρά έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους διαφωτιστές, τον Ντενί Ντιντερό (1713-1784), οργανωτή και συντονιστή της «Εγκυκλοπαίδειας», που αποτέλεσε το κυριότερο όργανο της Διαφώτισης.
Στα έργα του «Σκέψεις περί της ερμηνείας της φύσης» (Παρίσι, 1754) και «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» (γράφτηκε το 1769, αλλά δημοσιεύθηκε το 1830), τον βλέπουμε να διατυπώνει ιδέες σαφώς εξελικτικές και να διαθέτει διαυγή αντίληψη της έννοιας της φυσικής επιλογής. Οι ιδέες αυτές φυσικά είναι ακόμα ακατέργαστες, θυμίζουν περισσότερο Εμπεδοκλή παρά Δαρβίνο.
Εκείνο που γίνεται αμέσως αντιληπτό, τόσο στο έργο του Μοπερτιί, όσο και στα βιβλία του Ντιντερό, είναι η μηχανιστική αντίληψη των φαινομένων της ζωής, όσο κι αν ο Μοπερτιί στην ερμηνεία των φαινομένων παρεμβάλλει το ντεϊστικό και τελολογικό στοιχείο. Η μηχανιστική αντίληψη είναι η κληρονομιά του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΙΥ ΛΑΪΜΠΝΙΤΣ
Την τελολογική ερμηνεία των φαινομένων της φύσης αντιπαρατάσσει στη μηχανιστική ένας φυσιοδίφης, κάθε σελίδα του οποίου αποπνέει τη σκέψη του Λάιμπνιτς. Ο μεγάλος Γερμανός σοφός πίστευε ότι κάθε άποψη του κόσμου είναι οργανωμένη για ένα τελικό σκοπό, προς τον οποίο και κατατείνει και του οποίου η πραγματοποίηση αποτελεί βασικό νόμο.
Ο φυσιοδίφης για τον οποίον μιλάμε είναι ο Ζαν-Μπατίστ Ρομπινέ (1735-1820) που έβλεπε στη φύση μια προοδευτική τάση προς την τελειότητα, την ανώτατη βαθμίδα της οποίας είχε φθάσει μέχρις στιγμής ο άνθρωπος, που μπορεί στο μέλλον να τελειοποιηθεί ακόμα περισσότερο σαν οργανισμός.
Έτσι βλέπουμε ότι και στο ρεύμα αυτό της βιολογικής σκέψης του 18ου αιώνα είναι ριζωμένες ορισμένες έννοιες, στις οποίες βασίστηκαν στη συνέχεια οι εξελικτικές θεωρίες.
Ο δρόμος πάντως που απέμενε να διανυθεί μέχρις εκεί δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε σύντομος. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από 100 χρόνια για να φθάσουμε στην καθαρή διατύπωση των εμβρυωδών αυτών ιδεών του 18ου αιώνα.
Ο γαλλικής καταγωγής Αβραάμ Τρέμπλεϊ (Abraham Trembley) γεννήθηκε το 1710 στη Γενεύη. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια δεν υπήρξαν εύκολα, καθώς έπρεπε να εργάζεται για τη συντήρησή του και για να πληρώνει τις σπουδές του. Σε ηλικία 23 ετών τον βρίσκουμε στην Ολλανδία κοντά σε μια οικογένεια ευγενών ως παιδαγωγό. Το περιβάλλον που έζησε τότε, μια έπαυλη στα περίχωρα της Χάγης ανάμεσα σε μικρά ποτάμια και κανάλια, πρόσφερε το εργαστήριο των ερευνών του: τα γλυκά νερά με τους μικροοργανισμούς τους που ακολουθώντας το παράδειγμα του Λέβενχουκ μελετούσε με τον μεγεθυντικό φακό.
Βαθύς θαυμαστής του Ρεομύρου ανακοίνωσε σιγά - σιγά τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του, πράγμα που έκανε και προς τον Σαρλ Μπονέ, άλλον μεγάλο φυσιοδίφη και μακρινό συγγενή του.
Η πιο καρποφόρα ανακάλυψή του έγινε το 1740 κι αφορούσε ένα μικρό πολύποδα του γλυκού νερού που ο Τρέμπλεϊ ονόμασε «ύδρα». Ύστερα από μελέτες 4 ετών, δημοσίευσε το 1774 τα «Υπομνήματα περί της περιγραφής των πολυπόδων των γλυκών νερών, που φέρουν βραχίονες σε μορφή κεράτων», με τα οποία κυρίως έμεινε το όνομά του. Στο έργο αυτό δεν υπάρχει μόνο η ακριβέστατη περιγραφή του ζώου, αλλά και των κινήσεών του, του τρόπου της αναπαραγωγής του, των σχέσεών του με το περιβάλλον και της διατροφής του.
Ο Τρέμπλεϊ όμως δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτά, αλλά, καθώς ήταν πολύ ικανός πειραματιστής, κατόρθωσε να αποδείξει τις αναγεννητικές ικανότητες του ζώου, όταν του κοβόταν ένα μέλος, ακόμα κι αν επρόκειτο για το κεφάλι του. Επειδή, εκτελώντας τις κατάλληλες τομές, πέτυχε να παράγει δικέφαλα και πολυκέφαλα ζώα, έδωσε στον πολύποδα το όνομα «ύδρα».
Ενθαρρυμένος από τα πειράματα αυτά, ο Τρέμπλεϊ επιχείρησε να μεταμοσχεύσει τεμάχια μελών από μια ύδρα σε μια άλλη, προτρέχοντας έτσι ολόκληρο αιώνα των μεγάλων πειραμάτων μεταμοσχεύσεων στα ζώα.
Αυτό όμως που υπήρξε κυριολεκτικά θαύμα ήταν ότι ο Τρέμπλεϊ πειραματιζόμενος κατόρθωσε να γυρίσει το σώμα της ύδρας το μέσα έξω!
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ
Τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά και οι περίεργες ιδιότητες της ύδρας έκαναν τον Τρέμπλεϊ να συλλάβει την τολμηρή ιδέα και να αποπειραθεί να αναποδογυρίσει το σώμα της όπως το δάκτυλο ενός γαντιού. Το πείραμα έγινε στο λεπτότατο σωλήνα που αποτελεί το σώμα του ζώου και έχει μήκος λίγων χιλιοστών του μέτρου. Στο άλλο άκρο του σωλήνα αυτού βρίσκονται οι κεραίες του. Το πείραμα υπήρξε εξαιρετικό όχι μόνο για την επιτηδειότητα που απαιτούσε η υπερνίκηση των δυσκολιών του, αλλά και για τις επαναστατικές παρατηρήσεις που επέτρεψε.
Η μέθοδος του Τρέμπλεϊ ήταν μεγαλοφυής στην απλότητά της. Πέρασε μέσα στη σωματική κοιλότητα της ύδρας μια πάρα πολύ λεπτή τρίχα που το πίσω άκρο της ήταν δεμένο σε κόμπο, ώστε να μη μπορεί να μπει στην κοιλότητα αυτή. Ασκώντας έλξη στη συνέχεια, σιγά - σιγά και με μεγάλη υπομονή, στο άκρο της τρίχας, κατόρθωσε να γυρίσει το ζώο από μέσα προς τα έξω. Και τότε ανακάλυψε ότι και αναποδογυρισμένη η ύδρα συνέχιζε να ζει, να τρέφεται και να πολλαπλασιάζεται!
Τα πειράματα αυτά εξακολούθησαν να επαναλαμβάνονται από τους ζωολόγους επί ένα ολόκληρο αιώνα, κάνοντάς τους να θαυμάζουν κάθε φορά και πιο πολύ το πνεύμα του Τρέμπλεϊ. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα τελευταία πειράματα του είδους αυτού που έγιναν μόλις το 1933 από τον Ρ.Λ. Ρόνταμπουσκ, επιβεβαίωσαν την ορθότητα των παρατηρήσεων του Τρέμπλεϊ, όχι μόνο στο είδος της ύδρας που τα είχε εκτελέσει, αλλά σε τρία άλλα είδη της που είχε επίσης ο ίδιος περιγράψει.
Τον καλύτερο χαρακτηρισμό για το έργο του Τρέμπλεϊ δίνει ο διακεκριμένος Ιταλός βιολόγος Τζιουζέπε Μονταλέντι: «Για να κατανοήσουμε το τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε η εργασία του Τρέμπλεϊ, πρέπει να σκεφτούμε ότι ανακάλυψε ιδιότητες των ζώων, μέχρι τότε σχεδόν άγνωστες και που κανείς δεν υποψιαζόταν, όπως η αναγέννηση, η δυνατότητα μεταμόσχευσης, η ικανότητα επιβίωσης ύστερα από επέμβαση τόσο δραστική όσο το αναποδογύρισμα... Τα πειράματα του Τρέμπλεϊ, μαζί με εκείνα που εκτέλεσε ο Σπαλαντσάνι ύστερα από μερικά χρόνια, αποτελούν τα πρώτα μιας σειράς. Θα συνεχιστούν μόνο ύστερα από έναν αιώνα και περισσότερο και θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας νέας ειδικότητας: ‘της πειραματικής μορφολογίας’».
ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ
Την οξύτητα των παρατηρήσεων των βιβλίων του Τρέμπλεϊ συναγωνίζεται η τελειότητα της εικονογράφησής τους, έργο του Πήτερ Λυονέ (1707-1789).
Η πολύπλευρη προσωπικότητά του: δικηγόρος, γλωσσολόγος, επίσημος διερμηνέας της ολλανδικής κυβέρνησης και ικανότατος σχεδιαστής, θυμίζει κάπως τον Λέβενχουκ που δεν ήταν ούτε γιατρός, ούτε ανατόμος, ούτε φυσιοδίφης εξα επαγγέλματος, αλλά ένας ευφυής ερασιτέχνης.
Αρκεί μια ματιά στους 18 πίνακες που στολίζουν την «Ανατομική Πραγματεία» του για τη νύμφη της χρυσαλλίδας «Coccus ligniperda», για να μείνει κανείς κατάπληκτος από την τελειότητα της χάραξης, που συναγωνίζεται τους θαυμάσιους πίνακες του Σβάμμερνταμ.
Ο Λυονέ έκανε τις εργασίες του όπως και ο Λέβενχουκ με ένα ειδικό απλό μικροσκόπιο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο ίδιος. Είναι το ίδιο μικροσκόπιο που υιοθέτησε αργότερα ο Σπαλαντσάνι, αποκαλώντας το «ανατομική μηχανούλα του κυρίου Λυονέ». Το μικροσκόπιο αυτό τον βοήθησε να κάνει εξαιρετικά λεπτές παρατηρήσεις και να εκτελέσει τους θαυμάσιους πίνακές του.
Ο θάνατος δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις παρατηρήσεις του στη χρυσαλλίδα και το τέλειο έντομο.
ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΟΝΟΜΑΤΑ
Εδώ έχει τη θέση του και ο ζωγράφος Άουγκουστ Γιόχαν Ρέζελ (Θουριγγία, 1705 - Νυρεμβέργη 1759), που από τη ζωγραφική πέρασε στην εντομολογία, έφτιαχνε κι αυτός μόνος του τα οπτικά όργανα.
Κοντά σ’ αυτόν αναφέρουμε τον Όττο Φρέντερικ Μίλερ από την Κοπεγχάγη (1730-1784), που κι αυτός κέρδιζε τη ζωή του, όπως ο Μπράουν και ο Τρέμπλεϊ, κάνοντας τον παιδαγωγό. Η θέση αυτή ήταν από τις πιο περιφρονημένες και δεν αμειβόταν καλά κι όταν ακόμα επρόκειτο για οικογένεια καλής κοινωνικής τάξης και με πνευματική καλλιέργεια.
Δεν επρόκειτο όμως απλά γι’ αυτό, αλλά κυρίως για θέμα νοοτροπίας μιας εποχής: ο παιδαγωγός, όπως και ο εφημέριος της οικογενείας, ήταν ένας μισθωτός και συνεπώς δεν άξιζε περισσότερο για παράδειγμα από τον αρχιμάγειρα και σε πολλές περιπτώσεις λιγότερο από αυτόν. Τη θέση του παιδαγωγού και του εφημέριου των πλουσίων οικογενειών της εποχής εκείνης ζωγραφίζει με αρκετό χιούμορ, κάποτε πολύ τραγικό, ο Ιταλός ποιητής Κάρλο Πόρτα στους στίχους του.
Οι διαλεχτοί όμως αυτοί άνθρωποι, ακόμα και στη θέση του παιδαγωγού, ήξεραν να συντηρούν μέσα τους τη φλόγα της αγάπης για την αλήθεια και να βρίσκουν στη ζέση της έρευνας τη θέρμη που δεν ήξερε ή δεν ήθελε ή δεν ήταν σε θέση να τους δώσει η οικογένεια που τους είχε στην υπηρεσία της.
Αν θέλαμε να επεκταθούμε περισσότερο στα ονόματα αυτά, θα μακραίναμε πολύ από το δρόμο μας. Η πολύ σύντομη όμως μνεία τους μας προσφέρει δύο σπουδαία στοιχεία.
Το πρώτο είναι ότι όλο και περισσότερο ζωγράφοι και άξιοι σχεδιαστές στρέφονται προς την εντομολογία. Είναι το αντίστοιχο ενός φαινομένου που παρατηρείται από το 17ο αιώνα: τα έντομα και πιο πολύ οι πεταλούδες, αποτελούν διακοσμητικό στοιχείο που συναντάται στη ζωγραφική και των μικρότερων ακόμα ζωγράφων της εποχής του Μπαρόκ και του επόμενου αιώνα.
Το δεύτερο στοιχείο προέρχεται από τη σύγκριση ανάμεσα στον Μίλερ και στον Τρέμπλεϊ: η χαρά που τους έδινε η ζωή ήταν τόσο λίγη. Αλλά καμιά εξωτερική παγωνιά δεν ήταν ικανή να σβήσει την εσωτερική τους φλόγα. Όπως ο θάνατος των 17 παιδιών του Βαλισνιέρι δεν μπορούσε να τον χωρίσει από την έρευνα, έτσι και ο Τρέμπλεϊ με το Μίλερ σ’ αυτήν έβρισκαν τη ζεστασιά που ο ανθρώπινος κύκλος τους δε θέλησε να τους προσφέρει.
Το ενδιαφέρον των φυσιοδιφών του 18ου αιώνα δεν εξαντλήθηκε , όπως θα δούμε στα έντομα και τα ζώα του γλυκού νερού. Στον αιώνα αυτόν κάνει τα πρώτα της βήματα και η βιολογία της θάλασσας, που μέχρι τότε αποτελούσε γόνιμο πεδίο μόνο για την αχαλίνωτη φαντασία των ανθρώπων (σειρήνες, ψάρια - μοναχοί, ψάρια - επίσκοποι κλπ.).
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε μελετήσει με μεγάλη οξυδέρκεια μερικά θαλάσσια ζώα κι είχε δώσει θαυμάσιες περιγραφές για τις μέδουσες και τις σουπιές. Μετά τον Αριστοτέλη όμως δεν έγινε τίποτα και μάλιστα σημειώθηκε οπισθοδρόμηση, αν σκεφθεί κανείς ότι το χώρο που έπρεπε να ερευνά η επιστήμη, κάλυπτε η αχαλίνωτη λαϊκή και ποιητική φαντασία, πλούσια σε περιγραφές για «θαλάσσιους δρακόντες» και ανάλογα άλλα θηρία.
Στην αρχαιότητα βέβαια είχαν μεγάλη διάδοση αρκετοί μύθοι. Ήταν όμως και μερικά πράγματα γνωστά. Για παράδειγμα, από τους πανάρχαιους χρόνους ήξεραν ότι τα δελφίνια είναι επιδεκτικά εξημέρωσης. Και ποιος δε θυμάται το μύθο του Αρίωνα του κιθαρωδού, που αφού τον λήστεψε το πλήρωμα του πλοίου με το οποίο ταξίδευε, τον έριξε στη θάλασσα. Ένα δελφίνι όμως, μαγεμένο από τη μουσική του, τον πήρε στη πλάτη του και τον έβγαλε στη στεριά. Ο Πλίνιος επίσης διηγείται το μύθο για το παιδί που κάθε πρωί ένα δελφίνι το περνούσε στη πλάτη του από κάποιο πορθμό για να πάει στο σχολείο: ήταν ένα παιδί που έδινε, κάθε φορά που περνούσε κατά μήκος της παραλίας, κομμάτια από το ψωμί του στο δελφίνι.
Οι περισσότερες πάντως πληροφορίες των αρχαίων για την πανίδα της θάλασσας δεν προέρχονται από άμεση εμπειρία. Είναι γεννήματα της ανθρώπινης φαντασίας και υπερβολές, όταν φυσικά δεν αποτελούν καθαρές επινοήσεις.
Με τον 18ο αιώνα μπαίνουν και οι πρώτες επιστημονικές βάσεις της μελέτης της θαλάσσιας βιολογίας, που σύντομα διαμορφώνεται σε ιδιαίτερο κλάδο της φυσικής ιστορίας, Από εκεί κι εμπρός θα εξελιχθεί σε ανεξάντλητη πηγή παρατηρήσεων και ανακαλύψεων που θα επεκταθούν στον 19ο και 20ο αιώνα. Σήμερα η θαλάσσια βιολογία προκαλεί ένα τεράστιο ενδιαφέρον σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα έχει μεγάλες ελπίδες ότι με τη βοήθειά της θα καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του πληθυσμού της, που με τόση ταχύτητα αυξάνονται. Με την προοπτική αυτή η σημασία των πρωτοπόρων του 18ου αιώνα γίνεται ακόμα πιο μεγάλη.
Ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ ΜΑΡΣΙΛΙ
Από την Μπολόνια, μπορεί να θεωρηθεί ο σπουδαιότερος ίσως από αυτούς. Γεννήθηκε το 1658 από διακεκριμένη οικογένεια ευγενών. Συστηματικές σπουδές δεν έκανε ποτέ του. Στην αρχή παρακολούθησε μαθήματα βοτανικής στην Πάδοβα. Στη συνέχεια υπήρξε μαθητής του Μαλπίγγι στην Μπολόνια, του μαθηματικού Μοντανάρι και του βοτανικού Τριονφέττι.
Από το 1647 έως το 1676 τον συναντάμε διαδοχικά στην Πάδοβα, τη Βενετία και τη Ρώμη. Το 1677 πηγαίνει στη Νεάπολη κι επιχειρεί ανάβαση στο Βεζούβιο, επειδή του είχε κινήσει την περιέργεια το φαινόμενο των ηφαιστείων. Στη συνέχεια μένει για λίγο στη Φλωρεντία, ύστερα στο Λιβόρνο, ξαναγυρίζει στη Μπολόνια και το 1679 βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από ένα χρόνο αρχίζει ένα ταξίδι που μέσω Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Βοσνίας και Σπαλάτου θα τον φέρει στη Βενετία. Ένα «Οδοιπορικό» κι ένα «Ημερολόγιο» από τα ταξίδια του αυτά, περιέχουν πολύ ενδιαφέρουσες περιγραφές.
Φτάνοντας στη Ρώμη μπήκε στον κύκλο της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας, από όπου ξεκίνησε και η περίφημη «Ακαδημία των Αρκάδων». Στην έκπτωτη βασίλισσα αφιέρωσε μάλιστα το πρώτο του βιβλίο «Παρατηρήσεις στο Θρακικό Βόσπορο ή τον αληθή Πορθμό της Κωνσταντινούπολης» (Ρώμη, 1681).
Το βιβλίο αυτό, που αποτελεί περίληψη των παρατηρήσεών του κατά την 11μηνη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, διαπνέεται ολόκληρο από πειραματική σκέψη και αποτελεί την απαρχή της ιστορίας της θαλάσσιας βιολογίας.
ΜΙΑ ΠΕΡΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ
Ανήσυχος και ανυπόμονος χαρακτήρας ο Μαρσίλι δεν ικανοποιήθηκε ούτε ύστερα από αυτά τα ταξίδια του και έτσι σύντομα τον βρίσκουμε στο στρατό του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α' να ασχολείται με το σχεδιασμό οχυρώσεων.
Τότε τραυματίζεται και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Φυλακίζεται στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια πουλιέται δούλος σε δυο αδέλφια από τη Βοσνία. Πληρώνει λύτρα και το 1684 βρίσκεται πάλι στην Ιταλία.
Μόλις αναλαμβάνει, κατατάσσεται πάλι στο στρατό. Τον συναντάμε σε μάχες και πολιορκίες, όπου τραυματίζεται σοβαρά στο ένα χέρι. Δεν εγκαταλείπει όμως το μέτωπο και χάρη στην ικανότητά του στην εκπόνηση οχυρωματικών σχεδίων συμβάλλει σε αξιόλογο βαθμό στην επιτυχή έκβαση της μακράς και πολυαίματης πολιορκίας της ουγγρικής πρωτεύουσας.
Όταν μπήκε με τους νικητές στην πόλη, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, την ιστορία της τέχνης, τη χαρτογραφία και την αναδίφηση βιβλίων και εγγράφων.
Τα έτη 1691 και 1692 τον βρίσκουμε διαδοχικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη για διπλωματική αποστολή κοντά στους Τούρκους. Το 1693 βρίσκεται στην πολιορκία του Βελιγραδίου, όπου τραυματίζεται και το 1699 βρίσκεται και πάλι στην Τουρκία σε διπλωματική αποστολή που οδήγησε στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς. Στη συνέχεια κατηγορείται για προδοσία κατά την παράδοση της πόλης του Μπρεϊσάκ, στη στρατιωτική διοίκηση της οποίας ανήκε, καθαιρείται και η περιουσία του δημεύεται. Επιτέλους επιστρέφει στην Μπολόνια για να αφοσιωθεί στις μελέτες του, παράλληλα βέβαια με τη σύνταξη της απολογίας του.
Από τότε και μέχρι το θάνατό του, το 1730 στη Μπολόνια, είχαν και πάλι μεσολαβήσει μερικά ταξίδια: στην Ελβετία, το Παρίσι, την Προβηγκία, το Λονδίνο και την Ολλανδία.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Στο πρόσωπο του Μαρσίλι συγκρούονται διαρκώς σε ολόκληρη τη ζωή του δυο προσωπικότητες: ο προικισμένος επιστήμονας και ο τυχοδιώκτης. Όταν φυσικά «βροντούσε το κανόνι» ο επιστήμονας ήταν παραμερισμένος. Και μόνο τα 2 χρόνια της παραμονής του στην Προβηγκία, σ’ ένα ήσυχο χωριό, φθάνει στην ακμή της απόδοσής του ως φυσιοδίφης και βιολόγος.
Οι καρποί των προσεκτικών και οξυδερκών παρατηρήσεών του βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο βασικό έργο του «Φυσική περιγραφή της θάλασσας» (Άμστερνταμ, 1725). Στο έργο αυτό δεν είναι λίγες οι βιολογικές παρατηρήσεις, που σε συνδυασμό με τις «Παρατηρήσεις στον Θρακικό Βόσπορο» κάνουν τον Μαρσίλι πρώτο ωκεανογράφο και ιδρυτή της θαλάσσιας βιολογίας.
Στον Μαρσίλι οφείλονται η πρώτη μελέτη για τα θαλάσσια ρεύματα, ακριβείς περιγραφές ιχθύων και μαλακίων, που είχε συλλέξει στη Μαύρη Θάλασσα και οι πρώτες βασικές παρατηρήσεις που κλόνισαν την πεποίθηση ότι το κοράλλι είναι απολιθωμένο φυτό.
Κοντά όμως στον όγκο των μελετών, των παρατηρήσεων και των πειραμάτων του Μαρσίλι στα θέματα που αναφέραμε, πρέπει να σημειώσουμε και τις μεγαλοφυείς διαισθήσεις του στον τομέα της μυκητολογίας. Υπήρξε ο πρώτος που αρνήθηκε την αυτόματη γένεση ακόμα και στους μύκητες, για τους οποίους υποστήριζε ότι γεννιούνται από τον ευρώτα που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της γης. Με τις ιδέες του αυτές προτρέχει των περίφημων πειραμάτων του Π.Α. Μικέλι, που είναι ο ιδρυτής της μυκητολογίας.
ΖΑΝ ΑΝΤΟΥΑΝ ΠΕΪΣΣΟΝΕΛ
Το δρόμο του Μαρσίλι, αλλά όχι και την τυχοδιωκτική ζωή του, τους πολέμους και τα ατελείωτα ταξίδια του, ακολούθησε ο Γάλλος Ζαν Αντουάν Πεϊσσονέλ, που γνωρίζουμε μόνο το έτος της γέννησής του (1694).
Ο Πεϊσσονέλ, επανέλαβε τις παρατηρήσεις του Μαρσίλι στο κοράλλι και απέδειξε ότι πρόκειται για ζώο, όπως το περιγράφει ίδιος, «για ένα μικρό έντομο που μοιάζει με ακτίνιο ή πολύποδα». Την ιδέα του αυτή ανακοίνωσε στο μεγάλο Ρεομύρο, που όμως δεν ενθουσιάστηκε, με αποτέλεσμα η ανακάλυψη να μείνει θαμμένη στα Αρχεία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας των Παρισίων. Με συμβουλή του Ρεομύρου,[3] ο Πεϊσσονέλ παραιτήθηκε από τη δημοσίευση του έργου που εξέθετε την «παράφρονα», κατά τον Ρεομύρο, ιδέα του. Παράξενη σκιά στη λάμψη μιας μεγαλοφυΐας!
Μεσολάβησαν τότε οι παρατηρήσεις του Τρέμπλεϊ για την ύδρα. Ο Ρεομύρος άρχισε να αμφιβάλλει για την ορθότητα της στάσης του απέναντι στη θεωρία του Πεϊσσονέλ και ανέθεσε σε μερικούς συνεργάτες του να ελέγξουν το ζήτημα με παρατηρήσεις και πειράματα. Τότε αναγνώρισε την ορθότητα της ιδέας του και το βιβλίο του Πεϊσσονέλ επιτέλους δημοσιεύτηκε (1742). Είχαν περάσει 20 χρόνια από την ανακάλυψή του (1723)!
Ακολουθούν ορισμένα ακόμα ονόματα που εργάστηκαν στη γραμμή του Μαρσίλι. Ο Τζιουζέπε Ολίβι (1769-1795) με τις μελέτες του της θαλάσσιας πανίδας και της θαλάσσιας βιολογίας, αλλά και με τις βιομετρικές έρευνές του, προέτρεξε της εποχής μέσα στη τόσο σύντομη ζωή του. Οι παρατηρήσεις του περιέχονται στην «Αδριατική Ζωολογία» του (Μπασσάνο, 1792). Ο Τζιουζέπε Σαβέριο Πόλι (1746-1825) με τις μελέτες του «Επί των οστρακοειδών των δύο Σικελιών» (Νάπολη, 1790-1793) κι ο Φίλιππο Καβολίνι (1756-1810) με το βιβλίο του «Υπομνήματα στη φυσική ιστορία των θαλασσίων πολυπόδων», μας οδηγούν στο κατώφλι του 19ου αιώνα, που θα δρέψει και στο πεδίο αυτό τους καρπούς δύο εξαιρετικών αιώνων, του 17ου και του 18ου.
[1] Αναγραμματισμός του ονόματός του.[2] Samuel König (1712-1757): Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Το 1744 εξορίστηκε από την Ελβετία για πολιτικούς λόγους και εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, όπου έμεινε έως το τέλος της ζωής του. Ήταν μαθητής του Μπερνούλι. Από το 1749 δίδασκε φιλοσοφία και φυσικό δίκαιο στη Χάγη. Υπήρξε οπαδός του Λάιμπνιτς και απέδιδε σ’ αυτόν το αξίωμα της ελάχιστης δράσης. Εξαιτίας των απόψεών του αυτών ήρθε σε σύγκρουση με το Γάλλο μαθηματικό Μοπερτιί, στην οποία πήραν μέρος ο Φρειδερίκος Β’ και ο Βολταίρος.[3] René Antoine Ferchault de Réaumur (Λα Ροσέλ 1683 - Σεν Ζιλιέν ντι Τερού 1757), Γάλλος φυσικομαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε φιλοσοφία στο κολέγιο των Ιησουιτών στο Πουατιέ και το 1699 πήγε στη Μπουρζ, όπου σπούδασε νομικά και μαθηματικά. Συνέχισε τις σπουδές του στα μαθηματικά και στη φυσική, όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1703 και από την ηλικία των 20 ετών ξεκίνησε να δημοσιεύει μελέτες και εργασίες στη γεωμετρία. Το 1708, σε ηλικία 25 ετών, εξελέγη μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ασχολήθηκε και με τη χημεία και βραβεύτηκε για τις μελέτες του στα σιδηρούχα ορυκτά. Θεωρείται ο ιδρυτής της μεταλλειολογίας, αφού χρησιμοποίησε πρώτος μικροσκόπιο για την εξέταση των συστατικών των μετάλλων. Ιδιαίτερα γνωστός, όμως, έγινε για τις μελέτες του στη φυσική, καθώς το 1831 εφεύρε το θερμόμετρο οινοπνεύματος και εισήγαγε την κλίμακα μέτρησης της θερμοκρασίας που φέρει το όνομά του (σημείο ψύξης του νερού 0ο, σημείο βρασμού του νερού 80ο). Ενδιαφέρθηκε επίσης έντονα για τη συστηματική μελέτη της φυσικής ιστορίας και πραγματοποίησε σημαντικές ανακαλύψεις, ιδιαίτερα στην εντομολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου