2/6/09

Οι Εξερευνήσεις [79]

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Οι εξερευνήσεις, αν και τις πιο πολλές φορές τα άμεσα κίνητρά τους ήταν οικονομικά και πολιτικά, όμως περιλάμβαναν στις επιδιώξεις τους και καθαρά επιστημονικούς σκοπούς, έστω και έμμεσα, στην προσπάθεια της αναζήτησης οικονομικών ωφελημάτων.
Οι επαφές με τους νέους λαούς και η ανάγκη της γνωριμίας με το έδαφος, την ορεογραφία και την υδρογραφία, το κλίμα και το φυσικό πλούτο των νέων χωρών, υπήρξαν λόγοι που ακόμα και αποστολές καθαρά εκμεταλλευτικού χαρακτήρα να ξεφύγουν από τις αρχικές τους προθέσεις. Οι εξερευνητές δεν έφερναν στην επιστροφή τους απλά τεράστιους όγκους γεωγραφικών, γεωλογικών, εθνογραφικών, ζωολογικών και βοτανικών γνώσεων. Έφερναν ακόμα πολύτιμα ερεθίσματα για την επιστημονική σκέψη. Άρχισε να γίνεται αισθητή η ανάγκη της παρουσίας ειδικών στα εξερευνητικά σκάφη και στις αποστολές που εισέδυαν σε άγνωστα εδάφη: γεωλόγων, αστρονόμων, φυσιοδιφών, ιατρών, γεωγράφων που η ταυτόχρονη παρουσία τους οδηγούσε σε γόνιμη συνεργασία.

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΓΗ
Το έργο των εξερευνήσεων φαίνεται αρκετά χαρακτηριστικό αν κάνουμε μια αντιπαραβολή στους γεωφυσικούς χάρτες π.χ. της Αφρικής του 16ου, του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα. Είναι πράγματι ένα έργο επιβλητικό. Μόνον αν προσέξουμε το τεράστιο άλμα που δείχνουν οι χάρτες του 19ου αιώνα μπροστά στους χάρτες του 18ου και το συγκρίνουμε με τις διαφορές που παρουσιάζουν οι χάρτες των προηγούμενων αιώνων μεταξύ τους, μόνον τότε θα καταλάβουμε την έκταση του εξερευνητικού έργου του πρώτου μόνο μισού του 19ου αιώνα. Σ’ ένα διάστημα λίγων δεκαετιών η όψη της υδρογείου έχει αλλάξει. Ανάλογη σύγκριση μόνον ανάμεσα στους χάρτες πριν και τους χάρτες μετά την ανακάλυψη της Αμερικής μπορούμε να βρούμε.
Αν επαναλάβουμε το ίδιο με τις εικόνες μόνον που θα βρούμε στις πραγματείες της ζωολογίας και της βοτανικής και τους πίνακες ανάλογων έργων του προηγούμενου αιώνα, τότε θα έχουμε μια γενική εικόνα των επιτευγμάτων των εξερευνήσεων, ακόμα και εκείνων που έγιναν για καθαρά αποικιστικούς σκοπούς.

ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Και μια ακόμα διαπίστωση: στο φυλλομέτρημα των πραγματειών αυτών θα προσέξει κανείς με έκπληξη ότι η θάλασσα με το ζωικό και το φυτικό της κόσμο καταλαμβάνει πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι συνέβαινε στα ανάλογα έργα του παρελθόντος. Οι φυσιοδίφες που συνόδευαν τα πλοία των εξερευνητικών αποστολών, ενώ στην αρχή περιορίζονταν στην παρατήρηση του φυσικού κόσμου μόνον των χωρών που πλησίαζαν, γρήγορα έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τη θάλασσα που διέπλεαν, θέτοντας τις βάσεις της βιολογίας των ωκεανών.
Ενδιαφέρουσες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξαν και στο παρελθόν (Φ. Μαρσίλι, Ζ.Α. Πεϊσσονέλ, Τζ. Ολίβι). Ήταν όμως ατομικές περιπτώσεις, χωρίς σύλληψη του συνόλου και περιορίζονταν σε εξωτερικές περιγραφές των θαλασσίων φυτών και ζώων, πράγμα που δεν επέτρεπε τη θεμελίωση μιας νέας επιστήμης. Μόνον η εφαρμογή των μεθόδων του Κιβιέ από τους επιστήμονες των εξερευνητικών αποστολών του 19ου αιώνα, μπόρεσε να οδηγήσει τις έρευνες γύρω από τη θαλάσσια βιολογία στη συγκρότηση ενός νέου και ρωμαλέου βιολογικού κλάδου. Επρόκειτο κυρίως για τη νέα μέθοδο ταξινόμησης που έδωσε την ώθηση στην έρευνα νέων ζωικών και φυτικών ειδών, όχι μόνο στην περιγραφή τους, αλλά και στη βαθύτερη μελέτη της εσωτερικής κατασκευής και της λειτουργίας τους, που όλα μαζί συγκροτούν έναν οργανισμό.
Με τον τρόπο αυτόν αφενός προωθείτο η επίλυση του μεγάλου προβλήματος της ταξινόμησης της θαλάσσιας ζωής και αφετέρου γίνονταν βαθύτερες και πλατύτερες οι γνώσεις της βιολογίας και της φυσιολογίας, αλλά και της επιστήμης της ζωής στη γενικότερή της έκφραση.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ
Θα περιοριστούμε δειγματοληπτικά στη θρυλική φυσιογνωμία του Τζέιμς Κουκ (1728-1779), που η ζωή και η εξερευνητική του δράση είναι ένα συναρπαστικό περιπετειώδες ανάγνωσμα. Αρκεί να σημειωθεί ότι το υλικό που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεών του Κουκ, ο Τζόζεφ Μπανκς (1734-1820), φυσιοδίφης και χρηματοδότης της αποστολής, μαζί με το συνεργάτη του Ντάνιελ Σολάντερ, αποτέλεσε την πρώτη και θεμελιώδη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας.
Εκτός από τους φυσιοδίφες, τον Κουκ, που απέπλεε το 1768 από το Πλύμουθ με το πλοίο «Endeavour» για μια εξερευνητική αποστολή τριών ετών, συνόδευαν και δύο ζωγράφοι, οι αδελφοί Μπ. και Σ. Πάρκινσον, για να σχεδιάζουν ό,τι δεν ήταν δυνατόν να συλλεχθεί ή να μεταφερθεί, όπως τα φυτά που καθώς ξεραίνονταν έχαναν και τα χρώματά τους. Το κοινό της Ευρώπης διψούσε για πληροφορίες από τις μέχρι τότε άγνωστες χώρες, για τους λαούς, τα ήθη και τα έθιμά τους και ιδίως για την άποψη τους: οι πίνακες και τα σχέδια, ιδιαίτερα του Σ. Πάρκινσον, του εξασφάλισαν τέτοια φήμη, που δύσκολα θα την αποκτούσε κάνοντας το ζωγράφο σε οποιαδήποτε πόλη της Ευρώπης.
Το ταξίδι του «Endeavour» ακολούθησαν και άλλα έως το 1779 που ο Κουκ σκοτώθηκε από τους ιθαγενείς της Ταϊτής. Αν και οι κύριοι σκοποί των αποστολών τους δεν ήταν επιστημονικοί, αλλά πολιτικοί και οικονομικοί, όμως, η επιστήμη τους οφείλει πολλά. Όχι μόνο για τις γνώσεις που προσκόμισαν, αλλά και γιατί στάθηκαν το παράδειγμα για τις αποστολές που ακολούθησαν.

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΚΟΥΚ
Το ενδιαφέρον της Αγγλίας και συνεπώς και των αποστολών του Κουκ στράφηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα προς τον Ειρηνικό και τις νότιες χώρες. Ένας από τους λόγους ήταν η επιτυχία της εξέγερσης του Βορειοαμερικανικού λαού και η δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που περιόρισε την αγγλική κυριαρχία στο Νέο Κόσμο μόνο στον Καναδά. Από εδώ εξηγείται γιατί όλα τα ταξίδια του Κουκ είχαν για προορισμό τους την Αυστραλία και τα νησιά του αρχιπελάγους του Ειρηνικού και γιατί οι επόμενες αγγλικές αποστολές ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο.
Αυτό ισχύει και για την αποστολή του Μάθιου Φλίντερς (1774-1814), που συνοδευόταν από το μεγάλο φυσιοδίφη Ρόμπερτ Μπράουν (1773-1858) και έφτασε μέχρι την Τασμανία και την Αυστραλία, από όπου επέστρεψε με εξαιρετική συγκομιδή. Ισχύει ακόμα και για την αποστολή του σκάφους «Μπιγκλ» με κυβερνήτη τον Φιτζρόι, μεταξύ 1832 και 1837 και επιβάτη του τον Κάρολο Δαρβίνο. Ακολουθεί μεταξύ 1839 και 1843 η περίφημη αποστολή των πλοίων «Έρεβος» και «Τρόμος», με κυβερνήτη τον σερ Τζέιμς Ρος, που αφού εξερεύνησε την Τασμανία και τη Νέα Ζηλανδία, στράφηκε προς την Ανταρκτική, ανοίγοντας το δρόμο της εξερεύνησης του Νότιου Πόλου. Στα πλοία του μετέφερε τον σερ Τζ. Ντ. Χούκερ (1817-1911) που με τα έργα του «Ανταρκτική χλωρίδα» και «Χλωρίδα της Ν. Ζηλανδίας και Τασμανίας» διεύρυνε σημαντικά τις γνώσεις που είχε συγκεντρώσει ο Ρ. Μπράουν στα βιβλία του «Προοίμιο επί της χλωρίδας της Νέας Ολλανδίας» (Λονδίνο, 1810) και «Γενικές γεωγραφικές και συστηματικές παρατηρήσεις επί της Ανταρκτικής» (1814).
Αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο του Μπράουν υπήρξε μικρό. Πρόκειται για το σοφό που αποκάλυψε τον πυρήνα του κυττάρου και την κίνηση των μικροσκοπικών μορίων που αιωρούνται μέσα σ’ ένα υγρό, η οποία φέρει το όνομά του («κίνηση Μπράουν»). Υποστηρίζεται βέβαια ότι τον πυρήνα των κυττάρων ανακάλυψε ο Φ. Φοντάνα. Αυτό όμως είναι ζήτημα προτεραιότητας, ένα από τα τόσα που είδαμε στην ιστορία της ιατρικής, χωρίς να μειώνουν την προσφορά ενός σοφού. Οι μεγαλοφυΐες συναγωνίζονται και αν το φέρουν οι καιροί συναντώνται, αν δεν συγκρουστούν.
Οι εξερευνητικές αποστολές, οργανωμένες από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών και συχνά χρηματοδοτούμενες από πλούσιους ιδιώτες (όπως τον Μπανκς στην περίπτωση του Κουκ), άνοιξαν νέους ορίζοντες, όχι μόνο για τη γεωγραφία και τη γεωλογία, αλλά και για τις βιολογικές επιστήμες. Άγνωστοι οργανισμοί όπως οι «δίπνευστοι» (ψάρια που η νηκτική τους κύστη λειτουργεί και σαν πνεύμονας, επιτρέποντας να αναπνέουν κι έξω από το νερό), τα μονοτρήματα (θηλαστικά που γεννούν αυγά) και τα μαρσιποφόρα της Αυστραλίας (με το σάκο - μάρσιπο για τα νεογέννητα στην κοιλιά των θηλαστικών) πλούτισαν τον κατάλογο των μέχρι τότε γνωστών ζώων. Η θαλάσσια πανίδα έδειξε έναν πλούτο που κανείς δεν υποπτευόταν. Έτσι γεννήθηκε η βιολογική ωκεανογραφία.
Το νέο όμως φυσιογνωστικό υλικό δεν πλούτιζε μόνον τις γνώσεις, αλλά έφερε μαζί του και μια σειρά νέων προβλημάτων ή έθετε και πάλι επί τάπητος προβλήματα που για αιώνες είχαν παραμεριστεί, αυτή τη φορά συνοδευόμενα από πλήθος αποδείξεις και τεκμήρια.

ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος, διηγείται στο Β' βιβλίο της «Ιστορίας» του την απόπειρα του φαραώ Ψαμμήτιχου Α', ιδρυτή της 26ης δυναστείας (7ος π.Χ. αιώνας) να βοηθήσει τους σοφούς που φιλοξενούσε στη Σάιδα να δώσουν ένα τέλος στη διαφωνία τους για την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπους στη γη. Πήρε δύο νεογέννητα, τα έκλεισε κάπου και ανέθεσε τη φροντίδα τους σ’ ένα φύλακα, που όφειλε να τηρήσει τρεις εντολές: να τους πηγαίνει καθημερινά γάλα, να μη μιλήσει ποτέ μπροστά τους και να αναφέρει αμέσως την πρώτη λέξη που θα άκουγε από τα χείλη τους. Όλα πήγαιναν καλά για μερικές εβδομάδες, ώσπου μια μέρα ο φύλακας τους πήγε το γάλα με μεγάλη καθυστέρηση. Μόλις μπήκε στο δωμάτιό τους, τα δύο βρέφη έπεσαν πάνω του ψελλίζοντας τη λέξη «βεκός» και δείχνοντας με τις κινήσεις τους ότι πεινούσαν. Ο φύλακας ανέφερε αμέσως το γεγονός που ο Ψαμμήτιχος, αφού διαπίστωσε αυτοπροσώπως, έσπευσε να καλέσει τους σοφούς του και να τους ζητήσει να εξακριβώσουν σε ποια γλώσσα ανήκε η λέξη «βεκός» και τι σημαίνει. Ύστερα από έρευνες, οι σοφοί ανακάλυψαν ότι η λέξη ήταν φρυγική και σήμαινε «ψωμί». Και ο Ψαμμήτιχος αποφάνθηκε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της γης πρέπει να υπήρξαν οι Φρύγες, αφού η πρώτη λέξη που πρόφεραν τα βρέφη, που μεγάλωναν σε πρωτόγονη κατάσταση, ανήκε στη φρυγική γλώσσα. Και για να μην απογοητεύσει τους συμπατριώτες του, που πίστευαν ότι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι της γης, τους διαβεβαίωσε ότι θα έπρεπε να ήταν χρονικά οι δεύτεροι.
Όπως βλέπει κανείς, οι αρχαίοι δεν είχαν ενδιαφερθεί μόνο για τον τρόπο της εμφάνισης της ζωής στη γη (ας θυμηθούμε τη θεωρία της αυτόνομης γένεσης), αλλά και για την κατανομή της στην επιφάνειά της.
Το πρόβλημα παρουσιάζεται εξίσου έντονο στην Παλαιά Διαθήκη, όπου διαβάζουμε ότι οι τρεις φυλές των ανθρώπων, Σημίτες, Χαμίτες, Ιαπετικές φυλές, κατάγονται από τους τρεις γιους του Νώε, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ, που αποίκησαν τρεις διαφορετικές περιοχές της γης: την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη.
Αλλά το πρόβλημα της κατανομής της ζωής επάνω στη γη, έστω και μόνο για τον άνθρωπο, είχε απασχολήσει και τους σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι βλέπουμε το μεγάλο ρήτορα, τον Ισοκράτη, σύγχρονο του Αριστοτέλη, να καυχιέται ότι οι Αθηναίοι υπήρξαν οι πρώτοι άνθρωποι που εμφανίστηκαν στη γη και ότι μόνον αυτοί είναι αυτόχθονες, σύμφωνα με την παράδοση στον τόπο που κατοικούν, στην Αττική και συνεπώς οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να αποκαλούν τον τόπο τους πατρίδα. Ο Θουκυδίδης επίσης, στο Α' βιβλίο του Πελοποννησιακού Πολέμου, εκεί που κάνει μια ανασκόπηση της ελληνικής προϊστορίας, τονίζει τις συχνές μεταναστεύσεις των ανθρώπων και τα προβλήματα της εγκατάστασής τους.
Κατά το Μεσαίωνα επικρατεί η αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, οπότε δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα καταγωγής και κατανομής της ζωής επάνω στη γη. Αλλά η επιστημονική επανάσταση, της οποίας οι ζυμώσεις αρχίζουν μεν από τον 15ο αιώνα, η πραγματική της όμως εκδήλωση εκτείνεται, προοδευτικά ενισχυόμενη, στους επόμενους αιώνες, θέτει και πάλι επί τάπητος διάφορα προβλήματα και ανάμεσά τους το πρόβλημα της κατανομής της ζωής στη ξηρά και στη θάλασσα.
Οι εξερευνήσεις συνέβαλαν πολύ στην επανάληψη των σχετικών ερευνών για τη λύση των σχετικών προβλημάτων και οδήγησαν στη δημιουργία μιας επιστήμης: της βιογεωγραφίας.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΤ
Και οι δυο μεγάλοι σοφοί, ο Λινναίος και ο Μπιφόν, είχαν προσέξει το ανομοιόμορφο της κατανομής των φυτών και των ζώων επάνω στη γη. Επρόκειτο όμως απλά για διαισθητική σύλληψη του θέματος, στην οποία μόνον ο 19ος αιώνας με τον Αλεξάντερ φον Χούμπολτ έδωσε πραγματική υπόσταση με την ίδρυση της νέας επιστήμης.
Ο Χούμπολτ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1769 και σπούδασε στα πανεπιστήμια της Φραγκφούρτης και του Γκαίτινγκεν, όπου ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες και κυρίως την ορυκτολογία.
Ο Χούμπολτ έκανε διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη και ονειρευόταν πάντοτε ένα ταξίδι στις τροπικές χώρες. Τέλος, μαζί με το φίλο του φυσιοδίφη Αιμέ Μπονπλάν, πέτυχε στην Ισπανία, που είχαν πάει, την άδεια της κυβέρνησης να επισκεφτούν τις ισπανικές κτήσεις στην Αμερική. Το ταξίδι τους κράτησε από το 1799 έως το 1804 και περιλάμβανε την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Ισπανική Γουινέα, την Κούβα, το Περού και το Μεξικό.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε στο ταξίδι αυτό, όχι μόνον ήταν τεράστιο, αλλά παρουσίαζε και εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μετά την επιστροφή του ο Χούμπολτ χρειάστηκε να επιστρατεύσει ολόκληρο επιτελείο συνεργατών για τη μελέτη του και την ταξινόμησή του. Το έργο αυτό διήρκεσε από την επιστροφή του από την Αμερική στο Παρίσι μέχρι την επάνοδό του στο Βερολίνο, για την ανακοίνωση των πορισμάτων της αποστολής του.
Στο Βερολίνο έμεινε μόνο δύο χρόνια. Το 1829 ηγήθηκε, ύστερα από πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης, μιας αποστολής στην Κεντρική Ασία. Η συγκομιδή υλικού ήταν ανάλογη με εκείνη του προηγούμενου ταξιδιού. Η μελέτη του έγινε και πάλι στο Παρίσι. Ύστερα ο Γερμανός σοφός επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου και τον βρήκε ο θάνατος, το 1859.

Η ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ο Χούμπολτ ήταν οξύς στην ανάλυση του αντικειμένου των μελετών του. Εκεί όμως που υπήρξε ανυπέρβλητος, ήταν η συνθετική του ικανότητα: μπορούσε να οργανώσει τα μεμονωμένα στοιχεία σε ευρύτερα ερμηνευτικά σχήματα με τρόπο απαράμιλλο. Και παρόλο που τα κείμενά του με τον αναλυτικό χαρακτήρα αποτέλεσαν αναντικατάστατη προσφορά σε όλους σχεδόν τους κλάδους της φυσικής ιστορίας, πολύ πιο αποφασιστική υπήρξε η επίδρασή των συνθετικών του έργων. Τα αποτελέσματα των ταξιδιών του, που δημοσιεύτηκαν σε ογκώδεις και ακριβούς τόμους, έμειναν προσιτά σε λίγους. Ενώ οι «Πίνακες της φύσης» (1808) και κυρίως ο «Κόσμος» του (1845-1858) στάθηκαν αφετηρία θεωρητικού προσανατολισμού για ολόκληρες γενιές.
Πεπεισμένος απόλυτα για το θαύμα της φύσης, στη συγκρότηση της οποίας το κάθε τι βρίσκεται στην κατάλληλη θέση, εκτελώντας συγκεκριμένη λειτουργία, ο Χούμπολτ επιχειρεί να δώσει μια συνθετική εικόνα του θαυμάσιου μηχανισμού της φύσης και να διεισδύσει στους νόμους που τον κυβερνούν. Τα έργα του και ιδίως ο «Κόσμος», δονούνται από ενθουσιασμό που ελκύει τον αναγνώστη για να τον καταπλήξει με τις εκλάμψεις της μεγαλοφυΐας του συγγραφέα. Και από εδώ ξεπηδάει μια εικόνα της φύσης, που παρά τη μηχανιστική συγκρότησή της δεν είναι καθόλου ψυχρή και άκαμπτη, αλλά προσεγγίζει και συχνά φτάνει την ομορφιά μιας αληθινής ποίησης.
Στο πλαίσιο του αρμονικού αυτού οράματος της φύσης, ο Χούμπολτ εντάσσει και τη γεωγραφία, που δεν τη θεωρεί ξερή περιγραφική επιστήμη, αλλά την τοποθετεί σε αλληλεξάρτηση με όλα τα φαινόμενα της φύσης και κυρίως με την κατανομή επάνω στη γη των εκδηλώσεων της ζωής.
Με βάση τις αντιλήψεις αυτές, ο Χούμπολτ οργάνωσε το τεράστιο συγκεντρωμένο υλικό σε ξεχωριστό φυσιογνωστικό κλάδο και γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί γενικά ως ο ιδρυτής της βιογεωγραφίας και ειδικότερα της φυτογεωγραφίας, της μελέτης δηλαδή της γεωγραφικής κατανομής των φυτών. Στον κλάδο αυτόν είναι αφιερωμένες οι περισσότερες μελέτες του. Η ιδέα του αυτή υπήρξε όσο λίγες γόνιμη στην ιστορία της επιστήμης. Η σφραγίδα της αναγνωρίζεται στη μεταβολή ανθρώπων, όπως ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας (Alfred Russell Wallace) (1823-1913), γεωμέτρης που παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδάκια των κατώτερων τάξεων των σχολείων, σ’ έναν από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες του 19ου αιώνα.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΙ
Ο Γουάλας έκανε το πρώτο εξερευνητικό ταξίδι μαζί με τον φίλο του εντομολόγο Γουόλτερ Μπέιτς (1825-1892) στη βόρεια Βραζιλία. Το 1852, ταξίδεψε στο αρχιπέλαγος της Μαλαισίας όπου εκτέλεσε για 10 χρόνια παρατηρήσεις που συμπίπτουν με εκείνες που έκανε ο Δαρβίνος, όταν πραγματοποιούσε το γύρο του κόσμου με το σκάφος «Μπιγκλ».
Οι παρατηρήσεις του Γουάλας τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα ζωικά είδη δεν είναι αμετάβλητα, αλλά ότι μεταβάλλονται και μάλιστα σε βαθμό που δύο περιοχές χωρισμένες μόνο από ένα στενό πορθμό να παρουσιάζουν ποικιλίες ή φυλές του ίδιου είδους τόσο διαφορετικές, όσο εκείνες που συναντώνται σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές. Κι όμως είναι ολοφάνερο ότι οι ποικιλίες ανάγονται στο ίδιο ζωικό είδος. Αυτό το ερμηνεύει αποδίδοντάς το στην επίδραση του διαφορετικού περιβάλλοντος που έκανε ζώα του ίδιου είδους να γίνουν εντελώς αγνώριστα μεταξύ τους.
Τα ίδια εκείνα χρόνια ο Δαρβίνος, ανεξάρτητα από τον Γουάλας, κατέληγε στα ίδια συμπεράσματα. Όμως και η εργασία του δεύτερου δεν ήταν μάταιη. Πράγματι, το 1858, ο Γουάλας εζήτησε τη γνώμη των Δαρβίνου και Λάιελ για το περιεχόμενο μιας εργασίας του, που τους έστειλε το χειρόγραφο. Ο τίτλος της εργασίας αυτής ήταν «Περί της τάσης των ποικιλιών να απομακρύνονται ατελεύτητα από τον αρχικό τύπο» και περιεχόμενό της η θεωρία της εξέλιξης, στην οποία ο Δαρβίνος είχε καταλήξει ύστερα από σκληρή εργασία χρόνων! Κι όμως δε γεννήθηκε μεταξύ τους κανένα πρόβλημα προτεραιότητας! Η συμβολή του Γουάλας επεκτάθηκε, όπως ήταν επόμενο, και στο πεδίο της βιογεωγραφίας. Η εργασία του «Γεωγραφική κατανομή των ζώων» (Λονδίνο, 1876) μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα βασικά έργα σ’ αυτόν τον κλάδο.
Η διδασκαλία του Χούμπολτ είχε βρει τους ανθρώπους που θα αξιοποιούσαν τις γόνιμες ιδέες της.
Παράλληλα με την υπομονετική και προσεκτική συλλογή νέου φυσιογνωστικού υλικού από τους εξερευνητές, ένας άλλος ολόκληρος κόσμος εργαζόταν χωρίς να μετακινηθεί από την Ευρώπη, στη μελέτη και την αξιολόγηση του υλικού αυτού. Και παρόλο ότι αυτοί οι δεύτεροι δεν περιβάλλονται από το φωτοστέφανο του ηρωισμού των πρώτων, όμως η συμβολή τους ήταν σημαντική στην πρόοδο της επιστήμης.
Στη Γαλλία ιδίως είχε δημιουργηθεί από τον Κιβιέ πραγματική σχολή. Ήταν τότε που ο Λουί Αντουάν, βαρόνος της Μπουγκενβίλ (1729-1811) έφευγε από το Μοντεβιδέο με πλώρη τον πορθμό του Μαγγελάνου, για να αναζητήσει στον Ειρηνικό τη γη που θα αποζημίωνε τη Γαλλία για την απώλεια του Καναδά, ενώ ο Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης της Λαπερούζ (1741-1788), χανόταν στον Ειρηνικό με τα δύο του πλοία «Μπουσσόλ» και «Αστρολάμπ», αφού προηγουμένως είχε ερευνήσει τις ακτές της Μαντζουρίας μέχρι τη χερσόνησο της Καμτσάτκα. Ακριβώς τότε στο Παρίσι δεν περιορίζονταν μόνο στην οργάνωση και τη χρηματοδότηση των αποστολών, αλλά ανέπτυσσαν μια αξιόλογη σε έκταση με εκείνη των εξερευνητών προσπάθεια έρευνας στο μεγάλο κέντρο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας.



ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΦΥΣΙΟΔΙΦΕΣ
Εκεί θα συναντήσουμε, διάδοχο του Κιβιέ, τον Ανρί Ντικροτέ ντε Μπλενβίλ (1777-1850), που κατέληξε στη φυσιογνωσία ύστερα από πλούσια ζωγραφική και μουσική εμπειρία. Άρχισε τις σχετικές σπουδές στα 27 του χρόνια και στα 29 του ήταν κιόλας αναπληρωτής του Κιβιέ τόσο στο Κολλέγιο της Γαλλίας, όσο και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Σε ηλικία 35 ετών έγινε καθηγητής της ανατομικής και της ζωολογίας και μετά το θάνατο του Κιβιέ κατέλαβε την έδρα της συγκριτικής ανατομικής.
Στις μελέτες του Μπλενβίλ, βρίσκουμε σε όλους τους τομείς (ζωολογία, συγκριτική ανατομική, φυσιολογία, παλαιοντολογία) διάχυτη τη σκέψη του Κιβιέ. Βρίσκουμε όμως συγχρόνως και την ανασκευή της θεωρίας των κατακλυσμών, στη θέση της οποίας ο Μπλενβίλ τοποθετεί την υπόθεση ότι ορισμένα είδη ζώων εξαφανίζονται για λόγους φυσικούς (προοδευτική εξάντληση του είδους, μεταβολή του περιβάλλοντος που καθιστά αδύνατη την επιβίωσή τους).
Πεπεισμένος για την ύπαρξη μιας συνεχούς σειράς των όντων στο ζωικό βασίλειο, που τα κενά της συμπληρώνονται με τα απολιθώματα των ειδών που εξαφανίσθηκαν, ο Μπλενβίλ δεν επαναφέρει μόνον ιδέες του Λάιμπνιτς και του Μπονέ, αλλά σκοπεύει κατ’ ευθείαν στον Αριστοτέλη.

Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Και ο Αριστοτέλης παραδεχόταν ότι ο κόσμος των ζώων και των φυτών αποτελούσε ολόκληρη ανοδική κλίμακα, που άρχιζε από τις απλούστερες μορφές, τα φυτά, προχωρούσε σε κάπως πιο σύνθετες, τα έντομα και τα ασπόνδυλα, για να φτάσει στις εξαιρετικά πολύπλοκες μορφές, ένα είδος πυραμίδας που την κορυφή της κατέχει ο άνθρωπος.
Η διάταξη αυτή δεν σημαίνει για τον Αριστοτέλη έστω και υποψία εξελικτικής ερμηνείας του φαινομένου της ζωής, μια και οι απόψεις του για το αμετάβλητο του ουράνιου και του επίγειου κόσμου είναι σαφέστατες. Είχε όμως γίνει από μέρους του η διατύπωση ότι η «φύση δεν κάνει άλματα», ότι τα πάντα βρίσκονται σε μια αρμονική σύνθεση με βάση ένα μοναδικό, τέλειο και θαυμάσιο σχέδιο.
Ανάλογη ήταν κι η αντίληψη του Μπλενβίλ. Από την ενότητα του ζωικού βασιλείου προχωρούσε στην ενότητα του σύμπαντος, στην οποία αναγνώριζε το θαύμα της δημιουργίας, χωρίς να βλέπει μια συνεχή η διακεκομμένη πορεία.
Όμως, παρά την ακαμψία του συστήματός του και τη μικρή ευαισθησία του απέναντι στις νέες θεωρίες του Λαμάρκ, τα έργα του έχουν συχνά θεμελιακή σημασία, ιδίως η «Οστεογραφία» του, που δυστυχώς μόνον το πρώτο μέρος της δημοσιεύθηκε (Παρίσι, 1839).

ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ
Πλάι στον Μπλενβίλ βλέπουμε και άλλους συνεχιστές του έργου του Κιβιέ, όπως τον θεμελιωτή του σύγχρονου συστήματος ταξινόμησης των εντόμων, τον Πιέρ Αντρέ Λατρέγι (1762-1863) και τον Κονστάν Ντιμερίλ (1774-1860), του οποίου έχουμε περίφημες εργασίες για τα ερπετά και «περιλήψεις» από τα μαθήματα του Κιβιέ.
Εκτός από τον Κιβιέ, σχολή δημιούργησε και ο Σεντ Ιλέρ με την εσφαλμένη γραμμή της αναζήτησης ενιαίου σχεδίου κατασκευής σε όλους τους «τύπους» των ζωντανών πλασμάτων. Τον δρόμο του ακολούθησε ο Αντουάν Ντιζές (1791-1838), που προφυλάχθηκε όμως από τις υπερβολές του διδασκάλου του, και μερικοί άλλοι.
Από τους συνεχιστές του έργου του Κιβιέ πρέπει ακόμα να αναφέρουμε έναν Ιταλό, τον Στέφανο ντε λα Κιάγιε (1794-1860) και τον Άγγλο Χένρυ Μιλν-Έντουαρντς (1800-1885). Ο τελευταίος, πεπεισμένος αντι-εξελικτικός αλλά οξύς παρατηρητής, επιχείρησε να συμβιβάσει τις ιδέες του Κιβιέ με εκείνες του Σεντ Ιλέρ, διατυπώνοντας την άποψη ότι η φύση έχει επιφέρει μεταβολές στο ενιαίο και θεμελιώδες σχέδιο της κατασκευής προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες που προκύπτουν από διαφορετικές λειτουργίες. Έβλεπε, επομένως, μεταβολές και προσαρμογές στον έμβιο κόσμο, που δε ξεπερνούσαν, όμως, το φράγμα των αντι-εξελικτικών του πεποιθήσεων που διατυπώνει στους 9 τόμους των «Μαθημάτων συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας» (Παρίσι, 1855-1876).
Δεν επιτρέπεται ακόμα να παραλείψουμε το όνομα του Αρμάν ντε Κατρεφάζ ντε Μπρίο (1810-1892), καθηγητή της ανθρωπολογίας στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Παρισίων, που θεωρούσε ασέβεια κατά της ευγένειας του τελειότερου πλάσματος του Δημιουργού, του ανθρώπου, κάθε σκέψη περί καταγωγής του από τα τετράχειρα (τους πιθήκους). Η οξεία κριτική του πάντως κατά του Δαρβίνου έχει συχνά ιδιαίτερη βαρύτητα και εξακολουθεί και σήμερα να λαμβάνεται υπόψη με την οφειλομένη προσοχή.
Τέλος, σημειώνουμε το όνομα του Ανρί ντε Λαζάκ-Ντιτιέ (1821-1901), φανατικού αντίπαλου της θεωρίας της εξέλιξης και πιστού οπαδού του Κιβιέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: