Αν η χειρουργική από χειρωνακτικό επάγγελμα μεταβλήθηκε σε ιατρική ειδικότητα υψηλότατης στάθμης, αυτό οφείλεται χωρίς αμφιβολία σε δυο γιατρούς του προπερασμένου αιώνα: τον Άγγλο Τζόζεφ Λίστερ και τον Γάλλο Φελίξ Τεριέ. Οι δυο σοφοί έλυσαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και με τρόπο αποτελεσματικό το πρόβλημα των χειρουργικών μολύνσεων.
Ο Τζόζεφ Λίστερ (Joseph Lister) γεννήθηκε το 1827 στο Λονδίνο από οικογένεια Κουάκερων. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών. Νεότατος αποφάσισε να γίνει χειρουργός. Την εποχή εκείνη το θέμα της νάρκωσης προκαλούσε σφοδρά πολεμική για λόγους θρησκευτικούς: οι φανατικότεροι εχθροί της ήταν οι καλβινιστές της Σκωτίας.
Όταν το Νοέμβριο του 1847 ο Σίμψον εκθείαζε μπροστά στη Χειρουργική Εταιρεία του Εδιμβούργου τη χρήση του χλωροφορμίου στους τοκετούς, οι αρχηγοί των διάφορων δογμάτων θεώρησαν την ανακάλυψή του αντίθετη προς τη βιβλική κατάρα του Θεού προς τη γυναίκα: «με λύπες θα γεννά τέκνα». Ο Σίμψον όμως, καλός γνώστης της Γραφής, τους αποστόμωσε, παρουσιάζοντάς τους ένα άλλο χωρίο από τη Γένεση: «και επέβαλε ο Θεός έκσταση (βαθύ ύπνο) επί τον Αδάμ και ύπνωσε (κοιμήθηκε) και έλαβε μία των πλευρών αυτού και αναπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής».
Η ηχώ της διαμάχης αυτής έφτασε και στην οικογένεια του Λίστερ, οικογένεια ζηλωτών, όταν ο νεαρός Τζόζεφ είχε χαράξει την πορεία του. Αν η νάρκωση ήταν ένα αποφασιστικό βήμα στην πρόοδο της χειρουργικής, η αντισηψία αποτέλεσε ουσιώδη σταθμό στην εξέλιξή της.
Η πρώτη απόπειρα του Λίστερ πάνω στο θέμα προερχόταν από το νοσοκομείο της Γλασκώβης, στο οποίο για λόγους οικονομίας είχαν περικοπεί όλα τα έξοδα για επιδεσμικό υλικό, σεντόνια και χημικά μέσα μόλυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική αύξηση της θνησιμότητας λόγω των μολύνσεων που πάθαιναν τα εγχειρητικά τραύματα. Η σηψαιμία ήταν ανέκαθεν ο φοβερός εχθρός κάθε χειρουργικής επέμβασης και ο μεγάλος αριθμός των νοσηλευομένων λόγω της αύξησης του πληθυσμού των πόλεων, έκανε το πρόβλημα επιτακτικότερο. Τα νοσοκομεία είχαν φοβερή φήμη και ο κόσμος πίστευε ότι οι κίνδυνοι για τη ζωή του ήταν μικρότεροι στο πεδίο της μάχης παρά στο χειρουργείο.
Η σηψαιμία προσέλκυσε από την αρχή το ενδιαφέρον του Λίστερ. Όταν το 1865 ο Τόμας Άντερσον, καθηγητής της χημείας στη Γλασκώβη, του γνωστοποίησε τις εργασίες του Παστέρ για τη ζύμωση και τη σήψη, που αποδείκνυαν ότι οι διεργασίες αυτές οφείλονταν σε μικροσκοπικούς παθογόνους παράγοντες, ο Λίστερ μπήκε σε συλλογισμούς. Γιατί και η διαπύηση των τραυμάτων να μην οφείλεται στην ίδια αιτία; Άρχισε λοιπόν να αναζητά μέσα για τη θεραπεία του κακού. Θυμήθηκε τότε ότι το φαινικό οξύ χρησιμοποιείτο για το χημικό καθαρισμό των μολυσμένων νερών του Καρλάιλ. Έβρεξε λοιπόν το επιπεπλεγμένο κάταγμα ενός αρρώστου του και το κάλυψε με μια κομπρέσα διαποτισμένη στο ίδιο υγρό: επάνω του σχηματίστηκε μια κρούστα και δεν παρουσιάστηκε μόλυνση.
Τα πειράματά του συνέχισε ο Λίστερ σιωπηλά επί δύο χρόνια, ώσπου το 1867 δημοσίευσε στο «Lancet» μια περιγραφή της θεραπευτικής μεθόδου του. Τον ίδιο χρόνο έκανε μια ανακοίνωση «Περί της αρχής της αντισηψίας» στη Βρετανική Ιατρική Εταιρεία, με αποτέλεσμα να συναντήσει βίαιες αντιδράσεις. Μεταξύ εκείνων που αντιδρούσαν ήταν, κατά περίεργο τρόπο, και ο εισηγητής της αναισθησίας με χλωροφόρμιο, ο σερ Τζαίημς Σίμψον (James Simpson), που χαρακτήρισε τα υπεύθυνα για τη σηψαιμία μικρόβια «χειμερικούς μύκητες» του Λίστερ. Η τεχνική του Λίστερ χαρακτηρίστηκε μάλλον περιφρονητικά ως «φαινικοθεραπεία». Ο Σίμψον μάλιστα τον κατηγόρησε ότι έκλεψε την ιδέα της χρησιμοποίησης του φαινικού οξέος από το Γάλλο φαρμακολόγο Ζιλ Λεμέρ. Ο Λίστερ εξήγησε ότι η ουσία της ανακάλυψής του έγκειται στο συστηματικό αποκλεισμό των μικροοργανισμών από τα χειρουργικά τραύματα, και το φαινικό οξύ ήταν απλά ένα μέσο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.
Στη συνέχεια των μελετών του ο Λίστερ εξέτασε στο μικροσκόπιο την επίδραση των ραμμάτων που χρησιμοποιούνται για χειρουργικές ραφές επάνω σε πειραματόζωα. Διαπότισε τότε το μεταξένιο και το ζωικό ράμμα με φαινικό οξύ και διαπίστωσε ότι μπορούσε να προλαμβάνει τις μολύνσεις. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη γάζα στις επιδέσεις των τραυμάτων και εισήγαγε τη χρήση των παροχετεύσεων με σωληνίσκους από ελαστικό. Η πρώτη άρρωστη στην οποία εφαρμόστηκε η νέα τεχνική ήταν η βασίλισσα Βικτωρία.
Το 1877 του προσφέρθηκε η έδρα της κλινικής χειρουργικής στο King’s College Hospital του Λονδίνου. Η αντισηπτική του μέθοδος εφαρμοζόταν πια σε όλα τα χειρουργεία του κόσμου.
Σε όλη του τη ζωή (πέθανε το 1912) ο Λίστερ αρνιόταν την ύπαρξη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της αντισηψίας και ασηψίας. Κατά τη γνώμη του είτε χημικά μέσα χρησιμοποιούσε κανείς είτε την αποστείρωση με τη θερμότητα, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: ο αποκλεισμός των μικροβίων από το εγχειρητικό πεδίο.
Ένας άλλος απόστολος της αντιμικροβιακής σταυροφορίας υπήρξε ο Φελίξ Τεριέ. Ήταν κιόλας καθηγητής της χειρουργικής κλινικής, όταν στη μάχη του Σεντάν του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τις τραγικές συνέπειες της χειρουργικής του καιρού του σε όλη τους την έκταση: η σηψαιμία θέριζε όσους δε θέρισαν τα όπλα των Πρώσων. Ο Τεριέ, που εκτιμούσε τον Λίστερ, είχε εν τούτοις παρατηρήσει δυο μειονεκτήματα της αντισηψίας. Πρώτον, ότι ο ψεκασμός με φαινικό οξύ, που είχε επινοήσει ο Λίστερ, ναι μεν προκαλούσε κορεσμό του αέρα του χειρουργείου, τα περισσότερα όμως και πιο επικίνδυνα μικρόβια δεν αιωρούνται στον αέρα, αλλά υπάρχουν στα εργαλεία, το επιδεσμικό υλικό και τα χέρια του χειρουργού. Δεύτερον, ότι μιας και ορισμένα μικρόβια μπορούν να αμυνθούν παίρνοντας τη μορφή σπόρου, η εξόντωση των μικροβίων με την αντισηψία τίθεται σε αμφιβολία. Και αυτά άσχετα από το γεγονός ότι η αντισηψία καθυστερούσε την αυτόματη ίαση των ιστών. Ο Τεριέ σκέφτηκε ότι η ριζική λύση θα ήταν η πρόληψη της μόλυνσης, αντισηψία που θα εκτελείται σε άθικτους ιστούς, δηλαδή σε άσηπτο χειρουργείο. Έτσι το 1878 χειρουργεί σε χώρους απομονωμένους, ασβεστωμένους, που να μην έχει προηγουμένως μείνει άλλος άρρωστος και με νέα, κάθε φορά, εργαλεία. Η πλήρης, όμως, εφαρμογή της μεθόδου του έγινε το 1883 στο περίφημο νοσοκομείο Μπισά, όπου ο Τεριέ διεύθυνε ένα υποδειγματικό τμήμα. Στο νοσοκομείο αυτό ξεχώριζαν σηπτικούς και άσηπτους ασθενείς, απομόνωναν όσους είχαν υποστεί μεγάλες εγχειρήσεις στο υπογάστριο σ’ ένα μεγάλο περίπτερο που κάθε θάλαμος είχε το πολύ δύο κρεβάτια και γειτόνευε με το χειρουργείο και απαγόρευαν στους χειρουργούς την είσοδο σε θαλάμους που βρίσκονταν άλλοι άρρωστοι. Το προσωπικό του χειρουργείου υποχρεωνόταν να χειρουργεί με μετρημένες κινήσεις και σε απόλυτη σιγή, αφού προηγουμένως έπλεναν σχολαστικά τα χέρια τους και το κάτω μέρος των βραχιόνων, καθώς και το σώμα του ασθενούς. Με τον Τεριέ παρουσιάζονται για πρώτη φορά οι αποστειρωμένες μπλούζες των χειρουργών, τα δε εργαλεία αποστειρώνονται σε 160-180 βαθμούς. Ύστερα από κάθε επέμβαση παρακολουθείται η μετεγχειρητική πορεία του αρρώστου: και η μικρότερη πυρετική κίνηση θεωρείται απόδειξη κακής ασηψίας. Στα νοσοκομεία όλου του κόσμου το όνομα του μικρόσωμου Γάλλου χειρουργού με την αυστηρή όψη, προφερόταν πια με σεβασμό.
Αν η μεγαλοφυΐα όπως την όρισε ο Μπιφόν, δεν είναι παρά «η μεγαλύτερη ικανότητα για υπομονή», τότε ο Φ. Τεριέ υπήρξε πράγματι μια μεγαλοφυΐα. Το έργο του κυριαρχεί έκτοτε στη χειρουργική, έργο στηριγμένο στην πίστη προς τις ανακαλύψεις του Παστέρ, σε μια προσπάθεια τελειοποίησης επί τρεις και πλέον δεκαετίες και στο προσωπικό παράδειγμα και τη διδασκαλία του. Σήμερα που η ασηψία είναι κοινή συνείδηση όχι μόνο για τον χειρουργό αλλά και για τους κοινούς ανθρώπους, το όνομα του Τεριέ είναι άγνωστο στις νέες γενιές.
Ο Τζόζεφ Λίστερ (Joseph Lister) γεννήθηκε το 1827 στο Λονδίνο από οικογένεια Κουάκερων. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών. Νεότατος αποφάσισε να γίνει χειρουργός. Την εποχή εκείνη το θέμα της νάρκωσης προκαλούσε σφοδρά πολεμική για λόγους θρησκευτικούς: οι φανατικότεροι εχθροί της ήταν οι καλβινιστές της Σκωτίας.
Όταν το Νοέμβριο του 1847 ο Σίμψον εκθείαζε μπροστά στη Χειρουργική Εταιρεία του Εδιμβούργου τη χρήση του χλωροφορμίου στους τοκετούς, οι αρχηγοί των διάφορων δογμάτων θεώρησαν την ανακάλυψή του αντίθετη προς τη βιβλική κατάρα του Θεού προς τη γυναίκα: «με λύπες θα γεννά τέκνα». Ο Σίμψον όμως, καλός γνώστης της Γραφής, τους αποστόμωσε, παρουσιάζοντάς τους ένα άλλο χωρίο από τη Γένεση: «και επέβαλε ο Θεός έκσταση (βαθύ ύπνο) επί τον Αδάμ και ύπνωσε (κοιμήθηκε) και έλαβε μία των πλευρών αυτού και αναπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής».
Η ηχώ της διαμάχης αυτής έφτασε και στην οικογένεια του Λίστερ, οικογένεια ζηλωτών, όταν ο νεαρός Τζόζεφ είχε χαράξει την πορεία του. Αν η νάρκωση ήταν ένα αποφασιστικό βήμα στην πρόοδο της χειρουργικής, η αντισηψία αποτέλεσε ουσιώδη σταθμό στην εξέλιξή της.
Η πρώτη απόπειρα του Λίστερ πάνω στο θέμα προερχόταν από το νοσοκομείο της Γλασκώβης, στο οποίο για λόγους οικονομίας είχαν περικοπεί όλα τα έξοδα για επιδεσμικό υλικό, σεντόνια και χημικά μέσα μόλυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική αύξηση της θνησιμότητας λόγω των μολύνσεων που πάθαιναν τα εγχειρητικά τραύματα. Η σηψαιμία ήταν ανέκαθεν ο φοβερός εχθρός κάθε χειρουργικής επέμβασης και ο μεγάλος αριθμός των νοσηλευομένων λόγω της αύξησης του πληθυσμού των πόλεων, έκανε το πρόβλημα επιτακτικότερο. Τα νοσοκομεία είχαν φοβερή φήμη και ο κόσμος πίστευε ότι οι κίνδυνοι για τη ζωή του ήταν μικρότεροι στο πεδίο της μάχης παρά στο χειρουργείο.
Η σηψαιμία προσέλκυσε από την αρχή το ενδιαφέρον του Λίστερ. Όταν το 1865 ο Τόμας Άντερσον, καθηγητής της χημείας στη Γλασκώβη, του γνωστοποίησε τις εργασίες του Παστέρ για τη ζύμωση και τη σήψη, που αποδείκνυαν ότι οι διεργασίες αυτές οφείλονταν σε μικροσκοπικούς παθογόνους παράγοντες, ο Λίστερ μπήκε σε συλλογισμούς. Γιατί και η διαπύηση των τραυμάτων να μην οφείλεται στην ίδια αιτία; Άρχισε λοιπόν να αναζητά μέσα για τη θεραπεία του κακού. Θυμήθηκε τότε ότι το φαινικό οξύ χρησιμοποιείτο για το χημικό καθαρισμό των μολυσμένων νερών του Καρλάιλ. Έβρεξε λοιπόν το επιπεπλεγμένο κάταγμα ενός αρρώστου του και το κάλυψε με μια κομπρέσα διαποτισμένη στο ίδιο υγρό: επάνω του σχηματίστηκε μια κρούστα και δεν παρουσιάστηκε μόλυνση.
Τα πειράματά του συνέχισε ο Λίστερ σιωπηλά επί δύο χρόνια, ώσπου το 1867 δημοσίευσε στο «Lancet» μια περιγραφή της θεραπευτικής μεθόδου του. Τον ίδιο χρόνο έκανε μια ανακοίνωση «Περί της αρχής της αντισηψίας» στη Βρετανική Ιατρική Εταιρεία, με αποτέλεσμα να συναντήσει βίαιες αντιδράσεις. Μεταξύ εκείνων που αντιδρούσαν ήταν, κατά περίεργο τρόπο, και ο εισηγητής της αναισθησίας με χλωροφόρμιο, ο σερ Τζαίημς Σίμψον (James Simpson), που χαρακτήρισε τα υπεύθυνα για τη σηψαιμία μικρόβια «χειμερικούς μύκητες» του Λίστερ. Η τεχνική του Λίστερ χαρακτηρίστηκε μάλλον περιφρονητικά ως «φαινικοθεραπεία». Ο Σίμψον μάλιστα τον κατηγόρησε ότι έκλεψε την ιδέα της χρησιμοποίησης του φαινικού οξέος από το Γάλλο φαρμακολόγο Ζιλ Λεμέρ. Ο Λίστερ εξήγησε ότι η ουσία της ανακάλυψής του έγκειται στο συστηματικό αποκλεισμό των μικροοργανισμών από τα χειρουργικά τραύματα, και το φαινικό οξύ ήταν απλά ένα μέσο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.
Στη συνέχεια των μελετών του ο Λίστερ εξέτασε στο μικροσκόπιο την επίδραση των ραμμάτων που χρησιμοποιούνται για χειρουργικές ραφές επάνω σε πειραματόζωα. Διαπότισε τότε το μεταξένιο και το ζωικό ράμμα με φαινικό οξύ και διαπίστωσε ότι μπορούσε να προλαμβάνει τις μολύνσεις. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη γάζα στις επιδέσεις των τραυμάτων και εισήγαγε τη χρήση των παροχετεύσεων με σωληνίσκους από ελαστικό. Η πρώτη άρρωστη στην οποία εφαρμόστηκε η νέα τεχνική ήταν η βασίλισσα Βικτωρία.
Το 1877 του προσφέρθηκε η έδρα της κλινικής χειρουργικής στο King’s College Hospital του Λονδίνου. Η αντισηπτική του μέθοδος εφαρμοζόταν πια σε όλα τα χειρουργεία του κόσμου.
Σε όλη του τη ζωή (πέθανε το 1912) ο Λίστερ αρνιόταν την ύπαρξη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της αντισηψίας και ασηψίας. Κατά τη γνώμη του είτε χημικά μέσα χρησιμοποιούσε κανείς είτε την αποστείρωση με τη θερμότητα, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: ο αποκλεισμός των μικροβίων από το εγχειρητικό πεδίο.
Ένας άλλος απόστολος της αντιμικροβιακής σταυροφορίας υπήρξε ο Φελίξ Τεριέ. Ήταν κιόλας καθηγητής της χειρουργικής κλινικής, όταν στη μάχη του Σεντάν του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τις τραγικές συνέπειες της χειρουργικής του καιρού του σε όλη τους την έκταση: η σηψαιμία θέριζε όσους δε θέρισαν τα όπλα των Πρώσων. Ο Τεριέ, που εκτιμούσε τον Λίστερ, είχε εν τούτοις παρατηρήσει δυο μειονεκτήματα της αντισηψίας. Πρώτον, ότι ο ψεκασμός με φαινικό οξύ, που είχε επινοήσει ο Λίστερ, ναι μεν προκαλούσε κορεσμό του αέρα του χειρουργείου, τα περισσότερα όμως και πιο επικίνδυνα μικρόβια δεν αιωρούνται στον αέρα, αλλά υπάρχουν στα εργαλεία, το επιδεσμικό υλικό και τα χέρια του χειρουργού. Δεύτερον, ότι μιας και ορισμένα μικρόβια μπορούν να αμυνθούν παίρνοντας τη μορφή σπόρου, η εξόντωση των μικροβίων με την αντισηψία τίθεται σε αμφιβολία. Και αυτά άσχετα από το γεγονός ότι η αντισηψία καθυστερούσε την αυτόματη ίαση των ιστών. Ο Τεριέ σκέφτηκε ότι η ριζική λύση θα ήταν η πρόληψη της μόλυνσης, αντισηψία που θα εκτελείται σε άθικτους ιστούς, δηλαδή σε άσηπτο χειρουργείο. Έτσι το 1878 χειρουργεί σε χώρους απομονωμένους, ασβεστωμένους, που να μην έχει προηγουμένως μείνει άλλος άρρωστος και με νέα, κάθε φορά, εργαλεία. Η πλήρης, όμως, εφαρμογή της μεθόδου του έγινε το 1883 στο περίφημο νοσοκομείο Μπισά, όπου ο Τεριέ διεύθυνε ένα υποδειγματικό τμήμα. Στο νοσοκομείο αυτό ξεχώριζαν σηπτικούς και άσηπτους ασθενείς, απομόνωναν όσους είχαν υποστεί μεγάλες εγχειρήσεις στο υπογάστριο σ’ ένα μεγάλο περίπτερο που κάθε θάλαμος είχε το πολύ δύο κρεβάτια και γειτόνευε με το χειρουργείο και απαγόρευαν στους χειρουργούς την είσοδο σε θαλάμους που βρίσκονταν άλλοι άρρωστοι. Το προσωπικό του χειρουργείου υποχρεωνόταν να χειρουργεί με μετρημένες κινήσεις και σε απόλυτη σιγή, αφού προηγουμένως έπλεναν σχολαστικά τα χέρια τους και το κάτω μέρος των βραχιόνων, καθώς και το σώμα του ασθενούς. Με τον Τεριέ παρουσιάζονται για πρώτη φορά οι αποστειρωμένες μπλούζες των χειρουργών, τα δε εργαλεία αποστειρώνονται σε 160-180 βαθμούς. Ύστερα από κάθε επέμβαση παρακολουθείται η μετεγχειρητική πορεία του αρρώστου: και η μικρότερη πυρετική κίνηση θεωρείται απόδειξη κακής ασηψίας. Στα νοσοκομεία όλου του κόσμου το όνομα του μικρόσωμου Γάλλου χειρουργού με την αυστηρή όψη, προφερόταν πια με σεβασμό.
Αν η μεγαλοφυΐα όπως την όρισε ο Μπιφόν, δεν είναι παρά «η μεγαλύτερη ικανότητα για υπομονή», τότε ο Φ. Τεριέ υπήρξε πράγματι μια μεγαλοφυΐα. Το έργο του κυριαρχεί έκτοτε στη χειρουργική, έργο στηριγμένο στην πίστη προς τις ανακαλύψεις του Παστέρ, σε μια προσπάθεια τελειοποίησης επί τρεις και πλέον δεκαετίες και στο προσωπικό παράδειγμα και τη διδασκαλία του. Σήμερα που η ασηψία είναι κοινή συνείδηση όχι μόνο για τον χειρουργό αλλά και για τους κοινούς ανθρώπους, το όνομα του Τεριέ είναι άγνωστο στις νέες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου