Ένας από τους ιδιαίτερους χαρακτήρες του πλούσιου σε ενδιαφέροντα, γόνιμου σε καινοτομίες κι ενθουσιασμένου από τα επιτεύγματά του 17ου αιώνα, ήταν η αντίθεση ως προς τη πραγματική φύση της ιατρικής, αντίθεση που έφτασε τα όρια μιας σφοδρής πολεμικής. Άλλοι ήθελαν το γιατρό καθαρό ερευνητή και άλλοι τον προτιμούσαν συμπαραστάτη του αρρώστου και θεραπευτή, όπως τον ήθελε ο μεγάλος Ιπποκράτης. Έτσι φούντωσε η αντίθεση μεταξύ ιατρομηχανικών και ιατροφυσικών από τη μια και ιατρών, με την ευρύτερη ανθρωπιστική έννοια της λέξης, από την άλλη.
Σημαιοφόρος της ιπποκρατικής αντίληψης για την ιατρική, χωρίς όμως να παραγνωρίζει την αξία της σαν καθαρή επιστήμη, ήταν ο Τόμας Σύντενχαμ (1624-1689), που γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «Άγγλο Ιπποκράτη». Με την απήχηση που βρήκαν οι ιδέες του σε όλη την Ευρώπη, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σχολή ιατρών, που ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για την ανάγκη να είναι ο γιατρός, κυρίως και πριν από κάθε τι άλλο, γιατρός.
Τα ελατήρια πάντως που υπαγόρευσαν την πολεμική μεταξύ των δύο σχολών δεν μπορούν να θεωρηθούν πάντοτε ειλικρινή. Έτσι έχουμε την περίπτωση του Σμπαράλια, που τον βλέπουμε να αντιστρατεύεται με σφοδρότητα τις γνώσεις του Μαλπίγγι. Και για μεν τα σημαντικά λάθη που περιείχε η πολεμική του, είχε από τον Μαλπίγγι την έγγραφη απάντηση. Το βάρος όμως της επίθεσής του αφορούσε την απομάκρυνση του Μαλπίγγι από το πραγματικό ιατρικό επάγγελμα και την αφοσίωσή του σε έρευνες, κατά τη γνώμη του ανώφελες, που παραποιούσαν τη φυσιογνωμία και την αποστολή του ιατρού. Ανάμεσα όμως από τις ευλογοφανείς αυτές θέσεις του Σμπαράλια ξεχώριζε ο φθόνος, μερικές φορές τόσο πολύ, ώστε να κινεί την αγανάκτηση όχι μόνο του περιβάλλοντος του Μαλπίγγι, αλλά και ανθρώπων που συμμερίζονταν στο θεωρητικό επίπεδο τις απόψεις του: ότι δηλαδή ο γιατρός πρέπει να ξαναγίνει κυρίως εκείνο που ήταν κάποτε.
Στις απόψεις του Σύντενχαμ βλέπουμε προοδευτικά να προσχωρούν (χωρίς να τις νοθεύουν με τα ιδιοτελή ελατήρια του Σμπαράλια) όχι μόνον ο Λαντσίζι, για τον οποίον έχουμε κιόλας μιλήσει, αλλά και μερικοί από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ιατρομηχανικής σχολής, όπως ο Μπαλίβι.
Η ανανέωση της κοινωνίας
Στο «νεο-ιπποκρατικό» αυτό πνεύμα δεν ήταν δυνατόν να μην έχουν ασκήσει την επίδρασή τους οι ιδέες που την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει να επικρατούν στα πολιτικά και τα κοινωνικά πλαίσια. Η κρίση του Μεσαίωνα και η ουμανιστική επανάσταση δεν ήταν απλώς φαινόμενα του λόγιου, του επιστημονικού κόσμου, αλλά εκδηλώσεις που ξεκινούσαν από την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο, καλύπτοντας κάθε της πλευρά, και φυσικά και την κοινωνική και την πολιτική.
Μια αναδρομή στα κείμενα του περίφημου Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) είναι στο σημείο αυτό πολύ διαφωτιστική. Η εξουσία δε θεωρείται πια «χάρη του Θεού», αλλά καρπός ανθρώπινων ικανοτήτων.[1] Βρισκόμαστε δηλαδή κιόλας πολύ μακριά από τη μεσαιωνική αντίληψη για την εξουσία και την κοινωνία που της ήταν υποταγμένη.
Η κρίση της ιδέας που είχε ο άνθρωπος για την εξουσία, έφερε κοντά της, όπως ήταν επόμενο, σαν κάτι το αναπόφευκτο, την κρίση της ιδέας της κοινωνίας. Στο βιβλίο του «Ομιλίες στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λιβίου», ο Μακιαβέλι σκιαγραφεί με το ρωμαλέο του ύφος την ιδεώδη δημοκρατία, ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων πολιτών.
Το κατακτημένο από τον Ουμανισμό άτομο, αρχίζει να κατακτά με τη σειρά του την κοινωνία, που δεν την παραδέχεται σαν εκμηδενισμό του ατόμου και υποταγή του στον «χάριτι θεία» εξουσιαστή της. Έτσι τα προβλήματα της κοινωνίας καταλαμβάνουν κι αυτά πρωταρχική θέση στο πλαίσιο του 17ου αιώνα, βρίσκοντας μάλιστα θεωρητικά, τις πιο τολμηρές και προοδευτικές λύσεις, χωρίς τη μεσολάβηση μιας επανάστασης. Στο 17ο αιώνα είναι που υποστηρίζεται για πρώτη φορά, αν και σε διαφορετικές βάσεις, ανάλογα με το συγγραφέα, η αντίληψη ότι το θεμέλιο της κοινωνίας αποτελεί ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι την αντίληψη αυτή δεν εκφράζουν μόνον οι κληρονόμοι της διδασκαλίας του Βάκωνα Άγγλοι εμπειριστές (ο Χομπς, 1588-1679 και κυρίως ο Λοκ, 1632-1704), αλλά και φιλόσοφοι, όπως ο Σπινόζα (1623-1677), που τοποθετούσαν τα προβλήματα της συνείδησης σε ορθολογιστική και όχι σε εμπειρική βάση.
Ο αντίκτυπος στην ιατρική
Τέτοιες ιδέες δεν μπορούσαν να μείνουν νεκρό γράμμα για την επιστήμη και μάλιστα για το γιατρό που ήταν στην κυριολεξία ιατροφιλόσοφος, με την κάθε του ιδιότητα να είναι προϋπόθεση, αλλά και επακόλουθο της άλλης.
Έτσι η ιατρική του 17ου αιώνα στρέφει τα βλέμματά της προσεκτικά στα κοινωνικά προβλήματα. Καρπός του ενδιαφέροντός της θα είναι η γέννηση δύο νέων ιατρικών κλάδων: της κοινωνικής ιατρικής και της ιατροδικαστικής. Οι νέοι αυτοί κλάδοι ή ήταν τελείως ανύπαρκτοι στο παρελθόν ή υπήρχαν γι’ αυτούς απλοί υπαινιγμοί, που δε βεβαίωναν το ότι ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν σε ιδιαίτερες ιατρικές ειδικότητες.
Η αρχαιότητα είχε ασφαλώς ασχοληθεί με τις νόσους που οι κοινωνικές τους επιπτώσεις και προεκτάσεις ήταν αρκετά εμφανείς, όπως με τους «λοιμούς», επιδημίες μαζί και ενδημίες. Το ίδιο ισχύει και για το Μεσαίωνα, ιδίως στην περίοδο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, όταν η σύφιλη, σαν φοβερή επιδημία, μάστιζε την Ευρώπη και η ανακάλυψη ότι μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, δημιουργούσε μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών προβλημάτων. Όμως, το ιατρικό ενδιαφέρον, ούτε στην αρχαιότητα, ούτε κατά το Μεσαίωνα, έφτασε στο σημείο να διαμορφώσει ειδικό ιατρικό κλάδο.
Τα ίδια συνέβαιναν και με τα ιατροδικαστικά προβλήματα. Βέβαια στις σελίδες του Μπενιβιένι βρίσκει κανείς περιγραφές νεκροτομών για τη διαπίστωση της αιτίας του θανάτου, όταν υπήρχαν στη μέση ζητήματα κληρονομιάς ή υποψίες δηλητηρίασης. Αλλά αυτές δεν αποτελούν μαρτυρία ότι πριν από τον 17ο αιώνα υπήρχε ιδιαίτερος ιατροδικαστικός κλάδος.
Πράγματι, τόσο η κοινωνική ιατρική, όσο και η ιατροδικαστική έκαναν την αυτοτελή τους εμφάνιση στην ιστορία της ιατρικής μεταξύ του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα. Η εξέλιξή τους όμως στους αιώνες που ακολούθησαν, υπήρξε ραγδαία.
Οι πρωτοπόροιΣημειώσαμε ήδη στην προηγούμενη ανάρτηση το έργο του Γκέοργκ Μπάουερ (ή Αγκρίκολα) «Περί μεταλλείων», στο οποίο ο συγγραφέας προσφέρει έναν όγκο γνώσεων και αντιμετωπίζει κάθε είδους προβλήματα κοινωνικής υγιεινής, που σχετίζονται με το επάγγελμα των εργατών ορυχείων. Παράλληλα με το έργο αυτό έχουμε και άλλες μαρτυρίες, μερικές από τις οποίες είναι πράγματι αξιόλογες. Ο Παράκελσος, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, στη διάρκεια μιας παραμονής του στο Τιρόλο και την Κορινθία, είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό με ανάλογες παρατηρήσεις.
Μια άλλη επαγγελματική ασθένεια που έπληττε κατά προτίμηση τους εργάτες μαρμάρου, γνωστή τότε σαν «νόσος του αγίου Ρόκκου», απασχόλησε ειδικά έναν άλλον από τους πρωτοπόρους της κοινωνικής ιατρικής: τον Ολλανδό Ύσμπραντ Ντίμερμπραϊκ (1608-1704). Στον ερευνητή αυτόν οφείλονται πολλά: περίφημες κλινικές περιγραφές της πανώλης, η πρώτη ακριβής ανατομική περιγραφή της επίφυσης,[2] την οποία, σύμφωνα με τα λόγια του περίφημου Ζέλιε, δε γνωρίζουμε σήμερα καλύτερα, και τέλος η αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με τις κοινωνικές νόσους.
Η κοινωνική όμως ιατρική, σαν ιδιαίτερος κλάδος, θεμελιωμένος σε νεωτεριστικές αντιλήψεις, εγκαινιάζεται από τον Μπερναρντίνο Ραματσίνι (Κάρπι, 1633 - Μοδένα, 1714), με το έργο του «Περί των νόσων των τεχνιτών», που δημοσιεύτηκε στη Μοδένα το 1700. Το βιβλίο αυτό είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας αυτής επιστήμης.
Ο Ραματσίνι, στην πρώτη έκδοση του έργου του περιγράφει τις επαγγελματικές νόσους 40 περίπου διαφορετικών επαγγελμάτων. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 53, στη δεύτερη έκδοση του έργου του!
Στο βιβλίο του Ραματσίνι υπάρχουν οι ακριβείς περιγραφές νόσων που συνεχίζουν και σήμερα ακόμα να αποτελούν αντικείμενα μελέτης, όπως η μολυβδίαση, οι πυριτιάσεις, η δηλητηρίαση από αντιμόνιο (τυπική στους εργάτες χρωματιστών υαλοπινάκων), από κασσίτερο και από υδράργυρο. Η εξέταση των νόσων αυτών γίνεται σε συσχέτιση με διάφορα επαγγέλματα, όπως του τυπογράφου, του ιατρού, του ζωγράφου, του εργάτη ορυχείων, του φαρμακοποιού κοκ.
Ο Ραματσίνι δεν περιορίζεται στην κλινική περιγραφή των επαγγελματικών νόσων. Ενώ δεν αρνείται τη δυνατότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης, υποστηρίζει όμως την ανάγκη της προφύλαξης. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη κανονισμών για την κάθε εργασία και απαιτεί την εκπόνηση θεσμών συλλογικής υγιεινής, απαραίτητες για την προστασία των εργατών από την επαγγελματική νόσο. Όταν, με το τέλος του 18ου αιώνα, θα πραγματοποιηθεί η βιομηχανική επανάσταση και τα προβλήματα της υγιεινής της εργασίας θα αποκτήσουν δραματική επικαιρότητα, οι Άγγλοι θα ανακαλύψουν και πάλι τον Ραματσίνι, που με τόση ευφυΐα είχε αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα και είχε προτείνει τόσο διορατικές λύσεις.
Η Ιατροδικαστική
Δεν έχει φυσικά να παρουσιάσει τις προόδους της υγιεινής της εργασίας. Ό,τι όμως πέτυχε στον αιώνα αυτόν των καινοτομιών και των ανακατατάξεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο. Και μόνο το γεγονός ότι τα κάθε άλλο παρά εύκολα προβλήματά της απασχόλησαν τν επιστήμη του 17ου αιώνα δεν είναι μικρή υπόθεση.
Η τιμή ανήκει κυρίως στον Φορτουνάτο Φέντελε (1551-1630), όχι μόνο για τις αξιόλογες πληροφορίες που δίνει σχετικά με την υδραργυρίαση υδατικής προέλευσης, αλλά γιατί αντιμετώπισε με ευφυή τρόπο το θέμα των σχέσεων ιατρικής και δικαίου, σκιαγραφώντας έτσι τα βασικά προβλήματα της ιατροδικαστικής. Τιμή ανήκει και στον Πάολο Ζακκία (1584-1659), που με τα μνημειώδη του «Ιατροδικαστικά προβλήματα» πρέπει να θεωρηθεί ο πραγματικός ιδρυτής του ιατρικού αυτού κλάδου. Είναι ακόμα ο Ισπανός Ροντρίγκο ντε Κάστρο (1557-1631), που με τους δύο προηγούμενους συνθέτει τη μεγάλη τριάδα των ιατροδικαστών του 17ου αιώνα.Λίγο μεταγενέστερος, ο Γερμανός Γιόχαν Μπον (1640-1718) δίνει περαιτέρω ανάπτυξη σε ό,τι είχαν αρχίσει οι μεγάλοι πρόδρομοί του και ιδίως ο Ζακκία. Ο Μπον είναι εκείνος που πρώτος κατά κάποιο τρόπο κωδικοποίησε τα σχετικά με τη διενέργεια της νεκροτομής.
[1] Ό,τι ονομάζουμε μακιαβελισμό, δηλαδή πολιτικό κυνισμό, δεν ταυτίζεται με τη σκέψη του Μακιαβέλι.[2] Αδένας που υπάρχει στον εγκέφαλο κατά την παιδική ηλικία.
Σημαιοφόρος της ιπποκρατικής αντίληψης για την ιατρική, χωρίς όμως να παραγνωρίζει την αξία της σαν καθαρή επιστήμη, ήταν ο Τόμας Σύντενχαμ (1624-1689), που γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «Άγγλο Ιπποκράτη». Με την απήχηση που βρήκαν οι ιδέες του σε όλη την Ευρώπη, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σχολή ιατρών, που ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για την ανάγκη να είναι ο γιατρός, κυρίως και πριν από κάθε τι άλλο, γιατρός.
Τα ελατήρια πάντως που υπαγόρευσαν την πολεμική μεταξύ των δύο σχολών δεν μπορούν να θεωρηθούν πάντοτε ειλικρινή. Έτσι έχουμε την περίπτωση του Σμπαράλια, που τον βλέπουμε να αντιστρατεύεται με σφοδρότητα τις γνώσεις του Μαλπίγγι. Και για μεν τα σημαντικά λάθη που περιείχε η πολεμική του, είχε από τον Μαλπίγγι την έγγραφη απάντηση. Το βάρος όμως της επίθεσής του αφορούσε την απομάκρυνση του Μαλπίγγι από το πραγματικό ιατρικό επάγγελμα και την αφοσίωσή του σε έρευνες, κατά τη γνώμη του ανώφελες, που παραποιούσαν τη φυσιογνωμία και την αποστολή του ιατρού. Ανάμεσα όμως από τις ευλογοφανείς αυτές θέσεις του Σμπαράλια ξεχώριζε ο φθόνος, μερικές φορές τόσο πολύ, ώστε να κινεί την αγανάκτηση όχι μόνο του περιβάλλοντος του Μαλπίγγι, αλλά και ανθρώπων που συμμερίζονταν στο θεωρητικό επίπεδο τις απόψεις του: ότι δηλαδή ο γιατρός πρέπει να ξαναγίνει κυρίως εκείνο που ήταν κάποτε.
Στις απόψεις του Σύντενχαμ βλέπουμε προοδευτικά να προσχωρούν (χωρίς να τις νοθεύουν με τα ιδιοτελή ελατήρια του Σμπαράλια) όχι μόνον ο Λαντσίζι, για τον οποίον έχουμε κιόλας μιλήσει, αλλά και μερικοί από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ιατρομηχανικής σχολής, όπως ο Μπαλίβι.
Η ανανέωση της κοινωνίας
Στο «νεο-ιπποκρατικό» αυτό πνεύμα δεν ήταν δυνατόν να μην έχουν ασκήσει την επίδρασή τους οι ιδέες που την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει να επικρατούν στα πολιτικά και τα κοινωνικά πλαίσια. Η κρίση του Μεσαίωνα και η ουμανιστική επανάσταση δεν ήταν απλώς φαινόμενα του λόγιου, του επιστημονικού κόσμου, αλλά εκδηλώσεις που ξεκινούσαν από την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο, καλύπτοντας κάθε της πλευρά, και φυσικά και την κοινωνική και την πολιτική.
Μια αναδρομή στα κείμενα του περίφημου Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) είναι στο σημείο αυτό πολύ διαφωτιστική. Η εξουσία δε θεωρείται πια «χάρη του Θεού», αλλά καρπός ανθρώπινων ικανοτήτων.[1] Βρισκόμαστε δηλαδή κιόλας πολύ μακριά από τη μεσαιωνική αντίληψη για την εξουσία και την κοινωνία που της ήταν υποταγμένη.
Η κρίση της ιδέας που είχε ο άνθρωπος για την εξουσία, έφερε κοντά της, όπως ήταν επόμενο, σαν κάτι το αναπόφευκτο, την κρίση της ιδέας της κοινωνίας. Στο βιβλίο του «Ομιλίες στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λιβίου», ο Μακιαβέλι σκιαγραφεί με το ρωμαλέο του ύφος την ιδεώδη δημοκρατία, ελεύθερη κοινωνία ελεύθερων πολιτών.
Το κατακτημένο από τον Ουμανισμό άτομο, αρχίζει να κατακτά με τη σειρά του την κοινωνία, που δεν την παραδέχεται σαν εκμηδενισμό του ατόμου και υποταγή του στον «χάριτι θεία» εξουσιαστή της. Έτσι τα προβλήματα της κοινωνίας καταλαμβάνουν κι αυτά πρωταρχική θέση στο πλαίσιο του 17ου αιώνα, βρίσκοντας μάλιστα θεωρητικά, τις πιο τολμηρές και προοδευτικές λύσεις, χωρίς τη μεσολάβηση μιας επανάστασης. Στο 17ο αιώνα είναι που υποστηρίζεται για πρώτη φορά, αν και σε διαφορετικές βάσεις, ανάλογα με το συγγραφέα, η αντίληψη ότι το θεμέλιο της κοινωνίας αποτελεί ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Και είναι αξιοπρόσεκτο ότι την αντίληψη αυτή δεν εκφράζουν μόνον οι κληρονόμοι της διδασκαλίας του Βάκωνα Άγγλοι εμπειριστές (ο Χομπς, 1588-1679 και κυρίως ο Λοκ, 1632-1704), αλλά και φιλόσοφοι, όπως ο Σπινόζα (1623-1677), που τοποθετούσαν τα προβλήματα της συνείδησης σε ορθολογιστική και όχι σε εμπειρική βάση.
Ο αντίκτυπος στην ιατρική
Τέτοιες ιδέες δεν μπορούσαν να μείνουν νεκρό γράμμα για την επιστήμη και μάλιστα για το γιατρό που ήταν στην κυριολεξία ιατροφιλόσοφος, με την κάθε του ιδιότητα να είναι προϋπόθεση, αλλά και επακόλουθο της άλλης.
Έτσι η ιατρική του 17ου αιώνα στρέφει τα βλέμματά της προσεκτικά στα κοινωνικά προβλήματα. Καρπός του ενδιαφέροντός της θα είναι η γέννηση δύο νέων ιατρικών κλάδων: της κοινωνικής ιατρικής και της ιατροδικαστικής. Οι νέοι αυτοί κλάδοι ή ήταν τελείως ανύπαρκτοι στο παρελθόν ή υπήρχαν γι’ αυτούς απλοί υπαινιγμοί, που δε βεβαίωναν το ότι ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν σε ιδιαίτερες ιατρικές ειδικότητες.
Η αρχαιότητα είχε ασφαλώς ασχοληθεί με τις νόσους που οι κοινωνικές τους επιπτώσεις και προεκτάσεις ήταν αρκετά εμφανείς, όπως με τους «λοιμούς», επιδημίες μαζί και ενδημίες. Το ίδιο ισχύει και για το Μεσαίωνα, ιδίως στην περίοδο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, όταν η σύφιλη, σαν φοβερή επιδημία, μάστιζε την Ευρώπη και η ανακάλυψη ότι μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, δημιουργούσε μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών προβλημάτων. Όμως, το ιατρικό ενδιαφέρον, ούτε στην αρχαιότητα, ούτε κατά το Μεσαίωνα, έφτασε στο σημείο να διαμορφώσει ειδικό ιατρικό κλάδο.
Τα ίδια συνέβαιναν και με τα ιατροδικαστικά προβλήματα. Βέβαια στις σελίδες του Μπενιβιένι βρίσκει κανείς περιγραφές νεκροτομών για τη διαπίστωση της αιτίας του θανάτου, όταν υπήρχαν στη μέση ζητήματα κληρονομιάς ή υποψίες δηλητηρίασης. Αλλά αυτές δεν αποτελούν μαρτυρία ότι πριν από τον 17ο αιώνα υπήρχε ιδιαίτερος ιατροδικαστικός κλάδος.
Πράγματι, τόσο η κοινωνική ιατρική, όσο και η ιατροδικαστική έκαναν την αυτοτελή τους εμφάνιση στην ιστορία της ιατρικής μεταξύ του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα. Η εξέλιξή τους όμως στους αιώνες που ακολούθησαν, υπήρξε ραγδαία.
Οι πρωτοπόροιΣημειώσαμε ήδη στην προηγούμενη ανάρτηση το έργο του Γκέοργκ Μπάουερ (ή Αγκρίκολα) «Περί μεταλλείων», στο οποίο ο συγγραφέας προσφέρει έναν όγκο γνώσεων και αντιμετωπίζει κάθε είδους προβλήματα κοινωνικής υγιεινής, που σχετίζονται με το επάγγελμα των εργατών ορυχείων. Παράλληλα με το έργο αυτό έχουμε και άλλες μαρτυρίες, μερικές από τις οποίες είναι πράγματι αξιόλογες. Ο Παράκελσος, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, στη διάρκεια μιας παραμονής του στο Τιρόλο και την Κορινθία, είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό με ανάλογες παρατηρήσεις.
Μια άλλη επαγγελματική ασθένεια που έπληττε κατά προτίμηση τους εργάτες μαρμάρου, γνωστή τότε σαν «νόσος του αγίου Ρόκκου», απασχόλησε ειδικά έναν άλλον από τους πρωτοπόρους της κοινωνικής ιατρικής: τον Ολλανδό Ύσμπραντ Ντίμερμπραϊκ (1608-1704). Στον ερευνητή αυτόν οφείλονται πολλά: περίφημες κλινικές περιγραφές της πανώλης, η πρώτη ακριβής ανατομική περιγραφή της επίφυσης,[2] την οποία, σύμφωνα με τα λόγια του περίφημου Ζέλιε, δε γνωρίζουμε σήμερα καλύτερα, και τέλος η αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με τις κοινωνικές νόσους.
Η κοινωνική όμως ιατρική, σαν ιδιαίτερος κλάδος, θεμελιωμένος σε νεωτεριστικές αντιλήψεις, εγκαινιάζεται από τον Μπερναρντίνο Ραματσίνι (Κάρπι, 1633 - Μοδένα, 1714), με το έργο του «Περί των νόσων των τεχνιτών», που δημοσιεύτηκε στη Μοδένα το 1700. Το βιβλίο αυτό είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας αυτής επιστήμης.
Ο Ραματσίνι, στην πρώτη έκδοση του έργου του περιγράφει τις επαγγελματικές νόσους 40 περίπου διαφορετικών επαγγελμάτων. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 53, στη δεύτερη έκδοση του έργου του!
Στο βιβλίο του Ραματσίνι υπάρχουν οι ακριβείς περιγραφές νόσων που συνεχίζουν και σήμερα ακόμα να αποτελούν αντικείμενα μελέτης, όπως η μολυβδίαση, οι πυριτιάσεις, η δηλητηρίαση από αντιμόνιο (τυπική στους εργάτες χρωματιστών υαλοπινάκων), από κασσίτερο και από υδράργυρο. Η εξέταση των νόσων αυτών γίνεται σε συσχέτιση με διάφορα επαγγέλματα, όπως του τυπογράφου, του ιατρού, του ζωγράφου, του εργάτη ορυχείων, του φαρμακοποιού κοκ.
Ο Ραματσίνι δεν περιορίζεται στην κλινική περιγραφή των επαγγελματικών νόσων. Ενώ δεν αρνείται τη δυνατότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης, υποστηρίζει όμως την ανάγκη της προφύλαξης. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη κανονισμών για την κάθε εργασία και απαιτεί την εκπόνηση θεσμών συλλογικής υγιεινής, απαραίτητες για την προστασία των εργατών από την επαγγελματική νόσο. Όταν, με το τέλος του 18ου αιώνα, θα πραγματοποιηθεί η βιομηχανική επανάσταση και τα προβλήματα της υγιεινής της εργασίας θα αποκτήσουν δραματική επικαιρότητα, οι Άγγλοι θα ανακαλύψουν και πάλι τον Ραματσίνι, που με τόση ευφυΐα είχε αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα και είχε προτείνει τόσο διορατικές λύσεις.
Η Ιατροδικαστική
Δεν έχει φυσικά να παρουσιάσει τις προόδους της υγιεινής της εργασίας. Ό,τι όμως πέτυχε στον αιώνα αυτόν των καινοτομιών και των ανακατατάξεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο. Και μόνο το γεγονός ότι τα κάθε άλλο παρά εύκολα προβλήματά της απασχόλησαν τν επιστήμη του 17ου αιώνα δεν είναι μικρή υπόθεση.
Η τιμή ανήκει κυρίως στον Φορτουνάτο Φέντελε (1551-1630), όχι μόνο για τις αξιόλογες πληροφορίες που δίνει σχετικά με την υδραργυρίαση υδατικής προέλευσης, αλλά γιατί αντιμετώπισε με ευφυή τρόπο το θέμα των σχέσεων ιατρικής και δικαίου, σκιαγραφώντας έτσι τα βασικά προβλήματα της ιατροδικαστικής. Τιμή ανήκει και στον Πάολο Ζακκία (1584-1659), που με τα μνημειώδη του «Ιατροδικαστικά προβλήματα» πρέπει να θεωρηθεί ο πραγματικός ιδρυτής του ιατρικού αυτού κλάδου. Είναι ακόμα ο Ισπανός Ροντρίγκο ντε Κάστρο (1557-1631), που με τους δύο προηγούμενους συνθέτει τη μεγάλη τριάδα των ιατροδικαστών του 17ου αιώνα.Λίγο μεταγενέστερος, ο Γερμανός Γιόχαν Μπον (1640-1718) δίνει περαιτέρω ανάπτυξη σε ό,τι είχαν αρχίσει οι μεγάλοι πρόδρομοί του και ιδίως ο Ζακκία. Ο Μπον είναι εκείνος που πρώτος κατά κάποιο τρόπο κωδικοποίησε τα σχετικά με τη διενέργεια της νεκροτομής.
[1] Ό,τι ονομάζουμε μακιαβελισμό, δηλαδή πολιτικό κυνισμό, δεν ταυτίζεται με τη σκέψη του Μακιαβέλι.[2] Αδένας που υπάρχει στον εγκέφαλο κατά την παιδική ηλικία.