23/9/09

Καμίλλο Γκόλτζι (Camillo Golgi) [100]

Τον Ιανουάριο του 1926 πέθανε σε ηλικία 82 ετών στην Παβία, κέντρο τότε των βιολογικών σπουδών στην Ιταλία, ο Καμίλλο Γκόλτζι. Η ζωή του, μοιρασμένη μεταξύ υπομονετικής και αδιάκοπης εργασίας και μιας τρυφερής οικογενειακής σχέσης, ήταν υπόδειγμα σεμνότητας και ταπείνωσης. Από μια τέτοια ζωή προήλθαν ανεκτίμητες υπηρεσίας προς την επιστήμη.
Ο Γκόλτζι γεννήθηκε το 1843 στο Καρτένο, ένα μικρό ορεινό χωριό της Βαλκαμόνικα, όπου ο πατέρας του ήταν κοινοτικός γιατρός. Τις σπουδές του έκανε στην Παβία, την πόλη με την οποία τόσο είχε συνδεθεί, ώστε να μη την εγκαταλείπει κι όταν ακόμα, διάσημο πια, θα τον διεκδικούν τόσα περίφημα πανεπιστήμια.
Η ιατρική του σταδιοδρομία άρχισε από το νοσοκομείο Σαν Ματτέο, όπου εργάστηκε 6 χρόνια. Στα χρόνια εκείνα ο Γκόλτζι αναζητούσε την κλήση του. Έτσι το 1868 θα βρεθεί στην ψυχιατρική κλινική, βοηθός του Λομπρόζο. Εκεί θα δημοσιεύσει και τις πρώτες του εργασίες: μια μελέτη για μια περίπτωση πελλάγρας χωρίς μανιακές εκδηλώσεις και μια εκτεταμένη εργασία για την αιτιολογία των ψυχοπαθειών.
Η συνεργασία του με τον Λομπρόζο δεν μπορούσε όμως να διαρκέσει για πολύ: ήταν τόσο διαφορετική η τοποθέτηση και η ιδιοσυγκρασία των δύο ανδρών. Εκείνος που ενθάρρυνε τότε τον Γκόλτζι και τον ώθησε προς άλλες έρευνες ήταν ο κατόπιν διακεκριμένος παθολογοανατόμος της Ιταλίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, Τζ. Μπιτζοβέρο. Έτσι ο Γκόλτζι αρχίζει μια σειρά εργασιών γύρω από τους όγκους που είναι γνωστοί ως «ψαμμώματα» και αποδεικνύει την ενδοθηλιακή τους προέλευση. Ακολουθούν μελέτες για τους περιαγγειακούς χώρους του εγκεφάλου, που εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να περιγράφονται στην ανατομική όπως τους περιέγραψε ο Γκόλτζι. Με τις μελέτες αυτές ο ερευνητής δείχνει ότι βρήκε το δρόμο του που ήταν η ιστολογική έρευνα, αλλά και η ανατομική, φυσιολογική και παθολογική.
Η περιγραφή της νευρογλοίας, του συνδετικού στοιχείου του νευρικού ιστού, από τον Γκόλτζι, περιγραφή κλασική, έγινε το 1870. Αυτός ανακάλυψε πρώτος τις αποφυάδες των νευρογλοιακών κυττάρων, μερικές από τις οποίες καταφύονται στα αγγειακά τοιχώματα.
Το μικρό όμως εισόδημα του Γκόλτζι δεν του επιτρέπει να μείνει στην Παβία. Έτσι αναγκάζεται να γίνει εσωτερικός ιατρός του Νοσοκομείου χρόνιων νοσημάτων του Αμπιατεγκράσσο. Αλλά και εκεί οργάνωσε το μικρό του εργαστήριο: ένα τραπέζι, το μικροσκόπιο, μαχαιρίδια, χρωστικές και μια λαμπάδα, εγκατεστημένα στην κουζίνα της φτωχικής διαμονής του. Στο μέρος εκείνο ο Γκόλτζι θα συνεχίσει τις έρευνές του για τη χρώση των παρασκευασμάτων του κεντρικού νευρικού συστήματος, πιστεύοντας ότι η λύση διαφόρων προβλημάτων της λεπτής υφής του απαιτεί την ανακάλυψη νέων ιστολογικών τεχνικών.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ρέιλ είχε περιγράψει την εξωτερική επιφάνεια του εγκεφάλου με τις σχισμές της. Το 1833, ο Έρενμπεργκ (Christian Gottfried Ehrenberg) (1795-1876) σημείωσε τη διαδρομή μερικών νεύρων. Ο Χέλμχολτς (Herman Ludwig von Helmholtz) (1821-1894), ο Ρεμάκ (Ernst Julius Remak) (1849-1911) κι ο Πούρκινιε (Jan Evangelista Purkinje) (1787-1869), ανακαλύπτουν με πρωτόγονες μεθόδους τα μεγαλύτερα εγκεφαλικά κύτταρα. Ο Στίλλινγκ (Benedict Stilling) (1810-1879) και ο Βάινερτ προχωρούν περισσότερο. Μεσολαβεί η αντικατάσταση του οινοπνεύματος από το χρωμικό οξύ και το διχρωμικό κάλιο, που ως σταθεροποιητικά αυξάνουν περισσότερο τη στερεότητα των ιστών, πράγμα που επιτρέπει στους Βάγκνερ και Ντάιτερς (Otto Friedrich Karl Deiters) (1834-1863) να αποδείξουν ότι κάθε νευρική ίνα προέρχεται από ένα και μόνο νευρικό κύτταρο. Όλες οι ανακαλύψεις αυτές ήταν συνάρτηση της προόδου της ιστολογικής τεχνικής. Ήταν τώρα η σειρά του Γκόλτζι.
Στην «Ιταλική Ιατρική Εφημερίδα της Λομβαρδίας» δημοσιεύει το 1873 ένα άρθρο περί της λεπτής υφής της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου, στο οποίο εκθέτει τη μεγάλη ιστολογική του ανακάλυψη: τον εμποτισμό των παρασκευασμάτων του νευρικού ιστού με χρωμιούχο άργυρο. Η νέα τεχνική θα επιτρέψει την παρακολούθηση των νευρικών αποφυάδων μέχρι τις λεπτότερες διακλαδώσεις τους. Άπλετο φως θα χυθεί έτσι σ’ ένα πεδίο μέχρι τότε σκοτεινό. Εκεί που οι παλιοί ερευνητές έβλεπαν ακαθόριστα περιγράμματα, φαίνονται τώρα καθαρές εικόνες. «Πριν από τον Γκόλτζι», γράφει ένας από τους σοβαρότερους ειδικούς της εποχής, ο Ραμόν υ Καχάλ, «το μάτι του παρατηρητή, συνηθισμένο στο μπερδεμένο δίκτυο, το χρωματισμένο με καρμίνιο και αιματοξυλίνη, σάπιζε. Με τον Γκόλτζι είναι όλα απλά και σταθερά. Δεν υπάρχει ανάγκη ‘ερμηνείας’: αρκεί μόνο να κοιτάξεις για να επιβεβαιωθείς. Το μάτι, εκστατικό, δεν καταφέρνει να αποσπαστεί από τέτοιο θέαμα».
Με τη μέθοδό του ο Γκόλτζι ανακαλύπτει νέα και αναπάντεχα στοιχεία στο νευρικό σύστημα και καταρρίπτει θεωρίες μέχρι τότε ακαταμάχητες. Στο πρώτο του κιόλας δημοσίευμα γράφει: «Αντίθετα απ’ τις ομόφωνες διαβεβαιώσεις των παρατηρητών, η νευρική απόφυση των νευρικών κυττάρων αντί να διατηρείται απλή δίνει κλάδους και σε μεγάλο αριθμό: οι κλάδοι αυτοί εκπέμπουν ίνες και αυτές πάλι δίνουν άλλες, και έτσι προκύπτει ένα πολύπλοκο σύστημα ινών για τον καθένα και όλα αυτά είναι διάχυτα στη φαιά ουσία του εγκεφάλου». Είναι η πρώτη παρατήρηση που θα οδηγήσει στην έννοια του «διάχυτου νευρικού δικτύου» του Γκόλτζι, αποτελούμενου από διαφόρους τύπους κυττάρων με μακρούς και βραχείς κυλινδράξονες, που από τότε θα φέρουν το όνομά του.
Το 1875 προσφέρεται στον Γκόλτζι η έδρα της ιστολογίας στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Το 1879 γίνεται καθηγητής της ανατομικής στη Σιένα, για να επιστρέψει σ’ ένα χρόνο και πάλι στην Παβία, όπου, εκτός από την έδρα της ιστολογίας, αναλαμβάνει και την έδρα της γενικής παθολογίας. Τη θέση αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1918, οπότε και θα αποσυρθεί από τη διδασκαλία.
Το 1880, ο Γκόλτζι ασχολείται για λίγο με τις νευρικές απολήξεις των μυών και των τενόντων. Εκεί θα ανακαλύψει το «όργανο του Γκόλτζι», όργανο της εν τω βάθει αίσθησης.
Οι εργασίες του για το νευρικό σύστημα δημοσιεύονται στην «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής» που διευθύνει, για να συγκεντρωθούν αργότερα σ’ ένα μνημειώδες έργο, τις «Μελέτες επί της λεπτής ανατομικής των κεντρικών οργάνων του νευρικού συστήματος», που έχουν μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Το έργο στολίζει λεπτότατη εικονογράφηση, καμωμένη από τον ίδιο το συγγραφέα. Από τότε ο Γκόλτζι αποκτά διεθνή φήμη. Ο Άλμπερτ φον Κέλικερ (Albert von Kölliker) (1817-1905), ο διάσημος Γερμανός ανατόμος, τον αποκαλεί διδάσκαλο. Ακολουθούν τιμές από κάθε είδους ιδρύματα, από την Ακαδημία των Λίντσι μέχρι της Νευρολογικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλες όμως τις διακρίσεις, ο Γκόλτζι δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή το έργο του.
Μια άλλη ανακάλυψη κεφαλαιώδους σημασίας, στο εσωτερικό του κυττάρου, είναι η «συσκευή του Γκόλτζι», ένας σχηματισμός που εξακολουθεί να μελετάται από το 1898 μέχρι και σήμερα και φαίνεται να έχει ζωική βιολογική σημασία.

Ο Γκόλτζι όμως δεν αφήνει και την παθολογία. Με μια νέα μέθοδο εμβροχής του νεφρικού ιστού αποδεικνύει ότι η λεπτή υφή του οργάνου δεν ανταποκρίνεται στις περιγραφές της εποχής του. Με τη νέα του τεχνική ανακαλύπτει τη διάταξη των ουροφόρων σωληναρίων σε σχέση με τα αγγειώδη σπειράματα, όπως ακριβώς την παραδεχόμαστε σήμερα. Στις εργασίες του για την ελονοσία υπάρχει πλούτος πληροφοριών. Μεταξύ 1886 και 1893 περιγράφει πρώτος τον κύκλο της ανάπτυξης του παρασίτου στο αίμα, αποδεικνύοντας την πραγματική σημασία των κυτταρικών εγκλείστων του Λαβεράν.
Είναι ακόμα ο πρώτος που ανακάλυψε τη σταθερή σχέση μεταξύ των φάσεων του βιολογικού κύκλου του παρασίτου και των κλινικών εκδηλώσεων της ελονοσίας, ερμηνεύοντας έτσι τον χαρακτηριστικό διαλείποντα πυρετό της νόσου. Δική του είναι ακόμα η διάκριση των τριών ειδών του παρασίτου που προκαλούν τις τρεις κλινικές μορφές της νόσου. Τον όγκο αυτό της εργασίας στον τομέα της ελονοσίας θα ολοκληρώσεις ένας άλλος επιστήμονας της σχολής της Παβίας, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi) (1854-1925).
Το 1900, ο Γκόλτζι έγινε γερουσιαστής, χωρίς να παύσει να είναι απορροφημένος στα επιστημονικά προβλήματα του ινστιτούτου, που στη συνέχεια θα πάρει το όνομά του και θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά κέντρα της Ιταλίας. Σε όσους θεωρούσαν φετιχισμό τη λατρεία του μικροσκοπίου απαντούσε ότι η ιστολογία, οργανωτική επιστήμη, πρέπει να θεωρείται το απαραίτητο όργανο για τη σωστή εκτίμηση των νόμων της ζωής υπό φυσιολογικές και παθολογικές συνθήκες. Πρόσθετε όμως ότι «κανένα από τα μέσα της έρευνας, είτε του εργαστηρίου, είτε της κλινικής, δεν πρέπει να παραμελείται». Γι’ αυτό κρατούσε πάντοτε και τη διεύθυνση μιας νοσοκομειακής κλινικής.
Το 1906 ο Γκόλτζι παίρνει το βραβείο Νόμπελ της ιατρικής.Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκόλτζι τα αφιέρωσε στο πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε τα κτίρια της ιατρικής σχολής και μετέτρεψε τους θαλάμους του Νοσοκομείου Μπορρομέο σε κέντρο μελέτης και θεραπείας των κακώσεων του νευρικού συστήματος. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του τις περνούσε επάνω στο μικροσκόπιο. Σε ηλικία 82 ετών έλεγε στους μαθητές του: «Μόλις που βρίσκομαι στην αρχή της γνώσης των μυστηρίων της ζωής. Και πρέπει να την εγκαταλείψω».

Δεν υπάρχουν σχόλια: