Μπρος στις τεράστιες προόδους που πραγματοποιήθηκαν το 18ο αιώνα, συγκριτικά με τον προηγούμενο, στα πεδία της φυσικής ιστορίας και της βιολογίας και σε αντιπαράθεση με τις μεγάλες κατακτήσεις του αιώνα αυτού στον τομέα της φυσιολογίας, οι ανατομικές μελέτες παρουσιάζονται πολύ λιγότερο θεαματικές. Ο 18ος αιώνας ακολουθεί εδώ το 17ο, χωρίς να έχει να προσθέσει κάτι το νέο. Αντίθετα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, περιόρισε ορισμένες πλευρές της έρευνας.
Η ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑΣ
Εκείνο που προκαλεί έκπληξη είναι κατ’ αρχήν η στασιμότητα της μικροσκοπικής ανατομικής, που υπήρξε η πιο γόνιμη ανακάλυψη του 17ου αιώνα και βασικός συντελεστής της επιστημονικής επανάστασης, που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του Βάκωνα, του Καρτέσιου και του Γαλιλαίου.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται ως έντονη αντίθεση προς τους γενικούς χαρακτήρες του «αιώνα των φώτων». Ίσα - ίσα που τέτοιες μελέτες θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί με ιδιαίτερη όρεξη σ’ έναν αιώνα αντίθετο προς τον επιστημονικό δογματισμό και διψασμένο για την αλήθεια, τη βασισμένη στο πείραμα και στη λογική.
Υπάρχει όμως εξήγηση του φαινομένου, που η λογική της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για τη στασιμότητα των μελετών της οπτικής κι ιδίως της κατασκευής μεγεθυντικών οργάνων, τόσο απλών φακών, όσο και μικροσκοπίων, στο επίπεδο των προόδων του 17ου αιώνα. Βλέπουμε φυσιοδίφες όπως ο Λυονέ και ο Ρέζελ να κατασκευάζουν μόνοι τους τα οπτικά όργανα, προπαντός απλούς φακούς, επειδή γνώριζαν από καιρό τα σφάλματα των σύνθετων.
Έτσι ο 18ος αιώνας δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια, μπρος στα οποία σταμάτησε ο 17ος και συνεπώς η κατηγορία της καθυστέρησης δε βαρύνει τη μικροσκοπική ανατομική αλλά την οπτική.
Οι πιο αξιόλογες ανατομικές μελέτες του 18ου αιώνα είναι μακροσκοπικές και συνεπώς μορφολογικές. Στον τομέα αυτόν συναντάμε πρώτη τη μορφή του Μπέρνχαρντ Ζίγκφριντ Βάις, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Αλμπίνους. Γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1697 και σε ηλικία μόλις 24 ετών ήταν καθηγητής της ανατομικής και της χειρουργικής στο μεγάλο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.
ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η ιδιαίτερη προσφορά του Αλμπίνους έγκειται στο ότι εισήγαγε, τόσο στο μάθημα της ανατομικής, όσο και στην κατασκευή των παρασκευασμάτων, την αίσθηση του μέτρου και της ακρίβειας. Το πρότυπο αυτό της ακρίβειας μετέφερε και στην εικονογράφηση του έργου του «Πίνακες του σκελετού και των μυών του ανθρώπινου σώματος» (Λέιντεν, 1747). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζεται επίμονος και προσεκτικός αναθεωρητής του έργου του σχεδιαστού, έτσι που να προκύπτει κάτι το τέλειο. Πρόθεσή του δεν ήταν, όπως λέει ένας μελετητής του έργου του, να σχεδιάζει τα μέλη όπως τα έβλεπαν οι σχεδιαστές και οι ανατόμοι, αλλά να διαλέγει από ένα μεγάλο αριθμό σωμάτων το πιο αντιπροσωπευτικό και εκείνο να ζωγραφίζει. Τα αποτελέσματα της στάσης αυτής υπήρξαν τόσο τέλεια όσο ποτέ πριν.
Ο ΠΗΤΕΡ ΚΑΜΠΕΡ
Ένας μεγάλος μαθητής, χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος, ήταν ο Πήτερ Κάμπερ, που γεννήθηκε στο Λέιντεν (1722), διετέλεσε καθηγητής στο Άμστερνταμ και το Γκρένιγκεν και πέθανε το 1789.
Η δραστηριότητά του υπήρξε θαυμαστή τόσο για το μέγεθος, όσο και για τις μεγαλοφυείς αναλαμπές του έργου του. Ασχολήθηκε με τη χειρουργική, τη γυναικολογία και την κτηνιατρική, κυρίως όμως με την ανατομική. Βαθύς μελετητής του ανθρώπινου σώματος και ιδίως του κρανίου, υπήρξε κυριολεκτικά ιδρυτής της ανθρωπολογίας. Η γωνία του προσώπου που μετράει την προεξοχή των γνάθων και αποτελεί ένα σπουδαίο κριτήριο για την ταξινόμηση των ανθρώπινων φύλων, είναι γνωστή με το όνομά του.
Τα ενδιαφέροντά του όμως επεκτείνονται πολύ πιο πέρα. Ο Κάμπερ υπήρξε παρατηρητής των ζώων με πάθος. Μελέτησε έξυπνς τον πίθηκο και ιδίως τον ουρακοτάγκο, τους ελέφαντες, το ρινόκερο και άλλα ζώα που ήθελε να γνωρίσει σε βάθος την ανατομική τους. Έτσι μελετώντας τα πουλιά, ανακάλυψε ότι τα οστά τους περιέχουν αέρα. Επιπλέον ερευνώντας παράλληλα τα ακουστικά όργανα των ψαριών, των ερπετών και των φαλαινών έδωσε συνέχεια στις πρώτες δειλές παρατηρήσεις της συγκριτικής ανατομικής, που αποτελούσαν στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.
Η καθαρά περιγραφική τοποθέτηση και η καθαρά συστηματική νοοτροπία των οπαδών του Λινναίου είχε ξεπεραστεί.
ΤΖΩΝ ΧΑΝΤΕΡ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές στο χώρο της ανατομικής και της μακροσκοπικής μορφολογίας είναι ο Τζων Χάντερ. Γεννημένος στη Σκωτία το 1728, δεν άργησε να μετοικήσει στο Λονδίνο, όπου ο αδελφός του Ουίλιαμ ασκούσε με επιτυχία την ιατρική. Ήταν κι εκείνος πολύ ικανός ανατόμος: του οφείλονται οι 24 θαυμάσιοι πίνακες του βιβλίου «Ανατομική της εγκυμονούσης μήτρας του ανθρώπου» (Μπίρμιγχαμ, 1774). Κοντά του ο Τζων άρχισε να κατασκευάζει ανατομικά παρασκευάσματα με ενθουσιασμό και πάθος.
Με μικρότερη προετοιμασία απ’ τον αδελφό του και συνεπώς λιγότερο μετρημένος, δεν ακολούθησε καμιά βασική γραμμή, ούτε προκαθόρισε τους σκοπούς του. Το μόνο που ήθελε ήταν να ικανοποιήσει τον ακαθόριστο και άσβεστο πόθο του για έρευνα. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράξενη συλλογή από ανατομικά παρασκευάσματα, που υπάρχουν και σήμερα στο Μουσείο Χάντερ του «Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών» του Λονδίνου και συγκεντρώθηκε μια σειρά από παρατηρήσεις στα Πρακτικά της Βασιλικής Εταιρείας. Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έμεινε αδημοσίευτο και μετά το θάνατό του χάθηκε.
Όπως παρατηρεί μελετητής του, ο πολυσύνθετος και ενδιαφέρων χαρακτήρας του Τζων Χάντερ πρέπει να μελετηθεί περισσότερο. Υπήρξε ένας θαυμάσιος ερευνητής, που όμως σε κάθε του βήμα σκόνταφτε στο ασύνδετο των ενεργειών του, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του είναι ότι ανύψωσε τη χειρουργική από χειρονακτική τέχνη σε αυθεντική επιστήμη, βασισμένη στις έννοιες της συγκριτικής και της παθολογικής ανατομικής, των οποίων υπήρξε θεμελιωτής στην Αγγλία.
Αναφέρουμε δυο ακόμα, τις πιο σπουδαίες από τις προσφορές του: μια μέθοδο περίδεσης των ανευρυσμάτων που φέρει το όνομά του, χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, και μια αποφασιστική ώθηση για τη δημιουργία Μουσείων Ιατρικής, στη χρησιμότητα των οποίων θα αναφερθούμε αλλού εκτενέστερα.
Στις μελέτες του γύρω από την ανατομική, τη φυσιολογία και την παθολογία των γεννητικών οργάνων βρισκόταν συχνά σε διαμάχη με τον Σπαλαντσάνι: τις πιο πολλές φορές είχε μάλλον άδικο.
Ενθουσιώδης ερευνητής και κατασκευαστής ανατομικών παρασκευασμάτων, εργαζόταν από τα βαθιά χαράματα στην επιλογή και την προετοιμασία των ανατομικών τεμαχίων, που προόριζε για τη συλλογή του. Σε μια από αυτές τις εργασίες του μολύνθηκε από το πτώμα και πέθανε σε ηλικία 65 ετών (1793).
Έτσι ο Χάντερ υπήρξε μάρτυς της επιστήμης και παρά τα σφάλματά του και την ακαταστασία του πρέπει να του αποδίδεται ο θαυμασμός που του αξίζει.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ
Οι πρόοδοι στα πεδία της ανατομικής και της βιολογίας δε γίνονταν μόνο στον κλειστό χώρο των εργαστηρίων. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ταξιδιών στα μακρύτερα μέρη της γης και κάτω από συνθήκες δύσκολες και κοπιαστικές, σ’ έναν αιώνα κατά τον οποίον τα μόνα συγκοινωνιακά μέσα ήταν το αμάξι που το έσερναν άλογα και το ιστιοφόρο. Ο Μαρσίλι, για παράδειγμα, για τον οποίον μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχε κάνει τις παρατηρήσεις του στη διάρκεια των ατέλειωτων ταξιδιών του. Ο Λινναίος και ο Μπιφόν εκτελούσαν ταξίδια για να συγκεντρώσουν το φυσιογνωστικό υλικό τους.
Από αυτούς φθάνουμε στον πρώτο πραγματικό εξερευνητή φυσιοδίφη, τον Πέτερ Σίμων Πάλλας, που γεννήθηκε στο Βερολίνο, το 1741. Γιος γιατρού που η Μεγάλη Αικατερίνη είχε μετακαλέσει στην Πετρούπολη, πήρε το δίπλωμα του στη Λειψία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την επιστασία μουσείων στην Ολλανδία και την Αγγλία.
Ύστερα από πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης τον βρίσκουμε σε επιστημονική αποστολή που εξερευνούσε τα Ουράλια. Αφού πέρασε το χειμώνα του 1770 στα τελευταία όρια της κιργισιανής στέπας, προχώρησε στη Σιβηρία ως τη λίμνη Βαϊκάλη και τον ποταμό Αμούρ. Το 1772 άρχισε το ταξίδι της επιστροφής, που τον έφερε προς τα νότια κοντά στην Κασπία κι από εκεί στην Πετρούπολη το 1774, έξι χρόνια μετά την αναχώρησή του.
Ύστερα από ένα διάστημα τον κάλεσαν να πάρει μέρος σε άλλη αποστολή στην Κριμαία. Εκεί έζησε για λίγο καιρό σ’ ένα χτήμα, δώρο της αυτοκράτειρας, ώσπου αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο της γέννησής του, όπου και πέθανε.
Το έργο του Πάλλας μπορεί να το κρίνει κανείς αν αναλογιστεί τις δυσκολίες της αποστολής στην άγνωστη Σιβηρία, ανάμεσα σε λαούς που και η ίδια η κεντρική κυβέρνηση της απέραντης χώρας ελάχιστα γνώριζε κι αν στη συνέχεια διαβάσει τη Ζωολογία του, που δημοσιεύθηκε στο Βερολίνο μεταξύ 1767-1780. Στις σελίδες αυτές όπου περιγράφονται για πρώτη φορά ένας μεγάλος αριθμός ζώων μαζί με την ανατομική και τη βιολογία τους, θα δει κανείς ότι δεν υπήρξε κίνδυνος, ούτε δυσκολία που να στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον επιστήμονα στο έργο του. Και δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο παράδειγμα στην πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση, που και ο ίδιος ο θάνατος περιφρονείται για χάρη της αλήθειας.
Ενώ το 17ο αιώνα κυριαρχεί στον επιστημονικό χώρο της Ευρώπης η ιταλική σχολή, προσφέροντας τα πρότυπα πάνω στα οποία ιδρύθηκαν μερικά από τα πιο αξιόλογα επιστημονικά ιδρύματα της γηραιάς ηπείρου, το 18ο παρουσιάζεται γενική οπισθοχώρηση. Ο 17ος αιώνας ήταν ο χρυσός αιώνας για την ιταλική επιστήμη: στα πανεπιστήμια της Ιταλίας προσέτρεχαν από όλη την Ευρώπη και οι ακαδημίες της έβρισκαν τα πρότυπά τους στις δικές της.
Η οπισθοχώρηση αυτή πρέπει να αποδοθεί στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, για τα οποία θέρετρο αποτέλεσε η ιταλική χερσόνησος το 18ο αιώνα. Τα γεγονότα αυτά επιταχύνουν την παρακμή των ιταλικών επιστημονικών κέντρων, που από το β' μισό του 18ου αιώνα, στην επιστημονική ηγεσία της Ευρώπης τα αντικαθιστούν άλλα κέντρα: το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Λειψία, το Tübigen κ.ά.
ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
Παρά την παρακμή των επιστημονικών κέντρων, οι επιστημονικές μελέτες δεν ατόνησαν τελείως, γιατί δεν έλειψαν οι μεγαλοφυΐες, ιδίως στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα.
Ένας από τους σοφούς αυτούς ήταν ο Τζιοβάνι Μπιάνκι (1693-1775) που συνειδητοποιώντας την αξία του θεσμού προσπάθησε να ξαναφέρει στη ζωή την Ακαδημία των Λίντσι, για την οποία έχουμε αρκετά πει. Οι συνθήκες όμως που επικρατούσαν σε μια χώρα που την διέσχιζαν στρατεύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και την μάστιζε η πανώλη, δεν άφηναν να ευδοκιμήσουν τέτοιες ευγενικές προσπάθειες.
Ο Μπιάνκι έκανε μελέτες στο πεδίο της τερατολογίας, που δημοσιεύτηκαν το 1749 με τίτλο «Περί τεράτων». Εκτός από τον Μπιάνκι πρέπει να αναφέρουμε και τον Λεοπόλδο Καλντάνι (1725-1813), που συνέβαλε σε αξιόλογο βαθμό στην πρόοδο της συγκριτικής ανατομικής και ετοίμασε σπουδαίους ανατομικούς πίνακες, των οποίων η δημοσίευση έγινε με επιμέλεια του ανεψιού του Φλοριάνο Καλντάνι.
Αυτός ο Καλντάνι, καθώς και μια σειρά ακόμα ονομάτων, υπήρξαν μαθητές ή οπαδοί μιας μεγάλης φυσιογνωμίας που δημιούργησε μια ακόμα σχολή, αντικείμενο θαυμασμού για ολόκληρη την Ευρώπη: του Τζιοβάνι Μπατίστα Μοργκάνι.
Ο ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΙ
Γεννήθηκε στο Φορλί το 1682, σχεδόν συγχρόνως με την έναρξη της ισπανικής κυριαρχίας στην Ιταλία που κράτησε μέχρι τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, επισωρεύοντας μόνο κακά στον τόπο αυτόν. Με την πρώιμη ευφυΐα του και την κλασική του μόρφωση έγινε σε ηλικία μόλις 14 ετών μέλος της Ακαδημίας των Φιλαρτζέτι, σαν ένα είδος παιδιού θαύματος.
Η στιχουργία όμως και η εύκολη επίδειξη πολυμάθειας, τόσο συνηθισμένη στην κούφια εποχή του, δεν ικανοποιούσαν το ανήσυχο και στοχαστικό πνεύμα του. Έτσι σε ηλικία 16 ετών τον συναντάμε στην Μπολόνια μαθητή ενός από τους πιο ονομαστούς μαθητές του Μαλπίγγι, του Αντόνιο Μαρία Βαλσάλβα.
Η επίμονη προσπάθεια που κατέβαλε στη Μπολόνια του χάρισε μεν το διδακτορικό τίτλο της φιλοσοφίας και ιατρικής στην ηλικία των 19 χρόνων, του στοίχισε όμως και μια πάθηση στα μάτια που θα τον ενοχλεί, έστω και κατά περιόδους, σε όλη τη ζωή του.
Μέλος της επιστημονικής Ακαδημίας των Ινκουιέτι, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείτο μια προσπάθεια σοβαρότερη από ό,τι συνέβαινε στις φιλολογικές ακαδημίες, ο Μοργκάνι γίνεται ο εκφραστής της νεωτεριστικής προσπάθειας, που εμψύχωνε πολλές εκλεκτές διάνοιες στην Ιταλία των αρχών του 18ου αιώνα.
Σε ηλικία 24 ετών καλείται να διδάξει στην Πάρμα, αναπληρώνοντας το δάσκαλό του, πράγμα που δεν τον εμπόδισε παρόλα αυτά να συνεχίσει τις ανατομικές του μελέτες. Τα πρώτα του συμπεράσματα δημοσίευσε το 1706 με τίτλο «Adversaria anatomica prima».
Όταν έπαψε να αναπληρώνει το μεγάλο δάσκαλο πήγε στη Βενετία. Εκεί, η φιλία του με το σοφό ανατόμο Τζιαντομένικο Σαντορίνι και το φαρμακοποιό Τζιρόλαμο Ζανικέλι, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, του επιτρέπει να συνεχίσει τις αγαπημένες του ανατομικές μελέτες και να αποκτήσει αρκετή πείρα στη χημεία και τη φαρμακολογία, που θα του χρειάζονταν όταν θα επέστρεφε στο Φορλί για να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα. Αυτό συνέβηκε στο χρονικό διάστημα από το 1709 έως το 1711.
Η τύχη που δεν ήταν έως τότε ευνοϊκή για το μεγάλο ανατόμο (είχε μάταια επιχειρήσει να καταλάβει την έδρα της πρακτικής ιατρικής που είχε κενωθεί με το θάνατο του Ραματσίνι), φάνηκε να του χαμογελά. Και το 1715 καταλαμβάνει την έδρα της ανατομικής στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα, που χήρευε εδώ κι ένα χρόνο, για να την κρατήσει μέχρι του θανάτου του (1771).
Καθώς ο νους του ήταν ανοικτός σε όλα τα ρεύματα της σκέψης, ο Μοργκάνι δεν υπήρξε μόνον ανατόμος και γιατρός, αλλά και θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός και αρχαιολόγος με κλίση προς τη γεωπονική. Το έργο όμως με το οποίο συνδέθηκε αναπόσπαστα η φήμη του, είναι το μνημειώδες σύγγραμμά του: «Περί των εδρών και των αιτιών των νόσων, ως αποκαλύπτονται δια της ανατομής». Πρόκειται για ένα από τα πιο επιβλητικά έργα του ανθρώπινου πνεύματος. Μαθητής ο Μοργκάνι του Βαλσάλβα κληρονόμησε από το δάσκαλό του το πνεύμα της πειραματικής ιατρικής και της ιατρομηχανικής, που στη συνέχεια αποδείχθηκε η πιο γόνιμη μέθοδος ιατρικής έρευνας. Οργανωτικό πνεύμα, όπως ήταν, κατόρθωσε να συνδυάζει την πειραματική έρευνα και την κλινική ερμηνεία, αποδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ τοπικών ανατομικών αλλοιώσεων και συμπτωμάτων της νόσου.
Με τον τρόπο αυτόν ο Μοργκάνι θεμελίωσε πάνω σε στερεές βάσεις το θαυμάσιο οικοδόμημα της παθολογικής ανατομικής, ακολουθώντας την ανατομοκλινική μέθοδο. Δεν επρόκειτο βέβαια για την πρώτη προσπάθεια (αρκεί να θυμηθούμε τον Αντόνιο Μπενιβιένι). Κανείς όμως δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τα όρια της τυχαίας παρατήρησης και να οικοδομήσει το τέλειο οικοδόμημα του Μοργκάνι.
Δεν υπήρξε όμως αυτό η μοναδική προσφορά του. Ο Μοργκάνι έπαιξε επίσης ρόλο με κεφαλαιώδη σημασία, στην ιστορία της επιστήμης του τόπου του.
Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ
Την εποχή που ο Μοργκάνι έκανε την εμφάνισή του στον επιστημονικό ορίζοντα, ο ιταλικός πολιτισμός βρισκόταν σε κατάπτωση. Για λόγους που εξηγήσαμε αλλού, η πατρίδα του σοφού ήταν απομονωμένη από την Ευρώπη του αιώνα των φώτων, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν το 18ο αιώνα. Πολιτιστική της προσφορά ήταν η βουκολική ποίηση των ποιητών της, ενώ οι ασχολίες των επιστημόνων της περιορίζονταν στην αναζήτηση των όσων έτοιμων είχε να προσφέρει η αρχαιότητα, η Ρώμη και η Αθήνα. Επειδή δεν μπορούσαν να συγγράψουν κάτι το πρωτότυπο, μετέφραζαν απλά και σχολίαζαν. Στο κέντρο της πνευματικής αυτής κίνησης βρισκόταν η Χριστίνα, η πρώην βασίλισσα της Σουηδίας που είχε καταφύγει με τους θησαυρούς της στη Ρώμη. Εκεί απολάμβανε τους ύμνους που της απεύθυναν οι ποιητές και τους ανταπέδιδε προστασία.
Στην πνευματικά νεκρή αυτή εποχή για την Ιταλία, παρουσιάζεται η μεγάλη μορφή του Μοργκάνι για να εμφυσήσει στην παρηκμασμένη επιστήμη του τόπου του το νέο πνεύμα και να φωτίσει με καινούργιο φως το δρόμο της γνώσης.
Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ
Η αξία του Μοργκάνι δεν περιορίζεται στη μεγαλοφυΐα του και τις εξαιρετικές του ικανότητες ως ερευνητή και ερμηνευτή. Ο σοφός διέθετε κοντά στα άλλα και ένα πλούτο ανθρωπιστικών αρετών που άφηναν βαθειά τα ίχνη τους παντού όπου περνούσε. Καλλιεργημένος και ευχάριστος στους συνομιλητές του, ευπροσήγορος και μετριόφρονας, περιέβαλε τους μαθητές του με μια αγάπη που το πέρασμα των χρόνων δεν την αλλοίωνε στο ελάχιστο.
Στο βιβλίο «Ταξίδι στην Ιταλία» (1765) του Ντομένικο Κοτούνιο, ενός από τους πιο εκλεκτούς οπαδούς του, υπάρχουν περιγραφές από ένα γύρο στα διάφορα κέντρα επιστημονικών σπουδών της ιταλικής χερσονήσου. Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η Πάδοβα. Στις σελίδες ακριβώς που της είναι αφιερωμένες, παρακολουθεί κανείς τους διαλόγους του ηλικιωμένου πια δασκάλου με το νέο ακόμα, αλλά ευφυέστατο θαυμαστή του και το μεγάλο βιολιστή της εποχής, τον Ταρτίνι. Ο καλλιτέχνης παραπονιόταν στους δύο διακεκριμένους γιατρούς για τους πόνους του καρπού του δεξιού του χεριού, κάθε φορά που επρόκειτο να πιάσει στα χέρια του το δοξάρι. Προφανώς επρόκειτο για κάποια αρθροπάθεια. Εκείνος όμως που διαβάζει τους διαλόγους αυτούς έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται ανάμεσα στην εκλεκτή εκείνη συντροφιά: τέτοια είναι η ανθρώπινη ζεστασιά που αποπνέει η παρουσία της επιβλητικής μορφής του Μοργκάνι.
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Στη γοητεία του προσώπου του και το μεγαλείο του ως επιστήμονα οφείλεται η συγκέντρωση τόσων πολλών ξένων σπουδαστών στην Πάδοβα, για να εργαστούν υπό την καθοδήγηση του δασκάλου. Έτσι ο Μοργκάνι δημιούργησε σχολή. Τα ονόματα μερικών από τους μαθητές του αποθανατίστηκαν για πάντα στην ανατομική ονοματολογία.
Ο Πάολο Μασκάνι (1752-1815) άφησε περίφημους ανατομικούς πίνακες. Ο Αντόνιο Σκάρπα (1752-1832) υπήρξε από τους μεγαλύτερους ανατόμους της εποχής του. Ο Ντομένικο Κοτούνιο (1736-1822) είναι εκείνος που ανακάλυψε το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Όλοι μαζί χάραξαν νέους δρόμους για την ιατρική.
Οι Ιταλοί ανατόμοι του 16ου αιώνα είχαν πρώτοι αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η ένεση στο ανατομικό παρασκεύασμα, πρώτα νερού και στη συνέχεια διαλυμάτων χρωστικών, όπως σινικής μελάνης. Εκείνοι όμως που οδήγησαν τη νέα μέθοδο προς την τελειότητα, υπήρξαν όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαι, ο Γιαν Σβάμμερνταμ (1637-1680) και ο Φρέντρικ Ρούις (1638-1731).
Οι μέθοδοι της παρασκευής ανατομικών παρασκευασμάτων φθάνουν στη μεγαλύτερή τους άνθηση το 18ο αιώνα. Η δυσκολία προμήθειας υλικού για ανατομικές μελέτες, η ευκολία με την οποία αυτό υφίστατο αλλοιώσεις και η επιθυμία για την ανακάλυψη και των πιο λεπτών ακόμα ανατομικών σχηματισμών, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν α’ αυτήν την πρόοδο. Δοκιμάστηκαν διάφορα συντηρητικά μέσα στα οποία τοποθετούσαν το παρασκεύασμα και τελειοποιήθηκε η τεχνική της ένεσης χρωστικών μέσα στις αγγειακές κοιλότητες.
Τα παρασκευάσματα που πετύχαιναν έτσι, είχαν μια τέλεια σχεδόν εμφάνιση και διατηρούνταν περισσότερο, τόσο που να μπορούν να αποτελέσουν μουσειακό υλικό, όπως εκείνα του Ρούις.
Δυστυχώς και το υλικό αυτό ήταν προορισμένο με την πάροδο του χρόνου να φθαρεί. Αρκετά εύγλωττη είναι στο θέμα αυτό η μαρτυρία του Γάλλου ανατόμου Γκυγιώμ Ντενού, που επειδή τον είχαν εξορίσει από την πατρίδα του για παράνομες ανατομές, είχε εγκατασταθεί στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου παρέδιδε μαθήματα ανατομικής.
Ο Ντενού είχε μεγάλη πείρα στην παρασκευή ανατομικών παρασκευασμάτων με έγχυση κεριού. Έτσι είχε κατορθώσει να παρασκευάσει ολόκληρο το πτώμα μιας γυναίκας που είχε πεθάνει στο τέλος σχεδόν του τοκετού, μαζί με το έμβρυο. Δυστυχώς το θαυμάσιο παρασκεύασμα, καθώς περνούσαν οι ημέρες φθειρόταν και ο ανατόμος, όπως ο ίδιος αφηγείται, θρηνούσε βλέποντας τόσους κόπους και εργασία, να χάνονται από τη μια μέρα στην άλλη, υπό την επίδραση της φθοράς. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα ομοίωμα του παρασκευάσματος που τόσο κόπο του είχε στοιχίσει. Ανέτρεξε λοιπόν στα έργα του Συρακούσιου μοναχού Τζιούλιο Γκαετάνο Ζούμπο (1655-1701), που ήταν ο πρώτος παρασκευαστής κέρινων ανατομικών ομοιωμάτων.
Αυτό υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προόδου τόσο σε σχέση με τη συντήρηση των παρασκευασμάτων μέσα σε υγρά, όσο και με την ένεση κηρώδους υλικού και τέλος τη συνεργασία γλυπτικής και ανατομικής. Τα πρώτα προϊόντα της συνεργασίας αυτής υπήρξαν δυο μικρά αγάλματα του Λοντοβίκο Κάρντι (1559-1613), που παρουσιάζονταν χωρίς δέρμα.
Στον Ζούμπο οφείλονται μερικά από τα ωραιότερα κέρινα ανατομικά ομοιώματα: μια ομάδα πτωμάτων σε κατάσταση αποσύνθεσης και δυο τεμάχια κεφαλής γέροντα που φυλάσσονται στη Φλωρεντία. Ο Ζούμπο είχε τιμηθεί για την τέχνη του με έπαινο από την Ακαδημία των Επιστημών των Παρισίων και δυο έργα του είχε αγοράσει ο Λουδοβίκος ΙΔ'.
Η συνεργασία Ζούμπο και Ντενού δεν είχε αίσιο τέλος. Φιλονίκησαν στο θέμα της προτεραιότητας της μεθόδου και ο Ζούμπο εγκατέλειψε τη Γαλλία. Ακολούθησε τότε συνεργασία Ντενού κι ενός άλλου Γάλλου, του Λακρουά, από την οποία και προέκυψε η γαλλική σχολή της πλαστικής ανατομικής κι ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στο Παρίσι, το οποίο κατέληξε τελικά στο Λονδίνο. Όπως και στην περίπτωση του Ρούις, το μουσείο αυτό απέφερε μεγάλα κέρδη στον οργανωτή του. Μετά το θάνατό του όμως σκορπίστηκε στα χέρια διαφόρων ιδιωτών.
Έτσι το ανατομικό κέρδος υπήρξε ένα από τα βασικά κίνητρα της προόδου της κηροπλαστικής. Αυτό όμως δε θα ήταν αρκετό για να πετύχει ο παρασκευαστής την ασύγκριτη εκείνη λεπτότητα των ομοιωμάτων, αν δεν υπήρχε και η τάση της εκλαΐκευσης, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής του Διαφωτισμού. Η τάση αυτή ευνοήθηκε από τους Μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών, με αποτέλεσμα το κερδοσκοπικό κίνητρο να καταλάβει πιο δεύτερη θέση στη δημιουργία των ανατομικών μουσείων.
Η ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΣΤΟ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η κηροπλαστική έζησε στο 18ο αιώνα τη λεπτότερη εποχή της, που αρχίζει με τα δυο αγάλματα χωρίς δέρμα, με τα οποία ο Έρκολε Λέλλι (1702-1766) στόλισε το βήμα του λέκτορα στο ανατομικό αμφιθέατρο του Αρχιγυμνασίου της Μπολόνια. Ο ερασιτέχνης αυτός γλύπτης είναι ο ιδρυτής της ιταλικής σχολής της πλαστικής ανατομικής.
Το κύριο επάγγελμα του Λέλλι ήταν αρκεβουζιοφόρος.[1] Συγχρόνως όμως ασκούσε ερασιτεχνικά τη ζωγραφική και τη γλυπτική, ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την πιστή απόδοση του ανατομικού υλικού. Την προσπάθειά του άρχισε με πρόθεση να εκτελέσει σε ξύλο τα δύο χωρίς δέρμα αγάλματα: πάνω σε πρότυπα παρμένα από ανθρώπινους σκελετούς αποκαθιστούσε τα στρώματα των μυών, χρησιμοποιώντας ξέφτια από κάνναβη, που τα είχε ποτίσει με κερί. Τα θαυμάσια έργα που προέκυψαν, υπάρχουν στο Ινστιτούτο των Επιστημών της Μπολόνια. Κατασκεύασε ακόμα δύο κέρινους νεφρούς που βρίσκονται στο Ανατομικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Μπολόνια.
Το έργο του Λέλλι ενθουσίασε τότε τον αρχιεπίσκοπο της Μπολόνια Πρόσπερο Λαμερτίνι, που όταν έγινε πάπας με το όνομα Βενέδικτος ΙΔ', του ζήτησε να ετοιμάσει ολόκληρη σειρά κέρινων ομοιωμάτων για την Αίθουσα της Ανατομικής που οργανωνόταν τότε στη Ρώμη. Ο Λέλλι χρειάστηκε 6 χρόνια για να φέρει το έργο αυτό σε πέρας. Ενθουσίασε όμως τόσο η τελειότητα της εργασίας του, ώστε να του ανατεθεί στη συνέχεια η συντήρηση και η επίδειξη της έκθεσης.
Στην εργασία του ο Λέλλι είχε συνεργάτες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Τζιοβάνι Μαντσολίνι (1700-1755). Καλλιτέχνης και βαθύς γνώστης της ανατομικής, πήρε την ώθηση να ασχοληθεί με την κηροπλαστική από τον Λέλλι. Εξαιρετική μαθήτριά του υπήρξε η γυναίκα του Άννα Μοράντι (1716-1774). Η εργασία που εκτέλεσε μαζί με τον άνδρα της ήταν τόσο διαλεκτή, ώστε με τά το θάνατό του να της προσφερθεί από κάποιον πατρίκιο της Μπολόνια για την απόκτηση των έργων τους, όχι μόνον ένα πολύ υψηλό ποσό, αλλά και μια ωραία κατοικία κι ακόμα δωρεάν περιποίηση μέχρι του θανάτου της.
Το αποκορύφωμα της κηροπλαστικής πραγματοποιήθηκε στο πεδίο της μαιευτικής με τα παρασκευάσματα του Τζιοβάνι Αντόνιο Γκάλλι (1708-1782), αλλά και σε όλους σχεδόν τους κλάδους της ανατομικής. Μεσολάβησε μια μικρή στασιμότητα, ώσπου με την εμφάνιση του Φελίτσε Φοντάνα (1730-1805), που υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα των φυσικών επιστημών, η κηροπλαστική ακολούθησε και πάλι την ανοδική της πορεία.
Πράγματι ο Φοντάνα, ύστερα από εντολή του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, ανέλαβε να επιστατήσει στην ίδρυση ενός Μουσείου Φυσικής και Φυσικής Ιστορίας. Ύστερα από 9 χρόνια εντατικής δουλειάς, τα εγκαίνια του μουσείου έγιναν το 1775. Στο χώρο του είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα από 2.800 κέρινα ανατομικά ομοιώματα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος σώζονται και σήμερα. Επιπλέον διατηρούνται και τα καλούπια μέσα στα οποία είχαν χυθεί. Στο έργο αυτό έλαβαν μέρος και εκλεκτοί της τέχνης, ο Κλεμέντε Σουζίνι (1754-1814) και ο Τομμάζο Μπονικόλι (1746-1802).
Εκείνο που πρέπει τέλος να σημειωθεί είναι ότι σε μια περίοδο κατάπτωσης, όπως ήταν για τον ιταλικό πολιτισμό το πρώτο, τουλάχιστον μισό του 18ου αιώνα, η Ιταλία δίνει ένα παρόν με τα κέρινα ομοιώματα.
[1] Στρατιώτης εξοπλισμένος με αρκεβούζιο, είδος πυροβόλου όπλου της εποχής.
Η ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑΣ
Εκείνο που προκαλεί έκπληξη είναι κατ’ αρχήν η στασιμότητα της μικροσκοπικής ανατομικής, που υπήρξε η πιο γόνιμη ανακάλυψη του 17ου αιώνα και βασικός συντελεστής της επιστημονικής επανάστασης, που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του Βάκωνα, του Καρτέσιου και του Γαλιλαίου.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται ως έντονη αντίθεση προς τους γενικούς χαρακτήρες του «αιώνα των φώτων». Ίσα - ίσα που τέτοιες μελέτες θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί με ιδιαίτερη όρεξη σ’ έναν αιώνα αντίθετο προς τον επιστημονικό δογματισμό και διψασμένο για την αλήθεια, τη βασισμένη στο πείραμα και στη λογική.
Υπάρχει όμως εξήγηση του φαινομένου, που η λογική της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για τη στασιμότητα των μελετών της οπτικής κι ιδίως της κατασκευής μεγεθυντικών οργάνων, τόσο απλών φακών, όσο και μικροσκοπίων, στο επίπεδο των προόδων του 17ου αιώνα. Βλέπουμε φυσιοδίφες όπως ο Λυονέ και ο Ρέζελ να κατασκευάζουν μόνοι τους τα οπτικά όργανα, προπαντός απλούς φακούς, επειδή γνώριζαν από καιρό τα σφάλματα των σύνθετων.
Έτσι ο 18ος αιώνας δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια, μπρος στα οποία σταμάτησε ο 17ος και συνεπώς η κατηγορία της καθυστέρησης δε βαρύνει τη μικροσκοπική ανατομική αλλά την οπτική.
Οι πιο αξιόλογες ανατομικές μελέτες του 18ου αιώνα είναι μακροσκοπικές και συνεπώς μορφολογικές. Στον τομέα αυτόν συναντάμε πρώτη τη μορφή του Μπέρνχαρντ Ζίγκφριντ Βάις, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Αλμπίνους. Γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1697 και σε ηλικία μόλις 24 ετών ήταν καθηγητής της ανατομικής και της χειρουργικής στο μεγάλο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.
ΚΑΛΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Η ιδιαίτερη προσφορά του Αλμπίνους έγκειται στο ότι εισήγαγε, τόσο στο μάθημα της ανατομικής, όσο και στην κατασκευή των παρασκευασμάτων, την αίσθηση του μέτρου και της ακρίβειας. Το πρότυπο αυτό της ακρίβειας μετέφερε και στην εικονογράφηση του έργου του «Πίνακες του σκελετού και των μυών του ανθρώπινου σώματος» (Λέιντεν, 1747). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζεται επίμονος και προσεκτικός αναθεωρητής του έργου του σχεδιαστού, έτσι που να προκύπτει κάτι το τέλειο. Πρόθεσή του δεν ήταν, όπως λέει ένας μελετητής του έργου του, να σχεδιάζει τα μέλη όπως τα έβλεπαν οι σχεδιαστές και οι ανατόμοι, αλλά να διαλέγει από ένα μεγάλο αριθμό σωμάτων το πιο αντιπροσωπευτικό και εκείνο να ζωγραφίζει. Τα αποτελέσματα της στάσης αυτής υπήρξαν τόσο τέλεια όσο ποτέ πριν.
Ο ΠΗΤΕΡ ΚΑΜΠΕΡ
Ένας μεγάλος μαθητής, χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος, ήταν ο Πήτερ Κάμπερ, που γεννήθηκε στο Λέιντεν (1722), διετέλεσε καθηγητής στο Άμστερνταμ και το Γκρένιγκεν και πέθανε το 1789.
Η δραστηριότητά του υπήρξε θαυμαστή τόσο για το μέγεθος, όσο και για τις μεγαλοφυείς αναλαμπές του έργου του. Ασχολήθηκε με τη χειρουργική, τη γυναικολογία και την κτηνιατρική, κυρίως όμως με την ανατομική. Βαθύς μελετητής του ανθρώπινου σώματος και ιδίως του κρανίου, υπήρξε κυριολεκτικά ιδρυτής της ανθρωπολογίας. Η γωνία του προσώπου που μετράει την προεξοχή των γνάθων και αποτελεί ένα σπουδαίο κριτήριο για την ταξινόμηση των ανθρώπινων φύλων, είναι γνωστή με το όνομά του.
Τα ενδιαφέροντά του όμως επεκτείνονται πολύ πιο πέρα. Ο Κάμπερ υπήρξε παρατηρητής των ζώων με πάθος. Μελέτησε έξυπνς τον πίθηκο και ιδίως τον ουρακοτάγκο, τους ελέφαντες, το ρινόκερο και άλλα ζώα που ήθελε να γνωρίσει σε βάθος την ανατομική τους. Έτσι μελετώντας τα πουλιά, ανακάλυψε ότι τα οστά τους περιέχουν αέρα. Επιπλέον ερευνώντας παράλληλα τα ακουστικά όργανα των ψαριών, των ερπετών και των φαλαινών έδωσε συνέχεια στις πρώτες δειλές παρατηρήσεις της συγκριτικής ανατομικής, που αποτελούσαν στοιχείο της κληρονομιάς του 17ου αιώνα προς τους μεταγενέστερους.
Η καθαρά περιγραφική τοποθέτηση και η καθαρά συστηματική νοοτροπία των οπαδών του Λινναίου είχε ξεπεραστεί.
ΤΖΩΝ ΧΑΝΤΕΡ
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές στο χώρο της ανατομικής και της μακροσκοπικής μορφολογίας είναι ο Τζων Χάντερ. Γεννημένος στη Σκωτία το 1728, δεν άργησε να μετοικήσει στο Λονδίνο, όπου ο αδελφός του Ουίλιαμ ασκούσε με επιτυχία την ιατρική. Ήταν κι εκείνος πολύ ικανός ανατόμος: του οφείλονται οι 24 θαυμάσιοι πίνακες του βιβλίου «Ανατομική της εγκυμονούσης μήτρας του ανθρώπου» (Μπίρμιγχαμ, 1774). Κοντά του ο Τζων άρχισε να κατασκευάζει ανατομικά παρασκευάσματα με ενθουσιασμό και πάθος.
Με μικρότερη προετοιμασία απ’ τον αδελφό του και συνεπώς λιγότερο μετρημένος, δεν ακολούθησε καμιά βασική γραμμή, ούτε προκαθόρισε τους σκοπούς του. Το μόνο που ήθελε ήταν να ικανοποιήσει τον ακαθόριστο και άσβεστο πόθο του για έρευνα. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράξενη συλλογή από ανατομικά παρασκευάσματα, που υπάρχουν και σήμερα στο Μουσείο Χάντερ του «Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών» του Λονδίνου και συγκεντρώθηκε μια σειρά από παρατηρήσεις στα Πρακτικά της Βασιλικής Εταιρείας. Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έμεινε αδημοσίευτο και μετά το θάνατό του χάθηκε.
Όπως παρατηρεί μελετητής του, ο πολυσύνθετος και ενδιαφέρων χαρακτήρας του Τζων Χάντερ πρέπει να μελετηθεί περισσότερο. Υπήρξε ένας θαυμάσιος ερευνητής, που όμως σε κάθε του βήμα σκόνταφτε στο ασύνδετο των ενεργειών του, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του είναι ότι ανύψωσε τη χειρουργική από χειρονακτική τέχνη σε αυθεντική επιστήμη, βασισμένη στις έννοιες της συγκριτικής και της παθολογικής ανατομικής, των οποίων υπήρξε θεμελιωτής στην Αγγλία.
Αναφέρουμε δυο ακόμα, τις πιο σπουδαίες από τις προσφορές του: μια μέθοδο περίδεσης των ανευρυσμάτων που φέρει το όνομά του, χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, και μια αποφασιστική ώθηση για τη δημιουργία Μουσείων Ιατρικής, στη χρησιμότητα των οποίων θα αναφερθούμε αλλού εκτενέστερα.
Στις μελέτες του γύρω από την ανατομική, τη φυσιολογία και την παθολογία των γεννητικών οργάνων βρισκόταν συχνά σε διαμάχη με τον Σπαλαντσάνι: τις πιο πολλές φορές είχε μάλλον άδικο.
Ενθουσιώδης ερευνητής και κατασκευαστής ανατομικών παρασκευασμάτων, εργαζόταν από τα βαθιά χαράματα στην επιλογή και την προετοιμασία των ανατομικών τεμαχίων, που προόριζε για τη συλλογή του. Σε μια από αυτές τις εργασίες του μολύνθηκε από το πτώμα και πέθανε σε ηλικία 65 ετών (1793).
Έτσι ο Χάντερ υπήρξε μάρτυς της επιστήμης και παρά τα σφάλματά του και την ακαταστασία του πρέπει να του αποδίδεται ο θαυμασμός που του αξίζει.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ
Οι πρόοδοι στα πεδία της ανατομικής και της βιολογίας δε γίνονταν μόνο στον κλειστό χώρο των εργαστηρίων. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ταξιδιών στα μακρύτερα μέρη της γης και κάτω από συνθήκες δύσκολες και κοπιαστικές, σ’ έναν αιώνα κατά τον οποίον τα μόνα συγκοινωνιακά μέσα ήταν το αμάξι που το έσερναν άλογα και το ιστιοφόρο. Ο Μαρσίλι, για παράδειγμα, για τον οποίον μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχε κάνει τις παρατηρήσεις του στη διάρκεια των ατέλειωτων ταξιδιών του. Ο Λινναίος και ο Μπιφόν εκτελούσαν ταξίδια για να συγκεντρώσουν το φυσιογνωστικό υλικό τους.
Από αυτούς φθάνουμε στον πρώτο πραγματικό εξερευνητή φυσιοδίφη, τον Πέτερ Σίμων Πάλλας, που γεννήθηκε στο Βερολίνο, το 1741. Γιος γιατρού που η Μεγάλη Αικατερίνη είχε μετακαλέσει στην Πετρούπολη, πήρε το δίπλωμα του στη Λειψία και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την επιστασία μουσείων στην Ολλανδία και την Αγγλία.
Ύστερα από πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης τον βρίσκουμε σε επιστημονική αποστολή που εξερευνούσε τα Ουράλια. Αφού πέρασε το χειμώνα του 1770 στα τελευταία όρια της κιργισιανής στέπας, προχώρησε στη Σιβηρία ως τη λίμνη Βαϊκάλη και τον ποταμό Αμούρ. Το 1772 άρχισε το ταξίδι της επιστροφής, που τον έφερε προς τα νότια κοντά στην Κασπία κι από εκεί στην Πετρούπολη το 1774, έξι χρόνια μετά την αναχώρησή του.
Ύστερα από ένα διάστημα τον κάλεσαν να πάρει μέρος σε άλλη αποστολή στην Κριμαία. Εκεί έζησε για λίγο καιρό σ’ ένα χτήμα, δώρο της αυτοκράτειρας, ώσπου αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο της γέννησής του, όπου και πέθανε.
Το έργο του Πάλλας μπορεί να το κρίνει κανείς αν αναλογιστεί τις δυσκολίες της αποστολής στην άγνωστη Σιβηρία, ανάμεσα σε λαούς που και η ίδια η κεντρική κυβέρνηση της απέραντης χώρας ελάχιστα γνώριζε κι αν στη συνέχεια διαβάσει τη Ζωολογία του, που δημοσιεύθηκε στο Βερολίνο μεταξύ 1767-1780. Στις σελίδες αυτές όπου περιγράφονται για πρώτη φορά ένας μεγάλος αριθμός ζώων μαζί με την ανατομική και τη βιολογία τους, θα δει κανείς ότι δεν υπήρξε κίνδυνος, ούτε δυσκολία που να στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον επιστήμονα στο έργο του. Και δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο παράδειγμα στην πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση, που και ο ίδιος ο θάνατος περιφρονείται για χάρη της αλήθειας.
Ενώ το 17ο αιώνα κυριαρχεί στον επιστημονικό χώρο της Ευρώπης η ιταλική σχολή, προσφέροντας τα πρότυπα πάνω στα οποία ιδρύθηκαν μερικά από τα πιο αξιόλογα επιστημονικά ιδρύματα της γηραιάς ηπείρου, το 18ο παρουσιάζεται γενική οπισθοχώρηση. Ο 17ος αιώνας ήταν ο χρυσός αιώνας για την ιταλική επιστήμη: στα πανεπιστήμια της Ιταλίας προσέτρεχαν από όλη την Ευρώπη και οι ακαδημίες της έβρισκαν τα πρότυπά τους στις δικές της.
Η οπισθοχώρηση αυτή πρέπει να αποδοθεί στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, για τα οποία θέρετρο αποτέλεσε η ιταλική χερσόνησος το 18ο αιώνα. Τα γεγονότα αυτά επιταχύνουν την παρακμή των ιταλικών επιστημονικών κέντρων, που από το β' μισό του 18ου αιώνα, στην επιστημονική ηγεσία της Ευρώπης τα αντικαθιστούν άλλα κέντρα: το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Λειψία, το Tübigen κ.ά.
ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΟΜΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
Παρά την παρακμή των επιστημονικών κέντρων, οι επιστημονικές μελέτες δεν ατόνησαν τελείως, γιατί δεν έλειψαν οι μεγαλοφυΐες, ιδίως στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα.
Ένας από τους σοφούς αυτούς ήταν ο Τζιοβάνι Μπιάνκι (1693-1775) που συνειδητοποιώντας την αξία του θεσμού προσπάθησε να ξαναφέρει στη ζωή την Ακαδημία των Λίντσι, για την οποία έχουμε αρκετά πει. Οι συνθήκες όμως που επικρατούσαν σε μια χώρα που την διέσχιζαν στρατεύματα προς όλες τις κατευθύνσεις και την μάστιζε η πανώλη, δεν άφηναν να ευδοκιμήσουν τέτοιες ευγενικές προσπάθειες.
Ο Μπιάνκι έκανε μελέτες στο πεδίο της τερατολογίας, που δημοσιεύτηκαν το 1749 με τίτλο «Περί τεράτων». Εκτός από τον Μπιάνκι πρέπει να αναφέρουμε και τον Λεοπόλδο Καλντάνι (1725-1813), που συνέβαλε σε αξιόλογο βαθμό στην πρόοδο της συγκριτικής ανατομικής και ετοίμασε σπουδαίους ανατομικούς πίνακες, των οποίων η δημοσίευση έγινε με επιμέλεια του ανεψιού του Φλοριάνο Καλντάνι.
Αυτός ο Καλντάνι, καθώς και μια σειρά ακόμα ονομάτων, υπήρξαν μαθητές ή οπαδοί μιας μεγάλης φυσιογνωμίας που δημιούργησε μια ακόμα σχολή, αντικείμενο θαυμασμού για ολόκληρη την Ευρώπη: του Τζιοβάνι Μπατίστα Μοργκάνι.
Ο ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΙ
Γεννήθηκε στο Φορλί το 1682, σχεδόν συγχρόνως με την έναρξη της ισπανικής κυριαρχίας στην Ιταλία που κράτησε μέχρι τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, επισωρεύοντας μόνο κακά στον τόπο αυτόν. Με την πρώιμη ευφυΐα του και την κλασική του μόρφωση έγινε σε ηλικία μόλις 14 ετών μέλος της Ακαδημίας των Φιλαρτζέτι, σαν ένα είδος παιδιού θαύματος.
Η στιχουργία όμως και η εύκολη επίδειξη πολυμάθειας, τόσο συνηθισμένη στην κούφια εποχή του, δεν ικανοποιούσαν το ανήσυχο και στοχαστικό πνεύμα του. Έτσι σε ηλικία 16 ετών τον συναντάμε στην Μπολόνια μαθητή ενός από τους πιο ονομαστούς μαθητές του Μαλπίγγι, του Αντόνιο Μαρία Βαλσάλβα.
Η επίμονη προσπάθεια που κατέβαλε στη Μπολόνια του χάρισε μεν το διδακτορικό τίτλο της φιλοσοφίας και ιατρικής στην ηλικία των 19 χρόνων, του στοίχισε όμως και μια πάθηση στα μάτια που θα τον ενοχλεί, έστω και κατά περιόδους, σε όλη τη ζωή του.
Μέλος της επιστημονικής Ακαδημίας των Ινκουιέτι, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείτο μια προσπάθεια σοβαρότερη από ό,τι συνέβαινε στις φιλολογικές ακαδημίες, ο Μοργκάνι γίνεται ο εκφραστής της νεωτεριστικής προσπάθειας, που εμψύχωνε πολλές εκλεκτές διάνοιες στην Ιταλία των αρχών του 18ου αιώνα.
Σε ηλικία 24 ετών καλείται να διδάξει στην Πάρμα, αναπληρώνοντας το δάσκαλό του, πράγμα που δεν τον εμπόδισε παρόλα αυτά να συνεχίσει τις ανατομικές του μελέτες. Τα πρώτα του συμπεράσματα δημοσίευσε το 1706 με τίτλο «Adversaria anatomica prima».
Όταν έπαψε να αναπληρώνει το μεγάλο δάσκαλο πήγε στη Βενετία. Εκεί, η φιλία του με το σοφό ανατόμο Τζιαντομένικο Σαντορίνι και το φαρμακοποιό Τζιρόλαμο Ζανικέλι, έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, του επιτρέπει να συνεχίσει τις αγαπημένες του ανατομικές μελέτες και να αποκτήσει αρκετή πείρα στη χημεία και τη φαρμακολογία, που θα του χρειάζονταν όταν θα επέστρεφε στο Φορλί για να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα. Αυτό συνέβηκε στο χρονικό διάστημα από το 1709 έως το 1711.
Η τύχη που δεν ήταν έως τότε ευνοϊκή για το μεγάλο ανατόμο (είχε μάταια επιχειρήσει να καταλάβει την έδρα της πρακτικής ιατρικής που είχε κενωθεί με το θάνατο του Ραματσίνι), φάνηκε να του χαμογελά. Και το 1715 καταλαμβάνει την έδρα της ανατομικής στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα, που χήρευε εδώ κι ένα χρόνο, για να την κρατήσει μέχρι του θανάτου του (1771).
Καθώς ο νους του ήταν ανοικτός σε όλα τα ρεύματα της σκέψης, ο Μοργκάνι δεν υπήρξε μόνον ανατόμος και γιατρός, αλλά και θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός και αρχαιολόγος με κλίση προς τη γεωπονική. Το έργο όμως με το οποίο συνδέθηκε αναπόσπαστα η φήμη του, είναι το μνημειώδες σύγγραμμά του: «Περί των εδρών και των αιτιών των νόσων, ως αποκαλύπτονται δια της ανατομής». Πρόκειται για ένα από τα πιο επιβλητικά έργα του ανθρώπινου πνεύματος. Μαθητής ο Μοργκάνι του Βαλσάλβα κληρονόμησε από το δάσκαλό του το πνεύμα της πειραματικής ιατρικής και της ιατρομηχανικής, που στη συνέχεια αποδείχθηκε η πιο γόνιμη μέθοδος ιατρικής έρευνας. Οργανωτικό πνεύμα, όπως ήταν, κατόρθωσε να συνδυάζει την πειραματική έρευνα και την κλινική ερμηνεία, αποδεικνύοντας τη σχέση μεταξύ τοπικών ανατομικών αλλοιώσεων και συμπτωμάτων της νόσου.
Με τον τρόπο αυτόν ο Μοργκάνι θεμελίωσε πάνω σε στερεές βάσεις το θαυμάσιο οικοδόμημα της παθολογικής ανατομικής, ακολουθώντας την ανατομοκλινική μέθοδο. Δεν επρόκειτο βέβαια για την πρώτη προσπάθεια (αρκεί να θυμηθούμε τον Αντόνιο Μπενιβιένι). Κανείς όμως δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τα όρια της τυχαίας παρατήρησης και να οικοδομήσει το τέλειο οικοδόμημα του Μοργκάνι.
Δεν υπήρξε όμως αυτό η μοναδική προσφορά του. Ο Μοργκάνι έπαιξε επίσης ρόλο με κεφαλαιώδη σημασία, στην ιστορία της επιστήμης του τόπου του.
Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ
Την εποχή που ο Μοργκάνι έκανε την εμφάνισή του στον επιστημονικό ορίζοντα, ο ιταλικός πολιτισμός βρισκόταν σε κατάπτωση. Για λόγους που εξηγήσαμε αλλού, η πατρίδα του σοφού ήταν απομονωμένη από την Ευρώπη του αιώνα των φώτων, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν το 18ο αιώνα. Πολιτιστική της προσφορά ήταν η βουκολική ποίηση των ποιητών της, ενώ οι ασχολίες των επιστημόνων της περιορίζονταν στην αναζήτηση των όσων έτοιμων είχε να προσφέρει η αρχαιότητα, η Ρώμη και η Αθήνα. Επειδή δεν μπορούσαν να συγγράψουν κάτι το πρωτότυπο, μετέφραζαν απλά και σχολίαζαν. Στο κέντρο της πνευματικής αυτής κίνησης βρισκόταν η Χριστίνα, η πρώην βασίλισσα της Σουηδίας που είχε καταφύγει με τους θησαυρούς της στη Ρώμη. Εκεί απολάμβανε τους ύμνους που της απεύθυναν οι ποιητές και τους ανταπέδιδε προστασία.
Στην πνευματικά νεκρή αυτή εποχή για την Ιταλία, παρουσιάζεται η μεγάλη μορφή του Μοργκάνι για να εμφυσήσει στην παρηκμασμένη επιστήμη του τόπου του το νέο πνεύμα και να φωτίσει με καινούργιο φως το δρόμο της γνώσης.
Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ
Η αξία του Μοργκάνι δεν περιορίζεται στη μεγαλοφυΐα του και τις εξαιρετικές του ικανότητες ως ερευνητή και ερμηνευτή. Ο σοφός διέθετε κοντά στα άλλα και ένα πλούτο ανθρωπιστικών αρετών που άφηναν βαθειά τα ίχνη τους παντού όπου περνούσε. Καλλιεργημένος και ευχάριστος στους συνομιλητές του, ευπροσήγορος και μετριόφρονας, περιέβαλε τους μαθητές του με μια αγάπη που το πέρασμα των χρόνων δεν την αλλοίωνε στο ελάχιστο.
Στο βιβλίο «Ταξίδι στην Ιταλία» (1765) του Ντομένικο Κοτούνιο, ενός από τους πιο εκλεκτούς οπαδούς του, υπάρχουν περιγραφές από ένα γύρο στα διάφορα κέντρα επιστημονικών σπουδών της ιταλικής χερσονήσου. Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η Πάδοβα. Στις σελίδες ακριβώς που της είναι αφιερωμένες, παρακολουθεί κανείς τους διαλόγους του ηλικιωμένου πια δασκάλου με το νέο ακόμα, αλλά ευφυέστατο θαυμαστή του και το μεγάλο βιολιστή της εποχής, τον Ταρτίνι. Ο καλλιτέχνης παραπονιόταν στους δύο διακεκριμένους γιατρούς για τους πόνους του καρπού του δεξιού του χεριού, κάθε φορά που επρόκειτο να πιάσει στα χέρια του το δοξάρι. Προφανώς επρόκειτο για κάποια αρθροπάθεια. Εκείνος όμως που διαβάζει τους διαλόγους αυτούς έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται ανάμεσα στην εκλεκτή εκείνη συντροφιά: τέτοια είναι η ανθρώπινη ζεστασιά που αποπνέει η παρουσία της επιβλητικής μορφής του Μοργκάνι.
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Στη γοητεία του προσώπου του και το μεγαλείο του ως επιστήμονα οφείλεται η συγκέντρωση τόσων πολλών ξένων σπουδαστών στην Πάδοβα, για να εργαστούν υπό την καθοδήγηση του δασκάλου. Έτσι ο Μοργκάνι δημιούργησε σχολή. Τα ονόματα μερικών από τους μαθητές του αποθανατίστηκαν για πάντα στην ανατομική ονοματολογία.
Ο Πάολο Μασκάνι (1752-1815) άφησε περίφημους ανατομικούς πίνακες. Ο Αντόνιο Σκάρπα (1752-1832) υπήρξε από τους μεγαλύτερους ανατόμους της εποχής του. Ο Ντομένικο Κοτούνιο (1736-1822) είναι εκείνος που ανακάλυψε το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Όλοι μαζί χάραξαν νέους δρόμους για την ιατρική.
Οι Ιταλοί ανατόμοι του 16ου αιώνα είχαν πρώτοι αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η ένεση στο ανατομικό παρασκεύασμα, πρώτα νερού και στη συνέχεια διαλυμάτων χρωστικών, όπως σινικής μελάνης. Εκείνοι όμως που οδήγησαν τη νέα μέθοδο προς την τελειότητα, υπήρξαν όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαι, ο Γιαν Σβάμμερνταμ (1637-1680) και ο Φρέντρικ Ρούις (1638-1731).
Οι μέθοδοι της παρασκευής ανατομικών παρασκευασμάτων φθάνουν στη μεγαλύτερή τους άνθηση το 18ο αιώνα. Η δυσκολία προμήθειας υλικού για ανατομικές μελέτες, η ευκολία με την οποία αυτό υφίστατο αλλοιώσεις και η επιθυμία για την ανακάλυψη και των πιο λεπτών ακόμα ανατομικών σχηματισμών, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν α’ αυτήν την πρόοδο. Δοκιμάστηκαν διάφορα συντηρητικά μέσα στα οποία τοποθετούσαν το παρασκεύασμα και τελειοποιήθηκε η τεχνική της ένεσης χρωστικών μέσα στις αγγειακές κοιλότητες.
Τα παρασκευάσματα που πετύχαιναν έτσι, είχαν μια τέλεια σχεδόν εμφάνιση και διατηρούνταν περισσότερο, τόσο που να μπορούν να αποτελέσουν μουσειακό υλικό, όπως εκείνα του Ρούις.
Δυστυχώς και το υλικό αυτό ήταν προορισμένο με την πάροδο του χρόνου να φθαρεί. Αρκετά εύγλωττη είναι στο θέμα αυτό η μαρτυρία του Γάλλου ανατόμου Γκυγιώμ Ντενού, που επειδή τον είχαν εξορίσει από την πατρίδα του για παράνομες ανατομές, είχε εγκατασταθεί στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου παρέδιδε μαθήματα ανατομικής.
Ο Ντενού είχε μεγάλη πείρα στην παρασκευή ανατομικών παρασκευασμάτων με έγχυση κεριού. Έτσι είχε κατορθώσει να παρασκευάσει ολόκληρο το πτώμα μιας γυναίκας που είχε πεθάνει στο τέλος σχεδόν του τοκετού, μαζί με το έμβρυο. Δυστυχώς το θαυμάσιο παρασκεύασμα, καθώς περνούσαν οι ημέρες φθειρόταν και ο ανατόμος, όπως ο ίδιος αφηγείται, θρηνούσε βλέποντας τόσους κόπους και εργασία, να χάνονται από τη μια μέρα στην άλλη, υπό την επίδραση της φθοράς. Έτσι του γεννήθηκε η ιδέα να κατασκευάσει ένα ομοίωμα του παρασκευάσματος που τόσο κόπο του είχε στοιχίσει. Ανέτρεξε λοιπόν στα έργα του Συρακούσιου μοναχού Τζιούλιο Γκαετάνο Ζούμπο (1655-1701), που ήταν ο πρώτος παρασκευαστής κέρινων ανατομικών ομοιωμάτων.
Αυτό υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προόδου τόσο σε σχέση με τη συντήρηση των παρασκευασμάτων μέσα σε υγρά, όσο και με την ένεση κηρώδους υλικού και τέλος τη συνεργασία γλυπτικής και ανατομικής. Τα πρώτα προϊόντα της συνεργασίας αυτής υπήρξαν δυο μικρά αγάλματα του Λοντοβίκο Κάρντι (1559-1613), που παρουσιάζονταν χωρίς δέρμα.
Στον Ζούμπο οφείλονται μερικά από τα ωραιότερα κέρινα ανατομικά ομοιώματα: μια ομάδα πτωμάτων σε κατάσταση αποσύνθεσης και δυο τεμάχια κεφαλής γέροντα που φυλάσσονται στη Φλωρεντία. Ο Ζούμπο είχε τιμηθεί για την τέχνη του με έπαινο από την Ακαδημία των Επιστημών των Παρισίων και δυο έργα του είχε αγοράσει ο Λουδοβίκος ΙΔ'.
Η συνεργασία Ζούμπο και Ντενού δεν είχε αίσιο τέλος. Φιλονίκησαν στο θέμα της προτεραιότητας της μεθόδου και ο Ζούμπο εγκατέλειψε τη Γαλλία. Ακολούθησε τότε συνεργασία Ντενού κι ενός άλλου Γάλλου, του Λακρουά, από την οποία και προέκυψε η γαλλική σχολή της πλαστικής ανατομικής κι ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στο Παρίσι, το οποίο κατέληξε τελικά στο Λονδίνο. Όπως και στην περίπτωση του Ρούις, το μουσείο αυτό απέφερε μεγάλα κέρδη στον οργανωτή του. Μετά το θάνατό του όμως σκορπίστηκε στα χέρια διαφόρων ιδιωτών.
Έτσι το ανατομικό κέρδος υπήρξε ένα από τα βασικά κίνητρα της προόδου της κηροπλαστικής. Αυτό όμως δε θα ήταν αρκετό για να πετύχει ο παρασκευαστής την ασύγκριτη εκείνη λεπτότητα των ομοιωμάτων, αν δεν υπήρχε και η τάση της εκλαΐκευσης, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής του Διαφωτισμού. Η τάση αυτή ευνοήθηκε από τους Μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών, με αποτέλεσμα το κερδοσκοπικό κίνητρο να καταλάβει πιο δεύτερη θέση στη δημιουργία των ανατομικών μουσείων.
Η ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΣΤΟ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η κηροπλαστική έζησε στο 18ο αιώνα τη λεπτότερη εποχή της, που αρχίζει με τα δυο αγάλματα χωρίς δέρμα, με τα οποία ο Έρκολε Λέλλι (1702-1766) στόλισε το βήμα του λέκτορα στο ανατομικό αμφιθέατρο του Αρχιγυμνασίου της Μπολόνια. Ο ερασιτέχνης αυτός γλύπτης είναι ο ιδρυτής της ιταλικής σχολής της πλαστικής ανατομικής.
Το κύριο επάγγελμα του Λέλλι ήταν αρκεβουζιοφόρος.[1] Συγχρόνως όμως ασκούσε ερασιτεχνικά τη ζωγραφική και τη γλυπτική, ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την πιστή απόδοση του ανατομικού υλικού. Την προσπάθειά του άρχισε με πρόθεση να εκτελέσει σε ξύλο τα δύο χωρίς δέρμα αγάλματα: πάνω σε πρότυπα παρμένα από ανθρώπινους σκελετούς αποκαθιστούσε τα στρώματα των μυών, χρησιμοποιώντας ξέφτια από κάνναβη, που τα είχε ποτίσει με κερί. Τα θαυμάσια έργα που προέκυψαν, υπάρχουν στο Ινστιτούτο των Επιστημών της Μπολόνια. Κατασκεύασε ακόμα δύο κέρινους νεφρούς που βρίσκονται στο Ανατομικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Μπολόνια.
Το έργο του Λέλλι ενθουσίασε τότε τον αρχιεπίσκοπο της Μπολόνια Πρόσπερο Λαμερτίνι, που όταν έγινε πάπας με το όνομα Βενέδικτος ΙΔ', του ζήτησε να ετοιμάσει ολόκληρη σειρά κέρινων ομοιωμάτων για την Αίθουσα της Ανατομικής που οργανωνόταν τότε στη Ρώμη. Ο Λέλλι χρειάστηκε 6 χρόνια για να φέρει το έργο αυτό σε πέρας. Ενθουσίασε όμως τόσο η τελειότητα της εργασίας του, ώστε να του ανατεθεί στη συνέχεια η συντήρηση και η επίδειξη της έκθεσης.
Στην εργασία του ο Λέλλι είχε συνεργάτες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Τζιοβάνι Μαντσολίνι (1700-1755). Καλλιτέχνης και βαθύς γνώστης της ανατομικής, πήρε την ώθηση να ασχοληθεί με την κηροπλαστική από τον Λέλλι. Εξαιρετική μαθήτριά του υπήρξε η γυναίκα του Άννα Μοράντι (1716-1774). Η εργασία που εκτέλεσε μαζί με τον άνδρα της ήταν τόσο διαλεκτή, ώστε με τά το θάνατό του να της προσφερθεί από κάποιον πατρίκιο της Μπολόνια για την απόκτηση των έργων τους, όχι μόνον ένα πολύ υψηλό ποσό, αλλά και μια ωραία κατοικία κι ακόμα δωρεάν περιποίηση μέχρι του θανάτου της.
Το αποκορύφωμα της κηροπλαστικής πραγματοποιήθηκε στο πεδίο της μαιευτικής με τα παρασκευάσματα του Τζιοβάνι Αντόνιο Γκάλλι (1708-1782), αλλά και σε όλους σχεδόν τους κλάδους της ανατομικής. Μεσολάβησε μια μικρή στασιμότητα, ώσπου με την εμφάνιση του Φελίτσε Φοντάνα (1730-1805), που υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα των φυσικών επιστημών, η κηροπλαστική ακολούθησε και πάλι την ανοδική της πορεία.
Πράγματι ο Φοντάνα, ύστερα από εντολή του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης, ανέλαβε να επιστατήσει στην ίδρυση ενός Μουσείου Φυσικής και Φυσικής Ιστορίας. Ύστερα από 9 χρόνια εντατικής δουλειάς, τα εγκαίνια του μουσείου έγιναν το 1775. Στο χώρο του είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα από 2.800 κέρινα ανατομικά ομοιώματα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος σώζονται και σήμερα. Επιπλέον διατηρούνται και τα καλούπια μέσα στα οποία είχαν χυθεί. Στο έργο αυτό έλαβαν μέρος και εκλεκτοί της τέχνης, ο Κλεμέντε Σουζίνι (1754-1814) και ο Τομμάζο Μπονικόλι (1746-1802).
Εκείνο που πρέπει τέλος να σημειωθεί είναι ότι σε μια περίοδο κατάπτωσης, όπως ήταν για τον ιταλικό πολιτισμό το πρώτο, τουλάχιστον μισό του 18ου αιώνα, η Ιταλία δίνει ένα παρόν με τα κέρινα ομοιώματα.
[1] Στρατιώτης εξοπλισμένος με αρκεβούζιο, είδος πυροβόλου όπλου της εποχής.