Όποιος περνά σήμερα από το αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο κοντά στη Ρώμη ασφαλώς δεν μπορεί να ξέρει ότι εδώ και 100 χρόνια ήταν εκεί το απροσπέλαστο άντρο της ελονοσίας. Στο χώρο αυτό είναι θαμμένος από το 1925 ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi), ο επιστήμονας, που πρώτος απέδωσε στον ανωφελή κώνωπα του είδους κορυνηφόρος την ευθύνη για τη μετάδοση της ελονοσίας. Ήταν αυτό η τελευταία επιθυμία ενός παραγνωρισμένου στρατιώτη της επιστήμης, που είχε στη ζωή του δεθεί στενά με τον δυστυχισμένο αυτόν τόπο, τα χρόνια εκείνα.
Ο δεσμός του Γκράσι με το Φιουμιτσίνο άρχισε πολλά χρόνια πριν, όταν ο νεαρός τότε επιστήμονας αναγορευόταν σε ηλικία 24 ετών διδάκτορας της ιατρικής και αποφάσιζε να αφιερωθεί στη Βιολογία. Ήταν ένας άνθρωπος με σεμνή εμφάνιση που αδιαφορούσε για το ντύσιμό του, και η αφηρημάδα του ήταν παροιμιώδης. Όταν ήταν καθηγητής πανεπιστημίου έφτανε στην παράδοση με τις τσέπες παραγεμισμένες από τενεκεδένια κουτάκια και γυάλινα σωληνάρια, φορώντας τις αρβύλες του που τον διευκόλυναν στις ατέλειωτες αναζητήσεις του στην ύπαιθρο. Είχε εγκαταλείψει το ιατρικό επάγγελμα για να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο διδάσκαλο, τη φύση. Θα τον συναντούσε κανείς συλλογισμένο να σκύβει στα χορτάρια της όχθης κάποιου ποταμού, να σκαλίζει το σαπισμένο κορμό ενός δένδρου ή τη λάσπη ενός τέλματος, για να ανακαλύψει μικροοργανισμούς που αμέσως τους κατέγραφε χρησιμοποιώντας ένα φορητό μικροσκόπιο. Η αδιάκοπη παρατήρηση στο μικροσκόπιο διευκόλυνε την απώλεια της όρασής του από το μάτι, που όπως έγραφε ο ίδιος, τον εξυπηρετούσε καλύτερα στις μικροσκοπικές του έρευνες.
Οι παρασιτολογικές μελέτες του Γκράσι ανάγονται στα χρόνια που σπούδαζε στην Παβία και στη Μεσσήνη και όταν ειδικευόταν στη Γερμανία, όπου απέκτησε ένα πολύτιμο συνεργάτη, τη Μαρία Κένεν που έγινε γυναίκα του. Τότε ανακάλυψε ότι το αίτιο της νόσου που θέριζε κατά χιλιάδες τους εργάτες που άνοιγαν τη σήραγγα του αγίου Γοτθάρδου ήταν τα αυγά του παρασίτου «αγκυλόστομα το δωδεκαδακτυλικό» που είχε ανακαλυφθεί από τον Ντουμπίνι (Angelo Dubini) (1813-1902) και εύρισκε θαυμάσιο περιβάλλον για να αναπτυχθεί στο χώμα των στοών. Σε ηλικία 29 ετών ήταν κιόλας καθηγητής της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Κατάνης. Εκεί αναδείχθηκε υποδειγματικός διδάσκαλος. Όπως ο ίδιος γράφει, έκανε πάντοτε περισσότερα μαθήματα από όσα προβλέπονταν στο πρόγραμμα και μολονότι ήταν γερουσιαστής από το 1908, ποτέ δεν άφησε, έστω κι ένα μάθημα, σε αντικαταστάτη για τον οποίο μάλιστα πλήρωνε η κυβέρνηση.
Την περίοδο εκείνη ο Γκράσι ανακάλυψε ότι η «ταινία η ελλειπτική» διατρέχει ένα μέρος του βιολογικού της κύκλου στο έντερο του ψύλλου και η «ταινία η νάνος» στο σκώρο του αλευριού και άλλα έντομα.
Βασική υπήρξε η ανακάλυψή του για τη γένεση των χελιών. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι αναπτύσσονταν από τα σκουλήκια της λάσπης, και ο Σπαλαντσάνι υπέθετε αόριστα ότι αναπαράγονται στο βυθό των θαλασσών. Ο Γκράσι με ανακοίνωσή του το 1896 απέδειξε ότι τα χέλια παράγονται από τις προνύμφες που έφεραν το όνομα «λεπτοκέφαλος ο βραχύρρυγχος». Τα πειράματά του για τα χέλια απλώνονταν από τις δημόσιες δεξαμενές μέχρι το μαγειρείο του σπιτιού του και την μπανιέρα του.
Επτά χρόνια αφιέρωσε στη μελέτη των τερμιτών. Από αυτήν προήλθε το έργο του «Συγκρότηση και εξέλιξη της κοινωνίας των τερμιτιδών» για το οποίο πήρε το χρυσό μετάλλιο του Ιδρύματος Δαρβίνου. Ασχολήθηκε ακόμα με τις μέλισσες και τα δίπτερα και έγραψε μελέτη με τον τίτλο «Τα εγκλήματα των μυγών». Στο βιβλίο αυτό κάνει τη θεμελιώδη παρατήρηση ότι η μύγα καταπίνει και αποβάλλει άθικτο το δονάκιο της χολέρας.
Η απασχόλησή του με τον φορέα της ελονοσίας στάθηκε για τον Γκράσι αφορμή πικρίας. Στην ιστορία της ελονοσίας παρατηρείται το εξής περίεργο: οι πρόοδοι στο θεραπευτικό τομέα να είναι πάντοτε μεγαλύτερες από ό,τι είναι στον τομέα της αιτιολογικής της διερεύνησης. Η ελονοσία δεν ήταν καθόλου άγνωστη στους αρχαίους. Δύο Λατίνοι συγγραφείς, ο Κολουμέλλας και ο Βαρώνιος, φαίνονται να έχουν πλησιάσει πολύ τη λύση του αιτιολογικού της προβλήματος. Ο Κολουμέλλας στο έργο του «Αγροτικά» γράφει: «Είναι απαραίτητο να αποφεύγουμε να γειτονεύουν τα σπίτια μας με έλος, γιατί το έλος με τη ζέστη, αναδίδει ένα βλαβερό δηλητήριο και γεννά ζώα οπλισμένα με επιβλαβή κεντριά, που πετούν επάνω μας σε πυκνά σμήνη». Ο Βαρώνιος πάλι μιλάει για «εχθρικά ζώα που γεννιούνται από τα έλη». Όλα αυτά λησμονήθηκαν το μεσαίωνα. Το 1600 εισάγεται στην Ευρώπη η θεραπεία της ελονοσίας με το φλοιό της κίνας που εφάρμοζαν οι Ίνκας της Ν. Αμερικής. Το 1717 ο Λαντσίζι στο έργο του για τις νόσους που προκαλούνται από τα έλη και τη θεραπεία τους, αποδίδει την ελονοσία στα «κουνούπια που σφυρίζουν» και παράγονται από κάτι «σκουληκάκια» που κολυμπούν στο στεκούμενο νερό. Ο Ραζόρι, καθηγητής στην Παβία κάνει τη σκέψη ότι τα κουνούπια εισάγουν με το τσίμπημά τους τέτοια παράσιτα στο αίμα του ανθρώπου. Η υπόθεση επιβεβαιώνεται από τους Μπινιάμι, Ντιονίζι και τον Τηλέμαχο Μεταξά που ήταν βιολόγος στη Ρώμη. Το 1880 ο Γάλλος Λαβεράν (Charles Louis Alphonse Laveran) (1845-1922) ανακαλύπτει το παράσιτο του έλους στο αίμα Αλγερινού στρατιώτη, και οι Μαρκιαφάβα (Ettore Marchiafava) (1847-1935) και Τσέλλι (Angelo Celli) (1857-1914) διαπιστώνουν ότι το παράσιτο αυτό είναι πρωτόζωο. Ο Καμίλλο Γκόλτζι (Camillo Golgi) (1844-1926) στην Παβία ξεχωρίζει μεταξύ 1884 και 1886 το παράσιτο του τριταίου από το παράσιτο του τεταρταίου πυρετού.
Το πρόβλημα του τρόπου, της οδού και του χρόνου της εισβολής του παρασίτου στον ανθρώπινο οργανισμό έρχεται να λύσει ο Γκράσι. Διεισδύει στις περιοχές που έχουν πληγεί πιο πολύ από την ελονοσία, συγκεντρώνει κάθε είδους κουνούπια, τα αυγά και τις προνύμφες τους από τελείως εγκαταλελειμμένες περιοχές, χωρίς τα κονδύλια που διατίθενται να του επιτρέπουν μεταφορικές ανέσεις και ζωή καλύτερη από εκείνη των χωρικών ανάμεσα στους οποίους κινείτο. Μερικοί από αυτούς είναι πολύτιμοι βοηθοί του, όπως ο Τζιουζέπε ντελ Άκονα, που του έπιανε κουνούπια για μια πεντάρα το ένα με τον εξής τρόπο: εξέθετε το μπράτσο του γυμνό στο έλος και καθώς κάθε κουνούπι που καθόταν πάνω του έκανε να βγάλει το μακρύ κεντρί του, το έπιανε μέσα σ’ ένα γυάλινο σωληνάριο που το έκλεινε με γάζα ποτισμένη στο οινόπνευμα.
Η μεγάλη ανακάλυψη έγινε το καλοκαίρι του 1898. Η πρώτη έγγραφη μαρτυρία της ήταν μια καρτ-ποστάλ. Την έστειλε τον Αύγουστο από το Μπελλάνο στην κόρη του Έλλα που ήταν στη Γερμανία με τη μητέρα της: «Αγαπητή Έλλα, έκανα ένα ταξιδάκι τριών ημερών αναζητώντας κουνούπια και ελπίζω ότι έχω ανακαλύψει εκείνο που προκαλεί την ελονοσία. Απόψε γυρίζω στη Ροβελάσκα. Πιθανώς να πάω για τον ίδιο σκοπό στο Γκροσσέτο και μετά θα έρθω στη Γερμανία, αν τα κουνούπια που θα μου στείλετε από το Σβέντσινγκεν μου αρέσουν...»
Την ανακάλυψή του ανήγγειλε ο Γκράσι τον ίδιο χρόνο (Σεπτέμβριος) στην Ακαδημία των Λίντσεϊ. Η πολεμική που ακολούθησε θα τον πικράνει πολύ. Το Δεκέμβριο του 1898 έγραφε ο Άγγλος Ρόναλντ Ρος (Ronald Ross) (1857-1932) στον Λαβεράν: «Θεωρώ ως πιθανό ότι η ελονοσία μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα δήγματα των κουνουπιών και ίσως και άλλων εντόμων». Ο Ρος πίστευε ότι εκείνος ανακάλυψε το αίτιο της ελονοσίας και ο κόσμος τον ακολούθησε στην πεποίθησή του αυτή. Τη θέση του είχε πάρει και ο Κωχ, και τον ακολούθησε και ο Λίστερ. Έτσι ο Ρος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.Πολλές ιστορίες της ιατρικής αγνοούν τελείως το όνομα του Γκράσι. Σ’ αυτό έπαιξε το ρόλο του βέβαια το βραβείο Νόμπελ του Ρος, που ίσως άξιζε περισσότερο στον σεμνό και λησμονημένο Ιταλό επιστήμονα.
Ο δεσμός του Γκράσι με το Φιουμιτσίνο άρχισε πολλά χρόνια πριν, όταν ο νεαρός τότε επιστήμονας αναγορευόταν σε ηλικία 24 ετών διδάκτορας της ιατρικής και αποφάσιζε να αφιερωθεί στη Βιολογία. Ήταν ένας άνθρωπος με σεμνή εμφάνιση που αδιαφορούσε για το ντύσιμό του, και η αφηρημάδα του ήταν παροιμιώδης. Όταν ήταν καθηγητής πανεπιστημίου έφτανε στην παράδοση με τις τσέπες παραγεμισμένες από τενεκεδένια κουτάκια και γυάλινα σωληνάρια, φορώντας τις αρβύλες του που τον διευκόλυναν στις ατέλειωτες αναζητήσεις του στην ύπαιθρο. Είχε εγκαταλείψει το ιατρικό επάγγελμα για να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο διδάσκαλο, τη φύση. Θα τον συναντούσε κανείς συλλογισμένο να σκύβει στα χορτάρια της όχθης κάποιου ποταμού, να σκαλίζει το σαπισμένο κορμό ενός δένδρου ή τη λάσπη ενός τέλματος, για να ανακαλύψει μικροοργανισμούς που αμέσως τους κατέγραφε χρησιμοποιώντας ένα φορητό μικροσκόπιο. Η αδιάκοπη παρατήρηση στο μικροσκόπιο διευκόλυνε την απώλεια της όρασής του από το μάτι, που όπως έγραφε ο ίδιος, τον εξυπηρετούσε καλύτερα στις μικροσκοπικές του έρευνες.
Οι παρασιτολογικές μελέτες του Γκράσι ανάγονται στα χρόνια που σπούδαζε στην Παβία και στη Μεσσήνη και όταν ειδικευόταν στη Γερμανία, όπου απέκτησε ένα πολύτιμο συνεργάτη, τη Μαρία Κένεν που έγινε γυναίκα του. Τότε ανακάλυψε ότι το αίτιο της νόσου που θέριζε κατά χιλιάδες τους εργάτες που άνοιγαν τη σήραγγα του αγίου Γοτθάρδου ήταν τα αυγά του παρασίτου «αγκυλόστομα το δωδεκαδακτυλικό» που είχε ανακαλυφθεί από τον Ντουμπίνι (Angelo Dubini) (1813-1902) και εύρισκε θαυμάσιο περιβάλλον για να αναπτυχθεί στο χώμα των στοών. Σε ηλικία 29 ετών ήταν κιόλας καθηγητής της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Κατάνης. Εκεί αναδείχθηκε υποδειγματικός διδάσκαλος. Όπως ο ίδιος γράφει, έκανε πάντοτε περισσότερα μαθήματα από όσα προβλέπονταν στο πρόγραμμα και μολονότι ήταν γερουσιαστής από το 1908, ποτέ δεν άφησε, έστω κι ένα μάθημα, σε αντικαταστάτη για τον οποίο μάλιστα πλήρωνε η κυβέρνηση.
Την περίοδο εκείνη ο Γκράσι ανακάλυψε ότι η «ταινία η ελλειπτική» διατρέχει ένα μέρος του βιολογικού της κύκλου στο έντερο του ψύλλου και η «ταινία η νάνος» στο σκώρο του αλευριού και άλλα έντομα.
Βασική υπήρξε η ανακάλυψή του για τη γένεση των χελιών. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι αναπτύσσονταν από τα σκουλήκια της λάσπης, και ο Σπαλαντσάνι υπέθετε αόριστα ότι αναπαράγονται στο βυθό των θαλασσών. Ο Γκράσι με ανακοίνωσή του το 1896 απέδειξε ότι τα χέλια παράγονται από τις προνύμφες που έφεραν το όνομα «λεπτοκέφαλος ο βραχύρρυγχος». Τα πειράματά του για τα χέλια απλώνονταν από τις δημόσιες δεξαμενές μέχρι το μαγειρείο του σπιτιού του και την μπανιέρα του.
Επτά χρόνια αφιέρωσε στη μελέτη των τερμιτών. Από αυτήν προήλθε το έργο του «Συγκρότηση και εξέλιξη της κοινωνίας των τερμιτιδών» για το οποίο πήρε το χρυσό μετάλλιο του Ιδρύματος Δαρβίνου. Ασχολήθηκε ακόμα με τις μέλισσες και τα δίπτερα και έγραψε μελέτη με τον τίτλο «Τα εγκλήματα των μυγών». Στο βιβλίο αυτό κάνει τη θεμελιώδη παρατήρηση ότι η μύγα καταπίνει και αποβάλλει άθικτο το δονάκιο της χολέρας.
Η απασχόλησή του με τον φορέα της ελονοσίας στάθηκε για τον Γκράσι αφορμή πικρίας. Στην ιστορία της ελονοσίας παρατηρείται το εξής περίεργο: οι πρόοδοι στο θεραπευτικό τομέα να είναι πάντοτε μεγαλύτερες από ό,τι είναι στον τομέα της αιτιολογικής της διερεύνησης. Η ελονοσία δεν ήταν καθόλου άγνωστη στους αρχαίους. Δύο Λατίνοι συγγραφείς, ο Κολουμέλλας και ο Βαρώνιος, φαίνονται να έχουν πλησιάσει πολύ τη λύση του αιτιολογικού της προβλήματος. Ο Κολουμέλλας στο έργο του «Αγροτικά» γράφει: «Είναι απαραίτητο να αποφεύγουμε να γειτονεύουν τα σπίτια μας με έλος, γιατί το έλος με τη ζέστη, αναδίδει ένα βλαβερό δηλητήριο και γεννά ζώα οπλισμένα με επιβλαβή κεντριά, που πετούν επάνω μας σε πυκνά σμήνη». Ο Βαρώνιος πάλι μιλάει για «εχθρικά ζώα που γεννιούνται από τα έλη». Όλα αυτά λησμονήθηκαν το μεσαίωνα. Το 1600 εισάγεται στην Ευρώπη η θεραπεία της ελονοσίας με το φλοιό της κίνας που εφάρμοζαν οι Ίνκας της Ν. Αμερικής. Το 1717 ο Λαντσίζι στο έργο του για τις νόσους που προκαλούνται από τα έλη και τη θεραπεία τους, αποδίδει την ελονοσία στα «κουνούπια που σφυρίζουν» και παράγονται από κάτι «σκουληκάκια» που κολυμπούν στο στεκούμενο νερό. Ο Ραζόρι, καθηγητής στην Παβία κάνει τη σκέψη ότι τα κουνούπια εισάγουν με το τσίμπημά τους τέτοια παράσιτα στο αίμα του ανθρώπου. Η υπόθεση επιβεβαιώνεται από τους Μπινιάμι, Ντιονίζι και τον Τηλέμαχο Μεταξά που ήταν βιολόγος στη Ρώμη. Το 1880 ο Γάλλος Λαβεράν (Charles Louis Alphonse Laveran) (1845-1922) ανακαλύπτει το παράσιτο του έλους στο αίμα Αλγερινού στρατιώτη, και οι Μαρκιαφάβα (Ettore Marchiafava) (1847-1935) και Τσέλλι (Angelo Celli) (1857-1914) διαπιστώνουν ότι το παράσιτο αυτό είναι πρωτόζωο. Ο Καμίλλο Γκόλτζι (Camillo Golgi) (1844-1926) στην Παβία ξεχωρίζει μεταξύ 1884 και 1886 το παράσιτο του τριταίου από το παράσιτο του τεταρταίου πυρετού.
Το πρόβλημα του τρόπου, της οδού και του χρόνου της εισβολής του παρασίτου στον ανθρώπινο οργανισμό έρχεται να λύσει ο Γκράσι. Διεισδύει στις περιοχές που έχουν πληγεί πιο πολύ από την ελονοσία, συγκεντρώνει κάθε είδους κουνούπια, τα αυγά και τις προνύμφες τους από τελείως εγκαταλελειμμένες περιοχές, χωρίς τα κονδύλια που διατίθενται να του επιτρέπουν μεταφορικές ανέσεις και ζωή καλύτερη από εκείνη των χωρικών ανάμεσα στους οποίους κινείτο. Μερικοί από αυτούς είναι πολύτιμοι βοηθοί του, όπως ο Τζιουζέπε ντελ Άκονα, που του έπιανε κουνούπια για μια πεντάρα το ένα με τον εξής τρόπο: εξέθετε το μπράτσο του γυμνό στο έλος και καθώς κάθε κουνούπι που καθόταν πάνω του έκανε να βγάλει το μακρύ κεντρί του, το έπιανε μέσα σ’ ένα γυάλινο σωληνάριο που το έκλεινε με γάζα ποτισμένη στο οινόπνευμα.
Η μεγάλη ανακάλυψη έγινε το καλοκαίρι του 1898. Η πρώτη έγγραφη μαρτυρία της ήταν μια καρτ-ποστάλ. Την έστειλε τον Αύγουστο από το Μπελλάνο στην κόρη του Έλλα που ήταν στη Γερμανία με τη μητέρα της: «Αγαπητή Έλλα, έκανα ένα ταξιδάκι τριών ημερών αναζητώντας κουνούπια και ελπίζω ότι έχω ανακαλύψει εκείνο που προκαλεί την ελονοσία. Απόψε γυρίζω στη Ροβελάσκα. Πιθανώς να πάω για τον ίδιο σκοπό στο Γκροσσέτο και μετά θα έρθω στη Γερμανία, αν τα κουνούπια που θα μου στείλετε από το Σβέντσινγκεν μου αρέσουν...»
Την ανακάλυψή του ανήγγειλε ο Γκράσι τον ίδιο χρόνο (Σεπτέμβριος) στην Ακαδημία των Λίντσεϊ. Η πολεμική που ακολούθησε θα τον πικράνει πολύ. Το Δεκέμβριο του 1898 έγραφε ο Άγγλος Ρόναλντ Ρος (Ronald Ross) (1857-1932) στον Λαβεράν: «Θεωρώ ως πιθανό ότι η ελονοσία μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα δήγματα των κουνουπιών και ίσως και άλλων εντόμων». Ο Ρος πίστευε ότι εκείνος ανακάλυψε το αίτιο της ελονοσίας και ο κόσμος τον ακολούθησε στην πεποίθησή του αυτή. Τη θέση του είχε πάρει και ο Κωχ, και τον ακολούθησε και ο Λίστερ. Έτσι ο Ρος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.Πολλές ιστορίες της ιατρικής αγνοούν τελείως το όνομα του Γκράσι. Σ’ αυτό έπαιξε το ρόλο του βέβαια το βραβείο Νόμπελ του Ρος, που ίσως άξιζε περισσότερο στον σεμνό και λησμονημένο Ιταλό επιστήμονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου