Το 1645 ο Μ. Α. Σεβερίνο δημοσίευσε στη Νυρεμβέργη τη «Δημοκρίτεια Ζωοτομία» του, στο κείμενο της οποίας, παρετυμολογώντας τον όρο «ανατομία», χαρακτήριζε την ανερχόμενη επιστήμη σαν αναγωγή στα αδιαίρετα μόρια, που θεωρούσε σαν βασικά κομμάτια οποιασδήποτε ζωντανής μηχανής. Ο Σεβερίνο παρομοιάζει τον ανατόμο με τον ωρολογοποιό, που λύνοντας ένα ρολόι έκανε ορατά όλα του τα τμήματα και γνωρίζοντάς τα ήταν σε θέση να γνωρίζει και τη λειτουργία του ρολογιού αυτού. Οι επιθυμίες του στρέφονταν προς μια «τεχνική και λεπτολόγο» ανατομική, ικανή να οδηγήσει τον μελετητή μέχρι των «ατόμων», δηλαδή ως τις στοιχειώδεις μονάδες της οργανικής μηχανής. Φυσικά δεν του διέφευγε η σημασία της βοήθειας του μικροσκοπίου. Κατά τις προβλέψεις του, η τεχνική και λεπτολόγος ανατομική του θα έφτανε στους σκοπούς της και τη μεγαλύτερή της απόδοση μόνο πλαισιωμένη με το μικροσκόπιο.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν οι προσπάθειες των ερευνητών, προκειμένου να αποκτηθεί η δυνατότητα της παρατήρησης των απειροελάχιστων μορφολογικών σχηματισμών, πράγμα που θα επέτρεπε την κατανόησή τους και τη σύλληψη του τρόπου της λειτουργίας τους. Πρόκειται για τους σχηματισμούς που ο Μαλπίγγι χαρακτήριζε σαν «χορδές, ίνες, δοκίδες, μοχλούς, φίλτρα, ηθμούς» και που «αποτελούν τη βάση της μηχανής του σώματός μας». Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον συνδυασμό των προσπαθειών της τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής και της οπτικής μεγέθυνσης. Έτσι αφενός παρατηρούμε αδιάκοπες προσπάθειες για τη μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση του μικροσκοπίου, την ανακάλυψη των πιθανών σφαλμάτων του και την επινόηση τρόπων για την εξουδετέρωσή τους. Αφετέρου συναντάμε όλο και λεπτότερες μεθόδους ετοιμασίας των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων, με την απώτερη επιδίωξη μιας ακριβέστερης και ζωηρότερης εικόνας, χωρίς αυτή να διαφέρει πολύ από την αρχική, τη φυσική μορφή των ιστολογικών στοιχείων.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
Μια υπόνοια, που δεν άργησε να διατυπωθεί, έπαιξε εδώ σπουδαίο ρόλο. Σκέφτηκαν ότι το υπό εξέταση τεμαχίδιο, προτού τοποθετηθεί κάτω από το φακό ή το σύνθετο μικροσκόπιο, υφίστατο πολλές καταστροφές, που δεν αφορούσαν μόνο τα τμήματά του που πήγαιναν χαμένα. Παραμόρφωναν επί πλέον και τα τμήματα που απέμεναν και τα απομάκρυναν τόσο από τη φυσική τους μορφή, ώστε ο ερευνητής παρατηρώντας τα έπεφτε σε σοβαρές πλάνες και κατέληγε σε εσφαλμένες ερμηνείες. Έτσι το πρόβλημα τίθεται ωμά και βλέπουμε πράγματι τις μεγαλύτερες διάνοιες του αιώνα να απασχολούνται με τη λύση του. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Μαλπίγγι, απέκτησαν τέτοια τεχνική δεξιότητα, ώστε να εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα.
Προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή έκαναν και οι άμεσοι συνεχιστές του Βεσάλιου και ιδίως ο Μπαρτολομέο Εουστάκι (Ευστάχιος), που αφού γνώρισε πολλές απογοητεύσεις κατέληγε σε αποτελέσματα που υποχρέωσαν τον Μαλπίγγι να ομολογήσει: «Ο Ευστάχιος, αν είχε ερευνήσει τη λεπτή κατασκευή όλων των άλλων αγγείων και σπλάγχνων, χρησιμοποιώντας όχι μόνο το νυστέρι, αλλά καταφεύγοντας και στο μικροσκόπιο και τις ενέσεις υγρών, που χρησιμοποίησε μόνο στη μελέτη των νεφρών, θα είχε ασφαλώς απαλλάξει όλους τους μεταγενέστερους του από κάθε άλλη ανατομική έρευνα».
Η παράγραφος όμως αυτή του Μαλπίγγι, εκτός από τη δίκαιη τιμή που απονέμει στον Εουστάκι, υποδεικνύει και τα δυο βασικά μέσα που θα έπρεπε να συνεργάζονται με το μικροσκόπιο στην ανατομική έρευνα: το νυστέρι και τις εγχύσεις υγρών.
Η τελευταία αυτή τεχνική ήταν η μέθοδος στην οποία κατέφευγαν κατά προτίμηση οι ερευνητές του 17ου αιώνα, αφού είχαν επιχειρήσει προηγουμένως να εφαρμόσουν πλήθος άλλες. Η χρησιμοποίηση της μεθόδου αυτής, όχι μόνο αποκάλυπτε ένα πλήθος από λεπτότατους μορφολογικούς σχηματισμούς, αλλά προσέφερε και τη βεβαιότητα ότι δεν άλλαξε τη μορφή των ανατομικών παρασκευασμάτων, πράγμα που συνέβαινε με τις παλαιότερες μεθόδους. Είχε μάλιστα κι ένα ακόμα πλεονέκτημα: ξανάδινε στα αγγεία, στα οποία γινόταν η έκχυση, τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής, τα παρουσίαζε δηλαδή γεμάτα κι όχι όπως παρουσιάζονται μετά το θάνατο κενά, με τα τοιχώματά τους σε σύμπτωση. Το κενό άλλωστε των αρτηριών μετά θάνατον είχε παρατηρηθεί από την αρχαιότητα: σ’ αυτό απέδιδε ο Γαληνός το σφάλμα του Ερασίστρατου. Που πίστευε ότι οι αρτηρίες δεν περιείχαν αίμα, αλλά αέρα (από όπου και το όνομά).
Η κενότητα των αγγείων και η ανάγκη να παρατηρηθεί η κίνηση των υγρών μέσα τους, υπήρξε μια βασική αιτία που οδήγησε τον άνθρωπο, από την αρχαιότητα ακόμα, στην ανατομή ζωντανών ζώων, τη ζωοτομία. Αλλά και η ζωοτομία δεν μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα τις προθέσεις των ερευνητών: το ζώο που ανατεμνόταν εν ζωή δεν επιζούσε σε όλη τη διάρκεια του πειράματος, αλλά ούτε και οι απαραίτητοι χειρισμοί μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και ακρίβεια. Το βασικό όμως μειονέκτημα ήταν ότι η μέθοδος της ζωοτομίας δεν επέτρεπε στην παρατήρηση να φτάσει ως τους απειροελάχιστους σχηματισμούς του οργανισμού, ως τα «άτομα» του Σεβερίνο. Συνεπώς, ήταν ανώφελη για τη σύλληψη της λειτουργίας της ανθρώπινης μηχανής.
Οι τεχνικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να παρακαμφτούν οι ατέλειες της ζωοτομίας, δηλαδή οι σκαριφισμοί, η εμβροχή, η επιπέδωση και η χαλάρωση του υπό παρατήρηση ιστού, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Βέβαια οι μέθοδοι αυτές που χρησιμοποιήθηκαν πολύ κατά τον 16ο αιώνα και μάλιστα από τον Εουστάκι, είχαν το μερίδιό τους στην προσφορά ανατομικών γνώσεων στον άνθρωπο, που δεν ήταν μάλιστα μικρό. Οι ίδιες όμως μέθοδοι στάθηκαν εμπόδιο στην απόκτηση άλλων τόσων γνώσεων, επιτρέποντας συγχρόνως και την υπόνοια ότι οι παρατηρήσεις που έγιναν, μπορεί να οφείλονταν σε τεχνικές αλλοιώσεις του υπό παρατήρηση παρασκευάσματος. Έτσι η έγχυση υγρών στα αγγεία, εκτελούμενη με επιδεξιότητα, ήταν η καλύτερη λύση. Οι πρώτες σχετικές προσπάθειες αρχίζουν με τον ντα Βίντσι και τον Μπερενγκάριο ντα Κάρπι. Ο πρώτος έκανε έγχυση λειωμένου κεριού στις κοιλίες του εγκεφάλου, ενώ ο δεύτερος μεταχειριζόταν απλό νερό. Η τεχνική της έγχυσης έφτασε σε τελειότητα τον 17ο αιώνα.
Ο ΓΙΑΝ ΣΒΑΜΜΕΡΝΤΑΜ
Η τιμή για την εισαγωγή της έγχυσης λειωμένου κεριού στα αγγεία ανήκει στον Ολλανδό Γιαν Σβάμμερνταμ (Άμστερνταμ, 1637-1680), γιο φαρμακοποιού και φανατικού συλλέκτη ζωολογικών και βοτανικών περίεργων. Τις πρώτες του γνώσεις και την έφεση για έρευνα απέκτησε βοηθώντας τον πατέρα του στην ταξινόμηση των ειδών του μουσείου του. Ύστερα σπούδασε ιατρική στο Λέιντεν από το 1661 ως το 1667. Υπήρξε μαθητής μιας μεγάλης διάνοιας του καιρού του, του χημικού και ανατόμου Φρανσουά ντε λα Μποέ, για τον οποίον έχουμε κιόλας λίγο μιλήσει. Στο διάστημα των σπουδών του στο Λέιντεν συνδέθηκε φιλικά με ορισμένα από τα μεγάλα ονόματα της εποχής του: τον Στένονα και τον Ρενιέ ντε Γκράαφ. Παρόλα αυτά, με τον τελευταίο ήρθε σε ρήξη για την προτεραιότητα μερικών ανακαλύψεων. Η πικρία για την καταστροφή της παλιάς αυτής μεγάλης φιλίας άφησε τα αποτυπώματά της στον ψυχικό του κόσμο. Το γεγονός αυτό, η στενοχώρια για τις αδιάκοπες επιπλήξεις του πατέρα του και τα κακά οικονομικά του, τον έκαναν εύκολη λεία του θρησκευτικού φανατισμού της Αντουανέττας Μπουρινιόν. Εξαντλημένος σωματικά και εξουθενωμένος ψυχικά, πέθανε τρελός, αφού έκαψε ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων του. Διασώθηκαν μόνον όσα είχε εμπιστευθεί στον αδελφικό του φίλο Μ. Τεβενό στο Παρίσι, ένα Μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής, που στην ιστορία της τέχνης είναι γνωστή ως εποχή του μπαρόκ.
Εν ζωή δημοσίευσε δυο βιβλία: τη «Γενική πραγματεία περί των άνευ αίματος ζώων» (1669) και τον «Βίο των εφήμερων» (1675). Μετά το θάνατό του, τα διασωθέντα χειρόγραφά του δημοσιεύθηκαν αναθεωρημένα μεταξύ 1737 και 1738 με τον τίτλο «Βιβλία της φύσης». Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται ως αληθινό μνημείο. Ποτέ πριν ή μετά από τον Σβάμμερνταμ δεν έγιναν τόσο φροντισμένες παρατηρήσεις, τέτοια σπάνιας ωραιότητας σχήματα, τόσο μεγάλος όγκος εργασίας. Στο έργο του Σβάμμερνταμ και η πιο περιληπτική εξέταση ενός αντικειμένου καταλαμβάνει δεκάδες σελίδες, μέσα στις οποίες συναντά κανείς τις βάσεις πάρα πολλών κεφαλαίων της σύγχρονης ζωολογίας κι εμβρυολογίας.
Εκτός από την άποψη αυτή, το έργο του Σβάμμερνταμ έχει και μια εξαιρετική ενδιαφέρουσα τεχνική πλευρά. Η επιδεξιότητά του στην ανατομή εντόμων και την έγχυση έγχρωμων κηρωδών ουσιών στο αγγειακό σύστημα, έτσι που να γίνονται ορατές κι οι πιο λεπτές του διακλαδώσεις, κρίνονται ανυπέρβλητες. Υπήρξε ο δάσκαλος του φίλου και συμπατριώτη, αργότερα δε και αντιπάλου του, Ρούις, στην τεχνική αυτή, που στη συνέχεια ο δεύτερος ανήγαγε σε επίπεδο, που κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φτάσει.
Ο ΦΡΙΝΤΕΡΙΚ ΡΟΥΙΣ
Γεννήθηκε στη Χάγη το 1638. Στο Λέιντεν, από όπου πήρε το πτυχίο της ιατρικής το 1664, υπήρξε μαθητής του Ντε λα Μποέ. Από το 1666 τον συναντάμε στο Άμστερνταμ με τη σειρά, λέκτορα της ανατομικής, καθηγητή της μαιευτικής και τέλος καθηγητή της βοτανικής το 1685. Ανεξάρτητα όμως από την ειδικότητα της έδρας που κατείχε κάθε φορά, ο Ρουίς αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του στην «παρασκευή» πτωμάτων για ανατομικές μελέτες. Ήταν τέτοια η επιτυχία της τεχνικής του, ώστε οι «μούμιες» του, όπως ονόμασαν τότε τα πτώματά του, έδιναν, φτάνει να είχε κανείς λίγη καλή θέληση, την εντύπωση πως ζούσαν, σε αντίθεση με τις μακρινές τους αδελφές της Αιγύπτου που απέπνεαν έντονη την ιδέα του θανάτου. Γιατί κοντά στα άλλα, ο Ρουίς είχε ισχυρό το συναίσθημα του μακάβριου και το αποτύπωνε στις ανατομικές του συνθέσεις. Μπορούσες να δεις απίθανα συμπλέγματα σκελετών, τεμάχια από επίπλουν κι έντερα να καλύπτουν ένα δάπεδο από χολόλιθους και λίθους του νεφρού στο πλαίσιο ενός τοπίου, που σκιαζόταν από πολύχρωμες, χάρις στο χρωματιστό κερί που ήταν χυμένο μέσα τους, διακλαδώσεις αρτηριών και φλεβών! Και ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον του πλήθους, που ο Ρουίς έκοβε κανονικό εισιτήριο. Ανάμεσα στους επισκέπτες, ήταν κι ο Μεγάλος Πέτρος της Ρωσίας, που αργότερα, το 1717, απέκτησε όλη τη συλλογή και τη μετέφερε στην Πετρούπολη. Τότε ο Ρουίς ετοίμασε μια δεύτερη συλλογή, που την πούλησε στον βασιλιά της Πολωνίας Ιωάννη Σομπιέσκι, ο οποίος αργότερα τη χάρισε στο πανεπιστήμιο της Βυττεμβέργης.
Την εντύπωση που έδιναν τα ανατομικά του παρασκευάσματα, οι «μούμιες» του, αποδίδει θαυμάσια ο ποιητής Λεοπάρντι στον παρακάτω διάλογο που φαντάζεται ανάμεσα στον Ρούις και τα δημιουργήματά του:
«Ω, διάβολε! Ποιος δίδαξε τη μουσική σ’ αυτούς τους πεθαμένους που τραγουδούν μες στα μεσάνυχτα σαν πετεινοί; Στα αλήθεια, κρύος ιδρώτας με περιβρέχει κι ακόμα λίγο θα ήμουν πιο νεκρός από αυτούς. Δεν ξέρω γιατί τους φύλαξα από τη φθορά... Δεν ξέρω τι να κάνω. Αν τους αφήσω εδώ κλεισμένους, ποιος ξέρει αν δεν σπάσουν την πόρτα ή δεν δραπετεύσουν από την κλειδαρότρυπα κι έρθουν να με βρούνε στο κρεβάτι; Να ζητήσω βοήθεια από φόβο για τους νεκρούς, δεν μου πάει καλά. Εμπρός, ας κάνουμε κουράγιο κι ας δοκιμάσουμε να τους τρομάξουμε.
(Μπαίνοντας) Ε! παιδιά! Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζουμε; Λησμονάτε πως είστε νεκροί; Τι θόρυβος είναι αυτός; Ξιπαστήκατε μήπως από την επίσκεψη του τσάρου και συλλογίζεστε πως δεν σας πιάνουν πια οι νόμοι οι πρωτύτεροι; Να ξέρετε πως θα πάρω την μπάρα της πόρτας και θα σας σκοτώσω όλους».
Ο ποιητής φανταζόταν τις «μούμιες» να ξυπνούν ξαφνικά και να τραγουδούν το μακάβριο τραγούδι του θανάτου!
Στη μακρά του ζωή (πέθανε το 1731 σε ηλικία 93 ετών), ο Ρουίς μελετώντας και παρασκευάζοντας πτώματα, έφτασε την τεχνική των ανατομικών παρασκευασμάτων στο υπέρτατο σημείο. Τις σπουδαιότατες παρατηρήσεις του ανακοίνωσε με μια επιβλητική σειρά κειμένων. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζουν οι «Εικονογραφήσεις των βαλβίδων των λεμφικών και των χοληφόρων αγγείων» και οι «Δέκα ανατομικοί θησαυροί», που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά λατινικά το 1737 και στη συνέχεια ολλανδικά το 1747 στο Άμστερνταμ μετά το θάνατό του.Οι πολλές ανακαλύψεις του Ρούις ξεσήκωναν αρκετές φορές άγρια πολεμική και ειδικότερα ο ισχυρισμός του ότι, κάνοντας εγχύσεις στο αγγειακό σύστημα, μπορούσε να του δώσει το μορφή που είχε εν ζωή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν απόλυτο και στάθηκε αφορμή πλανών για τον Ρούις. Οι παρατηρήσεις όμως που έκανε σε παρασκευάσματα λεμφαγγείων, του οφθαλμού, των όρχεων και των νεφρών, στα οποία δεν έκανε μόνον εγχύσεις υγρών, αλλά φρόντιζε και να τα συντηρεί με αλκοόλη, τερεβινθίνη κ.ά. συντηρητικά, του εξασφαλίζουν εξαίρετη θέση ανάμεσα στους ερευνητές της εποχής του. Ο Ρούις έχει τη θέση του πλάι στον Μαλπίγγι, τον Γκριού, τον Σβάμμερνταμ και τον Λέβενχουκ, ως συνιδρυτής της μικροσκοπικής ανατομικής. Στο πρόσωπό του η τεχνική και λεπτολόγος ανατομική του Σεβερίνο γίνεται πραγματικότητα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που πρόσφερε η εποχή του.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν οι προσπάθειες των ερευνητών, προκειμένου να αποκτηθεί η δυνατότητα της παρατήρησης των απειροελάχιστων μορφολογικών σχηματισμών, πράγμα που θα επέτρεπε την κατανόησή τους και τη σύλληψη του τρόπου της λειτουργίας τους. Πρόκειται για τους σχηματισμούς που ο Μαλπίγγι χαρακτήριζε σαν «χορδές, ίνες, δοκίδες, μοχλούς, φίλτρα, ηθμούς» και που «αποτελούν τη βάση της μηχανής του σώματός μας». Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον συνδυασμό των προσπαθειών της τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής και της οπτικής μεγέθυνσης. Έτσι αφενός παρατηρούμε αδιάκοπες προσπάθειες για τη μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση του μικροσκοπίου, την ανακάλυψη των πιθανών σφαλμάτων του και την επινόηση τρόπων για την εξουδετέρωσή τους. Αφετέρου συναντάμε όλο και λεπτότερες μεθόδους ετοιμασίας των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων, με την απώτερη επιδίωξη μιας ακριβέστερης και ζωηρότερης εικόνας, χωρίς αυτή να διαφέρει πολύ από την αρχική, τη φυσική μορφή των ιστολογικών στοιχείων.
ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
Μια υπόνοια, που δεν άργησε να διατυπωθεί, έπαιξε εδώ σπουδαίο ρόλο. Σκέφτηκαν ότι το υπό εξέταση τεμαχίδιο, προτού τοποθετηθεί κάτω από το φακό ή το σύνθετο μικροσκόπιο, υφίστατο πολλές καταστροφές, που δεν αφορούσαν μόνο τα τμήματά του που πήγαιναν χαμένα. Παραμόρφωναν επί πλέον και τα τμήματα που απέμεναν και τα απομάκρυναν τόσο από τη φυσική τους μορφή, ώστε ο ερευνητής παρατηρώντας τα έπεφτε σε σοβαρές πλάνες και κατέληγε σε εσφαλμένες ερμηνείες. Έτσι το πρόβλημα τίθεται ωμά και βλέπουμε πράγματι τις μεγαλύτερες διάνοιες του αιώνα να απασχολούνται με τη λύση του. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Μαλπίγγι, απέκτησαν τέτοια τεχνική δεξιότητα, ώστε να εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα.
Προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή έκαναν και οι άμεσοι συνεχιστές του Βεσάλιου και ιδίως ο Μπαρτολομέο Εουστάκι (Ευστάχιος), που αφού γνώρισε πολλές απογοητεύσεις κατέληγε σε αποτελέσματα που υποχρέωσαν τον Μαλπίγγι να ομολογήσει: «Ο Ευστάχιος, αν είχε ερευνήσει τη λεπτή κατασκευή όλων των άλλων αγγείων και σπλάγχνων, χρησιμοποιώντας όχι μόνο το νυστέρι, αλλά καταφεύγοντας και στο μικροσκόπιο και τις ενέσεις υγρών, που χρησιμοποίησε μόνο στη μελέτη των νεφρών, θα είχε ασφαλώς απαλλάξει όλους τους μεταγενέστερους του από κάθε άλλη ανατομική έρευνα».
Η παράγραφος όμως αυτή του Μαλπίγγι, εκτός από τη δίκαιη τιμή που απονέμει στον Εουστάκι, υποδεικνύει και τα δυο βασικά μέσα που θα έπρεπε να συνεργάζονται με το μικροσκόπιο στην ανατομική έρευνα: το νυστέρι και τις εγχύσεις υγρών.
Η τελευταία αυτή τεχνική ήταν η μέθοδος στην οποία κατέφευγαν κατά προτίμηση οι ερευνητές του 17ου αιώνα, αφού είχαν επιχειρήσει προηγουμένως να εφαρμόσουν πλήθος άλλες. Η χρησιμοποίηση της μεθόδου αυτής, όχι μόνο αποκάλυπτε ένα πλήθος από λεπτότατους μορφολογικούς σχηματισμούς, αλλά προσέφερε και τη βεβαιότητα ότι δεν άλλαξε τη μορφή των ανατομικών παρασκευασμάτων, πράγμα που συνέβαινε με τις παλαιότερες μεθόδους. Είχε μάλιστα κι ένα ακόμα πλεονέκτημα: ξανάδινε στα αγγεία, στα οποία γινόταν η έκχυση, τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της ζωής, τα παρουσίαζε δηλαδή γεμάτα κι όχι όπως παρουσιάζονται μετά το θάνατο κενά, με τα τοιχώματά τους σε σύμπτωση. Το κενό άλλωστε των αρτηριών μετά θάνατον είχε παρατηρηθεί από την αρχαιότητα: σ’ αυτό απέδιδε ο Γαληνός το σφάλμα του Ερασίστρατου. Που πίστευε ότι οι αρτηρίες δεν περιείχαν αίμα, αλλά αέρα (από όπου και το όνομά).
Η κενότητα των αγγείων και η ανάγκη να παρατηρηθεί η κίνηση των υγρών μέσα τους, υπήρξε μια βασική αιτία που οδήγησε τον άνθρωπο, από την αρχαιότητα ακόμα, στην ανατομή ζωντανών ζώων, τη ζωοτομία. Αλλά και η ζωοτομία δεν μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα τις προθέσεις των ερευνητών: το ζώο που ανατεμνόταν εν ζωή δεν επιζούσε σε όλη τη διάρκεια του πειράματος, αλλά ούτε και οι απαραίτητοι χειρισμοί μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και ακρίβεια. Το βασικό όμως μειονέκτημα ήταν ότι η μέθοδος της ζωοτομίας δεν επέτρεπε στην παρατήρηση να φτάσει ως τους απειροελάχιστους σχηματισμούς του οργανισμού, ως τα «άτομα» του Σεβερίνο. Συνεπώς, ήταν ανώφελη για τη σύλληψη της λειτουργίας της ανθρώπινης μηχανής.
Οι τεχνικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να παρακαμφτούν οι ατέλειες της ζωοτομίας, δηλαδή οι σκαριφισμοί, η εμβροχή, η επιπέδωση και η χαλάρωση του υπό παρατήρηση ιστού, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Βέβαια οι μέθοδοι αυτές που χρησιμοποιήθηκαν πολύ κατά τον 16ο αιώνα και μάλιστα από τον Εουστάκι, είχαν το μερίδιό τους στην προσφορά ανατομικών γνώσεων στον άνθρωπο, που δεν ήταν μάλιστα μικρό. Οι ίδιες όμως μέθοδοι στάθηκαν εμπόδιο στην απόκτηση άλλων τόσων γνώσεων, επιτρέποντας συγχρόνως και την υπόνοια ότι οι παρατηρήσεις που έγιναν, μπορεί να οφείλονταν σε τεχνικές αλλοιώσεις του υπό παρατήρηση παρασκευάσματος. Έτσι η έγχυση υγρών στα αγγεία, εκτελούμενη με επιδεξιότητα, ήταν η καλύτερη λύση. Οι πρώτες σχετικές προσπάθειες αρχίζουν με τον ντα Βίντσι και τον Μπερενγκάριο ντα Κάρπι. Ο πρώτος έκανε έγχυση λειωμένου κεριού στις κοιλίες του εγκεφάλου, ενώ ο δεύτερος μεταχειριζόταν απλό νερό. Η τεχνική της έγχυσης έφτασε σε τελειότητα τον 17ο αιώνα.
Ο ΓΙΑΝ ΣΒΑΜΜΕΡΝΤΑΜ
Η τιμή για την εισαγωγή της έγχυσης λειωμένου κεριού στα αγγεία ανήκει στον Ολλανδό Γιαν Σβάμμερνταμ (Άμστερνταμ, 1637-1680), γιο φαρμακοποιού και φανατικού συλλέκτη ζωολογικών και βοτανικών περίεργων. Τις πρώτες του γνώσεις και την έφεση για έρευνα απέκτησε βοηθώντας τον πατέρα του στην ταξινόμηση των ειδών του μουσείου του. Ύστερα σπούδασε ιατρική στο Λέιντεν από το 1661 ως το 1667. Υπήρξε μαθητής μιας μεγάλης διάνοιας του καιρού του, του χημικού και ανατόμου Φρανσουά ντε λα Μποέ, για τον οποίον έχουμε κιόλας λίγο μιλήσει. Στο διάστημα των σπουδών του στο Λέιντεν συνδέθηκε φιλικά με ορισμένα από τα μεγάλα ονόματα της εποχής του: τον Στένονα και τον Ρενιέ ντε Γκράαφ. Παρόλα αυτά, με τον τελευταίο ήρθε σε ρήξη για την προτεραιότητα μερικών ανακαλύψεων. Η πικρία για την καταστροφή της παλιάς αυτής μεγάλης φιλίας άφησε τα αποτυπώματά της στον ψυχικό του κόσμο. Το γεγονός αυτό, η στενοχώρια για τις αδιάκοπες επιπλήξεις του πατέρα του και τα κακά οικονομικά του, τον έκαναν εύκολη λεία του θρησκευτικού φανατισμού της Αντουανέττας Μπουρινιόν. Εξαντλημένος σωματικά και εξουθενωμένος ψυχικά, πέθανε τρελός, αφού έκαψε ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων του. Διασώθηκαν μόνον όσα είχε εμπιστευθεί στον αδελφικό του φίλο Μ. Τεβενό στο Παρίσι, ένα Μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής, που στην ιστορία της τέχνης είναι γνωστή ως εποχή του μπαρόκ.
Εν ζωή δημοσίευσε δυο βιβλία: τη «Γενική πραγματεία περί των άνευ αίματος ζώων» (1669) και τον «Βίο των εφήμερων» (1675). Μετά το θάνατό του, τα διασωθέντα χειρόγραφά του δημοσιεύθηκαν αναθεωρημένα μεταξύ 1737 και 1738 με τον τίτλο «Βιβλία της φύσης». Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίζεται ως αληθινό μνημείο. Ποτέ πριν ή μετά από τον Σβάμμερνταμ δεν έγιναν τόσο φροντισμένες παρατηρήσεις, τέτοια σπάνιας ωραιότητας σχήματα, τόσο μεγάλος όγκος εργασίας. Στο έργο του Σβάμμερνταμ και η πιο περιληπτική εξέταση ενός αντικειμένου καταλαμβάνει δεκάδες σελίδες, μέσα στις οποίες συναντά κανείς τις βάσεις πάρα πολλών κεφαλαίων της σύγχρονης ζωολογίας κι εμβρυολογίας.
Εκτός από την άποψη αυτή, το έργο του Σβάμμερνταμ έχει και μια εξαιρετική ενδιαφέρουσα τεχνική πλευρά. Η επιδεξιότητά του στην ανατομή εντόμων και την έγχυση έγχρωμων κηρωδών ουσιών στο αγγειακό σύστημα, έτσι που να γίνονται ορατές κι οι πιο λεπτές του διακλαδώσεις, κρίνονται ανυπέρβλητες. Υπήρξε ο δάσκαλος του φίλου και συμπατριώτη, αργότερα δε και αντιπάλου του, Ρούις, στην τεχνική αυτή, που στη συνέχεια ο δεύτερος ανήγαγε σε επίπεδο, που κανείς μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φτάσει.
Ο ΦΡΙΝΤΕΡΙΚ ΡΟΥΙΣ
Γεννήθηκε στη Χάγη το 1638. Στο Λέιντεν, από όπου πήρε το πτυχίο της ιατρικής το 1664, υπήρξε μαθητής του Ντε λα Μποέ. Από το 1666 τον συναντάμε στο Άμστερνταμ με τη σειρά, λέκτορα της ανατομικής, καθηγητή της μαιευτικής και τέλος καθηγητή της βοτανικής το 1685. Ανεξάρτητα όμως από την ειδικότητα της έδρας που κατείχε κάθε φορά, ο Ρουίς αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του στην «παρασκευή» πτωμάτων για ανατομικές μελέτες. Ήταν τέτοια η επιτυχία της τεχνικής του, ώστε οι «μούμιες» του, όπως ονόμασαν τότε τα πτώματά του, έδιναν, φτάνει να είχε κανείς λίγη καλή θέληση, την εντύπωση πως ζούσαν, σε αντίθεση με τις μακρινές τους αδελφές της Αιγύπτου που απέπνεαν έντονη την ιδέα του θανάτου. Γιατί κοντά στα άλλα, ο Ρουίς είχε ισχυρό το συναίσθημα του μακάβριου και το αποτύπωνε στις ανατομικές του συνθέσεις. Μπορούσες να δεις απίθανα συμπλέγματα σκελετών, τεμάχια από επίπλουν κι έντερα να καλύπτουν ένα δάπεδο από χολόλιθους και λίθους του νεφρού στο πλαίσιο ενός τοπίου, που σκιαζόταν από πολύχρωμες, χάρις στο χρωματιστό κερί που ήταν χυμένο μέσα τους, διακλαδώσεις αρτηριών και φλεβών! Και ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον του πλήθους, που ο Ρουίς έκοβε κανονικό εισιτήριο. Ανάμεσα στους επισκέπτες, ήταν κι ο Μεγάλος Πέτρος της Ρωσίας, που αργότερα, το 1717, απέκτησε όλη τη συλλογή και τη μετέφερε στην Πετρούπολη. Τότε ο Ρουίς ετοίμασε μια δεύτερη συλλογή, που την πούλησε στον βασιλιά της Πολωνίας Ιωάννη Σομπιέσκι, ο οποίος αργότερα τη χάρισε στο πανεπιστήμιο της Βυττεμβέργης.
Την εντύπωση που έδιναν τα ανατομικά του παρασκευάσματα, οι «μούμιες» του, αποδίδει θαυμάσια ο ποιητής Λεοπάρντι στον παρακάτω διάλογο που φαντάζεται ανάμεσα στον Ρούις και τα δημιουργήματά του:
«Ω, διάβολε! Ποιος δίδαξε τη μουσική σ’ αυτούς τους πεθαμένους που τραγουδούν μες στα μεσάνυχτα σαν πετεινοί; Στα αλήθεια, κρύος ιδρώτας με περιβρέχει κι ακόμα λίγο θα ήμουν πιο νεκρός από αυτούς. Δεν ξέρω γιατί τους φύλαξα από τη φθορά... Δεν ξέρω τι να κάνω. Αν τους αφήσω εδώ κλεισμένους, ποιος ξέρει αν δεν σπάσουν την πόρτα ή δεν δραπετεύσουν από την κλειδαρότρυπα κι έρθουν να με βρούνε στο κρεβάτι; Να ζητήσω βοήθεια από φόβο για τους νεκρούς, δεν μου πάει καλά. Εμπρός, ας κάνουμε κουράγιο κι ας δοκιμάσουμε να τους τρομάξουμε.
(Μπαίνοντας) Ε! παιδιά! Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζουμε; Λησμονάτε πως είστε νεκροί; Τι θόρυβος είναι αυτός; Ξιπαστήκατε μήπως από την επίσκεψη του τσάρου και συλλογίζεστε πως δεν σας πιάνουν πια οι νόμοι οι πρωτύτεροι; Να ξέρετε πως θα πάρω την μπάρα της πόρτας και θα σας σκοτώσω όλους».
Ο ποιητής φανταζόταν τις «μούμιες» να ξυπνούν ξαφνικά και να τραγουδούν το μακάβριο τραγούδι του θανάτου!
Στη μακρά του ζωή (πέθανε το 1731 σε ηλικία 93 ετών), ο Ρουίς μελετώντας και παρασκευάζοντας πτώματα, έφτασε την τεχνική των ανατομικών παρασκευασμάτων στο υπέρτατο σημείο. Τις σπουδαιότατες παρατηρήσεις του ανακοίνωσε με μια επιβλητική σειρά κειμένων. Ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωρίζουν οι «Εικονογραφήσεις των βαλβίδων των λεμφικών και των χοληφόρων αγγείων» και οι «Δέκα ανατομικοί θησαυροί», που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά λατινικά το 1737 και στη συνέχεια ολλανδικά το 1747 στο Άμστερνταμ μετά το θάνατό του.Οι πολλές ανακαλύψεις του Ρούις ξεσήκωναν αρκετές φορές άγρια πολεμική και ειδικότερα ο ισχυρισμός του ότι, κάνοντας εγχύσεις στο αγγειακό σύστημα, μπορούσε να του δώσει το μορφή που είχε εν ζωή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν απόλυτο και στάθηκε αφορμή πλανών για τον Ρούις. Οι παρατηρήσεις όμως που έκανε σε παρασκευάσματα λεμφαγγείων, του οφθαλμού, των όρχεων και των νεφρών, στα οποία δεν έκανε μόνον εγχύσεις υγρών, αλλά φρόντιζε και να τα συντηρεί με αλκοόλη, τερεβινθίνη κ.ά. συντηρητικά, του εξασφαλίζουν εξαίρετη θέση ανάμεσα στους ερευνητές της εποχής του. Ο Ρούις έχει τη θέση του πλάι στον Μαλπίγγι, τον Γκριού, τον Σβάμμερνταμ και τον Λέβενχουκ, ως συνιδρυτής της μικροσκοπικής ανατομικής. Στο πρόσωπό του η τεχνική και λεπτολόγος ανατομική του Σεβερίνο γίνεται πραγματικότητα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που πρόσφερε η εποχή του.