Το πρόβλημα της συστηματοποίησης είναι το πρώτο πρόβλημα των επιστημόνων του 18ου αιώνα. Λέγοντας όμως κάτι τέτοιο δεν εννοούμε φυσικά ότι κάποια βραδιά οι επιστήμονες κοιμήθηκαν στο 17ο αιώνα για να ξυπνήσουν το άλλο πρωί στο 18ο, αντιμετωπίζοντας ξαφνικά τα προβλήματα που τον χαρακτηρίζουν. Είναι αυθαιρεσία το να διαιρούμε την ιστορία, βάζοντας ανάμεσα στους αιώνες ή στη διαδρομή των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και στη ζωή ενός ανθρώπου, διαχωριστικές γραμμές και άκαμπτα όρια. Τέτοιες διακρίσεις είναι τελείως τεχνητές και η αξία τους έγκειται μόνο στο χρονικό εντοπισμό των γεγονότων με τρόπο που να συλλαμβάνονται εύκολα.
Το πρόβλημα της συστηματοποίησης του τεράστιου όγκου των γνώσεων και των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν το 16ο και 17ο αιώνα, χάρη στις γεωγραφικές ανακαλύψεις και το πάθος για έρευνα των ανθρώπων των εποχών εκείνων, δεν αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά. Μας το παρουσίασαν ήδη άνθρωποι, όπως ο Τσεζαλπίνο, ο Τσέζι, ο Ρέι, ο Ουιλλόμπι, που σημαίνει ότι και το πρόβλημα της συστηματοποίησης είναι στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα: ο προηγούμενος αιώνας κληρονομεί στον επόμενο, όχι μόνο το υλικό που δημιουργεί το πρόβλημα, αλλά και το ίδιο το πρόβλημα. Είναι κάτι που δεν περιορίζεται στην πλευρά της συστηματοποίησης, αλλά απλώνεται σε πολλές απόψεις των φυσικών και ειδικότερα των ιατρικών και παραϊατρικών επιστημών.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΙΩΝΑ
Μια παρατήρηση των πιο πολλών και πιο σοβαρών μελετητών της ιστορίας των επιστημών, ειδικότερα της ιστορίας της ιατρικής, σχετικά με το 18ο αιώνα, προκαλεί έκπληξη: ορισμένες κατευθύνσεις της έρευνας, που στον προηγούμενο αιώνα είχαν ιδιαίτερα καλλιεργηθεί, διακόπτονται με το νέο. Οι ίδιοι όμως ερευνητές που κάνουν την παρατήρηση, δίνουν και την ερμηνεία του αντιφατικού αυτού φαινομένου. Η πεποίθηση ότι (παρά τις προσπάθειες των οπαδών του Γαληνού και των επιζώντων σχολαστικών) τα φιλοσοφικά συστήματα, που για αιώνες κυβερνούσαν την ανθρώπινη σκέψη, είχαν χρεοκοπήσει, έκανε τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ορισμένες από τις απόπειρες αντικατάστασης του παλαιού πνευματικού οικοδομήματος. Από εδώ ξεκινά η αμφιβολία για την αξία της συσσώρευσης γνώσεων, γύρω από ορισμένα φαινόμενα και πολλών λεπτομερειών, ενώ τη θέση της καταλαμβάνει η πεποίθηση ότι το έργο της συστηματοποίησης είναι το πιο επείγον θέμα. Τι ωφελεί να συνεχιστεί η αναλυτική - περιγραφική εργασία, όταν ένα πλήθος από κατακτήσεις της έρευνας παραμένουν για δεκαετίες αιωρούμενες, γιατί δεν υπάρχει μια θέση για την ένταξή τους, τη στιγμή που λείπει το κατάλληλο θεωρητικό οικοδόμημα; Χρειάζονταν γενικές θεωρήσεις των πραγμάτων, που όσο έλειπαν, ο προβληματισμός είχε μετατεθεί στον έλεγχο των αρχαίων αντιλήψεων με βάση τα νέα δεδομένα και στη διαμόρφωση άλλων, όταν οι αρχαίες δεν άντεχαν στον έλεγχο.
Κάτι που δε σημειώνουν οι ερευνητές της ιστορίας των επιστημών και προς το οποίο θα έπρεπε να στραφεί η προσοχή μας είναι το ακόλουθο: ο 18ος αιώνας δεν αντιμετωπίζει μόνο το πρόβλημα της εγκυρότητας των αντιλήψεων των αρχαίων και της αναζήτησης νέων, όταν αυτές αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Θέτει υπό κρίση και τις αντιλήψεις του 17ου αιώνα, για τις οποίες συχνά εκδήλωναν αμφιβολίες οι επιστήμονες του 18ου. Η στάση τους αυτή κατέληξε στον κλονισμό των θεμελίων της σκέψης του 17ου αιώνα και την καταγγελία των πλανών και των σφαλμάτων του, στο όνομα μιας πιο έγκυρης επιστημονικής τοποθέτησης.
ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ
Μια από τις πιο σπουδαίες μαρτυρίες για τη σοβαρότητα των προβλημάτων που είχε θέσει στην ανθρώπινη σκέψη ο 17ος αιώνας, αποτελεί μια προσωπικότητα που δεν την πρόσεξαν αρκετά οι ιστορικοί των επιστημών. Πρόκειται για τον Τζιοβάνι Μπατίστα Βίκο (1668-1744), άνθρωπο του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, μιας εποχής στην οποία οι άνθρωποι, μη μπορώντας να προσαρμοστούν προς τις νέες αντιλήψεις, στρέφονταν στο παρελθόν και αντί για ανακαλύψεις και εφευρέσεις έκαναν αρχαιολογία. Μπροστά στον ορθολογισμό του Καρτέσιου, ο Βίκο, όπως ομολογεί ο ίδιος, ένιωσε να χάνει τον προσανατολισμό του, διαπιστώνοντας το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην ιστορική μόρφωση και στις προοπτικές της νέας επιστήμης της φύσης.
Το βασικό ερώτημα που προέκυπτε από την επίγνωση του χάσματος αυτού ήταν μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η ανθρώπινη γνώση και ποια μπορεί να είναι η εγκυρότητά της. Το πρόβλημα βρήκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απάντηση στο πρόσωπο του Βίκο. Κι αυτό όχι μόνο για τον καινοτόμο χαρακτήρα της, που την κάνει να προηγείται κατά ένα ολόκληρο αιώνα των συνεχιστών του Καντ (1724-1804), δηλαδή του Φίχτε (1762-1814), του Σέλινγκ (1775-1854) και του κυριότερου εκπρόσωπου του ιδεαλισμού, του Χέγκελ (1770-1831), στη διατύπωση των αρχών της ιστοριοκρατικής αντίληψης της πραγματικότητας. Η απάντηση του Βίκο αποκαλύπτει για μας τα όρια της επιστήμης του 17ου αιώνα, την έκταση στην οποία ήταν αυτά αισθητά στη γενιά που διαδέχτηκε το Γαλιλαίο, καθώς και τη συμβολή της σκέψης του Γαλιλαίου στην κατάκτηση της γνώσης.
Ο Βίκο στον υπέρμετρο ορθολογισμό αντιπαρατάσσει τις αμφιβολίες του σχετικά με το κύρος των γνώσεων που κατακτώνται μόνο με τη λογική. Μια τέτοια επιστήμη δε θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία του αντικειμένου της γνώσης, μια και δημιουργός του δεν είναι ο άνθρωπος. Μόνον ο ωρολογοποιός μπορεί να καυχηθεί ότι γνωρίζει το ρολόι γιατί το κατασκεύασε ο ίδιος, ρυθμίζοντας και την τελευταία λεπτομέρεια της κατασκευής του.
Κάτω από μια τέτοια προοπτική, η επιστήμη της φύσης χάνει κάθε εγκυρότητα, μια και ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός των δικών της αντικειμένων της γνώσης. Έτσι, ως μοναδική επιστήμη απομένει η ιστορία, η «νέα επιστήμη», όπως τη χαρακτηρίζει ο Βίκο στο θεμελιώδες έργο του: «Αρχές μιας νέας επιστήμης περί της κοινής φύσης των εθνών», γιατί η ιστορία είναι έργο ανθρώπινων χεριών και συνεπώς το μοναδικό αντικείμενο, για το οποίο μπορεί να ισχυριστεί ο άνθρωπος ότι το κατέχει.
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Βίκο καταδικάζει την επιστήμη των μαθηματικών αποδείξεων, την επιστήμη του 17ου αιώνα, που είχε, όπως ξέρουμε, φτάσει ένα θαυμαστό κιόλας επίπεδο. Συγχρόνως όμως, χωρίς ίσως να έχει επίγνωση του πράγματος, επιβεβαιώνει την πειραματική μέθοδο που, κατά μεγαλοφυή τρόπο, είχαν εισαγάγει στην επιστήμη ο Γαλιλαίος και οι συνεχιστές του έργου του. Γιατί τι άλλο είναι η πειραματική μέθοδος από την αναπαραγωγή, μέσα στο εργαστήριο, των φυσικών φαινομένων, σύμφωνα με τη θέληση του πειραματιστή; Δε γίνεται έτσι ο επιστήμονας «δημιουργός» του φυσικού φαινομένου, τους όρους του οποίου μπορεί να καθορίσει ως τις τελευταίες λεπτομέρειες και συνεπώς δεν κάνει, σύμφωνα με τις απόψεις του Βίκο, αληθινή επιστήμη;
Η λύση του προβλήματος από το Βίκο, που ήταν μόνο φιλόσοφος και ταυτόχρονα πολέμιος του καρτεσιανισμού, πάνω στον οποίο στηριζόταν σε πολλά θέματα η επιστήμη του Γαλιλαίου, ήταν πράγματι υπερβολικά αυστηρή. Οι δυσκολίες όμως της επιστήμης του 17ου αιώνα που φέρνει στο φως, ήταν από τις βαθύτερες κληρονομιές του προς τον αιώνα που ακολουθούσε. Ο 18ος αιώνας έπρεπε να διαλέξει. Ή να συνεχίσει την έρευνα πάνω σε πειραματικό επίπεδο ή να περιβάλλει τις κατακτήσεις της γνώσεις με την εγκυρότητα ενός συστήματος ερμηνείας που θα αντικαθιστούσε οριστικά όχι μόνον τα συστήματα της αρχαιότητας, αλλά και τα συστήματα της επιστήμης του 17ου αιώνα, που συχνά ήταν εξίσου αυθαίρετα ή τουλάχιστον το ίδιο επιθετικά με εκείνα της κλασικής παράδοσης.
Το πρόβλημα της συστηματοποίησης του τεράστιου όγκου των γνώσεων και των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν το 16ο και 17ο αιώνα, χάρη στις γεωγραφικές ανακαλύψεις και το πάθος για έρευνα των ανθρώπων των εποχών εκείνων, δεν αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά. Μας το παρουσίασαν ήδη άνθρωποι, όπως ο Τσεζαλπίνο, ο Τσέζι, ο Ρέι, ο Ουιλλόμπι, που σημαίνει ότι και το πρόβλημα της συστηματοποίησης είναι στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα: ο προηγούμενος αιώνας κληρονομεί στον επόμενο, όχι μόνο το υλικό που δημιουργεί το πρόβλημα, αλλά και το ίδιο το πρόβλημα. Είναι κάτι που δεν περιορίζεται στην πλευρά της συστηματοποίησης, αλλά απλώνεται σε πολλές απόψεις των φυσικών και ειδικότερα των ιατρικών και παραϊατρικών επιστημών.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΙΩΝΑ
Μια παρατήρηση των πιο πολλών και πιο σοβαρών μελετητών της ιστορίας των επιστημών, ειδικότερα της ιστορίας της ιατρικής, σχετικά με το 18ο αιώνα, προκαλεί έκπληξη: ορισμένες κατευθύνσεις της έρευνας, που στον προηγούμενο αιώνα είχαν ιδιαίτερα καλλιεργηθεί, διακόπτονται με το νέο. Οι ίδιοι όμως ερευνητές που κάνουν την παρατήρηση, δίνουν και την ερμηνεία του αντιφατικού αυτού φαινομένου. Η πεποίθηση ότι (παρά τις προσπάθειες των οπαδών του Γαληνού και των επιζώντων σχολαστικών) τα φιλοσοφικά συστήματα, που για αιώνες κυβερνούσαν την ανθρώπινη σκέψη, είχαν χρεοκοπήσει, έκανε τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ορισμένες από τις απόπειρες αντικατάστασης του παλαιού πνευματικού οικοδομήματος. Από εδώ ξεκινά η αμφιβολία για την αξία της συσσώρευσης γνώσεων, γύρω από ορισμένα φαινόμενα και πολλών λεπτομερειών, ενώ τη θέση της καταλαμβάνει η πεποίθηση ότι το έργο της συστηματοποίησης είναι το πιο επείγον θέμα. Τι ωφελεί να συνεχιστεί η αναλυτική - περιγραφική εργασία, όταν ένα πλήθος από κατακτήσεις της έρευνας παραμένουν για δεκαετίες αιωρούμενες, γιατί δεν υπάρχει μια θέση για την ένταξή τους, τη στιγμή που λείπει το κατάλληλο θεωρητικό οικοδόμημα; Χρειάζονταν γενικές θεωρήσεις των πραγμάτων, που όσο έλειπαν, ο προβληματισμός είχε μετατεθεί στον έλεγχο των αρχαίων αντιλήψεων με βάση τα νέα δεδομένα και στη διαμόρφωση άλλων, όταν οι αρχαίες δεν άντεχαν στον έλεγχο.
Κάτι που δε σημειώνουν οι ερευνητές της ιστορίας των επιστημών και προς το οποίο θα έπρεπε να στραφεί η προσοχή μας είναι το ακόλουθο: ο 18ος αιώνας δεν αντιμετωπίζει μόνο το πρόβλημα της εγκυρότητας των αντιλήψεων των αρχαίων και της αναζήτησης νέων, όταν αυτές αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Θέτει υπό κρίση και τις αντιλήψεις του 17ου αιώνα, για τις οποίες συχνά εκδήλωναν αμφιβολίες οι επιστήμονες του 18ου. Η στάση τους αυτή κατέληξε στον κλονισμό των θεμελίων της σκέψης του 17ου αιώνα και την καταγγελία των πλανών και των σφαλμάτων του, στο όνομα μιας πιο έγκυρης επιστημονικής τοποθέτησης.
ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΒΙΚΟ
Μια από τις πιο σπουδαίες μαρτυρίες για τη σοβαρότητα των προβλημάτων που είχε θέσει στην ανθρώπινη σκέψη ο 17ος αιώνας, αποτελεί μια προσωπικότητα που δεν την πρόσεξαν αρκετά οι ιστορικοί των επιστημών. Πρόκειται για τον Τζιοβάνι Μπατίστα Βίκο (1668-1744), άνθρωπο του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, μιας εποχής στην οποία οι άνθρωποι, μη μπορώντας να προσαρμοστούν προς τις νέες αντιλήψεις, στρέφονταν στο παρελθόν και αντί για ανακαλύψεις και εφευρέσεις έκαναν αρχαιολογία. Μπροστά στον ορθολογισμό του Καρτέσιου, ο Βίκο, όπως ομολογεί ο ίδιος, ένιωσε να χάνει τον προσανατολισμό του, διαπιστώνοντας το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην ιστορική μόρφωση και στις προοπτικές της νέας επιστήμης της φύσης.
Το βασικό ερώτημα που προέκυπτε από την επίγνωση του χάσματος αυτού ήταν μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η ανθρώπινη γνώση και ποια μπορεί να είναι η εγκυρότητά της. Το πρόβλημα βρήκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απάντηση στο πρόσωπο του Βίκο. Κι αυτό όχι μόνο για τον καινοτόμο χαρακτήρα της, που την κάνει να προηγείται κατά ένα ολόκληρο αιώνα των συνεχιστών του Καντ (1724-1804), δηλαδή του Φίχτε (1762-1814), του Σέλινγκ (1775-1854) και του κυριότερου εκπρόσωπου του ιδεαλισμού, του Χέγκελ (1770-1831), στη διατύπωση των αρχών της ιστοριοκρατικής αντίληψης της πραγματικότητας. Η απάντηση του Βίκο αποκαλύπτει για μας τα όρια της επιστήμης του 17ου αιώνα, την έκταση στην οποία ήταν αυτά αισθητά στη γενιά που διαδέχτηκε το Γαλιλαίο, καθώς και τη συμβολή της σκέψης του Γαλιλαίου στην κατάκτηση της γνώσης.
Ο Βίκο στον υπέρμετρο ορθολογισμό αντιπαρατάσσει τις αμφιβολίες του σχετικά με το κύρος των γνώσεων που κατακτώνται μόνο με τη λογική. Μια τέτοια επιστήμη δε θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία του αντικειμένου της γνώσης, μια και δημιουργός του δεν είναι ο άνθρωπος. Μόνον ο ωρολογοποιός μπορεί να καυχηθεί ότι γνωρίζει το ρολόι γιατί το κατασκεύασε ο ίδιος, ρυθμίζοντας και την τελευταία λεπτομέρεια της κατασκευής του.
Κάτω από μια τέτοια προοπτική, η επιστήμη της φύσης χάνει κάθε εγκυρότητα, μια και ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός των δικών της αντικειμένων της γνώσης. Έτσι, ως μοναδική επιστήμη απομένει η ιστορία, η «νέα επιστήμη», όπως τη χαρακτηρίζει ο Βίκο στο θεμελιώδες έργο του: «Αρχές μιας νέας επιστήμης περί της κοινής φύσης των εθνών», γιατί η ιστορία είναι έργο ανθρώπινων χεριών και συνεπώς το μοναδικό αντικείμενο, για το οποίο μπορεί να ισχυριστεί ο άνθρωπος ότι το κατέχει.
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Βίκο καταδικάζει την επιστήμη των μαθηματικών αποδείξεων, την επιστήμη του 17ου αιώνα, που είχε, όπως ξέρουμε, φτάσει ένα θαυμαστό κιόλας επίπεδο. Συγχρόνως όμως, χωρίς ίσως να έχει επίγνωση του πράγματος, επιβεβαιώνει την πειραματική μέθοδο που, κατά μεγαλοφυή τρόπο, είχαν εισαγάγει στην επιστήμη ο Γαλιλαίος και οι συνεχιστές του έργου του. Γιατί τι άλλο είναι η πειραματική μέθοδος από την αναπαραγωγή, μέσα στο εργαστήριο, των φυσικών φαινομένων, σύμφωνα με τη θέληση του πειραματιστή; Δε γίνεται έτσι ο επιστήμονας «δημιουργός» του φυσικού φαινομένου, τους όρους του οποίου μπορεί να καθορίσει ως τις τελευταίες λεπτομέρειες και συνεπώς δεν κάνει, σύμφωνα με τις απόψεις του Βίκο, αληθινή επιστήμη;
Η λύση του προβλήματος από το Βίκο, που ήταν μόνο φιλόσοφος και ταυτόχρονα πολέμιος του καρτεσιανισμού, πάνω στον οποίο στηριζόταν σε πολλά θέματα η επιστήμη του Γαλιλαίου, ήταν πράγματι υπερβολικά αυστηρή. Οι δυσκολίες όμως της επιστήμης του 17ου αιώνα που φέρνει στο φως, ήταν από τις βαθύτερες κληρονομιές του προς τον αιώνα που ακολουθούσε. Ο 18ος αιώνας έπρεπε να διαλέξει. Ή να συνεχίσει την έρευνα πάνω σε πειραματικό επίπεδο ή να περιβάλλει τις κατακτήσεις της γνώσεις με την εγκυρότητα ενός συστήματος ερμηνείας που θα αντικαθιστούσε οριστικά όχι μόνον τα συστήματα της αρχαιότητας, αλλά και τα συστήματα της επιστήμης του 17ου αιώνα, που συχνά ήταν εξίσου αυθαίρετα ή τουλάχιστον το ίδιο επιθετικά με εκείνα της κλασικής παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου