Ο Έμιλ φον Μπέρινγκ, ένας από τους μεγάλους του «μικροβιολογικού αιώνα», θυμόταν πάντοτε με συγκίνηση την ταπεινή καταγωγή του: «Είχα έντεκα αδέλφια και ο πατέρας μου ήταν μόνον ένας ταπεινός δημοδιδάσκαλος. Για να τα βγάζει πέρα αναγκαζόταν να κάνει και τον αγρότη». Αυτά συνέβαιναν στο Hansdorf της Δυτικής Πρωσίας, όπου μεγάλωνε η πολυμελής οικογένεια.
Από τα δώδεκα παιδιά μόνον ο Έμιλ, που είχε γεννηθεί το 1854, κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο, χάρις στον καλό εφημέριο του Hohenstein, που τον βοηθούσε οικονομικά και του εξασφάλιζε τροφή. Είναι ο ίδιος κληρικός που τον οδήγησε στην ιατρική παρά τη γνώμη του πατέρα του που ήθελε να σπουδάσει ο γιος του θεολογία. Τότε πέτυχε μια θέση στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία του Βερολίνου, πράγμα που του επέτρεπε να σπουδάσει με έξοδα του κράτους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπηρετήσει ως στρατιωτικός ιατρός οκτώ χρόνια. Το 1887 προαγόταν σε λοχαγό υγειονομικού.
Το 1889 ο Μπέρινγκ έγινε βοηθός στο Ινστιτούτο λοιμωδών νοσημάτων που διεύθυνε ο Κωχ. Εκεί έγιναν και οι πρώτες εργασίες του που αφορούσαν την αντισηπτική δράση του ιωδοφορμίου. Ο Μπέρινγκ απέδειξε ότι το ιωδοφόρμιο αναπτύσσει τέτοια ενέργεια μόνο όταν, σε επαφή με ζωντανούς ιστούς ή μικρόβια, απελευθερώνει ιώδιο. Απέδειξε επίσης ότι η ένωση του ιωδίου με την «πτωμαΐνη» (υποθετική ουσία που υπάρχει στο σαπισμένο κρέας) είναι λιγότερο τοξική από την πτωμαΐνη μόνη.
Ακολουθούν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες για την ανοσία των ποντικών στον άνθρακα και στη μικροβιοκτόνο δύναμη του ορού του αίματος των ζώων αυτών, και το 1890 έρχεται η ανακάλυψη στον ορό του αίματος εμβολιασμένων ζώων, ιδιοτήτων ικανών για να εξουδετερώσουν δύο ισχυρές μικροβιακές τοξίνες: την τετανική και τη διφθεριτική.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1890 δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος της «Γερμανικής Ιατρικής Επιθεώρησης» μια ανακοίνωσή του με τον τίτλο «Περί της εξακρίβωσης της ανοσίας προς τη διφθερίτιδα και τον τέτανο στα ζώα». Χωρίς να το υποπτεύεται ο κόσμος, επρόκειτο για ανακοινωθέν νίκης. Το άρθρο εκείνο ανάγγελλε μια τελείως νέα προοπτική, πρωτάκουστη για την εποχή στην οποία παρουσιαζόταν, για την πρόληψη και τη θεραπεία των λοιμωδών νοσημάτων. Το δημοσίευμα όμως, γραμμένο μαζί με τον Ιάπωνα Σιμπασαμπούρο Κιταζάτο (Shibasaburo Kitasato), δεν προκάλεσε θόρυβο. Ήταν άλλωστε γραμμένο πολύ επιφυλακτικά και σε αυστηρό επιστημονικό ύφος. «Παραλείπουμε να συναγάγουμε από τα αποτελέσματά μας τις συνέπειες που μπορούν να αποβούν χρήσιμες για τη θεραπεία του ανθρώπου που πάσχει από διφθερίτιδα ή τέτανο», έγραφαν με μετριοφροσύνη οι συγγραφείς για κάτι που αιώνες περίμενε η ιατρική. Ύστερα από λίγες ημέρες, σε μια δεύτερη ανακοίνωση με τον τίτλο «Έρευνες για την εξακρίβωση της ανοσίας στα ζώα», ο Μπέρινγκ έγραφε με επιστημονική σοβαρότητα και ευσυνειδησία: «Τονίζω ότι δε διαθέτω ακόμα ένα φάρμακο κατά της διφθερίτιδας του ανθρώπου, αλλά το αναζητώ».
Την εποχή εκείνη η διφθερίτιδα, γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη, ήταν μια μάστιγα, που δεν άφηνε περιθώριο ελπίδας. Ο «στραγγαλιστής των παιδιών» μόνο μια δυνατότητα επέτρεπε: την τραχειοτομία, που συχνά δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε το παιδί. Το 1890 οι θάνατοι από διφθερίτιδα στην Πρωσία ανέρχονταν σε 36.160!
Ο Μπέρινγκ αφοσιώθηκε στην έρευνά της, θυσιάζοντας γι’ αυτήν το μικρό στρατιωτικό του μισθό και τις επιχορηγήσεις μερικών φίλων. Οι αντιτοξίνες δυστυχώς που έβγαζε από τον ορό του αίματος των κουνελιών και των ποντικών του, ήταν πολύ λίγο δραστικές. Ο Κωχ που είχε ενδιαφερθεί για τις εργασίες του βοηθού του, τον συμβουλεύει τότε να απευθυνθεί για την παραγωγή ορού στη βιομηχανία. Αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στη νέα ακόμα μέθοδο της οροθεραπείας και μια σειρά εμποδίων γραφειοκρατικών, αποθάρρυναν τον Μπέρινγκ. Συνέχισε λοιπόν τις κατ’ ιδίαν έρευνες, με τη συνεργασία του ιατρού Έριχ Βέρνικε (Erich Wernicke).
Στις 20 Δεκεμβρίου 1891 στη Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου του Βερολίνου που διεύθυνε ο von Bergman, προσωπικός ιατρός του Γουλιέλμου Β', ένα κοριτσάκι πέθαινε από διφθερίτιδα. Κάποιος σκέφτηκε τότε τις εργασίες του Μπέρινγκ και ζήτησε τη βοήθειά του. Με μια δόση αντιδιφθεριτικού ορού από πρόβατο, το κοριτσάκι θεραπεύτηκε. Ήταν η πρώτη νίκη κατά της νόσου.
Τώρα η γερμανική βιομηχανία, τα «Εργαστήρια Fresenius» και τα χρωματουργεία Hoechst προσφέρουν στον Μπέρινγκ τη συνεργασία τους. Ο Karl Binds, διευθυντής του Φαρμακολογικού Ινστιτούτου της Βιέννης, του διαθέτει το εργαστήριό του και ο Otto Heubner, παιδιατρική αυθεντία της εποχής, εφαρμόζει την οροθεραπεία στο Ινστιτούτο του στο Rödnitz της Λειψίας. Ύστερα από ένα χρόνο εφαρμογής της οροθεραπείας, η θνησιμότητα από διφθερίτιδα, που στην περίοδο 1890-1893 κυμαινόταν γύρω στα 57,1%, έπεσε στα 22,5%.
Η έλλειψη πάντως κατανόησης που υπάρχει συστηματικά απέναντι σε κάθε μεγάλο επιστήμονα, δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση για τον Μπέρινγκ. Στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Υγιεινής και Δημοσιογραφίας στη Βουδαπέστη το 1894, όπου καλείται έκτακτος καθηγητής τότε της Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο της Halle-Wittenberg, να προεδρεύσει, ο Γάλλος Πέτρος Παύλος Αιμίλιος Ρου (Pierre Paul Emile Rough) (1853-1933) προβαίνει σε μια ανακοίνωση και χαιρετίζεται από μερίδα του τύπου ως εκείνος που ανακάλυψε την «αντιδιφθεριτική λύμφη». Ο εθνικισμός της εποχής παραμορφώνει τα γεγονότα: οι μεν γράφουν για τη «δηλητηριώδη σύριγγα» και υπαινίσσονται τον Μπέρινγκ, οι δε μιλούν για «εβραϊκή κερδοσκοπία» και υπονοούν τον Ρου.
Ο Ρου όμως, πιο ειλικρινής και πιο έντιμος από τους υπερασπιστές του, ανακοινώνοντας στη Βουδαπέστη τα αποτελέσματά του από την εφαρμογή της διφθεριτικής αντιτοξίνης στη Γαλλία,[1] δηλώνει: «Η οροθεραπεία μπήκε στην ιστορία της ιατρικής από τότε που ο Μπέρινγκ έκανε γνωστές τις ιδιότητες του ορού των ζώων που έχουν ανοσοποιηθεί κατά της διφθερίτιδας».
Ο Γερμανός επιστήμονας, ευγνώμων στον Ρου για την ομολογία του αυτή, δίνει το 1894 στη Βιέννη την πρώτη δημόσια διάλεξή του επί του θέματος και δηλώνει ότι με το εμβόλιό του μπορεί να κάνει τη διφθερίτιδα τόσο ακίνδυνη όσο και την ευλογιά. Μέχρι τότε, στα 100.000.000 των κατοίκων της Γερμανίας και της Αυστρίας, 2.000.000 από τα 3.000.000 που προσβάλλονταν από τη νόσο, υπέκυπταν. Με την κατάλληλη χρήση του ορού θα μπορούσαν να σωθούν από το θάνατο 1.500.000 άνθρωποι.
Το 1895 ο Μπέρινγκ, που έχει πια αποσπάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Marburg. Τότε εκδίδεται ένα μνημειώδες έργο του: η «Ιστορία της διφθερίτιδας, ειδικά σε σχέση με τη θεωρία της ανοσοποίησης». Στο Marburg υπάρχουν ακόμα τα χειρόγραφα 140 εργασιών του.
Στο δικό του Ινστιτούτο, με άξιο της αποστολής του εργαστήριο, ο Μπέρινγκ ασχολείται τώρα με το πρόβλημα της φυματίωσης, στο οποίο αφιέρωσε το δεύτερο ήμισυ της ζωής του. Το όνειρό του ήταν η ανακάλυψη της «καθαρής τοξίνης του βακίλου του Κωχ» και «η παραγωγή στον ορό του αίματος των πειραματόζωων της ευεργετικής αντιτοξίνης που θα εξουδετερώσει τη νόσο».
Για την αναζήτηση της «αντιτουμπερκουλίνης» του ιδρύει μαζί με τους Knor και Wernicke ένα Ινστιτούτο Πειραματικής Θεραπείας στο λόφο του φρουρίου του Marburg. Οι εργασίες του εκεί ξεσήκωσαν όμως την εχθρότητα του Κωχ.
Το 1901 πήρε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής. Τα χρήματα του βραβείου θα τα χρησιμοποιήσει, όπως δήλωσε στην τελετή της απονομής, για να αποδείξει τη δυνατότητα της παρασκευής ενός εμβολίου, κατά το πρότυπο των εμβολίων του Παστέρ, κατά της φυματίωσης, αρχίζοντας από τη φυματίωση των αγελάδων, κάτι που θεωρούσε ως πρώτο σταθμό για την πρόληψη της ανθρώπινης φυματίωσης.
Ο Μπέρινγκ ονειρευόταν την κατάργηση των σανατορίων και των συναφών ιδρυμάτων και πίστευε ότι θα πετύχαινε κατά ανάλογο με τον Τζένερ τρόπο, με ένα δηλαδή προληπτικό εμβόλιο. Δημοσίευσε μια εργασία που παρουσίαζε τις αντιλήψεις του για τη φυματίωση και τα συμπεράσματά του από τη μεταφορά της πείρας του από τη φυματίωση των βοοειδών στον άνθρωπο. Πίστευε ότι το γάλα της αγελάδας ήταν η κυριότερη πηγή μόλυνσης με τη νόσο για τα νεογέννητα και έδινε διάφορες πρακτικές οδηγίες για τη βελτίωση του γάλακτος. Τα πειράματά του γίνονταν σε δεκάδες χιλιάδες βοοειδή. Η «ταυρίνη» και η «τουμπερκουλάση» του ήταν από τα πρώτα δείγματα εμβολίων για αγελάδες, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να οδηγήσουν στην επιτυχία.
Κάποτε ο Μπέρινγκ δεν άντεξε το βάρος μιας τέτοιας κόπωσης και υποχρεώθηκε να μείνει νοσηλευόμενος 3 χρόνια σε ένα θεραπευτήριο κοντά στο Μόναχο, στις στοργικές φροντίδες του ιατρού φον Χένλιν.
Με την επιστροφή του στο Μάρμπουργκ το 1910 εγκαταλείπει τα προβλήματα της φυματίωσης για να αφοσιωθεί στην τελειοποίηση του αντιδιφθεριτικού ορού. Τώρα παράγει την «προφυλακτική αντιδιφθεριτική ΤΑ», μείγμα διφθεριτικής τοξίνης και αντιτοξίνης, που εξασφαλίζει σταθερότερη και πιο παρατεταμένη ανοσία.Και ήρθε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένας από τους 6 γιους του Μπέρινγκ, ο Bernhard, σκοτώνεται στο μέτωπο το 1916. Ο εξαντλημένος πια σωματικά επιστήμονας δεν άντεξε το πλήγμα και σε λίγους μήνες (1917) πέθανε. Όπως γράφει ο G. Magnus, ο γιατρός των τελευταίων του ημερών, ο Μπέρινγκ ανακουφιζόταν, καθώς περίμενε το θάνατο, να διαβάζει επιστολές παιδιών από όλο τον κόσμο, που τον ευχαριστούσαν γιατί τους είχε σώσει τη ζωή με τον ορό του.
[1] Πτώση της θνησιμότητας από 60% σε 22% στο «Νοσοκομείο νοσούντων παίδων» στο Παρίσι.
Από τα δώδεκα παιδιά μόνον ο Έμιλ, που είχε γεννηθεί το 1854, κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο, χάρις στον καλό εφημέριο του Hohenstein, που τον βοηθούσε οικονομικά και του εξασφάλιζε τροφή. Είναι ο ίδιος κληρικός που τον οδήγησε στην ιατρική παρά τη γνώμη του πατέρα του που ήθελε να σπουδάσει ο γιος του θεολογία. Τότε πέτυχε μια θέση στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία του Βερολίνου, πράγμα που του επέτρεπε να σπουδάσει με έξοδα του κράτους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπηρετήσει ως στρατιωτικός ιατρός οκτώ χρόνια. Το 1887 προαγόταν σε λοχαγό υγειονομικού.
Το 1889 ο Μπέρινγκ έγινε βοηθός στο Ινστιτούτο λοιμωδών νοσημάτων που διεύθυνε ο Κωχ. Εκεί έγιναν και οι πρώτες εργασίες του που αφορούσαν την αντισηπτική δράση του ιωδοφορμίου. Ο Μπέρινγκ απέδειξε ότι το ιωδοφόρμιο αναπτύσσει τέτοια ενέργεια μόνο όταν, σε επαφή με ζωντανούς ιστούς ή μικρόβια, απελευθερώνει ιώδιο. Απέδειξε επίσης ότι η ένωση του ιωδίου με την «πτωμαΐνη» (υποθετική ουσία που υπάρχει στο σαπισμένο κρέας) είναι λιγότερο τοξική από την πτωμαΐνη μόνη.
Ακολουθούν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες για την ανοσία των ποντικών στον άνθρακα και στη μικροβιοκτόνο δύναμη του ορού του αίματος των ζώων αυτών, και το 1890 έρχεται η ανακάλυψη στον ορό του αίματος εμβολιασμένων ζώων, ιδιοτήτων ικανών για να εξουδετερώσουν δύο ισχυρές μικροβιακές τοξίνες: την τετανική και τη διφθεριτική.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1890 δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος της «Γερμανικής Ιατρικής Επιθεώρησης» μια ανακοίνωσή του με τον τίτλο «Περί της εξακρίβωσης της ανοσίας προς τη διφθερίτιδα και τον τέτανο στα ζώα». Χωρίς να το υποπτεύεται ο κόσμος, επρόκειτο για ανακοινωθέν νίκης. Το άρθρο εκείνο ανάγγελλε μια τελείως νέα προοπτική, πρωτάκουστη για την εποχή στην οποία παρουσιαζόταν, για την πρόληψη και τη θεραπεία των λοιμωδών νοσημάτων. Το δημοσίευμα όμως, γραμμένο μαζί με τον Ιάπωνα Σιμπασαμπούρο Κιταζάτο (Shibasaburo Kitasato), δεν προκάλεσε θόρυβο. Ήταν άλλωστε γραμμένο πολύ επιφυλακτικά και σε αυστηρό επιστημονικό ύφος. «Παραλείπουμε να συναγάγουμε από τα αποτελέσματά μας τις συνέπειες που μπορούν να αποβούν χρήσιμες για τη θεραπεία του ανθρώπου που πάσχει από διφθερίτιδα ή τέτανο», έγραφαν με μετριοφροσύνη οι συγγραφείς για κάτι που αιώνες περίμενε η ιατρική. Ύστερα από λίγες ημέρες, σε μια δεύτερη ανακοίνωση με τον τίτλο «Έρευνες για την εξακρίβωση της ανοσίας στα ζώα», ο Μπέρινγκ έγραφε με επιστημονική σοβαρότητα και ευσυνειδησία: «Τονίζω ότι δε διαθέτω ακόμα ένα φάρμακο κατά της διφθερίτιδας του ανθρώπου, αλλά το αναζητώ».
Την εποχή εκείνη η διφθερίτιδα, γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη, ήταν μια μάστιγα, που δεν άφηνε περιθώριο ελπίδας. Ο «στραγγαλιστής των παιδιών» μόνο μια δυνατότητα επέτρεπε: την τραχειοτομία, που συχνά δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε το παιδί. Το 1890 οι θάνατοι από διφθερίτιδα στην Πρωσία ανέρχονταν σε 36.160!
Ο Μπέρινγκ αφοσιώθηκε στην έρευνά της, θυσιάζοντας γι’ αυτήν το μικρό στρατιωτικό του μισθό και τις επιχορηγήσεις μερικών φίλων. Οι αντιτοξίνες δυστυχώς που έβγαζε από τον ορό του αίματος των κουνελιών και των ποντικών του, ήταν πολύ λίγο δραστικές. Ο Κωχ που είχε ενδιαφερθεί για τις εργασίες του βοηθού του, τον συμβουλεύει τότε να απευθυνθεί για την παραγωγή ορού στη βιομηχανία. Αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στη νέα ακόμα μέθοδο της οροθεραπείας και μια σειρά εμποδίων γραφειοκρατικών, αποθάρρυναν τον Μπέρινγκ. Συνέχισε λοιπόν τις κατ’ ιδίαν έρευνες, με τη συνεργασία του ιατρού Έριχ Βέρνικε (Erich Wernicke).
Στις 20 Δεκεμβρίου 1891 στη Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου του Βερολίνου που διεύθυνε ο von Bergman, προσωπικός ιατρός του Γουλιέλμου Β', ένα κοριτσάκι πέθαινε από διφθερίτιδα. Κάποιος σκέφτηκε τότε τις εργασίες του Μπέρινγκ και ζήτησε τη βοήθειά του. Με μια δόση αντιδιφθεριτικού ορού από πρόβατο, το κοριτσάκι θεραπεύτηκε. Ήταν η πρώτη νίκη κατά της νόσου.
Τώρα η γερμανική βιομηχανία, τα «Εργαστήρια Fresenius» και τα χρωματουργεία Hoechst προσφέρουν στον Μπέρινγκ τη συνεργασία τους. Ο Karl Binds, διευθυντής του Φαρμακολογικού Ινστιτούτου της Βιέννης, του διαθέτει το εργαστήριό του και ο Otto Heubner, παιδιατρική αυθεντία της εποχής, εφαρμόζει την οροθεραπεία στο Ινστιτούτο του στο Rödnitz της Λειψίας. Ύστερα από ένα χρόνο εφαρμογής της οροθεραπείας, η θνησιμότητα από διφθερίτιδα, που στην περίοδο 1890-1893 κυμαινόταν γύρω στα 57,1%, έπεσε στα 22,5%.
Η έλλειψη πάντως κατανόησης που υπάρχει συστηματικά απέναντι σε κάθε μεγάλο επιστήμονα, δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση για τον Μπέρινγκ. Στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Υγιεινής και Δημοσιογραφίας στη Βουδαπέστη το 1894, όπου καλείται έκτακτος καθηγητής τότε της Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο της Halle-Wittenberg, να προεδρεύσει, ο Γάλλος Πέτρος Παύλος Αιμίλιος Ρου (Pierre Paul Emile Rough) (1853-1933) προβαίνει σε μια ανακοίνωση και χαιρετίζεται από μερίδα του τύπου ως εκείνος που ανακάλυψε την «αντιδιφθεριτική λύμφη». Ο εθνικισμός της εποχής παραμορφώνει τα γεγονότα: οι μεν γράφουν για τη «δηλητηριώδη σύριγγα» και υπαινίσσονται τον Μπέρινγκ, οι δε μιλούν για «εβραϊκή κερδοσκοπία» και υπονοούν τον Ρου.
Ο Ρου όμως, πιο ειλικρινής και πιο έντιμος από τους υπερασπιστές του, ανακοινώνοντας στη Βουδαπέστη τα αποτελέσματά του από την εφαρμογή της διφθεριτικής αντιτοξίνης στη Γαλλία,[1] δηλώνει: «Η οροθεραπεία μπήκε στην ιστορία της ιατρικής από τότε που ο Μπέρινγκ έκανε γνωστές τις ιδιότητες του ορού των ζώων που έχουν ανοσοποιηθεί κατά της διφθερίτιδας».
Ο Γερμανός επιστήμονας, ευγνώμων στον Ρου για την ομολογία του αυτή, δίνει το 1894 στη Βιέννη την πρώτη δημόσια διάλεξή του επί του θέματος και δηλώνει ότι με το εμβόλιό του μπορεί να κάνει τη διφθερίτιδα τόσο ακίνδυνη όσο και την ευλογιά. Μέχρι τότε, στα 100.000.000 των κατοίκων της Γερμανίας και της Αυστρίας, 2.000.000 από τα 3.000.000 που προσβάλλονταν από τη νόσο, υπέκυπταν. Με την κατάλληλη χρήση του ορού θα μπορούσαν να σωθούν από το θάνατο 1.500.000 άνθρωποι.
Το 1895 ο Μπέρινγκ, που έχει πια αποσπάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Marburg. Τότε εκδίδεται ένα μνημειώδες έργο του: η «Ιστορία της διφθερίτιδας, ειδικά σε σχέση με τη θεωρία της ανοσοποίησης». Στο Marburg υπάρχουν ακόμα τα χειρόγραφα 140 εργασιών του.
Στο δικό του Ινστιτούτο, με άξιο της αποστολής του εργαστήριο, ο Μπέρινγκ ασχολείται τώρα με το πρόβλημα της φυματίωσης, στο οποίο αφιέρωσε το δεύτερο ήμισυ της ζωής του. Το όνειρό του ήταν η ανακάλυψη της «καθαρής τοξίνης του βακίλου του Κωχ» και «η παραγωγή στον ορό του αίματος των πειραματόζωων της ευεργετικής αντιτοξίνης που θα εξουδετερώσει τη νόσο».
Για την αναζήτηση της «αντιτουμπερκουλίνης» του ιδρύει μαζί με τους Knor και Wernicke ένα Ινστιτούτο Πειραματικής Θεραπείας στο λόφο του φρουρίου του Marburg. Οι εργασίες του εκεί ξεσήκωσαν όμως την εχθρότητα του Κωχ.
Το 1901 πήρε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής. Τα χρήματα του βραβείου θα τα χρησιμοποιήσει, όπως δήλωσε στην τελετή της απονομής, για να αποδείξει τη δυνατότητα της παρασκευής ενός εμβολίου, κατά το πρότυπο των εμβολίων του Παστέρ, κατά της φυματίωσης, αρχίζοντας από τη φυματίωση των αγελάδων, κάτι που θεωρούσε ως πρώτο σταθμό για την πρόληψη της ανθρώπινης φυματίωσης.
Ο Μπέρινγκ ονειρευόταν την κατάργηση των σανατορίων και των συναφών ιδρυμάτων και πίστευε ότι θα πετύχαινε κατά ανάλογο με τον Τζένερ τρόπο, με ένα δηλαδή προληπτικό εμβόλιο. Δημοσίευσε μια εργασία που παρουσίαζε τις αντιλήψεις του για τη φυματίωση και τα συμπεράσματά του από τη μεταφορά της πείρας του από τη φυματίωση των βοοειδών στον άνθρωπο. Πίστευε ότι το γάλα της αγελάδας ήταν η κυριότερη πηγή μόλυνσης με τη νόσο για τα νεογέννητα και έδινε διάφορες πρακτικές οδηγίες για τη βελτίωση του γάλακτος. Τα πειράματά του γίνονταν σε δεκάδες χιλιάδες βοοειδή. Η «ταυρίνη» και η «τουμπερκουλάση» του ήταν από τα πρώτα δείγματα εμβολίων για αγελάδες, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να οδηγήσουν στην επιτυχία.
Κάποτε ο Μπέρινγκ δεν άντεξε το βάρος μιας τέτοιας κόπωσης και υποχρεώθηκε να μείνει νοσηλευόμενος 3 χρόνια σε ένα θεραπευτήριο κοντά στο Μόναχο, στις στοργικές φροντίδες του ιατρού φον Χένλιν.
Με την επιστροφή του στο Μάρμπουργκ το 1910 εγκαταλείπει τα προβλήματα της φυματίωσης για να αφοσιωθεί στην τελειοποίηση του αντιδιφθεριτικού ορού. Τώρα παράγει την «προφυλακτική αντιδιφθεριτική ΤΑ», μείγμα διφθεριτικής τοξίνης και αντιτοξίνης, που εξασφαλίζει σταθερότερη και πιο παρατεταμένη ανοσία.Και ήρθε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένας από τους 6 γιους του Μπέρινγκ, ο Bernhard, σκοτώνεται στο μέτωπο το 1916. Ο εξαντλημένος πια σωματικά επιστήμονας δεν άντεξε το πλήγμα και σε λίγους μήνες (1917) πέθανε. Όπως γράφει ο G. Magnus, ο γιατρός των τελευταίων του ημερών, ο Μπέρινγκ ανακουφιζόταν, καθώς περίμενε το θάνατο, να διαβάζει επιστολές παιδιών από όλο τον κόσμο, που τον ευχαριστούσαν γιατί τους είχε σώσει τη ζωή με τον ορό του.
[1] Πτώση της θνησιμότητας από 60% σε 22% στο «Νοσοκομείο νοσούντων παίδων» στο Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου