1/9/09

Ρενέ Λαεννέκ (René Théophile Hyacinthe Laënnec) [89]

Ο 19ος και 20ος αιώνας φωτίζονται από την παρουσία μερικών επιστημονικών φυσιογνωμιών που το πέρασμά τους από την ιστορία της ιατρικής αποτέλεσε σταθμό.
Στο γεγονός αυτό στηρίζουμε την πρωτοβουλία να παρουσιάσουμε την ιστορία της ιατρικής των νεώτερων χρόνων διαμέσου της γνωριμίας με τη ζωή και το έργο μερικών από τις προσωπικότητες αυτές.
Και αρχίζουμε με ένα μεγάλο κλινικό: τον Γάλλο Ρενέ Τεοφίλ - Υασίντ Λαεννέκ. Ο Λαεννέκ γεννήθηκε στα 1781 στο Κεμπέρ της Βρετάνης και πέθανε το 1826 στον πύργο του Κερλουαρνέκ, 45 μόλις ετών. Η ζωή του «ιδρυτή» της σύγχρονης ιατρικής πλαισιώνεται ανάμεσα στον αιώνα του Βολταίρου και τον αιώνα του Ναπολέοντα.
Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα κι εγκαταλελειμμένος από τον άσωτο πατέρα του. Τον μικρό Τεοφίλ μεγάλωσε ο θείος του Γκυγιώμ που δίδασκε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Ναντ. Ίσως στον άνθρωπο αυτόν με την πλατειά μόρφωση και την αφοσίωση στην τέχνη του, να οφείλει ο Λαεννέκ τα πρώτα του ενδιαφέροντα για την ιατρική και τις φυσικές επιστήμες. Σε ηλικία 12 ετών, όταν στην αγορά της Ναντ η λαιμητόμος θέριζε τα πρώτα κεφάλια, ήταν πρώτος στην τάξη της ρητορικής και ύστερα από ένα χρόνο διακρινόταν στην τάξη της φυσικής. Σε ηλικία 14 ετών έπρεπε να διαλέξει τη σταδιοδρομία που θα ακολουθούσε. Και διάλεξε την ιατρική. Η Συντακτική Συνέλευση είχε στο μεταξύ καταργήσει τη Σχολή της Ναντ και η διδασκαλία της ιατρικής αυτοσχεδιαζόταν από τους γιατρούς της πόλης. Καθώς εργαζόταν στο πλευρό του θείου του, διευθυντή τότε ενός στρατιωτικού νοσοκομείου, ο Λαεννέκ έμαθε την ανατομική. Επειδή όμως η Ναντ δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της δίψας του για γνώσεις, έφυγε το 1801 για το Παρίσι και εκεί γράφθηκε στην Ειδική Ιατρική Σχολή.
Τι εννοούσαν όμως την εποχή εκείνη λέγοντας ιατρική; Επρόκειτο για την ιατρική των συμπτωμάτων, όπως τον καιρό του Ιπποκράτη. Μιλούσαν για «επιδημικό πνεύμα», για την αντίθεση του θερμού με το ψυχρό, την αντινομία του ξηρού με το υγρό, πομπώδεις εκφράσεις ξένες προς τις απαιτήσεις μιας επιστημονικής ορολογίας. Αυτή θα τη συναντήσουμε για πρώτη φορά στη γαλλική ιατρική βιβλιογραφία το 1819, όταν ο Λαεννέκ θα εκδώσει το βασικό του έργο «Σύγγραμμα διαγνωστικής των νόσων του πνεύμονα και της καρδιάς με βάση την έμμεση ακρόαση». Ο νεαρός γιατρός του νοσοκομείου Νεκέρ ετοίμαζε το έργο του 18 ολόκληρα χρόνια.
Για τον Λαεννέκ, ο γιατρός δεν μπορεί να είναι απλός θεατής των συμπτωμάτων. Πρέπει να τα αναζητεί και να επινοεί μεθόδους για την ανακάλυψή τους, καθήκον δηλαδή πρωτάκουστο για τον γιατρό μιας εποχής που άφησε περιφρονητικά στον κουρέα κάθε χειρουργικό έργο. Το πρώτο βήμα είχε γίνει βέβαια πριν μερικές δεκαετίες από τον Βιεννέζο Αουενμπρύγκερ (Josef Leopold von Auenbrügger) που είχε εισαγάγει το 1761 την επίκρουση του θώρακος. Στις αρχές όμως του 19ου αιώνα η μέθοδος ήταν λησμονημένη. Μήπως και ο ζυγός δεν ήταν τόσο αρχαία ανακάλυψη όσο ο κόσμος και το θερμόμετρο και το μικροσκόπιο γνωστά από τον 17ο αιώνα; Για την ιατρική του «αιώνα της προόδου» ήταν σαν άγνωστα. Μια ιατρική που δε ζύγιζε, δεν υπολόγιζε, δε μετρούσε ούτε σφυγμούς ούτε αναπνοές, δε διέθετε καμιά μέθοδο έρευνας και περιοριζόταν στην πρωτόγονη μελέτη των βλαβών που αποκάλυπτε η νεκροτομία και των εξωτερικών εκδηλώσεων της νόσου, δεν ήταν ακόμα η ιατρική που ξέρουμε σήμερα.
Όταν ο Λαεννέκ έφτασε στο Παρίσι, γιατρός του συρμού ήταν ο καθηγητής Πινέλ. Αυτός δίδασκε στη Σαλπετριέρη μια «φιλοσοφική νοσογραφία» και ταξινομούσε τις νόσους κατά τρόπο παιδαριώδη. Στη σχολή του Πινέλ αντιτασσόταν η σχολή του Κορβιζάρ, ευφυούς ανθρώπου που πίστευε ότι η ιατρική πρέπει να βγάζει τις παρατηρήσεις της από την πραγματικότητα, συνεπώς και τους νόμους της. Ο Κορβιζάρ δίδασκε ότι είναι προτιμότερο να εμπιστεύεσαι στα δεδομένα της νεκροτομίας παρά σε υποθέσεις, προκειμένου να ερμηνεύσεις τα συμπτώματα. Ο Λαεννέκ ακολούθησε τη σχολή του Κορβιζάρ. Στο περιβάλλον του συνάντησε τον Γκασπάρ-Λωράν Μπαΐλ, οκτώ χρόνια μεγαλύτερό του. Μαζί του συνεργάστηκε κάτω από την άκαμπτη πειθαρχία του Κορβιζάρ, εκτελώντας λεπτολογείς παρατηρήσεις στην πορεία διαφόρων ασθενειών και καταγράφοντας τα δεδομένα από άπειρες νεκροτομές. Πολύ γρήγορα ο Λαεννέκ απέκτησε τεράστια πείρα στο παρθένο πεδίο της παθολογικής ανατομικής.
Το διαισθητικό πνεύμα του Λαεννέκ του επέτρεπε να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες και να διευθετεί μέσα σε κλινικά πλαίσια το συγκεχυμένο σύμπλεγμα των συμπτωμάτων. Το 1802 έκανε την πρώτη κλασική περιγραφή της περιτονίτιδας, αποδεικνύοντας ότι αυτή ήταν η αιτία χιλιάδων θανάτων στις λεχώνες και όχι ο «πυρετός του γάλακτος», που υποστήριζαν οι γιατροί της εποχής του. Το 1803 ανακάλυψε την ινώδη κάψα του ήπατος. Το 1804 έκανε έρευνες στο πεδίο της παρασιτολογίας. Σύντομα οι μελέτες του κίνησαν το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου. Ο Λαεννέκ απέκτησε φήμη έμπειρου παθολογοανατόμου, εξαίρετου διδασκάλου και ικανού ιατρού. Το 1816 ανακάλυψε το στηθοσκόπιο.
Κάποιος έχει γράψει ότι η ιατρική έμαθε τη θεραπευτική αξία του αντιμονίου από ένα μοναχό, τη θεραπεία της ελονοσίας από έναν Ιησουίτη, τη χειρουργική της λιθίασης πάλι από ένα μοναχό, τη θεραπεία της ποδάγρας από ένα στρατιώτη, την πρόληψη του σκορβούτου από ένα ναυτικό και τη θεραπευτική της Ευσταχιανής σάλπιγγας από έναν ταχυδρομικό. Ε λοιπόν! Η ανακάλυψη του στηθοσκοπίου προήλθε από τα παιδάκια που έπαιζαν. Ένας μεγάλος φίλος του Λαεννέκ, ο Λεζυμώ διηγείται: «Μια μέρα ο Λαεννέκ, καθώς περνούσε την αυλή του Λούβρου είδε μερικά παιδιά που είχαν βάλει τα αυτιά τους στην άκρη κάτι μακριών ξύλων. Διασκέδαζαν ακούγοντας τα χτυπήματα που οι σύντροφοί τους έκαναν στην άλλη άκρη του υποτυπώδους αυτού παιχνιδιού. Ο Λαεννέκ σταμάτησε χαρούμενος κι εκείνη τη στιγμή συνέλαβε την ιδέα να μεταφέρει εκείνο το παιχνίδι στη μελέτη των ασθενειών της καρδιάς. Την άλλη μέρα στην κλινική του πήρε ένα φύλλο χαρτί, το τύλιξε σε κύλινδρο, το έδεσε με ένα νήμα και το έβαλε στην άρρωστη καρδιά». Στην αρχή δεν έδωσε στο νέο όργανο κανένα όνομα, αργότερα όμως χρησιμοποίησε δύο ελληνικές λέξεις για να το ονομάσει «στηθοσκόπιο».
Η εξεταστική του μέθοδος που την ονόμασε «έμμεση ακρόαση» στηρίχθηκε σε χρόνια ακροαστικής πείρας και επιμελούς καταγραφής των καρδιακών και των αναπνευστικών ήχων που ακούγονται στο θώρακα του αρρώστου και του υγιούς. Συνδυάζοντας τα ευρήματα αυτά με τα δεδομένα της επίκρουσης που γνώριζε επίσης αρκετά καλά, ο Λαεννέκ συγκέντρωσε μια σειρά σαφών πληροφοριών για την έδρα και τους χαρακτήρες των αλλοιώσεων των πνευμόνων, του υπεζωκότος, της καρδιάς και του περικαρδίου. Έτσι με τον Λαεννέκ αρχίζει η μεγάλη γαλλική κλινική σχολή. Η παλαιή έκδοση του θεμελιώδους έργου του, με την απλότητα και τη σαφήνεια του ύφους της, αντίθετες με την αοριστολογία και το πομπώδες ύφος των συγχρόνων του, διατηρεί και σήμερα την αξία της. Φυλλομετρώντας το έργο αυτό δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει τη διορατικότητα με την οποία ο Λαεννέκ ερμηνεύει τα ακροαστικά ευρήματα των πνευμόνων. Το μέλλον δε διέψευσε καμιά από τις παρατηρήσεις του. Κι όπως λέει ο Εντουάρ Ριστ της Γαλλικής Ιατρικής Ακαδημίας «κάθε φορά που θα απομακρυνθούμε από τις αρχές του, θα πέφτουμε σε λάθος».
Δεν επιτρέπεται όμως να περιορίσουμε την προσφορά του Λαεννέκ στην ανακάλυψη του στηθοσκοπίου και τη μέθοδο της ακρόασης. Και τα δυο ήταν γι’ αυτόν απλώς τα μέσα για να εισαγάγει στην κλινική τις κατακτήσεις του της παθολογικής ανατομικής. Η πνευμονία, η γάγγραινα του πνεύμονα, η βρογχεκτασία, ο καρκίνος του πνεύμονα, το εμφύσημα, είναι μερικές από τις νόσους που ως ασθένειες διαφοροποιήθηκαν η μία από την άλλη χάρις στο έργο του Λαεννέκ. Από τις ανακαλύψεις του αυτού του είδους, σημαντικότερη υπήρξε η σχετική με την πνευμονική φυματίωση. Η νόσος που ήταν ασαφώς γνωστή από την αρχαιότητα έχει περιγραφεί από τον Λαεννέκ όσον αφορά την εξέλιξη των αλλοιώσεών της και τους χαρακτήρες κάθε σταδίου της πορείας της κατά τρόπο που κάνει την περιγραφή του απόλυτης αξίας και για σήμερα. Κάποια στιγμή, τα συμπτώματα που ο μεγάλος κλινικός με τέτοια ακρίβεια περιέγραψε στους αρρώστους του, άρχισαν να εκδηλώνονται και στο δικό του οργανισμό. Λίγο μετά τη δημοσίευση του συγγράμματός του, το 1820, κατέφυγε για δυο χρόνια στη Βρετάνη για ανάπαυση. Έτσι η υγεία του σιγά-σιγά βελτιώθηκε και επιστρέφοντας στο Παρίσι ονομάστηκε καθηγητής του Κολλεγίου της Γαλλίας και το 1823 διαδέχθηκε τον μεγάλο διδάσκαλό του Κορβιζάρ στην έδρα της κλινικής ιατρικής στη Σαριτέ. Εξαντλημένος όμως από τον φόρτο της εργασίας του αναγκαζόταν να μένει όλο και πιο συχνά στο κρεβάτι, πράγμα που τον ανάγκασε να αποσυρθεί και πάλι το 1826 στη Βρετάνη. Εκεί εργάστηκε τη δεύτερη έκδοση του έργου του. Και καθώς ένιωθε την αρρώστια να λιγοστεύει τη ζωή του, έγραφε: «Το ξέρω πως ριψοκινδυνεύω τη ζωή μου, αλλά το βιβλίο που πρόκειται να δημοσιευθεί ελπίζω πως θα αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός ανθρώπου, και γι’ αυτό έχω χρέος να το τελειώσω, ό,τι κι αν πρόκειται να μου συμβεί». Το βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1826. Στις 30 Αυγούστου του ίδιου χρόνου ο Λαεννέκ άφηνε τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου