Στην κρύπτη του Αγίου Παύλου, στο Λονδίνο, πλάι στον δούκα του Ουέλινγκτον και τον Οράτιο Νέλσον, αναπαύεται, από το 1955, ο σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πενικιλίνη. Όπως ο Ουέλινγκτον και ο Νέλσον, έτσι και ο μεγάλος Σκωτσέζος μικροβιολόγος κέρδισε κάποια μάχη, ασφαλώς μια από τις πιο αποφασιστικές στον 20ο αιώνα. Ο βιολόγος Αλεξάντερ Φλέμινγκ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1881, σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Lochfield της Σκωτίας. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Στη ζωή των διάσημων ανδρών, η τύχη παίζει συχνά περίεργο ρόλο. Αυτό συνέβη και με το νεαρό Αλέξανδρο, που 15 ετών άφησε το πατρικό αγρόκτημα και πήγε στο Λονδίνο κοντά στον αδελφό του Tom, που ήταν φοιτητής της Ιατρικής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο του Λονδίνου το 1897, βρήκε μια δουλειά γραφείου, όπου παρέμεινε έως το 1901. Το μέλλον του Αλέξανδρου Φλέμινγκ θα έμοιαζε με το μέλλον κάθε υπαλλήλου του Λογιστηρίου της American Life: προαγωγές, επιδόματα πολυετίας, σύνταξη. Όμως η κληρονομιά από κάποιο θείο του και οι στοργικές υποδείξεις του αδελφού του τον έκαναν να αφήσει τα λογιστικά, για να σπουδάσει κι αυτός Ιατρική στο Νοσοκομείο Saint Mary.
«Στο Λονδίνο», θα γράψει αργότερα, «είχα να διαλέξω μεταξύ 12 Ιατρικών Σχολών. Κατοικούσα σχεδόν σε ίση απόσταση από τρεις από αυτές. Δε γνώριζα καμία, αλλά παίζοντας σ’ ένα παιχνίδι είχα κερδίσει μια αξιομνημόνευτη παρτίδα κατατροπώνοντας τους φοιτητές της Σχολής Saint Mary. Γι’ αυτό διάλεξα αυτή τη σχολή».
Βρισκόμαστε στο 1901. Στην αυγή του νέου αιώνα ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ έχει τη βεβαιότητα ότι θα γίνει χειρουργός στο Saint Mary. Όμως και πάλι η τύχη τροποποιεί τα σχέδιά του.
Το 1906, το εργαστήριο μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου χρειάζεται για την ομάδα του ένα καλό σκοπευτή καραμπίνας. Ο Freeman, προσφιλής μαθητής του Άλμορθ Ράιτ (Almorth Edward Wright), του πιο σοβαρού μικροβιολόγου του Λονδίνου, προτείνει στον Φλέμινγκ να σώσει την τιμή του Ινστιτούτου παίρνοντας την καραμπίνα, όπλο που ο Άλεξ χειριζόταν με μεγάλη ικανότητα από την εποχή των κυνηγών στο πατρικό αγρόκτημα. Ο νεαρός χειρουργός πετυχαίνει εκατό στους εκατό στόχους ως πειστικό προοίμιο, «πρώτη συμβολή κάποιας αξίας», θα πει αργότερα αστειευόμενος ο Φλέμινγκ, «που πρόσφερα στο Ινστιτούτο Μικροβιολογίας. Ως εκείνη τη στιγμή η μελέτη των μικροβίων δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αν στις αρχές δεν είχα παίξει σ’ εκείνο το παιχνίδι, δε θα είχα μπει στο Saint Mary. Αν δεν είχα σκοπεύσει τόσο καλά με την καραμπίνα μου, δε θα είχα γίνει βοηθός του καθηγητή Ράιτ και, επομένως, μικροβιολόγος».
Το 1906 λοιπόν, ύστερα από εκείνο το σκοπευτικό αγώνα, ο Φλέμινγκ αρχίζει να μελετά μικροβιολογία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως βοηθός στην ερευνητική ομάδα του Άλμορθ Ράιτ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βακτηριολογία.
Όμως, άλλες ήταν οι τουφεκιές που τον έκαναν να στοχαστεί πάνω στο νόημα και τη σπουδαιότητα των ερευνών του. Ήταν οι τουφεκιές των εμπόλεμων, ύστερα από το επεισόδιο του Σαράγιεβο.
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της Γερμανίας, ο Φλέμινγκ κατατάχθηκε στο ιατρικό σώμα του βασιλικού στρατού. Μπροστά στα μάτια του περνούσαν οι φρικτές εικόνες του πολέμου, ενώ παραβρίσκεται ανίσχυρος μπροστά στο θάνατο χιλιάδων τραυματιών. Εκείνες τις ημέρες, γράφει σ’ ένα ημερολόγιό του: «...με περικυκλώνουν πληγές μολυσμένες, άνθρωποι που ουρλιάζουν και πεθαίνουν, ζωές που δε μπορούμε να σώσουμε. Μια μόνο ελπίδα έχω: να ανακαλύψουμε κάτι που να νικάει αυτές τις φρικτές μολύνσεις». Εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας θεραπείας που θα μείωνε τους θανάτους στρατιωτών από τις διάφορες μολύνσεις, υποστηρίζοντας ότι τα αντισηπτικά δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά. Ωστόσο, το εγχείρημά του απορρίφθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φλέμινγκ επιστρέφει στο Νοσοκομείο Saint Mary. Και πάλι η τύχη, μια σύμπτωση, θα έρθει σε βοήθεια του επιστήμονα. Μια μέρα του 1922, εκεί που παρακολουθούσε κάποια καλλιέργεια μικροβίων, παρατήρησε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Ο μαθητής του Άλλισον (Allison) τον ακούει να φωνάζει: «Απίστευτο!».
Ο ίδιος αυτός δόκτωρ Άλλισον θα διηγηθεί αργότερα: «Η καλλιέργεια των μικροβίων ήταν σκεπασμένη από μεγάλες κίτρινες αποικίες. Αλλά το καταπληκτικό ήταν ότι υπήρχε μια ευρεία ζώνη χωρίς μικροοργανισμούς. Ο Φλέμινγκ μου εξήγησε ότι στο μέρος εκείνο είχε πέσει - μια μέρα που ήταν πολύ κρυωμένος - μια σταγόνα από τη μύτη του. Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: η σταγόνα εκείνη θα πρέπει να περιείχε κάποια ουσία ικανή να σκοτώνει τα μικρόβια». Ο καθηγητής Ράιτ είναι εκείνος που ονόμασε την ουσία «λυσοζύμη».[1]
Δυστυχώς, όμως, η ουσία που είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ, δρούσε μόνο εναντίον κοινών μικροβίων και όχι εκείνων που προκαλούσαν τις κυριότερες μικροβιακές νόσους.
«Πρέπει να προχωρήσουμε την έρευνα», λέει ο Φλέμινγκ, «να πειραματιστούμε με νέες ουσίες. Ας δοκιμάσουμε με τα δάκρυα». Ένα και μόνο δάκρυ αρκεί για να διαλύσει μια αποικία μικροβίων. Στο δοκιμαστικό σωλήνα το εναιώρημα των μικροβίων γίνεται «διαυγές όπως το τζιν», γράφει ο Φλέμινγκ στο σημειωματάριό του. Και συνεχίζει: «Επί πέντε εβδομάδες τα δάκρυά μου και τα δάκρυα του δόκτορα Άλλισον υπήρξαν η πρώτη ύλη της πυρετώδους μας έρευνας. Και ποτέ άλλοτε οι μανάβηδες της γειτονιάς δεν πούλησαν τόσα κρεμμύδια όσα εκείνες τις ημέρες. Τα χρησιμοποιούσαμε για να δακρύζουμε στους δοκιμαστικούς σωλήνες».
Παρά την αδιαφορία του επιστημονικού του περιβάλλοντος και μερικά σαρκαστικά σχόλια, ο Φλέμινγκ δε χάνει το θάρρος του και συνεχίζει επίμονα να ζητάει να βρει την ουσία εκείνη που καταστρέφει τα παθογόνα μικρόβια, χωρίς να προσβάλλει τα κύτταρα του ασθενούς.
Κάνει πειράματα με διάφορους τύπους μυκήτων. Η μελέτη του μύκητα «penicillium notatum» (ενός μύκητα με έντονους αντιμικροβιακούς χαρακτήρες) του φαίνεται, από το 1917 ήδη, μια παρήγορη αρχή. Δεν είναι τοξικός για τα ζώα, και αυτό αποτελεί πρόοδο απέναντι στα έως τότε γνωστά αντισηπτικά. Παρ’ όλα αυτά, η μυστηριώδης ουσία που εκκρίνει αυτός ο μύκητας είναι εξαιρετικά ασταθής και χάνει τη δραστικότητά του μέσα σε λίγες ώρες. Ο Φλέμινγκ την αποκαλεί «πενικιλίνη» κι επιχειρεί μάταια, μαζί με τους συνεργάτες του, να την παράγει στο εργαστήριο.
Σχεδόν σε όλες τις επιστημονικές ανακαλύψεις, ένα μέρος της επιτυχίας οφείλεται στην έρευνα κι ένα άλλο στην τύχη.
Το 1928 η τύχη παρουσιάζεται ξανά στον Φλέμινγκ με τη μορφή της μούχλας: η θαυματουργική ουσία που ψάχνει εδώ και 15 χρόνια, μπαίνει μια μέρα στο γραφείο του από το ανοικτό παράθυρο. Ελαφριά και σιωπηλή πάει και κάθεται σ’ ένα τρυβλίο που περιείχε μια αποικία σταφυλόκοκκων. Πρόκειται για έναν πολύ κοινό μύκητα, που ποιος ξέρει από ήρθε.
Και στις 15 Σεπτεμβρίου έκανε τυχαία τη μεγάλη ανακάλυψη. Λίγο πριν καταστρέψει ένα δοκιμαστικό σωλήνα με την καλλιέργεια κάποιων βακτηριδίων, ο Φλέμινγκ σκύβει και παρατηρεί την καλλιέργεια και προσέχει έκπληκτος ότι γύρω από αυτόν τον μύκητα οι σταφυλόκοκκοι έχουν εξαφανιστεί: αντί να έχουν τη συνηθισμένη όψη αδιαφανών και κίτρινων μαζών έμοιαζαν τώρα με διαυγείς σταγόνες δροσιάς. Ένα είδος μπλε μούχλας είχε αναπτυχθεί, που φαινόταν να είναι σε θέση να σκοτώνει τους επιβλαβείς οργανισμούς. Μια σειρά πειραμάτων απέδειξε αργότερα τα συμπεράσματά του και οδήγησε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1929 ο Φλέμινγκ ανακοινώνει τα πρώτα αποτελέσματα της ανακάλυψής του: «Η πενικιλίνη σε δόσεις τεράστιες δεν είναι τοξική, ούτε ερεθιστική... μπορεί, είτε σε τοπική εφαρμογή είτε με ένεση, να αποτελέσει αποτελεσματικό αντισηπτικό κατά των μικροβίων».
Δυστυχώς, η ανακοίνωση αυτή συνάντησε πλήρη αδιαφορία και η έρευνά του έπρεπε να σταματήσει, καθώς δεν κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια ώσπου να πειραματιστούν στον άνθρωπο με το θαυμάσιο αυτό φάρμακο.
Το έργο του ολοκλήρωσαν άλλοι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μετά από πολλές προσπάθειες και δοκιμές, μια ομάδα χημικών και μικροβιολόγων της Οξφόρδης, με επικεφαλής τους Χάουαρντ Φλόρεϊ (Howard Walter Florey) (1898-1968) και Ερνστ Τσέιν (Ernst Boris Chain) (1906-1979), πέτυχε να απομονώσει ένα παρασκεύασμα πενικιλίνης που αποδείχθηκε εξαιρετικά δραστικό.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1941 κάποιος αστυφύλακας της Οξφόρδης, ο Albert Alexander, 43 ετών, είναι ετοιμοθάνατος από σηψαιμία. Η μοίρα του είχε κριθεί, όταν του κάνουν μερικές ενέσεις πενικιλίνης. Σε λιγότερο από 24 ώρες παρουσιάζει καταπληκτική βελτίωση.
Αλλά η ιστορία του πρώτου ασθενή του Φλέμινγκ τελειώνει πικρά. Η παρακαταθήκη της πενικιλίνης που διέθετε η επιστήμη ήταν ελάχιστη: διακόπτεται η θεραπεία, ο ασθενής αρχίζει να πηγαίνει πάλι άσχημα, και στις 19 Μαρτίου πεθαίνει.
Η δυσκολία εξαγωγής της πολύτιμης αντιμικροβιακής ουσίας από το μύκητα ήταν το πρώτο κεφάλαιο, ίσως το πιο δραματικό και περιπετειώδες, στην ιστορία της πενικιλίνης.
Ο θάνατος του αστυφύλακα ταράζει βαθιά τη συνείδηση των πρώτων ανθρώπων που εργάζονταν για το νέο φάρμακο. Αποφασίζουν λοιπόν να μην επιχειρήσουν θεραπεία μέχρις ότου να έχουν τη βεβαιότητα ότι διαθέτουν αρκετό απόθεμα πενικιλίνης.
Από το Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 1941, άλλοι 8 ασθενείς (κυρίως παιδάκια, που τους έδιναν ελάχιστες δόσεις) αντιδρούν θετικά στη θεραπεία με την πενικιλίνη. Σύντομα γίνεται φανερό ότι αν η πενικιλίνη πρόκειται να κλείσει τα τμήματα λοιμωδών των νοσοκομείων, αν πρόκειται να σώζει τη ζωή εκατομμυρίων ατόμων, που αλλιώς θα ήταν καταδικασμένα, πρέπει να παράγεται σε ποσότητες πολύ μεγάλες. Σε δύο περίπου χρόνια έχουν παραχθεί 4 εκατομμύρια μονάδες, όσες δηλαδή χρησιμοποιούνται σήμερα για τη θεραπεία ενός απλού πονόλαιμου. Η φαρμακοβιομηχανία της Αγγλίας που ήταν καταφορτωμένη από την πολεμική εργασία και συναντούσε δυσκολίες ανυπέρβλητες από την ανεπάρκεια εξοπλισμού, δεν ήταν σε θέση να παράγει πενικιλίνη σε μεγάλη κλίμακα. Μόνη ελπίδα απέμενε η Αμερική.
Τον Ιούλιο του 1941 η ομάδα των ερευνητών της Οξφόρδης συνεχίζει τις έρευνές της στα εργαστήρια της Peoria (Ιλινόις). Οι Αμερικανοί επιστήμονες βρίσκουν τον τρόπο να αυξηθεί κατά 20 φορές η απόδοση του αρχικού αντιβιοτικού στελέχους και αρχίζουν μια σειρά λεπτομερών ερευνών σε ευρύτατη κλίμακα πάνω στους μύκητες, οπότε οι αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες άρχισαν τη μαζική παραγωγή πενικιλίνης.
Στις 27 Αυγούστου 1942 οι «Times», στο κύριο άρθρο τους, κάνουν για πρώτη φορά νύξη για την πενικιλίνη, αλλά δεν αναφέρουν το όνομα του Φλέμινγκ.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο σερ Άλμορθ Ράιτ επισημαίνει με γράμμα του αυτή την ακατανόητη παράλειψη. Πρόκειται για τον ίδιο Ράιτ που ποτέ δεν είχε κρύψει το σκεπτικισμό του απέναντι στις μελέτες του μαθητή του.
Το 1943 τα αμερικανικά εργαστήρια άρχισαν να παράγουν πενικιλίνη σε αξιόλογες ποσότητες. Το νέο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώτα στα στρατιωτικά νοσοκομεία, για την αντιμετώπιση πολλών μολύνσεων. Σιγά-σιγά το νέο φάρμακο άρχισε να φθάνει λαθραία και στα πολιτικά νοσοκομεία. Στο τέλος ήρθε η δόξα για τον Φλέμινγκ και τους συνεργάτες του. Ο Σκωτσέζος επιστήμονας εκλέγεται, το 1943, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας της Αγγλίας. Τον Ιούνιο του 1944 ο βασιλιάς του απονέμει τον τίτλο του «σερ».
Στις 25 Οκτωβρίου 1945, όταν είχε κιόλας αρχίσει η πενικιλίνη να ανακουφίζει τις αναρίθμητες πληγές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ απονέμει το βραβείο της Ιατρικής στον σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, τον σερ Χάουαρντ Φλόρεϊ και τον καθηγητή Τσέιν. Όταν ο Φλέμινγκ βραβεύτηκε το 1945 με το Νόμπελ Ιατρικής δήλωσε ταπεινά: «Η φύση δημιούργησε την πενικιλίνη. Εγώ απλώς τη βρήκα». Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψή του έφερε τα πάνω κάτω στη σύγχρονη ιατρική, αφού άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία πολλών αντιβιοτικών και την αντιμετώπιση δεκάδων ασθενειών.Όταν, στις 11 Μαρτίου του 1955, ο σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ πέθανε, από καρδιακή προσβολή, είχε σώσει περισσότερες ζωές από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη Γη.
[1] Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που έχει λυτικές ιδιότητες, είναι δηλαδή ικανό να καταστρέφει ορισμένα μικρόβια παθογόνα και μη. Βρίσκεται στον ορό του αίματος και σε άλλα οργανικά υγρά, ιδιαίτερα στα δάκρυα και στο σάλιο
«Στο Λονδίνο», θα γράψει αργότερα, «είχα να διαλέξω μεταξύ 12 Ιατρικών Σχολών. Κατοικούσα σχεδόν σε ίση απόσταση από τρεις από αυτές. Δε γνώριζα καμία, αλλά παίζοντας σ’ ένα παιχνίδι είχα κερδίσει μια αξιομνημόνευτη παρτίδα κατατροπώνοντας τους φοιτητές της Σχολής Saint Mary. Γι’ αυτό διάλεξα αυτή τη σχολή».
Βρισκόμαστε στο 1901. Στην αυγή του νέου αιώνα ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ έχει τη βεβαιότητα ότι θα γίνει χειρουργός στο Saint Mary. Όμως και πάλι η τύχη τροποποιεί τα σχέδιά του.
Το 1906, το εργαστήριο μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου χρειάζεται για την ομάδα του ένα καλό σκοπευτή καραμπίνας. Ο Freeman, προσφιλής μαθητής του Άλμορθ Ράιτ (Almorth Edward Wright), του πιο σοβαρού μικροβιολόγου του Λονδίνου, προτείνει στον Φλέμινγκ να σώσει την τιμή του Ινστιτούτου παίρνοντας την καραμπίνα, όπλο που ο Άλεξ χειριζόταν με μεγάλη ικανότητα από την εποχή των κυνηγών στο πατρικό αγρόκτημα. Ο νεαρός χειρουργός πετυχαίνει εκατό στους εκατό στόχους ως πειστικό προοίμιο, «πρώτη συμβολή κάποιας αξίας», θα πει αργότερα αστειευόμενος ο Φλέμινγκ, «που πρόσφερα στο Ινστιτούτο Μικροβιολογίας. Ως εκείνη τη στιγμή η μελέτη των μικροβίων δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Αν στις αρχές δεν είχα παίξει σ’ εκείνο το παιχνίδι, δε θα είχα μπει στο Saint Mary. Αν δεν είχα σκοπεύσει τόσο καλά με την καραμπίνα μου, δε θα είχα γίνει βοηθός του καθηγητή Ράιτ και, επομένως, μικροβιολόγος».
Το 1906 λοιπόν, ύστερα από εκείνο το σκοπευτικό αγώνα, ο Φλέμινγκ αρχίζει να μελετά μικροβιολογία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως βοηθός στην ερευνητική ομάδα του Άλμορθ Ράιτ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βακτηριολογία.
Όμως, άλλες ήταν οι τουφεκιές που τον έκαναν να στοχαστεί πάνω στο νόημα και τη σπουδαιότητα των ερευνών του. Ήταν οι τουφεκιές των εμπόλεμων, ύστερα από το επεισόδιο του Σαράγιεβο.
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της Γερμανίας, ο Φλέμινγκ κατατάχθηκε στο ιατρικό σώμα του βασιλικού στρατού. Μπροστά στα μάτια του περνούσαν οι φρικτές εικόνες του πολέμου, ενώ παραβρίσκεται ανίσχυρος μπροστά στο θάνατο χιλιάδων τραυματιών. Εκείνες τις ημέρες, γράφει σ’ ένα ημερολόγιό του: «...με περικυκλώνουν πληγές μολυσμένες, άνθρωποι που ουρλιάζουν και πεθαίνουν, ζωές που δε μπορούμε να σώσουμε. Μια μόνο ελπίδα έχω: να ανακαλύψουμε κάτι που να νικάει αυτές τις φρικτές μολύνσεις». Εργάστηκε για την ανάπτυξη μιας θεραπείας που θα μείωνε τους θανάτους στρατιωτών από τις διάφορες μολύνσεις, υποστηρίζοντας ότι τα αντισηπτικά δεν ήταν αρκετά αποτελεσματικά. Ωστόσο, το εγχείρημά του απορρίφθηκε, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.
Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φλέμινγκ επιστρέφει στο Νοσοκομείο Saint Mary. Και πάλι η τύχη, μια σύμπτωση, θα έρθει σε βοήθεια του επιστήμονα. Μια μέρα του 1922, εκεί που παρακολουθούσε κάποια καλλιέργεια μικροβίων, παρατήρησε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Ο μαθητής του Άλλισον (Allison) τον ακούει να φωνάζει: «Απίστευτο!».
Ο ίδιος αυτός δόκτωρ Άλλισον θα διηγηθεί αργότερα: «Η καλλιέργεια των μικροβίων ήταν σκεπασμένη από μεγάλες κίτρινες αποικίες. Αλλά το καταπληκτικό ήταν ότι υπήρχε μια ευρεία ζώνη χωρίς μικροοργανισμούς. Ο Φλέμινγκ μου εξήγησε ότι στο μέρος εκείνο είχε πέσει - μια μέρα που ήταν πολύ κρυωμένος - μια σταγόνα από τη μύτη του. Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: η σταγόνα εκείνη θα πρέπει να περιείχε κάποια ουσία ικανή να σκοτώνει τα μικρόβια». Ο καθηγητής Ράιτ είναι εκείνος που ονόμασε την ουσία «λυσοζύμη».[1]
Δυστυχώς, όμως, η ουσία που είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ, δρούσε μόνο εναντίον κοινών μικροβίων και όχι εκείνων που προκαλούσαν τις κυριότερες μικροβιακές νόσους.
«Πρέπει να προχωρήσουμε την έρευνα», λέει ο Φλέμινγκ, «να πειραματιστούμε με νέες ουσίες. Ας δοκιμάσουμε με τα δάκρυα». Ένα και μόνο δάκρυ αρκεί για να διαλύσει μια αποικία μικροβίων. Στο δοκιμαστικό σωλήνα το εναιώρημα των μικροβίων γίνεται «διαυγές όπως το τζιν», γράφει ο Φλέμινγκ στο σημειωματάριό του. Και συνεχίζει: «Επί πέντε εβδομάδες τα δάκρυά μου και τα δάκρυα του δόκτορα Άλλισον υπήρξαν η πρώτη ύλη της πυρετώδους μας έρευνας. Και ποτέ άλλοτε οι μανάβηδες της γειτονιάς δεν πούλησαν τόσα κρεμμύδια όσα εκείνες τις ημέρες. Τα χρησιμοποιούσαμε για να δακρύζουμε στους δοκιμαστικούς σωλήνες».
Παρά την αδιαφορία του επιστημονικού του περιβάλλοντος και μερικά σαρκαστικά σχόλια, ο Φλέμινγκ δε χάνει το θάρρος του και συνεχίζει επίμονα να ζητάει να βρει την ουσία εκείνη που καταστρέφει τα παθογόνα μικρόβια, χωρίς να προσβάλλει τα κύτταρα του ασθενούς.
Κάνει πειράματα με διάφορους τύπους μυκήτων. Η μελέτη του μύκητα «penicillium notatum» (ενός μύκητα με έντονους αντιμικροβιακούς χαρακτήρες) του φαίνεται, από το 1917 ήδη, μια παρήγορη αρχή. Δεν είναι τοξικός για τα ζώα, και αυτό αποτελεί πρόοδο απέναντι στα έως τότε γνωστά αντισηπτικά. Παρ’ όλα αυτά, η μυστηριώδης ουσία που εκκρίνει αυτός ο μύκητας είναι εξαιρετικά ασταθής και χάνει τη δραστικότητά του μέσα σε λίγες ώρες. Ο Φλέμινγκ την αποκαλεί «πενικιλίνη» κι επιχειρεί μάταια, μαζί με τους συνεργάτες του, να την παράγει στο εργαστήριο.
Σχεδόν σε όλες τις επιστημονικές ανακαλύψεις, ένα μέρος της επιτυχίας οφείλεται στην έρευνα κι ένα άλλο στην τύχη.
Το 1928 η τύχη παρουσιάζεται ξανά στον Φλέμινγκ με τη μορφή της μούχλας: η θαυματουργική ουσία που ψάχνει εδώ και 15 χρόνια, μπαίνει μια μέρα στο γραφείο του από το ανοικτό παράθυρο. Ελαφριά και σιωπηλή πάει και κάθεται σ’ ένα τρυβλίο που περιείχε μια αποικία σταφυλόκοκκων. Πρόκειται για έναν πολύ κοινό μύκητα, που ποιος ξέρει από ήρθε.
Και στις 15 Σεπτεμβρίου έκανε τυχαία τη μεγάλη ανακάλυψη. Λίγο πριν καταστρέψει ένα δοκιμαστικό σωλήνα με την καλλιέργεια κάποιων βακτηριδίων, ο Φλέμινγκ σκύβει και παρατηρεί την καλλιέργεια και προσέχει έκπληκτος ότι γύρω από αυτόν τον μύκητα οι σταφυλόκοκκοι έχουν εξαφανιστεί: αντί να έχουν τη συνηθισμένη όψη αδιαφανών και κίτρινων μαζών έμοιαζαν τώρα με διαυγείς σταγόνες δροσιάς. Ένα είδος μπλε μούχλας είχε αναπτυχθεί, που φαινόταν να είναι σε θέση να σκοτώνει τους επιβλαβείς οργανισμούς. Μια σειρά πειραμάτων απέδειξε αργότερα τα συμπεράσματά του και οδήγησε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1929 ο Φλέμινγκ ανακοινώνει τα πρώτα αποτελέσματα της ανακάλυψής του: «Η πενικιλίνη σε δόσεις τεράστιες δεν είναι τοξική, ούτε ερεθιστική... μπορεί, είτε σε τοπική εφαρμογή είτε με ένεση, να αποτελέσει αποτελεσματικό αντισηπτικό κατά των μικροβίων».
Δυστυχώς, η ανακοίνωση αυτή συνάντησε πλήρη αδιαφορία και η έρευνά του έπρεπε να σταματήσει, καθώς δεν κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια ώσπου να πειραματιστούν στον άνθρωπο με το θαυμάσιο αυτό φάρμακο.
Το έργο του ολοκλήρωσαν άλλοι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μετά από πολλές προσπάθειες και δοκιμές, μια ομάδα χημικών και μικροβιολόγων της Οξφόρδης, με επικεφαλής τους Χάουαρντ Φλόρεϊ (Howard Walter Florey) (1898-1968) και Ερνστ Τσέιν (Ernst Boris Chain) (1906-1979), πέτυχε να απομονώσει ένα παρασκεύασμα πενικιλίνης που αποδείχθηκε εξαιρετικά δραστικό.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1941 κάποιος αστυφύλακας της Οξφόρδης, ο Albert Alexander, 43 ετών, είναι ετοιμοθάνατος από σηψαιμία. Η μοίρα του είχε κριθεί, όταν του κάνουν μερικές ενέσεις πενικιλίνης. Σε λιγότερο από 24 ώρες παρουσιάζει καταπληκτική βελτίωση.
Αλλά η ιστορία του πρώτου ασθενή του Φλέμινγκ τελειώνει πικρά. Η παρακαταθήκη της πενικιλίνης που διέθετε η επιστήμη ήταν ελάχιστη: διακόπτεται η θεραπεία, ο ασθενής αρχίζει να πηγαίνει πάλι άσχημα, και στις 19 Μαρτίου πεθαίνει.
Η δυσκολία εξαγωγής της πολύτιμης αντιμικροβιακής ουσίας από το μύκητα ήταν το πρώτο κεφάλαιο, ίσως το πιο δραματικό και περιπετειώδες, στην ιστορία της πενικιλίνης.
Ο θάνατος του αστυφύλακα ταράζει βαθιά τη συνείδηση των πρώτων ανθρώπων που εργάζονταν για το νέο φάρμακο. Αποφασίζουν λοιπόν να μην επιχειρήσουν θεραπεία μέχρις ότου να έχουν τη βεβαιότητα ότι διαθέτουν αρκετό απόθεμα πενικιλίνης.
Από το Μάρτιο ως τον Ιούνιο του 1941, άλλοι 8 ασθενείς (κυρίως παιδάκια, που τους έδιναν ελάχιστες δόσεις) αντιδρούν θετικά στη θεραπεία με την πενικιλίνη. Σύντομα γίνεται φανερό ότι αν η πενικιλίνη πρόκειται να κλείσει τα τμήματα λοιμωδών των νοσοκομείων, αν πρόκειται να σώζει τη ζωή εκατομμυρίων ατόμων, που αλλιώς θα ήταν καταδικασμένα, πρέπει να παράγεται σε ποσότητες πολύ μεγάλες. Σε δύο περίπου χρόνια έχουν παραχθεί 4 εκατομμύρια μονάδες, όσες δηλαδή χρησιμοποιούνται σήμερα για τη θεραπεία ενός απλού πονόλαιμου. Η φαρμακοβιομηχανία της Αγγλίας που ήταν καταφορτωμένη από την πολεμική εργασία και συναντούσε δυσκολίες ανυπέρβλητες από την ανεπάρκεια εξοπλισμού, δεν ήταν σε θέση να παράγει πενικιλίνη σε μεγάλη κλίμακα. Μόνη ελπίδα απέμενε η Αμερική.
Τον Ιούλιο του 1941 η ομάδα των ερευνητών της Οξφόρδης συνεχίζει τις έρευνές της στα εργαστήρια της Peoria (Ιλινόις). Οι Αμερικανοί επιστήμονες βρίσκουν τον τρόπο να αυξηθεί κατά 20 φορές η απόδοση του αρχικού αντιβιοτικού στελέχους και αρχίζουν μια σειρά λεπτομερών ερευνών σε ευρύτατη κλίμακα πάνω στους μύκητες, οπότε οι αμερικανικές φαρμακοβιομηχανίες άρχισαν τη μαζική παραγωγή πενικιλίνης.
Στις 27 Αυγούστου 1942 οι «Times», στο κύριο άρθρο τους, κάνουν για πρώτη φορά νύξη για την πενικιλίνη, αλλά δεν αναφέρουν το όνομα του Φλέμινγκ.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο σερ Άλμορθ Ράιτ επισημαίνει με γράμμα του αυτή την ακατανόητη παράλειψη. Πρόκειται για τον ίδιο Ράιτ που ποτέ δεν είχε κρύψει το σκεπτικισμό του απέναντι στις μελέτες του μαθητή του.
Το 1943 τα αμερικανικά εργαστήρια άρχισαν να παράγουν πενικιλίνη σε αξιόλογες ποσότητες. Το νέο φάρμακο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώτα στα στρατιωτικά νοσοκομεία, για την αντιμετώπιση πολλών μολύνσεων. Σιγά-σιγά το νέο φάρμακο άρχισε να φθάνει λαθραία και στα πολιτικά νοσοκομεία. Στο τέλος ήρθε η δόξα για τον Φλέμινγκ και τους συνεργάτες του. Ο Σκωτσέζος επιστήμονας εκλέγεται, το 1943, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας της Αγγλίας. Τον Ιούνιο του 1944 ο βασιλιάς του απονέμει τον τίτλο του «σερ».
Στις 25 Οκτωβρίου 1945, όταν είχε κιόλας αρχίσει η πενικιλίνη να ανακουφίζει τις αναρίθμητες πληγές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ απονέμει το βραβείο της Ιατρικής στον σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, τον σερ Χάουαρντ Φλόρεϊ και τον καθηγητή Τσέιν. Όταν ο Φλέμινγκ βραβεύτηκε το 1945 με το Νόμπελ Ιατρικής δήλωσε ταπεινά: «Η φύση δημιούργησε την πενικιλίνη. Εγώ απλώς τη βρήκα». Στην πραγματικότητα, η ανακάλυψή του έφερε τα πάνω κάτω στη σύγχρονη ιατρική, αφού άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία πολλών αντιβιοτικών και την αντιμετώπιση δεκάδων ασθενειών.Όταν, στις 11 Μαρτίου του 1955, ο σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ πέθανε, από καρδιακή προσβολή, είχε σώσει περισσότερες ζωές από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη Γη.
[1] Η λυσοζύμη είναι ένα ένζυμο που έχει λυτικές ιδιότητες, είναι δηλαδή ικανό να καταστρέφει ορισμένα μικρόβια παθογόνα και μη. Βρίσκεται στον ορό του αίματος και σε άλλα οργανικά υγρά, ιδιαίτερα στα δάκρυα και στο σάλιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου