25/2/09

Η συστηματοποίηση του φυσικού κόσμου [58]

Μετά το θάνατο του Λέβενχουκ το 1723 μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι κλείνει η πρώτη περίοδος στην ιστορία της μικροσκοπίας. Ακολουθεί μια στάσιμη περίοδος που θα παραταθεί μέχρι τον επόμενο αιώνα, οπότε οι τεχνικές πρόοδοι θα επιτρέψουν τελειότερες κατασκευές και λεπτότερες έρευνες.
Το γεγονός της καθυστέρησης στην παραγωγή τελειότερων οπτικών οργάνων, άσκησε μεγάλη επίδραση στην κατεύθυνση που ακολούθησαν οι ιατρικές έρευνες το 18ο αιώνα. Οι επιστήμονες διατηρούσαν δικαιολογημένες επιφυλάξεις απέναντι στα όσα τους παρουσίαζε το μικροσκόπιο: αντιστοιχούσε άραγε αυτό που έβλεπαν στη πραγματικότητα ή μήπως ήταν αποτέλεσμα οπτικής απάτης που δημιουργούσε το ίδιο το όργανο; Είναι ο συλλογισμός στον οποίο βάσιζε ο Σμπαράλια την πολεμική του εναντίον του Μαλπίγγι και των άλλων μικροσκοπιστών, στο βιβλίο του «Υποσημείωση για τη χρήση του μικροσκοπίου». Οι επιφυλάξεις αυτές είναι δικαιολογημένες για τους επιστήμονες του 18ου αιώνα που δεν είχαν κατορθώσει να παρατηρήσουν στο μικροσκόπιο κάτι περισσότερο από ό,τι οι συνάδελφοί τους του προηγούμενου αιώνα.
Στο μεταξύ, ο τεράστιος όγκος του ατακτοποίητου υλικού, που είχε συγκεντρωθεί, δημιουργούσε την επείγουσα κι επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός συστηματικού πλαισίου, μέσα στο οποίο θα έπαιρνε το κάθε τι τη θέση του και θα έβρισκε τη σωστή του ερμηνεία.

ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ
Η ανάγκη αυτή για συστηματοποίηση δεν παρουσιάζεται τώρα για πρώτη φορά. Στους τομείς ιδίως της βοτανικής και της ζωολογίας πολλές φορές επιχειρήθηκαν ταξινομήσεις που θα υποκαθιστούσαν εκείνη του Αριστοτέλη για να ανταποκριθούν ακριβέστερα στις νέες περιγραφές των φυτικών και ζωικών μορφών της φύσης και στις ανακαλύψεις που υπήρξαν καρπός των γεωγραφικών εξερευνήσεων.
Αποφασιστικός στον τομέα αυτό υπήρξε ο ρόλος του Τσεζαλπίνο με τη προσπάθειά του για μια νέα ταξινόμηση των φυτών. Το 17ο αιώνα, όμως, η ανάγκη για συστηματοποίηση γίνεται εντονότερα αισθητή. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες του αιώνα αυτού προσπαθούν να αναγάγουν την ποικιλία των εκδηλώσεων του φαινομένου της ζωής σε μια και μόνη βασική κατασκευή: τόσο έντονη ήταν η αίσθηση της ανάγκης για μια ενιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, σύμφωνα με την οποία θα εξηγούνταν τα πάντα ως δευτερεύουσες εκδηλώσεις του μοναδικού θεμελιώδους φαινομένου της ζωής. Και αυτό όχι πια με τη γενική θεώρηση της ζωής από μια μηχανική (ιατρομηχανικοί), χημική (ιατροχημικοί), ή ψυχική (μυστικοί) προοπτική, αλλά με την αναγωγή στο ανατομικό και λειτουργικό στοιχείο των ζωντανών οργανισμών. Με το πνεύμα αυτό ο Μαλπίγγι ανάγει τα πάντα στη λεπτή κατασκευή και τη λειτουργία του «αδένος», ο Μπαλίβι στις «κινητικές ίνες» κοκ. Όλοι αναζητούν μια ενιαία ερμηνεία του φαινομένου της ζωής με τις πολλαπλές του όψεις.
Στο β' μισό του 17ου αιώνα, η τάση για συστηματοποίηση γίνεται εντονότερη. Ο Ουιλλόμπι και ο Ρέι στην Αγγλία αναλαμβάνουν μεγάλες προσπάθειες, που όπως είδαμε, συνέβαλαν αποφασιστικά στο έργο του μεγάλου τους διαδόχου, του Κάρολου Λινναίου.
Δεν πρέπει άλλωστε να μας παραξενεύει το γεγονός ότι η ανάγκη για συστηματική ταξινόμηση είχε γίνει αισθητή από το 17ο αιώνα και για την ακρίβεια από το β' μισό του 16ου (Αλντροβάντι, Τσεζαλπίνο κλπ.). Είναι μια διαρκής ανάγκη για τον άνθρωπο, σύμφυτη με τη σκέψη του, που μια θεμελιώδης ιδιότητά της είναι η αναγωγή των πολλών στο ένα. Τι άλλο σημαίνει σκέφτομαι, από το ότι ανάγω τα πολλά στο ένα; Μήπως ο Πλάτωνας δεν είχε πει ότι η γνώση είναι η ενθύμηση της «ιδέας», του «αρχέτυπου», που στην αισθητή πραγματικότητα παρουσιάζεται σαν μια ατέλειωτη σειρά αντιτύπων ή ακόμα και παραμορφώσεων; Γνωρίζω το άλογο σημαίνει έχω την ενθύμηση της αμετάβλητης και αιώνιας «ιδέας» του αλόγου, με βάση την οποία έχουν πλαστεί όλα τα άλογα του αισθητού κόσμου. Μήπως ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Γαληνός, δεν είχαν δημιουργήσει συστήματα με τα οποία συνέδεαν οργανικά τα πολλά σε ενιαίο σύνολο, τοποθετώντας τα στη σωστή θέση, σύμφωνα με την αντίληψη του καιρού τους και δίνοντάς τους τη κατάλληλη ερμηνεία; Ο Γαλιλαίος, διατυπώνοντας τους νόμους του εκκρεμούς, δεν έκανε αναγωγή των όσων συνέβαιναν σε κάθε πραγματικό και πιθανό εκκρεμές στην «ιδέα» του εκκρεμούς;

Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Σε τι διαφέρουν λοιπόν οι επιστήμονες του 17ου από αυτούς του 18ου αιώνα στο θέμα της συστηματοποίησης της γνώσης; Απλούστατα, οι τελευταίοι είχαν μια πιο πλήρη επίγνωση του προβλήματος: αισθάνονταν πιο επιτακτική την ανάγκη της επίλυσής του και δυσπιστούσαν ως προς την αξία της συνέχισης της αναλυτικής - περιγραφικής έρευνας, χωρίς την ύπαρξη μιας γενικής θεωρίας. Στο πλαίσιό της θα ήταν δυνατή η τοποθέτηση των μικρών φαινομένων και των πολλών λεπτομερειών στη κατάλληλη θέση, δίνοντας στην ίδια τη θεωρία σταθερότητα και διάρκεια. Έτσι οι γενικές ιδέες, τα μεγάλα και βασικά προβλήματα, είναι η διαρκής τους απασχόληση.
Για να καταλάβουμε όλη αυτή την προσπάθεια, πρέπει να ανατρέξουμε στον Γκότφριντ Λάιμπνιτς (1646-1716), τον διαπρεπή Γερμανό μαθηματικό και φιλόσοφο, που υπήρξε εμπνευστής της ίδρυσης της Ακαδημίας των Επιστημών της Βιέννης και της Πρωσικής Ακαδημίας των Επιστημών στο Βερολίνο, αποδεικνύοντας έτσι τη ζωηρή αίσθηση, που διέθετε, για οργανωμένη εργασία. Ο Λάιμπνιτς έβλεπε το σύμπαν ως το αρμονικό σύνολο μιας ενέργειας ή ζωής που αναπτύσσεται κατά στάδια, τα οποία αντανακλώνται στην εσωτερική ανάπτυξη κάθε μονάδας (του απλούστερου στοιχείου της πραγματικότητας) έτσι, που σε κάθε μονάδα να αντανακλάται ολόκληρο το σύμπαν, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να βγει η μονάδα από τον εαυτό της.
Στα λόγια αυτά συνοψίζεται η σκέψη του Λάιμπνιτς και συγχρόνως καθρεφτίζεται η απαίτηση της εποχής του για μια ενιαία ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, μια οργανική συγκρότηση της γνώσης. Η απαίτηση αυτή αποκορυφώνεται με τον Εμμανουήλ Καντ (1724-1804). Το βασικό πρόβλημα του Καντ είναι αν το λογικό έχει την ικανότητα να συλλάβει επιστημονικά το σύμπαν, αν μπορεί να δώσει μια ορθολογιστική κατασκευή της αισθητής πραγματικότητας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού και η επίλυσή του με βάση τους όρους του Καντ, ανοίγει οριστικά το δρόμο στη σύγχρονη σκέψη. Στον 18ο αιώνα τοποθετήθηκαν οι βάσεις πολλών πνευματικών κινήσεων που βρήκαν την πλήρη τους ανάπτυξη στο 19ο και στον 20ο αιώνα.

ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Η επιτακτική αυτή ανάγκη οδηγεί τους επιστήμονες του 18ου αιώνα αρχικά στην οργάνωση. Κάτω από την προοπτική αυτή, μελέτες που δεν είχαν μέχρι τότε αξιωθεί καμιάς προσοχής κι έμεναν στο περιθώριο σαν απλές συλλογές δεδομένων της φυσικής πραγματικότητας, απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη αξία, κατέλαβαν κεντρική θέση και προωθήθηκαν έτσι που ο αντίκτυπός τους να είναι μέχρι σήμερα αισθητός. Αρκεί να αναλογιστούμε τις συζητήσεις, τις προτάσεις και αντιπροτάσεις, τις έρευνες, τις κριτικές και την πολεμική που γίνεται στις μέρες μας γύρω από την ταξινόμηση των όγκων τον οστών.
Δυο είναι κυρίως οι φυσιογνωμίες της εποχής αυτής, μπροστά στις οποίες αξίζει, όπως λέει ο στίχος του Πετράρχη, «να κλίνουμε το γόνυ του πνεύματος»: ο Καρλ φον Λινέ (Carl von Linné), ο γνωστός μας Λινναίος και ο Ζωρζ-Λουί Λεκλέρκ, πιο γνωστός με τον τίτλο ευγενείας που απέκτησε το 1771 ως κόμης Μπιφόν. Και οι δυο τους γεννήθηκαν το 1707. Ο Λινναίος πέθανε το 1778 και ο Μπιφόν το 1788. Το έργο τους καλύπτει ολόκληρο το 18ο αιώνα, όπως και οι προσωπικότητές τους συγκεντρώνουν τους πιο τυπικούς χαρακτήρες τους. Στο Λινναίο και τον Μπιφόν βρίσκει την πλήρη της έκφραση, αλλά και την πιο ικανοποιητική απάντηση, η απαίτηση του «αιώνα των φώτων» για μεθόδευση, οργάνωση και συστηματοποίηση της γνώσης.
Κλείνοντας το προηγούμενο κεφάλαιο εκφράζομε το θαυμασμό μας απέναντι στις προσωπικότητες του Λινναίου και του Μπιφόν, όχι μόνο για τη μεγαλοφυΐα του έργου τους, αλλά και για τον εντυπωσιακό του όγκο. Θα ήταν δικαιολογημένο λοιπόν να αφιερώσουμε στον καθένα τους ξεχωριστό κεφάλαιο, έστω και στις αναλογίες του χώρου που διαθέτουμε.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Γεννήθηκε στο Ράσχουλτ της Σουηδίας το 1707 από πατέρα ιερωμένο. Σπούδασε ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο του Λουντ και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα.
Έχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του το πάθος της βοτανικής, καταβρόχθισε κυριολεκτικά τα έργα των μεγάλων βοτανικών και φυσιοδιφών του προηγούμενου αιώνα και των συγχρόνων του (Ρέι, Γιουνγκ, Ουιλλόμπι, Τουρνεφόρ), ακόμα και τα έργα σοφών από χώρες μακρινές, όπως του Ιταλού Τσεζαλπίνο.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών έγραψε την πρώτη του πραγματεία με τον τίτλο «Οι γάμοι των φυτών» (Ουψάλα, 1729), από την οποία αποδεικνύεται ότι γνώριζε το έργο του Καμεράριου. Είκοσι τριών ετών προσκλήθηκε να αντικαταστήσει τον καθηγητή του στις παραδόσεις. Η εντύπωση που δημιούργησε τότε κίνησε το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό των ακροατών του. Σε δυο χρόνια, πριν καν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, η Ακαδημία των Επιστημών τον έστελνε στη Λαπωνία για να μελετήσει και να συλλέξει δείγματα φυτών. Στο πεντάμηνο αυτό ταξίδι του ο Λινναίος συγκέντρωσε το υλικό που ύστερα από πέντε χρόνια παρέδωσε στη διάθεση του κοινού, δημοσιεύοντας το βιβλίο «Λαπωνική χλωρίδα» (Άμστερνταμ, 1737).
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Λινναίος επιθυμώντας να αποκτήσει τον τίτλο του διδάκτορα της ιατρικής, που δεν μπορούσε να του απονείμει το σουηδικό πανεπιστήμιο, ταξίδεψε στην Ολλανδία με έξοδα του μέλλοντος πεθερού του (παντρεύτηκε το 1739).
Τον τίτλο του διδάκτορα πήρε τελικά από το πανεπιστήμιο του Χάρντερβεϊκ και αμέσως μετά πήγε στο Λέιντεν, όπου το πνευματικό περιβάλλον ήταν πιο ζωντανό, σε σύγκριση με τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου πήρε τη διδακτορία του. Το πανεπιστήμιο του Λέιντεν, που σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε κατορθώσει, μέσα στη δεύτερη 50ετία του 16ου αιώνα, να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα της Ευρώπης, αποτελούσε ισχυρό πόλο έλξης για τον διψασμένο για γνώσεις Λινναίο. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα σπουδαιότερα πνεύματα του καιρού του. Ένας από αυτούς ήταν ο Γκρονόβιος (Γιόχαν Φρίντριχ Γκρόνοβ), ο οποίος διαβάζοντας ένα πρόσφατο μικρό έργο του Λινναίου με τον τίτλο «Σύστημα της φύσης» ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε προσφέρθηκε και το τύπωσε με δικά του έξοδα. Η έκταση του έργου ήταν όλες κι όλες 12 σελίδες, που υπήρξαν όμως αρκετές για να περιλάβουν σε αδρές γραμμές το ταξινομικό σύστημα του Λινναίου. Αργότερα ο Λινναίος θα ονομάσει το έργο του αυτό «Επιτομή» ή «Γεωγραφικό χάρτη» του κυρίου έργου του, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Στοκχόλμη το 1740 για να γνωρίσει στη συνέχεια 11 εκδόσεις σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Μεταξύ 1778 και 1793 έγινε η 10τομη έκδοση της Λειψίας, μετά το θάνατο του Λινναίου. Από όλες αυτές τις εκδόσεις βασική θεωρείται η δίτομη της Στοκχόλμης (έτος έκδοσης 1758-1759), που έγινε με επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.
Στο Λέιντεν ο Λινναίος γνώρισε και τον Μπούρχαβε για τον οποίον έχουμε κιόλας αναφέρει αρκετά. Αυτός κατάλαβε αμέσως τη μεγαλοφυΐα του νεαρού συναδέλφου του και τον παρουσίασε στον Μπούρμαν, που δίδασκε βοτανική στο Άμστερνταμ. Εκείνος τον κράτησε για συνεργάτη του ολόκληρο χρόνο.
Ακολούθησε η γνωριμία με έναν πάμπλουτο τραπεζίτη, τον Κλίφορντ, που διέθετε ένα θαυμάσιο βοτανικό κήπο στο σπίτι του. Αυτός τον φιλοξένησε δυο χρόνια, στο διάστημα των οποίων γράφτηκε το κύριο έργο του. Στο μεταξύ δημοσίευσε τις «Βάσεις της βοτανικής» (Λέιντεν, 1736), τον «Κλιφορδιανό Κήπο» (Άμστερνταμ, 1737), βιβλίο όπου περιέγραψε τον κήπο του ανθρώπου που τον φιλοξενούσε, τα «Γένη των φυτών» (Λέιντεν, 1737) και τις «Τάξεις των φυτών» (Λέιντεν, 1738).
Από το 1738 έως το 1741 ο Λινναίος εξάσκησε το ιατρικό επάγγελμα στη Στοκχόλμη. Τότε προσκλήθηκε να αναλάβει την έδρα της φυσικής και της ανατομικής στην Ουψάλα, την οποία και αντάλλαξε τον επόμενο χρόνο με την έδρα της βοτανικής.
Ο Λινναίος έμεινε πιστός στο πανεπιστήμιο που του εμπιστεύθηκε την πρώτη έδρα και αρνήθηκε κάθε προσφορά από αλλού. Έζησε μέχρι το θάνατό του μεταξύ Ουψάλας και Χάμμαρμπι, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του. Οι τιμές έρχονταν από παντού, από τον επιστημονικό κόσμο και την υψηλή κοινωνία: ο βασιλιάς της Σουηδίας του απένειμε τίτλο ευγενείας, που ενώ δεν πρόσθετε τίποτα στην εσωτερική του αξία, όμως τον καθιέρωνε απέναντι στο ευρύτερο κοινό.
Μέσα στις τιμές αυτές τον βρήκε κάποια στιγμή η αρρώστια. Από το 1767 περίπου άρχισε να προσβάλλεται από αμνησία και το 1774 υπέστη δεξιά ημιπληγία. Στην κατάσταση αυτή έζησε ο μεγάλος Σουηδός επιστήμονας άλλα 4 χρόνια, ώσπου το 1778 ο θάνατος έθεσε τέλος στο δικό του μαρτύριο και την οδύνη του κόσμου, που έβλεπε μια μεγαλοφυΐα να έχει μεταβληθεί σε ερείπιο.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ (1685-1750) συνήθιζε να λέει ότι συνθέτει μουσική «προς δόξα Θεού και τέρψη του πνεύματος». Η βαθιά θρησκευτικότητα και μια πραγματική ηθική ατμόσφαιρα ήταν έκδηλες και στις παραμικρές λεπτομέρειες της ζωής του.
Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε και για το Λινναίο. Από τον ιερωμένο πατέρα του δεν κληρονόμησε μόνο το πάθος για τη βοτανική, αλλά και μια βαθιά χριστιανική πίστη, που τη βλέπουμε να ξεχειλίζει από κάθε σελίδα του έργου του.
Η δραστηριότητα του Λινναίου υπήρξε καταπληκτική. Είχε επιπλέον την τύχη να περιβάλλεται από εκλεκτούς συνεργάτες, όπως ο Πέτερ Αρτέντι, ο Χάσσελκβιστ, ο Λέφλινγκ, ο Φόρσκαλ, ο Τούνμπεργκ και ο Φαμπρίσιους, ένας από τους πιο σπουδαίους συνεχιστές του έργου του. Δημοσίευσε περισσότερες από 180 εργασίες, μεγάλες και μικρές, που οι σελίδες τους δονούνται από βαθιά θρησκευτική πίστη και ευσέβεια.
Όσο κι αν τα κείμενα του Λινναίου δεν έχουν να προσφέρουν μια ερμηνεία της φύσης, μια και ο συγγραφέας ικανοποιείτο με την ερμηνεία της Εκκλησίας, όμως η προσπάθειά του να ταξινομήσει τις μορφές του ζωντανού κόσμου κι επιπλέον τα ορυκτά και άλλα αντικείμενα της φύσης, ήταν αντάξια μιας υπέροχης διάνοιας.
Στην ταξινόμηση πάντως των ορυκτών δεν είχε την ίδια επιτυχία. Όσο για τα φυτά, ο Λινναίος στηρίχθηκε στην αρχή ταξινόμησης του Καμεράριου, δηλαδή στη διάταξη των φυλετικών χαρακτήρων του φυτού, των στημόνων και των υπέρων. Εισήγαγε τη διπλή ονοματολογία: το πρώτο όνομα δηλώνει το γένος και το δεύτερο το είδος του φυτού. Έτσι και τα γνωστότερά μας ζώα του γένους των αιλουροειδών, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από το ζωικό βασίλειο, η τίγρης, το λιοντάρι, ο πάνθηρας, έχουν αντιστοίχως τα διπλά ονόματα «αίλουρος ο τίγρης», «αίλουρος ο λέων», «αίλουρος ο πάρδος».
Οι περιγραφές του Λινναίου είναι ανάγλυφες, ρεαλιστικές με τρόπο καταπληκτικό και τόσο περιεκτικές στη συντομία τους, ώστε χαίρεται κανείς να τις διαβάζει.

ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΕΧΕΙ ΟΡΙΑ
Ο Λινναίος, όπως ο ίδιος βεβαίωνε, πίστευε ότι υπάρχουν τόσα είδη, όσα ο Θεός «εν αρχή» δημιούργησε, πίστευε δηλαδή στο αμετάβλητο των ειδών, όπως ακριβώς ο Αριστοτέλης και οι σχολαστικοί. Ούτε καν υποπτευόταν ότι στον αιώνα του έμπαιναν κιόλας τα θεμέλια των εξελικτικών θεωριών που θα έθεταν σε αμφιβολία το επιβλητικό ταξινομικό του οικοδόμημα. Οικοδόμημα όμως από το οποίο δεν έλειπαν τα ελαττώματα και που πάντως είχε ορισμένα όρια.
Πρώτον, η υποδιαίρεση των ζώων σε 6 τάξεις: θηλαστικά, πτηνά, αμφίβια, ιχθύς, έντομα και σκώληκες, θεωρείται γενικά λιγότερο επιτυχής από την υποδιαίρεση που είχε κάνει ο Αριστοτέλης. Το ίδιο ισχύει για τις τάξεις στις οποίες διαίρεσε το φυτικό βασίλειο.
Δεύτερον, ο Λινναίος εξακολουθεί να παραδέχεται ως αλήθειες καθαρούς μύθους, πράγμα που αν δε βλάπτει την ουσία του έργου του, αδικεί την ωραιότητά του.
Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός ότι με τη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης καταργείται το σύστημα του Λινναίου, όμως δεν παύει να αποτελεί ένα γιγάντιο και θαυμαστό έργο. Μένει ακόμα η έμφοβη συνείδηση του μυστηρίου που εμπνέει κάθε του παρατήρηση και η βαθιά του μετριοφροσύνη, καρπός λαμπρής ηθικής συνείδησης, που καλεί κάθε επιστήμονα να αναγνωρίζει μόνος τα όρια του έργου του: «Πολλά είναι τα άγνωστα, μεγαλύτερα από αυτά! Αυτά που γνωρίζουμε είναι ελάχιστο μέρος εκείνων που αγνοούμε!» είναι οι τελευταίες φράσεις από το έργο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου