Στον ΒΔ Ατλαντικό, μπροστά στον κόλπο του Σαιν Λωράν, στις 11 Ιουλίου 1941, μερικοί ψαράδες βλέπουν να πέφτει ένα αεροπλάνο, που, πριν από λίγα δευτερόλεπτα ακόμα, έκανε επικίνδυνους ελιγμούς: μια σειρά «βουτιές» από μεγάλο ύψος ώσπου να αγγίζει σχεδόν τη θάλασσα.
Το τραγικό αυτό δυστύχημα διέκοψε το τελευταίο πείραμα του Σερ Φρέντερικ Μπάντινγκ, του Καναδού επιστήμονα που πριν 24 χρόνια είχε συνδέσει το όνομά του με την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Βρισκόταν σ’ εκείνο το αεροπλάνο για να συμπληρώσει τις νέες του έρευνες, τις σχετικές με την επίδραση των πτήσεων σε μεγάλα ύψη και τις συνέπειες των ισχυρών επιταχύνσεων στον οργανισμό του ανθρώπου. Έτσι χάθηκε ο άνθρωπος που με τα πειράματά του και με την αυταπάρνησή του κατόρθωσε να διαγράψει από τις αιτίες θανάτου του 20ου αιώνα το διαβήτη.
Ο Φρέντερικ Γκραντ Μπάντινγκ γεννήθηκε το 1891 στο Άλιστον, του Οντάριο. «Η ισχυρογνωμοσύνη» έλεγε «είναι ίσως το ελάττωμά μου εκείνο στο οποίο οφείλω να είμαι πιο ευγνώμων». Λέγοντας αυτό έδειχνε μια μεγάλη ουλή στον πήχυ του χεριού του, τραύμα του 1918, από το ευρωπαϊκό μέτωπο, όταν ως ανθυπολοχαγός επικεφαλής του αποσπάσματός του, των «Καναδών Ερυθροχιτώνων», είχε λάβει μέρος στην τελευταία νικηφόρα μάχη του Μάρνη. Οι χειρουργοί του μικρού πολεμικού χειρουργείου δεν του είχαν αφήσει άλλη εκλογή: ή ακρωτηριασμός ή θάνατος. «Αυτό το χέρι θέλω να το κρατήσω», είχε απαντήσει ο Μπάντινγκ. Και από τότε το πείσμα του άρχισε να τον δικαιώνει.
Όταν γύρισε στον Καναδά, ο νεαρός γιατρός Μπάντινγκ, που για να τελειώσει τις σπουδές του είχε δουλέψει ακόμα και παραγιός σε αγρόκτημα, εργάστηκε στην αρχή στην Παιδιατρική Κλινική του Τορόντο. Ύστερα εγκαταστάθηκε σε μια ήσυχη πολιτεία του Οντάριο, το Λόντον, αποφασισμένος να ασκήσει το επάγγελμα του χειρουργού. Κατάφερε, με αρκετή δυσκολία, να ανοίξει ιατρείο, αλλά επί 28 μέρες μάταια περίμενε τον πρώτο πελάτη να έρθει να χτυπήσει την πόρτα του. Ύστερα από δύο μήνες η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί. Κανένας δεν προσέφευγε στον δόκτορα Μπάντινγκ, που κάνει μελαγχολικά το πρώτο του επαγγελματικό ισολογισμό: όταν αφαιρεθούν τα έξοδα, του μένουν στην τσέπη 4 δολάρια και 12 σεντς. Χρεωκοπία! Για να τα βγάζει πέρα είναι υποχρεωμένος να δεχθεί μια ασήμαντη θέση στην Ιατρική Σχολή του Τορόντο. Αργότερα θα ομολογήσει ότι δεν το έκανε αυτό από αγάπη για την επιστήμη, αλλά απλά «για να μπορεί να βγάζει το καθημερινό του ψωμί».
Ίσως σ’ αυτή την υποδεέστερη υπηρεσία να οφείλουμε αληθινά τη γένεση της βασικής του ανακάλυψης, γιατί, μεταξύ των καθηκόντων του, ο Μπάντινγκ, έχει και την υποχρέωση να εξετάζει ορισμένα απλά ιατρικά ζητήματα και προβλήματα. Τη νύχτα της 30ης Οκτωβρίου 1920 ετοιμάζει το θέμα που θα παρουσιάσει την επομένη στους φοιτητές: τον διαβήτη.
