Βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 1939. Η σκιά του αγκυλωτού σταυρού πέφτει βαριά πάνω στην Ευρώπη. Η Βαρσοβία καίγεται. Στη Σουηδία όμως απονέμονται τα βραβεία Νόμπελ, όπως πάντοτε. Θα είναι τα τελευταία πριν από την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Νόμπελ ειρήνης – εύγλωττη προαναγγελία - δεν απονεμήθηκε. Το Νόμπελ της λογοτεχνίας πήρε ο Φιλανδός Σίλλανπεε (Frans Eemil Sillanpaa). Ο Αμερικανός Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Ernest Lawrence), που είχε ανακαλύψει το κύκλοτρο, πήρε το Νόμπελ της φυσικής. Ο Ελβετός Ρούζιτσκα (Leopold Stephen Ruzicka) και ο Γερμανός Άντολφ Μπούτεναντ (Adolf Butenandt) πήραν το Νόμπελ της Χημείας. Τέλος, ένας άλλος Γερμανός, ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Gerhard Domagk) πήρε το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική και τη φυσιολογία.
Όμως στην τελετή της απονομής των βραβείων, στη Στοκχόλμη, δυο καθίσματα ήταν άδεια: ο Μπούτεναντ και ο Ντόμαγκ δεν μπόρεσαν να έρθουν. Ο Führer, με διάταγμά του της 31 Ιανουαρίου 1937 είχε απαγορεύσει σε «όλους τους πολίτες του Ράιχ» να δέχονται αναγνωρίσεις από το Κληροδότημα Νόμπελ.
Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έστειλε μια βαθύτατα θλιμμένη επιστολή, με την οποία ευχαριστούσε και ταυτόχρονα έλεγε ότι παραιτείται από την ανώτατη αυτή τιμή.
Η βασική ανακάλυψη του Ντόμαγκ που έγινε το 1935 και αφορούσε την αντιμικροβιακή επίδραση του «προντοζίλ», της πρώτης σουλφοναμίδης, είχε εγκαινιάσει την εποχή της χημειοθεραπείας.
Αποδεικνύοντας ότι μια νέα αζωτούχος χρωστική, το «προντοζίλ», είχε την ικανότητα να θεραπεύει στα ποντίκια τις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, ο Ντόμαγκ είχε κάνει άλλο ένα βήμα προς το μεγάλο όνειρο του Πάουλ Έρλιχ: τη «μεγάλη αποστειρωτική θεραπεία» που, με μια και μόνη μεγάλη δόση, θα φόνευε όλα τα μικρόβια. Η ανακάλυψη του Ντόμαγκ προερχόταν κατευθείαν από τις ιδέες του Έρλιχ, ο οποίος, με τις περίφημες ιστολογικές του μελέτες, είχε ανακαλύψει ότι μερικές χρωστικές της ανιλίνης έχουν αξιόλογη μικροβιοκτόνο επίδραση, ταυτόχρονα όμως ήταν δυστυχώς πολύ τοξικές για τον οργανισμό των ζώων. Ο εφευρέτης της σαλβαρσάνης (πρώτη αρσενικούχος ένωση με πρακτική αξία) έλπιζε ότι, όπως υπάρχουν χρωστικές με βάση την ανιλίνη, που χρωματίζουν ειδικά ορισμένα κύτταρα, ενώ δεν έχουν καμιά επίδραση σε άλλα, έτσι θα μπορούσε κάποτε να ανακαλυφθεί κάποια μικροβιοκτόνος χρηστική που να παρουσιάζει συγγένεια μόνο με τα σώματα των μικροβίων, χωρίς να έχει καμιά επίδραση στα κύτταρα των ιστών του ζώου.
Η ανάγκη μάλιστα να ανακαλυφθεί μια τέτοια ουσία γινόταν, από χρόνο σε χρόνο, πιο επιτακτική. Οι εχθροί που έπρεπε να καταπολεμηθούν ήταν ο πνευμονιόκοκκος, ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος, οι μεγάλοι υπεύθυνοι των λοιμώξεων, των σηψαιμιών, των πνευμονιών, των μηνιγγίτιδων. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η τρομερή επιδημία της «ισπανικής» γρίπης, μόνη, είχε μέσα σε 18 μήνες πιο πολλά θύματα από όσα τα 4 χρόνια της σφαγής στα πεδία των μαχών. Οι νεκροί ήταν 15.000.000. Αλλά πόσες περιπτώσεις θανάτου έπρεπε να αποδοθούν στην ισπανική γρίπη και πόσες στις λοιμώδεις επιπλοκές της;
Τα χρόνια εκείνα ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ ήταν ακόμα φοιτητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Kiel. Είχε γεννηθεί στις 30 Οκτωβρίου 1895 στο Lagow του Brandenburg. Το 1921 πήρε το δίπλωμά του, με καθυστέρηση μερικών ετών, γιατί ο πόλεμος τον είχε αναγκάσει να διακόψει τις σπουδές του. Ο πόλεμος όμως εκείνος ήταν που με τη φρίκη του τον ώθησε να αφιερώσει τις πρώτες εργασίες του στην παθολογία των λοιμώξεων.
Το 1924 ονομάστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου του Greifswald και μετά από μια περίοδο εργασίας στο Παθολογοανατομικό Ινστιτούτο του Münster, κατέλαβε την έδρα της γενικής Παθολογίας και της Παθολογικής Ανατομικής.
Όμως η θέση που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σταδιοδρομία του Ντόμαγκ υπήρξε αυτή του διευθυντή του Εργαστηρίου Πειραματικής Παθολογίας και Μικροβιολογίας της I. G. Farbenindustrie στο Wuppertal – Elberfeld, του μεγαλύτερου χημικού εργοστασιακού συγκροτήματος της Γερμανίας.
Από τον καιρό της ανακάλυψης της σαλβαρσάνης, η ομάδα των Γερμανών επιστημόνων που μελετούσαν τις χρωστικές εργαζόταν αδιάκοπα με αφετηρία το «ερυθρό του τρυπανίου» του Έρλιχ.
Με την αζωτούχα αυτή χρωστική που δεν είχε αποδώσει, κατά του τρυπανοσώματος της «νόσου του ύπνου», είχαν επιχειρηθεί κάθε είδους συνθετικές προσπάθειες. Η έρευνα άρχισε το 1910 και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1920, με το «Bayer 205», φαίνεται ότι η γερμανική βιομηχανία έχει λύσει οριστικά το πρόβλημα της ασθένειας του ύπνου. Το προϊόν αυτό, που είχε εμφαντικά ονομαστεί «γερμανίνη», ήταν μια από τις πρώτες ενδείξεις της επιστημονικής και βιομηχανικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Αλλά το Bayer 205, ουσιαστικά, δε διέφερε πολύ από τα άλλα παράγωγα της πίσσας. Πάντοτε, από τις πρώτες ανακαλύψεις του 1910, κάθε τέτοιο παράγωγο χαιρετιζόταν ως νέο βήμα στην ιστορία της χημειοθεραπείας. Την ιστορία αυτή πλουτίζει ο Ντόμαγκ το 1935 με το κεφάλαιο του «προντοζίλ». Στις 19 Φεβρουαρίου του έτους αυτού, η «Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση», το πιο έγκυρο γερμανικό περιοδικό, δημοσιεύει τρεις ανακοινώσεις: η πρώτη είναι του Ντόμαγκ, με τον τίτλο «Συμβολή στη χημειοθεραπεία της μικροβιακής λοίμωξης», η δεύτερη των Κλέε (Klee) και Ρέμερ (Römer), για το «Προντοζίλ στις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις» και η τρίτη του Τεόντορ Σρόις (Theodor Schreus), περί της «Χημειοθεραπείας του ερυσιπέλατος και άλλων λοιμώξεων με το προντοζίλ».
Όμως, τι ήταν αυτό το προντοζίλ; Επρόκειτο για μια νέα χρωστική, όμοια στη χημική της σύνθεση με μια καστανή χρωστική, τη «χρυσοϊδίνη», που από ένα σχεδόν αιώνα ήταν γνωστή για τις αντιμικροβιακές της ιδιότητες. Οι άνθρωποι που την είχαν ανακαλύψει - ο Φριτς Μιτς (Fritz Mietzsch) (1896-1958) και ο Γιόζεφ Κλάρερ (Josef Klarer) (1898-1953), που εργάζονταν στο παράρτημα της I. G. Farbenindustrie - είχαν καταθέσει αίτηση για την κατοχύρωση της ανακάλυψής τους, ενός παραγώγου της σουλφανιλαμίδης, το Δεκέμβριο του 1932. Κανείς όμως δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην υπόθεση αυτή και, κυρίως, κανείς δεν είχε διανοηθεί να τη χρησιμοποιήσει στον τομέα της φαρμακευτικής: ούτε καν όταν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είχε μεταβιβαστεί στην Αμερική, στη Winthrop Chemical Company, που αντιπροσώπευε στην Αμερική την Farbenindustrie. Βασικά, επρόκειτο για μια από τις τόσες χρωστικές που παράγονται από τη σουλφανιλαμίδη, το παράγωγο αυτό της πίσσας, που είχε ανακαλυφθεί το 1908 από ένα νεαρό φοιτητή της Χημείας, τον Πάουλ Γκέλμο (Paul Gelmo). Ακόμα και σήμερα διατηρείται στο Πολυτεχνείο της Βιέννης η διδακτορική διατριβή του νεαρού φοιτητή, που περιγράφει τη σύνθεση της νέας ένωσης. Ήταν μια άσπρη σκόνη της οποίας ο Γκέλμο είχε καθορίσει τη χημική ονομασία (παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη). Αργότερα θα γίνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο ως «σουλφανιλαμίδη», ως μητρική ουσία των σουλφοναμιδών.
Ο δόκτωρ Χάινριχ Χέρλαϊν (Heinrich Hörlein), διευθυντής των φαρμακευτικών ερευνών του μεγάλου οίκου του Elberfeld, πρόσεξε την εργασία του Γκέλμο. Ο οίκος αυτός, τον καιρό εκείνο είχε αρχίσει ένα συστηματικό πρόγραμμα ερευνών των αζωτούχων χρωστικών. Μια ομάδα ερευνητών ασχολείτο με τη σύνθεση κάθε είδους αζωτούχων ενώσεων και παραγώγων, των οποίων εξέταζε τις χρωστικές και μικροβιοκτόνες ιδιότητες. Είχαν εντολή να μη παραβλέπουν καμιά νέα ένωση, καμιά χρωστική, κανένα φάρμακο, ό,τι κι αν ήταν. Έκαναν λοιπόν πειράματα και με την παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη του Γκέλμο. Έτσι πέτυχαν να παράγουν μια χρωστική με χρώμα κόκκινο-μπρικ, την πρώτη μιας νέας σειράς αζωσουλφοναμιδικών χρωστικών, που η υφαντουργική βιομηχανία εκτίμησε πολύ για τις καλές της ιδιότητες στη βαφή του μαλλιού.
Κανένας, ωστόσο, δεν αντιλήφθηκε ότι η σουλφανιλαμίδη, εκτός από το ότι ήταν καλή χρωστική, ήταν και φοβερός καταστροφέας των στρεπτόκοκκων. Η λύση του μεγάλου προβλήματος, όπως συμβαίνει συχνά, βρισκόταν πολύ κοντά. Στα εργαστήρια όλου του κόσμου είχαν αρχίσει να την πλησιάζουν. Στην Αμερική, π.χ., ο Heidelberger και ο Jacobs, εργάζονταν πάνω σε μια σειρά χημικών προϊόντων που μπορούσαν να καταπολεμήσουν τον πνευμονιόκοκκο. Ο ένας από τους ερευνητές αυτούς, ο Jacobs, είχε σπουδάσει στο Βερολίνο, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και γνώριζε τις εργασίες του Πάουλ Γκέλμο. Προσθέτοντας λοιπόν στη σουλφανιλαμίδη δύο άτομα αζώτου πέτυχαν να παράγουν μια νέα σειρά χρωστικών που αποδείχθηκαν κάπως αποτελεσματικές κατά των πνευμονιόκοκκων «in vitro». Αλλά οι βιοχημικοί του Ινστιτούτου Ροκφέλερ δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν το μηχανισμό με τον οποίον οι σουλφονιλαμιδικές ενώσεις ενεργούσαν κατά των βακτηριδίων και όπως έγραψε κάποιος «προσέκρουσαν σ’ αυτό το μυστικό». Στη μεγάλη αυτή μάχη των χρωστικών η γερμανική χημεία υπερείχε κι έτσι βρήκε την απάντηση που περίμενε η πάσχουσα ανθρωπότητα.
Σε μια συνάντηση δερματολόγων, που έγινε στο Düsseldorf τον Μάιο του 1933, ένας γιατρός, ο δόκτωρ Φέρστερ (Förster), ανακοίνωσε ότι με τη βοήθεια του νέου προϊόντος, που παρασκεύασαν οι Μιτς και Κλάρερ, θεράπευσε ένα παιδάκι από μόλυνση του αίματος που οφειλόταν σε σταφυλόκοκκο.
Πρόκειται για μια σπουδαία ημερομηνία, έστω κι αν είναι τυχαία στην ιστορία της ιατρικής: άρχισαν τότε να διαφαίνονται οι θεραπευτικές ιδιότητες του νέου προϊόντος, το οποίο η Farbenindustrie είχε ονομάσει αρχικά «στρεπτοζόν» (streptozon) για να το μετονομάσει αργότερα σε «προντοζίλ» (prontosil).
Για το προντοζίλ δεν υπήρχε ακόμα η καθιερωμένη βιβλιογραφία, δεν είχε ακόμα εκτελεστεί κάποια πειραματική εργασία σε πειραματόζωα και καμιά ιατρική επιθεώρηση δεν είχε δημοσιεύσει λεπτομερείς ανακοινώσεις για την κλινική του χρησιμοποίηση. Ήταν η στιγμή του Ντόμαγκ.
Ο Κλάρερ και ο Μιτς εργάζονταν μαζί του σε λεπτομερείς έρευνες για τις μικροβιοκτόνες ιδιότητες του προντοζίλ, έρευνες που ο Γερμανός επιστήμονας είχε αρχίσει από το 1933, αμέσως μετά την έκδοση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τη νέα ουσία. Έκαναν ενέσεις καθαρής καλλιέργειας στρεπτόκοκκου σε χίλια άσπρα ποντίκια. Κανένα από τα γνωστά φάρμακα δεν μπορούσε να τα σώσει. Χίλια ποντίκια θα πέθαιναν μέσα σε τρεις μέρες, μια σφαγή όμως που μετατράπηκε σε θρίαμβο, χάρις στις τεράστιες δόσεις του προντοζίλ που χρησιμοποίησε ο Ντόμαγκ. Το πείραμα επαναλαμβάνεται σε κουνέλια και τα αποτελέσματα είναι κι εδώ καταπληκτικά. Ο Ντόμαγκ παρατηρεί ότι οι μεγάλες δόσεις του προντοζίλ έθεταν εκτός μάχης τους στρεπτόκοκκους, χωρίς να προκαλούν καμιά βλάβη στον οργανισμό των πειραματόζωων. Το όνειρο του Πάουλ Έρλιχ είχε πραγματοποιηθεί. Και την ουσία που μέχρι τότε ο Ντόμαγκ χρησιμοποιούσε στα πειραματόζωα, θέλησε η μοίρα να την χρησιμοποιήσει στο κοριτσάκι του που πέθαινε, από τα ίσια εκείνα μικρόβια που αυτός πολεμούσε στο εργαστήριό του. Η μικρή είχε πάθει στρεπτοκοκκική λοίμωξη από το τρύπημα μιας βελόνας του ραψίματος. Ο χειρουργός, στο νοσοκομείο, ήταν ανίσχυρος μπροστά στην πρόοδο του κακού. Ο Ντόμαγκ, που είχε παραστεί στα θαύμα των χιλίων ποντικών του, τολμά να δοκιμάσει μια πολύ ισχυρή δόση προντοζίλ στο παιδάκι του που πέθαινε. Και στο προσκέφαλο της μικρής, αναστατωμένος και αγωνιώντας, έχει τελικά τη χαρά να παραβρεθεί στη σωτηρία της.
Το σύντομο άρθρο του, που δημοσιεύθηκε, το 1935, στη Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση, αναστάτωσε όλο τον επιστημονικό κόσμο. Βιοχημικοί, παθολόγοι, γιατροί από όλα τα έθνη στην αρχή δίστασαν να πιστέψουν τα αποτελέσματα αυτά, τα ποσοστά της θεραπείας που τους φαίνονταν σαν θαύματα. Βέβαια, το προντοζίλ δεν το δέχονταν όλοι οι οργανισμοί και δε νικούσε όλους τους μικροβιακούς εχθρούς του ανθρώπου. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι στρεπτόκοκκοι αντιστέκονταν. Οι περισσότερες όμως μολύνσεις, ακόμα και οι πιο βαριές, μπορούσαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ιατρικής να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά. Όμως ο Ντόμαγκ δεν είχε ξεχωρίσει στη μοριακή δομή του προντοζίλ την ειδική μικροβιοκτόνο ομάδα. Αυτό το πέτυχε, ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα μια ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι.
Θα αδικούσε κανείς την ιστορία της ιατρικής αν δεν ανέφερε στο κεφάλαιο για τις σουλφοναμίδες, τα ονόματα των Τρεφουέλ (J. Trefouël), Ντανιέλ Μποβέ (Daniel Bovet) και Φρεντερίκο Νίτι (Frederico Nitti). Οι επιστήμονες αυτοί απέδειξαν ότι η αντιμικροβιακή δράση του μορίου του προντοζίλ συνδεόταν με το άχρωμο σουλφοναμιδικό τμήμα του παρασκευάσματος.
Γύρω από τη σουλφανιλαμίδη άρχισαν να εργάζονται ομάδες Άγγλων και Αμερικανών ερευνητών. Αυτό που ανακάλυψαν οι Γάλλοι ερευνητές του Ινστιτούτου Παστέρ θα το επιβεβαιώσει τον Ιανουάριο του 1936 το πείραμα του Λέοναρντ Κόλεμπουργκ (Leonard Kohleburg) και του βοηθού του Νίβε Κάνι. Στο νοσοκομείο Queen Charlotte του Λονδίνου, οι δυο αυτοί επιστήμονες εφάρμοσαν τη θεραπεία με το προντοζίλ σε 38 γυναίκες που είχαν πάθει επιλόχειο πυρετό: από αυτές οι 35 επέζησαν.
Η χημική αυτή ουσία αποτέλεσε το ιδεώδες πεδίο για τις μελλοντικές συνθέσεις των ειδικών της οργανικής χημείας.Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έζησε αρκετά (πέθανε τον Απρίλιο του 1964), ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει την απίστευτη εξέλιξη των ερευνών, στις οποίες είχε συμβάλει με τόσο αποφασιστικό τρόπο.
Το Νόμπελ ειρήνης – εύγλωττη προαναγγελία - δεν απονεμήθηκε. Το Νόμπελ της λογοτεχνίας πήρε ο Φιλανδός Σίλλανπεε (Frans Eemil Sillanpaa). Ο Αμερικανός Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Ernest Lawrence), που είχε ανακαλύψει το κύκλοτρο, πήρε το Νόμπελ της φυσικής. Ο Ελβετός Ρούζιτσκα (Leopold Stephen Ruzicka) και ο Γερμανός Άντολφ Μπούτεναντ (Adolf Butenandt) πήραν το Νόμπελ της Χημείας. Τέλος, ένας άλλος Γερμανός, ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ (Gerhard Domagk) πήρε το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική και τη φυσιολογία.
Όμως στην τελετή της απονομής των βραβείων, στη Στοκχόλμη, δυο καθίσματα ήταν άδεια: ο Μπούτεναντ και ο Ντόμαγκ δεν μπόρεσαν να έρθουν. Ο Führer, με διάταγμά του της 31 Ιανουαρίου 1937 είχε απαγορεύσει σε «όλους τους πολίτες του Ράιχ» να δέχονται αναγνωρίσεις από το Κληροδότημα Νόμπελ.
Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έστειλε μια βαθύτατα θλιμμένη επιστολή, με την οποία ευχαριστούσε και ταυτόχρονα έλεγε ότι παραιτείται από την ανώτατη αυτή τιμή.
Η βασική ανακάλυψη του Ντόμαγκ που έγινε το 1935 και αφορούσε την αντιμικροβιακή επίδραση του «προντοζίλ», της πρώτης σουλφοναμίδης, είχε εγκαινιάσει την εποχή της χημειοθεραπείας.
Αποδεικνύοντας ότι μια νέα αζωτούχος χρωστική, το «προντοζίλ», είχε την ικανότητα να θεραπεύει στα ποντίκια τις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, ο Ντόμαγκ είχε κάνει άλλο ένα βήμα προς το μεγάλο όνειρο του Πάουλ Έρλιχ: τη «μεγάλη αποστειρωτική θεραπεία» που, με μια και μόνη μεγάλη δόση, θα φόνευε όλα τα μικρόβια. Η ανακάλυψη του Ντόμαγκ προερχόταν κατευθείαν από τις ιδέες του Έρλιχ, ο οποίος, με τις περίφημες ιστολογικές του μελέτες, είχε ανακαλύψει ότι μερικές χρωστικές της ανιλίνης έχουν αξιόλογη μικροβιοκτόνο επίδραση, ταυτόχρονα όμως ήταν δυστυχώς πολύ τοξικές για τον οργανισμό των ζώων. Ο εφευρέτης της σαλβαρσάνης (πρώτη αρσενικούχος ένωση με πρακτική αξία) έλπιζε ότι, όπως υπάρχουν χρωστικές με βάση την ανιλίνη, που χρωματίζουν ειδικά ορισμένα κύτταρα, ενώ δεν έχουν καμιά επίδραση σε άλλα, έτσι θα μπορούσε κάποτε να ανακαλυφθεί κάποια μικροβιοκτόνος χρηστική που να παρουσιάζει συγγένεια μόνο με τα σώματα των μικροβίων, χωρίς να έχει καμιά επίδραση στα κύτταρα των ιστών του ζώου.
Η ανάγκη μάλιστα να ανακαλυφθεί μια τέτοια ουσία γινόταν, από χρόνο σε χρόνο, πιο επιτακτική. Οι εχθροί που έπρεπε να καταπολεμηθούν ήταν ο πνευμονιόκοκκος, ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος, οι μεγάλοι υπεύθυνοι των λοιμώξεων, των σηψαιμιών, των πνευμονιών, των μηνιγγίτιδων. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η τρομερή επιδημία της «ισπανικής» γρίπης, μόνη, είχε μέσα σε 18 μήνες πιο πολλά θύματα από όσα τα 4 χρόνια της σφαγής στα πεδία των μαχών. Οι νεκροί ήταν 15.000.000. Αλλά πόσες περιπτώσεις θανάτου έπρεπε να αποδοθούν στην ισπανική γρίπη και πόσες στις λοιμώδεις επιπλοκές της;
Τα χρόνια εκείνα ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ ήταν ακόμα φοιτητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Kiel. Είχε γεννηθεί στις 30 Οκτωβρίου 1895 στο Lagow του Brandenburg. Το 1921 πήρε το δίπλωμά του, με καθυστέρηση μερικών ετών, γιατί ο πόλεμος τον είχε αναγκάσει να διακόψει τις σπουδές του. Ο πόλεμος όμως εκείνος ήταν που με τη φρίκη του τον ώθησε να αφιερώσει τις πρώτες εργασίες του στην παθολογία των λοιμώξεων.
Το 1924 ονομάστηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου του Greifswald και μετά από μια περίοδο εργασίας στο Παθολογοανατομικό Ινστιτούτο του Münster, κατέλαβε την έδρα της γενικής Παθολογίας και της Παθολογικής Ανατομικής.
Όμως η θέση που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σταδιοδρομία του Ντόμαγκ υπήρξε αυτή του διευθυντή του Εργαστηρίου Πειραματικής Παθολογίας και Μικροβιολογίας της I. G. Farbenindustrie στο Wuppertal – Elberfeld, του μεγαλύτερου χημικού εργοστασιακού συγκροτήματος της Γερμανίας.
Από τον καιρό της ανακάλυψης της σαλβαρσάνης, η ομάδα των Γερμανών επιστημόνων που μελετούσαν τις χρωστικές εργαζόταν αδιάκοπα με αφετηρία το «ερυθρό του τρυπανίου» του Έρλιχ.
Με την αζωτούχα αυτή χρωστική που δεν είχε αποδώσει, κατά του τρυπανοσώματος της «νόσου του ύπνου», είχαν επιχειρηθεί κάθε είδους συνθετικές προσπάθειες. Η έρευνα άρχισε το 1910 και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1920, με το «Bayer 205», φαίνεται ότι η γερμανική βιομηχανία έχει λύσει οριστικά το πρόβλημα της ασθένειας του ύπνου. Το προϊόν αυτό, που είχε εμφαντικά ονομαστεί «γερμανίνη», ήταν μια από τις πρώτες ενδείξεις της επιστημονικής και βιομηχανικής ανόρθωσης της Γερμανίας. Αλλά το Bayer 205, ουσιαστικά, δε διέφερε πολύ από τα άλλα παράγωγα της πίσσας. Πάντοτε, από τις πρώτες ανακαλύψεις του 1910, κάθε τέτοιο παράγωγο χαιρετιζόταν ως νέο βήμα στην ιστορία της χημειοθεραπείας. Την ιστορία αυτή πλουτίζει ο Ντόμαγκ το 1935 με το κεφάλαιο του «προντοζίλ». Στις 19 Φεβρουαρίου του έτους αυτού, η «Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση», το πιο έγκυρο γερμανικό περιοδικό, δημοσιεύει τρεις ανακοινώσεις: η πρώτη είναι του Ντόμαγκ, με τον τίτλο «Συμβολή στη χημειοθεραπεία της μικροβιακής λοίμωξης», η δεύτερη των Κλέε (Klee) και Ρέμερ (Römer), για το «Προντοζίλ στις στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις» και η τρίτη του Τεόντορ Σρόις (Theodor Schreus), περί της «Χημειοθεραπείας του ερυσιπέλατος και άλλων λοιμώξεων με το προντοζίλ».
Όμως, τι ήταν αυτό το προντοζίλ; Επρόκειτο για μια νέα χρωστική, όμοια στη χημική της σύνθεση με μια καστανή χρωστική, τη «χρυσοϊδίνη», που από ένα σχεδόν αιώνα ήταν γνωστή για τις αντιμικροβιακές της ιδιότητες. Οι άνθρωποι που την είχαν ανακαλύψει - ο Φριτς Μιτς (Fritz Mietzsch) (1896-1958) και ο Γιόζεφ Κλάρερ (Josef Klarer) (1898-1953), που εργάζονταν στο παράρτημα της I. G. Farbenindustrie - είχαν καταθέσει αίτηση για την κατοχύρωση της ανακάλυψής τους, ενός παραγώγου της σουλφανιλαμίδης, το Δεκέμβριο του 1932. Κανείς όμως δεν είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην υπόθεση αυτή και, κυρίως, κανείς δεν είχε διανοηθεί να τη χρησιμοποιήσει στον τομέα της φαρμακευτικής: ούτε καν όταν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είχε μεταβιβαστεί στην Αμερική, στη Winthrop Chemical Company, που αντιπροσώπευε στην Αμερική την Farbenindustrie. Βασικά, επρόκειτο για μια από τις τόσες χρωστικές που παράγονται από τη σουλφανιλαμίδη, το παράγωγο αυτό της πίσσας, που είχε ανακαλυφθεί το 1908 από ένα νεαρό φοιτητή της Χημείας, τον Πάουλ Γκέλμο (Paul Gelmo). Ακόμα και σήμερα διατηρείται στο Πολυτεχνείο της Βιέννης η διδακτορική διατριβή του νεαρού φοιτητή, που περιγράφει τη σύνθεση της νέας ένωσης. Ήταν μια άσπρη σκόνη της οποίας ο Γκέλμο είχε καθορίσει τη χημική ονομασία (παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη). Αργότερα θα γίνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο ως «σουλφανιλαμίδη», ως μητρική ουσία των σουλφοναμιδών.
Ο δόκτωρ Χάινριχ Χέρλαϊν (Heinrich Hörlein), διευθυντής των φαρμακευτικών ερευνών του μεγάλου οίκου του Elberfeld, πρόσεξε την εργασία του Γκέλμο. Ο οίκος αυτός, τον καιρό εκείνο είχε αρχίσει ένα συστηματικό πρόγραμμα ερευνών των αζωτούχων χρωστικών. Μια ομάδα ερευνητών ασχολείτο με τη σύνθεση κάθε είδους αζωτούχων ενώσεων και παραγώγων, των οποίων εξέταζε τις χρωστικές και μικροβιοκτόνες ιδιότητες. Είχαν εντολή να μη παραβλέπουν καμιά νέα ένωση, καμιά χρωστική, κανένα φάρμακο, ό,τι κι αν ήταν. Έκαναν λοιπόν πειράματα και με την παρα-αμινο-βενζολο-σουλφανιλαμίδη του Γκέλμο. Έτσι πέτυχαν να παράγουν μια χρωστική με χρώμα κόκκινο-μπρικ, την πρώτη μιας νέας σειράς αζωσουλφοναμιδικών χρωστικών, που η υφαντουργική βιομηχανία εκτίμησε πολύ για τις καλές της ιδιότητες στη βαφή του μαλλιού.
Κανένας, ωστόσο, δεν αντιλήφθηκε ότι η σουλφανιλαμίδη, εκτός από το ότι ήταν καλή χρωστική, ήταν και φοβερός καταστροφέας των στρεπτόκοκκων. Η λύση του μεγάλου προβλήματος, όπως συμβαίνει συχνά, βρισκόταν πολύ κοντά. Στα εργαστήρια όλου του κόσμου είχαν αρχίσει να την πλησιάζουν. Στην Αμερική, π.χ., ο Heidelberger και ο Jacobs, εργάζονταν πάνω σε μια σειρά χημικών προϊόντων που μπορούσαν να καταπολεμήσουν τον πνευμονιόκοκκο. Ο ένας από τους ερευνητές αυτούς, ο Jacobs, είχε σπουδάσει στο Βερολίνο, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και γνώριζε τις εργασίες του Πάουλ Γκέλμο. Προσθέτοντας λοιπόν στη σουλφανιλαμίδη δύο άτομα αζώτου πέτυχαν να παράγουν μια νέα σειρά χρωστικών που αποδείχθηκαν κάπως αποτελεσματικές κατά των πνευμονιόκοκκων «in vitro». Αλλά οι βιοχημικοί του Ινστιτούτου Ροκφέλερ δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν το μηχανισμό με τον οποίον οι σουλφονιλαμιδικές ενώσεις ενεργούσαν κατά των βακτηριδίων και όπως έγραψε κάποιος «προσέκρουσαν σ’ αυτό το μυστικό». Στη μεγάλη αυτή μάχη των χρωστικών η γερμανική χημεία υπερείχε κι έτσι βρήκε την απάντηση που περίμενε η πάσχουσα ανθρωπότητα.
Σε μια συνάντηση δερματολόγων, που έγινε στο Düsseldorf τον Μάιο του 1933, ένας γιατρός, ο δόκτωρ Φέρστερ (Förster), ανακοίνωσε ότι με τη βοήθεια του νέου προϊόντος, που παρασκεύασαν οι Μιτς και Κλάρερ, θεράπευσε ένα παιδάκι από μόλυνση του αίματος που οφειλόταν σε σταφυλόκοκκο.
Πρόκειται για μια σπουδαία ημερομηνία, έστω κι αν είναι τυχαία στην ιστορία της ιατρικής: άρχισαν τότε να διαφαίνονται οι θεραπευτικές ιδιότητες του νέου προϊόντος, το οποίο η Farbenindustrie είχε ονομάσει αρχικά «στρεπτοζόν» (streptozon) για να το μετονομάσει αργότερα σε «προντοζίλ» (prontosil).
Για το προντοζίλ δεν υπήρχε ακόμα η καθιερωμένη βιβλιογραφία, δεν είχε ακόμα εκτελεστεί κάποια πειραματική εργασία σε πειραματόζωα και καμιά ιατρική επιθεώρηση δεν είχε δημοσιεύσει λεπτομερείς ανακοινώσεις για την κλινική του χρησιμοποίηση. Ήταν η στιγμή του Ντόμαγκ.
Ο Κλάρερ και ο Μιτς εργάζονταν μαζί του σε λεπτομερείς έρευνες για τις μικροβιοκτόνες ιδιότητες του προντοζίλ, έρευνες που ο Γερμανός επιστήμονας είχε αρχίσει από το 1933, αμέσως μετά την έκδοση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τη νέα ουσία. Έκαναν ενέσεις καθαρής καλλιέργειας στρεπτόκοκκου σε χίλια άσπρα ποντίκια. Κανένα από τα γνωστά φάρμακα δεν μπορούσε να τα σώσει. Χίλια ποντίκια θα πέθαιναν μέσα σε τρεις μέρες, μια σφαγή όμως που μετατράπηκε σε θρίαμβο, χάρις στις τεράστιες δόσεις του προντοζίλ που χρησιμοποίησε ο Ντόμαγκ. Το πείραμα επαναλαμβάνεται σε κουνέλια και τα αποτελέσματα είναι κι εδώ καταπληκτικά. Ο Ντόμαγκ παρατηρεί ότι οι μεγάλες δόσεις του προντοζίλ έθεταν εκτός μάχης τους στρεπτόκοκκους, χωρίς να προκαλούν καμιά βλάβη στον οργανισμό των πειραματόζωων. Το όνειρο του Πάουλ Έρλιχ είχε πραγματοποιηθεί. Και την ουσία που μέχρι τότε ο Ντόμαγκ χρησιμοποιούσε στα πειραματόζωα, θέλησε η μοίρα να την χρησιμοποιήσει στο κοριτσάκι του που πέθαινε, από τα ίσια εκείνα μικρόβια που αυτός πολεμούσε στο εργαστήριό του. Η μικρή είχε πάθει στρεπτοκοκκική λοίμωξη από το τρύπημα μιας βελόνας του ραψίματος. Ο χειρουργός, στο νοσοκομείο, ήταν ανίσχυρος μπροστά στην πρόοδο του κακού. Ο Ντόμαγκ, που είχε παραστεί στα θαύμα των χιλίων ποντικών του, τολμά να δοκιμάσει μια πολύ ισχυρή δόση προντοζίλ στο παιδάκι του που πέθαινε. Και στο προσκέφαλο της μικρής, αναστατωμένος και αγωνιώντας, έχει τελικά τη χαρά να παραβρεθεί στη σωτηρία της.
Το σύντομο άρθρο του, που δημοσιεύθηκε, το 1935, στη Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση, αναστάτωσε όλο τον επιστημονικό κόσμο. Βιοχημικοί, παθολόγοι, γιατροί από όλα τα έθνη στην αρχή δίστασαν να πιστέψουν τα αποτελέσματα αυτά, τα ποσοστά της θεραπείας που τους φαίνονταν σαν θαύματα. Βέβαια, το προντοζίλ δεν το δέχονταν όλοι οι οργανισμοί και δε νικούσε όλους τους μικροβιακούς εχθρούς του ανθρώπου. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι στρεπτόκοκκοι αντιστέκονταν. Οι περισσότερες όμως μολύνσεις, ακόμα και οι πιο βαριές, μπορούσαν για πρώτη φορά στην ιστορία της ιατρικής να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά. Όμως ο Ντόμαγκ δεν είχε ξεχωρίσει στη μοριακή δομή του προντοζίλ την ειδική μικροβιοκτόνο ομάδα. Αυτό το πέτυχε, ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα μια ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι.
Θα αδικούσε κανείς την ιστορία της ιατρικής αν δεν ανέφερε στο κεφάλαιο για τις σουλφοναμίδες, τα ονόματα των Τρεφουέλ (J. Trefouël), Ντανιέλ Μποβέ (Daniel Bovet) και Φρεντερίκο Νίτι (Frederico Nitti). Οι επιστήμονες αυτοί απέδειξαν ότι η αντιμικροβιακή δράση του μορίου του προντοζίλ συνδεόταν με το άχρωμο σουλφοναμιδικό τμήμα του παρασκευάσματος.
Γύρω από τη σουλφανιλαμίδη άρχισαν να εργάζονται ομάδες Άγγλων και Αμερικανών ερευνητών. Αυτό που ανακάλυψαν οι Γάλλοι ερευνητές του Ινστιτούτου Παστέρ θα το επιβεβαιώσει τον Ιανουάριο του 1936 το πείραμα του Λέοναρντ Κόλεμπουργκ (Leonard Kohleburg) και του βοηθού του Νίβε Κάνι. Στο νοσοκομείο Queen Charlotte του Λονδίνου, οι δυο αυτοί επιστήμονες εφάρμοσαν τη θεραπεία με το προντοζίλ σε 38 γυναίκες που είχαν πάθει επιλόχειο πυρετό: από αυτές οι 35 επέζησαν.
Η χημική αυτή ουσία αποτέλεσε το ιδεώδες πεδίο για τις μελλοντικές συνθέσεις των ειδικών της οργανικής χημείας.Ο Γκέρχαρντ Ντόμαγκ έζησε αρκετά (πέθανε τον Απρίλιο του 1964), ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει την απίστευτη εξέλιξη των ερευνών, στις οποίες είχε συμβάλει με τόσο αποφασιστικό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου