
Ο Γκόλτζι γεννήθηκε το 1843 στο Καρτένο, ένα μικρό ορεινό χωριό της Βαλκαμόνικα, όπου ο πατέρας του ήταν κοινοτικός γιατρός. Τις σπουδές του έκανε στην Παβία, την πόλη με την οποία τόσο είχε συνδεθεί, ώστε να μη την εγκαταλείπει κι όταν ακόμα, διάσημο πια, θα τον διεκδικούν τόσα περίφημα πανεπιστήμια.
Η ιατρική του σταδιοδρομία άρχισε από το νοσοκομείο Σαν Ματτέο, όπου εργάστηκε 6 χρόνια. Στα χρόνια εκείνα ο Γκόλτζι αναζητούσε την κλήση του. Έτσι το 1868 θα βρεθεί στην ψυχιατρική κλινική, βοηθός του Λομπρόζο. Εκεί θα δημοσιεύσει και τις πρώτες του εργασίες: μια μελέτη για μια περίπτωση πελλάγρας χωρίς μανιακές εκδηλώσεις και μια εκτεταμένη εργασία για την αιτιολογία των ψυχοπαθειών.

Η περιγραφή της νευρογλοίας, του συνδετικού στοιχείου του νευρικού ιστού, από τον Γκόλτζι, περιγραφή κλασική, έγινε το 1870. Αυτός ανακάλυψε πρώτος τις αποφυάδες των νευρογλοιακών κυττάρων, μερικές από τις οποίες καταφύονται στα αγγειακά τοιχώματα.
Το μικρό όμως εισόδημα του Γκόλτζι δεν του επιτρέπει να μείνει στην Παβία. Έτσι αναγκάζεται να γίνει εσωτερικός ιατρός του Νοσοκομείου χρόνιων νοσημάτων του Αμπιατεγκράσσο. Αλλά και εκεί οργάνωσε το μικρό του εργαστήριο: ένα τραπέζι, το μικροσκόπιο, μαχαιρίδια, χρωστικές και μια λαμπάδα, εγκατεστημένα στην κουζίνα της φτωχικής διαμονής του. Στο μέρος εκείνο ο Γκόλτζι θα συνεχίσει τις έρευνές του για τη χρώση των παρασκευασμάτων του κεντρικού νευρικού συστήματος, πιστεύοντας ότι η λύση διαφόρων προβλημάτων της λεπτής υφής του απαιτεί την ανακάλυψη νέων ιστολογικών τεχνικών.



Το 1875 προσφέρεται στον Γκόλτζι η έδρα της ιστολογίας στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Το 1879 γίνεται καθηγητής της ανατομικής στη Σιένα, για να επιστρέψει σ’ ένα χρόνο και πάλι στην Παβία, όπου, εκτός από την έδρα της ιστολογίας, αναλαμβάνει και την έδρα της γενικής παθολογίας. Τη θέση αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1918, οπότε και θα αποσυρθεί από τη διδασκαλία.

Οι εργασίες του για το νευρικό σύστημα δημοσιεύονται στην «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής» που διευθύνει, για να συγκεντρωθούν αργότερα σ’ ένα μνημειώδες έργο, τις «Μελέτες επί της λεπτής ανατομικής των κεντρικών οργάνων του νευρικού συστήματος», που έχουν μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Το έργο στολίζει λεπτότατη εικονογράφηση, καμωμένη από τον ίδιο το συγγραφέα. Από τότε ο Γκόλτζι αποκτά διεθνή φήμη. Ο Άλμπερτ φον Κέλικερ (Albert von Kölliker) (1817-1905), ο διάσημος Γερμανός ανατόμος, τον αποκαλεί διδάσκαλο. Ακολουθούν τιμές από κάθε είδους ιδρύματα, από την Ακαδημία των Λίντσι μέχρι της Νευρολογικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλες όμως τις διακρίσεις, ο Γκόλτζι δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή το έργο του.
Μια άλλη ανακάλυψη κεφαλαιώδους σημασίας, στο εσωτερικό του κυττάρου, είναι η «συσκευή του Γκόλτζι», ένας σχηματισμός που εξακολουθεί να μελετάται από το 1898 μέχρι και σήμερα και φαίνεται να έχει ζωική βιολογική σημασία.

Ο Γκόλτζι όμως δεν αφήνει και την παθολογία. Με μια νέα μέθοδο εμβροχής του νεφρικού ιστού αποδεικνύει ότι η λεπτή υφή του οργάνου δεν ανταποκρίνεται στις περιγραφές της εποχής του. Με τη νέα του τεχνική ανακαλύπτει τη διάταξη των ουροφόρων σωληναρίων σε σχέση με τα αγγειώδη σπειράματα, όπως ακριβώς την παραδεχόμαστε σήμερα. Στις εργασίες του για την ελονοσία υπάρχει πλούτος πληροφοριών. Μεταξύ 1886 και 1893 περιγράφει πρώτος τον κύκλο της ανάπτυξης του παρασίτου στο αίμα, αποδεικνύοντας την πραγματική σημασία των κυτταρικών εγκλείστων του Λαβεράν.
Είναι ακόμα ο πρώτος που ανακάλυψε τη σταθερή σχέση μεταξύ των φάσεων του βιολογικού κύκλου του παρασίτου και των κλινικών εκδηλώσεων της ελονοσίας, ερμηνεύοντας έτσι τον χαρακτηριστικό διαλείποντα πυρετό της νόσου. Δική του είναι ακόμα η διάκριση των τριών ειδών του παρασίτου που προκαλούν τις τρεις κλινικές μορφές της νόσου. Τον όγκο αυτό της εργασίας στον τομέα της ελονοσίας θα ολοκληρώσεις ένας άλλος επιστήμονας της σχολής της Παβίας, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi) (1854-1925).
Το 1900, ο Γκόλτζι έγινε γερουσιαστής, χωρίς να παύσει να είναι απορροφημένος στα επιστημονικά προβλήματα του ινστιτούτου, που στη συνέχεια θα πάρει το όνομά του και θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά κέντρα της Ιταλίας. Σε όσους θεωρούσαν φετιχισμό τη λατρεία του μικροσκοπίου απαντούσε ότι η ιστολογία, οργανωτική επιστήμη, πρέπει να θεωρείται το απαραίτητο όργανο για τη σωστή εκτίμηση των νόμων της ζωής υπό φυσιολογικές και παθολογικές συνθήκες. Πρόσθετε όμως ότι «κανένα από τα μέσα της έρευνας, είτε του εργαστηρίου, είτε της κλινικής, δεν πρέπει να παραμελείται». Γι’ αυτό κρατούσε πάντοτε και τη διεύθυνση μιας νοσοκομειακής κλινικής.
Το 1906 ο Γκόλτζι παίρνει το βραβείο Νόμπελ της ιατρικής.Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκόλτζι τα αφιέρωσε στο πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε τα κτίρια της ιατρικής σχολής και μετέτρεψε τους θαλάμους του Νοσοκομείου Μπορρομέο σε κέντρο μελέτης και θεραπείας των κακώσεων του νευρικού συστήματος. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του τις περνούσε επάνω στο μικροσκόπιο. Σε ηλικία 82 ετών έλεγε στους μαθητές του: «Μόλις που βρίσκομαι στην αρχή της γνώσης των μυστηρίων της ζωής. Και πρέπει να την εγκαταλείψω».
Είναι ακόμα ο πρώτος που ανακάλυψε τη σταθερή σχέση μεταξύ των φάσεων του βιολογικού κύκλου του παρασίτου και των κλινικών εκδηλώσεων της ελονοσίας, ερμηνεύοντας έτσι τον χαρακτηριστικό διαλείποντα πυρετό της νόσου. Δική του είναι ακόμα η διάκριση των τριών ειδών του παρασίτου που προκαλούν τις τρεις κλινικές μορφές της νόσου. Τον όγκο αυτό της εργασίας στον τομέα της ελονοσίας θα ολοκληρώσεις ένας άλλος επιστήμονας της σχολής της Παβίας, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi) (1854-1925).

Το 1906 ο Γκόλτζι παίρνει το βραβείο Νόμπελ της ιατρικής.Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκόλτζι τα αφιέρωσε στο πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε τα κτίρια της ιατρικής σχολής και μετέτρεψε τους θαλάμους του Νοσοκομείου Μπορρομέο σε κέντρο μελέτης και θεραπείας των κακώσεων του νευρικού συστήματος. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του τις περνούσε επάνω στο μικροσκόπιο. Σε ηλικία 82 ετών έλεγε στους μαθητές του: «Μόλις που βρίσκομαι στην αρχή της γνώσης των μυστηρίων της ζωής. Και πρέπει να την εγκαταλείψω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου