2/9/09

Πιερ Πωλ Μπροκά - Τζων Τζάκσον [91]

Ο Πωλ Μπροκά (Pierre Paul Broca) γεννήθηκε το 1824 στο Σεν Φουά λα Γκραντ του Ζιρόντ. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, όπου πήρε το πτυχίο του το 1849. Με τον τίτλο του καθηγητή από το 1856 εργάστηκε ως χειρουργός σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1867 ονομάστηκε καθηγητής της Ιατρικής Σχολής. Με τον Μπροκά και τον Τζων Χιούγκλινγκ Τζάκσον αρχίζει ο εγκέφαλος να αποκτά την ακριβή γεωγραφία του. Τα τμήματά που είχαν μέχρι τότε ερευνηθεί φέρουν ακόμα και σήμερα τα ονόματα των πρωτοπόρων της έρευνας: αύλακα του Sylvius, τρήμα του Μόνρο, αρτηριακός κύκλος του Willis. Έτσι και με το όνομα του Μπροκά έμεινε γνωστό το «κινητικό κέντρο του λόγου» στην κάτω μετωπιαία έλικα του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Οι πρώτες έρευνες στην περιοχή αυτή έγιναν από τον Μπροκά το 1861. Άρχισε με παθολογοανατομικές παρατηρήσεις στον εγκέφαλο ατόμων που είχαν χάσει κατά τη διάρκεια της ζωής τους την ικανότητα της ομιλίας, χωρίς τα φωνητικά τους όργανα να παρουσιάζουν οποιαδήποτε βλάβη (αφασία). Ο Μπροκά ανακάλυπτε πάντοτε βλάβες στην ίδια περιοχή του εγκεφάλου, αυτήν που φέρει σήμερα το όνομά του. Επρόκειτο για μια αξιόλογη κατάκτηση στην ιστορία της ιατρικής, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερες έρευνες απέδειξαν ότι μπορεί να παρουσιαστεί αφασία με το κέντρο του Μπροκά άθικτο.
Πώς οδηγήθηκε ο Μπροκά στην περιγραφή του ομώνυμου κέντρου, διηγείται ο Μωρίς Ζαντύ. Τον Φεβρουάριο του 1861 κάποιος επιστήμονας είχε κάνει μια ανακοίνωση για τη σημασία των διαστάσεων του εγκεφάλου. Η συζήτηση έφερε το θέμα των εγκεφαλικών εντοπίσεων. Συμπτωματικά, ο Μπροκά νοσήλευε τότε έναν άρρωστο με φλεγμονή στον μηρό που είχε από καιρό χάσει την ομιλία του. Όταν ο άρρωστος πέθανε, ο Μπροκά επηρεασμένος από τη συζήτηση εκείνη, εκτέλεσε νεκροτομή στο νεκρό και ανακάλυψε εκτεταμένη μαλάκυνση του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου του. Σ’ ένα σημείο η βλάβη φαινόταν πιο παλαιά: ήταν η κάτω μετωπιαία έλικα. Εκεί ο Μπροκά εντόπισε το κεντρικό όργανο του έναρθρου λόγου και ονόμασε την κατάσταση που ο άρρωστός του παρουσίαζε εν ζωή «αφημία», ενώ σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο «αφασία» που εισήγαγε αργότερα ο Τρουσώ (Armand Trousseau) (1801-1867). Το παρασκεύασμα της νεκροτομίας εκείνης υπάρχει ακόμα στο Μουσείο Dypuytren.
Καρπός των ερευνών του Μπροκά είναι η ανάπτυξη ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος κεφαλαίου της ανθρωπολογίας. Το 1859, έτος στο οποίο εκδιδόταν η «Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου, ο Μπροκά ίδρυε την «Ανθρωπολογική Εταιρεία». Ήταν τότε μια περίοδος ταραγμένη: η λέξη «ανθρωπολογία» δημιουργούσε υποψίες στις αρχές ότι έκρυβε πολιτικοκοινωνικές επιδιώξεις. Έτσι ένας αστυνομικός με πολιτική περιβολή παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις της Εταιρείας για να βεβαιώνεται για τον αυστηρώς επιστημονικό χαρακτήρα των συζητήσεων. Οι έρευνες του Μπροκά άρχισαν μετά την ονομασία του σε καθηγητή σ’ ένα φτωχικό χώρο που μετέτρεψε σε εργαστήριο, αρχίζοντας τις δημοσιεύσεις του με μια μελέτη για τα πρωτεύοντα (ανώτερα θηλαστικά). Η ιδιαίτερη προσφορά του έγκειται στο ότι αναγνώρισε την ανάγκη δημιουργίας ενός βασικού οργάνου για την ανθρωπολογική έρευνα. Κι αυτό ήταν η μορφολογία του ανθρώπου, δηλαδή η γνώση των σωματικών χαρακτηριστικών των διαφόρων ανθρώπινων φυλών.
Στην «Ανθρωπολογική Εταιρεία» έγιναν μέλη πολλοί γιατροί και φυσιοδίφες, και το έργο της έγινε γνωστό παντού, παρακινώντας και άλλα έθνη στην ίδρυση ανάλογων Εταιρειών. Αυτό πράγματι έγινε το 1863 στο Λονδίνο, το 1865 στη Μαδρίτη, το 1866 στη Μόσχα και το 1869 στο Βερολίνο. Έτσι, χάρις στην πρωτοβουλία του Μπροκά, ένας μεγάλος όγκος εργασιών ήρθε στο φως. Το 1872 ο ίδιος ερευνητής ίδρυσε την «Ανθρωπολογική Επιθεώρηση», και το 1876, υπερνικώντας μεγάλες δυσκολίες, τη «Σχολή Ανθρωπολογίας», ελεύθερο ίδρυμα, ανεξάρτητο από το κράτος. Η οριστική όμως άδεια για την έναρξη των μαθημάτων δόθηκε το 1878. Μέχρι τότε η άδεια ήταν προσωρινή, και ανανεωνόταν ανά έτος, ώστε να είναι υπό συνεχή αίρεση των αρχών. Έκτοτε το κράτος άρχισε να ενθαρρύνει και να επιχορηγεί μάλιστα τη διδασκαλία της ανθρωπολογίας. Ήταν ένα επίτευγμα του Μπροκά, που το επικαλέσθηκε ως νίκη στη μάχη για την ελευθερία της επιστήμης όταν λίγο πριν το θάνατό του ονομάστηκε γερουσιαστής.
Η περίοδος 1860-1880 υπήρξε αποφασιστική για την ανθρωπολογία. Όταν ο Μπροκά, ξεκινώντας απ’ την εξέταση του λεπορίδου, ενός τρωκτικού που προέρχεται από τη διασταύρωση λαγού και κουνελιού, παρουσίαζε τα συμπεράσματά του για τη νοθογένεια στα ζώα και στους ανθρώπους, παραβίαζε το δόγμα του αμετάβλητου των ειδών μέσα στο χρόνο.
Ο τύπος της έρευνας που εισήγαγε ο Μπροκά στην ανθρωπολογία είναι επηρεασμένος από την ιατρική του ιδιότητα:[1] είναι έρευνα «μετρική», βασισμένη σε συγκριτικές μετρήσεις. Αργότερα πήρε τη μορφή της κρανιομετρίας: Ο Μπροκά εξετάζοντας ένα ιδιαίτερο οστικό τμήμα επέκτεινε τις μετρήσεις του σε μεγάλο αρθμό ατόμων και εθνικών ομάδων, συνάγοντας στο τέλος έναν εθνικό μέσον όρο. Το σύστημα αυτό δέχθηκε οξύτατη κριτική, γιατί δεν λαμβανόταν υπόψη η γεωγραφική προέλευση του εξεταζόμενου. Η παλαιά, πάντως, αγάπη προς τα μαθηματικά ξαναζωντανεύει στην περίοδο αυτή της ιστορίας της ανθρωπολογίας, στην εξέλιξη της οποίας συνέβαλε σημαντικά.
Συγχρόνως με τον Μπροκά, ο Τζων Χιούγκλινγκς Τζάκσον (John Hughlings Jackson) πραγματοποιούσε στην Αγγλία τις νευρολογικές του έρευνες. Ο Τζάκσον είχε γεννηθεί το 1834 στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένας χαρακτήρας δειλός, που για ένα διάστημα ήθελε να αφήσει την ιατρική για χάρη της φιλοσοφίας. Από ένα σκληρό παιχνίδι της μοίρας, η γυναίκα του πέθανε από εγκεφαλική θρόμβωση με συμπτώματα εγκεφαλικών σπασμών, εκείνων ακριβώς που θα πάρουν αργότερα το όνομά του («Ιακσώνειος επιληψία»).
Στην εποχή του Τζάκσον κάθε γνώση για τη λειτουργία του εγκεφάλου ήταν ασαφής. Ο ακαταπόνητος ερευνητής έγραψε περισσότερες από 250 εργασίες, στις οποίες αποκαλύπτεται οξύς παρατηρητής με ιδιαίτερη αγάπη στον επαγωγικό συλλογικό, πράγματα που τον κάνουν αντιπροσωπευτικό τύπο «κλινικού φιλοσόφου».
Ζούσε ακόμα όταν το 1897 δημιουργήθηκαν τα Μαθήματα Hughlings Jackson στη Νευρολογική Σχολή του Λονδίνου και το 1906 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στο National Hospital στην Queen’s Square. Τα έργα του ταξινομήθηκαν μετά το θάνατό του το 1911 σε ηλικία 77 ετών. Ένας ολόκληρος τόμος των Medical Classics αφιερώνεται από τον James Taylor στις μελέτες του διδασκάλου, τις τόσο πλούσιες σε προφητικές προρρήσεις. Ο Τζάκσον καθιέρωσε τη χρήση του οφθαλμοσκοπίου και τη μελέτη του βυθού του οφθαλμού για τη διάγνωση των νόσων του εγκεφάλου. Ασχολήθηκε συγχρόνως με τον Μπροκά με τις αφασίες και το 1875 περιέγραψε την Ιακσώνειο επιληψία.
Σε μια νεκροτομή ανακαλύφθηκε ένας όγκος στον φλοιό του εγκεφάλου, πράγμα που επιβεβαίωσε την άποψή του για την ύπαρξη κινητικών κέντρων: ο όγκος αυτός βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που είχε προβλέψει. Οι απόψεις του Τζάκσον επικρατούν σήμερα γενικά και αποτελούν τη βάση για την κατανόηση της εγκεφαλικής λειτουργίας.
Ο Τζάκσον υποστηρίζει ότι το νευρικό σύστημα δομείται σε τρία επίπεδα. Το κατώτερο περιλαμβάνει τον νωτιαίο μυελό με το εγκεφαλικό στέλεχος και όλα τα κέντρα των νεύρων που υπάρχουν μέσα τους. Το μεσαίο περιλαμβάνει τα φλοιώδη πεδία του εγκεφάλου. Το ανώτερο τέλος περιλαμβάνει τα συνειρμικά πεδία των μετωπιαίων λοβών. Στο κατώτερο επίπεδο εκτυλίσσονται απλά φαινόμενα, χωρίς ανάμιξη του ανώτερου επιπέδου. Γι’ αυτό και η λειτουργία του δεν διακόπτει τη δραστηριότητα του ανώτερου επιπέδου. Στις εγκεφαλικές βλάβες περισσότερο πλήττονται τα ανώτερα επίπεδα. Όταν τα επίπεδα αυτά πάψουν να λειτουργούν απελευθερώνονται οι λειτουργίες των κατωτέρων.
Με βάση τις αρχές αυτές, ο Τζάκσον θεωρεί την ψυχοπάθεια στην ουσία ως διακοπή ενός αντανακλαστικού τόξου. Η θεωρία αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται σήμερα με τη θεραπευτική αξία του ηλεκτροσόκ.
Κατά τον Τζάκσον τα νευρικά κέντρα έχουν διαμορφωθεί δια μέσω δύο επιπέδων εξέλιξης με αφετηρία τα κατώτερα κέντρα. Το πρώτο είναι ο νωτιαίος μυελός και το στέλεχος του εγκεφάλου. Το δεύτερο είναι τα αισθητικά και τα κινητικά κέντρα και επάνω από αυτά τα συνειρμικά πεδία, όπου οι κινητικές και οι αισθητικές λειτουργίες μετατρέπονται σε λογική συμπεριφορά. Καθώς ανεβαίνουμε αυτήν την εξελικτική κλίμακα η δομή και η οργάνωση του νευρικού συστήματος γίνεται πιο λεπτή, πιο πολύπλοκη.Ο Τζάκσον μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τις επιληπτικές κρίσεις και έδωσε αριστουργηματικές περιγραφές τους. Εκατομμύρια υπήρξαν οι ανώνυμοι συνεργάτες του: επιληπτικοί, βωβοί, ή ίδια η αγαπημένη του γυναίκα. Η προσφορά του δεν υπήρξε λίγη και στον τομέα της μελέτης του λόγου: διακρίνει συγκινησιακό, πρωτόγονο και διανοητικό, ανώτερο λόγο. Πολλές παρατηρήσεις του αφορούν τη σημασία του δεξιού και του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου στις διαταραχές του λόγου. Το πλήθος αυτό των παρατηρήσεων, συγκεντρωμένων χωρίς συγκεκριμένη σειρά, αλλά όπως τον οδηγούσε η διαίσθησή του, ταξινομήθηκε από τους μαθητές του σ’ ένα τόμο, τα «Νευρολογικά αποσπάσματα» και στους δύο τόμους των «Εκλογών» του, που μόλις το 1931 παραδόθηκαν στο κοινό. Η λογική των συμπερασμάτων του και οι συχνά μεγαλοφυείς γενικεύσεις του εντυπωσιάζουν τόσο, ώστε να του δώσουν τον τίτλο του «Νεύτωνα του εγκεφάλου».

[1] Το 1868 είχε διαδεχθεί τον Αλφρέ Ρισέ στην έδρα της χειρουργικής ανατομικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου