18/11/08

Η αντίδραση κατά της ιατρομηχανικής και της ιατροχημείας [39]

Μια από τις κατηγορίες των αντιπάλων του Μαλπίγγι εναντίον του ήταν ότι δεν υπήρξε πραγματικός γιατρός, γιατί δεν αφιέρωσε τη ζωή του στο ιατρικό επάγγελμα. Ποτέ του δεν υπήρξε αυτό που λέμε σήμερα κλινικός και επί πλέον αδιαφορούσε για τη δουλειά αυτή, που ωστόσο κάνει το γιατρό να διαφέρει από κάθε άλλον επιστήμονα επαγγελματία.
Ανάλογη ήταν και η κατηγορία που στρεφόταν κατά των ιατροχημικών. Ούτε αυτοί ήταν για τους αντιπάλους τους γιατροί, αλλά μόνο θεωρητικοί, ξένοι απέναντι στην τραγική πραγματικότητα της ασθένειας και του θανάτου και ακόμα πιο πολύ προς το γνήσιο ιατρικό ιδεώδες: την ανακούφιση του πόνου, από την ανάγκη της οποίας γεννήθηκε η ιατρική.
Ήταν δίκαιες οι κατηγορίες αυτές; Όπως πάντα, περιείχαν ένα ποσοστό αλήθειας κι άλλη τόση πλάνη. Ας ξαναδιαβάσουμε ένα μέρος από την «Απάντηση του δόκτορα Μαρτσέλλο Μαλπίγγι» στην επιστολή που με τον τίτλο «Διατριβή, αφιερωμένη σ’ ένα φίλο, γύρω από τις σπουδές των σύγχρονων ιατρών», περιέχεται στα έργα που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του:
«Ξέρω πως ο τρόπος με τον οποίο η ψυχή μας κάνει χρήση του σώματός μας κατά τη λειτουργία της είναι ανέκφραστος. Είναι εντούτοις βέβαιο ότι στις λειτουργίες της ανάπτυξης, των αισθήσεων και της κίνησης, η ψυχή είναι υποχρεωμένη να ενεργεί σύμφωνα με τη μηχανή στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα ρολόι ή ένας μύλος κινούνται από ένα μολύβδινο εκκρεμές ή μια πέτρα, ένα υποζύγιο ή έναν άνθρωπο. Ακόμα κι αν ένας άγγελος την κινούσε, θα έκανε την ίδια κίνηση αλλάζοντας θέσεις, όπως τα υποζύγια κλπ. Μη γνωρίζοντας λοιπόν την κίνηση της ενέργειας του αγγέλου, αλλά την ακριβή κατασκευή του μύλου, θα αναγνωρίζω αυτή την κίνηση και την ενέργεια, κι αν πάθει βλάβη ο μύλος, θα προσπαθώ να επισκευάσω τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση και θα αφήνω κατά μέρος την αναζήτηση της λειτουργικής κίνησης του αγγέλου που κινεί».
Στα λόγια αυτά, που παραθέτουμε αυτούσια, βρίσκουμε όχι μόνο, διατυπωμένη με σαφήνεια και με τολμηρό τρόπο, τη μηχανιστική αντίληψη των φυσικών φαινομένων, τη νέα θέση της επιστήμης απέναντι στις απόψεις της παράδοσης, αλλά ίσως και μια εύγλωττη και σαφή απάντηση στο ερώτημά μας.
Είναι ολοφάνερο ότι εκείνοι που ονόμασαν τον εαυτό τους «μοντέρνους γιατρούς» (όπως και οι αντίπαλοί τους), αν προσπαθούσαν να γνωρίσουν «την ακριβή κατασκευή του μύλου» και να κατανοήσουν την «κίνηση», που η κινούσα δύναμη (ο «άγγελος» και η «ψυχή» του Μαλπίγγι) υποχρεώνεται να ακολουθεί κατά «τη μηχανή, στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη», αυτό δεν το έκαναν μόνο για την αφηρημένη ευχαρίστηση της γνώσης. Το έκαναν κυρίως για να «προσπαθήσουν να επισκευάσουν τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση», στην περίπτωση που ο «μύλος», με άλλα λόγια η μηχανή του ανθρώπινου σώματος, θα είχε «πάθει βλάβη». Η βλάβη του μύλου δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από την αρρώστια. Συνεπώς κι ο ιατρομηχανικός (με κυριότερο εκπρόσωπο της σχολής, το Μαλπίγγι), ασχολείται με το ρόλο του γιατρού στη σχέση του με τον ασθενή και με τον υπέρτατο προορισμό κάθε ιατρικής, δηλαδή την ανακούφιση του πόνου, στο πλαίσιο του αγώνα κατά της ασθένειας. Βλέπουμε μάλιστα ότι ο ουσιαστικός σκοπός της μελέτης, της έρευνας και των πειραμάτων του «μοντέρνου γιατρού» είναι κυρίως η βαθύτερη γνώση της «μηχανής», με μοναδικό σκοπό τις καλύτερες δυνατότητες για μια θεραπευτική επέμβαση.
Τα ίδια θα μπορούσε να διαβεβαιώσει κανείς και για λογαριασμό της ιατροχημείας. Ο Φραντσέσκο ντε λα Μποέ, κύριος εκπρόσωπός της, κατέλαβε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν την έδρα της κλινικής ιατρικής και υπήρξε εμπνευσμένος υπέρμαχος της αντίληψης, ότι στο τέλος κάθε ιατρικής μελέτης πρέπει να τοποθετείται η θεραπεία του ασθενούς.
Από την άποψη αυτή, συνεπώς, οι κατηγορίες των ιατρομηχανικών κατά των ιατροχημικών δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα.

ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Στις κατηγορίες πάντως αυτές υπήρχε και το πραγματικό στοιχείο. Μόνο που αυτό δεν ήταν η αδιαφορία προς την πρακτική άσκηση της ιατρικής. Ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Μαλπίγγι και οι οπαδοί του ασκούσανε την ιατρική, για τον οποίον οι υπερασπιστές τους εξέφραζαν ανεπιφύλακτα το θαυμασμό τους και εξαιτίας του οποίου προσέτρεχαν σ’ αυτούς αδύνατοι και ισχυροί.
Πώς όμως ασκούσανε την ιατρική; Πώς έρχονταν σε επαφή μαζί τους οι ασθενείς; Στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε πως επρόκειτο για συμβουλές, για ερωτήσεις δηλαδή του αρρώστου και απαντήσεις του ιατρού εξ αποστάσεως, χωρίς προσωπική επαφή μεταξύ τους. Στην περίπτωση που ο άρρωστος πήγαινε ο ίδιος στο γιατρό, αυτός περιοριζόταν στο να παίρνει το ιστορικό, έθετε τη διάγνωση και υποδείκνυε ενδεχομένως τη θεραπεία, χωρίς να προβεί σε φυσική εξέταση του αρρώστου. Η στάση αυτή του γιατρού πήγαζε από την απόλυτη πεποίθηση ότι τα πάντα μπορούσαν να επιλυθούν με «μαθηματικές αποδείξεις» και με βάση την τέλεια γνώση του μηχανισμού ή των μηχανισμών του ανθρώπινου σώματος. Συγκεντρώνοντας λοιπόν διάφορα οδηγά σημεία και κάνοντας αυστηρή εφαρμογή του μαθηματικού συλλογισμού, κατέληγαν με απόλυτη βεβαιότητα να διαγνώσουν ποιο τμήμα της μηχανής είχε «πάθει βλάβη» και να θέσουν την ένδειξη της θεραπείας που επιβαλλόταν για «την επισκευή των τροχών ή της κακής τους συναρμολόγησης».
Με άλλα λόγια, αν ο «μοντέρνος γιατρός» δεν πλησίαζε το κρεβάτι του αρρώστου, αυτό δεν γινόταν από άγνοια ή περιφρόνηση προς την αποστολή του γιατρού, αλλά επειδή δεν το θεωρούσε αναγκαίο. Αυτό όμως ακριβώς, η απομάκρυνση από το κρεβάτι του αρρώστου, ήταν εκείνο που πρόσεχαν οι αντίπαλοι και επιπλέον απασχολούσαν όλους όσοι ήταν πρώτα γιατροί και ύστερα ιατρομηχανικοί.

Ο ΤΟΜΑΣ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Το θέμα, όπως είδαμε, απασχολούσε ζωηρά τους κύκλους του Λέιντεν και πιο πολύ ίσως αυτόν τον πραγματικό ιδρυτή της ιατροχημικής σχολής, τον Φρανσουά ντε λα Μποέ. Η τιμή όμως για την επαναφορά των ιατρών σε μια πιο εξισορροπημένη αντίληψη της επιστήμης τους, σε μια νέα και γόνιμη μορφή «ιπποκρατισμού», ανήκει στον Άγγλο Τόμας Σύντενχαμ. Και πράγματι, οι αντιλήψεις του Σύντενχαμ πήραν την ονομασία του νεοϊπποκρατισμού και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «Άγγλος Ιπποκράτης». Γι’ αυτόν ένας Ιταλός σύγχρονός του γράφει ότι είναι «καμάρι και κόσμημα» του ιατρικού επαγγέλματος, ότι «παραμέρισε τις κούφιες γνώμες και αφοσιώθηκε ολόκληρος στην κλινική παρατήρηση».
Ο Σύντενχαμ γεννήθηκε στο Ουίνφορντ Ίγκλ το 1624 και σπούδασε στην Οξφόρδη από το 1642 έως το 1649, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα: είχε λάβει μέρος στον αγώνα του Όλιβερ Κρόμγουελ κατά της απολυταρχίας.
Ύστερα από μια ατυχή επαγγελματική περίοδο, πράγμα που οφειλόταν στην πτώση του Κρόμγουελ με την άνοδο στο θρόνο του Καρόλου Β’, κατόρθωσε το 1666 να μπει στο Κολέγιο των Ιατρών και να πάρει άδεια ελεύθερης άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος. Από τότε μέχρι το θάνατό του (1689), έγραψε πολλά βιβλία, αρχίζοντας με μια μικρή πραγματεία με τον τίτλο «Μέθοδος θεραπείας των πυρετών», η οποία έγινε ευνοϊκά δεκτή όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνέχισε το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες απαντήσεις», το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες συζητήσεις» και τέλος το 1683 με την πραγματεία «Περί της ποδάγρας και της υδρωπικίας».
Ειλικρινά και φανερά αντίθετος με τις ανατομικές παρατηρήσεις και τα φυσιολογικά πειράματα, ο Σύντενχαμ αποκαλύπτεται να αγνοεί κι αυτή την ανακάλυψη του Χάρβεϊ για την κυκλοφορία του αίματος. Στην άγνοια αυτή οφείλεται και η από τον ίδιο ομολογημένη αδυναμία του να καταλάβει τα αίτια της υδρωπικίας, του ασκίτη.
Παρόλα αυτά δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί σαν ένας από τους μεγαλύτερους γιατρούς της εποχής του, επειδή κατόρθωσε με τον τρόπο που μόνον ένας μεγαλοφυής άνθρωπος θα ενεργούσε, να επαναφέρει την ιατρική του αιώνα του στο κρεβάτι του αρρώστου. Γι’ αυτό και μόνον η φυσιογνωμία του σαν γιατρού διαγράφεται πιο μοντέρνα, αλλά κατά τρόπο εξισορροπημένο και ταυτόχρονα πιο ιπποκρατική. Μοντέρνα, γιατί δεν έκλεινε τα αυτιά του σε κάθε νέα ανακάλυψη που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στο γιατρό για τη θεραπευτική του αποστολή. Ιπποκρατική, γιατί θεωρούσε το γιατρό, ταγμένο στην υπηρεσία της ανακούφισης του αρρώστου από τον πόνο, πεπεισμένο για την ύπαρξη της «ιαματικής δύναμης της φύσης», που ενέπνεε τον ιπποκρατικό ιατρό.
Με τις αντιλήψεις του αυτές σχετίζεται η μάχη που ο Σύντενχαμ έδωσε, πιστεύοντας με θέρμη στο δίκαιο των απόψεών του, υπέρ του νέου φαρμάκου που δίχασε τον ιατρικό κόσμο της Ευρώπης του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για τον φλοιό της κίνας, την πρώτη ύλη της κινίνης, στον οποίο ο Σύντενχαμ αναγνώριζε θαυματουργικές ιδιότητες κατά των πυρετών, ανεξάρτητα από κάθε θεωρητική τοποθέτηση που η σχολαστική της εφαρμογή θα ωθούσε σε πολεμική κατά του νέου φαρμάκου, όπως έγινε με ένα μεγάλο αριθμό συναδέλφων του.

ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Η σταυροφορία για την επιστροφή του γιατρού κοντά στο προσκέφαλο του αρρώστου, που εγκαινίασε ο Σύντενχαμ, δεν έμεινε χωρίς συνεχιστές. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει ο Ιταλός Τζιοβάνι Μαρία Λαντσίζι, που γεννήθηκε στη Ρώμη το 1654, υπήρξε προσωπικός γιατρός τριών Παπών και πέθανε το 1720.
Αντίθετα προς τις απόψεις του Σύντενχαμ, ο Λαντσίζι απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις ανατομικές γνώσεις. Γι’ αυτό και η πρώτη του φροντίδα υπήρξε η δημοσίευση ανατομικών έργων και μάλιστα όχι μόνον δικών του, αλλά και έργων άλλων συγγραφέων που θα θεωρούσε άξια για μια ευρύτερη διάδοση. Πρώτη του έκδοση ήταν ένα έργο δικό του, μια Ανατομία (1691), την οποία ακολούθησαν οι «Ανατομικοί Πίνακες» του Μπαρτολομέο Εουστάκι, τους οποίους είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του Πάπα Κλήμη του 11ου.
Το 1707 εξέδωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Περί αιφνιδίων θανάτων»: το προηγούμενο έτος ένας μεγάλος αριθμός απροσδόκητων θανάτων είχε βυθίσει τη Ρώμη στο πένθος. Το βιβλίο αυτό αποτελούσε μια μεγάλη συλλογή πρακτικών νεκροψιών, που είχαν εκτελεστεί στα θύματα της πραγματικής αυτής επιδημίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Λαντσίζι διαπίστωσε σαν κύρια αιτία θανάτου την εγκεφαλική αιμορραγία, τη διάταση και την υπερτροφία της καρδιάς.
Υπό την επήρεια ίσως των διαπιστώσεων αυτών, ο Λαντσίζι επιδόθηκε εντατικά στη μελέτη της καρδιάς, για να συγκεντρώσει στη συνέχεια τις παρατηρήσεις του και τα πορίσματά του στο βιβλίο που εξέδωσε ύστερα από 8 χρόνια υπό τον τίτλο «Περί της κινήσεως της καρδιάς και των καρδιακών ανευρυσμάτων». Στο βιβλίο αυτό μελετά τα αίτια της υπερτροφίας της καρδιάς και εντοπίζει μερικά από αυτά με οξυδέρκεια: τις βλάβες των βαλβίδων, που έτσι αδυνατούν να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, την αρτηριοσκλήρωση και παθήσεις που δεν αφορούν άμεσα την καρδιά, όπως το άσθμα. Όσο για τα ανευρύσματα, διέκρινε τα αληθινά από τα ψευδή και περιέγραψε το συφιλιδικό ανεύρυσμα.
Τα ενδιαφέροντα όμως του Λαντσίζι επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς. Τον απασχόλησαν οι ασθένειες του περιβάλλοντος, που λόγω των ειδικών συνθηκών της εποχής του αποτελούσαν πραγματικές κοινωνικές νόσους. Παράδειγμα η ελονοσία, στην οποία αφιέρωσε μια μελέτη. Το περιεχόμενό της προδίδει καταρχήν την προσήλωσή του στις παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η ελονοσία θεωρείτο «λοιμός», όπως και άλλες επιδημικές και ενδημικές αρρώστιες της εποχής και συνεπώς αποδιδόταν σε κάποιο μίασμα. Αφετέρου διατυπώνει και την υπόνοια ότι το πιθανό αίτιο της νόσου είναι τα κουνούπια, που ίσως με το κέντρισμά τους να μεταδίδουν το παθογόνο αίτιο της ελονοσίας. Εκεί όμως που είναι πιο έκδηλος ο μοντερνισμός του είναι στα θεραπευτικά μέτρα που προτείνει: αποξήρανση των ελών, καλλιέργεια του εδάφους και όπου αυτή δεν είναι δυνατή, την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης, ιδίως δένδρων με ψηλούς κορμούς, που είναι πολύ κατάλληλα για τον καθαρισμό του αέρα.
Περίεργη λοιπόν και η στάση του Λαντσίζι. Από τη μια, προσήλωση σε ορισμένες παραδοσιακές αντιλήψεις, από την άλλη, επανασύνδεση με τις απόψεις του Φρακαστόρο και τέλος από μια τρίτη πλευρά, στροφή προς νεωτεριστικές αντιλήψεις, τις οποίες ενστερνίζεται τόσο σαν ανατόμος, όσο και σαν φυσιολόγος, παθαλογοανατόμος και βοτανικός.
Εκείνοι όμως που αγωνίστηκαν για απόψεις σαν αυτές του Σύντενχαμ δεν προέρχονταν μόνο από μια παράταξη. Εκπρόσωποι της ιατρομηχανικής σχολής, που συγκινήθηκαν από το ειλικρινές κήρυγμα του Άγγλου ιατρού, αγωνίζονται τον κοινό αγώνα. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Τζιόρτζιο Μπαλίβι (1668-1706), διακεκριμένος ιατρός του καιρού του, που δεν ξεφεύγει κι αυτός από τον κανόνα των αντιφάσεων.
Από τη μια ήταν τόσο φανατικός οπαδός της ιατρομηχανικής θεωρίας, ώστε να φτάνει στο σημείο να θεωρεί κάθε μέρος του σώματος σαν ανεξάρτητη μηχανή: τα δόντια σαν ψαλίδια, το στήθος σαν φυσερό κ.ο.κ. Από την άλλη όμως, μόλις έμπαινε στο δωμάτιο του αρρώστου, άφηνε κατά μέρος τις μηχανιστικές του αντιλήψεις κι εμπιστευόταν μόνο την προσεκτική παρατήρηση και τον λογικό συλλογισμό.Μαθητής του Μαλπίγγι, του οποίου έκανε και τη νεκροψία, διαπιστώνοντας ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε εγκεφαλική αιμορραγία, οφείλει τη φήμη του στο βιβλίο «Περί ιατρικής πρακτικής», στο οποίο εκτίθενται διάφορες ευφυείς παρατηρήσεις που κατόρθωσε να συλλέξει στα 39 μόλις χρόνια της ζωής του. Η διαβεβαίωσή του ότι «τέχνη να θεραπεύεις τα ανθρώπινα σώματα αποκτάται μόνον με την πείρα και την άσκηση και συνεπώς η πράξη είναι πιο σπουδαία από τη θεωρία» τον τοποθετεί στην παράταξη του Σύντενχαμ: ενδιαφέρον και ενθουσιασμός για τις νέες απόψεις της επιστήμης, αλλά με μέτρο που να επιτρέπει τη διατύπωση ευφυών επιφυλάξεων απέναντι στις νέες προοπτικές.

8/11/08

Η Ιατροχημεία [38]

Από όσα είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Βαν Χέλμοντ με τη θεωρία του ξαναγυρίζει ουσιαστικά στη διδασκαλία περί των χυμών του Ιπποκράτη. Το νερό είναι το βασικό συστατικό του σώματος φυτών και ζώων κι οι ζυμώσεις βρίσκονται στη βάση κάθε φυσιολογικής διεργασίας. Αυτές καθορίζουν όλες τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού από τη θρέψη έως την πέψη, που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της πρώτης και συνεπώς τη βασική διεργασία της ζωής.
Στο θέμα αυτό της πέψης πρόκειται να επανέλθουμε πιο αναλυτικά αργότερα, όταν θα μιλάμε για τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν τις σπουδαιότερες ιατρικές φυσιογνωμίες του επόμενου αιώνα: τον Ρεωμύρο και κυρίως τον Σπαλαντσάνι. Εν τούτοις, πρέπει από τώρα να τονίσουμε ένα βασικό γεγονός: αν ο δρόμος προς τη λύση των προβλημάτων που σχετίζονται με την πέψη βρέθηκε ανοικτός για τους ερευνητές που αναφέραμε, αυτό οφείλεται πέρα για πέρα στον Βαν Χέλμοντ και την ερμηνεία που έδωσε στην πέψη, χαρακτηρίζοντάς την ως χημικό και όχι ως μηχανικό φαινόμενο. Αυτό βέβαια ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες ατέλειες που παρουσιάζει η θεωρία του, ατέλειες κοινές σε κάθε πρωτοποριακή απόπειρα, που εν τούτοις δεν μειώνουν καθόλου την προσφορά του στο άνοιγμα νέων δρόμων στην επιστήμη.
Μέσα στα όρια που επιβάλλουν στη θεωρία του οι ατέλειες για τις οποίες μιλάμε, αναγνωρίζει κανείς εν τούτοις την ύπαρξη μεγαλοφυών ιδεών, που για μια ακόμα φορά αποκαλύπτουν την παράξενη διπλή προσωπικότητα του Βαν Χέλμοντ, η οποία ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων και διχογνωμιών. Ίσως αυτό να αποτελεί το κύριο κίνητρο της ανησυχίας του πνεύματός του, αλλά και τη βασική αιτία της ακαταστασίας που έκανε την εργασία του λιγότερο γόνιμη από όσο θα έπρεπε να είναι. Άσχετα βέβαια από τις προσωπικές του περιπέτειες που αποτέλεσαν γι’ αυτόν πηγή οδυνηρών εμπειριών και βασάνων. Από το 1624 διώκεται από την Ιερή Εξέταση ως ύποπτος αίρεσης. Η δίκη του κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του. Τα περισσότερα από αυτά, ο Βαν Χέλμοντ τα πέρασε στη φυλακή.
Ως αποτέλεσμα των περιπετειών του αυτών, οι μελέτες του είδαν το φως της δημοσιότητας 4 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, με τη φροντίδα του γιου του τον οποίο, σε στιγμές ενθουσιασμού για τον υδράργυρο και τα παράγωγά του, είχε βαπτίσει Μερκούριο (ο υδράργυρος στα λατινικά). Η έκδοση βέβαια έγινε μακριά από εκεί που έφταναν οι εξουσίες της Ιερής Εξέτασης, στο Άμστερνταμ της προτεσταντικής Ολλανδίας. Στο έργο αυτό, που το χαρακτηρίζει έλλειψη τάξης και αλλόκοτες αντιφάσεις, δεν συναντάμε μόνο τις θεωρίες του για τις αρχές, τις πνοές και τα αέρια, αλλά πλάι σ’ αυτές και αξιοσημείωτες κλινικές παρατηρήσεις. Έτσι βρίσκουμε τέλειες περιγραφές του άσθματος, καθώς και την απόδοση της ασθένειας αυτής σε αίτια βρογχικά. Στο έργο αυτό βρίσκουμε επίσης διατυπωμένη την πρώτη θεωρία της πέψης, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα ζύμωσης, χημικών δηλαδή διεργασιών, οι οποίες καθορίζονται βασικά από την παρουσία στο στομάχι ενός όξινου ένζυμου, αν και το οξύ δεν είναι το ίδιο ένζυμο. Ο όξινος χυμός, περνώντας από το στομάχι στο 12δάκτυλο, γίνεται αλκαλικός, για να υποστεί μια τελευταία ζύμωση μέσα στο έντερο, υπό την επίδραση της χολής.
Παρόλα αυτά, μέσα στη νεωτεριστική αυτή ερμηνεία της πέψης επιζεί η ιπποκρατική θεωρία των 6 διαφορετικών πέψεων που συντελούνται αντίστοιχα από 6 ένζυμα, τα οποία ενεργούν βαθμιαία καθώς η τροφή διέρχεται τους βασικούς σταθμούς της πέψης στο στομάχι, το 12δάκτυλο και το λεπτό έντερο.
Η νέα αυτή άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντική κι αξιοπρόσεκτη, γιατί απομακρύνεται αποφασιστικά από τις επικρατούσες ερμηνείες της πέψης, που θεωρούντο είτε ως «σύγκρουση» των θρεπτικών ουσιών, που συντελείτο στο στομάχι και το ήπαρ, όπου η ενυπάρχουσα «δύναμη» τις μετέτρεπε σε αίμα, είτε ως διεργασία «τριβής» των τροφών, εκτελούμενη στο στομάχι, για να τις προπαρασκευάσει για την εντερική και την ηπατική «σύγκρουση».
Η τελευταία αυτή μηχανική θεωρία της πέψης προήλθε ίσως από την παρατήρηση της λειτουργίας του στομάχου στα πουλιά που τρώνε σπόρους κι από εκεί επεκτάθηκε εσφαλμένα σε όλα τα ζώα. Η θεωρία αυτή όχι μόνον επικρατούσε στην εποχή του Βαν Χέλμοντ, αλλά και αργότερα τη συναντάμε να αντιπαρατάσσεται εναντίον των απόψεων επιστημόνων που ακολουθούσαν στο σημείο αυτό τη δική του γραμμή, καθώς και εναντίον του συνεχιστή του Φραγκίσκου ντε λα Μποέ, ο οποίος τόνιζε τον αποφασιστικό ρόλο του σιέλου στη διεργασία της πέψης.

Ο ΣΥΛΒΙΟΣ
Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν έχουμε συναντήσει και πάλι το όνομα Σύλβιος, σαν εκπροσώπηση του πιο στενοκέφαλου και οπισθοδρομικού πνεύματος. Επρόκειτο για τον Ζακ Ντυμπουά, διδάσκαλο και μανιώδη αντίπαλο του Βεσάλιου, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Σύλβιος. Το ίδιο όνομα συναντάμε και τώρα, αλλά αντιπροσωπευτικό μιας τελείως διαφορετικής νοοτροπίας. Είναι ο Φρανσουά Ντυμπουά, που άλλαξε το επώνυμό του αρχικά στη «λανγκντόκ» (γλώσσα των Πυρηναίων και του κάτω Ροδανού) σε ντε λα Μποέ, στο τέλος όμως το εκλατίνισε κι αυτός σε Σύλβιος. Ο ντε λα Μποέ - Σύλβιος γεννήθηκε στο Χάναου της Γερμανίας γύρω στα 1614 και πέθανε στο Άμστερνταμ το 1672. Σπούδασε διαδοχικά στο Σεντάν, το Λέιντεν, το Παρίσι και τη Βασιλεία. Στη αρχή άσκησε το επάγγελμα στον τόπο της γέννησής του, αργότερα όμως άλλαξε διαμονή για να καταλήξει για μερικά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, καθηγητής στη έδρα της Παθολογίας. Η ίδρυση της έδρας αυτής ήταν μια μεγάλη καινοτομία για την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Μέχρι τότε αποκλειόταν από τις σπουδές αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως κλινική ιατρική. Κάθε επαφή ιατρού και ασθενή, κάθε σχέση φοιτητή και νοσοκομείου ήταν άγνωστη. Το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, που ακριβώς εκείνο τον καιρό εξελισσόταν σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα καλλιέργειας των επιστημών στην Ευρώπη, ιδρύοντας την έδρα αυτή, ανταποκρινόταν σε μια επιτακτική απαίτηση της εποχής του. Οι νέες και θαυμαστές ανακαλύψεις είχαν, κατά μεγάλο μέρος, μεταμορφώσει τον γιατρό σε επιστήμονα του εργαστηρίου, απομακρύνοντάς τον από τον άρρωστο άνθρωπο και κάνοντάς τον σε μερικές περιπτώσεις να χάνει ακόμα και τη συνείδηση της πραγματικής του αποστολής. Η επανάκτηση αυτής της συνείδησης ήταν η επιτακτική ανάγκη που είχαν συναισθανθεί πολλά μεγάλα πνεύματα της εποχής εκείνης, ανάγκη που καλυπτόταν από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν του νέου μαθήματος. Ήταν ακριβώς στην εποχή που χάρις στην απεριόριστη ανεξιθρησκία, η οποία επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο αυτό, φοιτητές κάθε δόγματος συγκεντρώνονταν για να σπουδάσουν εκεί, καθιστώντας το Λέιντεν σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ευρώπης του 17ου αιώνα.
Στο Λέιντεν ο Σύλβιος δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία της κλινικής ιατρικής, αλλά εισήγαγε κι άλλες σημαντικές καινοτομίες. Μεταξύ αυτών επέβαλε την εργαστηριακή εξάσκηση των φοιτητών, παράλληλα και ως συμπλήρωμα της διδασκαλίας της κλινικής ιατρικής. Τη διδασκαλία αυτή με τον κατ’ εξοχή πρακτικό της χαρακτήρα ήρθε να συμπληρώσει η ύπαρξη ενός πλούσιου μουσείου και ενός ανάλογου βοτανικού κήπου, που καθιστούσαν το Λέιντεν ιδεώδη τόπο μελετών.

ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕ
Ο Σύλβιος ή, αν προτιμάτε ο ντε λα Μποέ, έριξε το βάρος των μελετών του στα χημικά φαινόμενα, χωρίς να παραγνωρίζει την ανάγκη βαθιών ανατομικών γνώσεων για τον γιατρό. Σ’ αυτό διαφέρει από τον Βαν Χέλμοντ, η περιφρόνηση του οποίου προς την ανατομική εκφράζεται στο γεγονός ότι αντιπαρέρχεται χωρίς καν να μνημονεύσει την ανακάλυψη του Χάρβεϊ σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος. Ο Σύλβιος, αντίθετα, εξαιτίας των φιλοανατομικών του αντιλήψεων, όχι μόνον παραδέχθηκε αλλά και δίδαξε τη θεωρία του Χάρβεϊ. Ο ίδιος εκτέλεσε μια σπουδαιότατη σειρά ανατομο-φυσιολογικών μελετών και συνέδεσε το όνομά του με οξύτατες παθολογο-ανατομικές παρατηρήσεις, όπως η ερμηνεία των βλαβών που προκαλεί η φυματίωση στους πνεύμονες. Το όνομά του έχει επίσης διαιωνιστεί με την ανακάλυψη του πόρου που συνδέει την τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου (υδραγωγός του Συλβίου). Υπάρχει ακόμα και η αύλακα του Συλβίου στην πλάγια επιφάνεια των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
Οι κυριότερες πάντως από τις έρευνές του αφορούν τα χημικά φαινόμενα και ιδίως τα άλατα και τις ζυμώσεις. Με θαυμαστή οξύτητα πνεύματος αντιλήφθηκε την προέλευση των αλάτων από την ένωση οξέων και αλκαλίων, διαπίστωση από την οποία συνέλαβε την έννοια της χημικής συγγένειας, που έπρεπε να περάσουν αιώνες για να γίνει αντιληπτή η βασική σημασία της.
Από τέτοιες προϋποθέσεις ξεκινώντας και υιοθετώντας τις μοντέρνες για την εποχή του ανακαλύψεις σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος και τη λειτουργία των λεμφαγγείων και των λεμφαδένων, ο Σύλβιος ανανέωσε τελείως την ιπποκρατική θεωρία των χυμών. Κι όχι μόνον αυτή, αλλά και την πιο σύγχρονη της μορφή που είχε διατυπωθεί από τον Βαν Χέλμοντ. Ως βάση της Φυσιολογίας και της Παθολογίας έθεσε μια σειρά ζυμώσεων, που καθορίζονται από τρεις χυμούς: το σάλιο, το παγκρεατικό υγρό και τη χολή. Παράλληλα με τις διεργασίες της ζύμωσης ο Σύλβιος τοποθετούσε τα φαινόμενα του «αναβρασμού», ως βάση των εκκριτικών λειτουργιών. Έτσι π.Χ. παράγονταν τα ούρα από το αίμα: ο αναβρασμός έκανε ώστε να ξεχωρίζουν από τη μάζα του αίματος λεπτότατα μόρια που καθώς ενώνονταν μεταξύ τους σχημάτιζαν τα ούρα, τα οποία κατεύθυνε προς τους νεφρούς και από εκεί προς την ουροδόχο κύστη.
Φυσικά, στις ίδιες διεργασίες, ζυμώσεις και αναβρασμούς, απέδιδε και τα παθολογικά φαινόμενα, που κι εκείνα συντελούνται κυρίως στο αίμα.

ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΒΙΟΥ
Η ηρεμία της διδασκαλίας του, η ακρίβεια της διδακτικής και ερευνητικής του μεθόδου και η φήμη του Πανεπιστημίου στο οποίο δίδασκε, έκανε ώστε ο Σύλβιος να αποκτήσει θαυμαστές και οπαδούς και να αναδειχθεί ιδρυτής μιας πραγματικής ιατροχημικής σχολής. Ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της υπήρξε ο Άγγλος Τόμας Ουίλις, εξέχουσα φυσιογνωμία από μια ομάδα επιστημόνων της Οξφόρδης, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και άλλα διαπρεπή ονόματα: του Χουκ και του Ρόμπερτ Μπόυλ, θεμελιωτή της νεότερης θεωρίας των αερίων.
Ο Ουίλις (1621-1675) αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη των ζυμώσεων και των χημικών φαινομένων γενικότερα, συσχετίζοντάς τα αδιάκοπα με τα δεδομένα της ανατομικής, της φυσιολογίας και της παθολογίας σε βαθμό που να τον κατηγορήσουν ότι ασχολείται περισσότερο με τη διατύπωση θεωριών παρά με τη συγκέντρωση πειραματικών παρατηρήσεων. Παρόλο που ο Ουίλις πνιγόταν στις συγκεχυμένες θεωρίες του για τις ζυμώσεις, ήταν όμως και οξύς παρατηρητής, που οι περιγραφές του της γρίπης, του εξανθηματικού τύφου και του τυφοειδούς πυρετού έμειναν κλασσικές. Και κάτι ακόμα: είναι ο πρώτος που παρατήρησε πως τα ούρα των διαβητικών έχουν υπόγλυκη γεύση, παρατήρηση βασική για την ερμηνεία της νόσου και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση. Για τη σημαντική του προσφορά στο πεδίο της ανατομικής θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο λεπτομερέστερα. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στο χαρακτηρισμό ότι υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους συνεχιστές του έργου του Βεσάλιου.
Εδώ θα παραθέσουμε λίγα λόγια για το έργο ενός άλλου Άγγλου, του Ουώλτερ Χάρις (1647-1732), ο οποίος με την πραγματεία του «Επί των οξειών νόσων των παιδιών» μετέφερε τη θεωρία του Συλβίου σε πολλές από τις παιδικές ασθένειες, θεωρώντας τις οξείες κυρίως νόσους ως αποτέλεσμα συσσώρευσης οξέων στο σώμα του παιδιού. Το συμπέρασμά του σχετικά με τη θεραπεία ήταν η χορήγηση αλκαλικών ουσιών, παρμένων από διάφορα κελύφη, φλοιούς αυγών, κιμωλία, κοράλλια και μαργαριτάρια υπό μορφή σκόνης.
Περισσότερο από το περιεχόμενό του, το βιβλίο αυτό έχει σημασία ως το πρώτο παιδιατρικό κείμενο του αιώνα αυτού με τόσο μεγάλη διάδοση και φήμη: μέσα σε 53 χρόνια, δηλαδή από την πρώτη (1698) ως την τελευταία του έκδοση (1742), έφτασε να κυκλοφορήσει σε 18 εκδόσεις!
Η πολεμική που άρχισε τότε ξαφνικά, για να κρατήσει και τους δυο επόμενους αιώνες, μεταξύ ιατροχημείας και ιατρομηχανικής, μπορεί μεν να φαίνεται σαν δευτερεύον επεισόδιο στην Ιστορία της Ιατρικής, αποκαλύπτει όμως και μια σημαντική άποψη. Είναι εκείνη που εκφράζει ουσιαστικά το νόημα της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα: τόσο οι ιατροχημικοί όσο και οι ιατρομηχανικοί προσπαθούσαν να δώσουν μια ερμηνεία των φαινομένων της ζωής και του κόσμου χωρίς την παρεμβολή «ζωικών δυνάμεων» και «πνευματικών αρχών», που αποτελούσαν αναπόσπαστο συστατικό των παραδοσιακών ερμηνειών της ζωής. Είναι πια οι προφητικές θέσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι απόψεις του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου, που κατευθύνουν τη σκέψη της νέας γενιάς των επιστημόνων.

1/11/08

Η ιατροχημική σχολή [37]

Η αλχημεία, παλιά απασχόληση του ανθρώπου, ιδίως το Μεσαίωνα, δεν έπαψε να ασκείται ούτε στην περίοδο του Ουμανισμού ούτε κατά την Αναγέννηση. Ο πόθος για την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου και του ελιξιρίου της μακροβιότητας, που δεν εγκατέλειψε στιγμή τον άνθρωπο, συνέβαλε (χωρίς οι αλχημιστές να έχουν συνείδηση του πράγματος) σε αξιόλογο βαθμό, στη διαμόρφωση της ιατροχημικής σχολής και της νεότερης χημείας.
Από τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι ερμήνευαν τα φαινόμενα της ζωής σαν ενέργειες απόκρυφων δυνάμεων με θείο ή δαιμονικό χαρακτήρα. Στο σχήμα που προέκυπτε με τον τρόπο αυτό είχε συμβάλει τόσο η εμπειρική παρατήρηση, χαρακτηριστικό των μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, όσο και μια μυστική - μαγική θεώρηση της πραγματικότητας.
Γεγονότα, όπως ο φοβερός λοιμός που αποδεκάτισε τους Αθηναίους κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και παρατηρήσεις, όπως εκείνη για την πέτρα που ελκύει κοντά της κάθε τι σιδερένιο (μαγνήτης), δεν μπορούσαν να βρουν τη σωστή τους ερμηνεία μέσα στο πλαίσιο των επιστημονικών γνώσεων της εποχής. Έτσι οι άνθρωποι αναζητούσαν την εξήγησή τους στις συζυγίες των άστρων, σε απόκρυφες δυνάμεις και σε ανάλογου είδους αρχές, που αν και δεν διευκρίνιζαν τα γεγονότα, εν τούτοις ικανοποιούσαν ως ένα βαθμό και από ορισμένες απόψεις, τον άνθρωπο της εποχής εκείνης.
Ελάχιστοι μεγαλοφυείς άνδρες ξέκοβαν από την πεπατημένη και τολμούσαν να χαράξουν δικό τους δρόμο. Ο Ιπποκράτης είχε το θάρρος να αρνηθεί τον «ιερό» χαρακτήρα των νόσων με αφορμή την επιληψία. Ο Θουκυδίδης, χωρίς να είναι γιατρός ή φυσιοδίφης, γράφει για το λοιμό των Αθηνών, από τον οποίο και ο ίδιος ασθένησε αλλά επέζησε, τα εξής ανατρεπτικά για την εποχή του: «Και οι παρακλήσεις στους θεούς και στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτε κι οι άνθρωποι, αποκαμωμένοι από τη λοιμική, τα παράτησαν κι αυτά». Και πιο κάτω προσθέτει με καθαρή ειρωνεία: «Μέσα στη συμφορά θυμήθηκαν μερικοί, όπως ήταν φυσικό, και άλλες προφητείες, αλλά και τον ακόλουθο χρησμό που, καθώς έλεγαν οι γεροντότεροι, τον έψελναν άλλοτε: ‘Θα έρθει πόλεμος δωρικός και μαζί του λοιμός’. Πολλές φιλονικίες έγιναν τότε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι στον χρησμό δεν γινόταν λόγος για λοιμό (αρρώστια) αλλά για λιμό (πείνα), επικράτησε όμως η γνώμη ότι το σωστό ήταν λοιμός, επειδή οι άνθρωποι ερμήνευαν το χρησμό ανάλογα με τα παθήματά τους. Νομίζω ότι, αν ποτέ ξαναγίνει δωρικός πόλεμος και τύχει να έρθει μαζί λιμός, θα τον ερμηνεύσουν όπως θα ταιριάζει στην περίσταση».
Παρόλα αυτά, η βασιλεία των μυστηριωδών απόκρυφων δυνάμεων θα συνεχίσει για αιώνες ακόμα να κυριαρχεί σε κάθε απόπειρα ερμηνείας των φαινομένων του σύμπαντος. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό όταν πρόκειται για τα φαινόμενα της ζωής. Το ανατομο-φυσιολογικό σύστημα του Γαληνού, που θα εξακολουθήσει να αποτελεί τις βάσεις της ιατρικής σκέψης μέχρι και την Αναγέννηση, περιέχει αρκετά «πνεύματα» και «δυνάμεις», στοιχεία αποδεικτικά της ζωντανής παρουσίας των απόκρυφων δυνάμεων. Το ιπποκρατικό σύστημα με τους χυμούς και τις ποιότητές τους, την ισορροπία και τη ρήξη της μεταξύ τους ισορροπίας, πράγματα που καθορίζονται από τις επιδράσεις του μακρόκοσμου, του κοσμικού δηλαδή περιβάλλοντος, πάνω στον μικρόκοσμο, δηλαδή στο άτομο, ενώ δεν συμμερίζεται τις απόψεις των ιερέων - γιατρών, εν τούτοις χρησιμοποιεί τα δικά τους σχήματα για την ερμηνεία των φαινομένων της υγείας και της νόσου.

Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Κατά την περίοδο αυτή οι μυστικιστικές ερμηνείες των φαινομένων της φύσης μεσουρανούν. Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλές δυνάμεις: η κληρονομιά του παρελθόντος, η αραβική «καββάλα» (μυστικιστική διδασκαλία) και οι πολύπλοκες δαιμονολογικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των νεοπλατωνικών και των νεο-πυθαγορείων θεωριών. Οι νεοπλατωνικές θεωρίες μεσουρανούν στο δεύτερο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα με τον Αμμώνιο Σακκά και μέχρι το 529, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών. Οι θεωρίες των νεο-πυθαγορείων, που ακμάζουν από το τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα μέχρι τη συγχώνευσή τους με το νεοπλατωνισμό κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, άσκησαν μεγάλη επίδραση στην ανατολική χριστιανική παράδοση και γενικότερα στη φιλοσοφική ανάπτυξη του βυζαντινού και του αραβικού κόσμου.
Από ένα τέτοιο σύμπλεγμα θεωριών γεννήθηκε από τη μια μεριά η μαγεία με τις διάφορες μορφές της, από τον πρωτόγονο μάγο - ιερέα και μάγο - γιατρό (οι ρόλοι εναλλάσσονταν στις προϊστορικές κοινωνίες) ως τη μορφή εκείνη που συναντάμε αργότερα εξαπλωμένη σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Από την άλλη όμως μεριά προήλθε ένας ιδιαίτερος κλάδος, ο οποίος σιγά - σιγά ανέπτυξε δικές του θεωρίες και αποκτώντας αυτονομία έφτασε να θεωρείται πραγματική επιστήμη. Πρόκειται για την Αλχημεία.

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ
Η μορφή του αλχημιστή μέσα στο εργαστήριό του, γεμάτο βαλσαμωμένα ζώα, αποστακτήρες, κουδούνια, φυσερά και μαύρους γάτους είναι μια εικόνα γνωστή σε όλους. Είναι, θα έλεγε κανείς, μια χαρακτηριστική άποψη του Μεσαίωνα, μια εικόνα, πάντως, που οφείλουμε εν μέρει αφενός στη κληρονομιά του ρομαντισμού κι αφετέρου στη φήμη του «Φάουστ», του αριστουργήματος του Γκαίτε, στο οποίο φαίνεται να συμπυκνώνεται η πεμπτουσία του πνεύματος της εποχής, εμπλουτισμένη με τη μεγαλοφυΐα του ποιητή. Κατά ένα άλλο μέρος όμως οφείλεται και στον πραγματικό χαρακτήρα του μεσαίωνα, μια από τις τυπικές όψεις του οποίου είναι η έννοια του μυστηρίου, των απόκρυφων δυνάμεων και της δαιμονικής ισχύος.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν πολλές γενιές αλχημιστών, είναι η φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή λ ί θ ο ς, ένα παρασκεύασμα δηλαδή ικανό να μετατρέπει τα αγενή μέταλλα σε ευγενή, σε χρυσό. Στην επιδίωξή τους να πετύχουν το σκοπό αυτόν, καθώς κι άλλους δευτερεύοντες, οι αλχημιστές εκτελούσαν πειράματα επί πειραμάτων. Τα πειράματα αυτά δεν ακολουθούσαν ορισμένη τάξη, ούτε διέπονταν από επιστημονικά κριτήρια. Είχαν την προέλευσή τους σε σκοτεινά και δυσνόητα έργα περί μαγείας, που το περιεχόμενό τους περιστρεφόταν γύρω από ουράνιες επιδράσεις, απόκρυφες δυνάμεις κι άλλα ανάλογα. Παρόλα αυτά, κατόρθωναν μερικές φορές, παρά την αδυναμία τους να ικανοποιήσουν τον πόθο της ανακάλυψης της φιλοσοφικής λίθου, να πετυχαίνουν αποτελέσματα σημαντικά για την ιατρική ή τη χημεία, της οποίας, χωρίς να έχουν συνείδηση του πράγματος, έθεταν τις μελλοντικές βάσεις. Αρκεί να θυμηθούμε μια μόνο από τις ανακαλύψεις αυτές: το απόσταγμα του οίνου, το κοινό μας ρακί.
[1] Αρκεί όμως να αναλογιστούμε τους λόγους για τους οποίους συνιστούσαν, όπως έκανε ο Μιχαήλ Σαβοναρόλα, τη χρήση του, για να έχουμε αμέσως σαφή την εικόνα των ιδεών που ενέπνεαν αλχημιστές και γιατρούς. Ένα δείγμα των ιδεών αυτών είναι το παρακάτω: Ορισμένες ασθένειες πλήττουν, αμέσως ή εμμέσως, την καρδιά. Αλλά η καρδιά είναι το όργανο του σώματος που προστατεύεται από τον ήλιο. Από την άλλη, το ρακί (λεγόταν και πεμπτουσία, πέμπτο στοιχείο της φύσης) καταγόταν κι αυτό από τον ήλιο, επειδή προερχόταν από την απόσταξη του προϊόντος της αμπέλου, κόρης του Ήλιου. Συνεπώς, ήταν το ενδεδειγμένο φάρμακο σε κάθε περίπτωση καρδιακής επιπλοκής. Δεδομένου δε ότι δεν υπάρχει νόσος που να μην πλήττει την καρδιά, εμφανώς ή αφανώς, αμέσως ή εμμέσως, το ρακί είναι το ευλογημένο από το Θεό φάρμακο για κάθε ασθένεια!
Και να σκεφτεί κανείς ότι οι συλλογισμοί αυτοί διατυπώνονταν με απόλυτη σοβαρότητα από άνθρωπο της Αναγέννησης της περιωπής του Σαβοναρόλα. Κι όμως αυτός ο ίδιος διεκήρυττε, σαν σύγχρονος άνθρωπος, την ανάγκη της ευρείας διάδοσης των ιατρικών γνώσεων, τουλάχιστον σε τομείς όπου δεν είναι πάντοτε απαραίτητη η παρουσία του γιατρού, όπως η μαιευτική και η διαιτητική.

ΠΑΡΑΚΕΛΣΟΣ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΧΗΜΕΙΑΣ
Αποφασιστικό άλμα προς τα εμπρός κάνει η αλχημεία με τον Παράκελσο (1493-1541). Πρόκειται για μια περίεργη διάνοια, ένα παράξενο κράμα διαφωτισμού και σκοταδισμού, μεγαλοφυών συλλήψεων και παράλογων φαντασιώσεων μεσαιωνικού τύπου. Όλα αυτά κάνουν τον Παράκελσο μια πολυσυζητημένη, ακόμα και για την εποχή μας, φυσιογνωμία, η θέση της οποίας στο πλαίσιο της ιστορίας της Ιατρικής όλων των εποχών δημιουργεί για τον ερευνητή προβλήματα. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στην ανοικτή ανταρσία κατά της παραδοσιακής Ιατρικής, που συνδέεται με το πρόσωπο του Παράκελσου. Θα περιοριστούμε στο ρόλο του ως ιδρυτή ή τουλάχιστον ως προδρόμου της ιατροχημείας. Δικές του ήταν οι θέσεις και οι επιτυχείς συλλήψεις, με βάση τις οποίες διαμορφώθηκε τον επόμενο αιώνα η σχολή που διεκδίκησε, μερικές φορές με επιτυχία, την πρώτη θέση από την ιατρομηχανική, η οποία εμπνεόταν από τις ιδέες του Γαλιλαίου.
Ο Παράκελσος πράγματι υπήρξε ο πρώτος που διαισθάνθηκε τις δυνατότητες που πρόσφερε στην ιατρική και ιδιαίτερα στη φαρμακολογία η αλχημιστική έρευνα. Υπήρξε επίσης ο πρώτος που μελέτησε όχι μόνο εμπειρικά, αλλά και πειραματικά τη χρήση του οπίου, παρασκευασμένου με διάφορους τρόπους, και μια σειρά φαρμάκων, για εξωτερική κι εσωτερική χρήση, με βάση τον υδράργυρο. Παράλληλα συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη των γνώσεων γύρω από διάφορες ενώσεις με βάση το αρσενικό και το αντιμόνιο, όπως έκανε το ίδιο και για διάφορα ανόργανα οξέα και το οινόπνευμα.
Περισσότερο όμως από κάθε τι άλλο επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της λεγόμενης ιατροχημικής σχολής με το πολύπλοκο φυσιολογικό και θεραπευτικό του σύστημα, εμπνέοντας και χαράζοντας το δρόμο που ακολούθησε ο πραγματικός της ιδρυτής, ο Γιαν Μπατίστ Βαν Χέλμοντ.

ΓΙΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΒΑΝ ΧΕΛΜΟΜΝΤ
Ο Φλαμανδός αυτός γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1579. Οι σπουδές του υπήρξαν ακατάστατες: ύστερα από την εγγραφή του στη φιλοσοφική σχολή, φοίτησε στη θεολογία υπό την καθοδήγηση των Ιησουιτών, τελικά όμως κατάληξε να σπουδάσει ιατρική, πράγμα που φαίνεται ότι ικανοποίησε επιτέλους το ανήσυχο πνεύμα του. Στην επιστήμη αυτή βρήκε τον πραγματικό του δρόμο έτσι που, παρά τα χρόνια που έχασε με τις προηγούμενες σπουδές του, κατόρθωσε να αναγορευτεί διδάκτωρ της ιατρικής σε ηλικία μόλις 22 ετών και να αρχίσει την άσκηση του επαγγέλματος στην πόλη που γεννήθηκε. Το 1609 έκανε έναν οικονομικά επιτυχημένο γάμο, πράγμα που του επέτρεψε να αποσυρθεί στο Βιλμπόρντε, όπου και πέθανε το 1644.
Ενθουσιώδης οπαδός των θεωριών του Παράκελσου, κατόρθωσε να τελειοποιήσει πολλές του απόψεις. Στο χαρακτήρα παρουσίαζε τις ίδιες χαρακτηριστικές αντιφάσεις που μετέβαλλαν τη φυσιογνωμία του δασκάλου του σε αντικείμενο αντιγνωμιών και συζητήσεων. Μυστικιστής κι ενθουσιώδης φιλάνθρωπος κι ανήσυχος ο Βαν Χέλμοντ δίνει την εντύπωση ανθρώπου με διπλή προσωπικότητα: από τη μια μεριά λεπτολόγος, προσεχτικός και συχνά μεγαλοφυής ερευνητής κι από την άλλη ενθουσιώδης, χωρίς να μπορεί να διακρίνει πού τελειώνει ο μυστικιστής και πού αρχίζει ο εξημμένος. Τα ίδια βλέπει κανείς και στο καθαυτό επαγγελματικό του έργο, όπου το ενθουσιώδες στοιχείο συγχέεται με την ίδια την απάτη. Αλλά κι αυτό το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει με κάποια θετικότητα. Όταν ο Βαν Χέλμοντ μιλάει για ορισμένα του πειράματα, όταν υποστηρίζει π.χ. ότι μπόρεσε να παρατηρήσει ο ίδιος την αυτόματη γένεση αρουραίων μέσα από ένα σωρό κουρέλια και πίτουρα, κλεισμένα σ’ ένα μικρό δοχείο, αυτό το κάνει με τέτοια σοβαρότητα και τόσο ενθουσιασμό, που θα ήταν πολύ να πιστέψει κανείς ότι αυτό γινόταν με επίγνωση της ανακρίβειας αυτών που υποστήριζε.
Άλλωστε, παράλληλα με τέτοιους ισχυρισμούς, υπάρχουν και πειράματα πιο σοβαρά, έστω κι αν η ακρίβειά τους είναι κάπως προβληματική. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω: Ο Βαν Χέλμοντ, θέλοντας να αποδείξει ότι το νερό είναι το κύριο στοιχείο της θρέψης των ζωντανών οργανισμών, γέμισε ένα δοχείο με 200 λίτρες χώμα και φύτεψε μέσα του ένα δεντράκι που ζύγιζε 5 λίτρες. Ποτίζοντάς το μόνο, το μεγάλωσε μέχρι που έφτασε το βάρος των 164 λίτρων. Ζύγισε τότε το σώμα του δοχείου και διαπίστωσε ότι από τις αρχικές 200 λίτρες έλειπαν μόνο 3 ουγγιές. Άρα, σύμφωνα με την ερμηνεία που έδινε, η ανάπτυξη του φυτού ελάχιστα προέρχεται από τροφές που υπάρχουν στο χώμα. Σχεδόν όλες οι θρεπτικές ουσίες με τις οποίες μεγαλώνει το φυτό, προέρχονται από το νερό!

Η ΙΑΤΡΟΧΗΜΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Εκτός από μερικούς παραλογισμούς σαν κι αυτούς για τους οποίους μιλήσαμε, και που τέλος πάντων εναλλάσσονται με σελίδες αξιόλογες, δοσμένες με σύγχρονο πνεύμα, ο Βαν Χέλμοντ κληρονόμησε τις θεωρίες του Παράκελσου στο ιατρικό πεδίο, που τις τελειοποίησε κι ερμήνευσε τα βιολογικά φαινόμενα με «βιταλιστικές» αντιλήψεις. Υποστήριξε δηλαδή ότι τα φαινόμενα της ζωής οφείλονται σε μια μυστηριώδη δύναμη, σε κάτι το πνευματικό, που το ονόμαζε α ρ χ ή, εντοπίζοντάς το στην περιοχή του στομάχου. Aυτή ενεργεί στο υπόλοιπο σώμα, μεταβιβάζοντας σ’ αυτό μια σειρά ιεραρχικά υποδεέστερων πνευμάτων, τα οποία προΐστανται στις διάφορες λειτουργίες του οργανισμού. Στις πνευματικές λειτουργίες εξάλλου παρεμβαίνει το ν ο η τ ι κ ό που διευθύνει το λ ο γ ι κ ό, το οποίο απέναντι στο νοητικό παίζει ρόλο υποτελούς και υπηρέτη. Η νευρική ζωή ρυθμίζεται τέλος από μια άλλη αρχή ή δύναμη, που ο Βαν Χέλμοντ την ονόμασε π ν ο ή.
Όταν στο σύμπλεγμα αρχών, νοητικού, λογικού και πνοής παρέμβει μια από τις τόσες ξένες δυνάμεις που υπάρχουν στο σύμπαν, παρουσιάζεται η νόσος. Συνεπώς, προκαλείται κι αυτή από «μια αόρατη αρχή που οι ποιότητές της διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση».
Σπουδαία υπήρξε η προσφορά του Βαν Χέλμοντ στην απόπειρα της χημικής ερμηνείας των φαινομένων της φύσης, όπου ακολούθησε την πιο μεγαλοφυή και πιο ζωντανή πλευρά της σκέψης του Παράκελσου. Στα φαινόμενα της φύσης, ο Βαν Χέλμοντ διέβλεπε σαν βασικό στοιχείο τη ζύμωση, οι επεξεργασίες της οποίας ρυθμίζονται από τις «αρχές», που συνεπώς κατευθύνουν δια μέσου των ζυμώσεων τη ζωή. Στα πειράματά του ο Βαν Χέλμοντ ανακάλυψε ότι κατά τη διάρκεια μιας ζύμωσης παράγεται αέριο, το οποίο είναι εντελώς όμοιο με το αέριο που παράγεται κατά τις καύσεις.
Ο Βαν Χέλμοντ χαρακτήριζε όλες τις φυσιολογικές διεργασίες, όπως την πέψη, την έκκριση των ούρων και του ιδρώτα, καθώς κι όλα τα φαινόμενα της ανταλλαγής της ύλης, σαν ζυμώσεις. Φυσικά οι ζυμώσεις διευκολύνονταν από το γεγονός ότι το βασικό στοιχείο από το οποίο αποτελούνται οι οργανισμοί είναι το νερό, πράγμα το οποίο είχε αποδείξει με το πείραμα του φυτού που αναφέραμε προηγουμένως.Η άποψη του Βαν Χέλμοντ δεν μπορούσε παρά να έρθει κάποια στιγμή σε σύγκρουση με την ιατρομηχανική θεωρία. Κι αυτό συνέβη όταν βρέθηκε ο άνθρωπος που συστηματοποίησε τις ιδέες του Βαν Χέλμοντ. Ο άνθρωπος, στον οποίον ανήκει η τιμή ότι κατόρθωσε να βάλει σε τάξη τις μεγαλοφυείς, αλλά ασυστηματοποίητες συλλήψεις του Παράκελσου και του Βαν Χέλμοντ έτσι που να αποτελέσουν μια πραγματική θεωρία απαλλαγμένη από κάθε ξένο στοιχείο από αυτά που βρίσκονται αναμεμιγμένα στη σκέψη των θεμελιωτών της, ήταν ο Φραγκίσκος ντε λα Μποέ.


[1] Για τη θέση που κατέλαβε στον τομέα της θεραπευτικής, μας έχει κιόλας δοθεί ευκαιρία να μιλήσουμε (χρήση σε περιπτώσεις ψύξης, γρίπης κλπ.).