30/10/09

Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud) [108]

Λίγα ονόματα επιστημόνων προκάλεσαν τόσο ζωηρή και με τέτοιο πάθος πολεμική, όσο το όνομα του Φρόυντ, του δημιουργού της ψυχανάλυσης. Λίγων, εν τούτοις, ανθρώπων η ζωή κύλησε κατά τρόπο τόσο ομοιόμορφο όπως η δική του, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην αναζήτηση της αλήθειας, μιας αλήθειας ως τότε απρόσιτης, κρυμμένης στη συνείδησή μας. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, Εβραίος στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1856 στο Freiberg της Μοραβίας (σημερινό Πρίμπορ Τσεχίας).
Τέλειωσε το λύκειο στη Βιέννη και κατόπιν κινούμενος από ζωηρή επιστημονική περιέργεια - είναι η περίοδος που κυριαρχεί ο Δαρβίνος - εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή.
Στα 25 χρόνια του ονομάστηκε υφηγητής της νεο-παθολογίας, χάρις στις ιστολογικές και κλινικές εργασίες που έφερε σε πέρας υπό την καθοδήγηση των δασκάλων του Μπρίκε (Ernst Wilhelm von Brücke) (1819-1892) και Μέυναρτ (Theodor Hermann Meynert) (1833-1892).












Η απόκτηση μιας υποτροφίας του επέτρεψε στη συνέχεια να παρακολουθήσει για 5 μήνες μια σειρά μαθημάτων στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Σαλπετριέρ (Salpetrière) στο Παρίσι, όπου ο νευρολόγος Ζαν Μαρτέν Σαρκό (Jean-Martin Charcot) είχε συγκεντρώσει - από το 1878 - το επιστημονικό του ενδιαφέρον στο πρόβλημα της υστερίας. Παρατηρούσε και παρακολουθούσε λεπτομερώς τους ασθενείς του, καταγράφοντας τις αντιδράσεις τους και ταξινομώντας τις ως συμπτώματα που θα μπορούν να αναχθούν σε οργανική βλάβη.

Ύστερα από τα μαθήματα στη Σαλπετριέρ, ο Φρόυντ επιστρέφει στη Βιέννη, ως βοηθός του Κάσσοβιτς, με το σκοπό να εμβαθύνει τις γνώσεις του σχετικά με τις παιδικές αρρώστιες.
Την περίοδο εκείνη ετοιμάζει τις σπουδαίες εργασίες του για την παιδική εγκεφαλική παράλυση και για τις αφασίες (ανικανότητα ομιλίας, που οφείλεται σε βλάβες ειδικών ζωνών του εγκεφάλου). Εδώ και λίγο καιρό ενδιαφέρεται επίσης για τις ιδιότητες μιας ουσίας πολύ γνωστής, της κοκαΐνης, η οποία υπήρξε ήδη αντικείμενο ανακοίνωσής του το 1884. «Οι ερευνητές», λέει, «θα έπρεπε να καταγίνονται στη μελέτη της κοκαΐνης, ως αναισθητικού». Αλλά ένα ταξίδι - το έκανε για να ξαναδεί τη μνηστή του που ήταν μακριά του εδώ και δυο χρόνια - τον έκανε να διακόψει τις έρευνές του σχετικά με το πολύτιμο αυτό αλκαλοειδές. Επιστρέφοντας ανακάλυψε ότι ένας από τους συναδέλφους του, ο χειρουργός Καρλ Κόλλερ (Karl Koller) (1857-1944), στον οποίον είχε εμπιστευθεί τις μελέτες του, είχε προχωρήσει στην έρευνά του με αποφασιστικά πειράματα, τα οποία είχε ανακοινώσει στο Συνέδριο Οφθαλμολογίας της Χαϊδελβέργης.
«Ο Κόλλερ», γράφει ο Φρόυντ αργότερα, «θεωρείται λοιπόν δικαίως ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την τοπική αναισθησία με κοκαΐνη, η οποία απέκτησε βασική σημασία στη μικροχειρουργική. Εγώ, όμως, ποτέ δεν κράτησα κακία κατά της μνηστής μου επειδή διέκοψε την εργασία μου».
Ο Φρόυντ παντρεύτηκε το 1886 τη Μάρθα Μπερνάις (Martha Bernays) και συνέχισε στη Βιέννη τις μελέτες του σχετικά με την υποβολή διαμέσου ύπνωσης, παρά το σκεπτικισμό και τους σαρκασμούς ορισμένων κύκλων. Ο γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ (Josef Breuer) (1842-1925), γνωστός ήδη και πολύ μεγαλύτερός του, έγινε πολύτιμος συνεργάτης του. Οι έρευνές τους απέβλεπαν στη διαπίστωση του ρόλου ορισμένων υποσυνείδητων αναμνήσεων. Επίσης ήθελαν να εξακριβώσουν πώς μπορούν αυτές να αναπαράγονται, μερικές φορές, με μορφή τελείως διαφορετική, σε μερικές νευρικές καταστάσεις.
Στις «Μελέτες επί της υστερίας» (1895) εμφανίζεται ήδη η δυναμική αντίληψη, με την ιδέα της αναστολής σε αντίθεση προς τη θεωρία του «περιορισμού του πεδίου της συνείδησης», που σχεδόν ταυτόχρονα είχε διατυπώσει ο Πιέρ Ζανέ, για να ορίσει τη διανοητική κατάσταση των υστερικών. Στην πραγματικότητα η θεωρία του Φρόιντ είναι ανεξάρτητη και από τις υποθέσεις και από τα συμπεράσματα του έργου του Ζανέ.
Για να ανακαλύψει στον άρρωστο τα τραύματα και τις απωθημένες αναμνήσεις που κυριαρχούν στη νευρική του κατάσταση και για να τον ελευθερώσει, ο Φρόιντ εγκαταλείπει την ύπνωση - την οποία ο ίδιος, μαζί με τον Μπρόιερ, εφάρμοζε - και καταφεύγει στη μέθοδο των «ελεύθερων συνειρμών».
Έτσι γεννήθηκε η ψυχανάλυση, μια νέα μέθοδος έρευνας και ψυχολογικής θεραπείας, κάτι μεταξύ εξομολόγησης και «ανάκρισης».
Ο Φρόιντ, όμως, συγκεντρώνει πλούσια τεκμηρίωση, προσδιορίζει σημείο προς σημείο τις ανακαλύψεις του και ανοίγει στην ψυχολογία ορίζοντες που ούτε τους είχαν υποπτευθεί έως τότε. Οι πρώτες ανακοινώσεις που παρουσίασε στην Ιατρική Ακαδημία της Βιέννης συνάντησαν άκρα ψυχρότητα και προκάλεσαν δυσπιστία στους επιστημονικούς κύκλους. «Μα ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Φρόιντ», αναρωτιέται ο κόσμος, «που μιλά για σεξουαλικές συγκρούσεις, για όνειρα, υποσυνείδητες επιθυμίες και άλλα ενοχλητικά και πολύ λίγο σοβαρά ζητήματα;»
Αντί όμως να αποθαρρυνθεί, ο καινοτόμος αυτός, επιμένει στις μελέτες του και δημοσιεύει έργα που περνούν σχεδόν απαρατήρητα, αν και έχει λάβει, το 1902, τον τίτλο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής.
Ενώ όμως η γερμανική ακαδημαϊκή επιστήμη αποκρούει ομόφωνα τη θεωρία του Φρόιντ, έχει ήδη σχηματιστεί γύρω του μια μικρή ομάδα νεαρών οπαδών του, που αργότερα θα αποτελέσουν τη «Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία». Και στη Ζυρίχη επίσης μια μάδα ψυχιάτρων, υπό την καθοδήγηση του Μπλόιλερ (Bleuler), αρχίζει να εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για τις ψυχαναλυτικές θεωρίες.
Ο Μπλόιλερ (Eugen Bleuler) (1857-1940) και ο Γιουνγκ (Karl Gustav Jung) (1875-1961) αποδεικνύουν ότι οι φροϋδικοί μηχανισμοί που ανακαλύφθηκαν στις νευρώσεις, οι φαντασίες των ονείρων, οι αμνησίες, οι «αποτυχημένες πράξεις» ατόμων κατά τα άλλα φυσιολογικών, υπάρχουν και στα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής συνορεύει εδώ με την ψυχιατρική. Παρά τον χωρισμό που επήλθε αργότερα, μεταξύ της σχολής του Γιουνγκ και της σχολής του Φρόιντ, η υποστήριξη του ρεύματος της ψυχανάλυσης από τους Ελβετούς ψυχίατρους, είναι, την εποχή εκείνη, πραγματικά σπουδαία. Η θεωρία της απώθησης των ενστίκτων, των προγενετήσιων φάσεων της παιδικής ηλικίας, της επιθετικότητας, του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, του ναρκισσισμού (σημαντικού στις πολεμικές νευρώσεις και μερικές ψυχώσεις), η θεωρία της συναισθηματικής μεταβίβασης και της εξύψωσης, αποτελούν, μαζί με το μέρος το αφιερωμένο στη σεξουαλικότητα, τα ουσιαστικά σημεία της ψυχανάλυσης. Ο όρος «σεξουαλικότητα» που σκανδάλισε τότε τους κύκλους μιας Βιέννης συνδεδεμένης ακόμα με τα βαλς του Στράους, χρησιμοποιείται από τον Φρόιντ με το ευρύτερο νόημα, το ορθό και σύμφωνα με την ετυμολογική του σημασία (πραγμάτων σχετικών με το φύλο-sexus). Όταν λέμε το ισχυρό φύλο, το ωραίο φύλο, τα δύο φύλα, εννοούμε ένα σύνολο ιδιαίτερων γνωρισμάτων και χαρακτήρων, που δεν αποτελούν μόνο φυσικές, αλλά και ηθικές ιδιότητες.
Αλλά ο Φρόιντ, όσο και εμείς οι ίδιοι, όταν μιλάμε γι’ αυτά με επιστημονική ορολογία, ξέρουμε ότι η σημασία των λέξεων αυτών επεκτείνεται αναγκαστικά και σε ανατομικά και φυσιολογικά δεδομένα, των οποίων θα ήταν γελοίο να κρύβουμε τη σημασία.
Όσο για την «κεφαλαιώδη έννοια του υποσυνειδήτου», όπως το ονόμασε ο Γιουνγκ, η έννοια αυτή ρίχνει απροσδόκητο φως όχι μόνο στο πεδίο της ψυχοπαθολογίας, αλλά και στους πιο διαφορετικούς τομείς που συνορεύουν με την ομαλή ψυχολογία, την παιδαγωγική, τη θρησκειολογία, τη μυθολογία, τα πρωτόγονα ήθη και έθιμα, τις αντιδράσεις των μαζών, τη λαογραφία, τα έργα της λογοτεχνίας και της τέχνης.
Η διάνοια του Φρόιντ αναζήτησε τους ειδικούς νόμους του υποσυνείδητου, για το οποίο φιλόσοφοι και συγγραφείς μιλούσαν ήδη ασαφώς και επιχείρησε να τους διατυπώσει με εκείνη την ακρίβεια που αργότερα έκανε την ψυχανάλυση - που κάποτε ήταν ειδική θεραπεία - πραγματική επιστήμη, την «ψυχολογία του βάθους» (Γιουνγκ).
Το 1909 ο Φρόιντ προσκαλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για μια σειρά διαλέξεων στο Clark University και οι θεωρίες του κατακτούν αμέσως τον ψυχολόγο Στάνλεϋ Χωλ (Stanley Hall) (1844-1924) και έναν περίφημο νευρολόγο, τον Τζέιμς Πούτναμ (James Putnam). Οι δύο αυτοί έγιναν κήρυκες του φροϋδικού λόγου στο Νέο Κόσμο, μύστες ενός συστήματος που θα έχει εξαιρετική επιτυχία και θα ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή εκατομμύρια Αμερικανών!
Όταν γύρισε στη Βιέννη, ο Φρόιντ εξακολούθησε, για 30 χρόνια, την εργασία του στο ήσυχο ιατρείο του της Berggasse. Είναι οξυδερκής παρατηρητής, έχει εξαιρετική μνήμη και ευρύτατες πνευματικές γνώσεις. Εξετάζει στο ημίφως εκείνους που τον εμπιστεύονται, διακρίνει και διαπιστώνει τις αθέατες ανωμαλίες που αναστατώνουν ή απλά αλλοιώνουν τις σκέψεις των ασθενών του.
Οι ψυχολόγοι όλου του κόσμου αρχίζουν να γνωρίζουν τα δημοσιεύματά του σχετικά με τα πιο λεπτά προβλήματα ψυχικής παθολογίας, τα γραμμένα με σπάνια συνθετική δύναμη και σε γλώσσα σαφέστατη. Όσοι είχαν το προνόμιο να τον πλησιάσουν έμειναν έκπληκτοι από τη λιτότητα και την ακρίβεια του λόγου του, την αυστηρότητα του συλλογισμού του και τη διαύγεια και την ευστροφία του πνεύματός του. Χωρίς πίστη θρησκευτική, χωρίς στάση προς φιλοσοφικούς στοχασμούς, «βιολόγος της ψυχής», όπως του άρεσε να λέει τον εαυτό του, επιζήτησε να διεισδύσει στο νεφελώδη κόσμο των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που συγκρούονται μέσα στον καθένα μας. Σε όλη του τη ζωή μελετούσε τρόπους, να κυριαρχήσουμε πάνω τους. Προς το τέλος της μακράς του σταδιοδρομίας δε διστάζει πάντως να αντιμετωπίζει και ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, όπως την «κακοδαιμονία του πολιτισμού» και το περίφημο «Γιατί πόλεμος;» μια επιστολή που έγραψε το 1933, όταν του το ζήτησε το Διεθνές Ινστιτούτο Πνευματικής Συνεργασίας σε απάντηση έκκλησης του Εβραίου επίσης Αϊνστάιν.
Όταν την άνοιξη του 1938 οι εθνικοσοσιαλιστές εισέβαλαν στην Αυστρία, ο Φρόιντ, την πρώτη στιγμή, είχε την αυταπάτη ότι θα μπορέσει να αντέξει στην τραγωδία που άρχιζε τότε για την Ευρώπη. Σύντομα όμως, έστω και δυστροπώντας, υποχρεώθηκε να υποταχθεί στα γεγονότα: το ότι άφηνε την Αυστρία του φαινόταν προδοσία.
Στις 4 Ιουνίου 1938, ο Φρόιντ έφυγε από τη Βιέννη, πήγε στο Παρίσι κι από εκεί στο Λονδίνο, όπου τον υποδέχτηκαν ως ξένο που η παρουσία του τιμούσε την Αγγλία. Όμως η υγεία του γέροντα πια Φρόιντ χειροτερεύει. Του παρουσιάζεται ένας όγκος στη γνάθο, που τον αναγκάζει να υποβληθεί σε επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις και ραδιοθεραπεία.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, ένα μεγάλο μέρος των χειρογράφων και της βιβλιοθήκης του φτάνουν στο σπίτι του στο Λονδίνο, στο Mansfield Gardens. Σιγά-σιγά του επανέρχεται η όρεξη για μελέτη και έρευνα.
Όταν γίνεται στο Παρίσι το τελευταίο προπολεμικό Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης, ο Φρόιντ δεν μπορεί να παραβρεθεί, αλλά στέλνει ένα χαιρετιστήριο μήνυμα.
Με απίστευτο πνεύμα αυτοθυσίας επανέλαβε τέλος την εργασία του: εξετάζει 4 ασθενείς την ημέρα και γράφει τα τελευταία του έργα.
Όμως τα γεγονότα προχωρούν ραγδαία. Δεν μπορεί σχεδόν πια να δεχθεί φαγητό. Περνά ώρες και ώρες κοιτάζοντας τον κήπο του, τα πολύτιμα αντικείμενα του γραφείου του.
«Στις 19 Σεπτεμβρίου», αφηγείται ο δόκτωρ Ernest Jones (1879 – 1958), «πήγα να τον επισκεφτώ. Μισοκοιμόταν. Τον φώναξα με το όνομά του. Άνοιξε τα μάτια, με αναγνώρισε και κούνησε ελαφρά το χέρι του, αφήνοντάς το αμέσως να ξαναπέσει με μια κίνηση που έλεγε πολλά. Όλα υπήρχαν στη κίνηση αυτή: ένας χαιρετισμός, ένας αποχαιρετισμός, η υποταγή στο μοιραίο. Με τη χειρονομία αυτή έλεγε καθαρά: ‘τα υπόλοιπα είναι σιωπή’. Δε χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο. Σε λίγο έπεσε και πάλι σ’ εκείνη την κατάσταση, της ημιύπνωσης».
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Φρόιντ είπε στο γιατρό του: «Θαρρώ πως είναι καθήκον σας να με βοηθήσετε, τώρα που δεν μπορώ να πάω πιο πέρα... Να με κάνετε να υποφέρω κι άλλο δεν θα είχε νόημα».
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ πέθανε τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου 1939. Η τέφρα του τοποθετήθηκε σ’ έναν ελληνιστικό αμφορέα, που του είχε στείλει δώρο πριν από πολλά χρόνια η μαθήτριά του Μαρία Βοναπάρτη. Είχε πει τότε ο Φρόιντ: «Κρίμα, ένα τόσο ωραίο αντικείμενο να μη μπορώ να το πάρω μαζί μου στον τάφο».«Ο άνθρωπος», θα πει ένας άλλος Εβραίος, ο Στέφαν Τσβάιχ, «δεν μπορεί να ζήσει, ούτε και με τη φυσική έννοια, χωρίς όνειρα». Κανένας δεν το απέδειξε αυτό πιο λαμπρά από τον Φρόιντ. Η ζωή του υπήρξε ζωή κυνηγού μυστηρίων, ερευνητού κρυμμένων αληθειών, που γύρευε να τις μελετήσει στο μαγικό καθρέπτη του υποσυνειδήτου.

Στην πρώτη σερά: Sigmund Freud, Stanley Hall, C.G.Jung. Στη δεύτερη σειρά: Abraham A. Brill, Ernest Jones, Sandor Ferenczi

23/10/09

Αλέξης Καρέλ (Alexis Carrel) [107]

Στις 24 Ιουνίου 1894 δολοφονήθηκε στη Λυών ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαντί Καρνό (Marie François Sadi Carnot) (1837 - 1894). Δολοφόνος ήταν ένας Ιταλός αναρχικός, ο αρτοποιός Τζερόνιμο Σάντο Καζέριο (Geronimo Santo Caserio). Ο πρόεδρος και η ακολουθία του εκείνο το πρωί (ο Καρνό είχε εγκαινιάσει μια Διεθνή Έκθεση) κατευθυνόταν προς το Grand Theatre, όπου επρόκειτο να δοθεί επίσημη παράσταση προς τιμή των επισήμων ξένων.
Μπροστά στο Χρηματιστήριο ένας νέος πηδάει στην προεδρική άμαξα. Στο χέρι του κρατάει ένα γράμμα, ίσως μια αίτηση χάριτος ή κάτι τέτοιο και ο στρατηγός Βουαζέν, που κάθεται δίπλα στον Καρνό, έχει για μια στιγμή την εντύπωση ότι ο άγνωστος αυτός θέλει να ακουμπήσει το μήνυμα στο στήθος του προέδρου. Αμέσως όμως μετά αντιλαμβάνεται μια κηλίδα αίματος να απλώνεται στο μαύρο κουστούμι του Καρνό, πλάι στο παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Καρνό έχει δολοφονηθεί. Μια λεπίδα 16 εκατοστών του είχε τρυπήσει το συκώτι και κόψει την πυλαία φλέβα. Στο νοσοκομείο της Λυών, μάταια ο δόκτωρ Πονσέ επιχειρεί λαπαροτομία. Ο Καρνό πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Εκείνη τη βραδιά, ανάμεσα στις χιλιάδες Κατοίκους της Λυών, βρισκόταν και ένας νεαρός φοιτητής της Χειρουργικής Σχολής. Το όνομά του ήταν Αλέξης Καρέλ και είχε γεννηθεί πριν από 21 χρόνια, στις 28 Ιουνίου 1873, στο Σαιντ Ρουά στο νομό του Ροδανού.
«Ο πρόεδρος Καρνό δολοφονήθηκε!» είναι ο τίτλος που δημοσιεύει με μεγάλα γράμματα η «Matin», η εφημερίδα από την οποία ο Καρέλ μαθαίνει την είδηση. Του κάνει εντύπωση κυρίως ο τρόπος με τον οποίον πέθανε ο πρόεδρος: «...Ο Καρνό χάνει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του, δε μιλάει πια, υποφέρει φοβερά...». «Ίσως να μην είχε συμβεί αυτό», σκέπτεται ο Καρέλ, «αν ήταν γνωστή μια χειρουργική μέθοδος που να επιτρέπει τη συρραφή των αιμοφόρων αγγείων που έσχιζε το μαχαίρι».
Ο θάνατος του Καρνό έπεισε τον Καρέλ να αφοσιωθεί στη μελέτη της λύσης του προβλήματος. Αναγορεύθηκε με επιτυχία διδάκτορας των Επιστημών και της Ιατρικής και γίνεται πρώτα εσωτερικός βοηθός, από το 1896 ως το 1900, στα νοσοκομεία της Λυών, και ύστερα, για δύο χρόνια, εργάζεται στη Χειρουργική Σχολή όπου ετοιμάζει ανατομικά παρασκευάσματα, πράγμα που του επιτρέπει να αποκτήσει μια λεπτολόγο ιστολογική ικανότητα. Οι καθηγητές της σχολής της Λυών παρακολουθούν με ενδιαφέρον, αλλά και σκεπτικισμό τις προσπάθειες του νεαρού Καρέλ να επέμβει στα αιμοφόρα αγγεία: άλλο είναι να ράβεις μια αρτηρία στο ανατομείο, και άλλο στο χειρουργικό τραπέζι, όπου το αίμα ρέει ακατάπαυστα.
Το 1903 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου το εργαστήριο Φυσιολογίας του Σικάγου του έδωσε τις δυνατότητες να συνεχίσει τις έρευνές του. Πολύ γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται ότι τα μέσα που του διαθέτουν δεν είναι επαρκή. Αποθαρρυμένος αποφασίζει, αυτή τη φορά για τα καλά, να εγκαταλείψει την επιστημονική σταδιοδρομία, οπότε συναντάει στη Νέα Υόρκη τον Σάιμον Φλέζνερ (Simon Flexner) (1863-1946), διευθυντή των εργαστηρίων ιατρικών ερευνών του Ινστιτούτου Ροκφέλερ (Rockefeller Institute for Medical Research).
Ο μεγάλος αυτός παθολόγος του Κεντάκυ στρατολογεί όσους νέους του φαίνονται πιο εξελίξιμοι, για να δημιουργήσει τα στελέχη του Κέντρου εκείνου που μόλις είχε ιδρυθεί και που δεν άργησε να γίνει περίφημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο νεαρός, λοιπόν, Γάλλος , με τα αραιά μαλλιά και τη λίγη μυωπία, που μαζί με μια ζηλευτή επιστημονική μόρφωση είχε και την αγάπη των ανθρωπιστικών επιστημών, του αρέσει αμέσως.
Η συνάντησή του με τον Φλέζνερ σήμαινε την αρχή της ραγδαίας επιστημονικής σταδιοδρομίας του Αλέξη Καρέλ, που ήταν κιόλας, το 1906, διευθυντής του τμήματος Πειραματικής Χειρουργικής. Ο Χάρβεϊ Κάσινγκ (Harvey Cushing) (1869-1939), ο μεγάλος νευροχειρουργός, είναι ο καλός του φίλος. Αυτός πέτυχε, το 1902, να πραγματοποιήσει την πρώτη συρραφή νεύρων και ενδιαφέρεται για τις προσπάθειες του Καρέλ να πετύχει μια κυκλική στροφή των αιμοφόρων αγγείων. Οι ιδέες πάντως του Γάλλου φίλου του τού φαίνονται απίστευτες: όχι μόνο θα μπορέσουμε κάποτε να μεταμοσχεύσουμε τμήματα αιμοφόρων αγγείων - υποστήριζε ο Καρέλ - αλλά και θα είμαστε σε θέση να αφαιρούμε λεπτότερα όργανα, με τα νευρικά τους κέντρα, και να τα διατηρούμε για πολύ, ώσπου να τα ξαναχρησιμοποιήσουμε την κατάλληλη στιγμή.
Ο Καρέλ αρχίζει να έχει τα πρώτα λαμπρά αποτελέσματα αποδεικνύοντας ότι είναι δυνατόν να μεταμοσχεύονται ζωικά όργανα πρωταρχικής σημασίας, όπως είναι οι νεφροί, ακόμα και ένα μήνα μετά την αφαίρεσή τους. Την απόδειξη έδωσε με το νεφρό ενός σκύλου που διατήρησε υπό άσηπτες συνθήκες, σε χαμηλή θερμοκρασία, για να αποφύγει το φαινόμενο της αυτόλυσης. Με τεχνική όλο και πιο εκλεπτυσμένη εφαρμόζει νέες μεθόδους πλαστικής των αιμοφόρων αγγείων και κάνει τολμηρές επεμβάσεις στην καρδιά και στη θωρακική αορτή σκύλου, διασωληνώνοντας την τραχεία του. Το 1912 παίρνει το Βραβείο Νομπέλ Φυσιολογίας και Ιατρικής.
Το μεγάλο του όνειρο είναι να κατορθώσει να κάνει την καρδιά να επιζήσει του σώματος που την φιλοξενεί. Ήδη το 1812 ο φυσιολόγος Λα Γκαλλουά, κάνοντας απολογισμό των ερευνών σχετικά με τη ζωτική αρχή, έγραφε: «...αν μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε την καρδιά με ένα είδος εγχυτήρα αίματος, θα είμαστε σε θέση να διατηρούμε στη ζωή επ’ αόριστο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε όργανο του ανθρώπινου σώματος».
Έναν αιώνα αργότερα ο Καρέλ θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει έστω και με την αντίστροφη έννοια, την ιδέα του μεγάλου Γάλλου συναδέλφου του. Θα αποδείξει δηλαδή ότι μια καρδιά, απομονωμένη από το σώμα, μπορεί να εξακολουθεί να πάλλει.
Το 1912 αρχίζει το περίφημο πείραμα «της καρδιάς του ορνιθιού», με τη συντήρηση σε δοκιμαστικό σωλήνα, ενός τεμαχίου καρδιακού ιστού, παρμένου από έμβρυο κότας 7 ημερών, που θα ζήσει - προς κατάπληξη όλου του κόσμου - 30 σχεδόν χρόνια!
Ήδη το 1903 ο Γάλλος ιστολόγος Ζιστέν Ζολί (Justin Jolly) είχε διαπιστώσει ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια του βατράχου μπορούν να επιζήσουν μέσα σε αίμα που είχε αφαιρεθεί υπό άσηπτες συνθήκες και διατηρηθεί σε συνήθη θερμοκρασία. Ο Αμερικανός Ρος Χάρισον (Ross Harrison), εμβρυολόγος του Πανεπιστημίου του Γέιλ (Yale) στο Νιου Χάσεν, είχε πρώτος, το 1907, κατορθώσει να κάνει να επιζήσουν τεμάχια νευρικού ιστού βατράχου σε διάλυμα πλάσματος και είχε μπορέσει μάλιστα να παρακολουθήσει μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα την επιμήκυνση των ινών τους.
Ο Καρέλ επανέλαβε τη μέθοδο του Χάρισον, με μια ουσιαστική, όμως, τροποποίηση: απέδειξε σαφώς ότι για να πετύχουμε σε δοκιμαστικό σωλήνα το φαινόμενο της κυτταρικής διαίρεσης, είναι απαραίτητο να προσθέσουμε στο θρεπτικό διάλυμα λίγο «χυμό» εμβρύου. Η ανακάλυψη αυτή θα έχει μεγάλες και αποφασιστικές συνέπειες για τις μελλοντικές μελέτες των ιστοκαλλιεργειών «in vitro».
Κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες, ο Καρέλ, μεταφύτευε την «καρδιά του ορνιθιού» σε άλλο δοχείο με πρόσφατο θρεπτικό υγρό. Το 1924 αναγγέλλει ότι έχει κιόλας εκτελέσει 2.254 μεταφυτεύσεις! Εκείνη η μικρή μάζα καρδιακών κυττάρων επέζησε του εμβρύου που από πολλά χρόνια είχε διαλυθεί. Υπολόγισαν μάλιστα ότι αν είχαν μπορέσει να διατηρήσουν όλα τα κύτταρα που θα μπορούσαν να παραχθούν από εκείνο το τεμάχιο ιστού, ο όγκος τους θα ξεπερνούσε κατά πολύ τους χιλιάδες τόνους. Ο Έρενμπεργκ έγραφε το 1838 ότι «η αναπαραγωγή των εγχυματοζώων δια διαιρέσεως αποκλείει τη δυνατότητα καταστροφής τους ως ατόμων και τα καθιστά αθάνατα». Τώρα το πείραμα του Καρέλ αποδείκνυε ότι και τα κύτταρα είναι προικισμένα με μια «δυνάμει» αθανασία.
Ως το 1939, οπότε μια απροσεξία κάποιου βοηθού, έθεσε τέρμα στη ζωή αυτού του ιστού, όλα εξελίσσονταν κανονικά: η καρδιά του ορνιθιού, όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να πάλλει μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα.
Στις 18 Νοεμβρίου 1930 ο Καρέλ γνωρίζει τον Τσαρλς Λίντμπεργκ (Charles Lindbergh) (1902-1974), τον οποίο, πριν από 3 χρόνια, οι Παριζιάνοι είχαν σηκώσει θριαμβευτικά στα χέρια στο αεροδρόμιο του Μπουρζέ. Μια αδελφική φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους, που πολύ σύντομα οδήγησε σε επιστημονική συνεργασία. Ο Λίντμπεργκ είχε κατασκευάσει ένα είδος μηχανήματος που άνοιγε και έκλεινε κάτι μικρούς κυλίνδρους από αλουμίνιο, στους οποίους υπήρχαν άσηπτα γυάλινα πλακίδια με προορισμό τη συλλογή σπόρων, πολύ λεπτής σκόνης και μικροοργανισμών που μεταφέρονταν από τα ρεύματα του αέρα στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Ο Καρέλ του πρότεινε να κατασκευάσει ένα μικρό υπόδειγμα αντλίας που να μπορεί να τη χρησιμοποιεί στα πειράματά του για τη διατήρηση ζωικών οργάνων, απομονωμένων από τον οργανισμό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Λίντμπεργκ του παρουσίασε ένα πολύ έξυπνο μηχάνημα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος, σε συνεργασία με τον υαλουργό του Ινστιτούτου Ροκφέλερ. Επρόκειτο για ένα είδος διαφανούς θαλάμου, διηρημένου σε τμήματα, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος σωλήνων και βαλβίδων, όπου η αύξηση και η ελάττωση της πίεσης ακολουθούσε σταθερό ρυθμό. Στο μηχάνημα αυτό τοποθετούσαν το προς εξέταση όργανο, μόλις το αφαιρούσαν από το ζώο που είχε θανατωθεί με αφαίμαξη υπό νάρκωση. Συνέδεαν τότε τις αρτηρίες και τις φλέβες με τη βοήθεια σωλήνων με μια μικρή δεξαμενή θρεπτικού υγρού, το οποίο μια αντλία έκανε να κυκλοφορεί. Η συσκευή Καρέλ-Λίντμπεργκ επέτρεψε μια σειρά παρατηρήσεων εξαιρετικής σπουδαιότητας. Χάρη στην καλλιέργεια των ιστών και των οργάνων «in vitro» θα καταστεί δυνατή η διαπίστωση με το μικροσκόπιο, και αργότερα με τη χρήση μηχανημάτων μικροκινηματογραφίας και τηλεόρασης, της διαδρομής ορισμένων φαινομένων που ποτέ ως τότε δεν είχαν άμεσα παρατηρηθεί. Όταν, ύστερα από 32 χρόνια εργασίας στο Ινστιτούτο Ροκφέλερ, ο Καρέλ γύρισε στη Γαλλία, αποφάσισε να εγκαταλείψει για πάντα το εργαστήριο. Αρχίζει τότε να γράφει τη διαθήκη του ως επιστήμονα και στοχαστή. Τιτλοφορεί το έξοχο αυτό «ντοκουμέντο» «Στοχασμοί περί της πορείας της ζωής» (Reflexions sur la con duite dela vie). Το έργο αυτό περιέχει τον απολογισμό μιας ζωής που αναλώθηκε στην πιο αυστηρή έρευνα της επιστημονικής αλήθειας, χωρίς όμως να αποκοπεί ποτέ από το βαθύ ηθικό στοχασμό γύρω από την αιτία και τον προορισμό ύπαρξης του κόσμου και του ανθρώπου, του ανθρώπου εκείνου που ο Καρέλ τον ονομάζει «αυτός ο άγνωστος», στη γνώση όμως του οποίου συνεισέφερε αφάνταστα με το έργο του. Πέθανε στο Παρίσι στις 5 Νοεμβρίου του 1944.

20/10/09

Σαρλ Ρισέ (Charles Robert Richet) [106]

Τα θορυβώδη χρόνια του 1914 στο Παρίσι, η μεγάλη ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ εμπιστευόταν στους φίλους της που πήγαιναν να την συγχαρούν στο καμαρίνι της: «Το θέατρο είναι πράγματι ένα μυστηριώδες φαινόμενο. Μου έτυχε να με σφυρίξουν με έργα αυθεντικών συγγραφέων. Ξέρετε ποιου είναι η κωμωδία που παίζω εδώ και 30 βραδιές σ’ ένα παραλήρημα επευφημιών; Είναι του μεγαλύτερου Γάλλου φυσιολόγου, του Σαρλ Ρισέ».
Στην ιστορία πάντως του θεάτρου, ούτε η τρίπρακτη «Κίρκη», η κωμωδία για την οποία μιλούσε η Σάρα Μπερνάρ, ούτε η «Ανάκριση» και ακόμα λιγότερο το δράμα του «Ο θάνατος του Σωκράτη» θα μείνουν, παρά την επιτυχία που είχαν όταν παίχτηκαν. Η πραγματική θέση του Ρισέ είναι στην ιστορία της ιατρικής.
Πολύ ζωηρό πνεύμα, με το πάθος του πειραματισμού,[1] ο Ρισέ θυμίζει τις πολυεδρικές και καθολικές εκείνες φυσιογνωμίες της Αναγέννησης.
Ο πατέρας του, Αλφρέντ Ρισέ (Alfred Richet) ήταν γιατρός, καθηγητής κλινικής χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισιού, αλλά στους προγόνους του θα συναντήσουμε και φιλοσόφους και λόγιους. Ο Ρισέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1850. Ο πατέρας του, που κρατάει αξιόλογη θέση στην ιστορία της γαλλικής χειρουργικής, τον ενθάρρυνε να σπουδάσει ιατρική.
Ήταν στα χρόνια των μεγάλων κατακτήσεων της ιατρικής, τα χρόνια του Παστέρ και του Κοχ, όταν ο Εμίλ Ζολά ομολογούσε ότι την αφηγηματική του τέχνη (βερισμός) την όφειλε σ’ ένα μεγάλο γιατρό, τον Κλωντ Μπερνάρ. Το έργο αυτού του τελευταίου, «Πειραματική ιατρική», ήταν που γοήτευσε και τον Ρισέ και τον έκανε να σπουδάσει, παράλληλα με την ιατρική, και φυσικές επιστήμες.
Από το 1877 ασχολείται με τη φυσιολογία στο πλευρό διασημοτήτων της εποχής: του Μάρεϊ, του Μπερτελό, του Βιλπιάν. Περισσότερο όμως από όλα τον γοήτευαν τα μαθήματα του Κλωντ Μπερνάρ. Πίστευε κι αυτός μαζί με το μεγάλο διδάσκαλο ότι απαιτείται μια νέα μέθοδος έρευνας, μια συνεργασία μεταξύ ιατρικής και βιολογίας.
Ο ενθουσιασμός του για τον Κλωντ Μπερνάρ φαίνεται από τον τίτλο της διδακτορικής του διατριβής, που απηχεί το πνεύμα εκείνου: «Περί των πειραματικών μελετών στην κλινική επί της ευαισθησίας».
Παίρνοντας τον διδακτορικό του τίτλο άρχισε να εργάζεται στο εργαστήριο του Μαρσελέν Μπερτελό (Pierre Eugène Marcellin Berthelot) (1827-1907). Εκεί ολοκληρώνει τις πρώτες πειραματικές του εργασίες για το γαστρικό υγρό.
Ο Ρισέ νοσήλευε ένα παιδάκι που είχε καταπιεί κατά λάθος καυστική σόδα. Το παιδάκι παρουσίασε τελικά στένωση του οισοφάγου και μετά τη χειρουργική επέμβαση γαστρικό συρίγγιο. Παρακολουθώντας τον μικρό του άρρωστο, ο Ρισέ απέδειξε πρώτος ότι η οξύτητα του γαστρικού υγρού οφείλεται στο υδροχλωρικό οξύ.
Ακολούθησαν και άλλες πειραματικές εργασίες. Με ένα νέο θερμιδόμετρο και μια συσκευή για τον προσδιορισμό των αερίων της αναπνοής, που χρησιμοποιείτο για πρώτη φορά, διαπίστωσε το μηχανισμό της θερμορύθμισης.
Εκθέτοντας σκύλους σε υψηλές θερμοκρασίες απέδειξε ότι τα ζώα ψύχονται, εξατμίζοντας νερό από την επιφάνεια των πνευμόνων τους. Είναι η λεγόμενη «θερμική πολύπνοια», που την ύπαρξή της ανακάλυψε ο Ρισέ. Όταν εξέθετε τους σκύλους σε χαμηλή θερμοκρασία διαπίστωσε ότι θερμαίνονταν θέτοντας σε ταυτόχρονη σύσπαση όλους τους μυς του στόματός τους. Είναι το φαινόμενο του «θερμικού ρίγους», που κι αυτό το περιέγραψε πρώτος και το ανέλυσε στο έργο του «Η ζωική θερμότητα».
Στο βιβλίο αυτό που εκδόθηκε αργότερα (1895), ο Ρισέ διαπιστώνει ένα βασικό νόμο της φυσιολογίας: «η παραγωγή της ζωικής θερμότητας είναι ανάλογη της επιφάνειας του δέρματος και όχι του βάρους του σώματος».
Το 1884 απέδειξε και πάλι πρώτος ότι τα θερμορυθμιστικά κέντρα εντοπίζονται στον εγκέφαλο.
Άλλο σημαντικό του έργο είναι «Η κυκλοφορία του αίματος», στο οποίο εκθέτει τα πρώτα ορολογικά του πειράματα που θα οδηγήσουν τελικά στις μεγάλες κατακτήσεις της οροθεραπείας.
Στον Ρισέ οφείλεται επίσης η βασική διαπίστωση ότι «το αίμα ζώου ανθεκτικού σε μια λοίμωξη,[2] όταν το χορηγήσουμε με ένεση σε ζώο ευαίσθητο σε λοίμωξη, μπορεί να παρέχει ανοσία, λίγο πολύ πλήρη» (παθητική ανοσοποίηση).
Τα ενδιαφέροντα όμως του Ρισέ εκτείνονται και στον ψυχοφυσιολογικό τομέα στα όρια του ομαλού ψυχικού βίου, μια περιοχή που τη μελέτη της ονόμασε «μεταψυχική», με ένα όρο που είχε μεγάλη τύχη. Στο 1885 τοποθετείται η μελέτη του «Πειραματική Ψυχολογία». Στο έργο αυτό εκθέτει μελέτες του για την υπνοβασία, τον υπνωτισμό, τα παραψυχολογικά φαινόμενα και τα πειράματα που είχε κάνει στο Μιλάνο μαζί με τον Ξάκοβ και τον Λομπρόζο επάνω σε ένα πολύ γνωστό μέντιουμ της εποχής.
Τα πειράματα αυτά έπεισαν τον Ρισέ ότι πολλά φαινόμενα που θέλει να αγνοεί η επίσημη επιστήμη πρέπει να περιληφθούν στο πλαίσιο της πειραματικής ψυχολογίας. Για το σκοπό αυτό θα ιδρύσει το 1891 μαζί με τον Νταριέ τα «Χρονικά των Ψυχικών Επιστημών», στα οποία περιγράφει τα ψυχικά φαινόμενα που θεωρεί οπωσδήποτε αυθεντικά: προαισθήσεις, ψευδαισθήσεις, τηλεπάθεια κλπ. Ο Ρισέ ακόμα υποστήριζε ότι ορισμένα άτομα με ιδιαίτερες ικανότητες (μέντιουμ) διαθέτουν μια διεισδυτική ευαισθησία που την ονόμασε παραστατικά «έκτη αίσθηση».
Οι ιδέες του Ρισέ στον τομέα αυτόν συνοψίζονται στο έργο του «Πραγματεία Μεταψυχικής» (1922) και στην πρωτότυπη μελέτη του «Η έκτη μας αίσθηση» (1928).
Το 1887 ο Ρισέ ονομάστηκε καθηγητής της φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού. Ασχολήθηκε μαζί με τον Ερικούρ με την οροθεραπεία της φυματίωσης, που με τέτοιο πάθος κυνηγούσε τότε ο Μπέρινγκ στη Γερμανία. Ο Ρισέ έκανε το 1890 την πρώτη ένεση ορού σε φυματικό στο Οτέλ Ντιέ του Παρισιού. Το πείραμα απέτυχε, αλλά ο Ρισέ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Δοκίμασε μάλιστα και μια θεραπεία της φυματίωσης με ωμό κρέας που την ονόμασε «ζωμοθεραπεία».
Ο Ρισέ όμως δεν περιόρισε τους πειραματισμούς του σ’ ένα μόνον τομέα. Την προσοχή του κίνησαν και φαρμακολογικά θέματα. Εκτέλεσε ολόκληρη σειρά πειραμάτων σχετικά με την επίδραση των χλωριούχων αλάτων, των αλκαλικών μετάλλων στα ψάρια, στην καρδιά του βατράχου, στη γαλακτική ζύμωση. Ο Ρισέ απέδειξε ότι «για τις ουσίες που ενεργούν στα ίδια ανατομικά στοιχεία, οι δόσεις που έχουν τοξική ενέργεια δεν είναι ανάλογες προς τα απόλυτα βάρη των ουσιών αυτών, αλλά προς τα μοριακά τους βάρη». Αντίθετα, δηλαδή, με αυτό που υποστήριζαν μέχρι τότε, για να δηλητηριαστούν ζώα με το ίδιο βάρος, χρειαζόταν το ίδιο μοριακό βάρος από οποιουδήποτε αλκαλικό άλας και συνεπώς οι τοξικές ενέργειες των φαρμάκων είναι καθαρά χημικής φύσης. Στη συνέχεια ο Ρισέ μελετώντας τα φάρμακα που προκαλούν σπασμούς, απέδειξε στην περίπτωση της κοκαΐνης ότι η δόση που απαιτείται για την πρόκληση σπασμών είναι τόσο μικρότερη όσο ο εγκέφαλος ενός ζώου είναι μεγαλύτερος και ότι το ίδιο ίσχυε για τη θανατηφόρο δόση του φαρμάκου.
Εξάλλου, σε συνεργασία με τον Ανριό, ανακάλυψε τη χλωραζόλη, ένα υπνωτικό που αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο στις ζωοτομικές έρευνες.
Οι μελέτες του για την επίδραση της εξωτερικής θερμοκρασίας στις φαρμακολογικές και τοξικές ενέργειες ορισμένων ουσιών, που έγιναν με τα πιο διαφορετικά φάρμακα σε πλήθος ζώων, από μικρόβια μέχρι θηλαστικά, απέδειξαν ότι οι φαρμακολογικές και τοξικές αντιδράσεις ενισχύονται με την άνοδο της θερμοκρασίας και εξασθενούν με την πτώση της και ότι η θανατηφόρος δόση ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία.
Ο Ρισέ, χάρις στα πειράματά του, ανακάλυψε «ότι μερικές φορές, ποσότητες μεταλλικών αλάτων που φθάνουν μια δόση μόλις 10 εκατομμυριοστά του χιλιοστού του γραμμαρίου στο λίτρο (π.χ. τα άλατα του βαναδίου) δεν είναι χωρίς επίδραση στη γαλακτική ζύμωση. Η ζύμη της γαλακτικής ζύμωσης είναι σαφώς ευαίσθητη ακόμα και σε αυτή την εξαιρετική αραίωση». Μετά από την ανακάλυψή του αυτή, ο Ρισέ μιλάει για μια νέα ανακάλυψη: για τη «χημεία των αστάθμητων». Μια επιστήμη από δύο όρους που φαίνονται αντιφατικοί. Αλλά δεν είναι.
Η ανακάλυψη όμως που θα μείνει για πάντα στην ιστορία της ιατρικής είναι η ανακάλυψη της «αναφυλαξίας» που έγινε από τον Ρισέ το 1902. Στις «Αναμνήσεις ενός φυσιολόγου» περιγράφει το 1933 τη στιγμή εκείνη με αφοπλιστική απλότητα: «Ήταν τύχη περισσότερο παρά η δική μου επέμβαση, που ανακάλυψα την αναφυλαξία».
Τον όρο «αναφυλαξία» έπλασε ο Ρισέ για να δηλώσει την «έλλειψη φύλαξης» που αναπτύσσεται στους οργανισμούς ύστερα από την επανειλημμένη χορήγηση ορισμένων τοξικών ουσιών. Τα συμπεράσματά του ο Ρισέ συνόψισε σ’ ένα νόμο κατά τη διάρκεια μιας περιήγησής του στη Μεσόγειο: «Οι ετερογενείς κολλοειδείς ουσίες, που χορηγούνται με ένεση για δεύτερη φορά σ’ ένα ζώο, έχουν θανατηφόρο ενέργεια σε δόση αρκετά πιο μικρή από την πρώτη ελάχιστη θανατηφόρο δόση».
Με τη διατύπωση αυτή του Ρισέ μια νέα φυσιοπαθολογική πραγματικότητα παίρνει επιστημονική έκφραση. Μια τοξική ουσία, που χορηγείται σε δόση που είναι τελείως αβλαβής για ένα φυσιολογικό ζώο, μπορεί να προκαλέσει κεραυνοβόλο θάνατο σε άλλο ζώο, που πριν αρκετό καιρό είχε δεχθεί στον οργανισμό του την ίδια ουσία χωρίς συνέπειες. Το φαινόμενο αυτό της «αναφυλακτικής κρίσης» αποτελεί στοιχείο του ευρύτερου πεδίου των «αλλεργιών», καταστάσεων δυσανεξίας του οργανισμού απέναντι σ’ ένα αντιγόνο, άσχετα από τη φύση του. Χάρις στην ανακάλυψη του Ρισέ μια μεγάλη ποικιλία παθολογικών καταστάσεων από το βρογχικό άσθμα μέχρι την κνίδωση (ουρτικάρια), αντιμετωπίζονται σήμερα κάτω από το ίδιο ειδικό πρίσμα. Για την ανακάλυψή του αυτή πήρε ο Ρισέ το βραβείο Νομπέλ το 1913.
Εκτός από τα άλλα του ενδιαφέροντα, ο Ρισέ ήταν αδιόρθωτος ειρηνιστής, αφού αγωνιζόταν με φυλλάδια και βιβλία μέσα στο 1914 για να πείσει την ανθρωπότητα να αποφύγει την είσοδο στο τραγικό παιχνίδι του πολέμου, που ήταν πια αποφασισμένη.
Στην ίδια προσπάθεια τον βλέπουμε να επιδίδεται το 1930, τότε ακριβώς που πύκνωναν σιγά-σιγά τα σύννεφα για να δώσουν μέσα στην ίδια δεκαετία έναν πιο καταστρεπτικό Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.Από τις τελευταίες του σκέψεις, λίγο πριν από το θάνατό του, το 1935, είναι και οι εξής: «Όλα παρέρχονται. Οι αυταπάτες των ανθρώπων, ακόμα και οι πιο γενναιόφρονες, είναι προορισμένες στην παρακμή. Μόνον οι αλήθειες της επιστήμης μπορούν ίσως να διεκδικήσουν την αιωνιότητα».
[1] Είχε κατασκευάσει ακόμα και ένα αεροπλάνο λίγο πριν από τους αδελφούς Ράιτ.
[2] Λόγω φυσικής ή επίκτητης ανοσίας μετά από εμβολιασμό.

15/10/09

Καρλ Λαντστάινερ (Karl Landsteiner) [105]


Το κυκλοφορικό μας σύστημα είναι το καλύτερο μεταφορικό σύστημα του κόσμου. Διακινεί 5 λίτρα αίματος το λεπτό και 7.200 λίτρα το εικοσιτετράωρο. Έχει μήκος περισσότερο από το διπλάσιο της περιφέρειας της γης και επιπλέον παράγει μόνο του το διακινούμενο υλικό, αντικαθιστώντας συνεχώς τα γερασμένα κύτταρα του αίματος με νέα που προέρχονται από τα αιμοποιητικά όργανα.
Το πρώτο σοβαρό κεφάλαιο στην ιστορία της ιατρικής για την κυκλοφορία του αίματος γράφτηκε το 1628 από τον Ουίλιαμ Χάρβεϊ. Η επόμενη ισάξια ανακάλυψη θα γίνει το 1900 από τον παθολογοανατόμο της Βιέννης Καρλ Λαντστάινερ: είναι η ανακάλυψη των ομάδων του αίματος. Ο Χάρβεϊ είχε ανατρέψει τις απόψεις των οπαδών του Γαληνού για την κυκλοφορία του αίματος. Ο Μαλπίγγι είχε ανακαλύψει τα τριχοειδή αγγεία. Ο Λέβενχουκ είχε περιγράψει, στις περίφημες επιστολές του προς τη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, από το 1678 και πέρα, και είχε μετρήσει με καταπληκτική ακρίβεια τη διάμετρο «των σφαιριδίων που δίνουν στο αίμα μας το ροδοκόκκινο χρώμα του». Από το 1870 είχαν αρχίσει να θεωρούν το αίμα εναιώρημα κυτταρικών στοιχείων. Ο Έρλιχ ανακάλυψε ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι το τελικό στάδιο του μετασχηματισμού κυττάρων που παράγονται αλλά και απέδειξε ότι τα λευκά αιμοσφαίρια δημιουργούνται στο μυελό των οστών και τα λεμφογάγγλια. Από τις πρώτες αυτές εργασίες αναπτύχθηκε όλη η σύγχρονη αιματολογία.
Σύντομα το αίμα απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους παθολόγους, τους χημικούς και τους φυσιολόγους. Τι 1895 ο Βέλγος Ζιλ Μπορντέ (1870-1961) ανακάλυψε την ικανότητα του πλάσματος του αίματος να συγκολλά τα ξένα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η ανακάλυψη αυτή ήταν το κλειδί της ερμηνείας των αιτίων του κυκλοφορικού «collapses» που παρουσιαζόταν όταν σ’ ένα ζώο γινόταν μετάγγιση αίματος από άλλο είδος ζώου: τα ξένα ερυθρά αιμοσφαίρια πάθαιναν συγκόλληση μέσα στα αιμοφόρα αγγεία του λήπτη.
Μερικά χρόνια αργότερα (1901) ο Καρλ Λαντστάινερ νεαρός παθολόγος της Ιατρικής Σχολής της Βιέννης (όπου είχε γεννηθεί το 1868) ανακάλυπτε ότι το φαινόμενο αυτό μπορεί να συμβεί και μεταξύ δύο ανθρώπων: το πλάσμα του αίματος ορισμένων ανθρώπων συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια μερικών άλλων ατόμων και όχι μόνο των ζώων. Σχεδόν συγχρόνως ο Ρισέ ανακάλυπτε το φαινόμενο της αναφυλαξίας στο σκύλο «Ποσειδών».
Ο Λαντστάινερ συνέλαβε την ιδέα να φέρει σε επαφή ερυθρά αιμοσφαίρια ενός ανθρώπου με τον ορό του αίματος ενός άλλου. Όπως γράφει στο ημερολόγιό του: «μερικές φορές τα σωματίδια συγκολλούνται, ενώ άλλες φορές το φαινόμενο δεν παρουσιάζεται. Μήπως γιατί κάποιος από τους αιμοδότες είναι άρρωστος ή όχι φυσιολογικός;».
Πήρε τότε αίμα από όλους τους βοηθούς του εργαστηρίου του και μετά από μακρά σειρά πειραμάτων ανακάλυψε 4 τουλάχιστον τύπους αίματος: Γράφει και πάλι: «Αυτό σημαίνει ότι το αίμα δεν είναι το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους, αλλά διαφέρει φυσιολογικά λόγω της παρουσίας ή της απουσίας ορισμένων ιδιοσυστατικών ιδιοτήτων, με βάση τις οποίες μπορούμε να χωρίσουμε τα άτομα σε καλώς καθορισμένες και αμετάβλητες ομάδες».
Το πρόβλημα των δυσάρεστων συνεπειών των μεταγγίσεων αίματος από άτομο σε άτομο του ίδιου είδους, που απασχολούσε τον ιατρικό κόσμο επί δύο αιώνες, είχε λυθεί. Ήταν η ασυμβατότητα του αίματος που συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του δότη: οι θρόμβοι που σχηματίζονταν έτσι οδηγούντο από την κυκλοφορία στα μικρά αγγεία του εγκεφάλου ή των πνευμόνων και τα έφραζαν.
Έμενε το πρόβλημα που είχε μείνει αναπάντητο από τον Ρισέ. Πώς το αίμα ενός ατόμου αναγνωρίζει το ξένο αίμα; Και πώς το αίμα ενός ανοσοποιημένου ατόμου αναγνωρίζει το μικρόβιο που το είχε προηγουμένως μολύνει;
Από την αρχαιότητα ήταν γνωστό ότι άτομα που είχαν περάσει νόσους, όπως η ευλογιά ή η ιλαρά, δεν αρρώσταιναν δεύτερη φορά από αυτές. Ο δαμαλισμός υπήρξε στη συνέχεια ένα σπουδαίο γεγονός στον τομέα αυτόν. Η μέθοδος του Τζένερ βρήκε την πανηγυρική της επιβεβαίωση στα εμβόλια του Παστέρ. Το πρόβλημα έγινε πλέον αντικείμενο σοβαρής μελέτης.
Ο Μπέρινγκ, ανακαλύπτοντας τη δυνατότητα της παθητικής ανοσοποίησης κατά του τετάνου και της διφθερίτιδας με ορό ζώων που είχαν περάσει τις νόσους, απέδειξε ότι το φαινόμενο οφείλεται στις αντιτοξίνες του αίματος των ανοσοποιημένων ζώων: οι τοξίνες των μικροβίων είχαν ενεργήσει ως αντιγόνα, παράγοντας ουσίες που τις εξουδετέρωναν τα αντισώματα. «Μήπως αυτό είναι το κλειδί του φαινομένου της συγκόλλησης;» διερωτάται ο Λαντστάινερ.
Ο Έρλιχ διατύπωσε τότε μια περίεργη θεωρία: τα αιμοσφαίρια και το πλάσμα του αίματος διαθέτουν κλειδιά και κλειδαριές διαφόρων τύπων. «Μέσα στο αίμα ενός δότη, ποτέ δε αντιστοιχεί φυσιολογικά το κλειδί στην κλειδαριά. Αλλά όταν γίνεται ανάμειξη που κάνει να συμπίπτει το κλειδί με την κλειδαριά, αποδεσμεύονται οι μηχανισμοί και παρουσιάζονται τα φαινόμενα της συγκόλλησης». Ο Έρλιχ υπονοεί ότι τέσσερα είδη «κλειδιών» και άλλα τόσα «κλειδαριών», ενώ ο Λαντστάινερ αποδεικνύει με τα πειράματά του ότι αρκούν δύο ομάδες «κλειδιών» και άλλες τόσες «κλειδαριών» για να εξηγήσουν τα φαινόμενα της συγκόλλησης. Διακρίνει 4 ομάδες αίματος και τις ονομάζει Α, Β, ΑΒ και Ο (μηδέν).
Εμβαθύνοντας στα προβλήματα της ανοσίας, αποδεικνύει την ύπαρξη νέων ουσιών, άγνωστων στη φύση, που το αίμα μπορεί να μάθει να τις αναγνωρίζει με ένα μηχανισμό που εξαρτάται από τη χημική σύνθεση των ουσιών που υπάρχουν στο αίμα. Ο ορός του αίματος του λήπτη περιέχει αντισώματα, «συγκολλητίνες», που αντιδρούν ειδικά με τα αντιγόνα, «συγκολλητινογόνα», που υπάρχουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια του δότη. Ο σχηματισμός των συγκολλητινών είναι φυσιολογικό φαινόμενο που γίνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο έντονο. Εκτός από τις «αντιτοξίνες» που εξουδετερώνουν τις τοξίνες των μικροβίων, υπάρχουν ακόμα «ιζηματίνες», που προκαλούν την καθίζηση ορισμένων πρωτεϊνών, «λυσίνες» που προκαλούν τη διάλυσή τους και οι «συγκολλητίνες» που αναφέραμε. Ενώ όμως για την παραγωγή των αντισωμάτων αυτών απαιτείται ευαισθητοποίηση του ατόμου, όταν πρόκειται για τις ομάδες του αίματος τα αντισώματα υπάρχουν από την αρχή.
Η κληρονομικότητα των ομάδων του αίματος ακολουθεί τους νόμους του Μέντελ. Η διαπίστωση αυτή έχει την εξής αξία: όπως όταν γνωρίζουμε τις ομάδες αίματος των γονέων μπορούμε να καθορίσουμε με απόλυτη ακρίβεια την ομάδα του νεογέννητου, μπορούμε να προσδιορίσουμε και σε ποιες ομάδες «δεν» μπορεί να ανήκει. Η ιατροδικαστική, αξιοποιώντας το δεδομένο αυτό, μπορεί να αποφανθεί όχι ότι ένα παιδί προέρχεται από τον τάδε πατέρα, αλλά ότι αποκλείεται να είναι παιδί του δείνα πατέρα. Το ποσοστό στο οποίο μπορεί να φτάσει η δυνατότητα αποκλεισμού της πατρότητας έφτασε σε υψηλά επίπεδα χάρις στην ανακάλυψη πολλών ομάδων και υποομάδων αίματος.
Χιλιάδες παρατηρήσεις απέδειξαν ότι η ομάδα του αίματος είναι σταθερός χαρακτήρας του ατόμου που δεν μεταβάλλεται από καμιά παθολογική κατάσταση. Είναι στοιχείο ταυτότητας όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα, που τίποτα δεν μπορεί να το αλλοιώσει εφόρου ζωής.
Λίγα χρόνια μετά την ανακάλυψη του Λαντστάινερ αποκαλύπτεται ότι η κατανομή των ομάδων του αίματος διαφέρει από φυλή σε φυλή. Όχι ότι υπάρχουν ειδικές φυλετικές ομάδες αίματος, αλλά ότι το ποσοστό που κατέχει κάθε μια μέσα στο σύνολο ενός πληθυσμού, είναι χαρακτηριστικό για τον πληθυσμό αυτό.
Ο Λαντστάινερ συνεχίζει από το 1923 τις έρευνές του στο Ινστιτούτο Rockefeller της Νέας Υόρκης. Εκεί ανακάλυψε την ύπαρξη των παραγόντων Μ και Ν και το 1940, σε συνεργασία με τον Βίνερ, τον παράγοντα «Rhesus», που πήρε το όνομά από ένα είδος πιθήκου της Ινδίας, τον «Macacus rhesus», που πρώτος χρησιμοποιήθηκε στα πειράματα αυτά. Η σημασία της ανακάλυψης του παράγοντα «Rh» είχε θεωρηθεί στην αρχή ακαδημαϊκής φύσης.
Το 1930 ο Λαντστάινερ πήρε το Βραβείο Νόμπελ. Στη συνέχεια οι μελέτες του στρέφονται, σε συνεργασία με το μαθητή του Αλεξάντερ Βίνερ, προς τις ομάδες αίματος των πιθήκων, για να διαλευκανθούν ορισμένα ζωολογικά και ανθρωπολογικά προβλήματα.
Μετά την ανακάλυψη των ομάδων αίματος, δεν έπρεπε πια να παρουσιάζονται φαινόμενα συγκόλλησης όταν γίνονταν μεταγγίσεις αίματος της ίδιας ομάδας με το αίμα του λήπτη. Κι όμως αυτό συνέβαινε σ’ ένα ποσοστό 2 τοις χιλίοις. Το κλειδί του αινίγματος ήταν ο παράγοντας «Rh».
Εκεί, στο Ινστιτούτο Rockefeller, οι δυο ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο ορός του αίματος του κουνελιού που μόλις συγκολλούσε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του πιθήκου Rhesus, τα συγκολλούσε πολύ πιο έντονα ύστερα από μια μετάγγιση αίματος του πιθήκου στο κουνέλι. Ο ορός αντι-Rhesus που δημιουργήθηκε έτσι, μπορούσε να συγκολλήσει και το αίμα ορισμένων ανθρώπων. Με τη βοήθειά του διαπιστώθηκε ότι σε 100 άτομα, τα 85 είναι Rhesus θετικά (Rh+), που η ανάμειξη του αίματός τους με αίμα Rhesus αρνητικό (Rh-) προκαλούσε τα φαινόμενα της ασυμβατότητας που είχαν παρατηρήσει οι Λαντστάινερ και Βίνερ. Για την αποφυγή, συνεπώς, των συμβάντων αυτών, έπρεπε πριν από κάθε μετάγγιση να γίνεται εκτός από τον προσδιορισμό της ομάδας αίματος και η ανίχνευση του παράγοντα Rhesus.
Η γνώση του παράγοντα Rhesus επέτρεψε στον Φίλιπ Λέβιν να ανακαλύψει το αίτιο της «αιμολυτικής νόσου των νεογνών». Αυτή παρουσιάζεται όταν η γυναίκα Rhesus αρνητική (Rh–) συλλάβει παιδί με άνδρα Rhesus θετικό (Rh+). Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης συμβαίνει μερικά ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου να περάσουν στην κυκλοφορία της μητέρας. Ο οργανισμός της παράγει τότε αντισώματα αντί-Rh, που μπαίνοντας στη συνέχεια στην κυκλοφορία του εμβρύου, προκαλούν στο αίμα του το φαινόμενο της αιμολυσίας.Ο Καρλ Λαντστάινερ πέθανε το 1943, όταν στα πεδία των μαχών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες ανθρώπινες ζωές σώζονταν με τις μεταγγίσεις αίματος που έκαναν δυνατές οι ανακαλύψεις του.

8/10/09

Βίλχελμ Ραίντγκεν (Wilhelm Conrad Röntgen) [104]

Το έργο και η ανακάλυψη του Ραίντγκεν δίνουν νόημα στη φράση του Γκαίτε ότι «τα ίχνη της γήινης πορείας μας δε θα εξαλειφθούν στον αιώνα».
Ο άνθρωπος που ανακάλυψε τις ακτίνες Χ γεννήθηκε στο Lennep, κοντά στον Eberfeld, το 1845, από πατέρα Γερμανό αγρότη και μητέρα Ολλανδή. Πήγε στο γυμνάσιο στην Ουτρέχτη, σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης και έγινε βοηθός φυσικής στο Βύρτσμπουργκ, κοντά στον καθηγητή Κουντ. Δεν του επέτρεψαν όμως να διδάξει γιατί η Σχολή ανακάλυψε ότι δεν είχε τελειώσει κανονικά το γυμνάσιο. Ο Ραίντγκεν αποθαρρημένος σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη διδακτική σταδιοδρομία. Ο διδάσκαλός του όμως, ο Κουντ, τον κάλεσε το 1871 στο Στρασβούργο και κατόρθωσε να τον εισαγάγει στο διδακτικό σώμα.
Πολλοί ερευνητές είχαν παρατηρήσει ότι φωτογραφικές πλάκες που τύχαινε να βρεθούν κοντά σε σωλήνες στους οποίους γίνονταν ηλεκτρικές αποφορτίσεις, παρουσίαζαν περίεργες κηλίδες. Κανείς όμως δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το φαινόμενο. Ο Ραίντγκεν όμως έδειξε ενδιαφέρον γι’ αυτό: σκέφτηκε ότι οι σωλήνες αυτοί πρέπει να εκπέμπουν κάποια μορφή άγνωστης ακτινοβολίας.
Ο Παστέρ έλεγε ότι «στο πεδίο των ανακαλύψεων, η τύχη ευνοεί μόνον τα προετοιμασμένα πνεύματα». Αυτό πράγματι συνέβη στην περίπτωση του Ραίντγκεν.
Η νύχτα της 8ης Νοεμβρίου 1895 θα μείνει μια από τις σπουδαιότερες ημερομηνίες στην ιστορία των επιστημονικών ανακαλύψεων του 19ου αιώνα. Το σκοτάδι του εργαστηρίου του Ραίντγκεν στο Βύρτσμπουργκ το διέκοπτε κάθε τόσο η αμυδρή λάμψη από το φθορισμό μερικών κρυστάλλων κυανιούχου βαριολευκόχρυσου, που παρουσιαζόταν κάθε φορά που ηλεκτρικό σώμα διαπερνούσε ένα σωλήνα Χίττορφ-Κρουκς, που περιείχε αραιωμένο αέριο και ήταν σκεπασμένος με μαύρο χαρτί. Το φωτεινό φαινόμενο το απέδωσε σε κάποιο «αόρατο φως» που το ονόμασε «ακτίνες Χ». Λίγο αργότερα ο Κέλικερ, καθηγητής στο Βύρτσμπουργκ, θα το ονομάσει «ακτίνες Ραίντγκεν».
Στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο νεαρός φυσικός πέτυχε την πρώτη ακτινογραφία στην ιστορία της ιατρικής: είχε ακτινογραφήσει το χέρι της γυναίκας του. Η εικόνα των οστών ήταν καθαρότατη. Οι μαλακοί ιστοί μόλις που διακρίνονταν.
Η νέα ανακάλυψη δεν φαίνεται να εντυπωσίασε πολύ. Ο Ζιλ Ρενάρ γράφει σχετικά στο σημειωματάριό του, αφού παρακολούθησε «μια συνεδρία ακτίνων Χ». «Οι ακτίνες Ραίντγκεν, παιδαριώδης διασκέδαση, μου θυμίζουν τα πειράματα χημείας του γέρου καθηγητή μου. Θα προτιμούσα να είμαι καταδικασμένος να διαβάζω στίχους ως τις τελευταίες μου μέρες, παρά να υποχρεωθώ να ξαναδώ το μακάβριο αυτό μπαλέτο των σκελετών».
Τρεις μήνες μετά την ανακοίνωση του Ραίντγκεν η εφημερίδα της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας δημοσιεύει το ακόλουθο γεμάτο σκεπτικισμό σχόλιο: «Οι χειρουργοί της Βιέννης και του Βερολίνου πιστεύουν ότι η φωτογραφία Ραίντγκεν προορίζεται να προκαλέσει επανάσταση στη χειρουργική. Εμείς όχι. Μισή ώρα είναι ο ελάχιστος χρόνος της απαιτούμενης έκθεσης και στις περισσότερες περιπτώσεις χρειάζεται ακόμα και μια ώρα. Το μηχάνημα είναι τόσο πολυδάπανο, επάνω από 100.000 δολάρια, ώστε λίγοι μόνο χειρουργοί θα μπορούσαν να το έχουν στα ιατρεία τους».
Στο πείσμα όλων αυτών, η ακτινογραφία έδωσε στη διάγνωση την ακρίβεια που μάταια ζητούσαν ο Λαεννέκ, ο Σκόντα και άλλοι μεγάλοι κλινικοί και πρόσφερε την πλήρη γνώση των εσωτερικών οργάνων που αδυνατούσαν να φθάσουν τα ενδοσκόπιά τους.
Ο Ραίντγκεν ήταν φυσικός, αλλά η πρώτη ανακοίνωση της ανακάλυψής του έγινε στην Ιατρική Εταιρεία του Βύρτσμπουργκ. Ήταν η αρχή μιας γόνιμης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιστημών. Δύο μόλις χρόνια μετά την ανακάλυψη του Ραίντγκεν, οι χειρουργοί χρησιμοποίησαν τις ακτίνες του κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 και ένα χρόνο αργότερα στον ισπανοαμερικανικό πόλεμο. Η ομόφωνη κρίση τους ήταν ότι «χρήση των ακτίνων Ραίντγκεν αποτέλεσε σαφή πρόοδο στη στρατιωτική χειρουργική».
Τα χρόνια εκείνα δημιουργήθηκε ένα νέο επάγγελμα: του ακτινολόγου. Τα σπουδαιότερα νοσοκομεία εξόπλισαν ιδιαίτερα τμήματα. Στην αρχή ο ακτινολόγος περιοριζόταν στην αναζήτηση καταγμάτων, τη διαπίστωση λιθιάσεων, την εντόπιση ξένων σωμάτων. Αργότερα όμως το πεδίο του επεκτάθηκε στην έρευνα των κοίλων οργάνων. Αυτό έγινε με τη βοήθεια ουσιών αδιαπέραστων από τις ακτίνες Χ, όπως το βάριο και το βισμούθιο, που τις έδωσαν στον εξεταζόμενο να τις καταπιεί. Στη συνέχεια εκτελώντας ενδοφλέβια ένεση μιας ιωδιούχου ουσίας πέτυχαν να ακτινογραφήσουν τις λεπτομέρειες του νεφρού.
Σύντομα όμως παρουσιάστηκαν τα πρώτα θύματα των χειριστών του νέου ειρηνικού όπλου. Οι ακτινολόγοι πάθαιναν δερματίτιδα, κάπου-κάπου καρκινικές βλάβες του δέρματος. Επρόκειτο για πραγματικά εγκαύματα, όπως εκείνα που είχε πάθει ο Γάλλος Αντουάν-Ανρί Μπεκερέλ (Antoine-Henri Becquerel) (1852-1908), το 1898, έχοντας στην τσέπη του ένα κομματάκι ραδίου. Ο Μπεκερέλ ήταν εκείνος που τον ίδιο χρόνο παρουσίασε στην Ακαδημία των Επιστημών μια εργασία του ζεύγους Κιουρί με τον τίτλο: «Επί μιας νέας ακτινενεργού ουσίας, περιεχομένης στον πισσουρανίτη». Ήταν το πιστοποιητικό γέννησης του ραδίου.

Πέτρος και Μαρία Κιουρί (Pierre - Marie Curie)
Το ζεύγος Πέτρος (1859-1906) και Μαρία Κιουρί (1867-1934) υποδέχτηκαν τον 20ο αιώνα που άρχιζε, μελετώντας τις ιδιότητες του νέου στοιχείου. Από τον πισσουρανίτη έπαιρναν ποσότητα αρκετή για τη μελέτη των περίεργων ιδιοτήτων του, που αποτελούσαν αντικείμενο συζητήσεων σε όλους τους επιστημονικούς κύκλους. Η «κιουριθεραπεία», δηλαδή η χρήση των ακτινοβολιών του ραδίου, εισήχθηκε στην ιατρική και χρησιμοποιήθηκε εναλλάξ με τη «ραιντγκενθεραπεία», τη χρήση, δηλαδή, των ακτίνων Ραίντγκεν. Αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική στη θεραπεία των καρκινωμάτων των χειλιών και της γλώσσας, καθώς και των διατιτραινόντων ελκών.
Η ευγενική φυσιογνωμία της Μαρίας Κιουρί (Marie Curie) συνδέεται στενά με την αυγή της νεώτερης φυσικής. Σ’ ένα μικρό δωμάτιο που φύλαγαν τα γυάλινα σκεύη, στο Ινστιτούτο Χημείας και Φυσικής των Παρισίων, που διευθυντής του ήταν ο σύζυγός της, διατηρούσε τα πρωτόγονα μέσα της έρευνάς της. Από τα πρώτα πειράματα του Μπεκερέλ άρχισε να ετοιμάζει τη διδακτορική της διατριβή, εκφράζοντας την αντίθετη αντίληψη προς τις απόψεις της επίσημης επιστήμης, ότι το άτομο δεν είναι η ελάχιστη μονάδα της ύλης, αλλά ότι μπορεί να υποστεί διάσπαση. Σε συνεργασία με το σύζυγό της απομόνωσε από τον πισσουρανίτη δύο νέα στοιχεία: το «ράδιο», που θα αφήσει το όνομά τους αθάνατο, και το «πολώνιο», που το ονόμασε έτσι προς τιμή του τόπου, που γεννήθηκε.
Σήμερα άλλες, πιο εξελιγμένες τεχνικές, δημιουργούν επανάσταση στα παραδεδεγμένα, στη θεραπευτική και στη διαγνωστική. Τα ραδιενεργά ισότοπα φέρνουν τεράστιες διαγνωστικές δυνατότητες: με ελάχιστα μικροκιουρί (Mc)[1] ιωδίου ελέγχουμε απόλυτα τη λειτουργική κατάσταση του θυρεοειδούς αδένα. Με το ίδιο ραδιοϊσότοπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε θεραπευτικά τα καρκινώματα του θυρεοειδούς και τις μεταστάσεις τους στους πνεύμονες και το ήπαρ.
Τα ραδιενεργά ισότοπα είναι πολύτιμα και στην εντόπιση των όγκων του εγκεφάλου (ραδιενεργό γάλλιο), στη μελέτη της κυκλοφορίας του αίματος (ραδιενεργός φωσφόρος για τη θεραπεία της ερυθραιμίας), σε ακτινοθεραπευτικές εφαρμογές (ραδιενεργό κοβάλτιο, ραδιενεργό καίσιο). Ο ραδιενεργός χρυσός είναι αντικείμενο ευρέων μελετών για την ενέργειά του σε περιπτώσεις ανεγχείρητων όγκων. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι για μισό περίπου αιώνα, το ράδιο της Μαρίας Κιουρί ήταν το μοναδικό αξιόλογο όπλο της ιατρικής κατά του καρκίνου.
Όταν αποδείχθηκε η θεραπευτική αξία του ραδίου, το στοιχείο αυτό έγινε το ακριβότερο στον κόσμο. Ο Πέτρος όμως και η Μαρία Κιουρί, στους οποίους έγιναν προτάσεις να εξασφαλίσουν την αποκλειστική εκμετάλλευση του προϊόντος των ερευνών τους, τις απέρριψαν όλες στο όνομα της επιστήμης. «Είναι προτάσεις παράλογες. Δεν μπορούμε να κάνουμε εμπόριο με τη ζωή ενός ανθρώπου», απαντούσε η Μαρία Κιουρί.Το όνομα των Κιουρί συνεχίστηκε στην επιστήμη με την κόρη τους Ειρήνη, που σε συνεργασία με τον άνδρα της Φρειδερίκο Ζολιό-Κιουρί (Jean Frédéric Joliot-Curie) (1900-1958) ανακάλυψαν το 1933 τη μέθοδο παραγωγής τεχνητής ραδιενέργειας. Η ώρα της διάσπασης του ατόμου πλησίαζε.

[1] Ένα εκατομμυριοστό του «κιουρί», της μονάδας μέτρησης της ραδιενέργειας που εκπέμπει ένα στοιχείο.

4/10/09

Έμιλ φον Μπέρινγκ (Emil von Behring) [103]

Ο Έμιλ φον Μπέρινγκ, ένας από τους μεγάλους του «μικροβιολογικού αιώνα», θυμόταν πάντοτε με συγκίνηση την ταπεινή καταγωγή του: «Είχα έντεκα αδέλφια και ο πατέρας μου ήταν μόνον ένας ταπεινός δημοδιδάσκαλος. Για να τα βγάζει πέρα αναγκαζόταν να κάνει και τον αγρότη». Αυτά συνέβαιναν στο Hansdorf της Δυτικής Πρωσίας, όπου μεγάλωνε η πολυμελής οικογένεια.
Από τα δώδεκα παιδιά μόνον ο Έμιλ, που είχε γεννηθεί το 1854, κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο, χάρις στον καλό εφημέριο του Hohenstein, που τον βοηθούσε οικονομικά και του εξασφάλιζε τροφή. Είναι ο ίδιος κληρικός που τον οδήγησε στην ιατρική παρά τη γνώμη του πατέρα του που ήθελε να σπουδάσει ο γιος του θεολογία. Τότε πέτυχε μια θέση στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία του Βερολίνου, πράγμα που του επέτρεπε να σπουδάσει με έξοδα του κράτους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπηρετήσει ως στρατιωτικός ιατρός οκτώ χρόνια. Το 1887 προαγόταν σε λοχαγό υγειονομικού.
Το 1889 ο Μπέρινγκ έγινε βοηθός στο Ινστιτούτο λοιμωδών νοσημάτων που διεύθυνε ο Κωχ. Εκεί έγιναν και οι πρώτες εργασίες του που αφορούσαν την αντισηπτική δράση του ιωδοφορμίου. Ο Μπέρινγκ απέδειξε ότι το ιωδοφόρμιο αναπτύσσει τέτοια ενέργεια μόνο όταν, σε επαφή με ζωντανούς ιστούς ή μικρόβια, απελευθερώνει ιώδιο. Απέδειξε επίσης ότι η ένωση του ιωδίου με την «πτωμαΐνη» (υποθετική ουσία που υπάρχει στο σαπισμένο κρέας) είναι λιγότερο τοξική από την πτωμαΐνη μόνη.
Ακολουθούν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες για την ανοσία των ποντικών στον άνθρακα και στη μικροβιοκτόνο δύναμη του ορού του αίματος των ζώων αυτών, και το 1890 έρχεται η ανακάλυψη στον ορό του αίματος εμβολιασμένων ζώων, ιδιοτήτων ικανών για να εξουδετερώσουν δύο ισχυρές μικροβιακές τοξίνες: την τετανική και τη διφθεριτική.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1890 δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος της «Γερμανικής Ιατρικής Επιθεώρησης» μια ανακοίνωσή του με τον τίτλο «Περί της εξακρίβωσης της ανοσίας προς τη διφθερίτιδα και τον τέτανο στα ζώα». Χωρίς να το υποπτεύεται ο κόσμος, επρόκειτο για ανακοινωθέν νίκης. Το άρθρο εκείνο ανάγγελλε μια τελείως νέα προοπτική, πρωτάκουστη για την εποχή στην οποία παρουσιαζόταν, για την πρόληψη και τη θεραπεία των λοιμωδών νοσημάτων. Το δημοσίευμα όμως, γραμμένο μαζί με τον Ιάπωνα Σιμπασαμπούρο Κιταζάτο (Shibasaburo Kitasato), δεν προκάλεσε θόρυβο. Ήταν άλλωστε γραμμένο πολύ επιφυλακτικά και σε αυστηρό επιστημονικό ύφος. «Παραλείπουμε να συναγάγουμε από τα αποτελέσματά μας τις συνέπειες που μπορούν να αποβούν χρήσιμες για τη θεραπεία του ανθρώπου που πάσχει από διφθερίτιδα ή τέτανο», έγραφαν με μετριοφροσύνη οι συγγραφείς για κάτι που αιώνες περίμενε η ιατρική. Ύστερα από λίγες ημέρες, σε μια δεύτερη ανακοίνωση με τον τίτλο «Έρευνες για την εξακρίβωση της ανοσίας στα ζώα», ο Μπέρινγκ έγραφε με επιστημονική σοβαρότητα και ευσυνειδησία: «Τονίζω ότι δε διαθέτω ακόμα ένα φάρμακο κατά της διφθερίτιδας του ανθρώπου, αλλά το αναζητώ».
Την εποχή εκείνη η διφθερίτιδα, γνωστή από την εποχή του Ιπποκράτη, ήταν μια μάστιγα, που δεν άφηνε περιθώριο ελπίδας. Ο «στραγγαλιστής των παιδιών» μόνο μια δυνατότητα επέτρεπε: την τραχειοτομία, που συχνά δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο θα πέθαινε το παιδί. Το 1890 οι θάνατοι από διφθερίτιδα στην Πρωσία ανέρχονταν σε 36.160!
Ο Μπέρινγκ αφοσιώθηκε στην έρευνά της, θυσιάζοντας γι’ αυτήν το μικρό στρατιωτικό του μισθό και τις επιχορηγήσεις μερικών φίλων. Οι αντιτοξίνες δυστυχώς που έβγαζε από τον ορό του αίματος των κουνελιών και των ποντικών του, ήταν πολύ λίγο δραστικές. Ο Κωχ που είχε ενδιαφερθεί για τις εργασίες του βοηθού του, τον συμβουλεύει τότε να απευθυνθεί για την παραγωγή ορού στη βιομηχανία. Αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στη νέα ακόμα μέθοδο της οροθεραπείας και μια σειρά εμποδίων γραφειοκρατικών, αποθάρρυναν τον Μπέρινγκ. Συνέχισε λοιπόν τις κατ’ ιδίαν έρευνες, με τη συνεργασία του ιατρού Έριχ Βέρνικε (Erich Wernicke).
Στις 20 Δεκεμβρίου 1891 στη Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου του Βερολίνου που διεύθυνε ο von Bergman, προσωπικός ιατρός του Γουλιέλμου Β', ένα κοριτσάκι πέθαινε από διφθερίτιδα. Κάποιος σκέφτηκε τότε τις εργασίες του Μπέρινγκ και ζήτησε τη βοήθειά του. Με μια δόση αντιδιφθεριτικού ορού από πρόβατο, το κοριτσάκι θεραπεύτηκε. Ήταν η πρώτη νίκη κατά της νόσου.
Τώρα η γερμανική βιομηχανία, τα «Εργαστήρια Fresenius» και τα χρωματουργεία Hoechst προσφέρουν στον Μπέρινγκ τη συνεργασία τους. Ο Karl Binds, διευθυντής του Φαρμακολογικού Ινστιτούτου της Βιέννης, του διαθέτει το εργαστήριό του και ο Otto Heubner, παιδιατρική αυθεντία της εποχής, εφαρμόζει την οροθεραπεία στο Ινστιτούτο του στο Rödnitz της Λειψίας. Ύστερα από ένα χρόνο εφαρμογής της οροθεραπείας, η θνησιμότητα από διφθερίτιδα, που στην περίοδο 1890-1893 κυμαινόταν γύρω στα 57,1%, έπεσε στα 22,5%.
Η έλλειψη πάντως κατανόησης που υπάρχει συστηματικά απέναντι σε κάθε μεγάλο επιστήμονα, δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση για τον Μπέρινγκ. Στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Υγιεινής και Δημοσιογραφίας στη Βουδαπέστη το 1894, όπου καλείται έκτακτος καθηγητής τότε της Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο της Halle-Wittenberg, να προεδρεύσει, ο Γάλλος Πέτρος Παύλος Αιμίλιος Ρου (Pierre Paul Emile Rough) (1853-1933) προβαίνει σε μια ανακοίνωση και χαιρετίζεται από μερίδα του τύπου ως εκείνος που ανακάλυψε την «αντιδιφθεριτική λύμφη». Ο εθνικισμός της εποχής παραμορφώνει τα γεγονότα: οι μεν γράφουν για τη «δηλητηριώδη σύριγγα» και υπαινίσσονται τον Μπέρινγκ, οι δε μιλούν για «εβραϊκή κερδοσκοπία» και υπονοούν τον Ρου.
Ο Ρου όμως, πιο ειλικρινής και πιο έντιμος από τους υπερασπιστές του, ανακοινώνοντας στη Βουδαπέστη τα αποτελέσματά του από την εφαρμογή της διφθεριτικής αντιτοξίνης στη Γαλλία,[1] δηλώνει: «Η οροθεραπεία μπήκε στην ιστορία της ιατρικής από τότε που ο Μπέρινγκ έκανε γνωστές τις ιδιότητες του ορού των ζώων που έχουν ανοσοποιηθεί κατά της διφθερίτιδας».
Ο Γερμανός επιστήμονας, ευγνώμων στον Ρου για την ομολογία του αυτή, δίνει το 1894 στη Βιέννη την πρώτη δημόσια διάλεξή του επί του θέματος και δηλώνει ότι με το εμβόλιό του μπορεί να κάνει τη διφθερίτιδα τόσο ακίνδυνη όσο και την ευλογιά. Μέχρι τότε, στα 100.000.000 των κατοίκων της Γερμανίας και της Αυστρίας, 2.000.000 από τα 3.000.000 που προσβάλλονταν από τη νόσο, υπέκυπταν. Με την κατάλληλη χρήση του ορού θα μπορούσαν να σωθούν από το θάνατο 1.500.000 άνθρωποι.
Το 1895 ο Μπέρινγκ, που έχει πια αποσπάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Marburg. Τότε εκδίδεται ένα μνημειώδες έργο του: η «Ιστορία της διφθερίτιδας, ειδικά σε σχέση με τη θεωρία της ανοσοποίησης». Στο Marburg υπάρχουν ακόμα τα χειρόγραφα 140 εργασιών του.
Στο δικό του Ινστιτούτο, με άξιο της αποστολής του εργαστήριο, ο Μπέρινγκ ασχολείται τώρα με το πρόβλημα της φυματίωσης, στο οποίο αφιέρωσε το δεύτερο ήμισυ της ζωής του. Το όνειρό του ήταν η ανακάλυψη της «καθαρής τοξίνης του βακίλου του Κωχ» και «η παραγωγή στον ορό του αίματος των πειραματόζωων της ευεργετικής αντιτοξίνης που θα εξουδετερώσει τη νόσο».
Για την αναζήτηση της «αντιτουμπερκουλίνης» του ιδρύει μαζί με τους Knor και Wernicke ένα Ινστιτούτο Πειραματικής Θεραπείας στο λόφο του φρουρίου του Marburg. Οι εργασίες του εκεί ξεσήκωσαν όμως την εχθρότητα του Κωχ.
Το 1901 πήρε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής. Τα χρήματα του βραβείου θα τα χρησιμοποιήσει, όπως δήλωσε στην τελετή της απονομής, για να αποδείξει τη δυνατότητα της παρασκευής ενός εμβολίου, κατά το πρότυπο των εμβολίων του Παστέρ, κατά της φυματίωσης, αρχίζοντας από τη φυματίωση των αγελάδων, κάτι που θεωρούσε ως πρώτο σταθμό για την πρόληψη της ανθρώπινης φυματίωσης.
Ο Μπέρινγκ ονειρευόταν την κατάργηση των σανατορίων και των συναφών ιδρυμάτων και πίστευε ότι θα πετύχαινε κατά ανάλογο με τον Τζένερ τρόπο, με ένα δηλαδή προληπτικό εμβόλιο. Δημοσίευσε μια εργασία που παρουσίαζε τις αντιλήψεις του για τη φυματίωση και τα συμπεράσματά του από τη μεταφορά της πείρας του από τη φυματίωση των βοοειδών στον άνθρωπο. Πίστευε ότι το γάλα της αγελάδας ήταν η κυριότερη πηγή μόλυνσης με τη νόσο για τα νεογέννητα και έδινε διάφορες πρακτικές οδηγίες για τη βελτίωση του γάλακτος. Τα πειράματά του γίνονταν σε δεκάδες χιλιάδες βοοειδή. Η «ταυρίνη» και η «τουμπερκουλάση» του ήταν από τα πρώτα δείγματα εμβολίων για αγελάδες, που δυστυχώς δεν επρόκειτο να οδηγήσουν στην επιτυχία.
Κάποτε ο Μπέρινγκ δεν άντεξε το βάρος μιας τέτοιας κόπωσης και υποχρεώθηκε να μείνει νοσηλευόμενος 3 χρόνια σε ένα θεραπευτήριο κοντά στο Μόναχο, στις στοργικές φροντίδες του ιατρού φον Χένλιν.
Με την επιστροφή του στο Μάρμπουργκ το 1910 εγκαταλείπει τα προβλήματα της φυματίωσης για να αφοσιωθεί στην τελειοποίηση του αντιδιφθεριτικού ορού. Τώρα παράγει την «προφυλακτική αντιδιφθεριτική ΤΑ», μείγμα διφθεριτικής τοξίνης και αντιτοξίνης, που εξασφαλίζει σταθερότερη και πιο παρατεταμένη ανοσία.Και ήρθε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένας από τους 6 γιους του Μπέρινγκ, ο Bernhard, σκοτώνεται στο μέτωπο το 1916. Ο εξαντλημένος πια σωματικά επιστήμονας δεν άντεξε το πλήγμα και σε λίγους μήνες (1917) πέθανε. Όπως γράφει ο G. Magnus, ο γιατρός των τελευταίων του ημερών, ο Μπέρινγκ ανακουφιζόταν, καθώς περίμενε το θάνατο, να διαβάζει επιστολές παιδιών από όλο τον κόσμο, που τον ευχαριστούσαν γιατί τους είχε σώσει τη ζωή με τον ορό του.

[1] Πτώση της θνησιμότητας από 60% σε 22% στο «Νοσοκομείο νοσούντων παίδων» στο Παρίσι.