Έχουμε δει στα προηγούμενα πώς ερμήνευαν στην αρχαιότητα τα απολιθώματα επαΐοντες και βέβηλοι. Είδαμε ακόμα στη θεμελιώδη εργασία του Στένωνα «Πρόδρομη ανακοίνωση για τα στερεά που περιέχονται στη φύση μέσα σε στερεά» (Φλωρεντία, 1669) να αναγνωρίζεται η οργανική προέλευση των απολιθωμάτων που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δόντια καρχαρία.
Οι πρόοδοι της συγκριτικής ανατομικής και της φυσιολογίας που μεσολάβησαν, είχαν τον αντίκτυπό τους και στην παλαιοντολογία, προς την οποία ο Κυβιέ στράφηκε τελείως συμπτωματικά. Αυτό που τον οδήγησε προς τα εκεί ήταν η παρατήρηση των απολιθωμάτων οστών ελεφάντων που διατηρούνταν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Βοτανικού Κήπου των Παρισίων και των διαφορών που παρουσίαζαν με τα οστά των ζωντανών ελεφάντων.
Στις παλαιοντολογικές του μελέτες, εκτός από τη βαθειά γνώση της συγκριτικής ανατομικής, ο Κιβιέ βοηθήθηκε από μια αξιόλογη θεωρία που είχε διατυπώσει ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Αυτός, ξεκινώντας από μια σκέψη του Αριστοτέλη, υποστήριξε ότι τα όργανα του σώματος βρίσκονται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης. Γνωρίζοντας συνεπώς έστω και ένα τμήμα από εκείνα που αποτελούν ένα σκελετό, μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να τον αναπαραστήσουμε και να καθορίσουμε με αρκετή προσέγγιση τους χαρακτήρες των άλλων οργάνων του ζώου στο οποίο ανήκε.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Κιβιέ, όχι μόνον επιχείρησε την αναπαραγωγή ολόκληρων σκελετών, αλλά ανέλαβε και προσωπικά ανασκαφές, κυρίως στα περίχωρα των Παρισίων, φέρνοντας στο φως απολιθώματα που η αναπαραγωγή των σκελετών στους οποίους ανήκαν, αποκάλυπτε ότι πριν από εκατομμύρια χρόνια υπήρχαν στη γη ζώα τελείως διαφορετικά από τα σημερινά. Έτσι προμήθευσε στην παλαιοντολογία τα βασικά όργανα για τη μεταβολή της σε πραγματική επιστήμη. Δεν κατόρθωσε όμως να συναγάγει από τις ανακαλύψεις του τα συμπεράσματα εκείνα που μετά από λίγα χρόνια θα παρουσιάσουν οι οπαδοί της ιδέας της εξέλιξης.
Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα του έργου του Κιβιέ «Έρευνες επί των απολιθωμένων οστών» που δημοσιεύθηκε αρχικά σε 4 τόμους (Παρίσι, 1814), στους οποίους προστέθηκε ένας ακόμα ύστερα από 11 χρόνια, για να ανακαλύψει κανείς ένα τεράστιο όγκο γνώσεων και μοναδικές ικανότητες στην παρατήρηση, την ανασύσταση ολόκληρων σκελετών και την πρακτική εφαρμογή της συγκριτικής ανατομικής στο έργο του. Ταυτόχρονα όμως θα εκπλαγεί από την ασυμφωνία του πλούτου των γνώσεων του κυρίως έργου, με τις φτωχές προοπτικές της εισαγωγής του. Γιατί η θεωρία των αλλεπάλληλων κατακλυσμών με την τελική εξαφάνιση κάθε ύπαρξης από την επιφάνεια της γης και τη νέα, μετά από κάθε καταστροφή, δημιουργία με βάση κάποιο σχέδιο του Θεού για την προετοιμασία της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη, δε συμβιβάζεται με τα καταπληκτικά αποτελέσματα στα οποία είχε οδηγήσει η ερευνητική του μέθοδος. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ανακαλύπτουμε τις αντιφάσεις των μεγαλοφυϊών, ούτε θα είναι και η τελευταία.
Όσο όμως είναι αλήθεια ότι οι ανακαλύψεις που πραγματοποιούνται από τις μεγαλοφυΐες οδηγούν την επιστήμη προς τα εμπρός, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι και τα σφάλματα συμβάλλουν στην πρόοδο του πνεύματος. Η αναζήτηση ακριβώς της διόρθωσης των σφαλμάτων είναι που οδηγεί στην ανακάλυψη νέων αληθειών, με το δικό τους φορτίο σφαλμάτων, που θα περιμένουν την ανασκευή τους από άλλες αλήθειες κοκ. Έτσι, τίποτα στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος δεν πηγαίνει χαμένο: ούτε η πλάνη, ούτε η αντίφαση.
Έμεινε μνημειώδης η πολεμική του Κιβιέ με τον Ζαν Μπατίστ Πιέρ Αντουάν ντε Μονέ ντε Λαμάρκ (1744-1829), πιο γνωστό απλά ως Λαμάρκ.
Ο Λαμάρκ γεννήθηκε από ευγενή, αλλά φτωχή οικογένεια: είχε 10 αδέλφια. Οι γονείς του, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής τον ήθελαν κληρικό. Ο πληθωρισμός όμως των ιερέων είχε καταλήξει στο αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει και ο Κλήρος πρόβλημα συντήρησης. Οι ιερείς στρέφονταν προς κάθε επάγγελμα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το βιοπορισμό τους. Οι λιγότερο τυχεροί έφταναν να κάνουν τους αμαξάδες, ενώ οι πιο τυχεροί γίνονταν εφημέριοι πλούσιων οικογενειών, λύνοντας έτσι το οικονομικό τους πρόβλημα. Πληροφορίες πολύτιμες δίνουν στοίχοι του Κάρλο Πόρτα, για τον οποίον έχουμε ήδη μιλήσει.
Ο Λαμάρκ πάντως δε φαίνεται να ήταν γεννημένος για κληρικός, αφενός γιατί η προσκόλληση στο δογματικό χαρακτήρα του καθολικισμού του ήταν αδιανόητη και αφετέρου γιατί θεωρούσε προϋπόθεση για την ενάσκηση του κοινωνικού προορισμού του ατόμου την πίστη στην αποστολή του. Έτσι ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του δούκα ντε Μπρολί στις τελευταίες μάχες του Επταετούς Πολέμου.
Ο Λαμάρκ διακρίθηκε στις πολεμικές επιχειρήσεις για τον ηρωισμό του. Ο πόλεμος όμως αυτός ήταν προς το τέλος του και το 1763 με τις συνθήκες των Παρισίων και του Χουμπέρτουσμπουργκ, ο Λαμάρκ ξαναγύρισε στους στρατώνες. Εκεί άρχισε να πλήττει και το 1765 αποφάσισε να εγκαταλείψει το στρατό και να αναζητήσει στο Παρίσι μια νέα δραστηριότητα που θα του επέτρεπε να τελειώσει τις σπουδές του χωρίς να επιβαρύνει την οικογένειά του.
ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΦΥΣΙΟΔΙΦΗΣ
Τα χρόνια εκείνα, στον ορίζοντα των φυσιογνωστικών μελετών δέσποζε η μορφή του Μπιφόν. Ο Λαμάρκ, που ήταν τότε 21 ετών, αλλά καθυστερημένος στις σπουδές σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του, αφοσιώθηκε στη σπουδή της ιατρικής και των βοτανικών επιστημών, και επισκεπτόταν τακτικά το Βοτανικό Κήπο.
Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν, ο Λαμάρκ έγινε μαθητής και φίλος του μεγάλου βοτανικού Μπερνάρ ντε Ζισιέ, που εκτιμώντας τον πρώην αξιωματικό, τον κάλεσε σε συνεργασία.
Έχουμε επανειλημμένα μιλήσει για τα προβλήματα που παρουσίαζε η ταξινόμηση των φυτών και των ζώων, παρά το γιγάντιο έργο του Λινναίου και το έργο του Μπιφόν που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ο Λαμάρκ συνέλαβε αμέσως τις δυσκολίες του αρχάριου να ταξινομήσει ένα φυτό με βάση τις περιγραφές των βιβλίων. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να επινοήσει ένα σύστημα που να συνδυάζει την απλότητα με την ακρίβεια και την εύκολη εφαρμογή. Ο Μπιφόν βλέποντας την προσπάθεια αυτή με καλό μάτι, πήρε τον Λαμάρκ υπό την προστασία του. Οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όσο ο Λαμάρκ συνέχιζε την εντατική του προσπάθεια, ώσπου κάποια στιγμή κατέληξε σε μια θαυμάσια λύση για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να ξεχωρίζει τα φυτά μεταξύ τους με το να αντιπαρατάσσει γνωρίσματα που υπάρχουν στο ένα και λείπουν από το άλλο, π.χ. την ύπαρξη ανθέων: φυτά με άνθη και φυτά χωρίς άνθη. Στην πρώτη ομάδα ξεχώριζε φυτά με άνθη που διέθεταν σέπαλα και πέταλα και φυτά με άνθη χωρίς σέπαλα. Προχωρώντας έτσι έφτανε στην ονομασία του γένους και του είδους του φυτού.
Το σύστημα αυτό έδινε μια θαυμάσια λύση στο πρόβλημα της ταξινόμησης, που χάρισε μεγάλη φήμη στον Λαμάρκ, ο οποίος το εξέθεσε για πρώτη φορά στο έργο του «Γαλλική χλωρίδα» (Παρίσι, 1778). Το σύστημα του Λαμάρκ ισχύει στην ταξινόμηση των φυτών και σήμερα.
Ο ΛΑΜΑΡΚ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Η δημοσίευση του έργου αυτού έφερε απότομα τον Λαμάρκ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντας του επιστημονικού κόσμου, που του εξέφρασε τον ειλικρινή θαυμασμό του με την απονομή του τίτλου του μέλους της Ακαδημίας των Επιστημών ύστερα από ένα χρόνο. Η εκτίμηση του Μπιφόν στο πρόσωπό του εκδηλώθηκε με την παράκληση του πρώτου να συνοδεύσει ο Λαμάρκ το γιο του σε ένα ταξίδι δύο ετών στην Ευρώπη (1781-1782).
Ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι ο Λαμάρκ διαπίστωσε πόσο λίγο χρησίμευσαν οι τιμές που του είχαν απονεμηθεί στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Το μόνο που κατόρθωσε να πετύχει ήταν ένας μέτριος μισθός από το Εργαστήριο Φυσικής Ιστορίας. Στη διάρκεια του ταξιδιού του με το γιο του Μπιφόν, είχε στο μεταξύ παντρευτεί.
ΤΑ ΝΕΦΗ ΠΥΚΝΩΝΟΥΝ
Η προστασία του Μπιφόν υπήρξε πολύτιμη για τον Λαμάρκ, ώσπου μεσολάβησε ο θάνατος του πρώτου (1788). Ακολούθησε η Επανάσταση. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας είχαν να αντιμετωπίσουν το χάος των οικονομικών προβλημάτων που τους είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κατάσταση, και είχαν ακόμα την αναρχία στο εσωτερικό και την εχθρότητα προς το νέο καθεστώς από τα άλλα κράτη της Ευρώπης στο εξωτερικό.
Η ανάγκη για αυστηρές οικονομίες και πολιτική λιτότητας οδήγησε την Εθνοσυνέλευση στην απόφαση να καταργήσει πολλές θέσεις σε οργανισμούς που εξαρτιόνταν απευθείας από το κράτος. Στους οργανισμούς αυτούς ανήκε και ο Βασιλικός Κήπος, γνωστός τότε ως Βοτανικός Κήπος. Ανάμεσα στις θέσεις που καταργήθηκαν ήταν και η θέση του Λαμάρκ. Ο Γάλλος σοφός αντιμετώπιζε το φάσμα της δυστυχίας.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ευτυχώς ζούσε ακόμα ένας θαυμάσιος συνεργάτης του Μπιφόν με κύρος αμείωτο: ο Λουί Ζαν Μαρί Ντομπεντόν (1716-1799).
Ο άνθρωπος αυτός που είχε θαυμάσει το έργο του Λαμάρκ, κατόρθωσε με τις υψηλές γνωριμίες του να τον επαναφέρει στην παλαιά του θέση και το 1793 να του προσφερθεί η έδρα της ζωολογίας των ασπόνδυλων στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το νέο ίδρυμα στο οποίο είχε μετασχηματιστεί ο Βοτανικός Κήπος.
Η νέα απασχόληση του Λαμάρκ, ενώ από τη μια έδινε λύση στο πρόβλημα του βιοπορισμού του, από την άλλη του δημιουργούσε μια δυσκολία αφάνταστη. Σε ηλικία περίπου 50 ετών ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει ό,τι τον είχε απασχολήσει επί 20 ολόκληρα χρόνια και να ξαναρχίσει από την αρχή, αυτός που δεν είχε ποτέ του σχεδόν ασχοληθεί ουσιαστικά με τη ζωολογία και ακόμα λιγότερο με τα ασπόνδυλα ζώα, οι γνώσεις γύρω από τα οποία ήταν τότε ελλιπείς και συγκεχυμένες. Παρόλα αυτά ο Λαμάρκ αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό και επιμονή στο νέο γι’ αυτόν τομέα της γνώσης και οι καρποί δεν άρχισαν να έλθουν. Οι συνεργάτες του ήταν πολύ νεότεροι από αυτόν: ο Ζωρζ Κιβιέ και ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Η παρουσία τους τον παρωθούσε σε μια προσπάθεια άμιλλάς χωρίς διακοπή.
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Λινναίος είχε ταξινομήσει τα ασπόνδυλα σε δύο τάξεις: έντομα και σκώληκες. Ο Λαμάρκ έχοντας αντιληφθεί την αξία των ιδεών των νεαρών συνεργατών του για τα μορφολογικά σχέδια και των ταξινομικών εννοιών του Κιβιέ και αξιοποιώντας συγχρόνως τη σχετική πείρα του στον τομέα της Βοτανικής, κατόρθωσε να πετύχει θαυμάσια αποτελέσματα. Το έργο του «Φυσική ιστορία των ασπόνδυλων», που ο πρώτος τόμος του εκδόθηκε στο Παρίσι το 1815 και ο έβδομος το 1822, επτά χρόνια πριν το θάνατό του, εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται σαν ένα κλασικό έργο.
Ο Λαμάρκ, όμως, προχώρησε ακόμα πιο πολύ. Στη διάνοιά του έσμιγαν δύο αντίθετες νοοτροπίες. Η μια στρεφόταν προς την ακριβολόγο, τη σχολαστική ανάλυση. Η άλλη τον ωθούσε προς τη γενική σύλληψη των πραγμάτων, προς τη συνθετική τους ερμηνεία.
Η δεύτερη αυτή τάση του ήταν που οδήγησε τον Λαμάρκ προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία γίνεται αισθητή σε μια περιοδική έκδοση που παρουσίαζε κάθε χρόνο από το 1800 έως το 1810 με τον τίτλο «Μετεωρολογικό Ημερολόγιο», και που διακρίνεται για την ειρωνεία και τον σκεπτικισμό του. Η άλλη άρχισε με μια σκληρή κριτική κατά των νεαρών συνεργατών του και εναντίον όλου του επιστημονικού κόσμου και τελικά τον οδήγησε στη δόξα. Η τάση αυτή εκδηλώνεται στα έργα του «Εισήγηση» στις παραδόσεις της ζωολογίας των ασπόνδυλων, του έτους 1800, «Εισαγωγή στο σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» (Παρίσι, 1802) και τέλος στο βασικό έργο του «Ζωολογική φιλοσοφία» (Παρίσι, 1809), που είχε μια δεύτερη έκδοση ένα χρόνο μετά το θάνατο του Λαμάρκ και τρίτη το 1873.
Στα τρία αυτά έργα συναντούμε την πρώτη πλήρη διατύπωση (έστω και προορισμένη να υποστεί αργότερα βασικές τροποποιήσεις) της θεωρίας εκείνης της εξέλιξης που πρώτος διαισθάνθηκε ο Μπιφόν και η οποία επρόκειτο να αναστατώσει τις βιολογικές μελέτες και να δημιουργήσει σκληρές πολεμικές, ιδίως με τον Κιβιέ.
«Συμβαίνει... να σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο τύπος της... μορφής των ζώων δεν είναι αμετάβλητος και ότι η φύση τους... μπορεί να παραλλάζει και να μεταβάλλεται τελείως με τον καιρό, ότι για τον ίδιο λόγο τα ατελέστερα, τα πιο λεπτοφυή, τα ογκωδέστερα, τα λιγότερο οπλισμένα κλπ. Ζωικά είδη έχουν κιόλας εξαφανιστεί ή θα εξαφανιστούν με τον καιρό».
Τα λόγια αυτά διαβάζουμε στο κείμενο του λόγου που ο Μπιφόν εκφώνησε το 1773 μπροστά στα μέλη της Ακαδημίας της Ντιζόν, επαναλαμβάνοντας και αναπτύσσοντας πιο πολύ ό,τι είχε την τόλμη να υποστηρίξει στο βιβλίο του «Φυσική Ιστορία» και στη συνέχεια να αναιρέσει υπό την πίεση των εκκλησιαστικών αρχών. Μετά το 1753, που είχε αναιρέσει τις ιδέες του αυτές στις πρώτες σελίδες του τέταρτου τόμου της «Φυσικής Ιστορίας» του, οι μελέτες του που ακολούθησαν τον έπειθαν όλο και πιο πολύ ότι η γη δεν ήταν δυνατόν να έχει την ηλικία που της απέδιδαν, παρερμηνεύοντας τις Γραφές. Η ηλικία της έπρεπε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη ώστε να επιτρέπει γεωλογικές μεταβολές τέτοιου βαθμού, που να έχουν τον αντίκτυπό τους στη χλωρίδα και στην πανίδα της.
Προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση αυτή ο Μπιφόν προχώρησε σε μια τολμηρή υπόθεση σχετικά με τον μηχανισμό των μεταβολών των ζωντανών πλασμάτων. Πίστεψε ότι με τις βαθιές και απότομες μεταβολές του φλοιού της γης τα πρώτα ζώα χωρίστηκαν μεταξύ τους με την παρεμβολή ανάμεσα στις διάφορες ομάδες τους απέραντων θαλασσών ή αδιάβατων ξηρών. Έτσι τα ζώα δέχτηκαν διαφορετικές κλιματικές επιδράσεις που με το πέρασμα του χρόνου κατέληξαν να τους αλλάξουν τη μορφή και τη φύση.
Στα λόγια του Μπιφόν συμπυκνώνονται οι καταβολές της θεωρίας του Κιβιέ για τους κατακλυσμούς και της θεωρίας του Λαμάρκ για την εξέλιξη των ζωικών ειδών, λόγω προσαρμογής σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος.
Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ
Ο Μπιφόν δεν προχώρησε περισσότερο. Κι αν τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν ενοχλήθηκε και πάλι από την εκκλησία του, αυτό το οφείλει στη στοργική του φίλη Μαντάμ Νέκερ. Και με ό,τι πάντως είχε διατυπώσει, μπορούμε να πούμε ότι ο κύβος είχε ριφθεί και ο σκεπτόμενος άνθρωπος είχε αρχίσει να διαβαίνει τον Ρουβίκωνα της ερμηνείας της ιστορίας της γης και της ζωής με βάση το γράμμα και όχι το πνεύμα των Γραφών.
Στο πρώτο τολμηρό βήμα είχαν προστεθεί άλλα: α) μια θεωρία για την προέλευση του ηλιακού συστήματος από ένα αρχικό νεφέλωμα με πρώτον υποστηρικτή τον Κάντιο το 1755 και αργότερα τον Λαπλάς, θεωρία επάνω σε εξελικτική βάση, β) το «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» του Ντιντερό, δημοσιευμένο πολύ αργότερα, το 1830, στο οποίο αναπτύσσονται εξελικτικές ιδέες, γ) τέλος, η ομάδα των «φιλοσόφων της φύσης» που αν και ξεκίνησαν με αρκετή μεταφυσική στις θεωρίες τους, είχαν φθάσει σε αντιλήψεις όπως το ενιαίο του σχεδίου της κατασκευής στους διάφορους «τύπους» των ζώων.
Οι «φιλόσοφοι της φύσης» είχαν π.χ. παρατηρήσει ένα ενιαίο σχέδιο κατασκευής στα σπονδυλωτά, στο οποίο επαναλαμβάνονταν με σταθερή σχέση τα ίδια βασικά στοιχεία: εσωτερικός σκελετός αποτελούμενος από σπονδυλική στήλη, κρανίο και άκρα, κεντρικό νευρικό σύστημα σε ραχιαία και καρδιά σε κοιλιακή θέση κοκ. Με βάση τέτοιες παρατηρήσεις είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διάφορες «τάξεις» στις οποίες διαιρείται κάθε «τύπος» δεν ήταν παρά παραλλαγές του ίδιου σχεδίου κατασκευής και ότι τα «απλά είδη» δεν ήταν παρά ελαφρές παραλλαγές του σχήματος μιας «τάξης».
Ο ίδιος ο Γκαίτε, εραστής με πάθος των φυσικών επιστημών, επηρεασμένος κι αυτός από τη «φιλοσοφία της φύσης» είχε συμβάλλει αρκετά στη διατύπωση τέτοιων ιδεών. Με αφορμή το ενιαίο του σχεδίου της Κατασκευής των φυτών, ο Γερμανός σοφός δημοσίευσε το 1790 ένα μικρό έργο με τον τίτλο «Μεταμορφώσεις των φυτών». Η άποψη της μεταμόρφωσης, αντίθετη με το αμετάβλητο της αριστοτελικής σκέψης, σημειώνει τη μετάβαση στις εξελικτικές αντιλήψεις.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Οι βάσεις της θεωρίας του Λαμάρκ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο έργο του «Σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» που εκδόθηκε το 1802. Η θεωρία αυτή βρίσκεται ολοκληρωμένη στη «Ζωολογική φιλοσοφία» του, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1809, ξεσηκώνοντας αμέσως θυελλώδη πολεμική, για να λησμονηθεί στη συνέχεια μέχρι τη στιγμή που θα την ξαναφέρει ανανεωμένη στην επιφάνεια ο Κάρολος Δαρβίνος.
Στο έργο αυτό του Λαμάρκ εκτίθενται τόσο η παραδοσιακή, όσο και η δική του εξελικτική αντίληψη με τα ακόλουθα λόγια: «Η φύση (ή ο δημιουργός της), δημιουργώντας τα ζώα, προέβλεψε όλες τις δυνατές συνθήκες, υπό τις οποίες θα ήταν υποχρεωμένα να ζήσουν, και έδωσε σε κάθε είδος τους μια σταθερή οργάνωση, καθώς και μια καθορισμένη και αμετάβλητη στα μέρη μορφή, που υποχρεώνουν κάθε είδος να ζει στους τόπους και τα κλίματα που αυτό βρίσκεται και να διατηρεί τις συνήθειές που το χαρακτηρίζουν» (η παραδοσιακή αντίληψη). «Η φύση, παράγοντας διαδοχικά όλα τα είδη των ζώων και αρχίζοντας από τα ατελέστερα και απλούστερα για να τελειώσει το έργο της με τα τελειότερα, έκανε την οργάνωσή τους βαθμιαία πιο πολύπλοκη, και με την εξάπλωση των ζώων σε όλες γενικά τις κατοικήσιμες περιοχές της υδρογείου, κάθε είδος πήρε από τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, τις συνήθειες που γνωρίζουμε και τις μεταβολές των τμημάτων του που η παρατήρηση αποκαλύπτει» (η εξελικτική αντίληψη του Λαμάρκ).
Ο Λαμάρκ αποδεικνύει ότι η παραδοσιακή αντίληψη βασιζόταν σε γεωλογικές παραστάσεις που οι μελέτες της εποχής του είχαν διαψεύσει. Και συνεχίζει: «Για να αποδειχθεί ότι αυτό το δεύτερο συμπέρασμα (δηλαδή το δικό του) στερείται βάσης, είναι πρώτα - πρώτα ανάγκη να αποδειχθεί ότι κάθε σημείο της επιφάνειας της γης δεν αλλάζει ποτέ τη φύση του, την έκθεσή του στον ήλιο, την ψηλή ή χαμηλή θέση του, το κλίμα του κλπ. Και να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι κανένα τμήμα των ζώων δεν υφίσταται, ακόμα και μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε μεταβολή λόγω αλλαγής των συνθηκών και λόγω της ανάγκης που πιέζει σ’ ένα άλλο είδος ζωής και δράσης, που δεν είναι εκείνο στο οποίο είναι συνηθισμένα».
Όσο για την ύπαρξη μεταβολών στην επιφάνεια της γης, αποδείξεις δεν διέθετε μόνον ο Λαμάρκ, αλλά και οι αντίπαλοί του και ιδίως ο Κιβιέ, τέτοιες μάλιστα που να του επιτρέπουν να μιλάει για κατακλυσμούς. Σχετικά με την εμφάνιση αλλεπάλληλων μεταβολών στο σώμα των ζώων, υπό την επίδραση της αλλαγής των συνθηκών του περιβάλλοντος, ο Λαμάρκ, όπως αργότερα και ο Δαρβίνος, είχαν στηριχθεί στα αποτελέσματα της εξημέρωσης των άγριων ζώων και του εξευγενισμού των άγριων φυτών. Ο Λαμάρκ το υπογραμμίζει: «Αν είναι αλήθεια ότι ένα ζώο που έχει από πολύ καιρό μεταβληθεί σε κατοικίδιο διαφέρει από το άγριο είδος από το οποίο προήλθε και αν στο κατοικίδιο αυτό είδος βρίσκεται μεγάλη διαφορά μορφολογίας μεταξύ των ζώων που υποβλήθηκαν σε ορισμένη συνήθεια και των ζώων που υποχρεώθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες, είναι βέβαιο ότι το πρώτο συμπέρασμα (δηλαδή, η παραδοσιακή θέση) δεν συμβιβάζεται με τους νόμους της φύσης, ενώ αντίθετα το δεύτερο (η δική του θέση) βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μαζί τους». Συνεπώς, η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο θέσεις έγκειται στο εξής: «Δεν είναι πια η μορφή, τόσο του σώματος, όσο και των τμημάτων του που γεννούν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ζώων, αλλά... αντίθετα είναι οι συνήθειες, ο τρόπος της ζωής και όλες οι άλλες συνθήκες που επιδρούν, που συγκρότησαν με το πέρασμα του χρόνου τη μορφή του σώματος των ζώων και των επιμέρους τμημάτων του. Με τις νέες μορφές, νέες ιδιότητες αποκτήθηκαν και σιγά - σιγά η φύση έφτασε να διαμορφώσει τα ζώα, όπως τα βλέπουμε σήμερα».
Αυτή είναι η πρώτη θεωρία της εξέλιξης, όσο κι αν ο Λαμάρκ εξακολουθεί να μιλάει για «μετασχηματισμό» και να αγνοεί τον όρο που χρησιμοποίησε ο Δαρβίνος παίρνοντας τον όρο από τον Λάιελ.
ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Η θεωρία του Λαμάρκ συγκεκριμενοποιείται σε δυο νόμους: Ο πρώτος βεβαιώνει ότι η χρησιμοποίηση ενός οργάνου από κάποιο ζώο το δυναμώνει, το αναπτύσσει και του δίνει ισχύ ανάλογη με τη διάρκεια της χρησιμοποίησής του, ενώ η μη χρησιμοποίησή του το κάνει σιγά - σιγά να ατροφεί και να χάνει σε δύναμη μέχρι τέλειας εξαφάνισης. Ο δεύτερος υποστηρίζει το κληρονομήσιμο των επίκτητων χαρακτηριστικών, ότι δηλαδή οι συνέπειες της χρήσης ή της αχρησίας ενός οργάνου μεταβιβάζονται στους απογόνους. Ασφαλώς ο Λαμάρκ δεν μπορούσε να φανταστεί την απλοϊκότητα των ερμηνειών του και πόσο λίγο θα άντεχαν στην επιστημονική κριτική τα συμπεράσματα των παρατηρήσεων με τα οποία αποδείκνυε την ορθότητα της θεωρίας του. Πάντως, η θεωρία του Λαμάρκ δεν παύει να αποτελεί ένα επιβλητικό βήμα προς τα εμπρός σε όλα τα πεδία των ιατρικών και των βιολογικών σπουδών.
ΟΙ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΙ
Τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσε ο Λαμάρκ για την απόδειξη της θεωρίας του ήταν στην πραγματικότητα κάπως αφελή. Για παράδειγμα, αναφέρουμε την άποψή του ότι ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης έγινε τόσο μακρύς προοδευτικά, από την ανάγκη να φτάνει το ζώο τα φύλλα που ήταν απαραίτητα για τη διατροφή του, στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων. Επιπλέον, τα απολιθώματα των ζώων δεν προσέφεραν καμιά σαφή εικόνα βαθμιαίων μεταβολών στην κατασκευή των οργάνων του σώματός τους. Όλα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία δυσπιστίας απέναντι των θεωριών του Λαμάρκ από μέρους του Κιβιέ, ο οποίος όμως δεν έπαυε να τον εκτιμά ως ζωολόγο.
Ο Κιβιέ αντεπιτέθηκε τέλος αποφασιστικά κατά του γηραιού συναδέλφου του, κατά των θεωριών της εξέλιξης, με κύριο όπλο του τα παλαιοντολογικά ευρήματα που αποτελούσαν βοερές διαψεύσεις των αντιλήψεων του Λαμάρκ. Αυτός τότε έσβηνε σιγά - σιγά καθώς ήταν περιορισμένος σε αδράνεια λόγω της τύφλωσής του και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει στην πολεμική που αντιμετώπιζαν οι ιδέες του. Αντί γι’ αυτόν μπήκε στον αγώνα ο Σεντ Ιλέρ. Η διαμάχη Κιβιέ και Σεντ Ιλέρ έφτασε πολλές φορές σε σημείο τραχύτητας. Νικητής αναδείχθηκε τελικά ο Κιβιέ. Η εξελικτική όμως ιδέα, απαλλαγμένη από το βάρος των αφελών επιχειρημάτων του Λαμάρκ, τελικά θα επικρατήσει.
Μπορεί να είχε άδικο ο Κιβιέ, πολεμώντας στην περίπτωση του Λαμάρκ και του Σεντ Ιλέρ την ιδέα του μεταβλητού των ζωικών ειδών. Όμως, χάρις στα αποτελέσματα της συγκριτικής του μεθόδου και στην ιδέα του ότι η ορθή ταξινόμηση των ζώων και των φυτών πρέπει να στηρίζεται και σε κριτήρια της εσωτερικής κατασκευής τους, έδωσε τεράστια ώθηση σε όλους τους τομείς των βιολογικών μελετών. Ένα μεγάλο μέρος της προ-δαρβινικής βιολογικής έρευνας ακολούθησε το δρόμο που υπέδειξε ο Κιβιέ.
Στη διερεύνηση των γνώσεων και στον προσανατολισμό της έρευνας προς νέους ορίζοντες συνετέλεσε ουσιαστικά ένα ακόμα γεγονός: οι εξερευνήσεις. Και κατά το 18ο αιώνα, κάτω από την επίδραση πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, ο άνθρωπος στράφηκε προς άγνωστες περιοχές της επιφάνειας της γης και προχώρησε στον αποικισμό τους, πράγμα που άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωολογία και τη βοτανική. Όμως, ο 19ος αιώνας είναι εκείνος που μπορεί να ονομαστεί ο αιώνας των μεγάλων εξερευνήσεων.
Οι πρόοδοι της συγκριτικής ανατομικής και της φυσιολογίας που μεσολάβησαν, είχαν τον αντίκτυπό τους και στην παλαιοντολογία, προς την οποία ο Κυβιέ στράφηκε τελείως συμπτωματικά. Αυτό που τον οδήγησε προς τα εκεί ήταν η παρατήρηση των απολιθωμάτων οστών ελεφάντων που διατηρούνταν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Βοτανικού Κήπου των Παρισίων και των διαφορών που παρουσίαζαν με τα οστά των ζωντανών ελεφάντων.
Στις παλαιοντολογικές του μελέτες, εκτός από τη βαθειά γνώση της συγκριτικής ανατομικής, ο Κιβιέ βοηθήθηκε από μια αξιόλογη θεωρία που είχε διατυπώσει ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Αυτός, ξεκινώντας από μια σκέψη του Αριστοτέλη, υποστήριξε ότι τα όργανα του σώματος βρίσκονται σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης. Γνωρίζοντας συνεπώς έστω και ένα τμήμα από εκείνα που αποτελούν ένα σκελετό, μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να τον αναπαραστήσουμε και να καθορίσουμε με αρκετή προσέγγιση τους χαρακτήρες των άλλων οργάνων του ζώου στο οποίο ανήκε.
Με τον τρόπο αυτόν, ο Κιβιέ, όχι μόνον επιχείρησε την αναπαραγωγή ολόκληρων σκελετών, αλλά ανέλαβε και προσωπικά ανασκαφές, κυρίως στα περίχωρα των Παρισίων, φέρνοντας στο φως απολιθώματα που η αναπαραγωγή των σκελετών στους οποίους ανήκαν, αποκάλυπτε ότι πριν από εκατομμύρια χρόνια υπήρχαν στη γη ζώα τελείως διαφορετικά από τα σημερινά. Έτσι προμήθευσε στην παλαιοντολογία τα βασικά όργανα για τη μεταβολή της σε πραγματική επιστήμη. Δεν κατόρθωσε όμως να συναγάγει από τις ανακαλύψεις του τα συμπεράσματα εκείνα που μετά από λίγα χρόνια θα παρουσιάσουν οι οπαδοί της ιδέας της εξέλιξης.
Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα του έργου του Κιβιέ «Έρευνες επί των απολιθωμένων οστών» που δημοσιεύθηκε αρχικά σε 4 τόμους (Παρίσι, 1814), στους οποίους προστέθηκε ένας ακόμα ύστερα από 11 χρόνια, για να ανακαλύψει κανείς ένα τεράστιο όγκο γνώσεων και μοναδικές ικανότητες στην παρατήρηση, την ανασύσταση ολόκληρων σκελετών και την πρακτική εφαρμογή της συγκριτικής ανατομικής στο έργο του. Ταυτόχρονα όμως θα εκπλαγεί από την ασυμφωνία του πλούτου των γνώσεων του κυρίως έργου, με τις φτωχές προοπτικές της εισαγωγής του. Γιατί η θεωρία των αλλεπάλληλων κατακλυσμών με την τελική εξαφάνιση κάθε ύπαρξης από την επιφάνεια της γης και τη νέα, μετά από κάθε καταστροφή, δημιουργία με βάση κάποιο σχέδιο του Θεού για την προετοιμασία της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη, δε συμβιβάζεται με τα καταπληκτικά αποτελέσματα στα οποία είχε οδηγήσει η ερευνητική του μέθοδος. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ανακαλύπτουμε τις αντιφάσεις των μεγαλοφυϊών, ούτε θα είναι και η τελευταία.
Όσο όμως είναι αλήθεια ότι οι ανακαλύψεις που πραγματοποιούνται από τις μεγαλοφυΐες οδηγούν την επιστήμη προς τα εμπρός, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι και τα σφάλματα συμβάλλουν στην πρόοδο του πνεύματος. Η αναζήτηση ακριβώς της διόρθωσης των σφαλμάτων είναι που οδηγεί στην ανακάλυψη νέων αληθειών, με το δικό τους φορτίο σφαλμάτων, που θα περιμένουν την ανασκευή τους από άλλες αλήθειες κοκ. Έτσι, τίποτα στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος δεν πηγαίνει χαμένο: ούτε η πλάνη, ούτε η αντίφαση.
Έμεινε μνημειώδης η πολεμική του Κιβιέ με τον Ζαν Μπατίστ Πιέρ Αντουάν ντε Μονέ ντε Λαμάρκ (1744-1829), πιο γνωστό απλά ως Λαμάρκ.
Ο Λαμάρκ γεννήθηκε από ευγενή, αλλά φτωχή οικογένεια: είχε 10 αδέλφια. Οι γονείς του, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής τον ήθελαν κληρικό. Ο πληθωρισμός όμως των ιερέων είχε καταλήξει στο αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει και ο Κλήρος πρόβλημα συντήρησης. Οι ιερείς στρέφονταν προς κάθε επάγγελμα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το βιοπορισμό τους. Οι λιγότερο τυχεροί έφταναν να κάνουν τους αμαξάδες, ενώ οι πιο τυχεροί γίνονταν εφημέριοι πλούσιων οικογενειών, λύνοντας έτσι το οικονομικό τους πρόβλημα. Πληροφορίες πολύτιμες δίνουν στοίχοι του Κάρλο Πόρτα, για τον οποίον έχουμε ήδη μιλήσει.
Ο Λαμάρκ πάντως δε φαίνεται να ήταν γεννημένος για κληρικός, αφενός γιατί η προσκόλληση στο δογματικό χαρακτήρα του καθολικισμού του ήταν αδιανόητη και αφετέρου γιατί θεωρούσε προϋπόθεση για την ενάσκηση του κοινωνικού προορισμού του ατόμου την πίστη στην αποστολή του. Έτσι ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές του δούκα ντε Μπρολί στις τελευταίες μάχες του Επταετούς Πολέμου.
Ο Λαμάρκ διακρίθηκε στις πολεμικές επιχειρήσεις για τον ηρωισμό του. Ο πόλεμος όμως αυτός ήταν προς το τέλος του και το 1763 με τις συνθήκες των Παρισίων και του Χουμπέρτουσμπουργκ, ο Λαμάρκ ξαναγύρισε στους στρατώνες. Εκεί άρχισε να πλήττει και το 1765 αποφάσισε να εγκαταλείψει το στρατό και να αναζητήσει στο Παρίσι μια νέα δραστηριότητα που θα του επέτρεπε να τελειώσει τις σπουδές του χωρίς να επιβαρύνει την οικογένειά του.
ΑΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΦΥΣΙΟΔΙΦΗΣ
Τα χρόνια εκείνα, στον ορίζοντα των φυσιογνωστικών μελετών δέσποζε η μορφή του Μπιφόν. Ο Λαμάρκ, που ήταν τότε 21 ετών, αλλά καθυστερημένος στις σπουδές σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του, αφοσιώθηκε στη σπουδή της ιατρικής και των βοτανικών επιστημών, και επισκεπτόταν τακτικά το Βοτανικό Κήπο.
Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν, ο Λαμάρκ έγινε μαθητής και φίλος του μεγάλου βοτανικού Μπερνάρ ντε Ζισιέ, που εκτιμώντας τον πρώην αξιωματικό, τον κάλεσε σε συνεργασία.
Έχουμε επανειλημμένα μιλήσει για τα προβλήματα που παρουσίαζε η ταξινόμηση των φυτών και των ζώων, παρά το γιγάντιο έργο του Λινναίου και το έργο του Μπιφόν που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Ο Λαμάρκ συνέλαβε αμέσως τις δυσκολίες του αρχάριου να ταξινομήσει ένα φυτό με βάση τις περιγραφές των βιβλίων. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να επινοήσει ένα σύστημα που να συνδυάζει την απλότητα με την ακρίβεια και την εύκολη εφαρμογή. Ο Μπιφόν βλέποντας την προσπάθεια αυτή με καλό μάτι, πήρε τον Λαμάρκ υπό την προστασία του. Οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όσο ο Λαμάρκ συνέχιζε την εντατική του προσπάθεια, ώσπου κάποια στιγμή κατέληξε σε μια θαυμάσια λύση για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να ξεχωρίζει τα φυτά μεταξύ τους με το να αντιπαρατάσσει γνωρίσματα που υπάρχουν στο ένα και λείπουν από το άλλο, π.χ. την ύπαρξη ανθέων: φυτά με άνθη και φυτά χωρίς άνθη. Στην πρώτη ομάδα ξεχώριζε φυτά με άνθη που διέθεταν σέπαλα και πέταλα και φυτά με άνθη χωρίς σέπαλα. Προχωρώντας έτσι έφτανε στην ονομασία του γένους και του είδους του φυτού.
Το σύστημα αυτό έδινε μια θαυμάσια λύση στο πρόβλημα της ταξινόμησης, που χάρισε μεγάλη φήμη στον Λαμάρκ, ο οποίος το εξέθεσε για πρώτη φορά στο έργο του «Γαλλική χλωρίδα» (Παρίσι, 1778). Το σύστημα του Λαμάρκ ισχύει στην ταξινόμηση των φυτών και σήμερα.
Ο ΛΑΜΑΡΚ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Η δημοσίευση του έργου αυτού έφερε απότομα τον Λαμάρκ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντας του επιστημονικού κόσμου, που του εξέφρασε τον ειλικρινή θαυμασμό του με την απονομή του τίτλου του μέλους της Ακαδημίας των Επιστημών ύστερα από ένα χρόνο. Η εκτίμηση του Μπιφόν στο πρόσωπό του εκδηλώθηκε με την παράκληση του πρώτου να συνοδεύσει ο Λαμάρκ το γιο του σε ένα ταξίδι δύο ετών στην Ευρώπη (1781-1782).
Ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι ο Λαμάρκ διαπίστωσε πόσο λίγο χρησίμευσαν οι τιμές που του είχαν απονεμηθεί στην κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Το μόνο που κατόρθωσε να πετύχει ήταν ένας μέτριος μισθός από το Εργαστήριο Φυσικής Ιστορίας. Στη διάρκεια του ταξιδιού του με το γιο του Μπιφόν, είχε στο μεταξύ παντρευτεί.
ΤΑ ΝΕΦΗ ΠΥΚΝΩΝΟΥΝ
Η προστασία του Μπιφόν υπήρξε πολύτιμη για τον Λαμάρκ, ώσπου μεσολάβησε ο θάνατος του πρώτου (1788). Ακολούθησε η Επανάσταση. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας είχαν να αντιμετωπίσουν το χάος των οικονομικών προβλημάτων που τους είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κατάσταση, και είχαν ακόμα την αναρχία στο εσωτερικό και την εχθρότητα προς το νέο καθεστώς από τα άλλα κράτη της Ευρώπης στο εξωτερικό.
Η ανάγκη για αυστηρές οικονομίες και πολιτική λιτότητας οδήγησε την Εθνοσυνέλευση στην απόφαση να καταργήσει πολλές θέσεις σε οργανισμούς που εξαρτιόνταν απευθείας από το κράτος. Στους οργανισμούς αυτούς ανήκε και ο Βασιλικός Κήπος, γνωστός τότε ως Βοτανικός Κήπος. Ανάμεσα στις θέσεις που καταργήθηκαν ήταν και η θέση του Λαμάρκ. Ο Γάλλος σοφός αντιμετώπιζε το φάσμα της δυστυχίας.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Ευτυχώς ζούσε ακόμα ένας θαυμάσιος συνεργάτης του Μπιφόν με κύρος αμείωτο: ο Λουί Ζαν Μαρί Ντομπεντόν (1716-1799).
Ο άνθρωπος αυτός που είχε θαυμάσει το έργο του Λαμάρκ, κατόρθωσε με τις υψηλές γνωριμίες του να τον επαναφέρει στην παλαιά του θέση και το 1793 να του προσφερθεί η έδρα της ζωολογίας των ασπόνδυλων στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το νέο ίδρυμα στο οποίο είχε μετασχηματιστεί ο Βοτανικός Κήπος.
Η νέα απασχόληση του Λαμάρκ, ενώ από τη μια έδινε λύση στο πρόβλημα του βιοπορισμού του, από την άλλη του δημιουργούσε μια δυσκολία αφάνταστη. Σε ηλικία περίπου 50 ετών ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει ό,τι τον είχε απασχολήσει επί 20 ολόκληρα χρόνια και να ξαναρχίσει από την αρχή, αυτός που δεν είχε ποτέ του σχεδόν ασχοληθεί ουσιαστικά με τη ζωολογία και ακόμα λιγότερο με τα ασπόνδυλα ζώα, οι γνώσεις γύρω από τα οποία ήταν τότε ελλιπείς και συγκεχυμένες. Παρόλα αυτά ο Λαμάρκ αφοσιώθηκε με ενθουσιασμό και επιμονή στο νέο γι’ αυτόν τομέα της γνώσης και οι καρποί δεν άρχισαν να έλθουν. Οι συνεργάτες του ήταν πολύ νεότεροι από αυτόν: ο Ζωρζ Κιβιέ και ο Ζοφρουά Σεντ Ιλέρ. Η παρουσία τους τον παρωθούσε σε μια προσπάθεια άμιλλάς χωρίς διακοπή.
Όπως έχουμε αναφέρει, ο Λινναίος είχε ταξινομήσει τα ασπόνδυλα σε δύο τάξεις: έντομα και σκώληκες. Ο Λαμάρκ έχοντας αντιληφθεί την αξία των ιδεών των νεαρών συνεργατών του για τα μορφολογικά σχέδια και των ταξινομικών εννοιών του Κιβιέ και αξιοποιώντας συγχρόνως τη σχετική πείρα του στον τομέα της Βοτανικής, κατόρθωσε να πετύχει θαυμάσια αποτελέσματα. Το έργο του «Φυσική ιστορία των ασπόνδυλων», που ο πρώτος τόμος του εκδόθηκε στο Παρίσι το 1815 και ο έβδομος το 1822, επτά χρόνια πριν το θάνατό του, εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται σαν ένα κλασικό έργο.
Ο Λαμάρκ, όμως, προχώρησε ακόμα πιο πολύ. Στη διάνοιά του έσμιγαν δύο αντίθετες νοοτροπίες. Η μια στρεφόταν προς την ακριβολόγο, τη σχολαστική ανάλυση. Η άλλη τον ωθούσε προς τη γενική σύλληψη των πραγμάτων, προς τη συνθετική τους ερμηνεία.
Η δεύτερη αυτή τάση του ήταν που οδήγησε τον Λαμάρκ προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία γίνεται αισθητή σε μια περιοδική έκδοση που παρουσίαζε κάθε χρόνο από το 1800 έως το 1810 με τον τίτλο «Μετεωρολογικό Ημερολόγιο», και που διακρίνεται για την ειρωνεία και τον σκεπτικισμό του. Η άλλη άρχισε με μια σκληρή κριτική κατά των νεαρών συνεργατών του και εναντίον όλου του επιστημονικού κόσμου και τελικά τον οδήγησε στη δόξα. Η τάση αυτή εκδηλώνεται στα έργα του «Εισήγηση» στις παραδόσεις της ζωολογίας των ασπόνδυλων, του έτους 1800, «Εισαγωγή στο σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» (Παρίσι, 1802) και τέλος στο βασικό έργο του «Ζωολογική φιλοσοφία» (Παρίσι, 1809), που είχε μια δεύτερη έκδοση ένα χρόνο μετά το θάνατο του Λαμάρκ και τρίτη το 1873.
Στα τρία αυτά έργα συναντούμε την πρώτη πλήρη διατύπωση (έστω και προορισμένη να υποστεί αργότερα βασικές τροποποιήσεις) της θεωρίας εκείνης της εξέλιξης που πρώτος διαισθάνθηκε ο Μπιφόν και η οποία επρόκειτο να αναστατώσει τις βιολογικές μελέτες και να δημιουργήσει σκληρές πολεμικές, ιδίως με τον Κιβιέ.
«Συμβαίνει... να σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο τύπος της... μορφής των ζώων δεν είναι αμετάβλητος και ότι η φύση τους... μπορεί να παραλλάζει και να μεταβάλλεται τελείως με τον καιρό, ότι για τον ίδιο λόγο τα ατελέστερα, τα πιο λεπτοφυή, τα ογκωδέστερα, τα λιγότερο οπλισμένα κλπ. Ζωικά είδη έχουν κιόλας εξαφανιστεί ή θα εξαφανιστούν με τον καιρό».
Τα λόγια αυτά διαβάζουμε στο κείμενο του λόγου που ο Μπιφόν εκφώνησε το 1773 μπροστά στα μέλη της Ακαδημίας της Ντιζόν, επαναλαμβάνοντας και αναπτύσσοντας πιο πολύ ό,τι είχε την τόλμη να υποστηρίξει στο βιβλίο του «Φυσική Ιστορία» και στη συνέχεια να αναιρέσει υπό την πίεση των εκκλησιαστικών αρχών. Μετά το 1753, που είχε αναιρέσει τις ιδέες του αυτές στις πρώτες σελίδες του τέταρτου τόμου της «Φυσικής Ιστορίας» του, οι μελέτες του που ακολούθησαν τον έπειθαν όλο και πιο πολύ ότι η γη δεν ήταν δυνατόν να έχει την ηλικία που της απέδιδαν, παρερμηνεύοντας τις Γραφές. Η ηλικία της έπρεπε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη ώστε να επιτρέπει γεωλογικές μεταβολές τέτοιου βαθμού, που να έχουν τον αντίκτυπό τους στη χλωρίδα και στην πανίδα της.
Προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση αυτή ο Μπιφόν προχώρησε σε μια τολμηρή υπόθεση σχετικά με τον μηχανισμό των μεταβολών των ζωντανών πλασμάτων. Πίστεψε ότι με τις βαθιές και απότομες μεταβολές του φλοιού της γης τα πρώτα ζώα χωρίστηκαν μεταξύ τους με την παρεμβολή ανάμεσα στις διάφορες ομάδες τους απέραντων θαλασσών ή αδιάβατων ξηρών. Έτσι τα ζώα δέχτηκαν διαφορετικές κλιματικές επιδράσεις που με το πέρασμα του χρόνου κατέληξαν να τους αλλάξουν τη μορφή και τη φύση.
Στα λόγια του Μπιφόν συμπυκνώνονται οι καταβολές της θεωρίας του Κιβιέ για τους κατακλυσμούς και της θεωρίας του Λαμάρκ για την εξέλιξη των ζωικών ειδών, λόγω προσαρμογής σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος.
Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ
Ο Μπιφόν δεν προχώρησε περισσότερο. Κι αν τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν ενοχλήθηκε και πάλι από την εκκλησία του, αυτό το οφείλει στη στοργική του φίλη Μαντάμ Νέκερ. Και με ό,τι πάντως είχε διατυπώσει, μπορούμε να πούμε ότι ο κύβος είχε ριφθεί και ο σκεπτόμενος άνθρωπος είχε αρχίσει να διαβαίνει τον Ρουβίκωνα της ερμηνείας της ιστορίας της γης και της ζωής με βάση το γράμμα και όχι το πνεύμα των Γραφών.
Στο πρώτο τολμηρό βήμα είχαν προστεθεί άλλα: α) μια θεωρία για την προέλευση του ηλιακού συστήματος από ένα αρχικό νεφέλωμα με πρώτον υποστηρικτή τον Κάντιο το 1755 και αργότερα τον Λαπλάς, θεωρία επάνω σε εξελικτική βάση, β) το «Όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ» του Ντιντερό, δημοσιευμένο πολύ αργότερα, το 1830, στο οποίο αναπτύσσονται εξελικτικές ιδέες, γ) τέλος, η ομάδα των «φιλοσόφων της φύσης» που αν και ξεκίνησαν με αρκετή μεταφυσική στις θεωρίες τους, είχαν φθάσει σε αντιλήψεις όπως το ενιαίο του σχεδίου της κατασκευής στους διάφορους «τύπους» των ζώων.
Οι «φιλόσοφοι της φύσης» είχαν π.χ. παρατηρήσει ένα ενιαίο σχέδιο κατασκευής στα σπονδυλωτά, στο οποίο επαναλαμβάνονταν με σταθερή σχέση τα ίδια βασικά στοιχεία: εσωτερικός σκελετός αποτελούμενος από σπονδυλική στήλη, κρανίο και άκρα, κεντρικό νευρικό σύστημα σε ραχιαία και καρδιά σε κοιλιακή θέση κοκ. Με βάση τέτοιες παρατηρήσεις είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διάφορες «τάξεις» στις οποίες διαιρείται κάθε «τύπος» δεν ήταν παρά παραλλαγές του ίδιου σχεδίου κατασκευής και ότι τα «απλά είδη» δεν ήταν παρά ελαφρές παραλλαγές του σχήματος μιας «τάξης».
Ο ίδιος ο Γκαίτε, εραστής με πάθος των φυσικών επιστημών, επηρεασμένος κι αυτός από τη «φιλοσοφία της φύσης» είχε συμβάλλει αρκετά στη διατύπωση τέτοιων ιδεών. Με αφορμή το ενιαίο του σχεδίου της Κατασκευής των φυτών, ο Γερμανός σοφός δημοσίευσε το 1790 ένα μικρό έργο με τον τίτλο «Μεταμορφώσεις των φυτών». Η άποψη της μεταμόρφωσης, αντίθετη με το αμετάβλητο της αριστοτελικής σκέψης, σημειώνει τη μετάβαση στις εξελικτικές αντιλήψεις.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Οι βάσεις της θεωρίας του Λαμάρκ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο έργο του «Σύστημα των ασπόνδυλων ζώων» που εκδόθηκε το 1802. Η θεωρία αυτή βρίσκεται ολοκληρωμένη στη «Ζωολογική φιλοσοφία» του, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1809, ξεσηκώνοντας αμέσως θυελλώδη πολεμική, για να λησμονηθεί στη συνέχεια μέχρι τη στιγμή που θα την ξαναφέρει ανανεωμένη στην επιφάνεια ο Κάρολος Δαρβίνος.
Στο έργο αυτό του Λαμάρκ εκτίθενται τόσο η παραδοσιακή, όσο και η δική του εξελικτική αντίληψη με τα ακόλουθα λόγια: «Η φύση (ή ο δημιουργός της), δημιουργώντας τα ζώα, προέβλεψε όλες τις δυνατές συνθήκες, υπό τις οποίες θα ήταν υποχρεωμένα να ζήσουν, και έδωσε σε κάθε είδος τους μια σταθερή οργάνωση, καθώς και μια καθορισμένη και αμετάβλητη στα μέρη μορφή, που υποχρεώνουν κάθε είδος να ζει στους τόπους και τα κλίματα που αυτό βρίσκεται και να διατηρεί τις συνήθειές που το χαρακτηρίζουν» (η παραδοσιακή αντίληψη). «Η φύση, παράγοντας διαδοχικά όλα τα είδη των ζώων και αρχίζοντας από τα ατελέστερα και απλούστερα για να τελειώσει το έργο της με τα τελειότερα, έκανε την οργάνωσή τους βαθμιαία πιο πολύπλοκη, και με την εξάπλωση των ζώων σε όλες γενικά τις κατοικήσιμες περιοχές της υδρογείου, κάθε είδος πήρε από τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, τις συνήθειες που γνωρίζουμε και τις μεταβολές των τμημάτων του που η παρατήρηση αποκαλύπτει» (η εξελικτική αντίληψη του Λαμάρκ).
Ο Λαμάρκ αποδεικνύει ότι η παραδοσιακή αντίληψη βασιζόταν σε γεωλογικές παραστάσεις που οι μελέτες της εποχής του είχαν διαψεύσει. Και συνεχίζει: «Για να αποδειχθεί ότι αυτό το δεύτερο συμπέρασμα (δηλαδή το δικό του) στερείται βάσης, είναι πρώτα - πρώτα ανάγκη να αποδειχθεί ότι κάθε σημείο της επιφάνειας της γης δεν αλλάζει ποτέ τη φύση του, την έκθεσή του στον ήλιο, την ψηλή ή χαμηλή θέση του, το κλίμα του κλπ. Και να αποδειχθεί στη συνέχεια ότι κανένα τμήμα των ζώων δεν υφίσταται, ακόμα και μέσα σ’ ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε μεταβολή λόγω αλλαγής των συνθηκών και λόγω της ανάγκης που πιέζει σ’ ένα άλλο είδος ζωής και δράσης, που δεν είναι εκείνο στο οποίο είναι συνηθισμένα».
Όσο για την ύπαρξη μεταβολών στην επιφάνεια της γης, αποδείξεις δεν διέθετε μόνον ο Λαμάρκ, αλλά και οι αντίπαλοί του και ιδίως ο Κιβιέ, τέτοιες μάλιστα που να του επιτρέπουν να μιλάει για κατακλυσμούς. Σχετικά με την εμφάνιση αλλεπάλληλων μεταβολών στο σώμα των ζώων, υπό την επίδραση της αλλαγής των συνθηκών του περιβάλλοντος, ο Λαμάρκ, όπως αργότερα και ο Δαρβίνος, είχαν στηριχθεί στα αποτελέσματα της εξημέρωσης των άγριων ζώων και του εξευγενισμού των άγριων φυτών. Ο Λαμάρκ το υπογραμμίζει: «Αν είναι αλήθεια ότι ένα ζώο που έχει από πολύ καιρό μεταβληθεί σε κατοικίδιο διαφέρει από το άγριο είδος από το οποίο προήλθε και αν στο κατοικίδιο αυτό είδος βρίσκεται μεγάλη διαφορά μορφολογίας μεταξύ των ζώων που υποβλήθηκαν σε ορισμένη συνήθεια και των ζώων που υποχρεώθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες, είναι βέβαιο ότι το πρώτο συμπέρασμα (δηλαδή, η παραδοσιακή θέση) δεν συμβιβάζεται με τους νόμους της φύσης, ενώ αντίθετα το δεύτερο (η δική του θέση) βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία μαζί τους». Συνεπώς, η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο θέσεις έγκειται στο εξής: «Δεν είναι πια η μορφή, τόσο του σώματος, όσο και των τμημάτων του που γεννούν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ζώων, αλλά... αντίθετα είναι οι συνήθειες, ο τρόπος της ζωής και όλες οι άλλες συνθήκες που επιδρούν, που συγκρότησαν με το πέρασμα του χρόνου τη μορφή του σώματος των ζώων και των επιμέρους τμημάτων του. Με τις νέες μορφές, νέες ιδιότητες αποκτήθηκαν και σιγά - σιγά η φύση έφτασε να διαμορφώσει τα ζώα, όπως τα βλέπουμε σήμερα».
Αυτή είναι η πρώτη θεωρία της εξέλιξης, όσο κι αν ο Λαμάρκ εξακολουθεί να μιλάει για «μετασχηματισμό» και να αγνοεί τον όρο που χρησιμοποίησε ο Δαρβίνος παίρνοντας τον όρο από τον Λάιελ.
ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΚ
Η θεωρία του Λαμάρκ συγκεκριμενοποιείται σε δυο νόμους: Ο πρώτος βεβαιώνει ότι η χρησιμοποίηση ενός οργάνου από κάποιο ζώο το δυναμώνει, το αναπτύσσει και του δίνει ισχύ ανάλογη με τη διάρκεια της χρησιμοποίησής του, ενώ η μη χρησιμοποίησή του το κάνει σιγά - σιγά να ατροφεί και να χάνει σε δύναμη μέχρι τέλειας εξαφάνισης. Ο δεύτερος υποστηρίζει το κληρονομήσιμο των επίκτητων χαρακτηριστικών, ότι δηλαδή οι συνέπειες της χρήσης ή της αχρησίας ενός οργάνου μεταβιβάζονται στους απογόνους. Ασφαλώς ο Λαμάρκ δεν μπορούσε να φανταστεί την απλοϊκότητα των ερμηνειών του και πόσο λίγο θα άντεχαν στην επιστημονική κριτική τα συμπεράσματα των παρατηρήσεων με τα οποία αποδείκνυε την ορθότητα της θεωρίας του. Πάντως, η θεωρία του Λαμάρκ δεν παύει να αποτελεί ένα επιβλητικό βήμα προς τα εμπρός σε όλα τα πεδία των ιατρικών και των βιολογικών σπουδών.
ΟΙ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΙ
Τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσε ο Λαμάρκ για την απόδειξη της θεωρίας του ήταν στην πραγματικότητα κάπως αφελή. Για παράδειγμα, αναφέρουμε την άποψή του ότι ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης έγινε τόσο μακρύς προοδευτικά, από την ανάγκη να φτάνει το ζώο τα φύλλα που ήταν απαραίτητα για τη διατροφή του, στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων. Επιπλέον, τα απολιθώματα των ζώων δεν προσέφεραν καμιά σαφή εικόνα βαθμιαίων μεταβολών στην κατασκευή των οργάνων του σώματός τους. Όλα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία δυσπιστίας απέναντι των θεωριών του Λαμάρκ από μέρους του Κιβιέ, ο οποίος όμως δεν έπαυε να τον εκτιμά ως ζωολόγο.
Ο Κιβιέ αντεπιτέθηκε τέλος αποφασιστικά κατά του γηραιού συναδέλφου του, κατά των θεωριών της εξέλιξης, με κύριο όπλο του τα παλαιοντολογικά ευρήματα που αποτελούσαν βοερές διαψεύσεις των αντιλήψεων του Λαμάρκ. Αυτός τότε έσβηνε σιγά - σιγά καθώς ήταν περιορισμένος σε αδράνεια λόγω της τύφλωσής του και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει στην πολεμική που αντιμετώπιζαν οι ιδέες του. Αντί γι’ αυτόν μπήκε στον αγώνα ο Σεντ Ιλέρ. Η διαμάχη Κιβιέ και Σεντ Ιλέρ έφτασε πολλές φορές σε σημείο τραχύτητας. Νικητής αναδείχθηκε τελικά ο Κιβιέ. Η εξελικτική όμως ιδέα, απαλλαγμένη από το βάρος των αφελών επιχειρημάτων του Λαμάρκ, τελικά θα επικρατήσει.
Μπορεί να είχε άδικο ο Κιβιέ, πολεμώντας στην περίπτωση του Λαμάρκ και του Σεντ Ιλέρ την ιδέα του μεταβλητού των ζωικών ειδών. Όμως, χάρις στα αποτελέσματα της συγκριτικής του μεθόδου και στην ιδέα του ότι η ορθή ταξινόμηση των ζώων και των φυτών πρέπει να στηρίζεται και σε κριτήρια της εσωτερικής κατασκευής τους, έδωσε τεράστια ώθηση σε όλους τους τομείς των βιολογικών μελετών. Ένα μεγάλο μέρος της προ-δαρβινικής βιολογικής έρευνας ακολούθησε το δρόμο που υπέδειξε ο Κιβιέ.
Στη διερεύνηση των γνώσεων και στον προσανατολισμό της έρευνας προς νέους ορίζοντες συνετέλεσε ουσιαστικά ένα ακόμα γεγονός: οι εξερευνήσεις. Και κατά το 18ο αιώνα, κάτω από την επίδραση πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, ο άνθρωπος στράφηκε προς άγνωστες περιοχές της επιφάνειας της γης και προχώρησε στον αποικισμό τους, πράγμα που άσκησε μεγάλη επίδραση στη ζωολογία και τη βοτανική. Όμως, ο 19ος αιώνας είναι εκείνος που μπορεί να ονομαστεί ο αιώνας των μεγάλων εξερευνήσεων.