26/12/08

Το πρόβλημα της γένεσης της ζωής [44]

«Όταν ήμουν λοιπόν νέος, Κέβη, ένοιωθα μια βαθειά επιθυμία να αποκτήσω τη σοφία εκείνη που, όπως ξέρουμε, την ονομάζουμε ιστορία της φύσης. Γιατί τη θεωρούσα λαμπρή τη γνώση αυτή, αφού έτσι γνωρίζει κανείς τις αιτίες κάθε πράγματος, δηλαδή γιατί γεννιέται, γιατί χάνεται και γιατί υπάρχει κάθε πράγμα. Κι όχι σπάνια αναστάτωνα τον εαυτό μου εξετάζοντας τα παρακάτω ζητήματα: τάχα το θερμό και το ψυχρό, όπως υποστηρίχθηκε, είναι εκείνα που όταν επιδράσουν επάνω σε σάπια ύλη, δημιουργούν ευνοϊκούς όρους για τη γέννηση και ανάπτυξη των ζώων;»
Τα λόγια αυτά βάζει ο Πλάτωνας στο στόμα του Σωκράτη, καθώς περίμενε στη φυλακή να του φέρουν το ποτήρι με το κώνειο. Τα λόγια του μεγάλου σοφού εκφράζουν τις απόψεις του διδασκάλου του, Αρχελάου (5ος αιώνας π.Χ.), που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι η ζωή παράγεται από την επίδραση του ψυχρού και του θερμού επάνω στην οργανική ύλη που αποσυντίθεται.
Ανάλογες απόψεις εξέφραζε ένας άλλος μεγάλος, ο Δημόκριτος, όπως μαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.): «Η γη, όλο λάσπη και εξαιρετικά μαλακή... σε μια πρώτη φάση στερεοποιήθηκε υπό την επίδραση της θερμότητας του ηλίου. Ύστερα, με το να έχουν προκληθεί επάνω στην επιφάνειά της ζυμωτικές επεξεργασίες υπό την επίδραση της θερμότητας, άρχισαν να σχηματίζονται εδώ κι εκεί φυσαλίδες υγρασίας, γύρω από τις οποίες προκλήθηκαν σήψεις, μέσα σε λεπτές μεμβράνες, όπως και σήμερα ακόμα μπορούμε να δούμε να παρουσιάζονται στα τέλματα και σε ελώδη μέρη, όταν σε μια πρώτη φάση η ζώνη αυτή ψύχεται και μετά ξαναθερμαίνεται απρόοπτα και λίγο-λίγο. Και μια και τα υγρά αυτά μόρια, με την επίδραση, όπως είπαμε, της θερμότητας, παρήγαγαν έμβρυα, η νυχτερινή ομίχλη, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα, τα έτρεφε, ενώ η θερμότητα του ηλίου τα δυνάμωνε. Στο τέλος, όταν σιγά-σιγά τα έμβρυα αυτά είχαν φτάσει στο τέρμα της ανάπτυξής τους, οι μεμβράνες σχίζονταν και έβγαιναν στο φως τα διάφορα είδη ζώων. Τα πιο θερμά από αυτά υψώνονταν στον αέρα και γίνονταν πουλιά. Εκείνα πάλι που αποτελούνταν κυρίως από λάσπη, κατέληγαν στην τάξη των ερπετών και των άλλων επίγειων ειδών, ενώ εκείνα που τους έλαχε μια φύση ιδιαίτερα υγρή, έσπευδαν προς το στοιχείο που ήταν σύμφωνο με τη φύση τους και ονομάστηκαν ψάρια».
Ο Δημόκριτος μάλιστα είχε προχωρήσει περισσότερο, επιχειρώντας να εξηγήσει και την αναπαραγωγή που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή για την καταγωγή της ζωής: με το να στερεοποιηθεί η γη σε μεγάλο βαθμό, δεν ήταν πια σε θέση να παράγει ζώα μεγάλων διαστάσεων, οπότε αυτά άρχισαν να αναπαράγονται ζευγαρώνοντας. Η άποψη αυτή επιτρέπει την υποψία ότι ο Δημόκριτος δεν απέκλειε την παραγωγή μικρών ζώων κατευθείαν από τη γη, υπό την επίδραση του ψυχρού και του θερμού.
Η ίδια θεωρία εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή από τους επιστήμονες και τους καλλιεργημένους ανθρώπους του Μεσαίωνα, της περιόδου του Ουμανισμού και της Αναγέννησης. Και διερωτάται κανείς πώς ήταν δυνατόν η θεωρία του Δημόκριτου να καλύψει τόσο μεγάλες χρονικές αποστάσεις, επικρατώντας μέχρι τους νεώτερους χρόνους, όταν στον 1ο ακόμα αιώνα π.Χ. ήταν τόσο λίγα γνωστά για τον μεγάλο σοφό. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αν η θεωρία του Δημόκριτου για την αυτόματη γένεση, που υποστήριζε όπως είδαμε και ο διδάσκαλος του Σωκράτη, Αρχέλαος, επεβίωσε δια μέσου των αιώνων, αυτό οφείλεται στη συστηματοποίηση που της έκανε ένας άλλος μεγάλος σοφός, ο Αριστοτέλης. Η μεγάλη αυτή διάνοια, που αποτύπωσε τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας της για σειρά αιώνων στην ανθρώπινη σκέψη, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα προβλήματα των φυσικών επιστημών.
Στον Αριστοτέλη οφείλεται το πρώτο σύστημα ταξινόμησης των ζώων με βάση δύο κριτήρια: ομοιότητες ανάμεσα σε βασικά ανατομικά γνωρίσματα και ομοιότητες στον τρόπο της ανάπτυξής τους. Ιδιαίτερη στροφή της οξείας αριστοτελικής παρατήρησης προς τα προβλήματα της ανάπτυξης του ζωικού οργανισμού, πρέπει ίσως να αποδοθεί στο γεγονός ότι θεωρούσε την ανάπτυξη ως βασικό διαφορικό γνώρισμα μεταξύ οργανικού και ανόργανου κόσμου.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει 4 τύπους γένεσης. Ο ένας είναι εκείνος που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, που, όπως είδαμε, ο Δημόκριτος θεωρούσε τέχνασμα της φύσης, από τη στιγμή που η γη δεν μπορούσε πια να παράγει αυτομάτως μεγάλα ζώα, άποψη στην οποία δεν προσχωρεί ο Αριστοτέλης. Οι άλλοι τρεις τύποι είναι: η γένεση χωρίς ζευγάρωμα, η γένεση με βλάστηση και η αυτόματη γένεση.
Διαιρώντας τα ζώα σε δύο μεγάλες συνομοταξίες, σε έναιμα (εκείνα που έχουν αίμα) και άναιμα (εκείνα που δεν έχουν αίμα), υποστήριζε ότι τα κατώτερα ζώα και των δυο ομάδων, δηλαδή τα έντομα της πρώτης και τα μαλακόστρακα της δεύτερης (στα οποία περιλάμβανε και ζώα όπως οι αχινοί και τα κοιλεντερωτά, που σήμερα ταξινομούνται αλλού), αναπαράγονται με την αυτόματη γένεση. Τον τρόπο αυτόν της γένεσης θεωρούσε ο Αριστοτέλης, όπως και ο μαθητής του Θεόφραστος, τυπικό για ορισμένα είδη φυτών. Έτσι η θεωρία της αυτόματης γένεσης του Δημοκρίτου περνά στους κατοπινούς αιώνες μέχρι την Αναγέννηση, με τη μορφή που της έδωσε ο Αριστοτέλης. Σε τι όμως συνίστανται οι τροποποιήσεις που της επέφερε;
Πρώτα απ’ όλα, το θερμό στοιχείο, που επιδρώντας επάνω στη γη και στο νερό, προκαλεί τη γένεση των όντων, δεν είναι πια η θερμότητα του ηλίου. Είναι μια θερμότητα ψυχική, που σε συνδυασμό με το ζωτικό πνεύμα που γεμίζει το σύμπαν ολόκληρο, γεννά από την λάσπη μια φυσαλίδα οργανικής ύλης, έμβρυο ενός μελλοντικού ζώου.
Δεύτερον, κατά τον Αριστοτέλη, άλλη είναι η αυτόματη γένεση από τη λάσπη και άλλη εκείνη που γίνεται από μια εστία σήψης, αντίθετα προς την άποψη του Δημόκριτου, σύμφωνα με την οποία η σήψη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση του σχηματισμού του εμβρυικού κυστιδίου.
Τρίτον, ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει, κυρίως στα έντομα, ότι όχι μόνο ζευγαρώνουν, αλλά παράγουν και σκουλήκια (τις νύμφες), που τα θεωρούσε τέλεια ζώα. Έτσι, κατά την άποψή του θα έπρεπε η αυτόματη γένεση, που και ο Ηρόδοτος είχε παρατηρήσει στις συλλογές του νερού που έμεναν όταν ο Νείλος τραβιόταν (είχε δει να γεννιόνται γυρίνοι που τους νόμιζε για ψάρια), να συμβιβάζεται με τη γέννηση νυμφών ύστερα από το ζευγάρωμα εντόμων. Και πράγματι, ο Αριστοτέλης έδινε εδώ μια ευφυή λύση: η γένεση με το ζευγάρωμα γίνεται μόνο μια φορά, τα δε όντα που προέρχονται από αυτήν είναι ανίκανα να αναπαραχθούν και συνεπώς κλείνουν τον αναπαραγωγικό κύκλο. Και δεν έπεφτε έξω, μιας και οι νύμφες των εντόμων, επειδή δεν είναι τέλεια ζώα, κάτι που αγνοούσε ο Αριστοτέλης, δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Και κατέληγε ότι τα μεν ζώα που προέρχονταν από αυτόματη γένεση, ήταν σε θέση να αναπαραχθούν ζευγαρώνοντας, ενώ τα προϊόντα του ζευγαρώματος αυτού ήταν ανίκανα για αναπαραγωγή και θα εξαφανίζονταν από τη γη, αν η ανεξάντλητη πηγή ζωής δεν τα αντικαθιστούσε με άλλα, γόνιμα.
Αυτόματη γένεση στα ανώτερα ζώα, ο Αριστοτέλης παραδέχεται στην περίπτωση ενός και μόνο ζώου: του χελιού. Που οι λεπτομέρειες της αναπαραγωγής του δεν είναι ούτε στη δική μας εποχή ξεκαθαρισμένες. Πρόκειται για πρόβλημα της γενικής βιολογίας ελκυστικό, αλλά και δυσεπίλυτο. Εμπρός στο αδιέξοδο που αντιμετώπιζε, ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αυτόματη γένεση του χελιού, μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα ανώτερα ζώα.

ΜΕΓΑΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Πώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι μια τόσο μεγαλοφυής διάνοια, όπως ο Αριστοτέλης, παραδέχεται μια αρχή τόσο ακατανόητη, όπως η αυτόματη γένεση;
Πρώτον, οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη είναι αποτέλεσμα νοητικής επεξεργασίας κι όχι πειραματικής ανάλυσης. Βέβαια, το πείραμα δεν του ήταν κάτι το τελείως ξένο. Θέλοντας π.χ. να εκτιμήσει το βάρος του αέρα, πήρε την κύστη ενός ζώου, τη φούσκωσε, τη ζύγισε, την ξεφούσκωσε και την ξαναζύγισε. Με τα χονδροειδή μέσα της εποχής του, όμως, δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει διαφορά βάρους ανάμεσα στην κενή και τη γεμάτη κύστη, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην πλάνη ότι ο αέρας δεν έχει βάρος. Βέβαια το σφάλμα της πειραματικής διάταξης είναι εδώ προφανές για τον καθένα. Αλλά το σπουδαιότερο είναι η έλλειψη επιστημονικής πειραματικής αντίληψης, έτσι που και ορθότερα αν ήταν οργανωμένο το πείραμα, αυτό δεν θα σήμαινε πολλά πράγματα: ο λογισμός του Αριστοτέλη ήταν παραγωγικός και όχι επαγωγικός. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Γαλιλαίος, είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης παρατηρούσε τη φύση και επάνω στις παρατηρήσεις του οικοδομούσε τις καθολικές του προτάσεις. Παρατήρηση, όμως, δε σημαίνει και πείραμα, ώστε αν και ο Αριστοτέλης παρατηρούσε, παρόλα αυτά οι ερμηνείες του ήταν παραγωγικές.
Δεύτερον, στη διατύπωση αντιλήψεων, όπως εκείνης της αυτόματης γένεσης, οδηγούσε αναπόφευκτα η έλλειψη ορισμένων τεχνικών προϋποθέσεων, όπως η οπτική μεγέθυνση. Το γεγονός αυτό απέκλειε κάθε παρατήρηση της λεπτής κατασκευής των ζωικών οργανισμών και μάλιστα των μικρότερων από αυτούς, όπως είναι τα έντομα και τη μελέτη λεπτότατων οργάνων, όπως τα όργανα της αναπαραγωγής.
Αλλά και η ύπαρξη τεχνικών τελειοποιήσεων θα μπορούσε να αποβεί αποδοτική μόνο υπό τον όρο της ύπαρξης της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή του πειραματικού πνεύματος. Και να η απόδειξη: Οι μεγεθυντικές ιδιότητες τεμαχίων κρυστάλλων δεν ήταν καθόλου άγνωστες στους αρχαίους, που τις είχαν παρατηρήσει συμπτωματικά σε τεμάχια κρυσταλλικού υλικού που το σχήμα τους πλησίαζε το σχήμα του φακού. Κανείς όμως από τους σοφούς της αρχαιότητας δεν σκέφτηκε να καταφύγει στις ιδιότητες των υποτυπωδών έστω αυτών φακών, για λόγους επιστημονικής έρευνας.
Ο συνδυασμός του πειραματικού τρόπου του σκέπτεσθαι με το τεχνικό μέσο της οπτικής μεγέθυνσης πραγματοποιείται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα: τότε και η θεωρία της αυτόματης γένεσης δέχεται τα πρώτα σφοδρά πλήγματα, για να καταρρεύσει οριστικά τους δύο επόμενους αιώνες που ακολουθήσουν.
Εκείνο που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει στον Αριστοτέλη, είναι η παρατήρηση της φύσης. Βασιζόμενος στο δεδομένο αυτό ο Γαλιλαίος έγραψε στο βιβλίο του «Διάλογοι περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «...στον αιώνα μας έχουμε γεγονότα και παρατηρήσεις νέα και τέτοια που δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι αν ο Αριστοτέλης ήταν στην εποχή μας θα άλλαζε γνώμη». Τη διαφορά του Αριστοτέλη και των επιστημόνων της νέας εποχής, αναπτύσσει ο Γαλιλαίος στη συνέχεια της περικοπής που μόλις παραθέσαμε: «Αυτό (ότι δηλαδή ο Αριστοτέλης θα άλλαζε γνώμη) συνάγεται καθαρά από τον ίδιο τον τρόπο της φιλοσοφίας του: γιατί ενώ γράφει πως θεωρεί αναλλοίωτους τους ουρανούς, γιατί τίποτε καινούργιο δεν φάνηκε να γεννιέται ή να διαλύεται από την αρχαιότητα, αφήνει σιωπηλά να εννοηθεί, ότι αν είχε δει ένα τέτοιο γεγονός, θα είχε πιστέψει το αντίθετο και θα είχε προτιμήσει, όπως αρμόζει, την εμπειρία από το λόγο (τα συμπεράσματα της πείρας από τον αφηρημένο συλλογισμό), γιατί αν δεν ήθελε να συμφωνήσει με τις αισθήσεις, τουλάχιστον δεν είχε υποστηρίξει το αμετάβλητο, έστω κι αν δεν έβλεπε οποιαδήποτε αισθητή μεταβολή» (κεφ.Ζ,75).
Η αντιπαράθεση της εμπειρίας με τη νοητική διεργασία δε σημαίνει, όπως υπογραμμίζεται, ότι ο Γαλιλαίος αποδίδει στον Αριστοτέλη έναν ευτελή εμπειρισμό. Αποδεικνύει μάλλον ότι για την οικοδόμηση της επιστήμης απαιτείται ενότητα αίσθησης και νόησης, εμπειρίας και νοητικής διεργασίας, έτσι που να μη καταντά η επιστήμη αφηρημένη σύνθεση, έξω από τις βάσεις της πραγματικότητας.
Αυτά έλεγε και υποστήριζε ο Γαλιλαίος για να ξεκαθαρίσει, φυσικά, τη δική του θέση απέναντι στον Αριστοτέλη και τους αριστοτελικούς και να εντοπίσει το αντικείμενο της πολεμικής του, που δεν ήταν ακριβώς ο Αριστοτέλης, αλλά οι αριστοτελικοί. Ένα απόσπασμα και πάλι από τους διαλόγους του είναι αρκετά ενδεικτικό των προθέσεών του: «Ούτε... λέω ότι δεν πρέπει να ακούμε τον Αριστοτέλη, μάλιστα δε συνιστώ να τον μελετάμε με επιμέλεια. Κατακρίνω μόνο το να γίνεται κανείς θύμα του έτσι, που να προσυπογράφει στα τυφλά κάθε του λόγο και χωρίς να αναζητάει άλλες εξηγήσεις να τον θεωρεί θέσφατο και απαραβίαστο. Αυτό αποτελεί κατάχρηση που προέρχεται κατ’ ευθείαν από μια άλλη υπερβολική αταξία, από το ότι δεν προσπαθούν πια να καταλάβουν τη δύναμη των αποδείξεών του. Και δεν είναι τίποτα πιο άσχημο από το να ακούς σε δημόσιες συζητήσεις και ενώ πρόκειται για συμπεράσματα που μπορούν να αποδειχθούν, να πετιέται κάποιος στη μέση με ένα κείμενο, πολύ συχνά γραμμένο με εντελώς άλλο σκοπό και να κλείνει με αυτό το στόμα του αντιπάλου του;» (κεφ.Ζ,139).
Αυτοί που ενεργούσαν έτσι ήταν οι αριστοτελικοί, σε αντιπαράθεση προς το σοφό, του οποίου παρουσιάζονταν οπαδοί και αυθεντικοί ερμηνευτές. Αλλά το σφάλμα τους ήταν ασυγχώρητο, ενώ τα σφάλματα του διδασκάλου δικαιολογημένα από τη στενότητα των παρατηρήσεων που ήταν δυνατές στην εποχή του.

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ
Πάντως, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στους νέους επιστήμονες διαπιστώνεται μια αγεφύρωτη διαφορά, που ο Γαλιλαίος δεν τονίζει όσο πρέπει. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία που προσφέρει η απλή παρατήρηση της φύσης και στα αποτελέσματα που προσφέρει ο έλεγχος της εμπειρίας με το πείραμα. Η πρώτη ήταν η βάση του αριστοτελικού οικοδομήματος. Ο δεύτερος, η μεγάλη καινοτομία του 17ου αιώνα, που δε ξεπέρασε απλά τα όρια του σεβασμού προς την παράδοση, αλλά και τα όρια της εμπειρίας με τον πραγματικό έλεγχο. Ένα παράδειγμα θα βοηθήσει καλύτερα την κατανόηση της διαφοράς: η περίδεση του βραχίονα που έγινε πρώτα από τον Φαμπρίτσιο και μετά από τον Χάρβεϊ, έχει τελείως διαφορετικό νόημα για τον πρώτο ερευνητή από ό,τι έχει για τον δεύτερο. Για τον Φαμπρίτσιο, η διόγκωση των φλεβών που παρατηρείται ύστερα από την περίδεση του βραχίονα δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ενός γεγονότος που αποκαλύπτει η εμπειρία, ότι δηλαδή οι φλέβες διογκώνονται αντίστοιχα με τις βαλβίδες τους. Για τον Χάρβεϊ δεν είναι πραγματικό πείραμα, γιατί δεν αποτελεί πειραματική αναπαραγωγή και επιβεβαίωση μιας υπόθεσης, που με τον τρόπο αυτό αποκτά το κύρος επιστημονικού νόμου. Αυτό όμως ισχύει για το πείραμα του Βαν Χέλμοντ, σχετικά με την ανάπτυξη των φυτών, με το οποίο μια υπόθεση του επιστήμονα αυτού φάνηκε να επιβεβαιώνεται και να μετατρέπεται σε επιστημονική αλήθεια. Κι αυτό, άσχετα από το γεγονός ότι το πείραμα δεν πραγματοποιήθηκε κατά τον ορθό τρόπο και οδήγησε τον πειραματιστή σε εσφαλμένα, εν μέρει, συμπεράσματα. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη με την οποία ο Γκλίσσον το 1677 ζήτησε να ελέγξει τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο όγκος ενός μυός που βρίσκεται σε συστολή είναι αυξημένος. Έκλεισε λοιπόν τον μυώδη βραχίονα ενός ανδρός μέσα σε ένα σωλήνα γεμάτο νερό, τελείως κλειστό από τα δυο του άκρα, που συνδεόταν με ένα σωλήνα μικρότερης διαμέτρου. Αν ο όγκος του μυός μεταβαλλόταν με τη συστολή, θα έπρεπε το επίπεδο του νερού στο μικρότερο σωλήνα να μετακινηθεί. Με τον τρόπο αυτόν ο Γλίσσον διαπίστωσε ότι ο όγκος ενός μυός δεν αυξάνεται κατά τη συστολή του, μάλιστα δε, όπως παρατήρησε (εσφαλμένα βέβαια) έπρεπε να ελαττώνεται. Και το μεν σφάλμα οφειλόταν προφανώς στην ατέλεια της πειραματικής διάταξης. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει την ενέργεια του Γκλίσσον, όπως και του Βαν Χέλμοντ, είναι το πνεύμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε: η προσφυγή σ’ ένα τεχνητό μέσο για να αποκαλυφθούν τα μυστικά του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η εμπειρία λοιπόν είναι η βάση της επιστήμης, όχι όμως μόνο σαν απλή παρατήρηση, αλλά και σαν αποτέλεσμα, που προκύπτει από τη δημιουργία συνδυασμών καταστάσεων που αποσαφηνίζουν τα δεδομένα της παρατήρησης και επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις, στη διατύπωση των οποίων εκείνη συνέβαλε.
Ο Αριστοτέλης δεν είχε φτάσει στο σημείο αυτό. Πολύ περισσότερο δεν ήσαν σε θέση να φτάσουν οι αριστοτελικοί. Φυσικά, όπως ήδη σημειώσαμε για την αναζήτηση του βάρους του αέρα, το πείραμα δεν ήταν άγνωστο για το μεγάλο σοφό. Ποτέ όμως δε διανοήθηκε να το αναγάγει σε μέθοδο. Αυτό ήταν έργο του 17ου αιώνα. Μια δεσπόζουσα φυσιογνωμία του, ο Φράνσις Μπέηκον (Φραγκίσκος Βάκων), οφείλει και το θάνατό του, σύμφωνα με την παράδοση, στο πάθος του πειραματισμού. Ταξίδευε, όπως λένε οι παλαιοί βιογράφοι του, προς το Λονδίνο, τον βαρύ και ατέλειωτο χειμώνα του 1626. Κάποια στιγμή κατέβηκε από την κλειστή του άμαξα για να εκτελέσει ένα πείραμα: ήθελε να διαπιστώσει αν μια κότα, που θα είχε παγώσει, θα διατηρείτο αναλλοίωτη ή θα υφίστατο κι αυτή τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Κατέβηκε λοιπόν στα χιόνια και κυνηγώντας την κότα για να την ετοιμάσει σύμφωνα με τους όρους του πειράματος που ετοίμαζε, άρπαξε ένα φοβερό κρυολόγημα και πέθανε από πνευμονία. Τέτοιες διηγήσεις, και αν ακόμα δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένες ιστορικά, παρακίνησαν ανθρώπους, όπως ο ντε Σάνκτις, να δουν στο πρόσωπο των πρωτοπόρων αυτών τους μάρτυρες και αγίους της νέας επιστήμης!

ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΡΕΝΤΙ
Ένα τέκνο της εποχής αυτής, που συνέλαβε απόλυτα τη δύναμη του πειράματος και το χρησιμοποίησε στην έρευνα της γένεσης της ζωής, ήταν ο Φραντσέσκο Ρέντι. Η ζωή του (γεννήθηκε το 1626 στο Αρέστο της Τοσκάνης) άρχισε με την απόκτηση πλούσιων εμπειριών από σπουδές και ταξίδια. Ύστερα από τη σπουδή της γραμματικής και ρητορικής, που εξακολουθούσε να αποτελεί την προϋπόθεση για σοβαρότερες ιατρικές σπουδές και την απόκτηση του πτυχίου του ιατρού και φιλοσόφου, πήρε και τον διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο της Πίζας, σε ηλικία 21 ετών. Στα ταξίδια του περιέλαβε όλη την ιταλική χερσόνησο, τη Ρώμη, τη Νάπολι, τη Μπολόνια, τη Βενετία και την Πάδοβα. Καρπός των ταξιδιών αυτών υπήρξε μια βιβλιοθήκη θαυμάσια, όχι μόνο για τις σπάνιες εκδόσεις που περιλάμβανε, αλλά και γιατί αντικατοπτρίζει την πολυμορφία των ενδιαφερόντων και τον πλούτο των χαρισμάτων του. Φιλόλογος δεινός κι αναδιφητής των παλαιών κειμένων, πρόδρομος της μυθιστοριογραφίας, ποιητής λεπτός και καλλιεργημένος, ακαδημαϊκός και αρχίατρος των δουκών της Τοσκάνης, εγκαθίσταται από το 1653 οριστικά στη Φλωρεντία κι εκεί αφοσιώνεται στις πολύπλευρες μελέτες του.
Παρακάμπτομε τα φιλολογικά του επιτεύγματα, που δεν είναι μικρή η σημασία τους στο πλαίσιο της ιταλικής γραμματείας, για να δούμε για λίγο τις «εμπειρίες που απέκτησε από τη φύση», μελετώντας κάτω από την προστασία των δουκών της Τοσκάνης και ιδίως του Φερδινάνδου Β'.
Παρά την απασχόλησή του με καθήκοντα κατώτερα από την αξία του και με τα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι σπατάλες των αδελφών του, δεν έπαυε στιγμή να ασχολείται με τα προβλήματα των «φυσικών εμπειριών» που τον απασχολούσαν. Δύο απ’ αυτά τον απασχόλησαν πιο πολύ: το θέμα του δηλητηρίου της οχιάς και το πρόβλημα της αυτόματης γένεσης. Παράλληλα με τις δύο αυτές ενασχολήσεις του, έρχονται και άλλες σε πιο δεύτερο επίπεδο. Τον απασχόλησαν τα φυτικής προέλευσης φάρμακα των Ινδιών, προβλήματα που σχετίζονται με την ύπαρξη ελών, η ανακάλυψη διόπτρων, τα παράσιτα κλπ.
Τις πιο ενδιαφέρουσες, πάντως, σελίδες του έχει αφιερώσει στην αυτόματη γένεση, που παρά τα όσα επαναστατικά είχαν μεσολαβήσει στην επιστήμη, μεταξύ του 15ου και του 17ου αιώνα, εξακολουθούσε να γίνεται δεκτή με τη μορφή που την είχε μεταβιβάσει στους κατοπινούς αιώνες ο Μεσαίωνας. Στις σελίδες αυτές του Ρέντι σμίγουν το εκλεπτυσμένο του ύφος με συλλήψεις άξιες μιας μεγαλοφυΐας.
Στο βιβλίο του «Εμπειρίες», που δημοσιεύτηκε στη Φλωρεντία το 1668, ο Ρέντι μας δίνει την εικόνα της κατάστασης των γνώσεων για τη γένεση της ζωής, που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας της εποχής του. «Σύμφωνα με όσα σας είπα», γράφει ο Ρέντι, «και με εκείνα που λένε οι παλαιοί και οι νέοι συγγραφείς και η κοινή γνώμη, κάθε σήψη πτώματος βρίσκεται σε αποσύνθεση και κάθε ακαθαρσία από οποιοδήποτε άλλο αποσυντιθέμενο πράγμα γεννάει τα σκουλήκια και τα τρέφει».
Προφανώς, το επίπεδο των γνώσεων έχει σταματήσει στον Αριστοτέλη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο Μπαγγελάρντο (15ος αιώνας) στην πραγματεία του «Περί των ασθενειών των νηπίων» υποστηρίζει την προέλευση των σκουληκιών του εντέρου από τη σήψη ειδικών χυμών που υπάρχουν μέσα στον εντερικό σωλήνα των παιδιών.

Η ΝΕΑ ΜΕΘΟΔΟΣ
Ο Ρέντι όμως ανοίγει τις «Παρατηρήσεις γύρω από τις έχιδνες» (Φλωρεντία, 1664) με τα εξής λόγια: «Κάθε μέρα πείθομαι και πιο πολύ για την ορθότητα της πρόθεσής μου να μη θέλω να δίνω πίστη στα φυσικά πράγματα, εκτός από εκείνα που βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια και αν δεν έλθει να μου τα επιβεβαιώσει και να μου τα επαναβεβαιώσει η εμπειρία. Γιατί καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ, πόσο πολύ δύσκολο είναι να ανιχνεύεις την αλήθεια που συχνά στηρίζεται στο ψέμα...». Και συνεχίζει: «Με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ώστε αν ένας από τους αρχαίους σοφούς ανέφερε για αληθινή στα έργα του κάποια διήγηση, το μεγαλύτερο μέρος των μεταγενέστερων τον πίστευαν στα τυφλά, χωρίς άλλη έρευνα και την ξανάγραφαν βασισμένοι στην καλή πίστη του πρώτου που την έγραψε. Έτσι μιλούσαν σαν... παπαγάλοι και το μεγάλο πλήθος των εύπιστων και άπειρων λογίων έγραφε και διάβαζε και πίστευε ψεύδη πολύ επίσημα, που προκαλούν ναυτία».
Στις λίγες αυτές γραμμές συμπυκνώνονται οι αντιλήψεις του Ρέντι: εμπειρία που επαναλαμβάνεται, όχι δηλαδή απλή παρατήρηση, αλλά και πειραματισμός, που επιβεβαιώνει τα πορίσματα της παρατήρησης και απόλυτη ανεξαρτησία από την παράδοση, έλεγχος και σε αρνητική του έκβαση, απόρριψη της.

ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΤΙ
Με τέτοιες αντιλήψεις άρχισε ο Ρέντι την πρώτη του σειρά των πειραμάτων του: «... θέλοντας να ανιχνεύσω την αλήθεια (ότι δηλαδή από τις επεξεργασίες της αποσύνθεσης παράγονται ζωντανά πλάσματα), έβαλα στις αρχές του Ιουνίου να σκοτώσουν τρία από εκείνα τα φίδια, που τα λέμε του Ασκληπιού. Αμέσως μετά το θάνατό τους, τα τοποθέτησα σ’ ένα ανοικτό κουτί για να αποσυντεθούν εκεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός, που τα είδα σκεπασμένα με σκουλήκια, που είχαν σχήμα κέρατος και καθόλου πόδια και όσο τουλάχιστον φαινόταν στο μάτι καταγίνονταν στο να καταβροχθίσουν τις σάρκες κερδίζοντας συγχρόνως σε διαστάσεις».
Τα σκουλήκια, που δεν ήταν τίποτε άλλο από νύμφες εντόμων, αφού κατανάλωσαν το κρέας, «έφυγαν από μια μικρή οπή του κουτιού το οποίο είχα κλείσει... χωρίς να μπορέσω ποτέ να ξαναβρώ το μέρος που είχαν καταφύγει».
Παρακινημένος από το πείραμα αυτό, αρχίζει ο Ρέντι ένα νέο στις 11 Ιουνίου, βάζοντας «σε ενέργεια τρία άλλα από τα ίδια φίδια, αφού πέρασαν τρεις μέρες, είδε επάνω τους σκουλήκια, που από ώρα σε ώρα αυξάνονταν σε αριθμό και μέγεθος, αλλά ενώ είχαν όλα το ίδιο σχήμα δεν είχαν το ίδιο χρώμα». Τα σκουλήκια αυτά «αφού έφαγαν εκείνες τις σάρκες, ζητούσαν με αγωνία να βρουν κάποιο δρόμο για να μπορέσουν να φύγουν. Έχοντας όμως κλείσει πολύ καλά όλες τις χαραμάδες, παρατήρησα ότι στις 19 του ίδιου μήνα, μερικά από τα μεγάλα και τα μικρά σκουλήκια άρχισαν, σαν να αποκοιμούνται, να μένουν ακίνητα και στη συνέχεια να κουλουριάζονται παίρνοντας χωρίς να το αντιληφθεί κανείς σχήμα που έμοιαζε με αυγό, με χρώμα λευκό στην αρχή, χρυσοκίτρινο μετά, που σιγά-σιγά έγινε κοκκινωπό και τέτοιο έμεινε σε μερικά αυγά. Σε άλλα, το χρώμα ήταν διαφορετικό, δηλαδή έκλινε προς το μαύρο, αλλά τόσο τα κόκκινα, όσο και τα μαύρα γίνονταν πολύ σύντομα σκληρά σαν αληθινά όστρακα».
Η περιέργεια του Ρέντι μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ. Παρατηρώντας πιο προσεχτικά διαπίστωσε διαφορές όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στο σχήμα. Και συνεχίζει: «Γιατί, αν και φαίνονταν πως όλα αδιακρίτως αποτελούνταν από δακτυλίους συνδεδεμένους μεταξύ τους, παρόλα αυτά οι δακτύλιοι αυτοί ήταν πιο έκτυποι και πιο εμφανείς στα μαύρα παρά στα κόκκινα, που με την πρώτη ματιά έμοιαζαν σχεδόν λεία και στο ένα τους άκρο δεν είχαν, όπως τα μαύρα, κάποια μικρή κοιλότητα, που δε διέφερε πολύ από την κοιλότητα που μένει στα λεμόνια ή τα άλλα φρούτα, όταν κόβονται από το μίσχο».
Χώρισε τότε τα αυγά σύμφωνα με το χρώμα τους, τοποθετώντας τα σε διαφορετικά γυάλινα αγγεία και να: «Στις 8 ημέρες, έβγαινε από κάθε κοκκινωπό αυγό, σπάζοντας το κέλυφος, μια μύγα σταχτιά, θαμπή, ζαλισμένη, θα έλεγε κανείς, σαν αδούλευτο πρόπλασμα μύγας, με φτερά ακόμα αξεδίπλωτα, που στη συνέχεια σε 5-10 λεπτά της ώρας άρχισαν να ξεδιπλώνονται και να διαστέλλονται στη σωστή αναλογία προς το μικρό τους σώμα, που κι αυτό στο χρονικό εκείνο διάστημα είχε πάρει την ταιριαστή και φυσική συμμετρία των τμημάτων του. Και σαν στολισμένη, έχοντας αφήσει το χλωμό σταχτί χρώμα, είχε ντυθεί ένα πράσινο ζωηρότατο και θαυμαστά λαμπρό. Όλο δε το σώμα του είχε διασταλεί και μεγαλώσει έτσι, που να φαίνεται αδύνατο να μπορέσει κανείς να πιστέψει, πώς ήταν δυνατόν να έχει ποτέ χωρέσει στο μικρό εκείνο κέλυφος».
«Από τα άλλα εκείνα αυγά, κατόπιν, τα μαύρα χρειάστηκαν 14 ημέρες για να γεννηθούν κάτι μεγάλες μαύρες μύγες με άσπρες γραμμές και την κοιλιά τριχωτή και κόκκινη στο κάτω μέρος, από τι ίδιο είδος που βλέπουμε καθημερινά να τριγυρίζει στα σφαγεία και τα σπίτια, γύρω από τα κρέατα. Όταν γεννήθηκαν ήταν κακοφτιαγμένες και εξαιρετικά βραδυκίνητες, με φτερά αξεδίπλωτα, όπως είχε συμβεί με τις πρώτες εκείνες τις πράσινες».
Βγήκαν ακόμα και άλλα είδη μύγες, πράγμα που δυσκόλευσε την κατάσταση του φαινομένου για τον Ρέντι: «Αυτές οι τόσο διαφορετικές γενιές μύγες, που είχαν βγει από ένα και το αυτό πτώμα, δεν ικανοποιούσαν το πνεύμα μου και με παρακινούσαν στην εκτέλεση νέων πειραμάτων».
Στο νέο πείραμα χρησιμοποίησε 6 κουτιά χωρίς κάλυμμα. Όπως γράφει ο ίδιος: «Στο πρώτο έβαλα δύο από τα φίδια που λέμε, στο δεύτερο ένα μεγάλο περιστέρι, στο τρίτο δυο λίτρες βοδινό κρέας, στο τέταρτο ένα μεγάλο κομμάτι κρέας αλόγου, στο πέμπτο ένα καπόνι και στο έκτο την καρδιά ενός ευνουχισμένου κριαριού. Σε λίγο περισσότερο από 24 ώρες, είχαν όλα σκουληκιάσει».
Τα αποτελέσματα του νέου πειράματος ήταν τα ίδια. Μόνον από την καρδιά του κριαριού βγήκαν μύγες δύο ακόμα χρωμάτων. Τα πειράματα συνεχίστηκαν με θαλασσινά ζώα: ψάρια, αστακούς, μύδια κλπ. Και όπως ο Ρέντι παρατηρούσε: «Πάντοτε γεννιόταν από αυτά αδιακρίτως το ένα ή το άλλο από τα εν λόγω είδη μύγας και καμιά φορά από ένα και τι αυτό ζώο, όλα μαζί τα είδη που αναφέραμε. Και εκτός από αυτά, πολλά άλλα είδη μικρής μύγας... και πάντοτε σχεδόν έβλεπα επάνω σε εκείνα τα κρέατα και τα ψάρια και γύρω από τα χείλη των κουτιών... όχι μόνον τα σκουλήκια, αλλά ακόμα και τα αυγά, από τα οποία, όπως είπα παραπάνω, γεννιόνται τα σκουλήκια».
Τα ερωτήματα που προέκυπταν έτσι για τον Ρέντι ήταν: Πώς γίνεται να παράγεται ο ίδιος τύπος μύγας από διαφορετικούς τύπους κρέατος; Και πώς γίνεται όλα τα είδη της μύγας να προέρχονται από την ίδια μεταμόρφωση των σκουληκιών; Πώς γίνεται, τέλος, από το ίδιο κρέας, δηλαδή, από ένα και τον ίδιο τύπο αποσύνθεσης, να προέρχονται διαφορετικά είδη μύγας; Τα ερωτήματα αυτά συνδυάστηκαν στη σκέψη του Ρέντι με μια παρατήρηση: «Τα... αυγά», συνεχίζει, «με έκαναν να σκεφτώ τις μικρές ακαθαρσίες, που αφήνουν οι μύγες επάνω στο ψάρι ή το κρέας και που μετά γίνονται σκουλήκια, πράγμα που είχε κιόλας παρατηρηθεί αρκετά από τους συντάκτες του λεξιλογίου της Ακαδημίας μας και παρατηρείται επίσης από τους κυνηγούς στα θηράματα που σκοτώνουν τις καλοκαιρινές ημέρες και από τους κρεοπώλες και τις νοικοκυρές, που για να σώσουν... τα κρέατα από την ακαθαρσία αυτή, τα βάζουν στο φανάρι και τα σκεπάζουν με λευκά πανιά».
Αυτό ήταν μια εμπειρία από την άμεση παρατήρηση της φύσης.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Η εμπειρία αυτή, μεταμορφωμένη κιόλας σε πείραμα, απαιτεί μια τεχνική διάταξη ικανή να αποδείξει τη διατυπωμένη υπόθεση. «Εκείνο για το οποίο άρχισα να αμφιβάλω», συνεχίζει ο Ρέντι, «ήταν μήπως κατά σύμπτωση όλα τα σκουλήκια των κρεάτων προέρχονταν μόνον από το σπέρμα των μυγών και όχι από τα ίδια τα αποσυντεθειμένα κρέατα. Και τόσο περισσότερο βεβαιωνόμουν για την ορθότητα της αμφιβολίας μου, όσο σε όλες τις γενιές που προκάλεσα τη γένεσή τους, έβλεπα επάνω στα κρέατα, πριν σκουληκιάσουν, να κάθονται μύγες του ίδιου είδους που στη συνέχεια γεννιόνταν εκεί. Αλλά θα ήταν μάταιη η αμφιβολία, αν δεν την είχε επιβεβαιώσει η εμπειρία».
Για τον Ρέντι, «αμφιβολία» είναι ό,τι εμείς θα λέγαμε «υπόθεση» και «εμπειρία» το σύνολο των πειραμάτων του. Εκείνο που εξετάζεται εδώ δεν είναι η άψογη από λογικής πλευράς διατύπωση της υπόθεσης, αλλά η έκταση στην οποία επιβεβαιώνεται από τη σειρά των πειραμάτων: ούτε, δηλαδή, αφηρημένος ορθολογισμός, ούτε ευτελής εμπειρισμός, αλλά σύνθεση εμπειρίας και λογικής, υπόθεση ελεγχόμενη από το πείραμα, για να αποδειχθεί ως επιστημονική αλήθεια ή να καταρριφθεί ως εσφαλμένη.
Και ο Ρέντι, εμπνεόμενος από την αμφιβολία του συνεχίζει: «Στα μέσα του Ιουλίου έβαλα μέσα σε 4 πλατύστομες φιάλες ένα φίδι, μερικά ψάρια του γλυκού νερού, 4 μικρά χέλια από τον Άρνο και ένα κομμάτι από δαμάλι του γάλακτος. Και ύστερα έκλεισα πάρα πολύ καλά τα στόμια με χαρτί και σπάγκο και τα σφράγισα καλά και σε άλλες τόσες φιάλες έβαλα άλλα τόσα από τα πράγματα που είπαμε και άφησα τα στόμια ανοιχτά: Δεν πέρασε πολύς χρόνος, που τα ψάρια και τα κρέατα αυτών των δεύτερων δοχείων σκουλήκιασαν και μέσα τους έβλεπε κανείς να μπαινοβγαίνουν οι μύγες κατά βούληση. Στις κλειστές όμως φιάλες ποτέ δεν είδα να γεννιέται ένα σκουλήκι, παρόλο που πέρασαν αρκετοί μήνες από την ημέρα που έκλεισα μέσα τους εκείνα τα πτώματα: βρίσκονταν, όμως, μερικές φορές, απέξω από το χαρτί μερικά σκουληκάκια, που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να βρουν καμιά χαραμάδα, από όπου να μπορέσουν να μπουν για να τραφούν μέσα στις φιάλες αυτές, στις οποίες όλα τα πράγματα που είχα τοποθετήσει, είχαν κιόλας βρωμίσει, υποστεί σήψη και αποσυντεθεί». Η ανακάλυψη είχε γίνει: το πείραμα επιβεβαίωσε την υπόθεση και κατάφερε θανάσιμο πλήγμα εναντίον της θεωρίας της αυτόματης γένεσης. Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε με τις μεγαλοφυείς καινοτομίες και όπως έγινε με πολλές από τις ανακαλύψεις του Μαλπίγγι και με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, όπως θα δούμε αργότερα, ο δρόμος για την επικράτησή τους δεν είναι τόσο εύκολος. Το τείχος της αμάθειας και της πνευματικής οκνηρίας, που είναι τόσο πιο βολική από τον ανικανοποίητο προβληματισμό, τους κλείνει το δρόμο. Έτσι και ο Ρέντι, κοντά στους υποστηρικτές και οπαδούς του είχε να αντιμετωπίσει και λυσσώδεις αντιπάλους. Στάθηκε ένας από τους πρωτοπόρους της νέας εποχής που άνοιγε ο 17ος αιώνας.

19/12/08

Η συγκριτική ανατομική [43]

Οποιαδήποτε ανατομική, είτε αρχαία είτε μεσαιωνική κι αν πάρουμε στα χέρια μας ή κι αν ακόμα διαβάσουμε αποσπάσματα από το έργο του Φαλλόππιο, όπου ο μαθητής ελέγχει τον διδάσκαλό του Βεσάλιο, θα δούμε αμέσως ότι πηγή των ανατομικών γνώσεων για τον άνθρωπο ήταν το σώμα των ζώων. Ο Βεσάλιος μάλιστα, κατά τα γραφόμενα του μαθητή του, έπεσε σε σφάλματα «κατά την περιγραφή του λάρυγγα, της γλώσσας, του ματιού, που περιέγραψε εσφαλμένα, παρασυρμένος από τη μελέτη τέτοιων οργάνων στα βόδια ή σε άλλα ζώα, που συχνά ανέτεμνε και σχεδίαζε στη θέση ανθρωπίνων σωμάτων». Όταν λοιπόν ο ίδιος ο Βεσάλιος, που είχε ανοικτά καταγγείλει τη μέθοδο αυτή σαν πηγή των σφαλμάτων του Γαληνού, κατέφευγε στη βοήθειά της για να μεταφέρει τα συμπεράσματά του στον άνθρωπο, φανταστείτε τι γινόταν πριν από αυτόν!

Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε εγκαινιάσει τη μελέτη της ανατομικής των ζώων ως ιδιαίτερο και αυθυπόστατο κλάδο των εν γένει ανατομικών σπουδών. Η διδασκαλία του όμως δεν βρήκε συνεχιστές. Οι Αλεξανδρινοί ανατόμοι, διαθέτοντας ανθρώπινα πτώματα, εγκατέλειψαν τελείως τις ανατομές επί ζώων. Όταν όμως ήρθες η παρακμή της αλεξανδρινής εποχής, τα πράγματα ξαναγύρισαν για την ανατομική εκεί που ήταν πριν από τη λαμπρή αυτή παρένθεση: ο ερευνητής δεν είχε και πάλι τη δυνατότητα να εργαστεί στο ανθρώπινο σώμα. Έτσι βλέπουμε τον Γαληνό να υποχρεώνεται στην ανατομική ζώων, ιδίως χοίρων και να μεταφέρει τις παρατηρήσεις του στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος.
Αυτό βέβαια θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει από πρώτη άποψη σαν συγκριτική ανατομική. Όμως, μια σύγκριση με ό,τι έκαναν οι επιστήμονες του 17ου αιώνα αποκαλύπτει τεράστιες διαφορές υπέρ των τελευταίων, που το έργο τους, ανατρέποντας την παράδοση, άνοιξε στην επιστήμη νέους δρόμους.

Ο ΝΕΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ
Η βασική από τις διαφορές αυτές είναι ότι οι αρχαίοι περιόριζαν τη σύγκριση στο να θεωρούν τα όργανα που ανακάλυπταν στο σώμα των ζώων, όμοια προς τα ομόλογα όργανα του ανθρωπίνου σώματος, λόγω μιας εξίσου βασικής δυσκολίας: της αδυναμίας τους να επιβεβαιώσουν τις ομοιότητες στο ανθρώπινο σώμα. Τον 17ο αιώνα συμβαίνει κάτι διαφορετικό: ο ερευνητής μελετά τόσο τα όργανα του ανθρώπου, όσο και αυτά των ζώων και στη συνέχεια προβαίνει στις συγκρίσεις του για να διαπιστώσει διαφορές, συγγένειες και ομοιότητες. Είναι σαν να λέμε ότι οι αρχαίοι έκαναν ένα είδος «αναλογικής» κι όχι «συγκριτικής» ανατομικής. Στον 17ο αιώνα έχομε πραγματική συγκριτική ανατομική, όπως θα μπορούσε να προέλθει από τις σελίδες του Αριστοτέλη για τη μελέτη των ζώων.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια αντίφαση. Ενώ δηλαδή από τη μια ο αιώνας που συζητάμε είχε κηρύξει έναν ανηλεή πόλεμο απέναντι σε κάθε τι που θύμιζε τον Αριστοτέλη, από την άλλη στήριζε ακριβώς έναν απ’ τους πιο ενδιαφέροντες νέους επιστημονικούς κλάδους (μετά τη μικροσκοπία), στην αριστοτελική μεγαλοφυΐα. Ένας νέος ιδιόμορφος αριστοτελισμός εγκαινιάζεται.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο πόλεμος της Αναγέννησης και κυρίως του 17ου αιώνα δε γίνεται τόσο κατά του Αριστοτέλη, όσο κατά των αριστοτελικών, κατά της νοοτροπίας του μεσαίωνα, που περιοριζόταν στο να επαναλαμβάνει πειθήνια, σαν θέσφατα και χρησμούς, τις γνώσεις των κλασσικών κειμένων, δίνοντάς τους μάλιστα την πιο στενόμυαλη ερμηνεία. Αλλά, ας διαβάσουμε για άλλη μια φορά τι γράφει ο Γαλιλαίος για τον πόλεμο κατά του Αριστοτέλη στους «Διαλόγους περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «Αμφιβάλλετε μήπως εσείς», λέει ο Σαλβιάτι στον Σιμπλίτσιο, τον εκπρόσωπο, ας πούμε, του επίσημου αριστοτελισμού, «ότι αν ο Αριστοτέλης έβλεπε τις νέες ανακαλύψεις στον ουρανό, θα άλλαζε γνώμη και θα διόρθωνε τα βιβλία του... αποκηρύσσοντας ο ίδιος τους πτωχούς στο πνεύμα, που τόσο μικρόψυχα δέχονται να υποστηρίζουν κάθε τι που είπε εκείνος, χωρίς να εννοούν ότι, αν ο Αριστοτέλης είχε υπάρξει τέτοιος που τον φαντάζονται, θα ήταν ένα μυαλό ανίκανο για μάθηση, μια διάνοια όλο πείσμα, μια ψυχή γεμάτη βαρβαρότητα, μια θέληση τυραννική, που θεωρώντας όλους τους άλλους ζώα, θα ήθελε τα θέσφατά του να έχουν προτεραιότητα απέναντι στις αισθήσεις, τις εμπειρίες, την ίδια τη φύση; Οι οπαδοί του είναι εκείνοι που έκαναν αυθεντία τον Αριστοτέλη κι όχι αυτός που την σφετερίστηκε ή την πήρε. Κι επειδή είναι πιο εύκολο να καλύπτεσαι πίσω από την ασπίδα ενός άλλου, παρά να παρουσιάζεσαι με ακάλυπτο πρόσωπο, φοβούνται και δεν τολμούν να απομακρυνθούν από αυτόν, έστω κι ένα βήμα. Και αντί να κάνουν αλλαγές στον ουρανό του Αριστοτέλη, προτιμούν με μεγάλο θράσος να αρνούνται εκείνους που βλέπουν τον ουρανό της φύσης».
Όπως φαίνεται λοιπόν από τόσο επίσημο χέρι, ο πόλεμος δεν ήταν εναντίον του Αριστοτέλη, αλλά εναντίον της στενοκέφαλης και δουλοπρεπούς νοοτροπίας των αριστοτελικών. Στον Αριστοτέλη αναγνωρίζουν τόση ευφυΐα και ορθοφροσύνη σχετικά με την έννοια της επιστήμης, που δε διστάζουν να ισχυρίζονται ότι εμπρός στις νέες εμπειρίες, πρώτος ο ίδιος θα έσπευδε να διορθώσει τις πλάνες του και να αποκηρύξει τους «πιστούς» αριστοτελικούς. Συνεπώς, ένα μέρος των σκέψεων και των απόψεων του Αριστοτέλη δεν έχανε καθόλου το κύρος του υπό το φως των νέων αναζητήσεων και της νέας τοποθέτησης της επιστήμης. Η επιστροφή λοιπόν σε δρόμους που εκείνος είχε ανοίξει και η συνέχισή τους είναι απόλυτα κατανοητή. Αυτή είναι η έννοια και η ανάλογη σημασία του νέου αριστοτελισμού που αποτελεί μια ιδιαίτερη όψη της επιστήμης του 17ου αιώνα.

Ο ΒΟΛΧΕΡ ΚΟΪΤΕΡ
Έχουμε κιόλας δει τις συγκριτικές μελέτες του Φαμπρίτσιο ντ’ Ακουαπεντέντε σε όργανα των ζώων και του ανθρώπου, ιδίως για προβλήματα της εμβρυολογίας, μελέτες που άνοιξαν το δρόμο στις κατακτήσεις του Μαρτσέλλο Μαλπίγγι.
Πάντως το πρώτο έργο με σαφή αναφορά στη συγκριτική μέθοδο είναι η σειρά των «Πινάκων των κυριότερων εξωτερικών και εσωτερικών τμημάτων του ανθρώπινου σώματος» του Βόλχερ Κόιτερ (Νυρεμβέργη, 1572).
Ο Κόιτερ γεννήθηκε στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας το 1534, σπούδασε στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του καιρού του (Πίζα, Μπολόνια, Ρώμη, Μονπελλιέ) και υπήρξε μαθητής του μεγάλου Φαλλόππιο. Αφού δίδαξε για λίγο ανατομική στην Μπολόνια, τον κάλεσαν στην ομώνυμη έδρα του πανεπιστημίου της Νυρεμβέργης, όπου διορίστηκε και γιατρός του γερμανικού στρατού. Πέθανε στη Νυρεμβέργη το 1590, αφήνοντας φήμη μεγάλου ανατόμου: είχε περιγράψει για πρώτη φορά ένα μεγάλο αριθμό μυών, μεταξύ των οποίων τον λεγόμενο επισκύνιο μυ, που κάνει τα φρύδια να σμίγουν και παρουσίασε σε εικόνες ολόκληρο το σκελετό του εμβρύου («Ανατομική πραγματεία περί των οστών του εμβρύου», Γκαίτινγκεν, 1659).
Ο Κρόιτερ όμως μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά για τις φωτισμένες του αντιλήψεις στο θέμα της συγκριτικής μεθόδου. Αυτές φαίνονται στο πλήθος των παρατηρήσεων και των περιγραφών που έκανε στα θηλαστικά και στα πτηνά που ανέτεμνε και που τις θέτει στους «Πίνακές» του, σαν όρους σύγκρισης προς την ανθρώπινη ανατομική. Δεν περιορίζεται όμως εδώ. Οι εμβρυολογικές του παρατηρήσεις ξεπερνούν και τις παρατηρήσεις των μεταγενέστερών του, τοποθετημένες πάντοτε στη γραμμή του συγκριτικού κριτηρίου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ένα μέρος από τις μελέτες του έκανε ο Κρόιτερ από έμπνευση του Ουλίσσε Αλντροβάντι, για το ρόλο του οποίου στην αφύπνηση των φυσιογνωστικών σπουδών, τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, έχουμε κιόλας μιλήσει.

Ο ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΣΣΕΡΙΟ
Συνεχιστής κατά κάποιο τρόπο του έργου του Κόιτερ υπήρξε ο Κασσέριο, που γεννήθηκε στην Πλακεντία το 1552. Ήταν υπηρέτης του ντ’ Ακουαπεντέντε, αλλά χάρη στην ευφυΐα, την αγάπη του για μελέτη και τη γενναιόδωρη κατανόηση του κυρίου του, κατόρθωσε να πάρει πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας. Στην αρχή έκανε ιδιωτικά μαθήματα ανατομικής, ήταν δε τέτοια η φήμη που απέκτησε, ώστε ο ίδιος ο διδάσκαλός του, προφανώς από φθόνο, ζήτησε την απαγόρευση των ιδιωτικών παραδόσεων, πράγμα που πέτυχε. Το γεγονός αυτό στάθηκε ευεργετικό για την έρευνα, στην οποία ο Κασσέριο αφοσιώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δυο φορές να αρνηθεί διορισμούς σε πανεπιστημιακές έδρες: τη μια στο Τορίνο και την άλλη στην Πάδοβα. Αργότερα, μπόρεσε να επαναλάβει τις παραδόσεις του που συνέχισε μέχρι το 1616, έτους του θανάτου του.
Το έργο του Κασσέριο «Βιβλίο περί των πέντε αισθήσεων» περιέχει ακριβείς περιγραφές των αισθητηρίων οργάνων, καθώς κι άφθονες ευφυείς εφαρμογές της συγκριτικής μεθόδου τόσο στο ανατομικό - περιγραφικό, όσο και στο ερμηνευτικό - φυσιολογικό πεδίο. Αυτό φαίνεται ιδίως στα κεφάλαια που αφιερώνει στα φωνητικά και ακουστικά όργανα, που αποτέλεσαν ίσως το αντικείμενο που τράβηξε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του μεγαλοφυή και τόσο ταλαιπωρημένου ανατόμου. Υπήρξε ακόμα εκείνος που πρώτος κατεύθυνε την ανατομική έρευνα προς τα ασπόνδυλα, μελετώντας το ηχητικό όργανο του τζίτζικα, πράγμα που αποδεικνύει τις εξαιρετικές ανατομικές ικανότητες που ο Κασσέριο απέκτησε στα χρόνια που ήταν υπηρέτης του διδασκάλου του.
Το σπουδαιότερο ανατομικό του κατόρθωμα, οι «Ανατομικοί πίνακες», δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του (Βενετία, 1627): αποτελούν ένα πλουσιότατο ανατομικό άτλαντα που περιλαμβάνει ακόμα και την ανατομία του εμβρύου.

Ο ΚΑΡΛΟ ΡΟΥΪΝΙ (1530-1598)
Υπήρξε ο Βεσάλιος της ανατομικής των ζώων. Και κάτι που είναι εκπληκτικό: ήταν δικηγόρος. Το έργο του «Η ανατομική του ίππου, η αναπηρία και οι θεραπείες της» αποτελεί, από πλευράς περιεχομένου και εικονογράφησης, θεμελιώδες κείμενο των ζώων, πρότυπο για κάθε μεταγενέστερη ανάλογη μελέτη. Γι’ αυτό και το έργο αυτό χαρακτηρίστηκε για την ανατομική των ζώων παράλληλο με το έργο του Βεσάλιου «Κατασκευή του ανθρώπινου σώματος».
Το γεγονός ότι το έργο του Ρουΐνι γράφτηκε στην ιταλική γλώσσα και όχι στην καθιερωμένη λατινική, προδίδει τις προθέσεις του συγγραφέα: δεν απευθυνόταν στον επιστημονικό κόσμο, αλλά στον κύκλο των κτηνοτρόφων και των φιλίππων. Παρόλο, όμως, που είναι γραμμένο από δικηγόρο και απευθύνεται έξω από τον κόσμο των ειδικών, αποτελεί μια πλήρη και εξαντλητική μονογραφία ανατομικής, περιορισμένη σ’ ένα είδος ζώου. Το κείμενο του Ρουΐνι άσκησε αποφασιστική επίδραση σε κάθε μεταγενέστερη μελέτη, κατευθύνοντας και την ανατομική των ζώων στο δρόμο που οδήγησε την ανατομική του ανθρώπου το έργο του Βεσάλιου.Το έργο του Ρουΐνι δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του στην Μπολόνια (1598), που αποτελούσε τότε το επίκεντρο ενός ερευνητικού οργασμού, που άνοιγε το δρόμο της νέας επιστήμης.

18/12/08

Η νέα ανατομική [42]

Καθώς οι συνεχιστές του έργου του Βεσάλιου προχωρούν σε όλο και πιο ακριβείς ανατομικές μελέτες, δεν διορθώνουν απλώς τα σφάλματα των παλαιοτέρων, αλλά προχωρούν συνεχώς και σε νέες ανακαλύψεις, θεμελιώδους σημασίας. Έτσι, ενώ συμπληρώνεται η μορφή της νέας ανατομικής, τοποθετούνται ταυτόχρονα, όλο και πιο σταθερές, οι βάσεις για μια νέα φυσιολογία που εγκαινιάζεται με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος από τον Χάρβεϊ. Τα πρώτα όμως βήματα είναι δύσκολα. Λείπουν ακόμα αρκετά στοιχεία που, σε συνδυασμό με τη νέα έννοια της κυκλοφορίας, να είναι σε θέση να αποτελέσουν ένα πλήρες σύστημα με τόση οργανική ενότητα όση θα χρειαζόταν για να μπορέσει να αντιταχθεί στο σύστημα φυσιολογίας του Γαληνού, που παρά τα λάθη του ήταν οικοδομημένο κατά τρόπο άρτιο. Οι απόψεις του σοφού της αρχαιότητας, τόσο για την ανατομική όσο και για τη φυσιολογία, αποτελούσαν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, όπου το κάθε τι κρατούσε τη σταθερή του θέση και τίποτα από τα γνωστά δεν παραλειπόταν. Δεν έφτανε λοιπόν μόνον η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος για να το κλονίσει. Έπρεπε να ανοικοδομηθεί πάνω στις νέες βάσεις ένα εξίσου άρτιο σύστημα, με όλα τα δεδομένα του συστήματος του Γαληνού, με πληρότητα, συνεκτικότητα και δύναμη. Όπως είπαμε όμως πιο πάνω, έλειπαν ακόμα πολλά στοιχεία.
Στην αναζήτηση των στοιχείων αυτών ακριβώς βλέπουμε να έχουν αφοσιωθεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, οι εκπρόσωποι της «νέας» ανατομικής. Ξεκινώντας από τη νέα ιδέα της «μηχανής», που αντικατάστησε την αντίληψη της «κατασκευής», αφενός συνεχίζουν τον παραδοσιακό δρόμο της ανατομικής του ανθρωπίνου σώματος κι αφετέρου στρέφονται προς τη ζωοτομία, την «έμψυχη ανατομική», σε αντίθεση προς τη «στατική ανατομική» που εκπροσωπούσαν ο Κανάνο, ο Βεσάλιος και οι συνεχιστές τους.
Ζωοτομίες, όπως ξέρουμε από τα προηγούμενα, είχαν γίνει (πιθανώς και σε κατάδικους) από την αρχαιότητα, από τους Αλεξανδρινούς (Ερασίστρατος, Ηρόφιλος) και τον ίδιο τον Γαληνό, ο οποίος είχε εκτελέσει πολύ σπουδαία πειράματα σε ζωντανά ζώα: είχε προβεί σε περίδεση των ουρητήρων, είχε κόψει αρτηρίες και εισαγάγει στο εσωτερικό τους σωληνίσκους κλπ. Παρά το γεγονός όμως ότι δεν πρόκειται για «στροφή», αλλά για «επιστροφή» στη ζωοτομία, οι μέθοδοι της εκτέλεσής της έχουν αλλάξει. Ο νέος ανατόμος όσο κι αν επιστρέφει σε μια παλιά μέθοδο, είναι σαν να κάνει κάτι καινούργιο, πολύ διαφορετικό από την αρχαία εμπειρία της ζωοτομίας. Ο νέος παράγοντας που έχει μεσολαβήσει για να γίνει δυνατή η μεταβολή αυτή είναι η ανακάλυψη του Χάρβεϊ.
Οι συνθήκες για την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος είχαν τόσο ωριμάσει, ώστε να βλέπουμε και πολλά άλλα ονόματα να την διαισθάνονται, να την αναζητούν, να την προβλέπουν. Έτσι, οι έρευνες παίρνουν ορισμένη κατεύθυνση, που αρκεί κανείς να την ακολουθήσει για να συλλάβει όλη την κατοπινή εξέλιξη σαν λογική συνέπεια του δρόμου που η επιστήμη ακολουθούσε. Εδώ όμως δεν πρόκειται πια για μεμονωμένες αναζητήσεις. Όλος ο επιστημονικός κόσμος ακολουθεί το νέο δρόμο που χάραξαν οι ανακαινιστές της ανατομικής και οι αντιλήψεις του Βάκωνα, του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου.

Ο ΓΚΑΣΠΑΡΕ ΑΖΕΛΛΙ
Δεν είναι συνεπώς καθόλου παράξενο το ότι μερικές από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις έγιναν ακριβώς στο δρόμο που χάραξε τον προηγούμενο αιώνα ο Βεσάλιος. Μια από αυτές τιμά έναν ταπεινό άνθρωπο, αλλά και πολύ ικανό ανατόμο: τον Γκασπάρε Αζέλλι, που γεννήθηκε στην Κρεμόνα το 1581, σπούδασε στην Παβία (υπήρξε πιθανώς εκεί μαθητής του Λεόνε) και στα 60 του χρόνια είχε τη θέση του αρχιχειρουργού των ισπανικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Ιταλία. Τη θέση αυτή κράτησε ως το 1624, όταν ανέλαβε την έδρα της ανατομικής στο πανεπιστήμιο που είχε σπουδάσει. Ένα μόλις χρόνο μετά το διορισμό του, το 1625, ήρθε ο θάνατος να διακόψει το διδακτικό του έργο, σε ηλικία 45 ετών.
Ο διορισμός του στην έδρα της ανατομικής στην Παβία ήταν ο καρπός της μεγάλης φήμης που απέκτησε με μια του ανακάλυψη, που πραγματοποιήθηκε μπροστά σε μερικούς από τους πιο εξέχοντες εκπροσώπους του ιατρικού και διπλωματικού κόσμου του Μιλάνου των χρόνων εκείνων. Όλοι αυτοί που ήταν οι φίλοι του, τον είχαν καλέσει να εκτελέσει αυτοπροσώπως μια σειρά πειραμάτων ζωοτομίας. Σ’ ένα από τα πειράματα αυτά, που γινόταν σ’ ένα σκύλο ζωντανό, και την ώρα που χαμήλωνε τη μάζα των εντέρων για να φανούν οι κινήσεις του διαφράγματος, πρόσεξε «πολυάριθμα... λεπτότατα και κατάλευκα κορδονάκια, θα έλεγε κανείς, που διακλαδώνονται σε όλο το μεσεντέριο και τα έντερα, με ατέλειωτες σχεδόν διακλαδώσεις». Πήρε ένα κοφτερό νυστέρι κι άνοιξε ένα από τα κορδονάκια αυτά, όταν είδε να τρέχει από μέσα του ένα λευκό υγρό «όμοιο με γάλα ή ανθόγαλα».
Και φωνάζοντας «εύρηκα» κάλεσε τους φίλους του να θαυμάσουν το καινούργιο εύρημα. Μόλις σε λίγο ο σκύλος πέθανε, τα αγγεία αυτά άδειασαν και εξαφανίστηκαν.
Την άλλη μέρα ο Αζέλλι επανέλαβε το πείραμα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό: τα κατάλευκα κορδονάκια, που τόσο καλά φαίνονταν την προηγουμένη, δεν υπήρχαν πουθενά. Αναζητώντας μια εξήγηση του φαινομένου, ο Αζέλλι θυμήθηκε ότι ο σκύλος που είχε ανοίξει την προηγουμένη ήταν «καλοθρεμμένος και είχε φάει άφθονα», ενώ ο δεύτερος ήταν «αδύνατος και νηστικός». Υποπτευόμενος ότι η αιτία πρέπει να βρίσκεται στο τάισμα του ζώου, πήρε έναν τρίτο σκύλο, καλοθρεμμένο κι αυτόν, τον τάισε άφθονα κι όπως έγραφε ο ίδιος, περιγράφοντας τα πειράματά του: «η ελπίδα μου δεν προδόθηκε... τα λευκά κορδονάκια ήταν εκεί, φανερά, όπως την πρώτη φορά».
Τα κατοπινά πειράματα του Αζέλλι σε γάτες, πρόβατα, μοσχάρια, χοίρους, ακόμα και άλογα, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνουν την ανακάλυψή του: σε όλα τα είδη αυτά των ζώων έβλεπε κανείς τα ίδια λευκά κορδονάκια, περισσότερο ή λιγότερο διογκωμένα και εμφανή, ανάλογα κυρίως με την ποσότητα λίπους που υπήρχε στο μεσεντέριο. Επρόκειτο για τα χυλοφόρα αγγεία.
Αυτή ήταν η μεγάλη συμβολή του Αζέλλι στη νέα ανατομική, συμβολή θεμελιακή, σε σημείο που κατά τη γνώμη μερικών, αν ο Χάρβεϊ γνώριζε την ανακάλυψη του Αζέλλι, θα διέθετε ένα έγκυρο στοιχείο υπέρ της θεωρίας του για την κυκλοφορία του αίματος.
Το έργο που περιείχε όλα τα στοιχεία για τη νέα ανακάλυψη, δημοσιεύτηκε από τους φίλους του Αζέλλι, που είχαν παρευρεθεί στο αξιομνημόνευτο εκείνο πείραμα, δυο χρόνια μετά το θάνατό του κι ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευση του βιβλίου του Χάρβεϊ «Περί της κινήσεως της καρδιάς». Στο έργο όμως αυτό αποκαλύπτεται και η αδυναμία του ερευνητή να δώσει τη σωστή ερμηνεία στο σημαντικό του εύρημα. Πιέζει την ανακάλυψή του μέσα στα πλαίσια του ανατομοφυσιολογικού συστήματος του Γαληνού και υποστηρίζει ότι τα αγγεία αυτά συρρέουν στο ήπαρ, κεντρικό όργανο για την παραδοσιακή ιατρική. Από το σύστημα αυτό, κι αν ακόμα ο Αζέλλι είχε το θάρρος, δεν είχε όμως τις δυνατότητες να απομακρυνθεί. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι το έργο του Χάρβεϊ, το μόνο ικανό να οδηγήσει τη σκέψη του προς νέες κατευθύνσεις, δημοσιεύθηκε 3 χρόνια μετά το θάνατό του. Και τι περιείχαν τα αγγεία αυτά κατά τον Αζέλλι; Γάλα, που από το ήπαρ περνούσε στη συνέχεια στους μαστούς!

Ο ΖΑΝ ΠΕΚΕ
Στο Γάλλο Ζαν Πεκέ (1622-1674) ανήκει η τιμή της ανακάλυψης ότι τα χυλοφόρα αγγεία δεν εκβάλλουν στο ήπαρ, αλλά σε ιδιαίτερο σχηματισμό, τη χυλοφόρα δεξαμενή, από όπου, διαμέσου του θωρακικού πόρου, το περιεχόμενό τους χύνεται στο αίμα. Ο Πεκέ όμως έχει μπραστά του το έργο του Χάρβεϊ «Περί της κινήσεως της καρδιάς», που είχε δημοσιευθεί πριν από 6 κιόλας χρόνια, άσχετα από το γεγονός ότι οι βίαιες πολεμικές, γύρω από τις αντιλήψεις του, ήταν ακόμα σε πλήρη ανάπτυξη.
Ο Ζαν Πεκέ δημοσίευσε τα «Ανατομικά πειράματά» του, στα οποία περιγράφει τις ανακαλύψεις του, το 1651 στο Άρντερβικ.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΛΕΜΦΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Ένα χρόνο αργότερα, ένας φοιτητής του πανεπιστημίου της Ουψάλα, ο Όλαφ Ρούντμπεκ, δημοσιεύει, σε ηλικία 22 μόλις ετών, μια μελέτη «Περί της κυκλοφορίας του αίματος» και τον επόμενο χρόνο άλλη μία με τον τίτλο «Νέα ανατομική άσκηση, που δείχνει τους υδατικούς ηπατικούς πόρους». Στα έργα του αυτά ανακοινώνει μια μεγάλη ανακάλυψη, που είχε πραγματοποιήσει το 1651: τη διάκριση ανάμεσα στα χυλοφόρα και στα λεμφικά αγγεία. Η ανακάλυψη αυτή έγινε αφορμή να του προσφερθεί η έδρα της ανατομικής στο πανεπιστήμιο που σπούδασε και που μέχρι τότε κατείχε την έδρα της βοτανικής. Ο Ρούντμπεκ πέθανε το 1702, συνεχίζοντας τη βίαιη αντιδικία του με έναν άλλο ερευνητή, το Δανό Τόμας Μπαρτολίν (1616-1680), γιο επίσης μεγάλου ανατόμου, για την προτεραιότητα της ανακάλυψης των λεμφικών αγγείων.
Ο Μπαρτολίν είχε σπουδάσει στο Λέιντεν, την Πάδοβα και τη Νάπολι. Σ’ αυτήν την τελευταία είχε δάσκαλο τον Μάρκο Αντόνιο Σεβερίνο, ευφυή νεωτεριστή και υπέρμαχο της μικροσκοπικής ανατομικής.
[1] Όταν γύρισε στην Κοπεγχάγη, όπου είχε γεννηθεί, ανέλαβε πρώτα την έδρα των μαθηματικών και στη συνέχεια της ανατομικής, που την κράτησε ως το 1661.
Οι σπουδαιότερες ανακαλύψεις του περιέχονται στο βιβλίο του «Αναμορφωθείσα Ανατομική» (Λέιντεν, 1919). Στο έργο αυτό δεν έχουμε μόνον την πρώτη πλήρη περιγραφή του λεμφικού συστήματος, αλλά (και αυτό είναι το σπουδαιότερο) την τέλεια σύλληψη των σχέσεών του με το αιμοφόρο σύστημα, για το οποίο παραδεχόταν τη θεωρία του Χάρβεϊ.
Η πολεμική μεταξύ Ρούντμπεκ και Μπαρτολίν δεν εκπλήσσει. Η ωρίμανση των συνθηκών εκείνων που προετοιμάζουν μια ανακάλυψη, έχει σαν αποτέλεσμα περισσότερα πνεύματα να φτάνουν συγχρόνως στο ποθητό τέρμα, οπότε το πρόβλημα της προτεραιότητας ανακύπτει μοιραία. Δυστυχώς, τέτοιου είδους πολεμικές ποτέ δεν οδήγησαν έστω και στη μικρότερη επιστημονική κατάκτηση.

Απομένει πάντως ένα γεγονός. Στο Οσπεντάλε ντε λα Κουσολατσιόνε της Ρώμης υπάρχει ένας πίνακας καμωμένος σύμφωνα με τις οδηγίες του Γκουλιέλμο Ρίβα (1627-1677), διδασκάλου της ανατομικής στην αιώνια πόλη. Ο πίνακας αυτός παριστάνει ολόκληρο το σύστημα των χυλοφόρων, λεμφικών και αιμοφόρων αγγείων. Είναι τόσο ακριβής, ώστε θα μπορούσε να έχει τη θέση του και σ’ ένα σύγχρονο βιβλίο. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε ότι η μεγάλη ανακάλυψη του Χάρβεϊ δεν είναι πια ένα μεμονωμένο γεγονός. Έχει ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο σύστημα, ικανό να αποτελέσει τις βάσεις μιας νέας φυσιολογίας.

[1] Το μικροσκόπιο μπορεί να θεωρηθεί σαν έμβλημα της επιστήμης του 17ου αιώνα.

Η πρόοδος της ανατομικής [41]

Η γένεση της μικροσκοπικής ανατομικής τον 17ο αιώνα είναι αναμφισβήτητα ένα γεγονός θαυμαστό όχι μόνο για την επιστήμη του αιώνα αυτού, αλλά και για όλη τη νεώτερη επιστήμη. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών, όπως ο Μαλπίγγι, ο Οντιέρνα, ο Μπορέλ, ο Ρούις, ο Λέβενχουκ και άλλοι λιγότερο γνωστοί, σκύβουν στο μικροσκόπιο κι ανακαλύπτουν έναν καινούργιο κόσμο. Την ίδια ακριβώς εποχή μια άλλη ομάδα επιστημόνων συνεχίζει το δρόμο του Βεσάλιου, του Φαλλόπιο και του Ευστάχιου, των μεγάλων ανατόμων του 16ου αιώνα, επιδιώκοντας μια όλο και πιο ακριβή περιγραφή της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη σημασία της παραδοσιακής αυτής αντιμετώπισης του θέματος, μια κι η ακριβής περιγραφή της κατασκευής της ανθρώπινης μηχανής είναι «εκ των ουκ άνευ» προϋπόθεση για την κατανόηση όχι μόνον της μορφής, αλλά και της λειτουργίας της. Υπό την επίδραση των νέων επιστημονικών αντιλήψεων που διακήρυξαν ο Βάκων, ο Καρτέσιος κι ο Γαλιλαίος και χάρη στις ριζικές διαρθρώσεις που είχαν επιφέρει οι ανατόμοι του 16ου αιώνα στις παραδοσιακές περιγραφές διαφόρων οργάνων του σώματος, ο δρόμος ήταν κιόλας ανοικτός για τους ανατόμους του 17ου αιώνα.
Τι σήμαινε το έργο των ανατόμων του αιώνα που προηγήθηκε, φαίνεται μόνον από το ρόλο που έδειξε στη μελέτη της κίνησης του αίματος και στη σύλληψη της έννοιας της κυκλοφορίας του η ανακάλυψη ότι το μεσοκοιλιακό διάφραγμα, που χωρίζει τη δεξιά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, είναι στεγανό. Όταν αντιληφθούμε ποια υπήρξε η συμβολή της ανακάλυψης αυτής στην περαιτέρω τοποθέτηση κάθε ανατομοφυσιολογικού προβλήματος, μόνον τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε στις σωστές της διαστάσεις την προσφορά των ανατόμων του 16ου αιώνα. Ανάλογη υπήρξε η συμβολή και των ανατομικών παρατηρήσεων στο μικροσκόπιο και των πρώτων μικροβιολογικών προσπαθειών, που αποτέλεσαν κίνητρα για να συνεχιστεί με ενθουσιασμό ο δρόμος των ανατόμων της Αναγέννησης, ο δρόμος της έντεχνης και λεπτολόγου ανατομικής, που χωρίς αυτήν δεν ήταν δυνατόν να τελειοποιηθεί η έρευνα στο μικροσκόπιο. Ο δρόμος αυτός άρχιζε από τον ντα Βίντσι και συνεχιζόταν με τον Βεσάλιο και τους διαδόχους του.
Έτσι ζούμε μια διπλή κίνηση στο χώρο της ανατομικής τον 17ο αιώνα. Από τη μια έχουμε την επανάσταση σχετικά με την έννοια της λειτουργίας, τη γέννηση της έννοιας της λεπτής κατασκευής και την απόρριψη των «δυνάμεων» και της έννοιας του «άνυφου παρεγχύματος», που αποτελούσαν σταθερό πλαίσιο για το άκαμπτο ανατομοφυσιολογικό σύστημα του Γαληνού. Από την άλλη έχουμε μια ριζική και χωρίς διακοπή αναθεώρηση των ανατομικών περιγραφών των διαφόρων οργάνων του σώματος. Το αποκορύφωμά της υπήρξε η ολοκληρωτική ανασυγκρότηση της ανατομικής επιστήμης υπό το σύνθημα της άρνησης της παράδοσης.
Δεν επρόκειτο όμως για μια ολοκληρωτική άρνηση εκ των προτέρων, αλλά κατά βάση για την απελευθέρωση από το αβάστακτο βάρος της αυθεντίας των αρχαίων, και αυτή βασισμένη πάνω στη θετική και βαθιά τους γνώση, που τόσο έλειπε από τους οπαδούς του Αριστοτέλη και του Γαληνού, της Ευρώπης του 16ου αιώνα.
Από την τέλεια γνώση των αρχαίων κειμένων και τον άμεσο έλεγχο της αξιοπιστίας τους πάνω στο πτώμα, από όπου ξεκινούσε μια αυστηρή, αλλά και φωτισμένη κριτική, ξεπήδησε η νέα επιστήμη. Η εντατική εργασία στο ανατομικό τραπέζι δεν περιοριζόταν στην κριτική των παλαιών συγγραφέων, θετική, όταν οι περιγραφές τους ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και αρνητική, σε κάθε περίπτωση εξακρίβωσης σφαλμάτων. Οδηγεί ακόμα στην ανακάλυψη νέων οργάνων, που είχαν διαφύγει της προσοχής των αρχαίων ανατόμων ή τους ήταν τελείως άγνωστα, μια και δεν εργάζονταν σε ανθρώπινα σώματα, αλλά σε σώματα ζώων. Από αυτό το τελευταίο αποκαλύπτεται ότι ο ανατόμος του 16ου αιώνα δεν είχε εξαντλήσει το έργο του. Για την ακρίβεια είχε αρχίσει απλά ένα έργο, που βρήκε την ολοκλήρωσή του τον 17ο αιώνα.

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Όταν ο Μπορέλλι δικαιολογούμενος στον Μαλπίγγι (από τον οποίο είχε λάβει δυο επιστολές για τους πνεύμονες), που δεν μπόρεσε να διακρίνει τα μικρά εκείνα πραγματάκια στο βάθος των κυψελίδων (προφανώς τα τριχοειδή) των πνευμόνων των βατράχων, απέδιδε το γεγονός στην αδυναμία των ματιών του νεαρού βοηθού του, εννοούσε προφανώς τον Μπελλίνι. Ο Φλωρεντίνος Λορέντσο Μπελλίνι, γεννημένος το 1643 και μαθητής του Μπορέλλι και του Ρέντι στην Πίζα, ήταν στα 20 του κιόλας χρόνια καθηγητής της φιλοσοφίας και της θεωρητικής ιατρικής στο πανεπιστήμιο αυτής της πόλης! Σύντομα όμως άλλαξε την έδρα του με την έδρα της ανατομικής, πράγμα που οφειλόταν είτε στη φήμη του ως ανατόμου είτε στην εύνοια του Μεγάλου Δούκα Φερδινάνδου Β'. Όταν, πέφτοντας σε δυσμένεια, αναγκάστηκε να πάει στη Φλωρεντία, εξάσκησε το επάγγελμα του γιατρού με τόση επιτυχία, ώστε κατέλαβε τη θέση του προσωπικού γιατρού του διαδόχου του Φερδινάνδου, Κόζιμο Γ', και έγινε ιατρικός σύμβουλος του Πάπα Κλήμη ΙΑ'.
Το όνομα του Μπελλίνι, εκτός από τις θεωρίες του (υπήρξε ενθουσιώδης οπαδός των ιατρομηχανικών και των ιατροχημικών, συγχρόνως, αντιλήψεων) συνδέθηκε περισσότερο με την ανατομική και συγκεκριμένα με τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις του γύρω από τη λεπτή κατασκευή του νεφρού. Στις ανακαλύψεις αυτές έφτασε ο Μπελλίνι εκτελώντας έγχυση έγχρωμων υγρών (σινικής μελάνης) στο νεφρό. Έτσι κατόρθωσε να φέρει σε φως και να ερμηνεύσει το αγγειακό σύστημα των νεφρών, διορθώνοντας όχι μόνο τα λάθη της παλαιάς παράδοσης, αλλά και τα σφάλματα των άμεσων προκατόχων του: του Βεσάλιου και του Μπερενγκάριο. Οι ανακαλύψεις αυτές, χωρίς αμφιβολία οι μεγαλύτερες του Μπελλίνι, δημοσιεύτηκαν κατά προτροπή του διδασκάλου του, του Μπορέλλι, το 1662, όταν δηλαδή ο ερευνητής μας διέτρεχε την ηλικία των 19 ετών! Το βιβλίο του, αφιερωμένο στον Φερδινάνδο Β’, έφερε τον τίτλο «Ανατομική μελέτη της λεπτής υφής και της λειτουργίας των νεφρών».

ΑΝΤΟΝΙΟ ΒΑΛΣΑΛΒΑ
Όταν ο νεαρός Μπελλίνι είχε την έδρα της θεωρητικής ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Πίζας, γεννιόταν ένας άλλος μεγάλος ανατόμος: ο Αντόνιο Μαρία Βαλσάλβα (1666-1723), που κατέλαβε διακεκριμένη θέση στην ιστορία της ιατρικής. Σαν μαθητής του Μαλπίγγι και δάσκαλος του Μοργκάνι, ο Βαλσάλβα συνδέει τη μεγάλη ιατρομηχανική σχολή του Μαλπίγγι με τις νέες παθολογοανατομικές κατευθύνσεις, που στο έργο του Μοργκάνι βρίσκουν την οριστική τους διατύπωση.
Ο Βαλσάλβα, που είχε αρχίσει το ανατομικό του έργο από το 1697 σαν παρασκευαστής στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, υπήρξε και πολύ ικανός χειρουργός. Άσκησε την ειδικότητά του 25 ολόκληρα χρόνια στο νοσοκομείο της Αγ. Ούρσουλας. Η διπλή του υπόσταση, ως ανατόμου και χειρουργού, αποτέλεσε την αιτία των πολλών του ενδιαφερόντων και πηγή μιας μεγάλης ποικιλίας ανακαλύψεων, που μπορούμε να τις διακρίνουμε σε δυο τελείως χωριστές κατηγορίες: ανακαλύψεις καθαρά ανατομικού και ανακαλύψεις, θα έλεγε κανείς, χειρουργικού χαρακτήρα.
Την ανατομική του φήμη οφείλει κυρίως στην πραγματεία του «Περί του ανθρώπινου αυτιού». Πρόκειται για την πληρέστερη περιγραφή της ανατομίας του αυτιού και της φυσιολογίας της ακοής, που του χάρισαν τον τίτλο του «ιδρυτή της σύγχρονης ωτολογίας».
Σαν χειρούργος υπήρξε υποστηρικτής της υποτασικής μεθόδου στη θεραπεία των ανευρυσμάτων και ο πρώτος που συνέλαβε τις δυνατότητες της αφαίρεσης του σπλήνα ή του ενός νεφρού.

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Όπως στην Ιταλία, οι ανατομικές μελέτες ανθούν τον 17ο αιώνα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι σοφοί των εθνών συνεργάζονται.
Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά κάτι πολύ ενδιαφέρον. Βλέπουμε τακτικά τον ίδιο ερευνητή να ασχολείται συγχρόνως με τη μακροσκοπική και τη μικροσκοπική ανατομική. Έτσι η πράξη αποδεικνύει όσα στην αρχή υποστηρίζαμε για το αλληλένδετο των δύο όψεων της ανατομικής.
Κάτι τέτοιο βλέπουμε στο πρόσωπο του Ρενιέ ντε Γκράαφ (Renie de Graaf, 1641-1673). Ολλανδός ανατόμος που υπήρξε μαθητής του ανατόμου Σίλβιους στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ανζέρ στη Γαλλία. Έκανε τις πρώτες επιστημονικές του έρευνες, που από την πλευρά της μακροσκοπικής ανατομικής μπορούν να θεωρηθούν θεμελιακές, πάνω στο παγκρεατικό υγρό κι έγινε γνωστός κυρίως για τις μελέτες του πάνω στο γεννητικό σύστημα, εκτελώντας συγχρόνως συγκριτικές παρατηρήσεις σε διάφορα είδη ζώων, που περιλάμβαναν τόσο τη λεπτή υφή, όσο και τη μορφή τους. Μελέτησε τους όρχεις και την ωοθήκη και παρατηρώντας στο μικροσκόπιο, ανακάλυψε σ’ αυτήν την ύπαρξη ωοθυλακίων (γκρααφιανά ωοθυλάκια). Υπήρξε ο πρώτος που εκτίμησε τις εργασίες του Βαν Λέβενχουκ και τις παρουσίασε στη Βασιλική Εταιρεία. Πέθανε σε νεαρή ηλικία από πανώλη.
Η άποψη ότι η μικροσκοπική ανατομική είναι πια το απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε άλλου ιατρικού κλάδου επιβεβαιώνεται στο πρόσωπο πολλών άλλων επιστημόνων της εποχής, μερικών από τους οποίους τα ονόματα έχουμε κιόλας συναντήσει.
Ο Τόμας Μπάρτον (1614-1673) είναι εκείνος που μελέτησε πρώτος με λεπτολόγο ακρίβεια τους αδένες του σώματος. Δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα των ερευνών του στη «Γενική αδενογραφία» του (Λονδίνο, 1656), αποδεικνύεται να έχει κατανοήσει καλά την εκκριτική λειτουργία των αδένων, τους οποίους διακρίνει απολύτως από όργανα όπως το έντερο, ο εγκέφαλος και άλλα, που πιστευόταν ότι εκτελούσαν αδενική λειτουργία. Το όνομα του αποθανατίστηκε στην ανατομική με την πετυχημένη περιγραφή του εκφορητικού πόρου του υπογνάθιου σιελογόνου αδένα, που ονομάστηκε βαρθώνειος πόρος.
Ο Τόμας Γουίλις (Thomas Willis, Οξφόρδη 1621 - Λονδίνο 1675) υπήρξε βαθύς ερευνητής του νευρικού συστήματος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και το 1620 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιό της. Το 1667 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου έγινε διάσημος συνδυάζοντας την πρακτική άσκηση της ιατρικής με την ανατομική μελέτη του εγκεφάλου και των αιμοφόρων αγγείων του. Σ’ αυτό αφιερώνει δυο βασικά έργα: την «Ανατομία του εγκεφάλου» (Λονδίνο, 1664) και το «Περί της ψυχής των ζώων» (Οξφόρδη, 1672). Με θαυμάσια εικονογράφηση από τον Κρίστοφερ Ρεν. Το όνομά του έχει δοθεί στις αρτηρίες της βάσης του εγκεφάλου (κύκλος του Γουίλις), στο 11ο ζεύγος των κρανιακών νεύρων (που πρώτος περιέγραψε) και στο τμήμα του στομάχου που εκτείνεται προς τον πυλωρό.
Ο Ραϋμόν Βιεσσάνς (Vieussens, 1641-1715), θαυμάσιος μελετητής κι αυτός του νευρικού συστήματος, διακρίθηκε κυρίως για το σύγγραμμά του «Γενική Νευρολογία» (1685), που αποτελεί ανατομική περιγραφή του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου. Άφησε το όνομά του στη Βιευσένεια βαλβίδα, στη Βιευσένεια αγκύλη και σε άλλα ανατομικά στοιχεία του σώματος.
Ο Θεόφιλος Μπονέ (1641-1715) και ο Ζαν Ζακ Μανζέ (1652-1742) είναι δυο ακόμα πρόσωπα, που θα μας απασχολήσουν περισσότερο αργότερα, όταν με αφορμή τον Μοργκάνι θα ασχοληθούμε με την εξέλιξη της παθολογικής ανατομικής.

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΕΝΩΝ
Πρόκειται για το Δανό Νικολάους Στένσεν, γνωστότερο με το λατινοποιημένο όνομα Στένο, που γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη το 1638 και πέθανε στο Σβέριν το 1686, σε ηλικία 48 ετών. Ο Στένων υπήρξε μια περίεργη φυσιογνωμία επιστήμονα και μυστικιστή, εξέχουσα προσωπικότητα μεταξύ των ανατόμων και βιολόγων του 17ου αιώνα.
Μαθητής του Γκέραρντ Μπλάες στο Άμστερνταμ, ύστερα από παραμονή 4 χρόνων στο Λέιντεν, επέστρεψε στην Κοπεγχάγη και αφιερώθηκε σε ανατομικές μελέτες, με επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τους αδένες.
Το 1665 τον υποδέχεται με εγκάρδιο ενθουσιασμό ο Φερδινάνδος Β’ στη Φλωρεντία. Εδώ, σε επαφή με τους Ιταλούς επιστήμονες, ύστερα από πνευματικό αγώνα δύο ετών, προσχωρεί στον καθολικισμό και συνεχίζει πάντοτε τις έρευνές του.
Το 1672 καλείται στην πατρίδα του και ονομάζεται βασιλικός ανατόμος. Αλλά έμεινε εκεί μόνο δύο χρόνια. Επανέρχεται στην Ιταλία και το 1675 χειροτονείται ιερέας. Το 1677 γίνεται επίσκοπος του Tischen και παπικός τοποτηρητής για τα σκανδιναβικά κράτη. Το 1680 μετατίθεται από την έδρα του, για να καταλήξει τελικά στον τόπο της γέννησής του, όπου έζησε σαν απλός ιερέας μέχρι το θάνατό του.
Χαρακτηρίσαμε τον Στένωνα επιστήμονα και μυστικιστή. Κι αν ακόμα η δραστηριότητά του σαν επιστήμονα και σαν κληρικού δεν αρκούσε για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, είναι οι σελίδες των έργων του που τον επιβεβαιώνουν κατά τρόπο αναντίρρητο. Η μελέτη της ανατομικής είναι για τον Στένωνα προσευχή προς το Θεό, τα θαυμάσια του οποίου αναγνωρίζει σε κάθε του τέλειο δημιούργημα, ιδίως στην κρυφή αρμονία των ζωντανών υπάρξεων. Ακόμα και η διάνοιξη πτωμάτων, που η όψη τους είναι απεχθής και αηδιαστική, δεν παύει να κάνει αισθητό το άπειρο μεγαλείο του Θεού: το έργο του ανατόμου αποκαλύπτει το κάλλος της θείας δημιουργίας που υπάρχει μέσα σε κάθε πλάσμα του Θεού, αρκεί το βέβηλο ανθρώπινο μάτι να μη περιοριστεί στην επιφανειακή όψη του.
Είναι δύσκολο στο λίγο διαθέσιμο χώρο μας να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα το έργο του Στένωνα. Συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι σαν ανατόμος επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη των αδένων (ο πόρος της παρωτίδας λέγεται Στενωνιανός) και στις σχέσεις τους με το λεμφικό σύστημα, της καρδιάς (που την αναγνώρισε σαν μυ) και ανέπτυξε τη μαθηματικοφυσική θεωρία της μυϊκής ενέργειας. Ασχολήθηκε και στο πεδίο της εμβρυολογίας (μελέτησε το αβγό της κότας και τον πλακούντα των σελαχιών, που μετά τον Αριστοτέλη κανείς δεν είχε μπορέσει να αναγνωρίσει). Για το σημαντικότερο έργο του «Προοίμιο περί του φυσικώς περιεχομένου στερεού εντός στερεού» (Φλωρεντία, 1659), που αποτελεί την πρώτη και βασική μελέτη για τα απολιθώματα, θα μιλήσουμε αργότερα αρκετά.

8/12/08

Η μέθοδος και τα αποτελέσματα [40]

Μια διακοπή στην πορεία της αφήγησής μας δεν θα ήταν άσκοπη στο σημείο που έχουμε φτάσει. Θα μας επέτρεπε μια συνοπτική ματιά στα όσα είπαμε μέχρι τώρα για το παρελθόν και θα έκανε ευκολότερη τη σύλληψη της βασικής τους έννοιας.
Ξεκινήσαμε από τις πρώτες δειλές απόπειρες για ανανέωση, που σημειώθηκαν στο διδακτικό κυρίως τομέα από τον Μοντίνο ντέι Λούτσι: στα πόδια της έδρας του διδασκάλου ένα ειδικευμένο άτομο προβαίνει στη διάνοιξη ενός πτώματος. Οι σπουδαστές βλέπουν εκ του φυσικού, όσα διαβάζει ο διδάσκαλος μέσα από τα κλασικά κείμενα. Αυτό, για να λέμε την αλήθεια, ήταν ένα δειλό βήμα, αλλά θεμελιώδες για τις κατοπινές προόδους της επιστήμης. Η παρουσία του πτώματος στην αίθουσα διδασκαλίας ήταν η αρχή: από την απλή παρατήρηση των όσων περιέγραφε ο Γαληνός και τα άλλα παραδοσιακά κείμενα, που ήταν επισήμως αναγνωρισμένα για τη διδασκαλία της ιατρικής, γεννήθηκε η επιθυμία του ελέγχου της ακρίβειας του περιεχομένου των κειμένων. Σιγά - σιγά άρχισαν να ανακαλύπτονται τα λάθη.
Αυτό έγινε τον 16ο αιώνα. Το πνεύμα όμως που οδήγησε μέχρις εκεί ήταν γέννημα της νέας νοοτροπίας που είχε εγκαινιάσει ο 15ος αιώνας. Ανάμεσα στους εκπροσώπους του κριτικού αυτού πνεύματος ξεχωρίζει ο Ν. Λεονιτσένο, που έστω και με σεβασμό τόλμησε να καταγγείλει τα σφάλματα των αρχαίων και να προχωρήσει σε κάτι εξίσου σπουδαίο: στην άμεση γνωριμία των κειμένων, που μέχρι τότε ήταν γνωστά μόνον από μεταφράσεις ή περιλήψεις, και στην υποβολή τους σε μια ευφυή και επιτυχημένη φιλολογική κριτική. Το γεγονός αυτό ήταν σπουδαίο, ακριβώς γιατί έπρεπε να προηγηθεί μια στενή γνωριμία με τα έργα αυτά, για να ωριμάσει η δυνατότητα μιας κριτικής επέμβασης επάνω στην ουσία τους.
Και αυτό το επίτευγμα ανήκει στον 16ο αιώνα. Είναι η εποχή κατά την οποία ανατόμος και παρασκευαστής συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Ο θεωρητικός κατεβαίνει από την έδρα και παίρνει στο χέρι του το νυστέρι του νεκροτόμου για να ελέγξει προσωπικά τους ισχυρισμούς του κλασικού κειμένου. Τότε αρχίζει μια διαδοχή μεγάλων μορφών: Κανάνο, Βεσάλιος, Φαμπρίτσιο, Κολόμπο, Τσεζαλπίνο, Εουστάκι, Χάρβεϊ.
Με τον πλούτο των παρατηρήσεων που συγκέντρωσαν όλοι αυτοί οι μεγάλοι, η επανάσταση της σκέψης ωριμάζει. Η καθημερινή, θα έλεγε κανείς, ανακάλυψη των σφαλμάτων της παράδοσης παρακινεί στη διατύπωση νέων απόψεων, στην αναζήτηση νέων δρόμων, στην προσπάθεια να βρεθούν νέες λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο.
Για να πραγματοποιηθούν όμως αυτές οι επιδιώξεις, είναι απαραίτητη και μια μέθοδος ριζικά νέα. Το πρόβλημα ακριβώς της μεθόδου είναι εκείνο που απασχολεί διάνοιες, όπως του Βάκωνα, του Γαλιλαίου και του Καρτέσιου. Ο Βάκων εισήγαγε στην κατασκευή του οικοδομήματος της επιστήμης τη λεγόμενη επαγωγική μέθοδο, το συλλογισμό δηλαδή που προχωράει από το μερικό στο γενικό. Κατά τον Βάκωνα η εμπειρία που μας προσφέρει το μερικό πρέπει να εισάγεται στη γενική γνώση. Αυτό είναι κάτι που εγγυάται το κύρος της και εμποδίζει κάθε αυθαίρετη θεωρητική κατασκευή. Το έργο του με τίτλο «Νέο Όργανο» είναι μια επανάσταση που στρέφεται κατά της παραγωγικής μεθόδου, που μέχρι τότε δυνάστευε την επιστημονική σκέψη.
Παράλληλα με τον Βάκωνα, αλλά από πολλές απόψεις πιο αποφασιστικός στην πορεία προς τα εμπρός, παρουσιάζεται ο Γαλιλαίος. Αυτός μαζί με τον Χομπς θα λύσει τη δυσκολία της μεθόδου του Βάκωνα, θα ταυτίσει δηλαδή τους επιστημονικούς νόμους, προς τους οποίους κατατείνει η ανθρώπινη γνώση μέσω της επαγωγής, με τους ποσοτικούς νόμους, που είναι οι μόνοι ανεξάρτητοι από το υποκείμενο που τους ερευνά και συνεπώς οι μόνοι πραγματικοί. Για να γίνουμε πιο σαφείς: το βάρος ενός αντικειμένου που ερευνούμε είναι αυτό που είναι, άσχετα από το αν αυτό το γεγονός αρέσει ή δεν αρέσει σε μας που εκτελούμε την έρευνα. Επιστημονικός είναι ο νόμος που θα βασιστεί στο βάρος κι όχι στα αν το φαινόμενο αυτό προσφέρει ή δεν προσφέρει ικανοποίηση σ’ εκείνον που έχει αναλάβει να το περιγράψει και να το εξηγήσει. Μόνον ένας τέτοιος νόμος μπορεί να έχει καθολική ισχύ. Ενεργώντας κανείς μ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέει την εμπειρία με το σωστό τρόπο της ενέργειας της νόησης κι αυτό εγγυάται την αλήθεια της γνώσης και την καθολική ισχύ της.
Από την πλευρά του ο Καρτέσιος απορρίπτει ως μη αληθές κάθε τι που δεν είναι προφανές και σαφές. Η μέθοδός του συνίσταται στο να διαιρεί «κάθε ένα από τα προς εξέταση προβλήματα σε τόσα μερίδια, όσα είναι δυνατόν και όσα είναι απαραίτητα για να λυθεί καλύτερα το πρόβλημα». Έτσι η σκέψη οδηγείται από τα απλούστερα, που η γνώση τους είναι ευκολότερη, σιγά - σιγά και προοδευτικά, στα πιο σύνθετα, εκτελώντας «σε κάθε περίπτωση απαριθμήσεις τόσο πλήρεις» και συλλαμβάνοντας «εποπτείες τόσο γενικές, ώστε να είμαστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν μας ξεφεύγει». Έτσι ο Καρτέσιος συνέβαλε, μαζί με το Γαλιλαίο, στο άνοιγμα νέων οριζόντων, βοηθώντας την επιστροφή στην αντίληψη των αρχαίων για τη διαίρεση των αντικειμένων σε ελάχιστα μόρια.
Η μεταφορά της αντίληψης αυτής στα ανατομικά δεδομένα για τον άνθρωπο προωθείται σημαντικά με την ανακάλυψη του μικροσκοπίου: το παρέγχυμα των οργάνων ανακαλύπτεται ότι είναι κατασκευασμένο από άπειρα μικρά μόρια και η παραδοσιακή αντίληψη ότι δεν είχε «υφή» ανατρέπεται. Μέσα στο νέο πλαίσιο που δημιούργησε η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, θεμελιώνεται με την αντίληψη αυτή η μικροσκοπική ανατομική, που συμπίπτει με τη γέννηση της νεώτερης επιστήμης. Ο ρόλος του Μαλπίγγι είναι εδώ καταλυτικός.
Παράλληλος ήταν και ο βαθμιαίος αποχωρισμός της χημείας από την αλχημεία και η ενσωμάτωσή της στην αληθινή επιστήμη. Νέοι ορίζοντες άνοιξαν και από την κατεύθυνση αυτή για τις ιατρικές σπουδές, πράγμα που γίνεται αισθητό τον επόμενο, κυρίως, αιώνα, όταν χημεία και μικροσκοπική ανατομική εργάζονται η μια πλάι στην άλλη με κοινό σκοπό την ανακάλυψη του βαθύτερου μυστηρίου της ζωής. Οι μεταρρυθμίσεις του τμήματος αυτού του 17ου αιώνα, όπως ακριβώς και εκείνες του 16ου, αισθητοποιούνται πολύ καλύτερα από κάθε λεκτική ανάλυση, με τη σύγκριση των ανατομικών γνώσεων που παρέλαβαν οι αιώνες αυτοί κι εκείνων που παρέδωσαν στους αιώνες που ακολουθούν. Οι μαρτυρίες που παίρνει κανείς έτσι, μιλούν κατά τρόπο θαυμαστό για τη γέννηση μιας νέας επιστήμης, όπως δεν την είχε μέχρι τότε γνωρίσει ο κόσμος και προετοιμάζουν για την κατανόηση της πορείας της επιστημονικής προσπάθειας του ανθρώπου στους κατοπινούς αιώνες.