Με μόνη την ακριβή παρατήρηση της φύσης και άσχετα από το γεγονός ότι οι ιδέες του είναι τοποθετημένες στα αριστοτελικά πλαίσια, ο Τζιρόλαμο Φρακαστόρο (1478-1553) είχε συλλάβει, σχετικά με τη μετάδοση των ασθενειών, μια καταπληκτική ιδέα. Παράλληλα με τη μετάδοση μια νόσου από άμεση επαφή και τη μετάδοσή της από απόσταση, μιλούσε και για ένα τρίτο τρόπο μετάδοσης των ασθενειών: με τη μεσολάβηση ενός φορέα που μπορεί να είναι τα ρούχα ή τα κλινοσκεπάσματα του αρρώστου, αντικείμενα που έχει αγγίξει ή ακόμα και οι τοίχοι του δωματίου του.
Αλλά ο αριστοτελισμός του Φρακαστόρο ήταν πολύ ήπιος. Βέβαια, κατά την άποψή του, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την ύπαρξη μιας «πρώτης και απώτερης αιτίας». Η ανθρώπινη όμως διάνοια, όπως είναι πεπερασμένη, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει μέχρι τη γνώση της που αποτελεί όριο, του οποίου η υπέρβαση θα εξέθετε τη σοβαρότητα κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Αντί όμως για την απροσπέλαστη «πρώτη και απώτερη αιτία», η επιστήμη στράφηκε στην αναζήτηση των πολλών «δεύτερων και εγγύτερων αιτιών». Και αυτές μόνο με την προσεκτική και λογική παρατήρηση της φύσης μπορούν να ανακαλυφθούν.
Με τις σκέψεις αυτές ο Φρακαστόρο οδηγεί την επιστήμη προς μια φυσιοκρατία, από την οποία και θα προέλθει η πειραματική επανάσταση του 17ου αιώνα.
Από μια τέτοια τοποθέτηση της επιστημονικής έρευνας προέκυψε και η ιδέα του φορέα στη μετάδοση των ασθενειών. Ο Φρακαστόρο δηλαδή είχε παρατηρήσει ότι συνέβαινε συχνά, τελείως υγιή άτομα να προσβάλλονται από πανώλη ή φυματίωση χωρίς να έλθουν σε άμεση επαφή με τον άρρωστο, αλλά μόνο με αντικείμενα που εκείνος είχε χρησιμοποιήσει. Το ερώτημα που αντιμετώπιζε ο Φρακαστόρο ήταν φυσικά τι είναι εκείνο που περνώντας από τον άρρωστο στο αντικείμενο και από το αντικείμενο στον υγιή, γίνεται αφορμή της μετάδοσης της νόσου.
Η απάντηση που δόθηκε αποτελεί ενορατική σύλληψη του δαιμόνιου πνεύματος του Φρακαστόρο.
ΤΑ «ΝΟΣΟΓΟΝΑ ΣΠΕΡΜΑΤΑ»
Πρώτος ο Λουκρήτιος, πιστός οπαδός της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου, υποστήριζε ότι οι ασθένειες προκαλούνται από «σπέρματα» που είναι αόρατα για το ανθρώπινο μάτι. Ο Φρακαστόρο, που δεν πρέπει να αγνοούσε το κείμενο του Λουκρήτιου, μιλά για «νοσογόνα σπέρματα», ζωντανές υπάρξεις που δεν τις διακρίνει το ανθρώπινο μάτι, που τρέφονται με τους ζωτικούς χυμούς του ατόμου, στο σώμα του οποίου βρίσκονται και αναπαράγονται με τέτοια ταχύτητα, ώστε η «ιαματική δύναμη της φύσης», που κατά το Φρακαστόρο ταυτιζόταν με το αίμα, να μη προλαβαίνει να τα αντιμετωπίσει. Η μετάδοση μιας ασθένειας είναι συνεπώς «ζωντανή» και η ίδια η ασθένεια ένα φαινόμενο παρασιτισμού, που αδυνατεί ο οργανισμός να αντιμετωπίσει με το αίμα του.[1]
Μετά από έναν περίπου αιώνα, ο Αθανάσιος Κίρχερ (1601-1680), που τον γνωρίσαμε ως σκληρό αντίπαλο του Ρέντι και υποστηρικτή της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, χωρίς να παύει να είναι συχνά προσεκτικός μελετητής της φύσης, πιστεύει ότι έκανε μια παρατήρηση. Εξετάζοντας στο μικροσκόπιο αίμα ενός ασθενούς που προσβλήθηκε από πανώλη, και πύου από τους βουβώνες του, νόμισε ότι διέκρινε τα «ζωάρια του Ουάρρωνα».[2] Τα «ζωάρια» αυτά τα ερμήνευσε ως αίτια της πανώλης, προσφέροντας έτσι την πειραματική απόδειξη, φανταστική βέβαια, στην «έμβια παθολογία» μερικών οπαδών του Παράκελσου: του Πιέρ Ζαν Φαμπρ, του Άουγκουστ Χάουπτμαν και του Χρίστιαν Λάνγκε.
Η παρατήρηση του Κίρχερ ήταν φανταστική. Όμως αποκτά εξαιρετική σημασία, επειδή είναι αποτέλεσμα της χρήσης του μικροσκοπίου, ενός όπλου ανυπολόγιστης αξίας στα χέρια της επιστήμης του 17ου αιώνα.
ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
Είδαμε στα προηγούμενα τις σπουδαίες ανακαλύψεις που την πραγματοποίησή τους επέτρεψε η χρησιμοποίηση της οπτικής μεγέθυνσης στον τομέα της ιατρικής. Ανακαλύψεις όχι μόνο γύρω από τη λεπτή κατασκευή του ζωικού και του φυτικού σώματος, αλλά και γύρω από τη φυσιολογία του.
Από τη δική του πλευρά, η καθιέρωση του πειράματος στην ιατρική έρευνα, οδηγεί στη διαπίστωση του Ουίλιαμ Χάρβεϊ ότι «κάθε ζώο γεννιέται από ένα αυγό» (1651) και στην κατάρριψη της θεωρίας της αυτόματης γένεσης (Ρέντι, Βαλισνιέρι και τελικά Λάζαρος Σπαλαντσάνι, 1729-1799).
Και πάλι το μικροσκόπιο, επιτρέποντας στον Άντονι Βαν Λέβενχουκ να ανακαλύψει τους μικροοργανισμούς, προσφέρει τη σαφή διατύπωση της έννοιας του παρασιτισμού, που κι αυτή είχε εισαχθεί από το Ρέντι.
Το κλίμα αυτό ζούσε και ανέπνεε η Τοσκάνη του Φερδινάνδου Β' και του Κόζιμο Γ' το 1687, όταν ένας γιατρός από το Λιβόρνο, ο Τζιοβανκόζιμο Μπονόμο, έστειλε στο διδάσκαλό του Φραντσέσκο Ρέντι την επιστολή με την οποία του ανήγγειλε την ανακάλυψη του «άκαρι της ψώρας».
ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
«Γέμισες ψώρα ε; Μεγάλο κακό σε βρήκε, αδελφέ μου. Χωρίς αστεία, είναι ανάγκη να κοιτάξεις να τη θεραπεύσεις προτού πιάσουν στα γερά τα κρύα που, σφίγγοντας τους πόρους του δέρματος κι εμποδίζοντας την εφίδρωση, κάνουν να αυξάνει σημαντικά ο εσωτερικός βρασμός όλων αυτών των υγρών, που αδιάκοπα τρέχουν και ξανατρέχουν μέσα στους πόρους του ανθρώπινου σώματος, γιατί σε τελική ανάλυση, η ψώρα δεν είναι άλλο από τον κοχλασμό των υγρών αυτών, με τον οποίο φουσκώνουν και ξεχύνονται έξω από τους πόρους, από τα μικρά τους στόμια και ξεθυμαίνουν, τις πιο πολλές φορές στο δέρμα». Το περίεργο αυτό κείμενο προέρχεται από επιστολή του Ρέντι προς το διάσημο Ιησουίτη ιεροκήρυκα Πάολο Σενιέρι που είχε πάθει ψώρα.
Αν τώρα, ένα άτομο της μόρφωσης και της περιωπής του Σενιέρι μπορούσε να πάθει ψώρα, μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε στα λαϊκά στρώματα, που η τήρηση των κανόνων της ατομικής υγιεινής ήταν κάτι το τελείως άγνωστο. Η ψώρα ήταν μια νόσος εξαιρετικά διαδεδομένη από την αρχαιότητα, που συνέχιζε να τυραννά τους ανθρώπους του 17ου αιώνα.
Προς την ενδημική αυτή νόσο, με τον έντονα κοινωνικό χαρακτήρα, είχε στραφεί το ενδιαφέρον των ιατρών του 17ου αιώνα, από τους οποίους τυχερός υπήρξε ο Τζ. Μπονόμο. Αυτός σε συνεργασία με το συμπολίτη του Τζιατσίντο Τσεστόνι (1637-1718) κατόρθωσε να ανακαλύψει το αίτιο της νόσου: το «Sarcoptes scabiei ή άκαρι της ψώρας», την περιγραφή του οποίου δίνει σε επιστολή του προς το Ρέντι με τίτλο: «Παρατηρήσεις σχετικά προς τους Sarcoptes του ανθρώπινου σώματος».
Η ανακάλυψη του άκαρι από τον Μπονόμο αμφισβητήθηκε από το συνεργάτη του Τσεστόνι, αρχιφαρμακοποιό του μεγάλου δούκα Κόζιμο Γ' και στενό φίλο του Ρέντι. Αυτός γράφοντας στο Βαλισνιέρι ισχυρίζεται ότι η ανακάλυψη είναι εντελώς δική του και ότι έγινε ύστερα από ατέλειωτα και επίπονα πειράματα. Όπως και να έχει η αλήθεια, τα ονόματα των Μπονόμο και Τσεστόνι έχουν συνδεθεί με μια από τις πιο γόνιμες σε συνέπειες ανακαλύψεις του 17ου αιώνα και όλων των εποχών.
Αν ανατρέξουμε στο «Λεξικό της Ακαδημίας της Κρούσκας» θα δούμε να ορίζεται ο Sarcoptes της ψώρας ως «μικρότατος σκώληκας, που γεννιέται από τη διάβρωση του δέρματος, που κατατρώγοντάς το προκαλεί οξύτατο κνησμό». Αν αναφέρουμε τον ορισμό αυτόν είναι γιατί στηρίζεται στη θεωρία της αυτόματης γένεσης. Άλλωστε, οι παραδοσιακές αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται και στην επιστολή του Ρέντι προς τον Σενιέρι, ένα μέρος της οποίας διαβάζουμε: η ψώρα εξηγείται με την παθολογία των χυμών.
Τότε μεσολάβησε μια παρατήρηση του Τσεστόνι για τον οποίο γράφει ο Μπονόμο επί λέξει ότι «βεβαιώνει ότι παρατήρησε πάρα πολλές φορές ότι οι γυναίκες στα παιδάκια τους που έχουν ψώρα, βγάζουν με τη μύτη της καρφίτσας κάτι, δεν ξέρω τι, από τις λεπτές φουσκάλες της ψώρας, που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει καλά και δεν έχουν διαπυηθεί, και αυτό το κάτι το τοποθετούν πάνω στο νύχι του αντίχειρα του αριστερού χεριού και ύστερα, με το νύχι του αντίχειρα του δεξιού χεριού το σπάζουν και σπάζοντάς το ακούγεται ένα μικρό τρίξιμο. Το ίδιο έχω δει να κάνουν από αμοιβαία ευσπλαχνία οι φυλακισμένοι και οι δούλοι που έχουν ψώρα, στη φυλακή, εδώ στο Λιβόρνο».
«Ο Τσεστόνι όμως», συνεχίζει ο Μπονόμο, «προσθέτει ότι στ’ αλήθεια δεν ήξερε με βεβαιότητα αν οι Sarcoptes ήταν σκουληκάκια. Αλλά θα μπορούσε αμέσως να ξεκαθαρίσει το ζήτημα εκτελώντας σύμφωνα με την επιθυμία μου πολλές δοκιμές σε κάποιον με ψώρα για να μπορέσει να παρατηρήσει με σιγουριά, αν συμβαίνει αυτό ή όχι». Τα λόγια αυτά, μακριά από τη δογματική νοοτροπία των περασμένων αιώνων, προδίδουν τον τρόπο σκέψης που εγκαινίασε στην επιστήμη ο Γαλιλαίος.
Εύκολα, λοιπόν, βρέθηκε το άτομο με τη ψώρα, ρωτήθηκε πού αισθάνεται τον πιο έντονο κνησμό κι απάντησε ότι αυτό του συμβαίνει εκεί όπου υπάρχουν πολλές φυσαλίδες, χωρίς όμως πύον. «Τότε», όπως γράφει ο Μπονόμο, «με τη μύτη μιας πολύ λεπτής καρφίτσας τρύπησα ένα από αυτά τα υδρώα και αφού, πιέζοντας, έκανα να βγει από εκεί μια μικρή σταγόνα, είχα την τύχη να αποσπάσω ένα πάρα πολύ μικρό λευκό σφαιρίδιο, μόλις ορατό. Κι όταν το παρατήρησα στο μικροσκόπιο, διέκρινα με αναμφισβήτητη βεβαιότητα ότι ήταν ένα παρά πολύ μικρό σκουληκάκι, που έμοιαζε με χελώνα».
Αφού και με πολλές άλλες παρατηρήσεις επιβεβαιώθηκε το εύρημα, έπρεπε τώρα να λυθεί το πρόβλημα πώς γεννιούνται αυτά τα σκουλήκια. Με λαχτάρα, οι δυο ερευνητές προσπαθούν να ανακαλύψουν αν τα σκουληκάκια αυτά γεννούν αυγά. Ύστερα από πολλές προσπάθειες η τύχη τους χαμογέλασε: την ώρα που ένας σχεδιαστής παρατηρούσε ένα από αυτά στο μικροσκόπιο, για να σχεδιάσει, το είδε να αφήνει μια σειρά από αυγά. Έτσι βεβαιώθηκαν ότι κι οι Sarcoptes αναπαράγονται όπως όλα τα ζώα, έχοντας αρσενικό και θηλυκό, όσο κι αν ακόμα δεν είχαν κατορθώσει να διακρίνουν το ένα από το άλλο.
Με τις παρατηρήσεις αυτές, οι αμφιβολίες για τις παλαιές θεωρίες ότι οι Sarcoptes γεννιόνται από τη σήψη που υφίσταται ο πάσχων από ψώρα γιγαντώνονται. Αλλεπάλληλα πειράματα δικαιώνουν τις αμφιβολίες και οδηγούν τον Μπονόμο στη σωστή ερμηνεία: η «ψώρα είναι νόσος τόσο μεταδοτική, επειδή οι Sarcoptes με μόνη την απλή επαφή ενός σώματος με το άλλο, μπορούν πολύ εύκολα να περάσουν από το ένα σώμα στο άλλο» γιατί «δεν ασχολούνται πάντοτε όλα με το έργο τους, χωμένα κάτω από την επιδερμίδα (δηλαδή με το ανοίγουν σήραγγες)... αλλά βρίσκονται και πάνω στην επιδερμίδα του σώματος, πανέτοιμοι να επιτεθούν σε κάθε τι που θα πλησιάσει, όπου όσο λίγα κι αν καταφέρουν να εγκατασταθούν, πολλαπλασιάζονται με αφθονία με τα αυγά που γεννούν».
Είχε έρθει πια ο καιρός, όπως μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα, για να μεταφερθεί η έννοια του παρασιτισμού από το μικροσκοπικό πεδίο και να γίνει αντιληπτό ότι ζωντανά, αλλά αόρατα για το γυμνό μάτι όντα, μπορούν να αποτελέσουν την αιτία των μεταδοτικών νοσημάτων.
Η διαίσθηση του Φρακαστόρο και η ανακάλυψη των Μπονόμο και Τσεστόνι έδιναν τους καρπούς τους.
[1] Ένα είδος προφητείας, δηλαδή, της θεωρίας των αντισωμάτων.[2] Αρχαίος Ρωμαίος που απέδιδε τους λοιμούς σε αόρατους μικροοργανισμούς.
Αλλά ο αριστοτελισμός του Φρακαστόρο ήταν πολύ ήπιος. Βέβαια, κατά την άποψή του, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την ύπαρξη μιας «πρώτης και απώτερης αιτίας». Η ανθρώπινη όμως διάνοια, όπως είναι πεπερασμένη, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει μέχρι τη γνώση της που αποτελεί όριο, του οποίου η υπέρβαση θα εξέθετε τη σοβαρότητα κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Αντί όμως για την απροσπέλαστη «πρώτη και απώτερη αιτία», η επιστήμη στράφηκε στην αναζήτηση των πολλών «δεύτερων και εγγύτερων αιτιών». Και αυτές μόνο με την προσεκτική και λογική παρατήρηση της φύσης μπορούν να ανακαλυφθούν.
Με τις σκέψεις αυτές ο Φρακαστόρο οδηγεί την επιστήμη προς μια φυσιοκρατία, από την οποία και θα προέλθει η πειραματική επανάσταση του 17ου αιώνα.
Από μια τέτοια τοποθέτηση της επιστημονικής έρευνας προέκυψε και η ιδέα του φορέα στη μετάδοση των ασθενειών. Ο Φρακαστόρο δηλαδή είχε παρατηρήσει ότι συνέβαινε συχνά, τελείως υγιή άτομα να προσβάλλονται από πανώλη ή φυματίωση χωρίς να έλθουν σε άμεση επαφή με τον άρρωστο, αλλά μόνο με αντικείμενα που εκείνος είχε χρησιμοποιήσει. Το ερώτημα που αντιμετώπιζε ο Φρακαστόρο ήταν φυσικά τι είναι εκείνο που περνώντας από τον άρρωστο στο αντικείμενο και από το αντικείμενο στον υγιή, γίνεται αφορμή της μετάδοσης της νόσου.
Η απάντηση που δόθηκε αποτελεί ενορατική σύλληψη του δαιμόνιου πνεύματος του Φρακαστόρο.
ΤΑ «ΝΟΣΟΓΟΝΑ ΣΠΕΡΜΑΤΑ»
Πρώτος ο Λουκρήτιος, πιστός οπαδός της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου, υποστήριζε ότι οι ασθένειες προκαλούνται από «σπέρματα» που είναι αόρατα για το ανθρώπινο μάτι. Ο Φρακαστόρο, που δεν πρέπει να αγνοούσε το κείμενο του Λουκρήτιου, μιλά για «νοσογόνα σπέρματα», ζωντανές υπάρξεις που δεν τις διακρίνει το ανθρώπινο μάτι, που τρέφονται με τους ζωτικούς χυμούς του ατόμου, στο σώμα του οποίου βρίσκονται και αναπαράγονται με τέτοια ταχύτητα, ώστε η «ιαματική δύναμη της φύσης», που κατά το Φρακαστόρο ταυτιζόταν με το αίμα, να μη προλαβαίνει να τα αντιμετωπίσει. Η μετάδοση μιας ασθένειας είναι συνεπώς «ζωντανή» και η ίδια η ασθένεια ένα φαινόμενο παρασιτισμού, που αδυνατεί ο οργανισμός να αντιμετωπίσει με το αίμα του.[1]
Μετά από έναν περίπου αιώνα, ο Αθανάσιος Κίρχερ (1601-1680), που τον γνωρίσαμε ως σκληρό αντίπαλο του Ρέντι και υποστηρικτή της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, χωρίς να παύει να είναι συχνά προσεκτικός μελετητής της φύσης, πιστεύει ότι έκανε μια παρατήρηση. Εξετάζοντας στο μικροσκόπιο αίμα ενός ασθενούς που προσβλήθηκε από πανώλη, και πύου από τους βουβώνες του, νόμισε ότι διέκρινε τα «ζωάρια του Ουάρρωνα».[2] Τα «ζωάρια» αυτά τα ερμήνευσε ως αίτια της πανώλης, προσφέροντας έτσι την πειραματική απόδειξη, φανταστική βέβαια, στην «έμβια παθολογία» μερικών οπαδών του Παράκελσου: του Πιέρ Ζαν Φαμπρ, του Άουγκουστ Χάουπτμαν και του Χρίστιαν Λάνγκε.
Η παρατήρηση του Κίρχερ ήταν φανταστική. Όμως αποκτά εξαιρετική σημασία, επειδή είναι αποτέλεσμα της χρήσης του μικροσκοπίου, ενός όπλου ανυπολόγιστης αξίας στα χέρια της επιστήμης του 17ου αιώνα.
ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
Είδαμε στα προηγούμενα τις σπουδαίες ανακαλύψεις που την πραγματοποίησή τους επέτρεψε η χρησιμοποίηση της οπτικής μεγέθυνσης στον τομέα της ιατρικής. Ανακαλύψεις όχι μόνο γύρω από τη λεπτή κατασκευή του ζωικού και του φυτικού σώματος, αλλά και γύρω από τη φυσιολογία του.
Από τη δική του πλευρά, η καθιέρωση του πειράματος στην ιατρική έρευνα, οδηγεί στη διαπίστωση του Ουίλιαμ Χάρβεϊ ότι «κάθε ζώο γεννιέται από ένα αυγό» (1651) και στην κατάρριψη της θεωρίας της αυτόματης γένεσης (Ρέντι, Βαλισνιέρι και τελικά Λάζαρος Σπαλαντσάνι, 1729-1799).
Και πάλι το μικροσκόπιο, επιτρέποντας στον Άντονι Βαν Λέβενχουκ να ανακαλύψει τους μικροοργανισμούς, προσφέρει τη σαφή διατύπωση της έννοιας του παρασιτισμού, που κι αυτή είχε εισαχθεί από το Ρέντι.
Το κλίμα αυτό ζούσε και ανέπνεε η Τοσκάνη του Φερδινάνδου Β' και του Κόζιμο Γ' το 1687, όταν ένας γιατρός από το Λιβόρνο, ο Τζιοβανκόζιμο Μπονόμο, έστειλε στο διδάσκαλό του Φραντσέσκο Ρέντι την επιστολή με την οποία του ανήγγειλε την ανακάλυψη του «άκαρι της ψώρας».
ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
«Γέμισες ψώρα ε; Μεγάλο κακό σε βρήκε, αδελφέ μου. Χωρίς αστεία, είναι ανάγκη να κοιτάξεις να τη θεραπεύσεις προτού πιάσουν στα γερά τα κρύα που, σφίγγοντας τους πόρους του δέρματος κι εμποδίζοντας την εφίδρωση, κάνουν να αυξάνει σημαντικά ο εσωτερικός βρασμός όλων αυτών των υγρών, που αδιάκοπα τρέχουν και ξανατρέχουν μέσα στους πόρους του ανθρώπινου σώματος, γιατί σε τελική ανάλυση, η ψώρα δεν είναι άλλο από τον κοχλασμό των υγρών αυτών, με τον οποίο φουσκώνουν και ξεχύνονται έξω από τους πόρους, από τα μικρά τους στόμια και ξεθυμαίνουν, τις πιο πολλές φορές στο δέρμα». Το περίεργο αυτό κείμενο προέρχεται από επιστολή του Ρέντι προς το διάσημο Ιησουίτη ιεροκήρυκα Πάολο Σενιέρι που είχε πάθει ψώρα.
Αν τώρα, ένα άτομο της μόρφωσης και της περιωπής του Σενιέρι μπορούσε να πάθει ψώρα, μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε στα λαϊκά στρώματα, που η τήρηση των κανόνων της ατομικής υγιεινής ήταν κάτι το τελείως άγνωστο. Η ψώρα ήταν μια νόσος εξαιρετικά διαδεδομένη από την αρχαιότητα, που συνέχιζε να τυραννά τους ανθρώπους του 17ου αιώνα.
Προς την ενδημική αυτή νόσο, με τον έντονα κοινωνικό χαρακτήρα, είχε στραφεί το ενδιαφέρον των ιατρών του 17ου αιώνα, από τους οποίους τυχερός υπήρξε ο Τζ. Μπονόμο. Αυτός σε συνεργασία με το συμπολίτη του Τζιατσίντο Τσεστόνι (1637-1718) κατόρθωσε να ανακαλύψει το αίτιο της νόσου: το «Sarcoptes scabiei ή άκαρι της ψώρας», την περιγραφή του οποίου δίνει σε επιστολή του προς το Ρέντι με τίτλο: «Παρατηρήσεις σχετικά προς τους Sarcoptes του ανθρώπινου σώματος».
Η ανακάλυψη του άκαρι από τον Μπονόμο αμφισβητήθηκε από το συνεργάτη του Τσεστόνι, αρχιφαρμακοποιό του μεγάλου δούκα Κόζιμο Γ' και στενό φίλο του Ρέντι. Αυτός γράφοντας στο Βαλισνιέρι ισχυρίζεται ότι η ανακάλυψη είναι εντελώς δική του και ότι έγινε ύστερα από ατέλειωτα και επίπονα πειράματα. Όπως και να έχει η αλήθεια, τα ονόματα των Μπονόμο και Τσεστόνι έχουν συνδεθεί με μια από τις πιο γόνιμες σε συνέπειες ανακαλύψεις του 17ου αιώνα και όλων των εποχών.
Αν ανατρέξουμε στο «Λεξικό της Ακαδημίας της Κρούσκας» θα δούμε να ορίζεται ο Sarcoptes της ψώρας ως «μικρότατος σκώληκας, που γεννιέται από τη διάβρωση του δέρματος, που κατατρώγοντάς το προκαλεί οξύτατο κνησμό». Αν αναφέρουμε τον ορισμό αυτόν είναι γιατί στηρίζεται στη θεωρία της αυτόματης γένεσης. Άλλωστε, οι παραδοσιακές αντιλήψεις αντικατοπτρίζονται και στην επιστολή του Ρέντι προς τον Σενιέρι, ένα μέρος της οποίας διαβάζουμε: η ψώρα εξηγείται με την παθολογία των χυμών.
Τότε μεσολάβησε μια παρατήρηση του Τσεστόνι για τον οποίο γράφει ο Μπονόμο επί λέξει ότι «βεβαιώνει ότι παρατήρησε πάρα πολλές φορές ότι οι γυναίκες στα παιδάκια τους που έχουν ψώρα, βγάζουν με τη μύτη της καρφίτσας κάτι, δεν ξέρω τι, από τις λεπτές φουσκάλες της ψώρας, που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει καλά και δεν έχουν διαπυηθεί, και αυτό το κάτι το τοποθετούν πάνω στο νύχι του αντίχειρα του αριστερού χεριού και ύστερα, με το νύχι του αντίχειρα του δεξιού χεριού το σπάζουν και σπάζοντάς το ακούγεται ένα μικρό τρίξιμο. Το ίδιο έχω δει να κάνουν από αμοιβαία ευσπλαχνία οι φυλακισμένοι και οι δούλοι που έχουν ψώρα, στη φυλακή, εδώ στο Λιβόρνο».
«Ο Τσεστόνι όμως», συνεχίζει ο Μπονόμο, «προσθέτει ότι στ’ αλήθεια δεν ήξερε με βεβαιότητα αν οι Sarcoptes ήταν σκουληκάκια. Αλλά θα μπορούσε αμέσως να ξεκαθαρίσει το ζήτημα εκτελώντας σύμφωνα με την επιθυμία μου πολλές δοκιμές σε κάποιον με ψώρα για να μπορέσει να παρατηρήσει με σιγουριά, αν συμβαίνει αυτό ή όχι». Τα λόγια αυτά, μακριά από τη δογματική νοοτροπία των περασμένων αιώνων, προδίδουν τον τρόπο σκέψης που εγκαινίασε στην επιστήμη ο Γαλιλαίος.
Εύκολα, λοιπόν, βρέθηκε το άτομο με τη ψώρα, ρωτήθηκε πού αισθάνεται τον πιο έντονο κνησμό κι απάντησε ότι αυτό του συμβαίνει εκεί όπου υπάρχουν πολλές φυσαλίδες, χωρίς όμως πύον. «Τότε», όπως γράφει ο Μπονόμο, «με τη μύτη μιας πολύ λεπτής καρφίτσας τρύπησα ένα από αυτά τα υδρώα και αφού, πιέζοντας, έκανα να βγει από εκεί μια μικρή σταγόνα, είχα την τύχη να αποσπάσω ένα πάρα πολύ μικρό λευκό σφαιρίδιο, μόλις ορατό. Κι όταν το παρατήρησα στο μικροσκόπιο, διέκρινα με αναμφισβήτητη βεβαιότητα ότι ήταν ένα παρά πολύ μικρό σκουληκάκι, που έμοιαζε με χελώνα».
Αφού και με πολλές άλλες παρατηρήσεις επιβεβαιώθηκε το εύρημα, έπρεπε τώρα να λυθεί το πρόβλημα πώς γεννιούνται αυτά τα σκουλήκια. Με λαχτάρα, οι δυο ερευνητές προσπαθούν να ανακαλύψουν αν τα σκουληκάκια αυτά γεννούν αυγά. Ύστερα από πολλές προσπάθειες η τύχη τους χαμογέλασε: την ώρα που ένας σχεδιαστής παρατηρούσε ένα από αυτά στο μικροσκόπιο, για να σχεδιάσει, το είδε να αφήνει μια σειρά από αυγά. Έτσι βεβαιώθηκαν ότι κι οι Sarcoptes αναπαράγονται όπως όλα τα ζώα, έχοντας αρσενικό και θηλυκό, όσο κι αν ακόμα δεν είχαν κατορθώσει να διακρίνουν το ένα από το άλλο.
Με τις παρατηρήσεις αυτές, οι αμφιβολίες για τις παλαιές θεωρίες ότι οι Sarcoptes γεννιόνται από τη σήψη που υφίσταται ο πάσχων από ψώρα γιγαντώνονται. Αλλεπάλληλα πειράματα δικαιώνουν τις αμφιβολίες και οδηγούν τον Μπονόμο στη σωστή ερμηνεία: η «ψώρα είναι νόσος τόσο μεταδοτική, επειδή οι Sarcoptes με μόνη την απλή επαφή ενός σώματος με το άλλο, μπορούν πολύ εύκολα να περάσουν από το ένα σώμα στο άλλο» γιατί «δεν ασχολούνται πάντοτε όλα με το έργο τους, χωμένα κάτω από την επιδερμίδα (δηλαδή με το ανοίγουν σήραγγες)... αλλά βρίσκονται και πάνω στην επιδερμίδα του σώματος, πανέτοιμοι να επιτεθούν σε κάθε τι που θα πλησιάσει, όπου όσο λίγα κι αν καταφέρουν να εγκατασταθούν, πολλαπλασιάζονται με αφθονία με τα αυγά που γεννούν».
Είχε έρθει πια ο καιρός, όπως μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα, για να μεταφερθεί η έννοια του παρασιτισμού από το μικροσκοπικό πεδίο και να γίνει αντιληπτό ότι ζωντανά, αλλά αόρατα για το γυμνό μάτι όντα, μπορούν να αποτελέσουν την αιτία των μεταδοτικών νοσημάτων.
Η διαίσθηση του Φρακαστόρο και η ανακάλυψη των Μπονόμο και Τσεστόνι έδιναν τους καρπούς τους.
[1] Ένα είδος προφητείας, δηλαδή, της θεωρίας των αντισωμάτων.[2] Αρχαίος Ρωμαίος που απέδιδε τους λοιμούς σε αόρατους μικροοργανισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου