Ο Γιώργος Παπανικολάου, ο διάσημος Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος κι ερευνητής, γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας το 1883 και πέθανε στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το 1962. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1904 και το 1907 πήγε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα βιολογίας στο πανεπιστήμια της Ιένας (με τον καθηγητή Haeckel) και του Φράιμπουργκ (με τον καθηγητή Weisman). Στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του καθηγητή Ρίχαρντ Έρτβιχ (Richard Ertwich), στο εργαστήριο του οποίου άρχισε την πρώτη βιολογική του έρευνα «επί του καθορισμού του φύλου εις τα οστρακόδερμα της οικογενείας των δαφνιδών». Αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας των φυσικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε το 1910 στην Αθήνα. Στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε ως βιολόγος στο ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, συμμετέχοντας και σε ωκεανογραφική εξερεύνηση του πρίγκιπα του Μονακό το 1911. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1913 αναχώρησε για τις ΗΠΑ, όπου (έπειτα από μια σύντομη θητεία βοηθού στο παθολογοανατομικό τμήμα του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης) εργάστηκε ως βοηθός στον κλάδο της ανατομίας στο πανεπιστήμιο Cornel της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια εκλέχθηκε υφηγητής, έκτακτος καθηγητής και τέλος τακτικός καθηγητής της ανατομίας και ιστολογίας στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου αυτού, όπου παρέμεινε 47 χρόνια.
Μετά από σειρά εργασιών πάνω στην εκφυλιστική κληρονομική επίδραση του οινοπνεύματος στα ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε προς την έρευνα προβλημάτων που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των φυλετικών ορμονών. Κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών εφάρμοσε μια πρωτότυπη μέθοδο, που ο ίδιος επινόησε, τη μέθοδο των επιχρισμάτων με διάφορα υγρά του οργανισμού, ειδικά παρασκευασμένα και χρωματισμένα αρχικά στα ινδικά χοιρίδια και μετά σε άλλα θηλαστικά. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής, που την τελειοποίησε τεχνικά, απέδειξε την ύπαρξη τακτικής περιοδικότητας στο γεννητικό σύστημα των θηλέων στα τρωκτικά και σε άλλα κατώτερα θηλαστικά. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε ευρύτερη κλίμακα άνοιξε νέα περίοδο μεγάλης δραστηριότητας στην ενδοκρινολογία και τη μελέτη και απομόνωση των φυλετικών ορμονών.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, αρχικά για μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας και η οποία συνίσταται στην κυτταρολογική μελέτη των προϊόντων της αποφολίδωσης των επιθηλίων. Η μέθοδος αυτή, γνωστή διεθνώς ως μέθοδος Παπανικολάου (Pap test) εφαρμόζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών, ιδιαίτερα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμότητα της κυτταρολογικής μεθόδου για τη διάγνωση του καρκίνου του αυχένα της μήτρας, που έγινε το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, επειδή η γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν ότι η διάγνωση του καρκίνου με τη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη. Τέτοια διάγνωση θεωρείτο δυνατή μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Η εργασία του, που βοηθήθηκε από το «Commonwealth Fund», επεκτάθηκε σε ευρύτερη μελέτη των κυτταρολογικών αλλοιώσεων σε περιπτώσεις καρκίνου του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, και τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1943 μαζί με αυτά του καθηγητή της γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουτ (Herbert Traut) (1894-1972) σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». Η δημοσίευση της εργασίας αυτής δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον και προκάλεσε τη δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή της μεθόδου στη διάγνωση του καρκίνου των οργάνων του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια του αναπνευστικού, πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες τους αυτές θεωρείται ότι έγινε θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας», που βασίζεται στη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Η εφαρμογή της μεθόδου, που χρησιμοποίησε στις έρευνές του, και η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Μέθοδος Παπανικολάου», άνοιξε νέους ευρείς ορίζοντες στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία, όπως και στη μελέτη και διάγνωση του καρκίνου.
Οι επιστημονικές εργασίες του Παπανικολάου που δημοσιεύθηκαν υπερβαίνουν τις 100, μεταξύ των οποίων τρεις ειδικές μονογραφίες.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και επιστημονικών βραβείων, μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι: το μετάλλιο τιμής της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκινολογίας, το 1952 και το βραβείο Λάσκαρ (Lasker Award), η μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε επίσης μέλος της Ιατρικής Ακαδημίας Νέας Υόρκης, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Κυτταρολογικής Εταιρείας Νέας Υόρκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων ξένων πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1960 η Ακαδημία Αθηνών, μαζί με άλλα επιστημονικά Αμερικανικά ιδρύματα, υπέβαλε γι’ αυτόν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Τελικά όμως δεν του απονεμήθηκε με την αιτιολογία ότι ο Παπανικολάου υπήρξε επινοητής της μεθόδου και όχι εφευρέτης φαρμάκου. Στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών «Παπανικολάου», που ιδρύθηκε προς τιμή του στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Στενός συνεργάτης στις επιστημονικές του δραστηριότητες υπήρξε η γυναίκα του Μάχη Μαυρογένη, η οποία προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του, μετά τον θάνατό του.
Στη μνήμη του διάσημου Έλληνα ιατρού κυκλοφόρησαν γραμματόσημα στην Ελλάδα (1973) και στις ΗΠΑ (1977).
Χρώση κατά Παπανικολάου
Είναι μια κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος χρώσης διαφόρων εκκριμάτων του σώματος προς αναζήτηση κυττάρων κακοήθων εξεργασιών, ιδιαίτερα των νεοπλασματικών. Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται τα εκκρίματα από το αναπνευστικό, το πεπτικό, το ουρογεννητικό κλπ. Συστήματα, τα οποία πάντοτε περιέχουν ελεύθερα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα παραπάνω συστήματα, τα οποία με διάφορες ειδικές χρωστικές ουσίες χρωματίζονται και έτσι γίνονται ευδιάκριτα για να μελετηθούν με το μικροσκόπιο. Μεταξύ των κυττάρων αυτών βρίσκονται μερικές φορές και κύτταρα που αποχωρίστηκαν από κάποια νεοπλασματική εστία. Ιδιαίτερη αξιοπιστία παρουσιάζει η μέθοδος στην εξακρίβωση ύπαρξης καρκίνου της μήτρας και μάλιστα στο στάδιο πριν την εξάπλωσή του, οπότε και η εγχείρηση απαλλάσσει την άρρωστη από τον θανάσιμο κίνδυνο. Το έκκριμα λαμβάνεται με αναρρόφηση και με επιπόλαια απόξεση του τραχήλου της μήτρας, όπου συνηθέστερα αναπτύσσεται αρχικά ο καρκίνος της μήτρας. Και αφενός μεν το υλικό που λαμβάνεται με απόξεση δίνει υψηλού βαθμού ακρίβεια διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου, αφετέρου δε με αναρρόφηση, μικρότερης ακρίβειας διάγνωση από την προηγούμενη, αποκαλύπτει καρκίνο όχι μόνον του τραχήλου, αλλά και του ενδομητρίου, των σαλπίγγων και της ωοθήκης. Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, τα εξεταζόμενα κύτταρα διαιρούνται σε 4 κατηγορίες από πλευράς κακοήθειας. Από αυτές οι δυο πρώτες στερούνται κακοήθειας, η δε τρίτη και τέταρτη αντιπροσωπεύουν κύτταρα αυξανόμενου βαθμού κακοήθειας.
Ευνόητη είναι η τεράστια σημασία της μεθόδου για την αποκάλυψη νεοπλασματικών αλλοιώσεων στα αρχικά τους στάδια, οπότε και η χειρουργική θεραπεία είναι αποτελεσματική. Κάθε εξέλκωση του τραχήλου της μήτρας πρέπει να θεωρείται ύποπτη κακοήθειας, να ελέγχεται εγκαίρως και ο έλεγχος αυτός να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρι πλήρους ίασης της εξέλκωσης. Επίσης, ασυνήθιστη εκροή από τη θηλή των μαστών πρέπει αμέσως να υποβάλλεται στην κατά Παπανικολάου εξέταση, το Pap test, όπως εν συντομία λέγεται στο εξωτερικό. Η εξέταση αυτή γίνεται από εξειδικευμένους στην κυτταρολογία ιατρούς.
Pap test
Κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος που επινοήθηκε από τον Έλληνα ιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (στον οποίον οφείλει και τη διεθνή της ονομασία) για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας, επιστρώνονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μονιμοποιούνται, χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές για την ανάδειξη των πυρήνων και του κυτταροπλάσματος και εξετάζονται στο μικροσκόπιο, για να ανιχνευθούν ανώμαλα κύτταρα τα οποία είναι ή μπορούν να γίνουν καρκινικά.
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι χάρη στις κυτταρολογικές εξετάσεις οι θάνατοι από καρκίνο της μήτρας έχουν υποδιπλασιαστεί, ενώ η αναλογία των καρκίνων που ανιχνεύονται στα αρχικά στάδια διπλασιάστηκε. Χάρη στο τεστ, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος αποτελούσε άλλοτε το συχνότερο είδος καρκίνου στις γυναίκες, σήμερα βρίσκεται στη 13η θέση. Κάτω από άριστες συνθήκες λήψης και μονιμοποίησης του υλικού, όσον αφορά τη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου, δηλαδή της ενδοεπιθηλιακής βλάβης, η αξιοπιστία του τεστ κυμαίνεται διεθνώς από 70% έως 80%.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας, οι οποίες εκπονήθηκαν ύστερα από μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες, το πρώτο τεστ πρέπει να γίνεται τρία χρόνια μετά την πρώτη πλήρη σεξουαλική επαφή και πάντως όχι αργότερα από το 21ο έτος. Επίσης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως, εφόσον τα ευρήματα δεν υπαγορεύουν συντομότερα την επανεκτίμηση. Μετά το 30ο έτος της ηλικίας, γυναίκες οι οποίες είχαν τρία συνεχή αρνητικά τεστ (δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα) μπορούν να ελέγχονται ανά διετία, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ιατρική οδηγία. Γυναίκες άνω των 70 ετών μπορούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ όταν έχουν επισκοπικά άψογο τράχηλο, έχουν προηγηθεί τουλάχιστον τρία αρνητικά τεστ και δεν έχει διαπιστωθεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια οποιαδήποτε κυτταρολογική ανωμαλία που συνηγορεί για ενδοεπιθηλιακή βλάβη.Τελευταία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες τεχνολογίες, που αυξάνουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης, όπως η κυτταρολογία υγρής φάσης, που διαφέρει από το συμβατικό τεστ ως προς τη μέθοδο παρασκευής του υλικού.
Μετά από σειρά εργασιών πάνω στην εκφυλιστική κληρονομική επίδραση του οινοπνεύματος στα ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε προς την έρευνα προβλημάτων που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των φυλετικών ορμονών. Κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών εφάρμοσε μια πρωτότυπη μέθοδο, που ο ίδιος επινόησε, τη μέθοδο των επιχρισμάτων με διάφορα υγρά του οργανισμού, ειδικά παρασκευασμένα και χρωματισμένα αρχικά στα ινδικά χοιρίδια και μετά σε άλλα θηλαστικά. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής, που την τελειοποίησε τεχνικά, απέδειξε την ύπαρξη τακτικής περιοδικότητας στο γεννητικό σύστημα των θηλέων στα τρωκτικά και σε άλλα κατώτερα θηλαστικά. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε ευρύτερη κλίμακα άνοιξε νέα περίοδο μεγάλης δραστηριότητας στην ενδοκρινολογία και τη μελέτη και απομόνωση των φυλετικών ορμονών.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, αρχικά για μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας και η οποία συνίσταται στην κυτταρολογική μελέτη των προϊόντων της αποφολίδωσης των επιθηλίων. Η μέθοδος αυτή, γνωστή διεθνώς ως μέθοδος Παπανικολάου (Pap test) εφαρμόζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών, ιδιαίτερα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμότητα της κυτταρολογικής μεθόδου για τη διάγνωση του καρκίνου του αυχένα της μήτρας, που έγινε το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, επειδή η γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν ότι η διάγνωση του καρκίνου με τη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη. Τέτοια διάγνωση θεωρείτο δυνατή μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Η εργασία του, που βοηθήθηκε από το «Commonwealth Fund», επεκτάθηκε σε ευρύτερη μελέτη των κυτταρολογικών αλλοιώσεων σε περιπτώσεις καρκίνου του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, και τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1943 μαζί με αυτά του καθηγητή της γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουτ (Herbert Traut) (1894-1972) σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». Η δημοσίευση της εργασίας αυτής δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον και προκάλεσε τη δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή της μεθόδου στη διάγνωση του καρκίνου των οργάνων του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια του αναπνευστικού, πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες τους αυτές θεωρείται ότι έγινε θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας», που βασίζεται στη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Η εφαρμογή της μεθόδου, που χρησιμοποίησε στις έρευνές του, και η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Μέθοδος Παπανικολάου», άνοιξε νέους ευρείς ορίζοντες στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία, όπως και στη μελέτη και διάγνωση του καρκίνου.
Οι επιστημονικές εργασίες του Παπανικολάου που δημοσιεύθηκαν υπερβαίνουν τις 100, μεταξύ των οποίων τρεις ειδικές μονογραφίες.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και επιστημονικών βραβείων, μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι: το μετάλλιο τιμής της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκινολογίας, το 1952 και το βραβείο Λάσκαρ (Lasker Award), η μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε επίσης μέλος της Ιατρικής Ακαδημίας Νέας Υόρκης, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Κυτταρολογικής Εταιρείας Νέας Υόρκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων ξένων πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1960 η Ακαδημία Αθηνών, μαζί με άλλα επιστημονικά Αμερικανικά ιδρύματα, υπέβαλε γι’ αυτόν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Τελικά όμως δεν του απονεμήθηκε με την αιτιολογία ότι ο Παπανικολάου υπήρξε επινοητής της μεθόδου και όχι εφευρέτης φαρμάκου. Στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών «Παπανικολάου», που ιδρύθηκε προς τιμή του στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Στενός συνεργάτης στις επιστημονικές του δραστηριότητες υπήρξε η γυναίκα του Μάχη Μαυρογένη, η οποία προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του, μετά τον θάνατό του.
Στη μνήμη του διάσημου Έλληνα ιατρού κυκλοφόρησαν γραμματόσημα στην Ελλάδα (1973) και στις ΗΠΑ (1977).
Χρώση κατά Παπανικολάου
Είναι μια κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος χρώσης διαφόρων εκκριμάτων του σώματος προς αναζήτηση κυττάρων κακοήθων εξεργασιών, ιδιαίτερα των νεοπλασματικών. Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται τα εκκρίματα από το αναπνευστικό, το πεπτικό, το ουρογεννητικό κλπ. Συστήματα, τα οποία πάντοτε περιέχουν ελεύθερα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα παραπάνω συστήματα, τα οποία με διάφορες ειδικές χρωστικές ουσίες χρωματίζονται και έτσι γίνονται ευδιάκριτα για να μελετηθούν με το μικροσκόπιο. Μεταξύ των κυττάρων αυτών βρίσκονται μερικές φορές και κύτταρα που αποχωρίστηκαν από κάποια νεοπλασματική εστία. Ιδιαίτερη αξιοπιστία παρουσιάζει η μέθοδος στην εξακρίβωση ύπαρξης καρκίνου της μήτρας και μάλιστα στο στάδιο πριν την εξάπλωσή του, οπότε και η εγχείρηση απαλλάσσει την άρρωστη από τον θανάσιμο κίνδυνο. Το έκκριμα λαμβάνεται με αναρρόφηση και με επιπόλαια απόξεση του τραχήλου της μήτρας, όπου συνηθέστερα αναπτύσσεται αρχικά ο καρκίνος της μήτρας. Και αφενός μεν το υλικό που λαμβάνεται με απόξεση δίνει υψηλού βαθμού ακρίβεια διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου, αφετέρου δε με αναρρόφηση, μικρότερης ακρίβειας διάγνωση από την προηγούμενη, αποκαλύπτει καρκίνο όχι μόνον του τραχήλου, αλλά και του ενδομητρίου, των σαλπίγγων και της ωοθήκης. Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, τα εξεταζόμενα κύτταρα διαιρούνται σε 4 κατηγορίες από πλευράς κακοήθειας. Από αυτές οι δυο πρώτες στερούνται κακοήθειας, η δε τρίτη και τέταρτη αντιπροσωπεύουν κύτταρα αυξανόμενου βαθμού κακοήθειας.
Ευνόητη είναι η τεράστια σημασία της μεθόδου για την αποκάλυψη νεοπλασματικών αλλοιώσεων στα αρχικά τους στάδια, οπότε και η χειρουργική θεραπεία είναι αποτελεσματική. Κάθε εξέλκωση του τραχήλου της μήτρας πρέπει να θεωρείται ύποπτη κακοήθειας, να ελέγχεται εγκαίρως και ο έλεγχος αυτός να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρι πλήρους ίασης της εξέλκωσης. Επίσης, ασυνήθιστη εκροή από τη θηλή των μαστών πρέπει αμέσως να υποβάλλεται στην κατά Παπανικολάου εξέταση, το Pap test, όπως εν συντομία λέγεται στο εξωτερικό. Η εξέταση αυτή γίνεται από εξειδικευμένους στην κυτταρολογία ιατρούς.
Pap test
Κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος που επινοήθηκε από τον Έλληνα ιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (στον οποίον οφείλει και τη διεθνή της ονομασία) για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας, επιστρώνονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μονιμοποιούνται, χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές για την ανάδειξη των πυρήνων και του κυτταροπλάσματος και εξετάζονται στο μικροσκόπιο, για να ανιχνευθούν ανώμαλα κύτταρα τα οποία είναι ή μπορούν να γίνουν καρκινικά.
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι χάρη στις κυτταρολογικές εξετάσεις οι θάνατοι από καρκίνο της μήτρας έχουν υποδιπλασιαστεί, ενώ η αναλογία των καρκίνων που ανιχνεύονται στα αρχικά στάδια διπλασιάστηκε. Χάρη στο τεστ, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος αποτελούσε άλλοτε το συχνότερο είδος καρκίνου στις γυναίκες, σήμερα βρίσκεται στη 13η θέση. Κάτω από άριστες συνθήκες λήψης και μονιμοποίησης του υλικού, όσον αφορά τη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου, δηλαδή της ενδοεπιθηλιακής βλάβης, η αξιοπιστία του τεστ κυμαίνεται διεθνώς από 70% έως 80%.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας, οι οποίες εκπονήθηκαν ύστερα από μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες, το πρώτο τεστ πρέπει να γίνεται τρία χρόνια μετά την πρώτη πλήρη σεξουαλική επαφή και πάντως όχι αργότερα από το 21ο έτος. Επίσης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως, εφόσον τα ευρήματα δεν υπαγορεύουν συντομότερα την επανεκτίμηση. Μετά το 30ο έτος της ηλικίας, γυναίκες οι οποίες είχαν τρία συνεχή αρνητικά τεστ (δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα) μπορούν να ελέγχονται ανά διετία, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ιατρική οδηγία. Γυναίκες άνω των 70 ετών μπορούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ όταν έχουν επισκοπικά άψογο τράχηλο, έχουν προηγηθεί τουλάχιστον τρία αρνητικά τεστ και δεν έχει διαπιστωθεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια οποιαδήποτε κυτταρολογική ανωμαλία που συνηγορεί για ενδοεπιθηλιακή βλάβη.Τελευταία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες τεχνολογίες, που αυξάνουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης, όπως η κυτταρολογία υγρής φάσης, που διαφέρει από το συμβατικό τεστ ως προς τη μέθοδο παρασκευής του υλικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου