27/6/09

Μια βασική ανακάλυψη [83]

Αν όμως η υπόθεση της αμφιμιξίας δεν μπόρεσε να δώσει κάποια οριστική λύση στο πρόβλημα, το ίδιο ισχύει και για τη θεωρία της υβριδοποίησης ή νοθογονίας του μεγάλου Ολλανδού βοτανικού Γ. Π. Λότσι.
Αλλά η τύχη επεφύλασσε και πάλι σε Ολλανδό τη συνέχιση της προσπάθειας με μεγαλύτερη επιτυχία. Επρόκειτο για τον Ούγκο ντε Βρις (Hugo de Vries) (1848-1935), που με αφετηρία την ανακάλυψη των ελάχιστων εκείνων απολιθωμάτων που χαρακτηρίστηκαν συνδετικοί κρίκοι, σκέφτηκε ότι θα ήταν δυνατόν να ανακαλυφθούν και ζωντανοί ακόμα οργανισμοί που να βρίσκονται σε ενδιάμεσα στάδια εξέλιξης.

Τότε ανακάλυψε ο ντε Βρις ένα καλλωπιστικό φυτό της Αμερικής, το «oenothera lamarckiana» που, άγνωστο για ποιο λόγο, είχε επανέλθει σε άγρια κατάσταση και παρουσίαζε ενδιαφέρουσες ιδιότητες. Διαδοχικά ανακαλύπτονταν πολυάριθμα άτομα του φυτού αυτού με βαθιές διαφορές από την τυπική του μορφή, που όταν αναπαράγονταν διατηρούσαν αμετάβλητους τους παραλλαγμένους χαρακτήρες τους. Μετά από σκληρή εργασία πολλών ετών, ο ντε Βρις συγκέντρωσε έναν αριθμό τύπων του φυτού με μόνιμες και έκδηλες εκτροπές από την τυπική του μορφή, τη μελέτησε και διατύπωσε τη θεωρία των «μεταλλάξεων», όπως είχε ονομάσει τις παραλλαγές που είχε συγκεντρώσει.
Η θεωρία αυτή, αρκετά απλοποιημένη, θα μπορούσε να συνοψιστεί κάπως έτσι: Σε κάποιο στάδιο της ζωής ορισμένου είδους, επέρχεται απρόβλεπτα κάτι σαν θύελλα μεταλλάξεων, σαν το είδος να τρελάθηκε και να άρχισε να σκορπίζεται φοβισμένο, μέσα όμως πάντοτε στο δρόμο του. Τότε παρουσιάζονται διάφορες παραλλαγές του βασικού του τύπου, με χαρακτήρες που άλλοτε απέχουν περισσότερο και άλλοτε λιγότερο από τους αρχικούς, που κληρονομούνται όμως στους απογόνους. Από τις παραλλαγές αυτές, όσες δεν προσαρμόζονται στο περιβάλλον που βρέθηκαν, θα εξαφανιστούν με τη φυσική επιλογή και θα επιβιώσουν οι άλλες.
Η θεωρία των μεταλλάξεων αντικατέστησε στη διαδικασία της εξέλιξης το βαθμιαίο του Δαρβίνου με το απρόβλεπτο και με άλματα συντελούμενο του ντε Βρις. Η έννοια όμως της φυσικής επιλογής έμεινε άθικτη.
Ενώ όμως ο ντε Βρις ολοκλήρωνε τις μελέτες του και δημοσίευε τη «Θεωρία της απότομης παραλλαγής» (Λειψία, 1901-1903), άλλοι μεγάλοι βιολόγοι, όπως ο Γερμανός Καρλ Κόρρενς (Carl Correns) (1864-1933) και ο Αυστριακός Έριχ Τσέρμακ (Erich von Tschermak) (1871-1962), είχαν αφοσιωθεί στη μελέτη της κληρονομικότητας. Στο μεταξύ είχαν ανακαλυφθεί και διατυπωθεί οι θεμελιώδεις νόμοι του εξαιρετικού αυτού φαινομένου από έναν σεμνό Αυγουστινιανό μοναχό, τον Γκρέγκορ Μέντελ.
Η βασική του όμως μονογραφία «Δοκίμια περί των φυσικών υβριδίων», που αποτελεί έναν από τους πιο καταπληκτικούς σταθμούς και τις πιο εξαίρετες κατακτήσεις της νεώτερης βιολογίας, έμεινε θαμμένη στα Πρακτικά του 1866 της «Εταιρείας των Φυσιοδιφών» της μικρής πόλης Μπρνο στη Μοραβία. Έπρεπε να περάσουν 35 ολόκληρα χρόνια για να βγει από τα ράφια και τη σκόνη που την κάλυπτε, για να γεμίσει χαρά, αλλά συγχρόνως και απογοήτευση τον Κόρρενς και όσους εργάζονταν στη λύση του ίδιου προβλήματος: τα συμπεράσματα που κι αυτοί είχαν αναγγείλει χωριστά ο ένας από τον άλλον, είχαν ανακαλυφθεί και περιγραφεί τέλεια από τον Μέντελ, πριν από δεκάδες χρόνια.
Έτσι επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, αυτό που είχαμε και αλλού παρατηρήσει: ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της επιστήμης, που οι ανακαλύψεις μοιάζουν σαν να έχουν ωριμάσει. Εξίσου φωτεινά πνεύματα πραγματοποιούν την ίδια ανακάλυψη τελείως ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά χρονικά σε ελάχιστη μεταξύ τους απόσταση. Η δημιουργία ζητημάτων προτεραιότητας στις περιπτώσεις αυτές μόνον ανθρώπινη μικρότητα μαρτυρεί, ασυμβίβαστη με την επιστημονική αξιοπρέπεια. Οι μεγάλες διάνοιες ποτέ δεν θίγονται από κάτι τέτοιο. Σκοπός τους δεν είναι αν θα φτάσουν πρώτες στον επιδιωκόμενο στόχο, αλλά αν θα ανακαλύψουν την αλήθεια συμβάλλοντας, άλλος πολύ και άλλος λίγο, στην ηρωική πορεία του ανθρώπινου πνεύματος προς αυτή.


*
Κάποια στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη αντηχούσε από τον θόρυβο της διαμάχης μεταξύ δαρβινιστών και των αντιπάλων τους. Στο ίδιο το έδαφος του δαρβινισμού φύτρωναν διάφορες θεωρίες: μερικές από αυτές ανακαλούσαν την πολύ παλιά ιδέα του προσχηματισμού και ζητούσαν να συμβιβάσουν τη θεωρία της εξέλιξης με την ύπαρξη ενός αρχικού θείου ή μηχανικού σχεδίου. Τότε ακριβώς ένας ταπεινός ιερωμένος ο Γιόχαν Μέντελ, αργότερα πατήρ Γρηγόριος του τάγματος των Αυγουστινιανών μοναχών, ανακαλύπτει τους θεμελιώδεις νόμους που όλοι ζητούσαν αλλά κανείς δεν υποψιαζόταν.
Ο Γρηγόριος Μέντελ (Gregor Mendel) γεννήθηκε το 1822 στο Χάιντσεντορφ (Heinzendorf) της Σουδητίας, περιοχής της Σιλεσίας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί χωρικοί. Στα 21 του χρόνια έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Μπρνο, στη Μοραβία. Στη συνέχεια σπούδασε μαθηματικά και φυσικές επιστήμες στη Βιέννη και το 1856 διορίστηκε καθηγητής των φυσικών επιστημών στο Λύκειο του Μπρνο (γερμανικά, Brünn).
Εκεί πραγματοποίησε τις θαυμαστές έρευνές του, αντιτάσσοντας, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνει, τη σιωπή της ήρεμης και βαθιάς σκέψης, της βασισμένης στον σοβαρό πειραματισμό, στον μάταιο συχνά θόρυβο των αντεγκλήσεων των δαρβινιστών με τους αντιπάλους τους.

ΝΤΕ ΒΡΙΣ, ΒΑΪΣΜΑΝ, ΓΚΟΛΝΤΟΝ, ΓΙΟΧΑΝΣΕΝ
Είδαμε στα προηγούμενα ότι τα φαινόμενα της κληρονομικότητας έγιναν προβλήματα πρώτης σειράς μετά τη διατύπωση της δαρβινικής θεωρίας. Στο έργο της λύσης των προβλημάτων αυτών αφιερώθηκε συγχρόνως με τον Μέντελ και εκτός από τους ντε Βρις (Vries) και Βάισμαν (Weismann), ο εξάδελφος του Δαρβίνου, Φράνσις Γκόλτον (Francis Galton) (1822-1911). Είναι εκείνος που εισήγαγε πρώτος τις ποσοτικές μεθόδους στη μελέτη των φαινομένων της κληρονομικότητας, ιδρύοντας έτσι ένα νέο επιστημονικό βιολογικό κλάδο, τη βιομετρία. Πρέπει να αναφέρουμε ακόμα τον Β. Λ. Γιόχανσεν (1857-1927), Δανό βοτανικό, που μελέτησε τα προβλήματα της κληρονομικότητας στα φασόλια, αποδεικνύοντας με τα πειράματά του την πλάνη της θεωρίας του Λαμάρκ.
Στις μελέτες ακριβώς αυτές διέθετε ο Γρηγόριος Μέντελ όλο τον διαθέσιμο χρόνο του, έξω από τις ώρες της διδασκαλίας.

Η ΑΣΥΝΕΧΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ
Με τα πειράματά του στα φυτά «oenothera lamarckiana» ο ντε Βρις οδηγήθηκε, όπως είδαμε, στη διατύπωση της θεωρίας των μεταλλάξεων. Η νέα θεωρία βρήκε προετοιμασμένα για την αποδοχή της τα πνεύματα πολλών επιφανών βιολόγων της εποχής. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Άγγλος Γουίλιαμ Μπέιτσον (William Bateson) (1861-1926) που είχε δημοσιεύσει το 1894 τη συλλογή «Υλικό για τη μελέτη της ποικιλότητας, που επεξεργάστηκε ειδικά ως προς το ασυνεχές της γένεσης των ειδών», που ο τίτλος της και μόνον εκφράζει τις ιδέες του συγγραφέα. Ήταν ακόμα και ο ίδιος ο Χάξλεϊ που, παρά τις πεποιθήσεις του, δεν απέκλειε ότι η φύση μπορεί να κάνει κάπου - κάπου και άλματα, δηλαδή απρόβλεπτα βαθιές αλλαγές κατά την πορεία της εξέλιξης, στις οποίες στη συνέχεια ενεργούσε η φυσική επιλογή.
Πράγματι, η αρχική ιδέα της συνεχούς μεταβολής κατά ελάχιστα ποσά ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανεπαρκής και έπρεπε να αντικατασταθεί. Η βιολογία όμως αγνοούσε ακόμα ότι και η ίδια η λεπτή κατασκευή της κληρονομικής ουσίας είναι ασυνεχής, όπως και η κληρονομικότητα. Η τιμή της ανακάλυψης αυτής ανήκει στον Γρηγόριο Μέντελ.

Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ, ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Η κακή εκτέλεση και η κακή ερμηνεία ορισμένων πειραμάτων υπήρξε πάντοτε πηγή μεγάλων πλανών για την επιστήμη. Αρχίζοντας από την αρχαιότητα - αφήνουμε κατά μέρος τον μεσαίωνα, στον οποίον το πείραμα ήταν στην ουσία άγνωστο - και καταλήγοντας στους νεώτερους χρόνους, από τον 16ο αιώνα και δώθε, βλέπουμε εσφαλμένες θεωρίες να γεννιούνται ή να επισφραγίζονται εξαιτίας εσφαλμένων πειραματισμών. Ο βαν Χέλμοντ επιβεβαιώνει με ένα παράλογο πείραμα την αυτόματη γένεση και στο ίδιο σφάλμα, για τον ίδιο λόγο, πέφτει τον επόμενο αιώνα ο πράγματι μεγάλος Νίντχαμ. Ο Σταλ ερμηνεύει εσφαλμένα κάποια άλλα πειράματα και καταλήγει στην ολέθρια θεωρία του «φλογιστού».
Έχουμε δει ακόμα, στις σελίδες που προηγήθηκαν, ότι η σοβαρή εκτέλεση και η ορθή ερμηνεία του πειράματος οδήγησαν πάντοτε στην ανεύρεση της αλήθειας ή τουλάχιστον πλησίασαν τον άνθρωπο στο ποθούμενο. Τέτοια ήταν τα πειράματα του Γαλιλαίου, του Ρέντι, του Χάρβεϊ, του Σπαλαντσάνι.
Η σημασία της ορθής ερμηνείας είναι μεγάλη. Και τα πιο ακριβή πειράματα μπορούν, όταν ερμηνευτούν εσφαλμένα, να οδηγήσουν στην πλάνη. Τυπικό είναι το παράδειγμα του πειράματος που εκτέλεσε τόσο ο Ακουαπεντέντε όσο και ο Χάρβεϊ: είχαν δέσει τον βραχίονα ενός ανθρώπου και είχαν παρατηρήσει να διογκώνονται οι βαλβίδες των φλεβών του. Ο Ιταλός που παρατήρησε πρώτος το φαινόμενο, διατύπωσε την παράλογη θεωρία ότι οι βαλβίδες χρησιμεύουν για να συγκρατούν την ορμητική πορεία του αίματος. Ο Άγγλος έδωσε τη σωστή ερμηνεία του πειράματος, επιβεβαιώνοντας την επαναστατική του ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος από τις αρτηρίες στις φλέβες και από εκεί, δια μέσου της καρδιάς και των πνευμόνων, πάλι στις αρτηρίες. Τα ίδια έγιναν και στον αιώνα του θετικισμού. Αρκεί να αναφέρει κανείς την περίπτωση του Χέκελ.
Η πρώτη σελίδα των «Δοκιμίων περί των φυτικών υβριδίων» του Μέντελ αποτελεί σαφή προειδοποίηση για τις θανάσιμες παγίδες που κρύβει το εσφαλμένο πείραμα και η κακή ερμηνεία του. Τα πειράματα του Μέντελ κράτησαν 8 χρόνια. Και όμως πίστευε ότι τα είχε εκτελέσει σε περιορισμένο αριθμό φυτών και ότι επομένως τα συμπεράσματά του έπρεπε να θεωρούνται πολύ γενικά.

ΤΑ ΜΠΙΖΕΛΙΑ ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Οι εργασίες του Μέντελ είχαν γίνει στον μικρό λαχανόκηπο του μοναστηριού του Μπρνο, στο οποίο κατοικούσε τα 15 χρόνια που δίδασκε στην πόλη αυτή. Το αντικείμενο των πειραματισμών του ήταν τα μπιζέλια.
Για να κάνουμε κατανοητούς τους νόμους που ανακάλυψε ο Μέντελ και που ισχύουν όχι μόνο για τα φυτά, αλλά και για τα ζώα και τον άνθρωπο, θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα διασταύρωσης μεταξύ ινδόχοιρων.
Διασταυρώνοντας ένα λευκό και ένα μαύρο ινδόχοιρο, θα έχουμε στην πρώτη γενιά όλο μαύρους ινδόχοιρους: ο χαρακτήρας «μαύρο» είναι επικρατών και ο χαρακτήρας «λευκό» υπολειπόμενος.
Αν τώρα διασταυρώσουμε μεταξύ τους ινδόχοιρους της πρώτης γενιάς που είναι όλοι μαύροι, θα έχουμε στη δεύτερη γενιά 3/4 απογόνους μαύρους και 1/4 απογόνους λευκούς. Αυτοί οι τελευταίοι, αν διασταυρωθούν μεταξύ τους δίνουν όλο λευκούς ινδόχοιρους: είναι, όπως λέμε, ομοζυγώτες ως προς τον χαρακτήρα «λευκό». Αν διασταυρώσουμε όμως μαύρους ινδόχοιρους της δεύτερης γενιάς μεταξύ τους θα έχουμε κατά το 1/3 όλο μαύρους (ομοζυγώτες ως προς τον χαρακτήρα «μαύρο»), ενώ κατά τα υπόλοιπα 2/3 θα έχουμε απογόνους και πάλι κατά τα 3/4 μαύρους και κατά το 1/4 λευκούς, όπως στην πρώτη γενιά: αυτοί είναι, όπως λέμε, ετεροζυγώτες ως προς τον χαρακτήρα του χρώματος.

Όλα αυτά εκφράζονται στον πρώτο νόμο του Μέντελ, το νόμο της διάσπασης (Law of segregation).
Αν τώρα διασταυρώσουμε μπιζέλια που να διαφέρουν όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στη μορφή της επιφάνειας του σπόρου: μπιζέλια κίτρινα και λεία - μπιζέλια πράσινα και ζαρωμένα, θα έχουμε στην πρώτη γενιά μπιζέλια με τους επικρατούντες χαρακτήρες: κίτρινα και λεία. Στη δεύτερη γενιά θα έχουμε απογόνους με 4 συνδυασμούς ιδιοτήτων: κίτρινα λεία και πράσινα ζαρωμένα (οι αρχικοί συνδυασμοί), πράσινα λεία και κίτρινα ζαρωμένα (νέοι συνδυασμοί) σε αναλογία 9 προς 3 προς 3 προς 1.
Αυτά εκφράζονται στο δεύτερο νόμο του Μέντελ, το νόμο της ανεξαρτησίας (Law of indepedent assortment).
Τα τελευταία πειράματα που εκτέλεσε ο Μέντελ σε φυτά δεν τα ερμηνεύει με την ίδια σαφήνεια, όχι γιατί οι νόμοι του δεν έχουν γενική εφαρμογή, αλλά γιατί, όπως ξέρουμε σήμερα, τα φυτά εκείνα είναι «απογαμικά» (πολλαπλασιάζονται χωρίς γονιμοποίηση), τα δε αρσενικά των μελισσών γεννιούνται με παρθενογένεση.
Με τα ακριβή πειράματά του και την ορθή ερμηνεία τους, ο Μέντελ απέδειξε νε τρόπο ακαταμάχητο ότι η λεπτή κατασκευή της κληρονομικής ουσίας είναι ασυνεχής. Έτσι έθεσε τις βάσεις της νεώτερης γενετικής, που οι σύγχρονοί του, αγνοώντας το έργο του, εξακολουθούσαν να αναζητούν. Η σιωπή που περιβάλλει το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν παρουσιάζεται για μοναδική φορά στην ιστορία της επιστήμης.
Βέβαια υπήρξε ευγενική πράξη η αναγνώριση της προτεραιότητας του Μέντελ από εκείνους που επιτέλους ανακάλυψαν το έργο του μεγάλου φυσιοδίφη. Όταν όμως ο ίδιος πέθανε το 1884, έφευγε ανυποψίαστος για το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βιολόγους.

*

Ο πρώτος αντίκτυπος της θεωρίας της εξέλιξης ήταν η μετατόπιση των προβλημάτων από το καθαρά μορφολογικό στο πεδίο της εμβρυολογίας και της γενετικής. Τα στοιχεία που, ξεκινώντας από τον Μπιφόν, είχαν υποβάλλει την ιδέα ότι τα πλάσματα του πλανήτη μας πρέπει να έχουν υποστεί μεταμορφώσεις, είχαν βέβαια προκύψει στο μορφολογικό πεδίο. Με το να σταθούν όμως αφορμή της γένεσης νέων βιολογικών επιστημών, όπως η οικολογία και η βιομετρία, ακόμα και η ίδια η γενετική, μετατόπισαν το βάρος προς τη δική τους πλευρά. Κάτι ανάλογο συνέβη σε σχέση με την ανατομική και τη φυσιολογία.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Είδαμε ποια υπήρξε η συμβολή και ποιο το βάρος της προσωπικότητας του Κιβιέ στην εξέλιξη της φυσικής ιστορίας και της βιολογίας. Η επίδρασή του δεν υπήρξε μικρότερη στον τομέα της ανατομικής.
Η θεμελίωση της συγκριτικής ανατομικής ως σαφώς καθορισμένης επιστήμης και όχι ως απλής μεθόδου, όπως ήταν για τον Μαλπίγγι και τη σχολή του, πρόσφερε στον φυσιοδίφη ένα πολύτιμο όργανο. Δεν ήταν απλά ότι επέτρεπε τη διαπίστωση συγγενειών μεταξύ των διαφόρων ειδών ζώων. Ήταν κυρίως ένα θαυμάσιο μέσο για την κατανόηση της λεπτής κατασκευής και επομένως και της λειτουργίας ορισμένων οργάνων και τη διατύπωση των γενικών αρχών της οργάνωσής τους.
Στο σημείο αυτό ο Κιβιέ αποκαλύπτεται πραγματικός κληρονόμος της σκέψης του Βάκωνα και του Γαλιλαίου που υπήρξαν οι πρώτοι που θεώρησαν τη συγκριτική ανατομική γόνιμο έδαφος έρευνας. Αρκεί να θυμηθούμε το «μικροσκόπιο της φύσης» που με τόση επιτυχία αξιοποίησε ο Μπελλόνι, και τα θαυμάσια παραδείγματα της εφαρμογής της συγκριτικής μεθόδου στη μελέτη του όρχεως από τον Ομπερί, της γλώσσας και του «εξωτερικού οργάνου της αφής» από τον Μαλπίγγι: ξεκινώντας από τον όρχι του ταύρου ο πρώτος, τη γλώσσα του βοδιού, τη μύτη και τα πόδια του χοίρου ο δεύτερος, στα οποία υπήρχαν σε μεγαλύτερες διαστάσεις ανάλογες κατασκευές του ανθρώπινου σώματος, κατέληξαν και οι δυο στον εντοπισμό και την εξήγηση των αντίστοιχων κατασκευών του οργανισμού του ανθρώπου. Επρόκειτο πράγματι για μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις και κληρονομιές του 17ου αιώνα. Το πνεύμα των μεγάλων του παρελθόντος πέρασε διαμέσου του Κιβιέ στους ανατόμους του 19ου αιώνα, εξακολουθώντας να αποδίδει τους ίδιους πάντοτε καρπούς.
Άλλωστε και ο Δαρβίνος, στην προσπάθειά του να εξηγήσει την εξέλιξη των ειδών σε αυστηρά μηχανική βάση και αρνούμενος κάθε βιταλιστική ερμηνεία (όπως του Λαμάρκ που παραδεχόταν ενδιάθετη την τάση προς την εξέλιξη, κάτι σαν τις αδυναμίες του Γαληνού), δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει την κληρονομιά των γενικών ιδεών της ιατρομηχανικής σχολής. Με μια μόνον διαφορά: ενώ ο Μαλπίγγι δε θεωρούσε απαραίτητο να ασχοληθεί με τον «άγγελο» που κινεί τον «μύλο» (δες προηγούμενα), ο Δαρβίνος αρνιόταν τελείως την ύπαρξή του! Ιατρομηχανική και θετικισμός χωρίζονταν κιόλας με 2,5 αιώνες!

ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ
Ανάμεσα στους πιο επιφανείς μαθητές του Κιβιέ που συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της συγκριτικής ανατομικής ως απαραίτητου οργάνου για τη βαθύτερη γνώση των έμβιων όντων από πλευράς κατασκευής και λειτουργίας, πρέπει να μνημονεύσουμε τον Γιόχαν Φρίντριχ Μέκελ (Johann Friedrich Meckel) (1781-1883), απόγονο λαμπρής γενιάς ανατόμων. Ο Μέκελ διαδέχθηκε τον πατέρα του στην έδρα της ανατομικής του Πανεπιστημίου της Χάλε, τόπου της γέννησής του, όπου και ο πατέρας του είχε διαδεχθεί στην ίδια έδρα τον δικό του πατέρα.
Ύστερα από εξαίρετες μελέτες στο σκελετό των σπονδυλωτών, ο Μέκελ παρασύρεται από τα αφηρημένα σχήματα της «φιλοσοφίας της φύσης» και διατυπώνει στο περίφημό του «Σύστημα συγκριτικής ανατομικής» (Χάλε, 1821) ένα σύνολο απόψεων που αποτελούσαν συγχώνευση των ιδεών του Σεντ Ιλέρ, για το ενιαίο του σχεδίου της οργάνωσης των έμβιων όντων, με τις αντιλήψεις του Λαμάρκ, για την εξέλιξη και τις γενικές απόψεις της «φιλοσοφίας της φύσης». Από αυτό το σύνολο των απόψεων, ο Μέκελ παρουσίασε μια θεωρία εξαιτίας της οποίας υπήρξε συνυπεύθυνος με τον φον Μπερ για το «θεμελιώδη βιογενετικό νόμο» που ο Χέκελ έθεσε ως βάση του εξελικτικού του συστήματος.
Στη μορφή και το έργο του Μέκελ υπάρχει μια βαθύτερη αντίφαση μεταξύ της αυστηρά πειραματικής και θετικιστικής του ερευνητικής τοποθέτησης και του αφηρημένου χαρακτήρα των γενικών του αντιλήψεων και ερμηνειών.
Ανάλογη είναι η αντίφαση του Ρίτσαρντ Όουεν (1804-1892), για τον οποίον έχουμε κιόλας μιλήσει, μεταξύ της μεγάλης του συμβολής στη ζωολογία και την παλαιοντολογία και της ασυγκράτητης απέχθειάς του προς τη θεωρία της εξέλιξης με ταυτόχρονη προσκόλλησή του στις αφηρημένες αρχές της «φιλοσοφίας της φύσης», τις θεωρίες του Κιβιέ και του Σεντ Ιλέρ, του οποίου προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα την ιδέα για το ενιαίο της οργάνωσης.
Παρόλα αυτά, ο Όουεν υπήρξε μεγάλος ανατόμος. Διευκρίνισε με τρόπο οριστικό την ονοματολογία της συγκριτικής ανατομικής. Τη θεμελιώδη σημασία του έργου αυτού την καταλαβαίνει όποιος παρακολούθησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν γύρω από τους οστεογενείς, τους οστεογόνους και τους οστεογενετικούς όγκους.

Η ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η περίοδος αυτή συμπίπτει για την Ιταλία με τις αγωνίες, τις ελπίδες, τους πόνους και τις δόξες του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Η προσφορά της συνεπώς στην ερευνητική προσπάθεια της Ευρώπης και η ανάμειξή της στην πολεμική των εξελικτικών θεωριών υπήρξε ασήμαντη. Σε άλλους όμως ιατρικούς τομείς και κυρίως στην ανατομική και την πρόοδό της συνέβαλε πολύ.
Μερικά από τα ονόματα που έμειναν για πάντα στην ονοματολογία της ανατομικής είναι του Λουίτζι Ρολάντο (Luigi Rolando) (1773-1831), του Μπαρτολομέο Πανίτσα (1785-1867), του Φιλίππο Πατσίνι (Filippo Pacini) (1812-1883), του Άντζελο Ντουμπίνι (Angelo Dubini) (1813-1902) και του Αλφόνσο Κόρτι (Alfonso Corti) (1822-1876).
Ο Ρολάντο έκανε μελέτες στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό των ζώων και του ανθρώπου που μπορούν να θεωρηθούν θεμελιώδεις.
Ο Πανίτσα, παράλληλα με τις σπουδαίες μελέτες του επί του λεμφικού συστήματος των ερπετών, μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους θεμελιωτές της θεωρίας των εγκεφαλικών κέντρων.
Ο Πανίτσα όμως δεν περιορίστηκε μέχρις εκεί. Είναι εκείνος που έκανε τη μικροσκοπική ανατομική αυτόνομη, εγκαινιάζοντας την αυτοτελή διδασκαλία της στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου και κατείχε την έδρα της ανατομικής, στην οποία είχε διαδεχθεί τον Αντόνιο Σκάρπα.
Ο κύκλος των ανακαλύψεων του Πατσίνι εκτείνεται στο νευρικό σύστημα. Ορισμένες νευρικές απολήξεις φέρουν από τότε το όνομά του. Μελέτησε επίσης τη χολέρα και επισήμανε πρώτος το μικρόβιό της, που θα περιγράψει ο Κωχ ύστερα από 30 χρόνια, αναγνωρίζοντάς το ως το αίτιο της νόσου. Παρόλα αυτά κανείς δεν πρόσεξε τότε την ανακάλυψή του που μόνη αυτή θα αρκούσε να του χαρίσει άφθαρτη δόξα.
Εκείνος που είδε το όνομά του να αποκτά αμέσως φήμη μέσα και έξω από την πατρίδα του υπήρξε ο Κόρτι (Corti). Είναι ο ανατόμος που ανακάλυψε το όργανο της ακοής που φέρει από τότε το όνομά του.














ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΤΣΑ
Το κύρος δύο μόνον από τους πολλούς μαθητές του Πανίτσα αρκεί για να τονίσει τη μεγάλη του αξία ως διδασκάλου. Πρόκειται για τον Άντζελο Ντουμπίνι, που μόλις πιο πάνω αναφέραμε, και τον Αντρέα Βέργκα (Andrea Verga) (1811-1895).
Ο Ντουμπίνι ανακάλυψε το παράσιτο του εντέρου «ancylostoma duodenale» (αγκυλόστομα το 12δακτυλικό) που περιέγραψε στη θεμελιώδη εργασία του «Ενδοζωογραφία του ανθρώπου προς χρήση ως συμπλήρωμα εις τη σπουδή της παθολογικής ανατομικής» (Μιλάνο, 1850).
Ο Βέργκα απέκτησε φήμη με τις μελέτες του επί της κατασκευής του κρανίου και του εγκεφάλου. Αυτός ανακάλυψε ένας εγκεφαλικό σχηματισμό που με το όνομα «έκτη κοιλία του εγκεφάλου» απέκτησε τελευταία και πρακτικό ενδιαφέρον με τις προόδους της νευροακτινολογίας. Ανακάλυψε ακόμα και τον υδραγωγό που συνδέει την κοιλία αυτή με την «πέμπτη κοιλία» του εγκεφάλου. Τις ανακαλύψεις του δημοσίευσε σε δύο εργασίες το 1851 και το 1855.Έτσι, ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία δεν εμπόδισε τις επιστημονικές διάνοιες από το έργο τους, όπως η θύελλα της επανάστασης δεν μπόρεσε να διακόψει το έργο του Μπιφόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: