Λίγα ονόματα επιστημόνων προκάλεσαν τόσο ζωηρή και με τέτοιο πάθος πολεμική, όσο το όνομα του Φρόυντ, του δημιουργού της ψυχανάλυσης. Λίγων, εν τούτοις, ανθρώπων η ζωή κύλησε κατά τρόπο τόσο ομοιόμορφο όπως η δική του, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην αναζήτηση της αλήθειας, μιας αλήθειας ως τότε απρόσιτης, κρυμμένης στη συνείδησή μας. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, Εβραίος στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1856 στο Freiberg της Μοραβίας (σημερινό Πρίμπορ Τσεχίας).
Τέλειωσε το λύκειο στη Βιέννη και κατόπιν κινούμενος από ζωηρή επιστημονική περιέργεια - είναι η περίοδος που κυριαρχεί ο Δαρβίνος - εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή.
Στα 25 χρόνια του ονομάστηκε υφηγητής της νεο-παθολογίας, χάρις στις ιστολογικές και κλινικές εργασίες που έφερε σε πέρας υπό την καθοδήγηση των δασκάλων του Μπρίκε (Ernst Wilhelm von Brücke) (1819-1892) και Μέυναρτ (Theodor Hermann Meynert) (1833-1892).
Τέλειωσε το λύκειο στη Βιέννη και κατόπιν κινούμενος από ζωηρή επιστημονική περιέργεια - είναι η περίοδος που κυριαρχεί ο Δαρβίνος - εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή.
Στα 25 χρόνια του ονομάστηκε υφηγητής της νεο-παθολογίας, χάρις στις ιστολογικές και κλινικές εργασίες που έφερε σε πέρας υπό την καθοδήγηση των δασκάλων του Μπρίκε (Ernst Wilhelm von Brücke) (1819-1892) και Μέυναρτ (Theodor Hermann Meynert) (1833-1892).
Η απόκτηση μιας υποτροφίας του επέτρεψε στη συνέχεια να παρακολουθήσει για 5 μήνες μια σειρά μαθημάτων στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Σαλπετριέρ (Salpetrière) στο Παρίσι, όπου ο νευρολόγος Ζαν Μαρτέν Σαρκό (Jean-Martin Charcot) είχε συγκεντρώσει - από το 1878 - το επιστημονικό του ενδιαφέρον στο πρόβλημα της υστερίας. Παρατηρούσε και παρακολουθούσε λεπτομερώς τους ασθενείς του, καταγράφοντας τις αντιδράσεις τους και ταξινομώντας τις ως συμπτώματα που θα μπορούν να αναχθούν σε οργανική βλάβη.
Ύστερα από τα μαθήματα στη Σαλπετριέρ, ο Φρόυντ επιστρέφει στη Βιέννη, ως βοηθός του Κάσσοβιτς, με το σκοπό να εμβαθύνει τις γνώσεις του σχετικά με τις παιδικές αρρώστιες.
Την περίοδο εκείνη ετοιμάζει τις σπουδαίες εργασίες του για την παιδική εγκεφαλική παράλυση και για τις αφασίες (ανικανότητα ομιλίας, που οφείλεται σε βλάβες ειδικών ζωνών του εγκεφάλου). Εδώ και λίγο καιρό ενδιαφέρεται επίσης για τις ιδιότητες μιας ουσίας πολύ γνωστής, της κοκαΐνης, η οποία υπήρξε ήδη αντικείμενο ανακοίνωσής του το 1884. «Οι ερευνητές», λέει, «θα έπρεπε να καταγίνονται στη μελέτη της κοκαΐνης, ως αναισθητικού». Αλλά ένα ταξίδι - το έκανε για να ξαναδεί τη μνηστή του που ήταν μακριά του εδώ και δυο χρόνια - τον έκανε να διακόψει τις έρευνές του σχετικά με το πολύτιμο αυτό αλκαλοειδές. Επιστρέφοντας ανακάλυψε ότι ένας από τους συναδέλφους του, ο χειρουργός Καρλ Κόλλερ (Karl Koller) (1857-1944), στον οποίον είχε εμπιστευθεί τις μελέτες του, είχε προχωρήσει στην έρευνά του με αποφασιστικά πειράματα, τα οποία είχε ανακοινώσει στο Συνέδριο Οφθαλμολογίας της Χαϊδελβέργης.
«Ο Κόλλερ», γράφει ο Φρόυντ αργότερα, «θεωρείται λοιπόν δικαίως ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την τοπική αναισθησία με κοκαΐνη, η οποία απέκτησε βασική σημασία στη μικροχειρουργική. Εγώ, όμως, ποτέ δεν κράτησα κακία κατά της μνηστής μου επειδή διέκοψε την εργασία μου».
Ο Φρόυντ παντρεύτηκε το 1886 τη Μάρθα Μπερνάις (Martha Bernays) και συνέχισε στη Βιέννη τις μελέτες του σχετικά με την υποβολή διαμέσου ύπνωσης, παρά το σκεπτικισμό και τους σαρκασμούς ορισμένων κύκλων. Ο γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ (Josef Breuer) (1842-1925), γνωστός ήδη και πολύ μεγαλύτερός του, έγινε πολύτιμος συνεργάτης του. Οι έρευνές τους απέβλεπαν στη διαπίστωση του ρόλου ορισμένων υποσυνείδητων αναμνήσεων. Επίσης ήθελαν να εξακριβώσουν πώς μπορούν αυτές να αναπαράγονται, μερικές φορές, με μορφή τελείως διαφορετική, σε μερικές νευρικές καταστάσεις.
Στις «Μελέτες επί της υστερίας» (1895) εμφανίζεται ήδη η δυναμική αντίληψη, με την ιδέα της αναστολής σε αντίθεση προς τη θεωρία του «περιορισμού του πεδίου της συνείδησης», που σχεδόν ταυτόχρονα είχε διατυπώσει ο Πιέρ Ζανέ, για να ορίσει τη διανοητική κατάσταση των υστερικών. Στην πραγματικότητα η θεωρία του Φρόιντ είναι ανεξάρτητη και από τις υποθέσεις και από τα συμπεράσματα του έργου του Ζανέ.
Για να ανακαλύψει στον άρρωστο τα τραύματα και τις απωθημένες αναμνήσεις που κυριαρχούν στη νευρική του κατάσταση και για να τον ελευθερώσει, ο Φρόιντ εγκαταλείπει την ύπνωση - την οποία ο ίδιος, μαζί με τον Μπρόιερ, εφάρμοζε - και καταφεύγει στη μέθοδο των «ελεύθερων συνειρμών».
Έτσι γεννήθηκε η ψυχανάλυση, μια νέα μέθοδος έρευνας και ψυχολογικής θεραπείας, κάτι μεταξύ εξομολόγησης και «ανάκρισης».
Ο Φρόιντ, όμως, συγκεντρώνει πλούσια τεκμηρίωση, προσδιορίζει σημείο προς σημείο τις ανακαλύψεις του και ανοίγει στην ψυχολογία ορίζοντες που ούτε τους είχαν υποπτευθεί έως τότε. Οι πρώτες ανακοινώσεις που παρουσίασε στην Ιατρική Ακαδημία της Βιέννης συνάντησαν άκρα ψυχρότητα και προκάλεσαν δυσπιστία στους επιστημονικούς κύκλους. «Μα ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Φρόιντ», αναρωτιέται ο κόσμος, «που μιλά για σεξουαλικές συγκρούσεις, για όνειρα, υποσυνείδητες επιθυμίες και άλλα ενοχλητικά και πολύ λίγο σοβαρά ζητήματα;»
Αντί όμως να αποθαρρυνθεί, ο καινοτόμος αυτός, επιμένει στις μελέτες του και δημοσιεύει έργα που περνούν σχεδόν απαρατήρητα, αν και έχει λάβει, το 1902, τον τίτλο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής.
Ενώ όμως η γερμανική ακαδημαϊκή επιστήμη αποκρούει ομόφωνα τη θεωρία του Φρόιντ, έχει ήδη σχηματιστεί γύρω του μια μικρή ομάδα νεαρών οπαδών του, που αργότερα θα αποτελέσουν τη «Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία». Και στη Ζυρίχη επίσης μια μάδα ψυχιάτρων, υπό την καθοδήγηση του Μπλόιλερ (Bleuler), αρχίζει να εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ψυχαναλυτικές θεωρίες.
Ο Μπλόιλερ (Eugen Bleuler) (1857-1940) και ο Γιουνγκ (Karl Gustav Jung) (1875-1961) αποδεικνύουν ότι οι φροϋδικοί μηχανισμοί που ανακαλύφθηκαν στις νευρώσεις, οι φαντασίες των ονείρων, οι αμνησίες, οι «αποτυχημένες πράξεις» ατόμων κατά τα άλλα φυσιολογικών, υπάρχουν και στα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής συνορεύει εδώ με την ψυχιατρική. Παρά τον χωρισμό που επήλθε αργότερα, μεταξύ της σχολής του Γιουνγκ και της σχολής του Φρόιντ, η υποστήριξη του ρεύματος της ψυχανάλυσης από τους Ελβετούς ψυχίατρους, είναι, την εποχή εκείνη, πραγματικά σπουδαία. Η θεωρία της απώθησης των ενστίκτων, των προγενετήσιων φάσεων της παιδικής ηλικίας, της επιθετικότητας, του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, του ναρκισσισμού (σημαντικού στις πολεμικές νευρώσεις και μερικές ψυχώσεις), η θεωρία της συναισθηματικής μεταβίβασης και της εξύψωσης, αποτελούν, μαζί με το μέρος το αφιερωμένο στη σεξουαλικότητα, τα ουσιαστικά σημεία της ψυχανάλυσης. Ο όρος «σεξουαλικότητα» που σκανδάλισε τότε τους κύκλους μιας Βιέννης συνδεδεμένης ακόμα με τα βαλς του Στράους, χρησιμοποιείται από τον Φρόιντ με το ευρύτερο νόημα, το ορθό και σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία (πραγμάτων σχετικών με το φύλο-sexus). Όταν λέμε το ισχυρό φύλο, το ωραίο φύλο, τα δύο φύλα, εννοούμε ένα σύνολο ιδιαίτερων γνωρισμάτων και χαρακτήρων, που δεν αποτελούν μόνο φυσικές, αλλά και ηθικές ιδιότητες.
Αλλά ο Φρόιντ, όσο και εμείς οι ίδιοι, όταν μιλάμε γι’ αυτά με επιστημονική ορολογία, ξέρουμε ότι η σημασία των λέξεων αυτών επεκτείνεται αναγκαστικά και σε ανατομικά και φυσιολογικά δεδομένα, των οποίων θα ήταν γελοίο να κρύβουμε τη σημασία.
Όσο για την «κεφαλαιώδη έννοια του υποσυνειδήτου», όπως το ονόμασε ο Γιουνγκ, η έννοια αυτή ρίχνει απροσδόκητο φως όχι μόνο στο πεδίο της ψυχοπαθολογίας, αλλά και στους πιο διαφορετικούς τομείς που συνορεύουν με την ομαλή ψυχολογία, την παιδαγωγική, τη θρησκειολογία, τη μυθολογία, τα πρωτόγονα ήθη και έθιμα, τις αντιδράσεις των μαζών, τη λαογραφία, τα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης.
Η διάνοια του Φρόιντ αναζήτησε τους ειδικούς νόμους του υποσυνείδητου, για το οποίο φιλόσοφοι και συγγραφείς μιλούσαν ήδη ασαφώς και επιχείρησε να τους διατυπώσει με εκείνη την ακρίβεια που αργότερα έκανε την ψυχανάλυση - που κάποτε ήταν ειδική θεραπεία - πραγματική επιστήμη, την «ψυχολογία του βάθους» (Γιουνγκ).
Το 1909 ο Φρόιντ προσκαλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για μια σειρά διαλέξεων στο Clark University και οι θεωρίες του κατακτούν αμέσως τον ψυχολόγο Στάνλεϋ Χωλ (Stanley Hall) (1844-1924) και έναν περίφημο νευρολόγο, τον Τζέιμς Πούτναμ (James Putnam). Οι δύο αυτοί έγιναν κήρυκες του φροϋδικού λόγου στο Νέο Κόσμο, μύστες ενός συστήματος που θα έχει εξαιρετική επιτυχία και θα ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή εκατομμύρια Αμερικανών!
Όταν γύρισε στη Βιέννη, ο Φρόιντ εξακολούθησε, για 30 χρόνια, την εργασία του στο ήσυχο ιατρείο του της Berggasse. Είναι οξυδερκής παρατηρητής, έχει εξαιρετική μνήμη και ευρύτατες πνευματικές γνώσεις. Εξετάζει στο ημίφως εκείνους που τον εμπιστεύονται, διακρίνει και διαπιστώνει τις αθέατες ανωμαλίες που αναστατώνουν ή απλά αλλοιώνουν τις σκέψεις των ασθενών του.
Οι ψυχολόγοι όλου του κόσμου αρχίζουν να γνωρίζουν τα δημοσιεύματά του σχετικά με τα πιο λεπτά προβλήματα ψυχικής παθολογίας, τα γραμμένα με σπάνια συνθετική δύναμη και σε γλώσσα σαφέστατη. Όσοι είχαν το προνόμιο να τον πλησιάσουν έμειναν έκπληκτοι από τη λιτότητα και την ακρίβεια του λόγου του, την αυστηρότητα του συλλογισμού του και τη διαύγεια και την ευστροφία του πνεύματός του. Χωρίς πίστη θρησκευτική, χωρίς στάση προς φιλοσοφικούς στοχασμούς, «βιολόγος της ψυχής», όπως του άρεσε να λέει τον εαυτό του, επιζήτησε να διεισδύσει στο νεφελώδη κόσμο των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που συγκρούονται μέσα στον καθένα μας. Σε όλη του τη ζωή μελετούσε τρόπους, να κυριαρχήσουμε πάνω τους. Προς το τέλος της μακράς του σταδιοδρομίας δε διστάζει πάντως να αντιμετωπίζει και ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, όπως την «κακοδαιμονία του πολιτισμού» και το περίφημο «Γιατί πόλεμος;» μια επιστολή που έγραψε το 1933, όταν του το ζήτησε το Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας σε απάντηση έκκλησης του Εβραίου επίσης Αϊνστάιν.
Όταν την άνοιξη του 1938 οι εθνικοσοσιαλιστές εισέβαλαν στην Αυστρία, ο Φρόιντ, την πρώτη στιγμή, είχε την αυταπάτη ότι θα μπορέσει να αντέξει στην τραγωδία που άρχιζε τότε για την Ευρώπη. Σύντομα όμως, έστω και δυστροπώντας, υποχρεώθηκε να υποταχθεί στα γεγονότα: το ότι άφηνε την Αυστρία του φαινόταν προδοσία.
Στις 4 Ιουνίου 1938, ο Φρόιντ έφυγε από τη Βιέννη, πήγε στο Παρίσι κι από εκεί στο Λονδίνο, όπου τον υποδέχτηκαν ως ξένο που η παρουσία του τιμούσε την Αγγλία. Όμως η υγεία του γέροντα πια Φρόιντ χειροτερεύει. Του παρουσιάζεται ένας όγκος στη γνάθο, που τον αναγκάζει να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ραδιοθεραπεία.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων και της βιβλιοθήκης του φτάνουν στο σπίτι του στο Λονδίνο, στο Mansfield Gardens. Σιγά-σιγά του επανέρχεται η όρεξη για μελέτη και έρευνα.
Όταν γίνεται στο Παρίσι το τελευταίο προπολεμικό Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης, ο Φρόιντ δεν μπορεί να παραβρεθεί, αλλά στέλνει ένα χαιρετιστήριο μήνυμα.
Με απίστευτο πνεύμα αυτοθυσίας επανέλαβε τέλος την εργασία του: εξετάζει 4 ασθενείς την ημέρα και γράφει τα τελευταία του έργα.
Όμως τα γεγονότα προχωρούν ραγδαία. Δεν μπορεί σχεδόν πια να δεχθεί φαγητό. Περνά ώρες και ώρες κοιτάζοντας τον κήπο του, τα πολύτιμα αντικείμενα του γραφείου του.
«Στις 19 Σεπτεμβρίου», αφηγείται ο δόκτωρ Ernest Jones (1879 – 1958), «πήγα να τον επισκεφτώ. Μισοκοιμόταν. Τον φώναξα με το όνομά του. Άνοιξε τα μάτια, με αναγνώρισε και κούνησε ελαφρά το χέρι του, αφήνοντάς το αμέσως να ξαναπέσει με μια κίνηση που έλεγε πολλά. Όλα υπήρχαν στη κίνηση αυτή: ένας χαιρετισμός, ένας αποχαιρετισμός, η υποταγή στο μοιραίο. Με τη χειρονομία αυτή έλεγε καθαρά: ‘τα υπόλοιπα είναι σιωπή’. Δε χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο. Σε λίγο έπεσε και πάλι σ’ εκείνη την κατάσταση, της ημιύπνωσης».
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Φρόιντ είπε στο γιατρό του: «Θαρρώ πως είναι καθήκον σας να με βοηθήσετε, τώρα που δεν μπορώ να πάω πιο πέρα... Να με κάνετε να υποφέρω κι άλλο δεν θα είχε νόημα».
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ πέθανε τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου 1939. Η τέφρα του τοποθετήθηκε σ’ έναν ελληνιστικό αμφορέα, που του είχε στείλει δώρο πριν από πολλά χρόνια η μαθήτριά του Μαρία Βοναπάρτη. Είχε πει τότε ο Φρόιντ: «Κρίμα, ένα τόσο ωραίο αντικείμενο να μη μπορώ να το πάρω μαζί μου στον τάφο».«Ο άνθρωπος», θα πει ένας άλλος Εβραίος, ο Στέφαν Τσβάιχ, «δεν μπορεί να ζήσει, ούτε και με τη φυσική έννοια, χωρίς όνειρα». Κανένας δεν το απέδειξε αυτό πιο λαμπρά από τον Φρόιντ. Η ζωή του υπήρξε ζωή κυνηγού μυστηρίων, ερευνητού κρυμμένων αληθειών, που γύρευε να τις μελετήσει στο μαγικό καθρέπτη του υποσυνειδήτου.
Την περίοδο εκείνη ετοιμάζει τις σπουδαίες εργασίες του για την παιδική εγκεφαλική παράλυση και για τις αφασίες (ανικανότητα ομιλίας, που οφείλεται σε βλάβες ειδικών ζωνών του εγκεφάλου). Εδώ και λίγο καιρό ενδιαφέρεται επίσης για τις ιδιότητες μιας ουσίας πολύ γνωστής, της κοκαΐνης, η οποία υπήρξε ήδη αντικείμενο ανακοίνωσής του το 1884. «Οι ερευνητές», λέει, «θα έπρεπε να καταγίνονται στη μελέτη της κοκαΐνης, ως αναισθητικού». Αλλά ένα ταξίδι - το έκανε για να ξαναδεί τη μνηστή του που ήταν μακριά του εδώ και δυο χρόνια - τον έκανε να διακόψει τις έρευνές του σχετικά με το πολύτιμο αυτό αλκαλοειδές. Επιστρέφοντας ανακάλυψε ότι ένας από τους συναδέλφους του, ο χειρουργός Καρλ Κόλλερ (Karl Koller) (1857-1944), στον οποίον είχε εμπιστευθεί τις μελέτες του, είχε προχωρήσει στην έρευνά του με αποφασιστικά πειράματα, τα οποία είχε ανακοινώσει στο Συνέδριο Οφθαλμολογίας της Χαϊδελβέργης.
«Ο Κόλλερ», γράφει ο Φρόυντ αργότερα, «θεωρείται λοιπόν δικαίως ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την τοπική αναισθησία με κοκαΐνη, η οποία απέκτησε βασική σημασία στη μικροχειρουργική. Εγώ, όμως, ποτέ δεν κράτησα κακία κατά της μνηστής μου επειδή διέκοψε την εργασία μου».
Ο Φρόυντ παντρεύτηκε το 1886 τη Μάρθα Μπερνάις (Martha Bernays) και συνέχισε στη Βιέννη τις μελέτες του σχετικά με την υποβολή διαμέσου ύπνωσης, παρά το σκεπτικισμό και τους σαρκασμούς ορισμένων κύκλων. Ο γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ (Josef Breuer) (1842-1925), γνωστός ήδη και πολύ μεγαλύτερός του, έγινε πολύτιμος συνεργάτης του. Οι έρευνές τους απέβλεπαν στη διαπίστωση του ρόλου ορισμένων υποσυνείδητων αναμνήσεων. Επίσης ήθελαν να εξακριβώσουν πώς μπορούν αυτές να αναπαράγονται, μερικές φορές, με μορφή τελείως διαφορετική, σε μερικές νευρικές καταστάσεις.
Στις «Μελέτες επί της υστερίας» (1895) εμφανίζεται ήδη η δυναμική αντίληψη, με την ιδέα της αναστολής σε αντίθεση προς τη θεωρία του «περιορισμού του πεδίου της συνείδησης», που σχεδόν ταυτόχρονα είχε διατυπώσει ο Πιέρ Ζανέ, για να ορίσει τη διανοητική κατάσταση των υστερικών. Στην πραγματικότητα η θεωρία του Φρόιντ είναι ανεξάρτητη και από τις υποθέσεις και από τα συμπεράσματα του έργου του Ζανέ.
Για να ανακαλύψει στον άρρωστο τα τραύματα και τις απωθημένες αναμνήσεις που κυριαρχούν στη νευρική του κατάσταση και για να τον ελευθερώσει, ο Φρόιντ εγκαταλείπει την ύπνωση - την οποία ο ίδιος, μαζί με τον Μπρόιερ, εφάρμοζε - και καταφεύγει στη μέθοδο των «ελεύθερων συνειρμών».
Έτσι γεννήθηκε η ψυχανάλυση, μια νέα μέθοδος έρευνας και ψυχολογικής θεραπείας, κάτι μεταξύ εξομολόγησης και «ανάκρισης».
Ο Φρόιντ, όμως, συγκεντρώνει πλούσια τεκμηρίωση, προσδιορίζει σημείο προς σημείο τις ανακαλύψεις του και ανοίγει στην ψυχολογία ορίζοντες που ούτε τους είχαν υποπτευθεί έως τότε. Οι πρώτες ανακοινώσεις που παρουσίασε στην Ιατρική Ακαδημία της Βιέννης συνάντησαν άκρα ψυχρότητα και προκάλεσαν δυσπιστία στους επιστημονικούς κύκλους. «Μα ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Φρόιντ», αναρωτιέται ο κόσμος, «που μιλά για σεξουαλικές συγκρούσεις, για όνειρα, υποσυνείδητες επιθυμίες και άλλα ενοχλητικά και πολύ λίγο σοβαρά ζητήματα;»
Αντί όμως να αποθαρρυνθεί, ο καινοτόμος αυτός, επιμένει στις μελέτες του και δημοσιεύει έργα που περνούν σχεδόν απαρατήρητα, αν και έχει λάβει, το 1902, τον τίτλο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής.
Ενώ όμως η γερμανική ακαδημαϊκή επιστήμη αποκρούει ομόφωνα τη θεωρία του Φρόιντ, έχει ήδη σχηματιστεί γύρω του μια μικρή ομάδα νεαρών οπαδών του, που αργότερα θα αποτελέσουν τη «Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία». Και στη Ζυρίχη επίσης μια μάδα ψυχιάτρων, υπό την καθοδήγηση του Μπλόιλερ (Bleuler), αρχίζει να εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ψυχαναλυτικές θεωρίες.
Ο Μπλόιλερ (Eugen Bleuler) (1857-1940) και ο Γιουνγκ (Karl Gustav Jung) (1875-1961) αποδεικνύουν ότι οι φροϋδικοί μηχανισμοί που ανακαλύφθηκαν στις νευρώσεις, οι φαντασίες των ονείρων, οι αμνησίες, οι «αποτυχημένες πράξεις» ατόμων κατά τα άλλα φυσιολογικών, υπάρχουν και στα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής συνορεύει εδώ με την ψυχιατρική. Παρά τον χωρισμό που επήλθε αργότερα, μεταξύ της σχολής του Γιουνγκ και της σχολής του Φρόιντ, η υποστήριξη του ρεύματος της ψυχανάλυσης από τους Ελβετούς ψυχίατρους, είναι, την εποχή εκείνη, πραγματικά σπουδαία. Η θεωρία της απώθησης των ενστίκτων, των προγενετήσιων φάσεων της παιδικής ηλικίας, της επιθετικότητας, του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, του ναρκισσισμού (σημαντικού στις πολεμικές νευρώσεις και μερικές ψυχώσεις), η θεωρία της συναισθηματικής μεταβίβασης και της εξύψωσης, αποτελούν, μαζί με το μέρος το αφιερωμένο στη σεξουαλικότητα, τα ουσιαστικά σημεία της ψυχανάλυσης. Ο όρος «σεξουαλικότητα» που σκανδάλισε τότε τους κύκλους μιας Βιέννης συνδεδεμένης ακόμα με τα βαλς του Στράους, χρησιμοποιείται από τον Φρόιντ με το ευρύτερο νόημα, το ορθό και σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία (πραγμάτων σχετικών με το φύλο-sexus). Όταν λέμε το ισχυρό φύλο, το ωραίο φύλο, τα δύο φύλα, εννοούμε ένα σύνολο ιδιαίτερων γνωρισμάτων και χαρακτήρων, που δεν αποτελούν μόνο φυσικές, αλλά και ηθικές ιδιότητες.
Αλλά ο Φρόιντ, όσο και εμείς οι ίδιοι, όταν μιλάμε γι’ αυτά με επιστημονική ορολογία, ξέρουμε ότι η σημασία των λέξεων αυτών επεκτείνεται αναγκαστικά και σε ανατομικά και φυσιολογικά δεδομένα, των οποίων θα ήταν γελοίο να κρύβουμε τη σημασία.
Όσο για την «κεφαλαιώδη έννοια του υποσυνειδήτου», όπως το ονόμασε ο Γιουνγκ, η έννοια αυτή ρίχνει απροσδόκητο φως όχι μόνο στο πεδίο της ψυχοπαθολογίας, αλλά και στους πιο διαφορετικούς τομείς που συνορεύουν με την ομαλή ψυχολογία, την παιδαγωγική, τη θρησκειολογία, τη μυθολογία, τα πρωτόγονα ήθη και έθιμα, τις αντιδράσεις των μαζών, τη λαογραφία, τα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης.
Η διάνοια του Φρόιντ αναζήτησε τους ειδικούς νόμους του υποσυνείδητου, για το οποίο φιλόσοφοι και συγγραφείς μιλούσαν ήδη ασαφώς και επιχείρησε να τους διατυπώσει με εκείνη την ακρίβεια που αργότερα έκανε την ψυχανάλυση - που κάποτε ήταν ειδική θεραπεία - πραγματική επιστήμη, την «ψυχολογία του βάθους» (Γιουνγκ).
Το 1909 ο Φρόιντ προσκαλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για μια σειρά διαλέξεων στο Clark University και οι θεωρίες του κατακτούν αμέσως τον ψυχολόγο Στάνλεϋ Χωλ (Stanley Hall) (1844-1924) και έναν περίφημο νευρολόγο, τον Τζέιμς Πούτναμ (James Putnam). Οι δύο αυτοί έγιναν κήρυκες του φροϋδικού λόγου στο Νέο Κόσμο, μύστες ενός συστήματος που θα έχει εξαιρετική επιτυχία και θα ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή εκατομμύρια Αμερικανών!
Όταν γύρισε στη Βιέννη, ο Φρόιντ εξακολούθησε, για 30 χρόνια, την εργασία του στο ήσυχο ιατρείο του της Berggasse. Είναι οξυδερκής παρατηρητής, έχει εξαιρετική μνήμη και ευρύτατες πνευματικές γνώσεις. Εξετάζει στο ημίφως εκείνους που τον εμπιστεύονται, διακρίνει και διαπιστώνει τις αθέατες ανωμαλίες που αναστατώνουν ή απλά αλλοιώνουν τις σκέψεις των ασθενών του.
Οι ψυχολόγοι όλου του κόσμου αρχίζουν να γνωρίζουν τα δημοσιεύματά του σχετικά με τα πιο λεπτά προβλήματα ψυχικής παθολογίας, τα γραμμένα με σπάνια συνθετική δύναμη και σε γλώσσα σαφέστατη. Όσοι είχαν το προνόμιο να τον πλησιάσουν έμειναν έκπληκτοι από τη λιτότητα και την ακρίβεια του λόγου του, την αυστηρότητα του συλλογισμού του και τη διαύγεια και την ευστροφία του πνεύματός του. Χωρίς πίστη θρησκευτική, χωρίς στάση προς φιλοσοφικούς στοχασμούς, «βιολόγος της ψυχής», όπως του άρεσε να λέει τον εαυτό του, επιζήτησε να διεισδύσει στο νεφελώδη κόσμο των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που συγκρούονται μέσα στον καθένα μας. Σε όλη του τη ζωή μελετούσε τρόπους, να κυριαρχήσουμε πάνω τους. Προς το τέλος της μακράς του σταδιοδρομίας δε διστάζει πάντως να αντιμετωπίζει και ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, όπως την «κακοδαιμονία του πολιτισμού» και το περίφημο «Γιατί πόλεμος;» μια επιστολή που έγραψε το 1933, όταν του το ζήτησε το Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας σε απάντηση έκκλησης του Εβραίου επίσης Αϊνστάιν.
Όταν την άνοιξη του 1938 οι εθνικοσοσιαλιστές εισέβαλαν στην Αυστρία, ο Φρόιντ, την πρώτη στιγμή, είχε την αυταπάτη ότι θα μπορέσει να αντέξει στην τραγωδία που άρχιζε τότε για την Ευρώπη. Σύντομα όμως, έστω και δυστροπώντας, υποχρεώθηκε να υποταχθεί στα γεγονότα: το ότι άφηνε την Αυστρία του φαινόταν προδοσία.
Στις 4 Ιουνίου 1938, ο Φρόιντ έφυγε από τη Βιέννη, πήγε στο Παρίσι κι από εκεί στο Λονδίνο, όπου τον υποδέχτηκαν ως ξένο που η παρουσία του τιμούσε την Αγγλία. Όμως η υγεία του γέροντα πια Φρόιντ χειροτερεύει. Του παρουσιάζεται ένας όγκος στη γνάθο, που τον αναγκάζει να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ραδιοθεραπεία.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων και της βιβλιοθήκης του φτάνουν στο σπίτι του στο Λονδίνο, στο Mansfield Gardens. Σιγά-σιγά του επανέρχεται η όρεξη για μελέτη και έρευνα.
Όταν γίνεται στο Παρίσι το τελευταίο προπολεμικό Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης, ο Φρόιντ δεν μπορεί να παραβρεθεί, αλλά στέλνει ένα χαιρετιστήριο μήνυμα.
Με απίστευτο πνεύμα αυτοθυσίας επανέλαβε τέλος την εργασία του: εξετάζει 4 ασθενείς την ημέρα και γράφει τα τελευταία του έργα.
Όμως τα γεγονότα προχωρούν ραγδαία. Δεν μπορεί σχεδόν πια να δεχθεί φαγητό. Περνά ώρες και ώρες κοιτάζοντας τον κήπο του, τα πολύτιμα αντικείμενα του γραφείου του.
«Στις 19 Σεπτεμβρίου», αφηγείται ο δόκτωρ Ernest Jones (1879 – 1958), «πήγα να τον επισκεφτώ. Μισοκοιμόταν. Τον φώναξα με το όνομά του. Άνοιξε τα μάτια, με αναγνώρισε και κούνησε ελαφρά το χέρι του, αφήνοντάς το αμέσως να ξαναπέσει με μια κίνηση που έλεγε πολλά. Όλα υπήρχαν στη κίνηση αυτή: ένας χαιρετισμός, ένας αποχαιρετισμός, η υποταγή στο μοιραίο. Με τη χειρονομία αυτή έλεγε καθαρά: ‘τα υπόλοιπα είναι σιωπή’. Δε χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο. Σε λίγο έπεσε και πάλι σ’ εκείνη την κατάσταση, της ημιύπνωσης».
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Φρόιντ είπε στο γιατρό του: «Θαρρώ πως είναι καθήκον σας να με βοηθήσετε, τώρα που δεν μπορώ να πάω πιο πέρα... Να με κάνετε να υποφέρω κι άλλο δεν θα είχε νόημα».
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ πέθανε τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου 1939. Η τέφρα του τοποθετήθηκε σ’ έναν ελληνιστικό αμφορέα, που του είχε στείλει δώρο πριν από πολλά χρόνια η μαθήτριά του Μαρία Βοναπάρτη. Είχε πει τότε ο Φρόιντ: «Κρίμα, ένα τόσο ωραίο αντικείμενο να μη μπορώ να το πάρω μαζί μου στον τάφο».«Ο άνθρωπος», θα πει ένας άλλος Εβραίος, ο Στέφαν Τσβάιχ, «δεν μπορεί να ζήσει, ούτε και με τη φυσική έννοια, χωρίς όνειρα». Κανένας δεν το απέδειξε αυτό πιο λαμπρά από τον Φρόιντ. Η ζωή του υπήρξε ζωή κυνηγού μυστηρίων, ερευνητού κρυμμένων αληθειών, που γύρευε να τις μελετήσει στο μαγικό καθρέπτη του υποσυνειδήτου.
Στην πρώτη σερά: Sigmund Freud, Stanley Hall, C.G.Jung. Στη δεύτερη σειρά: Abraham A. Brill, Ernest Jones, Sandor Ferenczi