Από αιώνες οι άνθρωποι πεθαίνουν από διαβήτη χωρίς να το ξέρουν. Ήδη το 1674 ο Τόμας Ουίλλις (Thomas Willis) (1621-1675) έκανε σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με τα ούρα των διαβητικών, τα οποία βρήκε «εξαιρετικά γλυκά, σαν να ήταν ποτισμένα με μέλι ή ζάχαρη». Ο Μάθιου Ντόμπσον (Matthew Dobson) (1731-1784), το 1776, απέδειξε ότι τα ούρα αυτά περιείχαν σάκχαρο, αλλά μόλις το 1889 ο φον Μέρινγκ (Joseph, Baron von Mehring) (1849-1908) και ο Όσκαρ Μινκόβσκι (Oscar Minkowski) (1858-1931) έκαναν τα πρώτα πειράματα που απέδειξαν ότι η αφαίρεση του παγκρέατος σε σκύλους προκαλεί διαβήτη.
Ένας Γερμανός ερευνητής, ο Παύλος Λάνγκερχανς (Paul Langerhans) (1847-1888), διέκρινε στο πάγκρεας «νησίδια» κυττάρων, που διέφεραν από τα άλλα γύρω τους και τα οποία, αν και δεν είχαν εκφορητικό πόρο, παρήγαγαν ένζυμα.
Ο Ευγένιος Οπί (Eugene Opie) (1873-1971) είχε περιγράψει τις αλλοιώσεις των νησιδίων του Λάνγκερχανς στο θανατηφόρο διαβήτη και οι παρατηρήσεις του αυτές έκαναν τον Άγγλο φυσιολόγο Έντουαρντ Σάρπεϊ Σέφερ (Sir Edward Sharpey-Shäfer) (1850-1935) να συμπεράνει ότι εκεί μέσα θα πρέπει να βρίσκεται η ουσία που ρυθμίζει το μεταβολισμό των υδατανθράκων.
Ο Μπάντινγκ, λοιπόν, εκείνη τη νύχτα μελετούσε όλη αυτή την ύλη. Είχε καταγράψει με χρονολογική σειρά τις προσπάθειες και τις απόπειρες των φυσιολόγων και των βιοχημικών να βρουν το μυστηριώδες αίτιο του διαβήτη. Είναι φανερή η στενή σχέση μεταξύ του παγκρέατος και του σακχάρου που περιέχεται στο αίμα. Ο ίδιος, όπως θα ομολογήσει αργότερα, από αυτά τα προηγούμενα είχε συνάγει ένα παράτολμο συμπέρασμα, εκείνο που αργότερα θα αποδειχθεί σωστό, αλλά το οποίο δεν μπορούσε ακόμα να αποδείξει επιστημονικά: τα νησίδια του Λάνγκερχανς, με τα κύτταρά τους, είναι εκείνα που μας προστατεύουν από τον διαβήτη. Του φαινόταν πιθανό, ότι ακριβώς αυτά τα κύτταρα έδιναν στο αίμα την ουσία εκείνη που βοηθούσε τον οργανισμό μας να κάνει την καύση του σακχάρου που χρειάζεται.
Ως εκείνη τη στιγμή εκατομμύρια ανθρώπων στην Ευρώπη και στην Αμερική πέθαιναν από διαβήτη. Στην πείνα τους, στην άσβεστη δίψα τους δεν υπήρχε άλλο καταπραϋντικό ή ανακούφιση από τη «θεραπεία υποσιτισμού των Γκέλπα-Άλεν», που μοναδικό της αποτέλεσμα ήταν να φέρνει έναν πιο αργό θάνατο από ασιτία. «Η επιστήμη δεν μπορεί να αρκείται στην αντικατάσταση ενός θανάτου με έναν άλλον». Αυτό επαναλάμβανε στον εαυτό του ο Μπάντινγκ εκείνη τη νύχτα.
Κατά την αυγή την προσοχή του τράβηξε ένα άρθρο του Μόζες Μπάρον (Moses Baron), ο οποίος στην «Επιθεώρηση Χειρουργικής, Γυναικολογίας και Μαιευτικής» ανέφερε ότι όταν προκαλείτο απόφραξη του παγκρεατικού πόρου από ένα λίθο και ο ασθενής πέθαινε, όταν του έβγαζαν το πάγκρεας, παρατηρούσαν πάντα ένα περίεργο φαινόμενο: ενώ τα κύτταρα που παράγουν το παγκρεατικό υγρό είχαν εκφυλιστεί, τα νησίδια του Λάνγκερχανς παρουσιάζονταν τελείως υγιή. Το φαινόμενο αυτό το συναντούσαν και σε πειράματα που έγιναν σε ζώα. Το πιο σπουδαίο από αυτές τις παρατηρήσεις ήταν ότι ούτε οι άνθρωποι ούτε τα ζώα, που είχε αποφραχθεί ο παγκρεατικός τους πόρος, δεν πέθαιναν από διαβήτη.
Στον Μπάντινγκ ήρθε σαν αστραπή μια ιδέα: «Ένοιωσα μέσα μου», θα εξομολογηθεί αργότερα, «σαν μια προσπάθεια να στήσω μια γέφυρα πάνω από μια μεγάλη άβυσσο, μεταξύ δύο πολύ απομακρυσμένων μεταξύ τους ιδεών». Όχι το παγκρεατικό υγρό, αλλά μόνον η ουσία που εκκρίνουν τα κύτταρα του Λάνγκερχανς πρέπει να χύνεται στο αίμα. Αλλά πώς να αποκτήσουμε την ουσία αυτή; Πριν να κοιμηθεί, γράφει ο Μπάντινγκ επί λέξει σ’ ένα σημειωματάριο: «Να απολινώσω τον παγκρεατικό πόρο σκύλων, να περιμένω 7-8 εβδομάδες να επέλθει η εκφύλιση του οργάνου. Να αφαιρέσω τα υπολείμματά του και να κάνω από αυτό ένα εκχύλισμα».
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα σκυλιά για τα πειράματά του. Αποφάσισε να τα ζητήσει από τον διάσημο καθηγητή Μακλέοντ (John James Richard MacLeod) (1876-1935), διευθυντή του Εργαστηρίου Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο.
Ό,τι κατορθώνει είναι απλά να αποκτήσει δέκα σκυλιά και τη δυνατότητα να απασχολεί ένα νεαρό βοηθό: τον Τσαρλς Μπεστ (Charles Herbert Best) (1899-1978), δευτεροετή φοιτητή της Ιατρικής. Ο Μπάντινγκ αποφασίζει να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και αυτό το μέλλον του ως χειρουργού, για να πετύχει το πείραμα: πουλά τα έπιπλα του ιατρείου του και εγκαθίσταται, με τα ζώα, σε μια αίθουσα του Ινστιτούτου.
Την ώρα που ο Μπάντινγκ χειρουργεί, ο Μπεστ ελέγχει το ποσοστό του σακχάρου στα ούρα και στο αίμα των ζώων. Γίνονται πολλά λάθη από απειρία. Είναι μέρες τέλειας αποθάρρυνσης. Στις 10 το πρωί της 27ης Ιουλίου 1921 τα τελευταία δύο σκυλιά τους είναι έτοιμα για το πείραμα. Το ένα πνέει πια τα λοίσθια από διαβήτη. Το άλλο, που λίγες εβδομάδες πριν είχε υποστεί την απολίνωση του παγκρεατικού πόρου, χειρουργείται από τον Μπάντινγκ. Το πάγκρεάς του έχει εκφυλιστεί, μόλις και έχει το μέγεθος ενός αντίχειρα. Όπως πάντα, το πολτοποιεί, το διηθεί, το θερμαίνει, το αναμιγνύει με φυσιολογικό διάλυμα χλωριούχου νατρίου και δίνει το εκχύλισμα με ένεση στη σφαγίτιδα του ετοιμοθάνατου σκύλου. Η αναμονή και τώρα, όπως και σε όλες τις άλλες περιστάσεις είναι δραματική. Ο Τσαρλς Μπεστ ελέγχει τα ποσοστά του σακχάρου στο αίμα του σκύλου. Ύστερα από μια ώρα το μεγάλο μήνυμα: το ποσοστό του σακχάρου μόλις υπερβαίνει το επίπεδο του υγιούς ζώου.
Η σκυλίτσα του εργαστηρίου που έχει τον αριθμό 33 αναλαμβάνει. Κουνά ευτυχισμένη την ουρά της. Ο Μπεστ εξακολουθεί να ελέγχει διαρκώς τα ούρα. Πέντε ώρες μετά από το πείραμα το ποσοστό του σακχάρου είναι 75 φορές μικρότερο από ό,τι έδειχναν οι αναλύσεις της προηγούμενης ημέρας. Πρόκειται για θαύμα, εφήμερο όμως. Μόλις 24 ώρες αργότερα το σκυλί ψόφησε.
Η τεράστια δυσκολία που έχουν στο να βρουν παγκρεατικό εκχύλισμα καθιστούν σχεδόν αδύνατη τη συνέχιση των πειραμάτων. Χρειάζεται να θυσιαστούν 8 σκυλιά για να κρατήσουν ένα μόνο στη ζωή και μόνο για λίγες μέρες. Πρόκειται για απροσδόκητες, αλλά άχρηστες αναστάσεις. Θα ήταν δυνατόν να τις πετύχουν και στον άνθρωπο;
Στην πολύτιμη ουσία, που βγάζουν σε τόσο ελάχιστες και ασφαλώς ανεπαρκείς δόσεις, δόθηκε το όνομα «νησιδίνη». Ο καθηγητής Χέντερσον (Henderson) είναι εκείνος που θα προσφέρει στον Μπάντινγκ τα μέσα για να συνεχίσει τα πειράματά του στο δικό του Ινστιτούτο Φαρμακολογίας.
Μια βραδιά, μελετώντας ένα παλιό δημοσίευμα του Λαγκές (Edouard Laguesse) (1861-1927) για το πάγκρεας των νεογέννητων, που είναι πλούσιο σε νησίδια του Λάνγκερχανς, ο Μπάντινγκ σκέπτεται ότι τα έμβρυα των ζώων θα πρέπει να διαθέτουν άφθονη νησιδίνη. Αλλά πού θα τα βρει; Οι δυο ερευνητές πείθουν τον διευθυντή των σφαγείων του Τορόντο να προμηθεύει στο Ινστιτούτο έμβρυα βοοειδών, τα οποία, όπως είχε διαισθανθεί ο Μπάντινγκ, προσφέρονται εξαιρετικά γι’ αυτή τη δουλειά.
Ακόμα και από το πάγκρεας φρεσκοσφαγμένων ζώων έχουν καλά αποτελέσματα. Η τεχνική τους έχει πια τελειοποιηθεί. Χρησιμοποιούν οξινισμένο οινόπνευμα για να εξαγάγουν απευθείας τη νησιδίνη.
Ο πρώτος άνθρωπος που υποβάλλεται στη νέα θεραπεία είναι ένας σύντροφος των παιδικών χρόνων του Μπάντινγκ: ο Τζο Τζίλιριστ, διδάκτωρ της Ιατρικής, που εξαντλημένος τελείως από το διαβήτη παρουσιάζεται, στις 11 Φεβρουαρίου 1922, στο εργαστήριο. Η κατάστασή του είναι πράγματι απελπιστική. Ο Μπάντινγκ είχε ήδη πειραματιστεί στον εαυτό του με τη νησιδίνη, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι ακίνδυνη για τον άνθρωπο. Όμως ο Τζο Τζίλιριστ θα είναι ο πρώτος του ασθενής. «Ξαναβρήκα τη ζωή», θα πει αυτός ο άνθρωπος που επέζησε και του σωτήρα του. «Έγινα ο ινδόχοιρος, ο σκύλος, το κουνέλι, το πιο πολύτιμο του εργαστηρίου τους».
Ο ίδιος ο καθηγητής Μακλέοντ συνεργάζεται με το νεαρό Καναδό ερευνητή που είχε βρει τη λύση του προβλήματος με το οποίο είχαν ασχοληθεί ολόκληρες γενεές φυσιολόγων. Ο Μακλέοντ μετονομάζει τη νησιδίνη σε «ινσουλίνη». Χιλιάδες άρρωστοι, ως τότε αθεράπευτοι, αρχίζουν να καταφεύγουν στο Τορόντο, που γίνεται η πόλη της ελπίδας.
Στην ομάδα προστίθεται ο δόκτωρ Κόλιπ (James Bertram Collip) (1892-1965), ειδικός στις ορμόνες. Πρέπει να λυθεί ένα πρόβλημα: η παραγωγή ινσουλίνης σε μεγάλες δόσεις. Η Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία δίνει την υποστήριξή της. Κινητοποιούνται όλα τα εργαστήρια. Η παραγωγή ινσουλίνης γίνεται σύνθημα. Η κατασκευή της σε μεγάλη κλίμακα αλλάζει τελείως την κλινική εικόνα της ασθένειας. Ως το 1922 κανένας διαβητικός δεν είχε μπορέσει να συνέλθει από το διαβητικό κώμα για να διηγηθεί την ιστορία του. όμως ο Τζο Τζίλιριστ διέρρηξε το θανατηφόρο κλοιό. Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει νικηθεί. Ο Φρέντερικ Μπάντινγκ πήρε το 1923 το βραβείο Νόμπελ μαζί με τον καθηγητή Μακλέοντ και το 1935 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Εταίρου της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου.
Την ινσουλίνη θα παρασκευάσει αργότερα υπό κρυσταλλική μορφή ο Τζ. Τζ. Άμπελ, ο Αμερικανός φαρμακολόγος που ήδη είχε απομονώσει την αδρεναλίνη και είχε κάνει σπουδαίες μελέτες γύρω από την υπόφυση.Παρ’ όλες τις προόδους της ιατρικής και την ύπαρξη πλέον υπογλυκαιμικών παρασκευασμάτων που λαμβάνονται από το στόμα, η θεραπεία με ινσουλίνη εξακολουθεί να λύνει, κάθε μέρα, για εκατομμύρια διαβητικούς, το πρόβλημα που ως το 1922, μόνη λύση είχε το θάνατο.
Το τραγικό αυτό δυστύχημα διέκοψε το τελευταίο πείραμα του Σερ Φρέντερικ Μπάντινγκ, του Καναδού επιστήμονα που πριν 24 χρόνια είχε συνδέσει το όνομά του με την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Βρισκόταν σ’ εκείνο το αεροπλάνο για να συμπληρώσει τις νέες του έρευνες, τις σχετικές με την επίδραση των πτήσεων σε μεγάλα ύψη και τις συνέπειες των ισχυρών επιταχύνσεων στον οργανισμό του ανθρώπου. Έτσι χάθηκε ο άνθρωπος που με τα πειράματά του και με την αυταπάρνησή του κατόρθωσε να διαγράψει από τις αιτίες θανάτου του 20ου αιώνα το διαβήτη.
Ο Φρέντερικ Γκραντ Μπάντινγκ γεννήθηκε το 1891 στο Άλιστον, του Οντάριο. «Η ισχυρογνωμοσύνη» έλεγε «είναι ίσως το ελάττωμά μου εκείνο στο οποίο οφείλω να είμαι πιο ευγνώμων». Λέγοντας αυτό έδειχνε μια μεγάλη ουλή στον πήχυ του χεριού του, τραύμα του 1918, από το ευρωπαϊκό μέτωπο, όταν ως ανθυπολοχαγός επικεφαλής του αποσπάσματός του, των «Καναδών Ερυθροχιτώνων», είχε λάβει μέρος στην τελευταία νικηφόρα μάχη του Μάρνη. Οι χειρουργοί του μικρού πολεμικού χειρουργείου δεν του είχαν αφήσει άλλη εκλογή: ή ακρωτηριασμός ή θάνατος. «Αυτό το χέρι θέλω να το κρατήσω», είχε απαντήσει ο Μπάντινγκ. Και από τότε το πείσμα του άρχισε να τον δικαιώνει.
Όταν γύρισε στον Καναδά, ο νεαρός γιατρός Μπάντινγκ, που για να τελειώσει τις σπουδές του είχε δουλέψει ακόμα και παραγιός σε αγρόκτημα, εργάστηκε στην αρχή στην Παιδιατρική Κλινική του Τορόντο. Ύστερα εγκαταστάθηκε σε μια ήσυχη πολιτεία του Οντάριο, το Λόντον, αποφασισμένος να ασκήσει το επάγγελμα του χειρουργού. Κατάφερε, με αρκετή δυσκολία, να ανοίξει ιατρείο, αλλά επί 28 μέρες μάταια περίμενε τον πρώτο πελάτη να έρθει να χτυπήσει την πόρτα του. Ύστερα από δύο μήνες η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί. Κανένας δεν προσέφευγε στον δόκτορα Μπάντινγκ, που κάνει μελαγχολικά το πρώτο του επαγγελματικό ισολογισμό: όταν αφαιρεθούν τα έξοδα, του μένουν στην τσέπη 4 δολάρια και 12 σεντς. Χρεωκοπία! Για να τα βγάζει πέρα είναι υποχρεωμένος να δεχθεί μια ασήμαντη θέση στην Ιατρική Σχολή του Τορόντο. Αργότερα θα ομολογήσει ότι δεν το έκανε αυτό από αγάπη για την επιστήμη, αλλά απλά «για να μπορεί να βγάζει το καθημερινό του ψωμί».
Ίσως σ’ αυτή την υποδεέστερη υπηρεσία να οφείλουμε αληθινά τη γένεση της βασικής του ανακάλυψης, γιατί, μεταξύ των καθηκόντων του, ο Μπάντινγκ, έχει και την υποχρέωση να εξετάζει ορισμένα απλά ιατρικά ζητήματα και προβλήματα. Τη νύχτα της 30ης Οκτωβρίου 1920 ετοιμάζει το θέμα που θα παρουσιάσει την επομένη στους φοιτητές: τον διαβήτη.
Από αιώνες οι άνθρωποι πεθαίνουν από διαβήτη χωρίς να το ξέρουν. Ήδη το 1674 ο Τόμας Ουίλλις (Thomas Willis) (1621-1675) έκανε σημαντικές παρατηρήσεις σχετικά με τα ούρα των διαβητικών, τα οποία βρήκε «εξαιρετικά γλυκά, σαν να ήταν ποτισμένα με μέλι ή ζάχαρη». Ο Μάθιου Ντόμπσον (Matthew Dobson) (1731-1784), το 1776, απέδειξε ότι τα ούρα αυτά περιείχαν σάκχαρο, αλλά μόλις το 1889 ο φον Μέρινγκ (Joseph, Baron von Mehring) (1849-1908) και ο Όσκαρ Μινκόβσκι (Oscar Minkowski) (1858-1931) έκαναν τα πρώτα πειράματα που απέδειξαν ότι η αφαίρεση του παγκρέατος σε σκύλους προκαλεί διαβήτη.
Ένας Γερμανός ερευνητής, ο Παύλος Λάνγκερχανς (Paul Langerhans) (1847-1888), διέκρινε στο πάγκρεας «νησίδια» κυττάρων, που διέφεραν από τα άλλα γύρω τους και τα οποία, αν και δεν είχαν εκφορητικό πόρο, παρήγαγαν ένζυμα.
Ο Ευγένιος Οπί (Eugene Opie) (1873-1971) είχε περιγράψει τις αλλοιώσεις των νησιδίων του Λάνγκερχανς στο θανατηφόρο διαβήτη και οι παρατηρήσεις του αυτές έκαναν τον Άγγλο φυσιολόγο Έντουαρντ Σάρπεϊ Σέφερ (Sir Edward Sharpey-Shäfer) (1850-1935) να συμπεράνει ότι εκεί μέσα θα πρέπει να βρίσκεται η ουσία που ρυθμίζει το μεταβολισμό των υδατανθράκων.
Ο Μπάντινγκ, λοιπόν, εκείνη τη νύχτα μελετούσε όλη αυτή την ύλη. Είχε καταγράψει με χρονολογική σειρά τις προσπάθειες και τις απόπειρες των φυσιολόγων και των βιοχημικών να βρουν το μυστηριώδες αίτιο του διαβήτη. Είναι φανερή η στενή σχέση μεταξύ του παγκρέατος και του σακχάρου που περιέχεται στο αίμα. Ο ίδιος, όπως θα ομολογήσει αργότερα, από αυτά τα προηγούμενα είχε συνάγει ένα παράτολμο συμπέρασμα, εκείνο που αργότερα θα αποδειχθεί σωστό, αλλά το οποίο δεν μπορούσε ακόμα να αποδείξει επιστημονικά: τα νησίδια του Λάνγκερχανς, με τα κύτταρά τους, είναι εκείνα που μας προστατεύουν από τον διαβήτη. Του φαινόταν πιθανό, ότι ακριβώς αυτά τα κύτταρα έδιναν στο αίμα την ουσία εκείνη που βοηθούσε τον οργανισμό μας να κάνει την καύση του σακχάρου που χρειάζεται.
Ως εκείνη τη στιγμή εκατομμύρια ανθρώπων στην Ευρώπη και στην Αμερική πέθαιναν από διαβήτη. Στην πείνα τους, στην άσβεστη δίψα τους δεν υπήρχε άλλο καταπραϋντικό ή ανακούφιση από τη «θεραπεία υποσιτισμού των Γκέλπα-Άλεν», που μοναδικό της αποτέλεσμα ήταν να φέρνει έναν πιο αργό θάνατο από ασιτία. «Η επιστήμη δεν μπορεί να αρκείται στην αντικατάσταση ενός θανάτου με έναν άλλον». Αυτό επαναλάμβανε στον εαυτό του ο Μπάντινγκ εκείνη τη νύχτα.
Κατά την αυγή την προσοχή του τράβηξε ένα άρθρο του Μόζες Μπάρον (Moses Baron), ο οποίος στην «Επιθεώρηση Χειρουργικής, Γυναικολογίας και Μαιευτικής» ανέφερε ότι όταν προκαλείτο απόφραξη του παγκρεατικού πόρου από ένα λίθο και ο ασθενής πέθαινε, όταν του έβγαζαν το πάγκρεας, παρατηρούσαν πάντα ένα περίεργο φαινόμενο: ενώ τα κύτταρα που παράγουν το παγκρεατικό υγρό είχαν εκφυλιστεί, τα νησίδια του Λάνγκερχανς παρουσιάζονταν τελείως υγιή. Το φαινόμενο αυτό το συναντούσαν και σε πειράματα που έγιναν σε ζώα. Το πιο σπουδαίο από αυτές τις παρατηρήσεις ήταν ότι ούτε οι άνθρωποι ούτε τα ζώα, που είχε αποφραχθεί ο παγκρεατικός τους πόρος, δεν πέθαιναν από διαβήτη.
Στον Μπάντινγκ ήρθε σαν αστραπή μια ιδέα: «Ένοιωσα μέσα μου», θα εξομολογηθεί αργότερα, «σαν μια προσπάθεια να στήσω μια γέφυρα πάνω από μια μεγάλη άβυσσο, μεταξύ δύο πολύ απομακρυσμένων μεταξύ τους ιδεών». Όχι το παγκρεατικό υγρό, αλλά μόνον η ουσία που εκκρίνουν τα κύτταρα του Λάνγκερχανς πρέπει να χύνεται στο αίμα. Αλλά πώς να αποκτήσουμε την ουσία αυτή; Πριν να κοιμηθεί, γράφει ο Μπάντινγκ επί λέξει σ’ ένα σημειωματάριο: «Να απολινώσω τον παγκρεατικό πόρο σκύλων, να περιμένω 7-8 εβδομάδες να επέλθει η εκφύλιση του οργάνου. Να αφαιρέσω τα υπολείμματά του και να κάνω από αυτό ένα εκχύλισμα».
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα ήταν να βρεθούν τα σκυλιά για τα πειράματά του. Αποφάσισε να τα ζητήσει από τον διάσημο καθηγητή Μακλέοντ (John James Richard MacLeod) (1876-1935), διευθυντή του Εργαστηρίου Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο.
Ό,τι κατορθώνει είναι απλά να αποκτήσει δέκα σκυλιά και τη δυνατότητα να απασχολεί ένα νεαρό βοηθό: τον Τσαρλς Μπεστ (Charles Herbert Best) (1899-1978), δευτεροετή φοιτητή της Ιατρικής. Ο Μπάντινγκ αποφασίζει να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και αυτό το μέλλον του ως χειρουργού, για να πετύχει το πείραμα: πουλά τα έπιπλα του ιατρείου του και εγκαθίσταται, με τα ζώα, σε μια αίθουσα του Ινστιτούτου.
Την ώρα που ο Μπάντινγκ χειρουργεί, ο Μπεστ ελέγχει το ποσοστό του σακχάρου στα ούρα και στο αίμα των ζώων. Γίνονται πολλά λάθη από απειρία. Είναι μέρες τέλειας αποθάρρυνσης. Στις 10 το πρωί της 27ης Ιουλίου 1921 τα τελευταία δύο σκυλιά τους είναι έτοιμα για το πείραμα. Το ένα πνέει πια τα λοίσθια από διαβήτη. Το άλλο, που λίγες εβδομάδες πριν είχε υποστεί την απολίνωση του παγκρεατικού πόρου, χειρουργείται από τον Μπάντινγκ. Το πάγκρεάς του έχει εκφυλιστεί, μόλις και έχει το μέγεθος ενός αντίχειρα. Όπως πάντα, το πολτοποιεί, το διηθεί, το θερμαίνει, το αναμιγνύει με φυσιολογικό διάλυμα χλωριούχου νατρίου και δίνει το εκχύλισμα με ένεση στη σφαγίτιδα του ετοιμοθάνατου σκύλου. Η αναμονή και τώρα, όπως και σε όλες τις άλλες περιστάσεις είναι δραματική. Ο Τσαρλς Μπεστ ελέγχει τα ποσοστά του σακχάρου στο αίμα του σκύλου. Ύστερα από μια ώρα το μεγάλο μήνυμα: το ποσοστό του σακχάρου μόλις υπερβαίνει το επίπεδο του υγιούς ζώου.
Η σκυλίτσα του εργαστηρίου που έχει τον αριθμό 33 αναλαμβάνει. Κουνά ευτυχισμένη την ουρά της. Ο Μπεστ εξακολουθεί να ελέγχει διαρκώς τα ούρα. Πέντε ώρες μετά από το πείραμα το ποσοστό του σακχάρου είναι 75 φορές μικρότερο από ό,τι έδειχναν οι αναλύσεις της προηγούμενης ημέρας. Πρόκειται για θαύμα, εφήμερο όμως. Μόλις 24 ώρες αργότερα το σκυλί ψόφησε.
Η τεράστια δυσκολία που έχουν στο να βρουν παγκρεατικό εκχύλισμα καθιστούν σχεδόν αδύνατη τη συνέχιση των πειραμάτων. Χρειάζεται να θυσιαστούν 8 σκυλιά για να κρατήσουν ένα μόνο στη ζωή και μόνο για λίγες μέρες. Πρόκειται για απροσδόκητες, αλλά άχρηστες αναστάσεις. Θα ήταν δυνατόν να τις πετύχουν και στον άνθρωπο;
Στην πολύτιμη ουσία, που βγάζουν σε τόσο ελάχιστες και ασφαλώς ανεπαρκείς δόσεις, δόθηκε το όνομα «νησιδίνη». Ο καθηγητής Χέντερσον (Henderson) είναι εκείνος που θα προσφέρει στον Μπάντινγκ τα μέσα για να συνεχίσει τα πειράματά του στο δικό του Ινστιτούτο Φαρμακολογίας.
Μια βραδιά, μελετώντας ένα παλιό δημοσίευμα του Λαγκές (Edouard Laguesse) (1861-1927) για το πάγκρεας των νεογέννητων, που είναι πλούσιο σε νησίδια του Λάνγκερχανς, ο Μπάντινγκ σκέπτεται ότι τα έμβρυα των ζώων θα πρέπει να διαθέτουν άφθονη νησιδίνη. Αλλά πού θα τα βρει; Οι δυο ερευνητές πείθουν τον διευθυντή των σφαγείων του Τορόντο να προμηθεύει στο Ινστιτούτο έμβρυα βοοειδών, τα οποία, όπως είχε διαισθανθεί ο Μπάντινγκ, προσφέρονται εξαιρετικά γι’ αυτή τη δουλειά.
Ακόμα και από το πάγκρεας φρεσκοσφαγμένων ζώων έχουν καλά αποτελέσματα. Η τεχνική τους έχει πια τελειοποιηθεί. Χρησιμοποιούν οξινισμένο οινόπνευμα για να εξαγάγουν απευθείας τη νησιδίνη.
Ο πρώτος άνθρωπος που υποβάλλεται στη νέα θεραπεία είναι ένας σύντροφος των παιδικών χρόνων του Μπάντινγκ: ο Τζο Τζίλιριστ, διδάκτωρ της Ιατρικής, που εξαντλημένος τελείως από το διαβήτη παρουσιάζεται, στις 11 Φεβρουαρίου 1922, στο εργαστήριο. Η κατάστασή του είναι πράγματι απελπιστική. Ο Μπάντινγκ είχε ήδη πειραματιστεί στον εαυτό του με τη νησιδίνη, αποδεικνύοντας έτσι ότι είναι ακίνδυνη για τον άνθρωπο. Όμως ο Τζο Τζίλιριστ θα είναι ο πρώτος του ασθενής. «Ξαναβρήκα τη ζωή», θα πει αυτός ο άνθρωπος που επέζησε και του σωτήρα του. «Έγινα ο ινδόχοιρος, ο σκύλος, το κουνέλι, το πιο πολύτιμο του εργαστηρίου τους».
Ο ίδιος ο καθηγητής Μακλέοντ συνεργάζεται με το νεαρό Καναδό ερευνητή που είχε βρει τη λύση του προβλήματος με το οποίο είχαν ασχοληθεί ολόκληρες γενεές φυσιολόγων. Ο Μακλέοντ μετονομάζει τη νησιδίνη σε «ινσουλίνη». Χιλιάδες άρρωστοι, ως τότε αθεράπευτοι, αρχίζουν να καταφεύγουν στο Τορόντο, που γίνεται η πόλη της ελπίδας.
Στην ομάδα προστίθεται ο δόκτωρ Κόλιπ (James Bertram Collip) (1892-1965), ειδικός στις ορμόνες. Πρέπει να λυθεί ένα πρόβλημα: η παραγωγή ινσουλίνης σε μεγάλες δόσεις. Η Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία δίνει την υποστήριξή της. Κινητοποιούνται όλα τα εργαστήρια. Η παραγωγή ινσουλίνης γίνεται σύνθημα. Η κατασκευή της σε μεγάλη κλίμακα αλλάζει τελείως την κλινική εικόνα της ασθένειας. Ως το 1922 κανένας διαβητικός δεν είχε μπορέσει να συνέλθει από το διαβητικό κώμα για να διηγηθεί την ιστορία του. όμως ο Τζο Τζίλιριστ διέρρηξε το θανατηφόρο κλοιό. Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει νικηθεί. Ο Φρέντερικ Μπάντινγκ πήρε το 1923 το βραβείο Νόμπελ μαζί με τον καθηγητή Μακλέοντ και το 1935 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Εταίρου της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου.
Την ινσουλίνη θα παρασκευάσει αργότερα υπό κρυσταλλική μορφή ο Τζ. Τζ. Άμπελ, ο Αμερικανός φαρμακολόγος που ήδη είχε απομονώσει την αδρεναλίνη και είχε κάνει σπουδαίες μελέτες γύρω από την υπόφυση.Παρ’ όλες τις προόδους της ιατρικής και την ύπαρξη πλέον υπογλυκαιμικών παρασκευασμάτων που λαμβάνονται από το στόμα, η θεραπεία με ινσουλίνη εξακολουθεί να λύνει, κάθε μέρα, για εκατομμύρια διαβητικούς, το πρόβλημα που ως το 1922, μόνη λύση είχε το θάνατο.
1 σχόλιο:
Borgata Hotel Casino & Spa - MapYRO
The Borgata Hotel Casino & 목포 출장안마 Spa is a 여수 출장마사지 one-of-a-kind resort located in Atlantic City, New 나주 출장샵 Jersey. It opened on June 4, 2005 과천 출장안마 in Atlantic City, 부산광역 출장샵
Δημοσίευση σχολίου