13/9/09

Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lombroso) [94]

Το 1850 δημοσιευόταν σε κάποιο τυπογραφείο της Βερόνας το έργο ενός νέου 15 ετών. Τίτλος του ήταν «Ιστορία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας», και ο 15χρονος συγγραφέας λεγόταν Τσέζαρε Λομπρόζο. Ήταν το πρώτο από τα 450 μικρά και μεγάλα βιβλία που έγραψε ο άνθρωπος εκείνος για να κυριαρχήσει τελικά στην ιστορία της ιταλικής ψυχιατρικής και εγκληματολογίας.
Ο Λομπρόζο γεννήθηκε στη Βερόνα το 1835, πήρε το πτυχίο του στην Παβία το 1858 και δίπλωμα χειρουργικής στη Γένοβα το 1859. Ήταν πνεύμα εκλεκτικό και είχε την τάση να ασχολείται με πολλούς τομείς της επιστήμης και να πραγματοποιεί ευρείες συνθέσεις, που δεν επαληθεύονταν βέβαια πάντοτε. Στη σπουδαστική περίοδο της ζωής του δέχθηκε την επίδραση ενός απλού γιατρού της Παδούας, του Πάολο Μαρτσόλα. Ο άνθρωπος αυτός είχε επιδοθεί στη μελέτη της καταγωγής των γλωσσών και στη σύγκρισή τους, ζητώντας να ερμηνεύσει την ιστορία του πρωτόγονου ανθρώπου, με πνεύμα θετικιστικό. Το πνεύμα αυτό βρήκε τη συνέχειά του στον Λομπρόζο.
Το 1855 ο Λομπρόζο διέγραψε τα θέματα που θα τον απασχολήσουν αργότερα, στη μελέτη του «Η παραφροσύνη του Κάρντανο». Επρόκειτο για την αντίθεση μεταξύ της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας και των θεωριών για την εκφυλιστική φύση της μεγαλοφυούς δημιουργίας του ανθρώπου. Το 1859, όταν υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιατρός έγραψε τις «Σημειώσεις περί των τραυμάτων και των ακρωτηριασμών εκ πυροβόλων όπλων», που θεωρούνται από τα πρωτότυπα έργα στη βιβλιογραφία της στρατιωτικής ιατρικής. Το 1862 έκανε μια σειρά μαθημάτων ψυχιατρικής στην Παβία, που το επόμενο έτος τα μετέτρεψε σε μαθήματα «κλινικής των φρενικών νόσων και ανθρωπολογίας». Κάνοντας τακτικές επισκέψεις στο ψυχιατρείο της Αγίας Ευφημίας, όπου πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του, εμβάθυνε στις σχέσεις μεταξύ μεγαλοφυΐας και νεύρωσης. «Οι μεγαλύτερες συλλήψεις του στοχαστή», γράφει σε κείμενο της εποχής εκείνης, «ξεπετιούνται μονομιάς, αναπτύσσονται ακούσια, όπως οι παρορμητικές πράξεις του μανιακού». Σήμερα, βέβαια, που μας είναι γνωστή η παθολογοανατομική βάση πολλών ψυχοπαθειών, η σύνδεση μεγαλοφυΐας και εγκλήματος μας φαίνεται παράλογη. Αλλά η καταδίκη της θεωρίας αυτής έχει γίνει πολύ νωρίτερα, στο Διεθνές Ανθρωπολογικό Συνέδριο του Τορίνο, στις αρχές του περασμένου αιώνα, στο οποίο μετέχει και ο ίδιος ο Λομπρόζο. Εκεί, στη θεωρία του περί εκφυλιστικής ιδιοσυστασίας του εγκληματία εκ γενετής, αντέταξαν το γεγονός ότι μια ψυχική νόσος, η σχιζοφρένια, οδηγεί στο έγκλημα.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι η νέα μέθοδος που εισήγαγε ο Λομπρόζο στη κλινική μεταχείριση των ψυχοπαθών και που συνίστατο στον μετριασμό της ανυπόφορης θεραπευτικής, την εισαγωγή της χειροτεχνίας, της επαφής με τον έξω κόσμο, της ομαδικής ψυχαγωγίας, μέχρι την έκδοση εφημερίδας που γραφόταν και τυπωνόταν από τους ίδιους τους ψυχοπαθείς. Επρόκειτο για μια νέα στην εποχή της μέθοδο, δεκτή και σήμερα, αν και κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Εκείνο που έλειπε από τον Λομπρόζο ήταν το κριτικό πνεύμα, πράγμα που τον άφηνε να παρασύρεται ως τις πιο άκρες συνέπειες μερικών από τα αξιώματα που διατύπωνε, εκτεθειμένος ακόμα και στην ειρωνεία της πιο συντηρητικής μερίδας των επιστημόνων. Στα τελευταία χρόνια του αιώνα το αντικείμενο της ειρωνείας ήταν η «μέθοδος του στατήρα», στην οποία υπέβαλλε ο Λομπρόζο τους ασθενείς του, προκειμένου να ανιχνεύσει μια ψυχοπάθεια: τους ζύγιζε για να ανακαλύψει κάποια διαφορά στο βάρος τους και εξέταζε την ευαισθησία τους στον πόνο και στον μαγνητισμό. Μερικά από τα έργα του της εποχής εκείνης: «Επιδράσεις των άστρων και των μετεώρων επί της ανθρώπινης διάνοιας» (1867), «Σχέσεις μεταξύ ηλικίας και σεληνιακών στιγμάτων και κρίσεων παραφροσύνης» (1868), «Στοιχεία εκ της ιστορίας των εφαρμογών της μετεωρολογίας στην ψυχιατρική», αποτελούν την έκφραση αφελών πεποιθήσεων.
Ο Λομπρόζο απασχολήθηκε στη συνέχεια με μια νόσο που για την Ιταλία αποτελούσε εθνικό πρόβλημα: με την πελάγρα και τα αίτιά της. Στις εργασίες του πάνω στο θέμα αυτό, στο πρόβλημα του κρετινισμού και σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή της νοσηρότητας στην Ιταλία, αναζητάει επανειλημμένα την αιτία της συγκέντρωσης των περισσοτέρων κρουσμάτων της πελλάγρας στη Λομβαρδία. Η νόσος ήταν συχνότερη στους αγρότες και αποδιδόταν γενικά στο καλαμπόκι. Ο Λομπρόζο την απέδωσε σε μια ειδική αλλοίωση του καλαμποκιού που την προκαλούσαν μικροοργανισμοί, όπως το «πενικίλιο το γλαυκό» και το «ωίδιον του γάλακτος» και ειδικότερα στις τοξίνες τους. Την εποχή που ο Λομπρόζο διατύπωνε αυτήν την (εσφαλμένη) θεωρία του, η έρευνα των μικροοργανισμών βρισκόταν σε πρωτόγονο στάδιο, ιδίως στην Ιταλία, πράγμα που συνετέλεσε στη μεγαλύτερη σφοδρότητα των επιθέσεων κατά της θεωρίας του. Αργότερα η θεωρία αυτή διαψεύστηκε: πράγματι υπεύθυνο ήταν το καλαμπόκι, αλλά για άλλους λόγους: γιατί δεν περιείχε τη βιταμίνη ΡΡ (νικοτινικό οξύ). Ο Λομπρόζο όμως αντιμετώπισε το πρόβλημα και από την πολιτικο-κοινωνική του πλευρά, όταν ζητούσε να ληφθούν μέτρα κατά των γαιοκτημόνων που διέθεταν στους χωρικούς χαλασμένο καλαμπόκι.
Στο σχέδιο εκσυγχρονισμού του ψυχιατρείου της Βογκέρα, που συνέταξε το 1868 ως έκτακτος καθηγητής της κλινικής των ψυχικών νόσων στην Παβία, διατυπώνονται μερικές βασικές ιδέες του που θα συνοψιστούν αργότερα στο περίφημο έργο του «Ο εγκληματίας άνθρωπος». Κάποια ημέρα, ενώ νεκροτομούσε το πτώμα ενός ληστή ονόματι Βιλλέλλα, του έκανε εντύπωση η διαμόρφωση του ινιακού βόθρου, την οποία θεώρησε ως την αιτία ανωμαλιών που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την ψυχική διαστροφή του εγκληματία. Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε τη βάση του συγγράμματος «Ο εγκληματίας άνθρωπος» που εκδόθηκε το 1876. Το έργο, στις κατοπινές εκδόσεις του, πλουτιζόταν όλο και περισσότερο με κεντρική ιδέα τη σχέση μεταξύ των σωματικών και των ψυχικών ανωμαλιών του εγκληματία, τις οποίες ο Λομπρόζο ανάγει σε κοινή αιτία: τη διαταραχή και στη συνέχεια την αναστολή της οργανικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η «εκφυλιστική και ανθρωπολογική θεωρία του εγκλήματος»: το έγκλημα ως εκδήλωση του ατόμου παραλληλίζεται με νόσο που έχει συγκεκριμένο ανατομικό υπόβαθρο.
Φυσικά οι απόψεις του είναι σήμερα ξεπερασμένες. Το έγκλημα δεν θεωρείται ως ενδιάθετη καταδίκη και στον εγκληματία δεν αναγνωρίζονται εκφυλιστικοί ανθρωπολογικοί χαρακτήρες. Οι εσφαλμένες απόψεις του Λομπρόζο χρησίμευσαν, ωστόσο, στο να ελαφρύνουν τη σκληρή μεταχείριση των καταδίκων, υποκαθιστώντας την ποινή με την πρόληψη και τη θεραπεία του εγκλήματος, όπως αρμόζει σε κάθε αρρώστια.
Το 1876 ο Λομπρόζο κατέλαβε μετά από διαγωνισμό την έδρα της Υγιεινής και Ιατροδικαστικής στο Τορίνο. Και τότε άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά από τους φοιτητές ολόκληρες σειρές εγκληματικών τύπων, που ο Λομπρόζο υπέβαλε μπροστά στο ακροατήριο σε ανθρωπολογική εξέταση επιχειρώντας να βυθομετρήσει, σύμφωνα με τον ρητορισμό της εποχής, τις ζοφερές εκείνες ψυχές. Για πέντε ολόκληρα χρόνια συνωστιζόταν το ακροατήριο στα μαθήματά του: φοιτητές, κυρίες της αριστοκρατίας που ζητούσαν νέες συγκινήσεις, δημοσιογράφοι κ.α.
Στο Αρχείο Ψυχιατρικής και Εγκληματολογικής Ανθρωπολογίας που ίδρυσε, συγκέντρωνε τα τεκμήρια της εγκληματικής νόσου: κρανία, εγκεφάλους, τατουάζ, χειροτεχνήματα των φυλακισμένων.
Ύστερα από τον «Εγκληματία άνθρωπο» ακολούθησε το 1893 το έργο «Η εγκληματίας γυναίκα» που γράφτηκε σε συνεργασία με τον μαθητή του Γκουλιέλμο Φερρέρο.
Αν και όλες τις μάχες του τις έδωσε ο Λομπρόζο μέσα στους ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς χώρους, το όνομά του έγινε ευρύτατα γνωστό έξω από τους ιατρικούς κύκλους. Οι νομοθέτες πολλών εθνών εμπνεύστηκαν από τα δικά του κριτήρια για τη μεταρρύθμιση των ποινικών νόμων και των δικαστικών διατάξεων. Όταν το 1897 επισκέφθηκε τη Μόσχα, στη διάρκεια ενός ψυχιατρικού συνεδρίου, συναντήθηκε με τον Τολστόι, που τον δέχτηκε στο εργαστήριό του σολιάζοντας ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο Ρώσος σοφός έδειξε να γνωρίζει καλά τις θεωρίες του Ιταλού ψυχίατρου για τη μεγαλοφυΐα και την τρέλα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν ο Φρόιντ είχε κιόλας ιδρύσει τη δική του σχολή, ο Λομπρόζο ασχολήθηκε με τις λεγόμενες «εσωτερικές επιστήμες»: τον πνευματισμό, ιδίως, και την παραψυχολογία. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο πώς ένας θετικιστής αφοσιώθηκε σ’ έναν τέτοιο τομέα έρευνας. Ήταν η ελπίδα της γνωριμίας του ανθρώπου από κάθε του πλευρά που προφανώς τον οδήγησε να μελετήσει πειραματικά τις εκδηλώσεις ενός κόσμου που δεν είχε θέση μέχρι τότε στο έργο του. Κάτι ανάλογο συνέβη, άλλωστε, και με τον Μορσέλλι, τον Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ (Charles Robert Richet) (1850-1935), τον Πιέρ Ζανέ (Pierre Janet) (1859-1947) και τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό (Jean Martin Charcot) (1825-1893), που όλοι συμμετείχαν σε πνευματιστικές συνεδριάσεις και δημοσίευσαν σχετικές με το θέμα εργασίες. Το 1909 δημοσίευσε στο Τουρίνο το έργο του «Έρευνες επί υπνωτιστικών και πνευματιστικών φαινομένων».Όταν το 1909 ο Λομπρόζο πέθανε, σε ηλικία 74 ετών, οι εφημερίδες όλου του κόσμου δημοσίευσαν την είδηση στην πρώτη τους σελίδα. Όλη η Ιταλία είχε συγκινηθεί: από τους βασιλείς μέχρι τον απλό λαό, που με τις θεωρίες του είχε εξάψει τόσο τη φαντασία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου