«Όταν ήμουν λοιπόν νέος, Κέβη, ένοιωθα μια βαθειά επιθυμία να αποκτήσω τη σοφία εκείνη που, όπως ξέρουμε, την ονομάζουμε ιστορία της φύσης. Γιατί τη θεωρούσα λαμπρή τη γνώση αυτή, αφού έτσι γνωρίζει κανείς τις αιτίες κάθε πράγματος, δηλαδή γιατί γεννιέται, γιατί χάνεται και γιατί υπάρχει κάθε πράγμα. Κι όχι σπάνια αναστάτωνα τον εαυτό μου εξετάζοντας τα παρακάτω ζητήματα: τάχα το θερμό και το ψυχρό, όπως υποστηρίχθηκε, είναι εκείνα που όταν επιδράσουν επάνω σε σάπια ύλη, δημιουργούν ευνοϊκούς όρους για τη γέννηση και ανάπτυξη των ζώων;»
Τα λόγια αυτά βάζει ο Πλάτωνας στο στόμα του Σωκράτη, καθώς περίμενε στη φυλακή να του φέρουν το ποτήρι με το κώνειο. Τα λόγια του μεγάλου σοφού εκφράζουν τις απόψεις του διδασκάλου του, Αρχελάου (5ος αιώνας π.Χ.), που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι η ζωή παράγεται από την επίδραση του ψυχρού και του θερμού επάνω στην οργανική ύλη που αποσυντίθεται.
Ανάλογες απόψεις εξέφραζε ένας άλλος μεγάλος, ο Δημόκριτος, όπως μαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.): «Η γη, όλο λάσπη και εξαιρετικά μαλακή... σε μια πρώτη φάση στερεοποιήθηκε υπό την επίδραση της θερμότητας του ηλίου. Ύστερα, με το να έχουν προκληθεί επάνω στην επιφάνειά της ζυμωτικές επεξεργασίες υπό την επίδραση της θερμότητας, άρχισαν να σχηματίζονται εδώ κι εκεί φυσαλίδες υγρασίας, γύρω από τις οποίες προκλήθηκαν σήψεις, μέσα σε λεπτές μεμβράνες, όπως και σήμερα ακόμα μπορούμε να δούμε να παρουσιάζονται στα τέλματα και σε ελώδη μέρη, όταν σε μια πρώτη φάση η ζώνη αυτή ψύχεται και μετά ξαναθερμαίνεται απρόοπτα και λίγο-λίγο. Και μια και τα υγρά αυτά μόρια, με την επίδραση, όπως είπαμε, της θερμότητας, παρήγαγαν έμβρυα, η νυχτερινή ομίχλη, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα, τα έτρεφε, ενώ η θερμότητα του ηλίου τα δυνάμωνε. Στο τέλος, όταν σιγά-σιγά τα έμβρυα αυτά είχαν φτάσει στο τέρμα της ανάπτυξής τους, οι μεμβράνες σχίζονταν και έβγαιναν στο φως τα διάφορα είδη ζώων. Τα πιο θερμά από αυτά υψώνονταν στον αέρα και γίνονταν πουλιά. Εκείνα πάλι που αποτελούνταν κυρίως από λάσπη, κατέληγαν στην τάξη των ερπετών και των άλλων επίγειων ειδών, ενώ εκείνα που τους έλαχε μια φύση ιδιαίτερα υγρή, έσπευδαν προς το στοιχείο που ήταν σύμφωνο με τη φύση τους και ονομάστηκαν ψάρια».
Ο Δημόκριτος μάλιστα είχε προχωρήσει περισσότερο, επιχειρώντας να εξηγήσει και την αναπαραγωγή που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή για την καταγωγή της ζωής: με το να στερεοποιηθεί η γη σε μεγάλο βαθμό, δεν ήταν πια σε θέση να παράγει ζώα μεγάλων διαστάσεων, οπότε αυτά άρχισαν να αναπαράγονται ζευγαρώνοντας. Η άποψη αυτή επιτρέπει την υποψία ότι ο Δημόκριτος δεν απέκλειε την παραγωγή μικρών ζώων κατευθείαν από τη γη, υπό την επίδραση του ψυχρού και του θερμού.
Η ίδια θεωρία εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή από τους επιστήμονες και τους καλλιεργημένους ανθρώπους του Μεσαίωνα, της περιόδου του Ουμανισμού και της Αναγέννησης. Και διερωτάται κανείς πώς ήταν δυνατόν η θεωρία του Δημόκριτου να καλύψει τόσο μεγάλες χρονικές αποστάσεις, επικρατώντας μέχρι τους νεώτερους χρόνους, όταν στον 1ο ακόμα αιώνα π.Χ. ήταν τόσο λίγα γνωστά για τον μεγάλο σοφό. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη.
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αν η θεωρία του Δημόκριτου για την αυτόματη γένεση, που υποστήριζε όπως είδαμε και ο διδάσκαλος του Σωκράτη, Αρχέλαος, επεβίωσε δια μέσου των αιώνων, αυτό οφείλεται στη συστηματοποίηση που της έκανε ένας άλλος μεγάλος σοφός, ο Αριστοτέλης. Η μεγάλη αυτή διάνοια, που αποτύπωσε τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας της για σειρά αιώνων στην ανθρώπινη σκέψη, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα προβλήματα των φυσικών επιστημών.
Στον Αριστοτέλη οφείλεται το πρώτο σύστημα ταξινόμησης των ζώων με βάση δύο κριτήρια: ομοιότητες ανάμεσα σε βασικά ανατομικά γνωρίσματα και ομοιότητες στον τρόπο της ανάπτυξής τους. Ιδιαίτερη στροφή της οξείας αριστοτελικής παρατήρησης προς τα προβλήματα της ανάπτυξης του ζωικού οργανισμού, πρέπει ίσως να αποδοθεί στο γεγονός ότι θεωρούσε την ανάπτυξη ως βασικό διαφορικό γνώρισμα μεταξύ οργανικού και ανόργανου κόσμου.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει 4 τύπους γένεσης. Ο ένας είναι εκείνος που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, που, όπως είδαμε, ο Δημόκριτος θεωρούσε τέχνασμα της φύσης, από τη στιγμή που η γη δεν μπορούσε πια να παράγει αυτομάτως μεγάλα ζώα, άποψη στην οποία δεν προσχωρεί ο Αριστοτέλης. Οι άλλοι τρεις τύποι είναι: η γένεση χωρίς ζευγάρωμα, η γένεση με βλάστηση και η αυτόματη γένεση.
Διαιρώντας τα ζώα σε δύο μεγάλες συνομοταξίες, σε έναιμα (εκείνα που έχουν αίμα) και άναιμα (εκείνα που δεν έχουν αίμα), υποστήριζε ότι τα κατώτερα ζώα και των δυο ομάδων, δηλαδή τα έντομα της πρώτης και τα μαλακόστρακα της δεύτερης (στα οποία περιλάμβανε και ζώα όπως οι αχινοί και τα κοιλεντερωτά, που σήμερα ταξινομούνται αλλού), αναπαράγονται με την αυτόματη γένεση. Τον τρόπο αυτόν της γένεσης θεωρούσε ο Αριστοτέλης, όπως και ο μαθητής του Θεόφραστος, τυπικό για ορισμένα είδη φυτών. Έτσι η θεωρία της αυτόματης γένεσης του Δημοκρίτου περνά στους κατοπινούς αιώνες μέχρι την Αναγέννηση, με τη μορφή που της έδωσε ο Αριστοτέλης. Σε τι όμως συνίστανται οι τροποποιήσεις που της επέφερε;
Πρώτα απ’ όλα, το θερμό στοιχείο, που επιδρώντας επάνω στη γη και στο νερό, προκαλεί τη γένεση των όντων, δεν είναι πια η θερμότητα του ηλίου. Είναι μια θερμότητα ψυχική, που σε συνδυασμό με το ζωτικό πνεύμα που γεμίζει το σύμπαν ολόκληρο, γεννά από την λάσπη μια φυσαλίδα οργανικής ύλης, έμβρυο ενός μελλοντικού ζώου.
Δεύτερον, κατά τον Αριστοτέλη, άλλη είναι η αυτόματη γένεση από τη λάσπη και άλλη εκείνη που γίνεται από μια εστία σήψης, αντίθετα προς την άποψη του Δημόκριτου, σύμφωνα με την οποία η σήψη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση του σχηματισμού του εμβρυικού κυστιδίου.
Τρίτον, ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει, κυρίως στα έντομα, ότι όχι μόνο ζευγαρώνουν, αλλά παράγουν και σκουλήκια (τις νύμφες), που τα θεωρούσε τέλεια ζώα. Έτσι, κατά την άποψή του θα έπρεπε η αυτόματη γένεση, που και ο Ηρόδοτος είχε παρατηρήσει στις συλλογές του νερού που έμεναν όταν ο Νείλος τραβιόταν (είχε δει να γεννιόνται γυρίνοι που τους νόμιζε για ψάρια), να συμβιβάζεται με τη γέννηση νυμφών ύστερα από το ζευγάρωμα εντόμων. Και πράγματι, ο Αριστοτέλης έδινε εδώ μια ευφυή λύση: η γένεση με το ζευγάρωμα γίνεται μόνο μια φορά, τα δε όντα που προέρχονται από αυτήν είναι ανίκανα να αναπαραχθούν και συνεπώς κλείνουν τον αναπαραγωγικό κύκλο. Και δεν έπεφτε έξω, μιας και οι νύμφες των εντόμων, επειδή δεν είναι τέλεια ζώα, κάτι που αγνοούσε ο Αριστοτέλης, δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Και κατέληγε ότι τα μεν ζώα που προέρχονταν από αυτόματη γένεση, ήταν σε θέση να αναπαραχθούν ζευγαρώνοντας, ενώ τα προϊόντα του ζευγαρώματος αυτού ήταν ανίκανα για αναπαραγωγή και θα εξαφανίζονταν από τη γη, αν η ανεξάντλητη πηγή ζωής δεν τα αντικαθιστούσε με άλλα, γόνιμα.
Αυτόματη γένεση στα ανώτερα ζώα, ο Αριστοτέλης παραδέχεται στην περίπτωση ενός και μόνο ζώου: του χελιού. Που οι λεπτομέρειες της αναπαραγωγής του δεν είναι ούτε στη δική μας εποχή ξεκαθαρισμένες. Πρόκειται για πρόβλημα της γενικής βιολογίας ελκυστικό, αλλά και δυσεπίλυτο. Εμπρός στο αδιέξοδο που αντιμετώπιζε, ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αυτόματη γένεση του χελιού, μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα ανώτερα ζώα.
ΜΕΓΑΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Πώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι μια τόσο μεγαλοφυής διάνοια, όπως ο Αριστοτέλης, παραδέχεται μια αρχή τόσο ακατανόητη, όπως η αυτόματη γένεση;
Πρώτον, οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη είναι αποτέλεσμα νοητικής επεξεργασίας κι όχι πειραματικής ανάλυσης. Βέβαια, το πείραμα δεν του ήταν κάτι το τελείως ξένο. Θέλοντας π.χ. να εκτιμήσει το βάρος του αέρα, πήρε την κύστη ενός ζώου, τη φούσκωσε, τη ζύγισε, την ξεφούσκωσε και την ξαναζύγισε. Με τα χονδροειδή μέσα της εποχής του, όμως, δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει διαφορά βάρους ανάμεσα στην κενή και τη γεμάτη κύστη, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην πλάνη ότι ο αέρας δεν έχει βάρος. Βέβαια το σφάλμα της πειραματικής διάταξης είναι εδώ προφανές για τον καθένα. Αλλά το σπουδαιότερο είναι η έλλειψη επιστημονικής πειραματικής αντίληψης, έτσι που και ορθότερα αν ήταν οργανωμένο το πείραμα, αυτό δεν θα σήμαινε πολλά πράγματα: ο λογισμός του Αριστοτέλη ήταν παραγωγικός και όχι επαγωγικός. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Γαλιλαίος, είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης παρατηρούσε τη φύση και επάνω στις παρατηρήσεις του οικοδομούσε τις καθολικές του προτάσεις. Παρατήρηση, όμως, δε σημαίνει και πείραμα, ώστε αν και ο Αριστοτέλης παρατηρούσε, παρόλα αυτά οι ερμηνείες του ήταν παραγωγικές.
Δεύτερον, στη διατύπωση αντιλήψεων, όπως εκείνης της αυτόματης γένεσης, οδηγούσε αναπόφευκτα η έλλειψη ορισμένων τεχνικών προϋποθέσεων, όπως η οπτική μεγέθυνση. Το γεγονός αυτό απέκλειε κάθε παρατήρηση της λεπτής κατασκευής των ζωικών οργανισμών και μάλιστα των μικρότερων από αυτούς, όπως είναι τα έντομα και τη μελέτη λεπτότατων οργάνων, όπως τα όργανα της αναπαραγωγής.
Αλλά και η ύπαρξη τεχνικών τελειοποιήσεων θα μπορούσε να αποβεί αποδοτική μόνο υπό τον όρο της ύπαρξης της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή του πειραματικού πνεύματος. Και να η απόδειξη: Οι μεγεθυντικές ιδιότητες τεμαχίων κρυστάλλων δεν ήταν καθόλου άγνωστες στους αρχαίους, που τις είχαν παρατηρήσει συμπτωματικά σε τεμάχια κρυσταλλικού υλικού που το σχήμα τους πλησίαζε το σχήμα του φακού. Κανείς όμως από τους σοφούς της αρχαιότητας δεν σκέφτηκε να καταφύγει στις ιδιότητες των υποτυπωδών έστω αυτών φακών, για λόγους επιστημονικής έρευνας.
Ο συνδυασμός του πειραματικού τρόπου του σκέπτεσθαι με το τεχνικό μέσο της οπτικής μεγέθυνσης πραγματοποιείται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα: τότε και η θεωρία της αυτόματης γένεσης δέχεται τα πρώτα σφοδρά πλήγματα, για να καταρρεύσει οριστικά τους δύο επόμενους αιώνες που ακολουθήσουν.
Εκείνο που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει στον Αριστοτέλη, είναι η παρατήρηση της φύσης. Βασιζόμενος στο δεδομένο αυτό ο Γαλιλαίος έγραψε στο βιβλίο του «Διάλογοι περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «...στον αιώνα μας έχουμε γεγονότα και παρατηρήσεις νέα και τέτοια που δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι αν ο Αριστοτέλης ήταν στην εποχή μας θα άλλαζε γνώμη». Τη διαφορά του Αριστοτέλη και των επιστημόνων της νέας εποχής, αναπτύσσει ο Γαλιλαίος στη συνέχεια της περικοπής που μόλις παραθέσαμε: «Αυτό (ότι δηλαδή ο Αριστοτέλης θα άλλαζε γνώμη) συνάγεται καθαρά από τον ίδιο τον τρόπο της φιλοσοφίας του: γιατί ενώ γράφει πως θεωρεί αναλλοίωτους τους ουρανούς, γιατί τίποτε καινούργιο δεν φάνηκε να γεννιέται ή να διαλύεται από την αρχαιότητα, αφήνει σιωπηλά να εννοηθεί, ότι αν είχε δει ένα τέτοιο γεγονός, θα είχε πιστέψει το αντίθετο και θα είχε προτιμήσει, όπως αρμόζει, την εμπειρία από το λόγο (τα συμπεράσματα της πείρας από τον αφηρημένο συλλογισμό), γιατί αν δεν ήθελε να συμφωνήσει με τις αισθήσεις, τουλάχιστον δεν είχε υποστηρίξει το αμετάβλητο, έστω κι αν δεν έβλεπε οποιαδήποτε αισθητή μεταβολή» (κεφ.Ζ,75).
Η αντιπαράθεση της εμπειρίας με τη νοητική διεργασία δε σημαίνει, όπως υπογραμμίζεται, ότι ο Γαλιλαίος αποδίδει στον Αριστοτέλη έναν ευτελή εμπειρισμό. Αποδεικνύει μάλλον ότι για την οικοδόμηση της επιστήμης απαιτείται ενότητα αίσθησης και νόησης, εμπειρίας και νοητικής διεργασίας, έτσι που να μη καταντά η επιστήμη αφηρημένη σύνθεση, έξω από τις βάσεις της πραγματικότητας.
Αυτά έλεγε και υποστήριζε ο Γαλιλαίος για να ξεκαθαρίσει, φυσικά, τη δική του θέση απέναντι στον Αριστοτέλη και τους αριστοτελικούς και να εντοπίσει το αντικείμενο της πολεμικής του, που δεν ήταν ακριβώς ο Αριστοτέλης, αλλά οι αριστοτελικοί. Ένα απόσπασμα και πάλι από τους διαλόγους του είναι αρκετά ενδεικτικό των προθέσεών του: «Ούτε... λέω ότι δεν πρέπει να ακούμε τον Αριστοτέλη, μάλιστα δε συνιστώ να τον μελετάμε με επιμέλεια. Κατακρίνω μόνο το να γίνεται κανείς θύμα του έτσι, που να προσυπογράφει στα τυφλά κάθε του λόγο και χωρίς να αναζητάει άλλες εξηγήσεις να τον θεωρεί θέσφατο και απαραβίαστο. Αυτό αποτελεί κατάχρηση που προέρχεται κατ’ ευθείαν από μια άλλη υπερβολική αταξία, από το ότι δεν προσπαθούν πια να καταλάβουν τη δύναμη των αποδείξεών του. Και δεν είναι τίποτα πιο άσχημο από το να ακούς σε δημόσιες συζητήσεις και ενώ πρόκειται για συμπεράσματα που μπορούν να αποδειχθούν, να πετιέται κάποιος στη μέση με ένα κείμενο, πολύ συχνά γραμμένο με εντελώς άλλο σκοπό και να κλείνει με αυτό το στόμα του αντιπάλου του;» (κεφ.Ζ,139).
Αυτοί που ενεργούσαν έτσι ήταν οι αριστοτελικοί, σε αντιπαράθεση προς το σοφό, του οποίου παρουσιάζονταν οπαδοί και αυθεντικοί ερμηνευτές. Αλλά το σφάλμα τους ήταν ασυγχώρητο, ενώ τα σφάλματα του διδασκάλου δικαιολογημένα από τη στενότητα των παρατηρήσεων που ήταν δυνατές στην εποχή του.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ
Πάντως, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στους νέους επιστήμονες διαπιστώνεται μια αγεφύρωτη διαφορά, που ο Γαλιλαίος δεν τονίζει όσο πρέπει. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία που προσφέρει η απλή παρατήρηση της φύσης και στα αποτελέσματα που προσφέρει ο έλεγχος της εμπειρίας με το πείραμα. Η πρώτη ήταν η βάση του αριστοτελικού οικοδομήματος. Ο δεύτερος, η μεγάλη καινοτομία του 17ου αιώνα, που δε ξεπέρασε απλά τα όρια του σεβασμού προς την παράδοση, αλλά και τα όρια της εμπειρίας με τον πραγματικό έλεγχο. Ένα παράδειγμα θα βοηθήσει καλύτερα την κατανόηση της διαφοράς: η περίδεση του βραχίονα που έγινε πρώτα από τον Φαμπρίτσιο και μετά από τον Χάρβεϊ, έχει τελείως διαφορετικό νόημα για τον πρώτο ερευνητή από ό,τι έχει για τον δεύτερο. Για τον Φαμπρίτσιο, η διόγκωση των φλεβών που παρατηρείται ύστερα από την περίδεση του βραχίονα δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ενός γεγονότος που αποκαλύπτει η εμπειρία, ότι δηλαδή οι φλέβες διογκώνονται αντίστοιχα με τις βαλβίδες τους. Για τον Χάρβεϊ δεν είναι πραγματικό πείραμα, γιατί δεν αποτελεί πειραματική αναπαραγωγή και επιβεβαίωση μιας υπόθεσης, που με τον τρόπο αυτό αποκτά το κύρος επιστημονικού νόμου. Αυτό όμως ισχύει για το πείραμα του Βαν Χέλμοντ, σχετικά με την ανάπτυξη των φυτών, με το οποίο μια υπόθεση του επιστήμονα αυτού φάνηκε να επιβεβαιώνεται και να μετατρέπεται σε επιστημονική αλήθεια. Κι αυτό, άσχετα από το γεγονός ότι το πείραμα δεν πραγματοποιήθηκε κατά τον ορθό τρόπο και οδήγησε τον πειραματιστή σε εσφαλμένα, εν μέρει, συμπεράσματα. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη με την οποία ο Γκλίσσον το 1677 ζήτησε να ελέγξει τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο όγκος ενός μυός που βρίσκεται σε συστολή είναι αυξημένος. Έκλεισε λοιπόν τον μυώδη βραχίονα ενός ανδρός μέσα σε ένα σωλήνα γεμάτο νερό, τελείως κλειστό από τα δυο του άκρα, που συνδεόταν με ένα σωλήνα μικρότερης διαμέτρου. Αν ο όγκος του μυός μεταβαλλόταν με τη συστολή, θα έπρεπε το επίπεδο του νερού στο μικρότερο σωλήνα να μετακινηθεί. Με τον τρόπο αυτόν ο Γλίσσον διαπίστωσε ότι ο όγκος ενός μυός δεν αυξάνεται κατά τη συστολή του, μάλιστα δε, όπως παρατήρησε (εσφαλμένα βέβαια) έπρεπε να ελαττώνεται. Και το μεν σφάλμα οφειλόταν προφανώς στην ατέλεια της πειραματικής διάταξης. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει την ενέργεια του Γκλίσσον, όπως και του Βαν Χέλμοντ, είναι το πνεύμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε: η προσφυγή σ’ ένα τεχνητό μέσο για να αποκαλυφθούν τα μυστικά του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η εμπειρία λοιπόν είναι η βάση της επιστήμης, όχι όμως μόνο σαν απλή παρατήρηση, αλλά και σαν αποτέλεσμα, που προκύπτει από τη δημιουργία συνδυασμών καταστάσεων που αποσαφηνίζουν τα δεδομένα της παρατήρησης και επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις, στη διατύπωση των οποίων εκείνη συνέβαλε.
Ο Αριστοτέλης δεν είχε φτάσει στο σημείο αυτό. Πολύ περισσότερο δεν ήσαν σε θέση να φτάσουν οι αριστοτελικοί. Φυσικά, όπως ήδη σημειώσαμε για την αναζήτηση του βάρους του αέρα, το πείραμα δεν ήταν άγνωστο για το μεγάλο σοφό. Ποτέ όμως δε διανοήθηκε να το αναγάγει σε μέθοδο. Αυτό ήταν έργο του 17ου αιώνα. Μια δεσπόζουσα φυσιογνωμία του, ο Φράνσις Μπέηκον (Φραγκίσκος Βάκων), οφείλει και το θάνατό του, σύμφωνα με την παράδοση, στο πάθος του πειραματισμού. Ταξίδευε, όπως λένε οι παλαιοί βιογράφοι του, προς το Λονδίνο, τον βαρύ και ατέλειωτο χειμώνα του 1626. Κάποια στιγμή κατέβηκε από την κλειστή του άμαξα για να εκτελέσει ένα πείραμα: ήθελε να διαπιστώσει αν μια κότα, που θα είχε παγώσει, θα διατηρείτο αναλλοίωτη ή θα υφίστατο κι αυτή τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Κατέβηκε λοιπόν στα χιόνια και κυνηγώντας την κότα για να την ετοιμάσει σύμφωνα με τους όρους του πειράματος που ετοίμαζε, άρπαξε ένα φοβερό κρυολόγημα και πέθανε από πνευμονία. Τέτοιες διηγήσεις, και αν ακόμα δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένες ιστορικά, παρακίνησαν ανθρώπους, όπως ο ντε Σάνκτις, να δουν στο πρόσωπο των πρωτοπόρων αυτών τους μάρτυρες και αγίους της νέας επιστήμης!
ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΡΕΝΤΙ
Ένα τέκνο της εποχής αυτής, που συνέλαβε απόλυτα τη δύναμη του πειράματος και το χρησιμοποίησε στην έρευνα της γένεσης της ζωής, ήταν ο Φραντσέσκο Ρέντι. Η ζωή του (γεννήθηκε το 1626 στο Αρέστο της Τοσκάνης) άρχισε με την απόκτηση πλούσιων εμπειριών από σπουδές και ταξίδια. Ύστερα από τη σπουδή της γραμματικής και ρητορικής, που εξακολουθούσε να αποτελεί την προϋπόθεση για σοβαρότερες ιατρικές σπουδές και την απόκτηση του πτυχίου του ιατρού και φιλοσόφου, πήρε και τον διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο της Πίζας, σε ηλικία 21 ετών. Στα ταξίδια του περιέλαβε όλη την ιταλική χερσόνησο, τη Ρώμη, τη Νάπολι, τη Μπολόνια, τη Βενετία και την Πάδοβα. Καρπός των ταξιδιών αυτών υπήρξε μια βιβλιοθήκη θαυμάσια, όχι μόνο για τις σπάνιες εκδόσεις που περιλάμβανε, αλλά και γιατί αντικατοπτρίζει την πολυμορφία των ενδιαφερόντων και τον πλούτο των χαρισμάτων του. Φιλόλογος δεινός κι αναδιφητής των παλαιών κειμένων, πρόδρομος της μυθιστοριογραφίας, ποιητής λεπτός και καλλιεργημένος, ακαδημαϊκός και αρχίατρος των δουκών της Τοσκάνης, εγκαθίσταται από το 1653 οριστικά στη Φλωρεντία κι εκεί αφοσιώνεται στις πολύπλευρες μελέτες του.
Παρακάμπτομε τα φιλολογικά του επιτεύγματα, που δεν είναι μικρή η σημασία τους στο πλαίσιο της ιταλικής γραμματείας, για να δούμε για λίγο τις «εμπειρίες που απέκτησε από τη φύση», μελετώντας κάτω από την προστασία των δουκών της Τοσκάνης και ιδίως του Φερδινάνδου Β'.
Παρά την απασχόλησή του με καθήκοντα κατώτερα από την αξία του και με τα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι σπατάλες των αδελφών του, δεν έπαυε στιγμή να ασχολείται με τα προβλήματα των «φυσικών εμπειριών» που τον απασχολούσαν. Δύο απ’ αυτά τον απασχόλησαν πιο πολύ: το θέμα του δηλητηρίου της οχιάς και το πρόβλημα της αυτόματης γένεσης. Παράλληλα με τις δύο αυτές ενασχολήσεις του, έρχονται και άλλες σε πιο δεύτερο επίπεδο. Τον απασχόλησαν τα φυτικής προέλευσης φάρμακα των Ινδιών, προβλήματα που σχετίζονται με την ύπαρξη ελών, η ανακάλυψη διόπτρων, τα παράσιτα κλπ.
Τις πιο ενδιαφέρουσες, πάντως, σελίδες του έχει αφιερώσει στην αυτόματη γένεση, που παρά τα όσα επαναστατικά είχαν μεσολαβήσει στην επιστήμη, μεταξύ του 15ου και του 17ου αιώνα, εξακολουθούσε να γίνεται δεκτή με τη μορφή που την είχε μεταβιβάσει στους κατοπινούς αιώνες ο Μεσαίωνας. Στις σελίδες αυτές του Ρέντι σμίγουν το εκλεπτυσμένο του ύφος με συλλήψεις άξιες μιας μεγαλοφυΐας.
Στο βιβλίο του «Εμπειρίες», που δημοσιεύτηκε στη Φλωρεντία το 1668, ο Ρέντι μας δίνει την εικόνα της κατάστασης των γνώσεων για τη γένεση της ζωής, που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας της εποχής του. «Σύμφωνα με όσα σας είπα», γράφει ο Ρέντι, «και με εκείνα που λένε οι παλαιοί και οι νέοι συγγραφείς και η κοινή γνώμη, κάθε σήψη πτώματος βρίσκεται σε αποσύνθεση και κάθε ακαθαρσία από οποιοδήποτε άλλο αποσυντιθέμενο πράγμα γεννάει τα σκουλήκια και τα τρέφει».
Προφανώς, το επίπεδο των γνώσεων έχει σταματήσει στον Αριστοτέλη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο Μπαγγελάρντο (15ος αιώνας) στην πραγματεία του «Περί των ασθενειών των νηπίων» υποστηρίζει την προέλευση των σκουληκιών του εντέρου από τη σήψη ειδικών χυμών που υπάρχουν μέσα στον εντερικό σωλήνα των παιδιών.
Η ΝΕΑ ΜΕΘΟΔΟΣ
Ο Ρέντι όμως ανοίγει τις «Παρατηρήσεις γύρω από τις έχιδνες» (Φλωρεντία, 1664) με τα εξής λόγια: «Κάθε μέρα πείθομαι και πιο πολύ για την ορθότητα της πρόθεσής μου να μη θέλω να δίνω πίστη στα φυσικά πράγματα, εκτός από εκείνα που βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια και αν δεν έλθει να μου τα επιβεβαιώσει και να μου τα επαναβεβαιώσει η εμπειρία. Γιατί καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ, πόσο πολύ δύσκολο είναι να ανιχνεύεις την αλήθεια που συχνά στηρίζεται στο ψέμα...». Και συνεχίζει: «Με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ώστε αν ένας από τους αρχαίους σοφούς ανέφερε για αληθινή στα έργα του κάποια διήγηση, το μεγαλύτερο μέρος των μεταγενέστερων τον πίστευαν στα τυφλά, χωρίς άλλη έρευνα και την ξανάγραφαν βασισμένοι στην καλή πίστη του πρώτου που την έγραψε. Έτσι μιλούσαν σαν... παπαγάλοι και το μεγάλο πλήθος των εύπιστων και άπειρων λογίων έγραφε και διάβαζε και πίστευε ψεύδη πολύ επίσημα, που προκαλούν ναυτία».
Στις λίγες αυτές γραμμές συμπυκνώνονται οι αντιλήψεις του Ρέντι: εμπειρία που επαναλαμβάνεται, όχι δηλαδή απλή παρατήρηση, αλλά και πειραματισμός, που επιβεβαιώνει τα πορίσματα της παρατήρησης και απόλυτη ανεξαρτησία από την παράδοση, έλεγχος και σε αρνητική του έκβαση, απόρριψη της.
ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΤΙ
Με τέτοιες αντιλήψεις άρχισε ο Ρέντι την πρώτη του σειρά των πειραμάτων του: «... θέλοντας να ανιχνεύσω την αλήθεια (ότι δηλαδή από τις επεξεργασίες της αποσύνθεσης παράγονται ζωντανά πλάσματα), έβαλα στις αρχές του Ιουνίου να σκοτώσουν τρία από εκείνα τα φίδια, που τα λέμε του Ασκληπιού. Αμέσως μετά το θάνατό τους, τα τοποθέτησα σ’ ένα ανοικτό κουτί για να αποσυντεθούν εκεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός, που τα είδα σκεπασμένα με σκουλήκια, που είχαν σχήμα κέρατος και καθόλου πόδια και όσο τουλάχιστον φαινόταν στο μάτι καταγίνονταν στο να καταβροχθίσουν τις σάρκες κερδίζοντας συγχρόνως σε διαστάσεις».
Τα σκουλήκια, που δεν ήταν τίποτε άλλο από νύμφες εντόμων, αφού κατανάλωσαν το κρέας, «έφυγαν από μια μικρή οπή του κουτιού το οποίο είχα κλείσει... χωρίς να μπορέσω ποτέ να ξαναβρώ το μέρος που είχαν καταφύγει».
Παρακινημένος από το πείραμα αυτό, αρχίζει ο Ρέντι ένα νέο στις 11 Ιουνίου, βάζοντας «σε ενέργεια τρία άλλα από τα ίδια φίδια, αφού πέρασαν τρεις μέρες, είδε επάνω τους σκουλήκια, που από ώρα σε ώρα αυξάνονταν σε αριθμό και μέγεθος, αλλά ενώ είχαν όλα το ίδιο σχήμα δεν είχαν το ίδιο χρώμα». Τα σκουλήκια αυτά «αφού έφαγαν εκείνες τις σάρκες, ζητούσαν με αγωνία να βρουν κάποιο δρόμο για να μπορέσουν να φύγουν. Έχοντας όμως κλείσει πολύ καλά όλες τις χαραμάδες, παρατήρησα ότι στις 19 του ίδιου μήνα, μερικά από τα μεγάλα και τα μικρά σκουλήκια άρχισαν, σαν να αποκοιμούνται, να μένουν ακίνητα και στη συνέχεια να κουλουριάζονται παίρνοντας χωρίς να το αντιληφθεί κανείς σχήμα που έμοιαζε με αυγό, με χρώμα λευκό στην αρχή, χρυσοκίτρινο μετά, που σιγά-σιγά έγινε κοκκινωπό και τέτοιο έμεινε σε μερικά αυγά. Σε άλλα, το χρώμα ήταν διαφορετικό, δηλαδή έκλινε προς το μαύρο, αλλά τόσο τα κόκκινα, όσο και τα μαύρα γίνονταν πολύ σύντομα σκληρά σαν αληθινά όστρακα».
Η περιέργεια του Ρέντι μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ. Παρατηρώντας πιο προσεχτικά διαπίστωσε διαφορές όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στο σχήμα. Και συνεχίζει: «Γιατί, αν και φαίνονταν πως όλα αδιακρίτως αποτελούνταν από δακτυλίους συνδεδεμένους μεταξύ τους, παρόλα αυτά οι δακτύλιοι αυτοί ήταν πιο έκτυποι και πιο εμφανείς στα μαύρα παρά στα κόκκινα, που με την πρώτη ματιά έμοιαζαν σχεδόν λεία και στο ένα τους άκρο δεν είχαν, όπως τα μαύρα, κάποια μικρή κοιλότητα, που δε διέφερε πολύ από την κοιλότητα που μένει στα λεμόνια ή τα άλλα φρούτα, όταν κόβονται από το μίσχο».
Χώρισε τότε τα αυγά σύμφωνα με το χρώμα τους, τοποθετώντας τα σε διαφορετικά γυάλινα αγγεία και να: «Στις 8 ημέρες, έβγαινε από κάθε κοκκινωπό αυγό, σπάζοντας το κέλυφος, μια μύγα σταχτιά, θαμπή, ζαλισμένη, θα έλεγε κανείς, σαν αδούλευτο πρόπλασμα μύγας, με φτερά ακόμα αξεδίπλωτα, που στη συνέχεια σε 5-10 λεπτά της ώρας άρχισαν να ξεδιπλώνονται και να διαστέλλονται στη σωστή αναλογία προς το μικρό τους σώμα, που κι αυτό στο χρονικό εκείνο διάστημα είχε πάρει την ταιριαστή και φυσική συμμετρία των τμημάτων του. Και σαν στολισμένη, έχοντας αφήσει το χλωμό σταχτί χρώμα, είχε ντυθεί ένα πράσινο ζωηρότατο και θαυμαστά λαμπρό. Όλο δε το σώμα του είχε διασταλεί και μεγαλώσει έτσι, που να φαίνεται αδύνατο να μπορέσει κανείς να πιστέψει, πώς ήταν δυνατόν να έχει ποτέ χωρέσει στο μικρό εκείνο κέλυφος».
«Από τα άλλα εκείνα αυγά, κατόπιν, τα μαύρα χρειάστηκαν 14 ημέρες για να γεννηθούν κάτι μεγάλες μαύρες μύγες με άσπρες γραμμές και την κοιλιά τριχωτή και κόκκινη στο κάτω μέρος, από τι ίδιο είδος που βλέπουμε καθημερινά να τριγυρίζει στα σφαγεία και τα σπίτια, γύρω από τα κρέατα. Όταν γεννήθηκαν ήταν κακοφτιαγμένες και εξαιρετικά βραδυκίνητες, με φτερά αξεδίπλωτα, όπως είχε συμβεί με τις πρώτες εκείνες τις πράσινες».
Βγήκαν ακόμα και άλλα είδη μύγες, πράγμα που δυσκόλευσε την κατάσταση του φαινομένου για τον Ρέντι: «Αυτές οι τόσο διαφορετικές γενιές μύγες, που είχαν βγει από ένα και το αυτό πτώμα, δεν ικανοποιούσαν το πνεύμα μου και με παρακινούσαν στην εκτέλεση νέων πειραμάτων».
Στο νέο πείραμα χρησιμοποίησε 6 κουτιά χωρίς κάλυμμα. Όπως γράφει ο ίδιος: «Στο πρώτο έβαλα δύο από τα φίδια που λέμε, στο δεύτερο ένα μεγάλο περιστέρι, στο τρίτο δυο λίτρες βοδινό κρέας, στο τέταρτο ένα μεγάλο κομμάτι κρέας αλόγου, στο πέμπτο ένα καπόνι και στο έκτο την καρδιά ενός ευνουχισμένου κριαριού. Σε λίγο περισσότερο από 24 ώρες, είχαν όλα σκουληκιάσει».
Τα αποτελέσματα του νέου πειράματος ήταν τα ίδια. Μόνον από την καρδιά του κριαριού βγήκαν μύγες δύο ακόμα χρωμάτων. Τα πειράματα συνεχίστηκαν με θαλασσινά ζώα: ψάρια, αστακούς, μύδια κλπ. Και όπως ο Ρέντι παρατηρούσε: «Πάντοτε γεννιόταν από αυτά αδιακρίτως το ένα ή το άλλο από τα εν λόγω είδη μύγας και καμιά φορά από ένα και τι αυτό ζώο, όλα μαζί τα είδη που αναφέραμε. Και εκτός από αυτά, πολλά άλλα είδη μικρής μύγας... και πάντοτε σχεδόν έβλεπα επάνω σε εκείνα τα κρέατα και τα ψάρια και γύρω από τα χείλη των κουτιών... όχι μόνον τα σκουλήκια, αλλά ακόμα και τα αυγά, από τα οποία, όπως είπα παραπάνω, γεννιόνται τα σκουλήκια».
Τα ερωτήματα που προέκυπταν έτσι για τον Ρέντι ήταν: Πώς γίνεται να παράγεται ο ίδιος τύπος μύγας από διαφορετικούς τύπους κρέατος; Και πώς γίνεται όλα τα είδη της μύγας να προέρχονται από την ίδια μεταμόρφωση των σκουληκιών; Πώς γίνεται, τέλος, από το ίδιο κρέας, δηλαδή, από ένα και τον ίδιο τύπο αποσύνθεσης, να προέρχονται διαφορετικά είδη μύγας; Τα ερωτήματα αυτά συνδυάστηκαν στη σκέψη του Ρέντι με μια παρατήρηση: «Τα... αυγά», συνεχίζει, «με έκαναν να σκεφτώ τις μικρές ακαθαρσίες, που αφήνουν οι μύγες επάνω στο ψάρι ή το κρέας και που μετά γίνονται σκουλήκια, πράγμα που είχε κιόλας παρατηρηθεί αρκετά από τους συντάκτες του λεξιλογίου της Ακαδημίας μας και παρατηρείται επίσης από τους κυνηγούς στα θηράματα που σκοτώνουν τις καλοκαιρινές ημέρες και από τους κρεοπώλες και τις νοικοκυρές, που για να σώσουν... τα κρέατα από την ακαθαρσία αυτή, τα βάζουν στο φανάρι και τα σκεπάζουν με λευκά πανιά».
Αυτό ήταν μια εμπειρία από την άμεση παρατήρηση της φύσης.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Η εμπειρία αυτή, μεταμορφωμένη κιόλας σε πείραμα, απαιτεί μια τεχνική διάταξη ικανή να αποδείξει τη διατυπωμένη υπόθεση. «Εκείνο για το οποίο άρχισα να αμφιβάλω», συνεχίζει ο Ρέντι, «ήταν μήπως κατά σύμπτωση όλα τα σκουλήκια των κρεάτων προέρχονταν μόνον από το σπέρμα των μυγών και όχι από τα ίδια τα αποσυντεθειμένα κρέατα. Και τόσο περισσότερο βεβαιωνόμουν για την ορθότητα της αμφιβολίας μου, όσο σε όλες τις γενιές που προκάλεσα τη γένεσή τους, έβλεπα επάνω στα κρέατα, πριν σκουληκιάσουν, να κάθονται μύγες του ίδιου είδους που στη συνέχεια γεννιόνταν εκεί. Αλλά θα ήταν μάταιη η αμφιβολία, αν δεν την είχε επιβεβαιώσει η εμπειρία».
Για τον Ρέντι, «αμφιβολία» είναι ό,τι εμείς θα λέγαμε «υπόθεση» και «εμπειρία» το σύνολο των πειραμάτων του. Εκείνο που εξετάζεται εδώ δεν είναι η άψογη από λογικής πλευράς διατύπωση της υπόθεσης, αλλά η έκταση στην οποία επιβεβαιώνεται από τη σειρά των πειραμάτων: ούτε, δηλαδή, αφηρημένος ορθολογισμός, ούτε ευτελής εμπειρισμός, αλλά σύνθεση εμπειρίας και λογικής, υπόθεση ελεγχόμενη από το πείραμα, για να αποδειχθεί ως επιστημονική αλήθεια ή να καταρριφθεί ως εσφαλμένη.
Και ο Ρέντι, εμπνεόμενος από την αμφιβολία του συνεχίζει: «Στα μέσα του Ιουλίου έβαλα μέσα σε 4 πλατύστομες φιάλες ένα φίδι, μερικά ψάρια του γλυκού νερού, 4 μικρά χέλια από τον Άρνο και ένα κομμάτι από δαμάλι του γάλακτος. Και ύστερα έκλεισα πάρα πολύ καλά τα στόμια με χαρτί και σπάγκο και τα σφράγισα καλά και σε άλλες τόσες φιάλες έβαλα άλλα τόσα από τα πράγματα που είπαμε και άφησα τα στόμια ανοιχτά: Δεν πέρασε πολύς χρόνος, που τα ψάρια και τα κρέατα αυτών των δεύτερων δοχείων σκουλήκιασαν και μέσα τους έβλεπε κανείς να μπαινοβγαίνουν οι μύγες κατά βούληση. Στις κλειστές όμως φιάλες ποτέ δεν είδα να γεννιέται ένα σκουλήκι, παρόλο που πέρασαν αρκετοί μήνες από την ημέρα που έκλεισα μέσα τους εκείνα τα πτώματα: βρίσκονταν, όμως, μερικές φορές, απέξω από το χαρτί μερικά σκουληκάκια, που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να βρουν καμιά χαραμάδα, από όπου να μπορέσουν να μπουν για να τραφούν μέσα στις φιάλες αυτές, στις οποίες όλα τα πράγματα που είχα τοποθετήσει, είχαν κιόλας βρωμίσει, υποστεί σήψη και αποσυντεθεί». Η ανακάλυψη είχε γίνει: το πείραμα επιβεβαίωσε την υπόθεση και κατάφερε θανάσιμο πλήγμα εναντίον της θεωρίας της αυτόματης γένεσης. Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε με τις μεγαλοφυείς καινοτομίες και όπως έγινε με πολλές από τις ανακαλύψεις του Μαλπίγγι και με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, όπως θα δούμε αργότερα, ο δρόμος για την επικράτησή τους δεν είναι τόσο εύκολος. Το τείχος της αμάθειας και της πνευματικής οκνηρίας, που είναι τόσο πιο βολική από τον ανικανοποίητο προβληματισμό, τους κλείνει το δρόμο. Έτσι και ο Ρέντι, κοντά στους υποστηρικτές και οπαδούς του είχε να αντιμετωπίσει και λυσσώδεις αντιπάλους. Στάθηκε ένας από τους πρωτοπόρους της νέας εποχής που άνοιγε ο 17ος αιώνας.
Τα λόγια αυτά βάζει ο Πλάτωνας στο στόμα του Σωκράτη, καθώς περίμενε στη φυλακή να του φέρουν το ποτήρι με το κώνειο. Τα λόγια του μεγάλου σοφού εκφράζουν τις απόψεις του διδασκάλου του, Αρχελάου (5ος αιώνας π.Χ.), που υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι η ζωή παράγεται από την επίδραση του ψυχρού και του θερμού επάνω στην οργανική ύλη που αποσυντίθεται.
Ανάλογες απόψεις εξέφραζε ένας άλλος μεγάλος, ο Δημόκριτος, όπως μαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.): «Η γη, όλο λάσπη και εξαιρετικά μαλακή... σε μια πρώτη φάση στερεοποιήθηκε υπό την επίδραση της θερμότητας του ηλίου. Ύστερα, με το να έχουν προκληθεί επάνω στην επιφάνειά της ζυμωτικές επεξεργασίες υπό την επίδραση της θερμότητας, άρχισαν να σχηματίζονται εδώ κι εκεί φυσαλίδες υγρασίας, γύρω από τις οποίες προκλήθηκαν σήψεις, μέσα σε λεπτές μεμβράνες, όπως και σήμερα ακόμα μπορούμε να δούμε να παρουσιάζονται στα τέλματα και σε ελώδη μέρη, όταν σε μια πρώτη φάση η ζώνη αυτή ψύχεται και μετά ξαναθερμαίνεται απρόοπτα και λίγο-λίγο. Και μια και τα υγρά αυτά μόρια, με την επίδραση, όπως είπαμε, της θερμότητας, παρήγαγαν έμβρυα, η νυχτερινή ομίχλη, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα, τα έτρεφε, ενώ η θερμότητα του ηλίου τα δυνάμωνε. Στο τέλος, όταν σιγά-σιγά τα έμβρυα αυτά είχαν φτάσει στο τέρμα της ανάπτυξής τους, οι μεμβράνες σχίζονταν και έβγαιναν στο φως τα διάφορα είδη ζώων. Τα πιο θερμά από αυτά υψώνονταν στον αέρα και γίνονταν πουλιά. Εκείνα πάλι που αποτελούνταν κυρίως από λάσπη, κατέληγαν στην τάξη των ερπετών και των άλλων επίγειων ειδών, ενώ εκείνα που τους έλαχε μια φύση ιδιαίτερα υγρή, έσπευδαν προς το στοιχείο που ήταν σύμφωνο με τη φύση τους και ονομάστηκαν ψάρια».
Ο Δημόκριτος μάλιστα είχε προχωρήσει περισσότερο, επιχειρώντας να εξηγήσει και την αναπαραγωγή που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή για την καταγωγή της ζωής: με το να στερεοποιηθεί η γη σε μεγάλο βαθμό, δεν ήταν πια σε θέση να παράγει ζώα μεγάλων διαστάσεων, οπότε αυτά άρχισαν να αναπαράγονται ζευγαρώνοντας. Η άποψη αυτή επιτρέπει την υποψία ότι ο Δημόκριτος δεν απέκλειε την παραγωγή μικρών ζώων κατευθείαν από τη γη, υπό την επίδραση του ψυχρού και του θερμού.
Η ίδια θεωρία εξακολουθεί να γίνεται αποδεκτή από τους επιστήμονες και τους καλλιεργημένους ανθρώπους του Μεσαίωνα, της περιόδου του Ουμανισμού και της Αναγέννησης. Και διερωτάται κανείς πώς ήταν δυνατόν η θεωρία του Δημόκριτου να καλύψει τόσο μεγάλες χρονικές αποστάσεις, επικρατώντας μέχρι τους νεώτερους χρόνους, όταν στον 1ο ακόμα αιώνα π.Χ. ήταν τόσο λίγα γνωστά για τον μεγάλο σοφό. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη.
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αν η θεωρία του Δημόκριτου για την αυτόματη γένεση, που υποστήριζε όπως είδαμε και ο διδάσκαλος του Σωκράτη, Αρχέλαος, επεβίωσε δια μέσου των αιώνων, αυτό οφείλεται στη συστηματοποίηση που της έκανε ένας άλλος μεγάλος σοφός, ο Αριστοτέλης. Η μεγάλη αυτή διάνοια, που αποτύπωσε τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας της για σειρά αιώνων στην ανθρώπινη σκέψη, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα προβλήματα των φυσικών επιστημών.
Στον Αριστοτέλη οφείλεται το πρώτο σύστημα ταξινόμησης των ζώων με βάση δύο κριτήρια: ομοιότητες ανάμεσα σε βασικά ανατομικά γνωρίσματα και ομοιότητες στον τρόπο της ανάπτυξής τους. Ιδιαίτερη στροφή της οξείας αριστοτελικής παρατήρησης προς τα προβλήματα της ανάπτυξης του ζωικού οργανισμού, πρέπει ίσως να αποδοθεί στο γεγονός ότι θεωρούσε την ανάπτυξη ως βασικό διαφορικό γνώρισμα μεταξύ οργανικού και ανόργανου κόσμου.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει 4 τύπους γένεσης. Ο ένας είναι εκείνος που γίνεται με το ζευγάρωμα των ζώων, που, όπως είδαμε, ο Δημόκριτος θεωρούσε τέχνασμα της φύσης, από τη στιγμή που η γη δεν μπορούσε πια να παράγει αυτομάτως μεγάλα ζώα, άποψη στην οποία δεν προσχωρεί ο Αριστοτέλης. Οι άλλοι τρεις τύποι είναι: η γένεση χωρίς ζευγάρωμα, η γένεση με βλάστηση και η αυτόματη γένεση.
Διαιρώντας τα ζώα σε δύο μεγάλες συνομοταξίες, σε έναιμα (εκείνα που έχουν αίμα) και άναιμα (εκείνα που δεν έχουν αίμα), υποστήριζε ότι τα κατώτερα ζώα και των δυο ομάδων, δηλαδή τα έντομα της πρώτης και τα μαλακόστρακα της δεύτερης (στα οποία περιλάμβανε και ζώα όπως οι αχινοί και τα κοιλεντερωτά, που σήμερα ταξινομούνται αλλού), αναπαράγονται με την αυτόματη γένεση. Τον τρόπο αυτόν της γένεσης θεωρούσε ο Αριστοτέλης, όπως και ο μαθητής του Θεόφραστος, τυπικό για ορισμένα είδη φυτών. Έτσι η θεωρία της αυτόματης γένεσης του Δημοκρίτου περνά στους κατοπινούς αιώνες μέχρι την Αναγέννηση, με τη μορφή που της έδωσε ο Αριστοτέλης. Σε τι όμως συνίστανται οι τροποποιήσεις που της επέφερε;
Πρώτα απ’ όλα, το θερμό στοιχείο, που επιδρώντας επάνω στη γη και στο νερό, προκαλεί τη γένεση των όντων, δεν είναι πια η θερμότητα του ηλίου. Είναι μια θερμότητα ψυχική, που σε συνδυασμό με το ζωτικό πνεύμα που γεμίζει το σύμπαν ολόκληρο, γεννά από την λάσπη μια φυσαλίδα οργανικής ύλης, έμβρυο ενός μελλοντικού ζώου.
Δεύτερον, κατά τον Αριστοτέλη, άλλη είναι η αυτόματη γένεση από τη λάσπη και άλλη εκείνη που γίνεται από μια εστία σήψης, αντίθετα προς την άποψη του Δημόκριτου, σύμφωνα με την οποία η σήψη είναι η απαραίτητη προϋπόθεση του σχηματισμού του εμβρυικού κυστιδίου.
Τρίτον, ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει, κυρίως στα έντομα, ότι όχι μόνο ζευγαρώνουν, αλλά παράγουν και σκουλήκια (τις νύμφες), που τα θεωρούσε τέλεια ζώα. Έτσι, κατά την άποψή του θα έπρεπε η αυτόματη γένεση, που και ο Ηρόδοτος είχε παρατηρήσει στις συλλογές του νερού που έμεναν όταν ο Νείλος τραβιόταν (είχε δει να γεννιόνται γυρίνοι που τους νόμιζε για ψάρια), να συμβιβάζεται με τη γέννηση νυμφών ύστερα από το ζευγάρωμα εντόμων. Και πράγματι, ο Αριστοτέλης έδινε εδώ μια ευφυή λύση: η γένεση με το ζευγάρωμα γίνεται μόνο μια φορά, τα δε όντα που προέρχονται από αυτήν είναι ανίκανα να αναπαραχθούν και συνεπώς κλείνουν τον αναπαραγωγικό κύκλο. Και δεν έπεφτε έξω, μιας και οι νύμφες των εντόμων, επειδή δεν είναι τέλεια ζώα, κάτι που αγνοούσε ο Αριστοτέλης, δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Και κατέληγε ότι τα μεν ζώα που προέρχονταν από αυτόματη γένεση, ήταν σε θέση να αναπαραχθούν ζευγαρώνοντας, ενώ τα προϊόντα του ζευγαρώματος αυτού ήταν ανίκανα για αναπαραγωγή και θα εξαφανίζονταν από τη γη, αν η ανεξάντλητη πηγή ζωής δεν τα αντικαθιστούσε με άλλα, γόνιμα.
Αυτόματη γένεση στα ανώτερα ζώα, ο Αριστοτέλης παραδέχεται στην περίπτωση ενός και μόνο ζώου: του χελιού. Που οι λεπτομέρειες της αναπαραγωγής του δεν είναι ούτε στη δική μας εποχή ξεκαθαρισμένες. Πρόκειται για πρόβλημα της γενικής βιολογίας ελκυστικό, αλλά και δυσεπίλυτο. Εμπρός στο αδιέξοδο που αντιμετώπιζε, ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αυτόματη γένεση του χελιού, μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα ανώτερα ζώα.
ΜΕΓΑΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Πώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι μια τόσο μεγαλοφυής διάνοια, όπως ο Αριστοτέλης, παραδέχεται μια αρχή τόσο ακατανόητη, όπως η αυτόματη γένεση;
Πρώτον, οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη είναι αποτέλεσμα νοητικής επεξεργασίας κι όχι πειραματικής ανάλυσης. Βέβαια, το πείραμα δεν του ήταν κάτι το τελείως ξένο. Θέλοντας π.χ. να εκτιμήσει το βάρος του αέρα, πήρε την κύστη ενός ζώου, τη φούσκωσε, τη ζύγισε, την ξεφούσκωσε και την ξαναζύγισε. Με τα χονδροειδή μέσα της εποχής του, όμως, δεν κατόρθωσε να διαπιστώσει διαφορά βάρους ανάμεσα στην κενή και τη γεμάτη κύστη, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην πλάνη ότι ο αέρας δεν έχει βάρος. Βέβαια το σφάλμα της πειραματικής διάταξης είναι εδώ προφανές για τον καθένα. Αλλά το σπουδαιότερο είναι η έλλειψη επιστημονικής πειραματικής αντίληψης, έτσι που και ορθότερα αν ήταν οργανωμένο το πείραμα, αυτό δεν θα σήμαινε πολλά πράγματα: ο λογισμός του Αριστοτέλη ήταν παραγωγικός και όχι επαγωγικός. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Γαλιλαίος, είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης παρατηρούσε τη φύση και επάνω στις παρατηρήσεις του οικοδομούσε τις καθολικές του προτάσεις. Παρατήρηση, όμως, δε σημαίνει και πείραμα, ώστε αν και ο Αριστοτέλης παρατηρούσε, παρόλα αυτά οι ερμηνείες του ήταν παραγωγικές.
Δεύτερον, στη διατύπωση αντιλήψεων, όπως εκείνης της αυτόματης γένεσης, οδηγούσε αναπόφευκτα η έλλειψη ορισμένων τεχνικών προϋποθέσεων, όπως η οπτική μεγέθυνση. Το γεγονός αυτό απέκλειε κάθε παρατήρηση της λεπτής κατασκευής των ζωικών οργανισμών και μάλιστα των μικρότερων από αυτούς, όπως είναι τα έντομα και τη μελέτη λεπτότατων οργάνων, όπως τα όργανα της αναπαραγωγής.
Αλλά και η ύπαρξη τεχνικών τελειοποιήσεων θα μπορούσε να αποβεί αποδοτική μόνο υπό τον όρο της ύπαρξης της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή του πειραματικού πνεύματος. Και να η απόδειξη: Οι μεγεθυντικές ιδιότητες τεμαχίων κρυστάλλων δεν ήταν καθόλου άγνωστες στους αρχαίους, που τις είχαν παρατηρήσει συμπτωματικά σε τεμάχια κρυσταλλικού υλικού που το σχήμα τους πλησίαζε το σχήμα του φακού. Κανείς όμως από τους σοφούς της αρχαιότητας δεν σκέφτηκε να καταφύγει στις ιδιότητες των υποτυπωδών έστω αυτών φακών, για λόγους επιστημονικής έρευνας.
Ο συνδυασμός του πειραματικού τρόπου του σκέπτεσθαι με το τεχνικό μέσο της οπτικής μεγέθυνσης πραγματοποιείται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα: τότε και η θεωρία της αυτόματης γένεσης δέχεται τα πρώτα σφοδρά πλήγματα, για να καταρρεύσει οριστικά τους δύο επόμενους αιώνες που ακολουθήσουν.
Εκείνο που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει στον Αριστοτέλη, είναι η παρατήρηση της φύσης. Βασιζόμενος στο δεδομένο αυτό ο Γαλιλαίος έγραψε στο βιβλίο του «Διάλογοι περί των δύο μεγίστων συστημάτων»: «...στον αιώνα μας έχουμε γεγονότα και παρατηρήσεις νέα και τέτοια που δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι αν ο Αριστοτέλης ήταν στην εποχή μας θα άλλαζε γνώμη». Τη διαφορά του Αριστοτέλη και των επιστημόνων της νέας εποχής, αναπτύσσει ο Γαλιλαίος στη συνέχεια της περικοπής που μόλις παραθέσαμε: «Αυτό (ότι δηλαδή ο Αριστοτέλης θα άλλαζε γνώμη) συνάγεται καθαρά από τον ίδιο τον τρόπο της φιλοσοφίας του: γιατί ενώ γράφει πως θεωρεί αναλλοίωτους τους ουρανούς, γιατί τίποτε καινούργιο δεν φάνηκε να γεννιέται ή να διαλύεται από την αρχαιότητα, αφήνει σιωπηλά να εννοηθεί, ότι αν είχε δει ένα τέτοιο γεγονός, θα είχε πιστέψει το αντίθετο και θα είχε προτιμήσει, όπως αρμόζει, την εμπειρία από το λόγο (τα συμπεράσματα της πείρας από τον αφηρημένο συλλογισμό), γιατί αν δεν ήθελε να συμφωνήσει με τις αισθήσεις, τουλάχιστον δεν είχε υποστηρίξει το αμετάβλητο, έστω κι αν δεν έβλεπε οποιαδήποτε αισθητή μεταβολή» (κεφ.Ζ,75).
Η αντιπαράθεση της εμπειρίας με τη νοητική διεργασία δε σημαίνει, όπως υπογραμμίζεται, ότι ο Γαλιλαίος αποδίδει στον Αριστοτέλη έναν ευτελή εμπειρισμό. Αποδεικνύει μάλλον ότι για την οικοδόμηση της επιστήμης απαιτείται ενότητα αίσθησης και νόησης, εμπειρίας και νοητικής διεργασίας, έτσι που να μη καταντά η επιστήμη αφηρημένη σύνθεση, έξω από τις βάσεις της πραγματικότητας.
Αυτά έλεγε και υποστήριζε ο Γαλιλαίος για να ξεκαθαρίσει, φυσικά, τη δική του θέση απέναντι στον Αριστοτέλη και τους αριστοτελικούς και να εντοπίσει το αντικείμενο της πολεμικής του, που δεν ήταν ακριβώς ο Αριστοτέλης, αλλά οι αριστοτελικοί. Ένα απόσπασμα και πάλι από τους διαλόγους του είναι αρκετά ενδεικτικό των προθέσεών του: «Ούτε... λέω ότι δεν πρέπει να ακούμε τον Αριστοτέλη, μάλιστα δε συνιστώ να τον μελετάμε με επιμέλεια. Κατακρίνω μόνο το να γίνεται κανείς θύμα του έτσι, που να προσυπογράφει στα τυφλά κάθε του λόγο και χωρίς να αναζητάει άλλες εξηγήσεις να τον θεωρεί θέσφατο και απαραβίαστο. Αυτό αποτελεί κατάχρηση που προέρχεται κατ’ ευθείαν από μια άλλη υπερβολική αταξία, από το ότι δεν προσπαθούν πια να καταλάβουν τη δύναμη των αποδείξεών του. Και δεν είναι τίποτα πιο άσχημο από το να ακούς σε δημόσιες συζητήσεις και ενώ πρόκειται για συμπεράσματα που μπορούν να αποδειχθούν, να πετιέται κάποιος στη μέση με ένα κείμενο, πολύ συχνά γραμμένο με εντελώς άλλο σκοπό και να κλείνει με αυτό το στόμα του αντιπάλου του;» (κεφ.Ζ,139).
Αυτοί που ενεργούσαν έτσι ήταν οι αριστοτελικοί, σε αντιπαράθεση προς το σοφό, του οποίου παρουσιάζονταν οπαδοί και αυθεντικοί ερμηνευτές. Αλλά το σφάλμα τους ήταν ασυγχώρητο, ενώ τα σφάλματα του διδασκάλου δικαιολογημένα από τη στενότητα των παρατηρήσεων που ήταν δυνατές στην εποχή του.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ
Πάντως, ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στους νέους επιστήμονες διαπιστώνεται μια αγεφύρωτη διαφορά, που ο Γαλιλαίος δεν τονίζει όσο πρέπει. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία που προσφέρει η απλή παρατήρηση της φύσης και στα αποτελέσματα που προσφέρει ο έλεγχος της εμπειρίας με το πείραμα. Η πρώτη ήταν η βάση του αριστοτελικού οικοδομήματος. Ο δεύτερος, η μεγάλη καινοτομία του 17ου αιώνα, που δε ξεπέρασε απλά τα όρια του σεβασμού προς την παράδοση, αλλά και τα όρια της εμπειρίας με τον πραγματικό έλεγχο. Ένα παράδειγμα θα βοηθήσει καλύτερα την κατανόηση της διαφοράς: η περίδεση του βραχίονα που έγινε πρώτα από τον Φαμπρίτσιο και μετά από τον Χάρβεϊ, έχει τελείως διαφορετικό νόημα για τον πρώτο ερευνητή από ό,τι έχει για τον δεύτερο. Για τον Φαμπρίτσιο, η διόγκωση των φλεβών που παρατηρείται ύστερα από την περίδεση του βραχίονα δεν είναι παρά η επιβεβαίωση ενός γεγονότος που αποκαλύπτει η εμπειρία, ότι δηλαδή οι φλέβες διογκώνονται αντίστοιχα με τις βαλβίδες τους. Για τον Χάρβεϊ δεν είναι πραγματικό πείραμα, γιατί δεν αποτελεί πειραματική αναπαραγωγή και επιβεβαίωση μιας υπόθεσης, που με τον τρόπο αυτό αποκτά το κύρος επιστημονικού νόμου. Αυτό όμως ισχύει για το πείραμα του Βαν Χέλμοντ, σχετικά με την ανάπτυξη των φυτών, με το οποίο μια υπόθεση του επιστήμονα αυτού φάνηκε να επιβεβαιώνεται και να μετατρέπεται σε επιστημονική αλήθεια. Κι αυτό, άσχετα από το γεγονός ότι το πείραμα δεν πραγματοποιήθηκε κατά τον ορθό τρόπο και οδήγησε τον πειραματιστή σε εσφαλμένα, εν μέρει, συμπεράσματα. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη με την οποία ο Γκλίσσον το 1677 ζήτησε να ελέγξει τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο όγκος ενός μυός που βρίσκεται σε συστολή είναι αυξημένος. Έκλεισε λοιπόν τον μυώδη βραχίονα ενός ανδρός μέσα σε ένα σωλήνα γεμάτο νερό, τελείως κλειστό από τα δυο του άκρα, που συνδεόταν με ένα σωλήνα μικρότερης διαμέτρου. Αν ο όγκος του μυός μεταβαλλόταν με τη συστολή, θα έπρεπε το επίπεδο του νερού στο μικρότερο σωλήνα να μετακινηθεί. Με τον τρόπο αυτόν ο Γλίσσον διαπίστωσε ότι ο όγκος ενός μυός δεν αυξάνεται κατά τη συστολή του, μάλιστα δε, όπως παρατήρησε (εσφαλμένα βέβαια) έπρεπε να ελαττώνεται. Και το μεν σφάλμα οφειλόταν προφανώς στην ατέλεια της πειραματικής διάταξης. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει την ενέργεια του Γκλίσσον, όπως και του Βαν Χέλμοντ, είναι το πνεύμα με το οποίο πραγματοποιήθηκε: η προσφυγή σ’ ένα τεχνητό μέσο για να αποκαλυφθούν τα μυστικά του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η εμπειρία λοιπόν είναι η βάση της επιστήμης, όχι όμως μόνο σαν απλή παρατήρηση, αλλά και σαν αποτέλεσμα, που προκύπτει από τη δημιουργία συνδυασμών καταστάσεων που αποσαφηνίζουν τα δεδομένα της παρατήρησης και επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις, στη διατύπωση των οποίων εκείνη συνέβαλε.
Ο Αριστοτέλης δεν είχε φτάσει στο σημείο αυτό. Πολύ περισσότερο δεν ήσαν σε θέση να φτάσουν οι αριστοτελικοί. Φυσικά, όπως ήδη σημειώσαμε για την αναζήτηση του βάρους του αέρα, το πείραμα δεν ήταν άγνωστο για το μεγάλο σοφό. Ποτέ όμως δε διανοήθηκε να το αναγάγει σε μέθοδο. Αυτό ήταν έργο του 17ου αιώνα. Μια δεσπόζουσα φυσιογνωμία του, ο Φράνσις Μπέηκον (Φραγκίσκος Βάκων), οφείλει και το θάνατό του, σύμφωνα με την παράδοση, στο πάθος του πειραματισμού. Ταξίδευε, όπως λένε οι παλαιοί βιογράφοι του, προς το Λονδίνο, τον βαρύ και ατέλειωτο χειμώνα του 1626. Κάποια στιγμή κατέβηκε από την κλειστή του άμαξα για να εκτελέσει ένα πείραμα: ήθελε να διαπιστώσει αν μια κότα, που θα είχε παγώσει, θα διατηρείτο αναλλοίωτη ή θα υφίστατο κι αυτή τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Κατέβηκε λοιπόν στα χιόνια και κυνηγώντας την κότα για να την ετοιμάσει σύμφωνα με τους όρους του πειράματος που ετοίμαζε, άρπαξε ένα φοβερό κρυολόγημα και πέθανε από πνευμονία. Τέτοιες διηγήσεις, και αν ακόμα δεν είναι απόλυτα βεβαιωμένες ιστορικά, παρακίνησαν ανθρώπους, όπως ο ντε Σάνκτις, να δουν στο πρόσωπο των πρωτοπόρων αυτών τους μάρτυρες και αγίους της νέας επιστήμης!
ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΡΕΝΤΙ
Ένα τέκνο της εποχής αυτής, που συνέλαβε απόλυτα τη δύναμη του πειράματος και το χρησιμοποίησε στην έρευνα της γένεσης της ζωής, ήταν ο Φραντσέσκο Ρέντι. Η ζωή του (γεννήθηκε το 1626 στο Αρέστο της Τοσκάνης) άρχισε με την απόκτηση πλούσιων εμπειριών από σπουδές και ταξίδια. Ύστερα από τη σπουδή της γραμματικής και ρητορικής, που εξακολουθούσε να αποτελεί την προϋπόθεση για σοβαρότερες ιατρικές σπουδές και την απόκτηση του πτυχίου του ιατρού και φιλοσόφου, πήρε και τον διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο της Πίζας, σε ηλικία 21 ετών. Στα ταξίδια του περιέλαβε όλη την ιταλική χερσόνησο, τη Ρώμη, τη Νάπολι, τη Μπολόνια, τη Βενετία και την Πάδοβα. Καρπός των ταξιδιών αυτών υπήρξε μια βιβλιοθήκη θαυμάσια, όχι μόνο για τις σπάνιες εκδόσεις που περιλάμβανε, αλλά και γιατί αντικατοπτρίζει την πολυμορφία των ενδιαφερόντων και τον πλούτο των χαρισμάτων του. Φιλόλογος δεινός κι αναδιφητής των παλαιών κειμένων, πρόδρομος της μυθιστοριογραφίας, ποιητής λεπτός και καλλιεργημένος, ακαδημαϊκός και αρχίατρος των δουκών της Τοσκάνης, εγκαθίσταται από το 1653 οριστικά στη Φλωρεντία κι εκεί αφοσιώνεται στις πολύπλευρες μελέτες του.
Παρακάμπτομε τα φιλολογικά του επιτεύγματα, που δεν είναι μικρή η σημασία τους στο πλαίσιο της ιταλικής γραμματείας, για να δούμε για λίγο τις «εμπειρίες που απέκτησε από τη φύση», μελετώντας κάτω από την προστασία των δουκών της Τοσκάνης και ιδίως του Φερδινάνδου Β'.
Παρά την απασχόλησή του με καθήκοντα κατώτερα από την αξία του και με τα προβλήματα που του δημιουργούσαν οι σπατάλες των αδελφών του, δεν έπαυε στιγμή να ασχολείται με τα προβλήματα των «φυσικών εμπειριών» που τον απασχολούσαν. Δύο απ’ αυτά τον απασχόλησαν πιο πολύ: το θέμα του δηλητηρίου της οχιάς και το πρόβλημα της αυτόματης γένεσης. Παράλληλα με τις δύο αυτές ενασχολήσεις του, έρχονται και άλλες σε πιο δεύτερο επίπεδο. Τον απασχόλησαν τα φυτικής προέλευσης φάρμακα των Ινδιών, προβλήματα που σχετίζονται με την ύπαρξη ελών, η ανακάλυψη διόπτρων, τα παράσιτα κλπ.
Τις πιο ενδιαφέρουσες, πάντως, σελίδες του έχει αφιερώσει στην αυτόματη γένεση, που παρά τα όσα επαναστατικά είχαν μεσολαβήσει στην επιστήμη, μεταξύ του 15ου και του 17ου αιώνα, εξακολουθούσε να γίνεται δεκτή με τη μορφή που την είχε μεταβιβάσει στους κατοπινούς αιώνες ο Μεσαίωνας. Στις σελίδες αυτές του Ρέντι σμίγουν το εκλεπτυσμένο του ύφος με συλλήψεις άξιες μιας μεγαλοφυΐας.
Στο βιβλίο του «Εμπειρίες», που δημοσιεύτηκε στη Φλωρεντία το 1668, ο Ρέντι μας δίνει την εικόνα της κατάστασης των γνώσεων για τη γένεση της ζωής, που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας της εποχής του. «Σύμφωνα με όσα σας είπα», γράφει ο Ρέντι, «και με εκείνα που λένε οι παλαιοί και οι νέοι συγγραφείς και η κοινή γνώμη, κάθε σήψη πτώματος βρίσκεται σε αποσύνθεση και κάθε ακαθαρσία από οποιοδήποτε άλλο αποσυντιθέμενο πράγμα γεννάει τα σκουλήκια και τα τρέφει».
Προφανώς, το επίπεδο των γνώσεων έχει σταματήσει στον Αριστοτέλη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι ο Μπαγγελάρντο (15ος αιώνας) στην πραγματεία του «Περί των ασθενειών των νηπίων» υποστηρίζει την προέλευση των σκουληκιών του εντέρου από τη σήψη ειδικών χυμών που υπάρχουν μέσα στον εντερικό σωλήνα των παιδιών.
Η ΝΕΑ ΜΕΘΟΔΟΣ
Ο Ρέντι όμως ανοίγει τις «Παρατηρήσεις γύρω από τις έχιδνες» (Φλωρεντία, 1664) με τα εξής λόγια: «Κάθε μέρα πείθομαι και πιο πολύ για την ορθότητα της πρόθεσής μου να μη θέλω να δίνω πίστη στα φυσικά πράγματα, εκτός από εκείνα που βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια και αν δεν έλθει να μου τα επιβεβαιώσει και να μου τα επαναβεβαιώσει η εμπειρία. Γιατί καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ, πόσο πολύ δύσκολο είναι να ανιχνεύεις την αλήθεια που συχνά στηρίζεται στο ψέμα...». Και συνεχίζει: «Με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ώστε αν ένας από τους αρχαίους σοφούς ανέφερε για αληθινή στα έργα του κάποια διήγηση, το μεγαλύτερο μέρος των μεταγενέστερων τον πίστευαν στα τυφλά, χωρίς άλλη έρευνα και την ξανάγραφαν βασισμένοι στην καλή πίστη του πρώτου που την έγραψε. Έτσι μιλούσαν σαν... παπαγάλοι και το μεγάλο πλήθος των εύπιστων και άπειρων λογίων έγραφε και διάβαζε και πίστευε ψεύδη πολύ επίσημα, που προκαλούν ναυτία».
Στις λίγες αυτές γραμμές συμπυκνώνονται οι αντιλήψεις του Ρέντι: εμπειρία που επαναλαμβάνεται, όχι δηλαδή απλή παρατήρηση, αλλά και πειραματισμός, που επιβεβαιώνει τα πορίσματα της παρατήρησης και απόλυτη ανεξαρτησία από την παράδοση, έλεγχος και σε αρνητική του έκβαση, απόρριψη της.
ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΤΙ
Με τέτοιες αντιλήψεις άρχισε ο Ρέντι την πρώτη του σειρά των πειραμάτων του: «... θέλοντας να ανιχνεύσω την αλήθεια (ότι δηλαδή από τις επεξεργασίες της αποσύνθεσης παράγονται ζωντανά πλάσματα), έβαλα στις αρχές του Ιουνίου να σκοτώσουν τρία από εκείνα τα φίδια, που τα λέμε του Ασκληπιού. Αμέσως μετά το θάνατό τους, τα τοποθέτησα σ’ ένα ανοικτό κουτί για να αποσυντεθούν εκεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός, που τα είδα σκεπασμένα με σκουλήκια, που είχαν σχήμα κέρατος και καθόλου πόδια και όσο τουλάχιστον φαινόταν στο μάτι καταγίνονταν στο να καταβροχθίσουν τις σάρκες κερδίζοντας συγχρόνως σε διαστάσεις».
Τα σκουλήκια, που δεν ήταν τίποτε άλλο από νύμφες εντόμων, αφού κατανάλωσαν το κρέας, «έφυγαν από μια μικρή οπή του κουτιού το οποίο είχα κλείσει... χωρίς να μπορέσω ποτέ να ξαναβρώ το μέρος που είχαν καταφύγει».
Παρακινημένος από το πείραμα αυτό, αρχίζει ο Ρέντι ένα νέο στις 11 Ιουνίου, βάζοντας «σε ενέργεια τρία άλλα από τα ίδια φίδια, αφού πέρασαν τρεις μέρες, είδε επάνω τους σκουλήκια, που από ώρα σε ώρα αυξάνονταν σε αριθμό και μέγεθος, αλλά ενώ είχαν όλα το ίδιο σχήμα δεν είχαν το ίδιο χρώμα». Τα σκουλήκια αυτά «αφού έφαγαν εκείνες τις σάρκες, ζητούσαν με αγωνία να βρουν κάποιο δρόμο για να μπορέσουν να φύγουν. Έχοντας όμως κλείσει πολύ καλά όλες τις χαραμάδες, παρατήρησα ότι στις 19 του ίδιου μήνα, μερικά από τα μεγάλα και τα μικρά σκουλήκια άρχισαν, σαν να αποκοιμούνται, να μένουν ακίνητα και στη συνέχεια να κουλουριάζονται παίρνοντας χωρίς να το αντιληφθεί κανείς σχήμα που έμοιαζε με αυγό, με χρώμα λευκό στην αρχή, χρυσοκίτρινο μετά, που σιγά-σιγά έγινε κοκκινωπό και τέτοιο έμεινε σε μερικά αυγά. Σε άλλα, το χρώμα ήταν διαφορετικό, δηλαδή έκλινε προς το μαύρο, αλλά τόσο τα κόκκινα, όσο και τα μαύρα γίνονταν πολύ σύντομα σκληρά σαν αληθινά όστρακα».
Η περιέργεια του Ρέντι μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ. Παρατηρώντας πιο προσεχτικά διαπίστωσε διαφορές όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στο σχήμα. Και συνεχίζει: «Γιατί, αν και φαίνονταν πως όλα αδιακρίτως αποτελούνταν από δακτυλίους συνδεδεμένους μεταξύ τους, παρόλα αυτά οι δακτύλιοι αυτοί ήταν πιο έκτυποι και πιο εμφανείς στα μαύρα παρά στα κόκκινα, που με την πρώτη ματιά έμοιαζαν σχεδόν λεία και στο ένα τους άκρο δεν είχαν, όπως τα μαύρα, κάποια μικρή κοιλότητα, που δε διέφερε πολύ από την κοιλότητα που μένει στα λεμόνια ή τα άλλα φρούτα, όταν κόβονται από το μίσχο».
Χώρισε τότε τα αυγά σύμφωνα με το χρώμα τους, τοποθετώντας τα σε διαφορετικά γυάλινα αγγεία και να: «Στις 8 ημέρες, έβγαινε από κάθε κοκκινωπό αυγό, σπάζοντας το κέλυφος, μια μύγα σταχτιά, θαμπή, ζαλισμένη, θα έλεγε κανείς, σαν αδούλευτο πρόπλασμα μύγας, με φτερά ακόμα αξεδίπλωτα, που στη συνέχεια σε 5-10 λεπτά της ώρας άρχισαν να ξεδιπλώνονται και να διαστέλλονται στη σωστή αναλογία προς το μικρό τους σώμα, που κι αυτό στο χρονικό εκείνο διάστημα είχε πάρει την ταιριαστή και φυσική συμμετρία των τμημάτων του. Και σαν στολισμένη, έχοντας αφήσει το χλωμό σταχτί χρώμα, είχε ντυθεί ένα πράσινο ζωηρότατο και θαυμαστά λαμπρό. Όλο δε το σώμα του είχε διασταλεί και μεγαλώσει έτσι, που να φαίνεται αδύνατο να μπορέσει κανείς να πιστέψει, πώς ήταν δυνατόν να έχει ποτέ χωρέσει στο μικρό εκείνο κέλυφος».
«Από τα άλλα εκείνα αυγά, κατόπιν, τα μαύρα χρειάστηκαν 14 ημέρες για να γεννηθούν κάτι μεγάλες μαύρες μύγες με άσπρες γραμμές και την κοιλιά τριχωτή και κόκκινη στο κάτω μέρος, από τι ίδιο είδος που βλέπουμε καθημερινά να τριγυρίζει στα σφαγεία και τα σπίτια, γύρω από τα κρέατα. Όταν γεννήθηκαν ήταν κακοφτιαγμένες και εξαιρετικά βραδυκίνητες, με φτερά αξεδίπλωτα, όπως είχε συμβεί με τις πρώτες εκείνες τις πράσινες».
Βγήκαν ακόμα και άλλα είδη μύγες, πράγμα που δυσκόλευσε την κατάσταση του φαινομένου για τον Ρέντι: «Αυτές οι τόσο διαφορετικές γενιές μύγες, που είχαν βγει από ένα και το αυτό πτώμα, δεν ικανοποιούσαν το πνεύμα μου και με παρακινούσαν στην εκτέλεση νέων πειραμάτων».
Στο νέο πείραμα χρησιμοποίησε 6 κουτιά χωρίς κάλυμμα. Όπως γράφει ο ίδιος: «Στο πρώτο έβαλα δύο από τα φίδια που λέμε, στο δεύτερο ένα μεγάλο περιστέρι, στο τρίτο δυο λίτρες βοδινό κρέας, στο τέταρτο ένα μεγάλο κομμάτι κρέας αλόγου, στο πέμπτο ένα καπόνι και στο έκτο την καρδιά ενός ευνουχισμένου κριαριού. Σε λίγο περισσότερο από 24 ώρες, είχαν όλα σκουληκιάσει».
Τα αποτελέσματα του νέου πειράματος ήταν τα ίδια. Μόνον από την καρδιά του κριαριού βγήκαν μύγες δύο ακόμα χρωμάτων. Τα πειράματα συνεχίστηκαν με θαλασσινά ζώα: ψάρια, αστακούς, μύδια κλπ. Και όπως ο Ρέντι παρατηρούσε: «Πάντοτε γεννιόταν από αυτά αδιακρίτως το ένα ή το άλλο από τα εν λόγω είδη μύγας και καμιά φορά από ένα και τι αυτό ζώο, όλα μαζί τα είδη που αναφέραμε. Και εκτός από αυτά, πολλά άλλα είδη μικρής μύγας... και πάντοτε σχεδόν έβλεπα επάνω σε εκείνα τα κρέατα και τα ψάρια και γύρω από τα χείλη των κουτιών... όχι μόνον τα σκουλήκια, αλλά ακόμα και τα αυγά, από τα οποία, όπως είπα παραπάνω, γεννιόνται τα σκουλήκια».
Τα ερωτήματα που προέκυπταν έτσι για τον Ρέντι ήταν: Πώς γίνεται να παράγεται ο ίδιος τύπος μύγας από διαφορετικούς τύπους κρέατος; Και πώς γίνεται όλα τα είδη της μύγας να προέρχονται από την ίδια μεταμόρφωση των σκουληκιών; Πώς γίνεται, τέλος, από το ίδιο κρέας, δηλαδή, από ένα και τον ίδιο τύπο αποσύνθεσης, να προέρχονται διαφορετικά είδη μύγας; Τα ερωτήματα αυτά συνδυάστηκαν στη σκέψη του Ρέντι με μια παρατήρηση: «Τα... αυγά», συνεχίζει, «με έκαναν να σκεφτώ τις μικρές ακαθαρσίες, που αφήνουν οι μύγες επάνω στο ψάρι ή το κρέας και που μετά γίνονται σκουλήκια, πράγμα που είχε κιόλας παρατηρηθεί αρκετά από τους συντάκτες του λεξιλογίου της Ακαδημίας μας και παρατηρείται επίσης από τους κυνηγούς στα θηράματα που σκοτώνουν τις καλοκαιρινές ημέρες και από τους κρεοπώλες και τις νοικοκυρές, που για να σώσουν... τα κρέατα από την ακαθαρσία αυτή, τα βάζουν στο φανάρι και τα σκεπάζουν με λευκά πανιά».
Αυτό ήταν μια εμπειρία από την άμεση παρατήρηση της φύσης.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Η εμπειρία αυτή, μεταμορφωμένη κιόλας σε πείραμα, απαιτεί μια τεχνική διάταξη ικανή να αποδείξει τη διατυπωμένη υπόθεση. «Εκείνο για το οποίο άρχισα να αμφιβάλω», συνεχίζει ο Ρέντι, «ήταν μήπως κατά σύμπτωση όλα τα σκουλήκια των κρεάτων προέρχονταν μόνον από το σπέρμα των μυγών και όχι από τα ίδια τα αποσυντεθειμένα κρέατα. Και τόσο περισσότερο βεβαιωνόμουν για την ορθότητα της αμφιβολίας μου, όσο σε όλες τις γενιές που προκάλεσα τη γένεσή τους, έβλεπα επάνω στα κρέατα, πριν σκουληκιάσουν, να κάθονται μύγες του ίδιου είδους που στη συνέχεια γεννιόνταν εκεί. Αλλά θα ήταν μάταιη η αμφιβολία, αν δεν την είχε επιβεβαιώσει η εμπειρία».
Για τον Ρέντι, «αμφιβολία» είναι ό,τι εμείς θα λέγαμε «υπόθεση» και «εμπειρία» το σύνολο των πειραμάτων του. Εκείνο που εξετάζεται εδώ δεν είναι η άψογη από λογικής πλευράς διατύπωση της υπόθεσης, αλλά η έκταση στην οποία επιβεβαιώνεται από τη σειρά των πειραμάτων: ούτε, δηλαδή, αφηρημένος ορθολογισμός, ούτε ευτελής εμπειρισμός, αλλά σύνθεση εμπειρίας και λογικής, υπόθεση ελεγχόμενη από το πείραμα, για να αποδειχθεί ως επιστημονική αλήθεια ή να καταρριφθεί ως εσφαλμένη.
Και ο Ρέντι, εμπνεόμενος από την αμφιβολία του συνεχίζει: «Στα μέσα του Ιουλίου έβαλα μέσα σε 4 πλατύστομες φιάλες ένα φίδι, μερικά ψάρια του γλυκού νερού, 4 μικρά χέλια από τον Άρνο και ένα κομμάτι από δαμάλι του γάλακτος. Και ύστερα έκλεισα πάρα πολύ καλά τα στόμια με χαρτί και σπάγκο και τα σφράγισα καλά και σε άλλες τόσες φιάλες έβαλα άλλα τόσα από τα πράγματα που είπαμε και άφησα τα στόμια ανοιχτά: Δεν πέρασε πολύς χρόνος, που τα ψάρια και τα κρέατα αυτών των δεύτερων δοχείων σκουλήκιασαν και μέσα τους έβλεπε κανείς να μπαινοβγαίνουν οι μύγες κατά βούληση. Στις κλειστές όμως φιάλες ποτέ δεν είδα να γεννιέται ένα σκουλήκι, παρόλο που πέρασαν αρκετοί μήνες από την ημέρα που έκλεισα μέσα τους εκείνα τα πτώματα: βρίσκονταν, όμως, μερικές φορές, απέξω από το χαρτί μερικά σκουληκάκια, που με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να βρουν καμιά χαραμάδα, από όπου να μπορέσουν να μπουν για να τραφούν μέσα στις φιάλες αυτές, στις οποίες όλα τα πράγματα που είχα τοποθετήσει, είχαν κιόλας βρωμίσει, υποστεί σήψη και αποσυντεθεί». Η ανακάλυψη είχε γίνει: το πείραμα επιβεβαίωσε την υπόθεση και κατάφερε θανάσιμο πλήγμα εναντίον της θεωρίας της αυτόματης γένεσης. Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε με τις μεγαλοφυείς καινοτομίες και όπως έγινε με πολλές από τις ανακαλύψεις του Μαλπίγγι και με την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, όπως θα δούμε αργότερα, ο δρόμος για την επικράτησή τους δεν είναι τόσο εύκολος. Το τείχος της αμάθειας και της πνευματικής οκνηρίας, που είναι τόσο πιο βολική από τον ανικανοποίητο προβληματισμό, τους κλείνει το δρόμο. Έτσι και ο Ρέντι, κοντά στους υποστηρικτές και οπαδούς του είχε να αντιμετωπίσει και λυσσώδεις αντιπάλους. Στάθηκε ένας από τους πρωτοπόρους της νέας εποχής που άνοιγε ο 17ος αιώνας.