7/6/09

Παρά τις αντιγνωμίες η επιστήμη προχωρεί [80]

Επανειλημμένα σημειώσαμε τις αντιγνωμίες μεταξύ των εκπροσώπων της σκέψης του Κιβιέ και της σκέψης του Σεντ Ιλέρ, που στάθηκαν συχνά αφορμή ώστε οξύτατες παρατηρήσεις και ευφυείς συλλήψεις να μείνουν χωρίς συνέχεια λόγω των προκαταλήψεων των δύο «σχολών». Όμως, η επίμονη και ευφυής προσπάθεια τόσων επιστημόνων δεν μπορούσε να πέσει στο κενό. Στο τέλος κάτι γόνιμο και θετικό απέμεινε: το γεγονός ότι εξέταζαν τους οργανισμούς εν ζωή και σε συσχετισμό με το περιβάλλον, ιδρύοντας έτσι μια λειτουργική μορφολογία σε αντίθεση με την άγονη αμιγή μορφολογία του Κιβιέ και ανοίγοντας το δρόμο στη συγκριτική φυσιολογία και την οικολογία. Οι επιστήμονες αυτοί μας άφησαν ακόμα μερικά από τα καλύτερα όπλα για την καταπολέμηση της στατικής αντίληψης που οι ίδιοι είχαν για τον κόσμο. Έτσι, η θεωρία της εξέλιξης που εκείνοι με τόση ευγένεια μάχονταν, τελικά επικράτησε με τη βοήθεια ακόμα και δικών τους όπλων, παρά το γεγονός ότι πολλές αντιφάσεις της δεν έχουν ακόμα και σήμερα αρθεί. Και κάτι ακόμα πιο πολύ. Δεν περιορίστηκαν στο να ακολουθήσουν το δρόμο που είχε χαράξει ο Κιβιέ, αλλά ξεπερνώντας τα όρια του διδασκάλου μελέτησαν τα ζωντανά πλάσματα σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης βιολογίας.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το γεγονός ότι η μελέτη του ζωντανού πλάσματος που αναπτύσσεται με τη μορφή της εμβρυολογίας ήταν παραμελημένη από τον καιρό που ο Αριστοτέλης είχε πραγματοποιήσει τις σοφές έρευνες και παρατηρήσεις του. Και να που με τους μαθητές και διαδόχους του Κιβιέ ξαναγυρίζουμε στη μελέτη του εμβρύου, της προνύμφης, της νεανικής περιόδου των ζωντανών πλασμάτων για να καταλήξουμε τελικά στα στάδιο της ωριμότητας. Μεταξύ Αριστοτέλη και διαδόχων του Κιβιέ είναι γεγονός ότι μεσολαβούν οι αναζητήσεις του Ακουαπεντέντε και το έργο του Μαλπίγγι για το σχηματισμό του εμβρύου της όρνιθας στο επωαζόμενο αυγό. Αυτό βέβαια μαρτυρεί την ενότητα των επιστημονικών επιδιώξεων δια μέσου των αιώνων, χωρίς να αφήσει έξω τον μεσαίωνα που παρά τα σφάλματα, τους δογματισμούς και τις αντιφάσεις του, αποτελεί κι αυτός ένα στοιχείο του μεγάλου πίνακα που συνθέτει η επιστημονική αναζήτηση, από τότε που οι σοφοί της αρχαίας Ελλάδας τοποθέτησαν τα θεμέλια της αληθινής επιστήμης.

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΗΓΑΝ ΧΑΜΕΝΑ
Επιβεβαίωση της ορθότητας της τοποθέτησης αυτής των πραγμάτων προσφέρει η πολύ σύντομη έστω επισκόπηση των μελετών των επιστημόνων των αρχών του 19ου αιώνα στο πεδίο της παρασιτολογίας και ειδικότερα της ελμινθολογίας.
Ο Καρλ Άσμουντ Ρουντόλφι (1771-1832) έγραψε το έργο «Σύνοψη εντερόζωων» (Βερολίνο, 1819), στο οποίο περιγράφεται ένας σημαντικός αριθμός νέων ειδών παρασίτων. Ο συγγραφέας παραδέχεται για τα ζώα του αυτά την αυτόματη γένεση. Ο Κάρλ Έρνστ Τεόντορ φον Ζίμπολντ (1804-1885) ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο και μελετώντας την ανάπτυξη των ασπόνδυλων, διαπιστώνει την κατάτμηση του ωού, που το θεωρεί ως κύτταρο, μεταβάλλοντας τον αφορισμό του Ουίλιαμ Χάρβεϊ «εξ ωού τα πάντα» σε «παν ζων εξ ωού», καθώς και το γεγονός ότι σχεδόν κάθε ομάδα περιέχει παρασιτικά είδη. Από τα παραδείγματα αυτά αν ξαναγυρίσουμε στους αιώνες που προηγήθηκαν, στον Ρέντι, τον Μπονόμο και τον Τσεστόνι, θα θαυμάσουμε για άλλη μια φορά την εσωτερική ενότητα της ιστορίας των επιστημών γενικά, της επιστημονικής έρευνας ειδικότερα, που ακολουθεί πάντα τα ίδια μονοπάτια και χωρίς να ανέχεται διακοπές κι οπισθοχωρήσεις προχωρεί πάντα μπροστά.
Στο πλαίσιο της μελέτης των παρασίτων που με τους Ρουντόλφι και Ζίμπολντ επανήλθε στις βάσεις που είχε θέσει κάποτε ο Ρέντι, εμφανίζεται ένας νέος κλάδος τον 19ο αιώνα: η ελμινθολογία.
Όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, ο Ρέντι είχε κάνει τη διατύπωση ότι η προνύμφη, η νύμφη και το τέλειο έντομο δεν είναι διαφορετικά ζώα, αλλά διαφορετικές όψεις του ίδιου ζώου, που αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικά στάδια της ανάπτυξής του. Ακολουθώντας τη γραμμή αυτή ο Ζίμπολντ, ανακάλυψε τα στάδια ανάπτυξης πολλών ταινιών που παρασιτούν στα σπλάγχνα διαφόρων ζώων και του ανθρώπου.
Ιδιαίτερη σημασία είχε η ανακάλυψη του Ζίμπολντ ότι τα παράσιτα αυτά, στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής τους, έχουν τη μορφή κύστεων, γιατί άνοιξε το δρόμο στις θεμελιακές μελέτες του Ρούντολφ Λόινκαρτ (1822-1898).
Αυτός, μαθητής του Βάγκνερ στο Göttingen, πρόσφερε θαυμάσια συνεργασία μαζί με το φίλο του Χ. Φράι στη μεγάλη πραγματεία ζωολογίας που έγραψε ο δάσκαλός του. Ο Λόινκαρτ είχε αναλάβει το τμήμα των ασπόνδυλων, πράγμα που συνετέλεσε σημαντικά στη γραμμή που ακολούθησαν αργότερα οι έρευνες του νεαρού τότε σπουδαστή.
Ο Λόινκαρτ έγινε το 1850 καθηγητής της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομικής στο Πανεπιστήμιο του Giessen. Την έδρα αυτή κράτησε έως το 1870 που έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου εξακολούθησε να διδάσκει το ίδιο θέμα. Χάρη στην παρουσία του εκεί, το γερμανικό αυτό Πανεπιστήμιο έγινε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ζωολογικών μελετών στην Ευρώπη, θέση που κράτησε όσο ο Λόινκαρτ κατείχε τη έδρα.

ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΠΝΕΥΜΑ
Το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρήσεων και των ανακαλύψεων του Λόινκαρτ αναφέρεται στη ζωολογία των ασπόνδυλων.
Πρώτα απ’ όλα η ταξινόμησή τους παρουσίαζε δυσεπίλυτα προβλήματα που για να λυθούν απαιτούσαν πλουτισμό των σχετικών ανατομοφυσιολογικών γνώσεων, που υστερούσαν τότε σε σύγκριση με τους άλλους τομείς της ζωολογίας, στους οποίους είχαν εργαστεί ο Κιβιέ, ο Σεντ Ιλέρ και οι οπαδοί τους. Στα προβλήματα αυτά ακριβώς είναι αφιερωμένες μερικές από τις σημαντικότερες μελέτες του Λόινκαρτ. Ανακάλυψε ότι η συστηματική θέση των σπόγγων είναι στα κοιλεντερωτά, των οποίων όχι μόνον απέδειξε τον πολυμορφισμό, αλλά εξήγησε και την αποικιακή τους συγκρότηση.
Στη συνέχεια, ο Λόινκαρτ ασχολήθηκε με τα έντομα, των οποίων μελέτησε από κάθε άποψη τα πρώτα, κυρίως, στάδια της ανάπτυξης. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε επίσης το φαινόμενο της παρθενογένεσης, που η ανακάλυψή της από τον Σαρλ Μπονέ είχε οξύνει τη διαμάχη μεταξύ ωαριστών και σπερματοζωαριστών γύρω από το θέμα της γονιμοποίησης.
Οι παρατηρήσεις του Λόινκαρτ υπήρξαν θεμελιακής σημασίας. Όχι μόνον πρόσφεραν μεγάλο πλούτο νέου υλικού, αλλά έθεσαν και τις βάσεις της λύσης του προβλήματος της γονιμοποίησης, ενός προβλήματος που και σήμερα αποτελεί για τον καθένα ένα από τα θαύματα της φύσης. Η φήμη του όμως οφείλεται κυρίως στην έρευνα των ταινιών, των τριχινών και των πενταστομωδών. Δε μελέτησε μόνον τις περιόδους της ανάπτυξης, την ανατομική και τη φυσιολογία τους, αλλά και τις παθολογικές συνέπειες για τον οργανισμό των ανώτερων ζώων και του ανθρώπου που τα φιλοξενούν. Τα πορίσματα των μελετών του, που διακρίνονται για τον όγκο των παρατηρήσεων, την οξύτητα των ερμηνειών και τη θαυμάσια διάρθρωση, συγκέντρωσε στην πραγματεία «Τα παράσιτα του ανθρώπου και οι υπ’ αυτών προκαλούμενες νόσοι» (Λειψία, 1863-1872), ένα πραγματικό αριστούργημα, υποδειγματικό έργο για κάθε μεταγενέστερη παρασιτολογία έως τις πιο σύγχρονες.

ΑΠΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΔΙΦΗΣ
Ο τρόπος της μελέτης των κύκλων της ανάπτυξης των παρασίτων αποτέλεσε το υπόδειγμα για ανάλογες μελέτες σε άλλα ζώα, όπως τα χιτωνοφόρα, υδρόβια ζώα που η νωτιαία χορδή τους είναι υποτυπώδης και περιορίζεται στην περιοχή της ουράς.
Στη μελέτη των ζώων αυτών, που ο αναπαραγωγικός τους κύκλος παρουσιάζει μια περίεργη εναλλαγή, αφοσιώθηκε ο Λουί Σαρλ Αντελαΐντ ντε Σαμίσο, που μετά την καταστροφή του πύργου της γέννησής του στο Μπονκούρ (1781) από την Επανάσταση κατέφυγε στη Γερμανία και την αγάπησε τόσο, ώστε να κάνει γερμανικό ακόμα και το όνομά του σε Άντελμπερτ φον Σαμίσο.
Το 1796 έγινε ακόλουθος της Λουΐζας της Πρωσίας και ύστερα από δύο χρόνια, σε ηλικία 17 ετών, κατατάχθηκε ως σημαιοφόρος στον πρωσικό στρατό. Από εκεί κι εμπρός η ζωή του μοιράζεται μεταξύ ποίησης και όπλων, ανάμεσα στην αγάπη για τη φυσική και την αγάπη για τη θετή του πατρίδα. Ο πόλεμος Πρωσίας και Ναπολέοντα τον αναστατώνει. Η περίοδος αυτή αποτυπώνει τη σφραγίδα της στη ψυχή του και στο έργο του και δίνει την έμπνευση στο πιο ολοκληρωμένο του έργο, την περίφημη «Θαυμάσια ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ».
Την ίδια όμως περίοδο που σήκωνε τα όπλα κατά της φυσικής του πατρίδας και έπνιγε την εσωτερική του πάλη στο γαλήνιο όραμα με το οποίο τελειώνει το έργο του (ο Σλέμιλ, έχοντας πουλήσει στο Διάβολο τον ίσκιο του με αντάλλαγμα ένα πορτοφόλι που ήταν πάντοτε γεμάτο χρήματα, και μη μπορώντας χωρίς ίσκιο να ζήσει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, καταφεύγει στη μοναξιά, όπου και βρίσκει τη γαλήνη που τόσο λαχταρούσε), έβρισκε καιρό να μελετά και τη φύση.
Το 1815 τον κάλεσε ο Όττο φον Κοτσέμπουε να λάβει μέρος σε μια εξερεύνηση του Ειρηνικού και του Βερίγγειου πορθμού με το πλοίο «Ρούρικ», που έθετε στη διάθεσή τους η Ρωσία. Στο ταξίδι αυτό ο Σαμίσο δε συγκέντρωσε στοιχεία μόνο για το αφηγηματικό του έργο, αλλά έκανε και ενδιαφέρουσες επιστημονικές παρατηρήσεις. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται σημειώσεις για τη μελέτη των γλωσσών των λαών που συνάντησαν στο δρόμο τους κι ένας μεγάλος αριθμός παρατηρήσεων για τις σάλπες και την παράδοξη εναλλαγή του τρόπου της αναπαραγωγής τους. Στα ζώα αυτά, πράγματι, τα μεμονωμένα άτομα γεννούν αλυσίδες ζώων, από τις οποίες γεννιούνται και πάλι μεμονωμένα άτομα.
Όταν ο Σαμίσο πέθανε στο Βερολίνο το 1838, ίσως να μη γνώριζε ότι η μελέτη του για τις σάλπες, που περιλαμβανόταν στο έργο του «Ταξίδι γύρω από τον κόσμο» (Βερολίνο, 1836), θα άφηνε το όνομά του στους μεταγενέστερους, όχι μόνον ως ποιητή, αλλά και ως επιστήμονα.

ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΓΟΝΙΜΕΣ
Το δρόμο του Σαμίσο ακολούθησαν ο Νορβηγός Μίκαελ Σαρς (1805-1869), ο Σουηδός Σβεν Λόβεν (1809-1895) και ο Δανός Γιόχαν Γιαπέτους Στέενστρουπ (1813-1897), που προώθησαν στο μέγιστο βαθμό τις μελέτες για την εναλλαγή του τρόπου της αναπαραγωγής. Κατά τη διάρκεια των μελετών αυτών πολλά παλαιά και νέα προβλήματα βρήκαν τη λύση τους ή ανέκυψαν με νέα ζωηρότητα.
Πρόκειται κυρίως για την αναπαραγωγή των μελισσών που από την αρχαιότητα είχε κινήσει μεγάλο ενδιαφέρον, αρχίζοντας από τον Αριστοτέλη, που αφιερώνει στις μέλισσες ένα από τα πιο εκτεταμένα και ενδιαφέροντα μέρη της πραγματείας του «Περί ζώων γενέσεως». Η έκπληξη είναι κάτι που καταλαμβάνει και τον σημερινό παρατηρητή όταν βλέπει πώς από τα αυγά της ίδιας βασίλισσας βγαίνουν αρσενικά, θηλυκά στείρα και θηλυκά γόνιμα έντομα.
Το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο την αναπαραγωγή αλλά και την παρθενογένεση. Το φαινόμενο είχαν μελετήσει διαδοχικά ο Μπονέ, ο Τραμπλέ, ο Λόινκαρτ χωρίς να καταλήξουν ούτε στην οριστική, ούτε στην ορθή ερμηνεία του. Τη λύση έδωσε ένας ταπεινός εφημέριος που είχε και το πάθος της μελισσοκομίας: ο Γιόχαν Τσιέρζον (1811-1906). Όπως κάθε μελισσοκόμος, ενδιαφερόταν κι αυτός να έχει στη διάθεσή του βασίλισσες (σήμερα τις διακρίνουν σε φυλές που αποτελούν αντικείμενο εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου!). Άρχισε λοιπόν να παρακολουθεί προσεκτικά κάθε τι που σχετιζόταν με την αναπαραγωγή των μελισσών του. Έτσι έφτασε να ανακαλύψει ότι από τα μη γονιμοποιημένα αυγά έβγαιναν αρσενικά έντομα, ενώ από τα γονιμοποιημένα έβγαιναν θηλυκά, άλλα στείρα (εργάτριες) και άλλα γόνιμα (βασίλισσες). Διαπίστωσε δηλαδή ένα φαινόμενο εναλλασσόμενης εγγενούς αναπαραγωγής και παρθενογένεσης.
Με βάση τις παρατηρήσεις του Τσιέρζον, ο Ζίμπολντ κατόρθωσε να επεκτείνει τα σχετικά συμπεράσματα και σε άλλα ζώα, ιδίως έντομα, αποδεικνύοντας ότι η εναλλαγή των τρόπων της αναπαραγωγής αποτελεί αρκετά διαδεδομένο φαινόμενο στη φύση.

ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΓΕΝΕΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΦΥΤΑ
Οι νέες παρατηρήσεις και ανακαλύψεις προώθησαν αποφασιστικά και τις βοτανικές μελέτες. Τώρα που είχε καταρριφθεί σχεδόν οριστικά η θεωρία της αυτόματης γένεσης και είχε αναγνωριστεί η ύπαρξη φύλου στα φυτά, είχε ωριμάσει και η λύση του προβλήματος της γονιμοποίησης και της αναπαραγωγής τους.
Ο Βίλχελμ Χόφμαϊστερ (1824-1877), αυτοδίδακτος Γερμανός που κατόρθωσε με την ευφυΐα του να καταλάβει την έδρα της βοτανικής στο Πανεπιστήμιο του Tübingen, ανακοίνωσε το 1851 στην εργασία του «Συγκριτικές έρευνες επί της γένεσης, της ανάπτυξης και της γονιμοποίησης των ανωτέρων κρυπτογάμων» ότι η εναλλαγή γενεών παρουσιάζεται και στα φυτά. Συγκεκριμένα στις πτερίδες (φτέρες) από τα σπόρια που δεν έχουν φύλο παράγονται αρσενικά και θηλυκά προθάλλια, και η φτέρη που θα προέλθει από αυτά παράγει με τη σειρά της αγενή σπόρια.
Στις διάφορες φάσεις του κύκλου αυτού, ο Χόφμαϊστερ διέκρινε ωάρια και φυτικά σπερματοζωάρια. Έφτασε να αναγνωρίσει έναν ανάλογο κύκλο και στα φανερόγαμα, θέτοντας έτσι τις βάσεις της νεώτερης βοτανικής με όλες τις επιπτώσεις της επάνω στη βιολογία, τη φυσιολογία, την παθολογία, την ιατρική.
Ενώ σε όλους τους κλάδους της φυσικής ιστορίας πραγματοποιούνται θαυμαστές πρόοδοι από τους συνεχιστές, κυρίως, του έργου του Κιβιέ, δεν μπορούσε η βοτανική να αποτελέσει εξαίρεση. Ένα και μόνο γεγονός αρκεί για να το βεβαιώσει: μια φυσιογνωμία του μεγέθους του Λαμάρκ αρχίζει τη γόνιμη επιστημονική της δραστηριότητα με τη μελέτη του φυτικού κόσμου, εισάγοντας με τις «διχοτομικές κλείδες» του μια μέθοδο εργασίας που και σήμερα ακόμα εφαρμόζεται σε ευρεία έκταση.
Έτσι, ενώ μια μεγάλη ομάδα συνεχιστών του έργου του Κιβιέ προχωρεί στην οικοδόμηση της νεώτερης ζωολογίας, μια άλλη επίσης μεγάλη ομάδα μαθητών του Λαμάρκ επιχειρεί το δύσκολο έργο της δημιουργίας της νεώτερης βοτανικής.

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΒΗΝΕΙ
Για να είναι κανείς ειλικρινής πρέπει να ομολογήσει ότι τόσο το έργο του Κιβιέ και της σχολής του, όσο και το έργο του Λαμάρκ και των οπαδών του είχαν έτοιμο το έδαφος για να ριζώσουν. Ήταν το έργο του Μπιφόν για τους πρώτους και του άξιου συνεργάτη του Αντουάν Λοράν ντε Ζισιέ για τους δεύτερους.
Το όνομα που στο πεδίο της βοτανικής επιβάλλεται κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα σε όλα τα άλλα, είναι του Ογκιστέν Πιράμ ντε Καντόλ (1778-1841) που αποτέλεσε το γενάρχη μιας ολόκληρης οικογένειας διάσημων βοτανικών. Και ο ντε Ζισιέ καταγόταν από ευγενή γενιά μελετητών του φυτικού βασιλείου. Ο πατέρας του είχε κρατήσει άξια την έδρα της βοτανικής στο Βοτανικό Κήπο ως διάδοχος του Τουρνεφόρ. Δύο θείοι του, ο Ζοζέφ και ο Μπερνάρ, ο πρώτος είχε ζήσει χρόνια στο Περού, μελετώντας τη χλωρίδα του, ενώ ο δεύτερος είχε αρνηθεί για λόγους μετριοφροσύνης και παρά την αξία του, να καταλάβει την έδρα του Αντουάν μετά το θάνατό του. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με την οικογένεια του ντε Καντόλ που επί τρεις γενιές συνέχιζε ένα έργο για την ολοκλήρωση του οποίου δε θα αρκούσε η διάρκεια μιας ανθρώπινης γενιάς. Πρόκειται για το «Προοίμιο του φυσικού συστήματος του φυτικού βασιλείου».

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΜΑΘΗΤΗΣ
Ο Ογκιστέν Πιράμ ντε Καντόλ γεννήθηκε στη Γενεύη το 1778 και τέλειωσε τις ιατρικές του σπουδές στο Παρίσι σε ηλικία 26 ετών. Αν συγκρίνουμε την ηλικία αυτή με την ηλικία στην οποία οι γιατροί του 16ου αιώνα έπαιρναν το διδακτορικό τους τίτλο και αν αναλογιστούμε ότι ο Βεσάλιος στην ηλικία των 22 ετών ήταν καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάδοβα, δεν μπορούμε παρά να ανησυχήσουμε για την πρόοδο των σπουδαστών του 19ου αιώνα. Όμως, καμιά ανησυχία δεν δικαιολογείται. Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο όγκος των γνώσεων σε πολλές επιστήμες εκατονταπλασιάστηκε, οι απαιτήσεις από τον σπουδαστή έγιναν περισσότερες και η διάρκεια των σπουδών μακρότερη.
Σχεδόν αμέσως μετά την αναγόρευσή του σε διδάκτορα, ίσως μάλιστα και κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του για τις τελικές εξετάσεις, τον κάλεσε ο Λαμάρκ να ασχοληθεί με τη νέα έκδοση της περίφημης πια «Γαλλικής χλωρίδας» του. Ο νέος επιστήμονας ανέλαβε το έργο με ενθουσιασμό και το αποπεράτωσε με την επανέκδοση του ΣΤ’ τόμου του, το 1805.
Τέσσερα χρόνια μετά την αναγόρευσή του σε διδάκτορα, ο ντε Καντόλ ονομάστηκε καθηγητής της βοτανικής στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ. Τα 8 χρόνια που κράτησε την έδρα αυτή, ήταν χρόνια εντατικής εργασίας που οι καρποί της αποκρυσταλλώνονται σ’ ένα μνημειώδες έργο, τη «Στοιχειώδη θεωρία της βοτανικής». Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε στο Παρίσι το 1813, η δεύτερη ακολούθησε σε 6 χρόνια και η τρίτη πραγματοποιήθηκε το 1844, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει κάτι που να υποχρεώσει τον συγγραφέα να αναθεωρήσει το κείμενο της πρώτης έκδοσης - τόσο τέλεια ήταν!
Παρόλα αυτά και η μεγαλοφυΐα του ντε Καντόλ είχε τα όριά της, που έρχονται μάλιστα σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο του. Καθώς ήταν πεπεισμένος απόλυτα για το αμετάβλητο των ζωικών ειδών και ακολουθούσε τις απόψεις του Σεντ Ιλέρ (υπήρξε μαθητής του) περί ενιαίου σχεδίου κατασκευής της ζωντανής ύλης, υποστήριζε στο θεμελιώδες έργο του την ενότητα της σύνθεσης του φυτικού σώματος. Κάθε απόκλιση από τη συμμετρία π.χ. των ανθέων την χαρακτήριζε ως εκφυλιστικό φαινόμενο!
Το πόσο μακριά βρισκόταν ο ντε Καντόλ από τις ιδέες του Λαμάρκ και κοντά στις αντιλήψεις του Λινναίου, φαίνεται καθαρά από το περιεχόμενο που δίνει στην έννοια του είδους. Είδος, κατά τον ντε Καντόλ είναι «σύνολο ατόμων περισσότερο ομοίων μεταξύ τους παρά με άλλα, που γονιμοποιούμενα γεννούν γόνιμους απογόνους και πολλαπλασιάζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να συμπεράνει κατ’ αναλογία ότι έχουν την πρώτη τους αρχή από ένα μόνον άτομο». Στα λόγια αυτά αντικατοπτρίζονται οι βασικές ιδέες του Λινναίου εμπνεόμενες στην ουσία από την Παλαιά Διαθήκη.

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Όπως και ο μακρινός εμπνευστής του, ο Λινναίος, έτσι και ο ντε Καντόλ αφιέρωσε όλη του την ενθουσιώδη δραστηριότητα στην αναζήτηση ενός φυσικού συστήματος ταξινόμησης και στην προσπάθεια ορισμού των εννοιών του γένους, της οικογένειας και ανωτέρων ταξινομικών ομάδων. Προηγουμένως, είχε συλλάβει την ιδέα της διάκρισης «κυτταρικών» και «αγγειακών» φυτών. Απέχουμε όμως πολύ ακόμα από την έννοια που δίνουμε στο κύτταρο σήμερα. Για τον ντε Καντόλ κύτταρο σήμαινε ένα κλειστό θάλαμο, σε αντίθεση προς την έννοια του αγγείου που αντιπροσώπευε έναν ανοιχτό σωλήνα.
Το έργο του ντε Καντόλ βρίσκει την αποκορύφωσή του στο ταξινομικό του έργο που εκτίθεται στο βιβλίο του «Φυσικό σύστημα του φυτικού βασιλείου»: οι δυο πρώτοι τόμοι του εκδόθηκαν στο Παρίσι, το 1818 και το 1821.
Ο ντε Καντόλ, τρία χρόνια μετά την επιστροφή του στον τόπο της γέννησής του, ανέλαβε την έδρα της βοτανικής στο τοπικό Πανεπιστήμιο. Σύντομα το έργο του τού φάνηκε πολύ απαρχαιωμένο που δύσκολα χρησιμοποιείτο. Άρχισε, λοιπόν, να σχεδιάζει μια δεύτερη συνεπτυγμένη έκδοση, από την οποία τελικά προέκυψε το «Προοίμιό» του, που συνεχίστηκε από το γιο του Αλφόνς Λουί Πιέρ (1806-1893) και εκδόθηκε σε 20 τόμους στο Παρίσι από το 1825 έως το 1873. Ο 20ος τόμος του κυκλοφόρησε 32 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του ντε Καντόλ. Η συνέχεια όμως του έργου βρισκόταν σε καλά χέρια. Ύστερα από το γιο του, ο εγγονός του, Καζιμίρ Πιράμ (1836-1919), τίμησε το όνομα του παππού όσο του άξιζε: ο γιος με τη μνημειώδη «Βοτανική γεωγραφία» του (Παρίσι, 1855) και ο εγγονός, όχι μόνο συνεργαζόμενος με τον πατέρα του στη συνέχιση του «Προοιμίου», αλλά και με τη συγγραφή των 9 τελευταίων τόμων ενός μεγάλου έργου για τα φανερόγαμα (Παρίσι, 1878-1896).

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΛΥΘΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣ
Όσο όμως κι αν υπήρξε η σχετική συμβολή του ντε Καντόλ μεγάλη, δεν είχε ακόμα βρεθεί μια οριστική και ικανοποιητική ταξινόμηση του φυτικού βασιλείου. Συγχρόνως, όμως, με την οικογένεια ντε Καντόλ, στο ίδιο θέμα εργάζονται και άλλοι βοτανικοί, όχι λιγότερο σπουδαίοι. Ανάμεσά τους αναφέρουμε για το οξύ του πνεύμα και τις νεωτεριστικές του αντιλήψεις τον Στέφαν Λαντίσλαους Έντλιχερ, που γεννήθηκε στη Μπρατισλάβα το 1804, έζησε όμως πολύ λίγο για να ολοκληρώσει τις μεγαλοφυείς συλλήψεις του.
Ο Έντλιχερ ήταν σε ηλικία 24 κιόλας ετών αυλικός βιβλιοθηκάριος στη Βιέννη, ύστερα από 8 χρόνια επιμελητής του Μουσείου της Φυσικής Ιστορίας και το 1840 καθηγητής της βοτανικής στο Πανεπιστήμιό της. Δυστυχώς πέθανε το 1849 σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Στο μικρό αυτό διάστημα της ζωής του ο Έντλιχερ παρουσίασε ένα τεράστιο συγγραφικό έργο σε ποσότητα και σπουδαιότητα. Το σπουδαιότερο ίσως έργο του «Γένη των φυτών διατεταγμένα κατά τη φυσική τάξη» δεν πρόλαβε να το δει όλο τυπωμένο: ο τελευταίος τόμος με τα συμπληρώματα κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
Η σημασία του έργου του Έντλιχερ έγκειται προπαντός στο ότι είχε κατανοήσει σε όλη της την έκταση τη διδασκαλία του Κιβιέ και την επέκτεινε και στο φυτικό βασίλειο. Συνέλαβε δηλαδή ότι η έγκυρη ταξινόμηση των φυτών δεν ήταν δυνατή παρά μόνον με βάση ένα φυσικό σύστημα βασισμένο στην αναγνώριση των διαφόρων σχεδίων οργάνωσης των φυτών. Δέχθηκε τη διδασκαλία του ντε Καντόλ, απορρίπτοντας όμως την ιδέα του για το ενιαίο του βασικού σχεδίου της κατασκευής των φυτών.
Έτσι δεν λύθηκε μεν οριστικά το πρόβλημα της ταξινόμησης των φυτών, τέθηκαν όμως οι βασικές γραμμές του όχι μόνο για τα φανερόγαμα, αλλά και για τα κρυπτόγαμα φυτά.

ΤΑ ΚΡΥΠΤΟΓΑΜΑ
Τα κρυπτόγαμα υπήρξαν για τη βοτανική των αρχών του 19ου αιώνα ό,τι υπήρξαν για τη ζωολογία τα ασπόνδυλα. Μέχρι την εποχή του Λαμάρκ, τα ασπόνδυλα τα ξεχώριζαν σε έντομα μόνον και σκώληκες (Λινναίος). Για τα κρυπτόγαμα δεν υπήρχαν έστω και τόσο στοιχειώδεις διακρίσεις.
Με τις εργασίες δύο Σουηδών ρίχνεται κάποιο φως στους μύκητες και τα φύκια. Με τη μελέτη και το πρόβλημα της ταξινόμησης των μυκήτων ασχολήθηκε σε ολόκληρη τη ζωή του ο Ελίας Μάγκνους Φρις (1794-1878), που δίδασκε πρακτική οικονομία και βοτανική στην Ουψάλα και διεύθυνε τον Βοτανικό Κήπο της πόλης και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που ήταν προσαρτημένο στον Κήπο. Ο Φρις έκανε μια πλουσιότατη συλλογή και την πρώτη ταξινόμηση των μέχρι τότε γνωστών μυκήτων και μπορεί χάρις σ’ αυτήν να θεωρηθεί ένας από τους μεγαλύτερους μυκητολόγους. Τα φύκια πάλι μελετήθηκαν εξαντλητικά από τον Γιάκομπ Γκέορκ Άγκαρτ (1813-1901).
Εκείνος όμως που άνοιξε το δρόμο στη μελέτη γενικότερα των κρυπτογάμων, ανήκε στον προηγούμενο αιώνα. Ήταν ο Ούγγρος Γιόχαν Χέντβιχ (1730-1799), που με το έργο του «Βάση της φυσικής ιστορίας των βρύων» (Λειψία, 1782-1783) θεωρείται ο θεμελιωτής της μελέτης των κρυπτογάμων. Ο Χέντβιχ υπήρξε διορατικός παρατηρητής και πεπειραμένος στη χρήση του μικροσκοπίου. Παρόλα αυτά, αγωνίστηκε πολύ ώσπου να καταλάβει την έδρα της βοτανικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (1789-1799). Η αδιάκοπη συνέχεια της ιστορίας της επιστήμης επιβεβαιώνεται έτσι για άλλη μια φορά.Η κατάρριψη από τον Κιβιέ της θεωρίας του Λαμάρκ, στο πρόσωπο του Σεντ Ιλέρ, που είχε αναλάβει την υποστήριξή της, επηρέασε κατά τρόπο σχεδόν οριστικό τις παλαιοντολογικές μελέτες του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Οι πιο αξιόλογοι γεωλόγοι και παλαιοντολόγοι της εποχής ακολούθησαν τον Κιβιέ. Τέτοιοι υπήρξαν ο Αλεξάντρ Μπρονιάρ (1770-1846), συνεργάτης του Κιβιέ στις ανασκαφές ιδίως της Μονμάρτης, ο Αλσίντ Ντεσαλίν ντ’ Ορμπινί (1802-1857), πρώτος καθηγητής της παλαιοντολογίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας κι εκείνος που διατύπωσε την ισχύουσα γεωλογική ονοματολογία των εδαφών, και ο Αντόλφ Μπρονιάρ (1801-1876), γιος του Αλεξάντρ. Όλοι αυτοί υποστήριζαν την ιδέα του Κιβιέ για τους «κατακλυσμούς», τους οποίους μάλιστα ο ντ’ Ορμπινί υπολόγιζε σε 27, διακρίνοντας έτσι ισάριθμες διαδοχικές δημιουργίες ζωντανών πλασμάτων και δίνοντας πλήρες διάγραμμα του θείου δημιουργικού σχεδίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου