Στη Γένοβα θυμούνται ακόμα και σήμερα τη σεβάσμια φυσιογνωμία του Ενρίκο Μορσέλλι (1852-1929) που για 40 χρόνια διεύθυνε την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου. Ο Μορσέλλι θεωρείται μαζί με τον Λομπρόζο από τα πιο διακεκριμένα ονόματα της Ιταλίας στο νευροψυχιατρικό και ανθρωπολογικό τομέα.
Ο Μορσέλλι γεννήθηκε στη Μοδένα το 1852. Εκεί πήρε και το πτυχίο της ιατρικής, το 1874. Σε ηλικία 22 ετών ήταν βοηθός στο φρενοκομείο της Ρέτζιο Αιμίλια, μετά βοηθός παθολογικής κλινικής στη Φλωρεντία και σε ηλικία 25 ετών διευθυντής του φρενοκομείου της Ματσεράτα. Εκεί άρχισε το έργο του καταργώντας τα μέσα καταναγκασμού, που αποτελούσαν θλιβερή κληρονομιά του παρελθόντος σχετικά με το ρόλο ενός ιδρύματος για την περίθαλψη των ψυχοπαθών. Πιστεύοντας επιπλέον απόλυτα στο θεραπευτικό ρόλο της εργασίας, δημιούργησε τις πρώτες βιομηχανικές και αγροτικές αποικίες ψυχοπαθών και αίθουσες για την απασχόλησή τους. Ζητούσε την επαφή του αρρώστου με την πραγματικότητα με κάθε τρόπο και την εξάλειψη κάθε εντύπωσης ότι το φρενοκομείο είναι φυλακή.
Για λόγους πάντως δικαιοσύνης πρέπει να αναφέρουμε ότι ανάλογες ιδέες είχαν διατυπωθεί ήδη από το 18ο αιώνα. Ο Βιντσέτσο Κιαρούτζι (1759-1820), στο έργο του «Αναλυτική ιατρική πραγματεία περί παραφροσύνης» διατυπώνει στον σκοτεινό ακόμα «αιώνα των φώτων» μερικές από τις ιδέες του Μορσέλλι. Έγραφε π.χ.: «Είναι ανάγκη εκείνος που διευθύνει τη θεραπεία των μελαγχολικών να γίνεται κύριος της καρδιάς τους, κατακτώντας την εμπιστοσύνη και τις εκμυστηρεύσεις τους».
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Μορσέλλι υπήρξε ο πρώτος που επέτρεψε σε ομάδες ψυχασθενών να βγαίνουν από τα άσυλά τους και να συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στην κοινωνική ζωή. «Οι ψυχοπαθείς πρέπει να νιώθουν σε σας», έλεγε στους νοσοκόμους, «τη φλόγα της αγάπης, όχι την ψυχρή απόσταση του νοσοκόμου και ακόμα χειρότερα του δεσμοφύλακα». Τις αρχές αυτές διεκήρυττε το 1880, όταν σε ηλικία 28 ετών ήταν διευθυντής του φρενοκομείου του Τορίνο, στο οποίο εξακολουθούσαν να εφαρμόζουν ανατριχιαστικές μεθόδους που μόνο θεραπευτικές δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν.
Πώς αντιμετώπιζε όμως ο κόσμος της εποχής του τις πρωτάκουστες για τις αντιλήψεις τους ιδέες του; Το διοικητικό συμβούλιο και οι αρχές της πόλης τον αντάμειψαν με μια δύσκολα αποκρυπτόμενη εχθρότητα και δεν ενέκριναν από την οικονομική ιδίως πλευρά τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες.
Στην περίοδο εκείνη δημοσίευσε το «Εγχειρίδιο σημειολογίας των ψυχικών νόσων» και ίδρυσε με τον Ταμπουρίνι (Tamburini) την «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής και ιατροδικαστικής» και με τον Τάντσι (Tanzi) την «Επιθεώρηση νευρικής και ψυχικής παθολογίας». Στην τελευταία αυτή έκδοσή του ζητάει μια νομοθεσία που να μεταφέρει το θεραπευτικό έργο των ψυχοπαθών από το φρενοκομείο σ’ ένα επιστημονικά οργανωμένο ψυχιατρείο.
Ο Μορσέλλι, που είχε ακόμα την επιμέλεια της έκδοσης της «Επιθεώρησης επιστημονικής φιλοσοφίας», συγκεντρώνει γύρω του στον αγώνα του τους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, που παραδέχονταν τις θετικιστικές του κατευθύνσεις.
Σε ηλικία 37 ετών, το 1889, ανέλαβε τη διεύθυνση του Νοσοκομείου της Γένοβας, που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Εκεί ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους της Ψυχιατρικής Κλινικής της πόλης. Οι άλλοι δύο ήταν ο Ούγκο Τσερλέττι (Ugo Cerletti) (1877-1963) και ο Λιονέλλο ντε Λίζι.
Τα έργα του ακολουθούν το ένα το άλλο: «Οι τραυματικές νευρώσεις», βιβλίο για την ευθανασία, «Ψυχολογία και πνευματισμός» και η περίφημη «Γενική ανθρωπολογία», στην οποία ο Μορσέλλι, πεπεισμένος οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης, συγκεντρώνει ό,τι σχετικό νόμιζαν ότι γνωρίζουν οι επιστήμονες των αρχών του αιώνα μας.
Στη Γένοβα επανέλαβε την έκδοση των «Ψυχιατρικών Τετραδίων» που είχε ιδρύσει το 1911 ο Ουμπέρτο Μαζίνι (Umberto Mazzini). Οι ιατροδικαστικές του γνωμοδοτήσεις έχουν στο μεταξύ ξεπεράσει κάθε αριθμό. Εξάλλου μια πλήρης βιβλιογραφία του θα περιλάμβανε περισσότερες από 500 δημοσιεύσεις.
Σε ηλικία 77 ετών, λίγο πριν από το θάνατό του, δημοσιεύει ένα δίτομο έργο με τον τίτλο «Η ψυχανάλυση» (Τορίνο, 1926). Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη απόπειρα εισαγωγής των φροϋδικών ιδεών στην Ιταλία, σε μια περίοδο μάλιστα που κάθε τι που σχετιζόταν με τον Φρόυντ αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα ή αδιαφορία στη χώρα του. Η κριτική δέχτηκε χλιαρά τους δύο αυτούς τόμους, αφιερωμένους στον Ρομπέρτο Αρντιγκό (Roberto Ardigo) (1828-1920) και τον Τσεζάρε Λομπρόζο. Το κοινό όμως τους δέχτηκε με μεγάλο ενδιαφέρον που κέντριζε η περιέργεια γύρω από τα κεφάλαια του έρωτα, λίμπιντο και παιδικού ερωτισμού. Από καθαρά επιστημονική, πάντως, άποψη, η εργασία του Μορσέλλι δεν ξεπερνά το στάδιο μιας ευσυνείδητης ανθολόγησης του έργου του Φρόυντ, με έλλειψη μάλιστα κατανόησης του θέματος.
Όταν ο Φρόυντ του έγραψε ευχαριστώντας τον, σημείωνε με λύπη του τις επιφυλάξεις του Ιταλού επιστήμονα. Τις επιφυλάξεις αυτές εκθέτει ο Μορσέλλι στον πρόλογο του έργου του. Επρόκειτο για μια διάθεση κριτικής των γενικών αρχών της ψυχανάλυσης, μερικές από τις οποίες χαρακτηρίζει παραδοξολογίες και γεννήματα φαντασίας. Ο Μορσέλλι αντιτίθετο ακόμα στις υπερβολές των φανατικών να θεωρούν τη φροϋδική θεωρία ισοδύναμη με την ανακάλυψη του πλανητικού συστήματος κλπ. Και καταλήγει: «Γι’ αυτό δεν μπορούμε να ενθουσιαστούμε με την ψυχανάλυση, ούτε όμως και να την απορρίψουμε ολόκληρη από προκατάληψη. Θέλουμε να την κρίνουμε ανεπηρέαστοι κι έτσι θα δεχτούμε εκείνο που το κριτήριο της ορθότητας θα αποδείξει άξιο παραδοχής στις θεωρίες της. Για τα υπόλοιπα και ιδίως για τις ψυχολογικές της μεθόδους, για ορισμένες από τις ψυχοθεραπευτικές της επιτυχίες που προβάλλονται για αρκετά σταθερές και ασφαλείς, προτιμάμε να κρατήσουμε επιφυλάξεις και να μείνουμε σε στάση λίγο πολύ ευμενούς αναμονής... και συνετής προσοχής».
Από το κείμενο αυτό γίνεται αντιληπτή τόσο η θετική όσο και αρνητική πλευρά της στάσης του Μορσέλλι απέναντι στο διάσημο Βιεννέζο συνάδελφό του. Ο θετικιστής βρισκόταν σε αμηχανία απέναντι στο πρόβλημα των κινήτρων που ο φροϋδισμός τοποθετεί στο υποσυνείδητο. Όσο για τη θεραπευτική της ψυχανάλυσης στην οποία αφιερώνει το 2ο τόμο έργου του, δεν παραλείπει να σημειώνει το παρατεταμένο και πολυέξοδο της θεραπείας, το ιεροεξεταστικό βασανιστήριο της εξέτασης και τους κινδύνους της ετεροϋποβολής.
Ίσως οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιταλία να μην επέτρεπαν βαθύτερη αντιμετώπιση της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ίσως ο Μορσέλλι να προτιμούσε τις θετικότερες απόψεις του Παβλόφ από τις θεωρίες του Φρόυντ. Παρ’ όλα αυτά δε δίστασε να επιχειρήσει σε ηλικία 74 ετών τη συγγραφή ενός έργου που κανείς μέχρι τότε δεν είχε αναλάβει στη χώρα του.
Ο Μορσέλλι εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται από τους καλύτερους ψυχιάτρους της Ιταλίας, όχι απλώς ως επιστήμονας, αλλά και ως άνθρωπος με βαθύ αίσθημα αγάπης για τους συνανθρώπους του. Τα λόγια που ακολουθούν, πλούσια σε ρητορισμό, χαρακτηριστικό της εποχής του, είναι αρκετά εύγλωττα:«Αγαπάμε το φρενοκομείο μας, όπως ο ναυτικός το πλοίο του, όπως ο στρατιώτης το χαράκωμά του. Εδώ είναι που δίνουμε τη μάχη μας με την άστοργη φύση. Εδώ είναι που πασχίζουμε να αποσπάσουμε από την αρρώστια τα τελευταία απομεινάρια ενός φτωχού λογικού που σβήνει. Εδώ είναι που παίρνουμε όλες μας τις ικανοποιήσεις που πλάι στις πολλές και αλλοίμονο, ίσως πολύ συχνές ήττες, σημειώνουμε με βαθειά ικανοποίηση ψυχής τις νίκες μας».
Ο Μορσέλλι γεννήθηκε στη Μοδένα το 1852. Εκεί πήρε και το πτυχίο της ιατρικής, το 1874. Σε ηλικία 22 ετών ήταν βοηθός στο φρενοκομείο της Ρέτζιο Αιμίλια, μετά βοηθός παθολογικής κλινικής στη Φλωρεντία και σε ηλικία 25 ετών διευθυντής του φρενοκομείου της Ματσεράτα. Εκεί άρχισε το έργο του καταργώντας τα μέσα καταναγκασμού, που αποτελούσαν θλιβερή κληρονομιά του παρελθόντος σχετικά με το ρόλο ενός ιδρύματος για την περίθαλψη των ψυχοπαθών. Πιστεύοντας επιπλέον απόλυτα στο θεραπευτικό ρόλο της εργασίας, δημιούργησε τις πρώτες βιομηχανικές και αγροτικές αποικίες ψυχοπαθών και αίθουσες για την απασχόλησή τους. Ζητούσε την επαφή του αρρώστου με την πραγματικότητα με κάθε τρόπο και την εξάλειψη κάθε εντύπωσης ότι το φρενοκομείο είναι φυλακή.
Για λόγους πάντως δικαιοσύνης πρέπει να αναφέρουμε ότι ανάλογες ιδέες είχαν διατυπωθεί ήδη από το 18ο αιώνα. Ο Βιντσέτσο Κιαρούτζι (1759-1820), στο έργο του «Αναλυτική ιατρική πραγματεία περί παραφροσύνης» διατυπώνει στον σκοτεινό ακόμα «αιώνα των φώτων» μερικές από τις ιδέες του Μορσέλλι. Έγραφε π.χ.: «Είναι ανάγκη εκείνος που διευθύνει τη θεραπεία των μελαγχολικών να γίνεται κύριος της καρδιάς τους, κατακτώντας την εμπιστοσύνη και τις εκμυστηρεύσεις τους».
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Μορσέλλι υπήρξε ο πρώτος που επέτρεψε σε ομάδες ψυχασθενών να βγαίνουν από τα άσυλά τους και να συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στην κοινωνική ζωή. «Οι ψυχοπαθείς πρέπει να νιώθουν σε σας», έλεγε στους νοσοκόμους, «τη φλόγα της αγάπης, όχι την ψυχρή απόσταση του νοσοκόμου και ακόμα χειρότερα του δεσμοφύλακα». Τις αρχές αυτές διεκήρυττε το 1880, όταν σε ηλικία 28 ετών ήταν διευθυντής του φρενοκομείου του Τορίνο, στο οποίο εξακολουθούσαν να εφαρμόζουν ανατριχιαστικές μεθόδους που μόνο θεραπευτικές δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν.
Πώς αντιμετώπιζε όμως ο κόσμος της εποχής του τις πρωτάκουστες για τις αντιλήψεις τους ιδέες του; Το διοικητικό συμβούλιο και οι αρχές της πόλης τον αντάμειψαν με μια δύσκολα αποκρυπτόμενη εχθρότητα και δεν ενέκριναν από την οικονομική ιδίως πλευρά τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες.
Στην περίοδο εκείνη δημοσίευσε το «Εγχειρίδιο σημειολογίας των ψυχικών νόσων» και ίδρυσε με τον Ταμπουρίνι (Tamburini) την «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής και ιατροδικαστικής» και με τον Τάντσι (Tanzi) την «Επιθεώρηση νευρικής και ψυχικής παθολογίας». Στην τελευταία αυτή έκδοσή του ζητάει μια νομοθεσία που να μεταφέρει το θεραπευτικό έργο των ψυχοπαθών από το φρενοκομείο σ’ ένα επιστημονικά οργανωμένο ψυχιατρείο.
Ο Μορσέλλι, που είχε ακόμα την επιμέλεια της έκδοσης της «Επιθεώρησης επιστημονικής φιλοσοφίας», συγκεντρώνει γύρω του στον αγώνα του τους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, που παραδέχονταν τις θετικιστικές του κατευθύνσεις.
Σε ηλικία 37 ετών, το 1889, ανέλαβε τη διεύθυνση του Νοσοκομείου της Γένοβας, που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Εκεί ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους της Ψυχιατρικής Κλινικής της πόλης. Οι άλλοι δύο ήταν ο Ούγκο Τσερλέττι (Ugo Cerletti) (1877-1963) και ο Λιονέλλο ντε Λίζι.
Τα έργα του ακολουθούν το ένα το άλλο: «Οι τραυματικές νευρώσεις», βιβλίο για την ευθανασία, «Ψυχολογία και πνευματισμός» και η περίφημη «Γενική ανθρωπολογία», στην οποία ο Μορσέλλι, πεπεισμένος οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης, συγκεντρώνει ό,τι σχετικό νόμιζαν ότι γνωρίζουν οι επιστήμονες των αρχών του αιώνα μας.
Στη Γένοβα επανέλαβε την έκδοση των «Ψυχιατρικών Τετραδίων» που είχε ιδρύσει το 1911 ο Ουμπέρτο Μαζίνι (Umberto Mazzini). Οι ιατροδικαστικές του γνωμοδοτήσεις έχουν στο μεταξύ ξεπεράσει κάθε αριθμό. Εξάλλου μια πλήρης βιβλιογραφία του θα περιλάμβανε περισσότερες από 500 δημοσιεύσεις.
Σε ηλικία 77 ετών, λίγο πριν από το θάνατό του, δημοσιεύει ένα δίτομο έργο με τον τίτλο «Η ψυχανάλυση» (Τορίνο, 1926). Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη απόπειρα εισαγωγής των φροϋδικών ιδεών στην Ιταλία, σε μια περίοδο μάλιστα που κάθε τι που σχετιζόταν με τον Φρόυντ αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα ή αδιαφορία στη χώρα του. Η κριτική δέχτηκε χλιαρά τους δύο αυτούς τόμους, αφιερωμένους στον Ρομπέρτο Αρντιγκό (Roberto Ardigo) (1828-1920) και τον Τσεζάρε Λομπρόζο. Το κοινό όμως τους δέχτηκε με μεγάλο ενδιαφέρον που κέντριζε η περιέργεια γύρω από τα κεφάλαια του έρωτα, λίμπιντο και παιδικού ερωτισμού. Από καθαρά επιστημονική, πάντως, άποψη, η εργασία του Μορσέλλι δεν ξεπερνά το στάδιο μιας ευσυνείδητης ανθολόγησης του έργου του Φρόυντ, με έλλειψη μάλιστα κατανόησης του θέματος.
Όταν ο Φρόυντ του έγραψε ευχαριστώντας τον, σημείωνε με λύπη του τις επιφυλάξεις του Ιταλού επιστήμονα. Τις επιφυλάξεις αυτές εκθέτει ο Μορσέλλι στον πρόλογο του έργου του. Επρόκειτο για μια διάθεση κριτικής των γενικών αρχών της ψυχανάλυσης, μερικές από τις οποίες χαρακτηρίζει παραδοξολογίες και γεννήματα φαντασίας. Ο Μορσέλλι αντιτίθετο ακόμα στις υπερβολές των φανατικών να θεωρούν τη φροϋδική θεωρία ισοδύναμη με την ανακάλυψη του πλανητικού συστήματος κλπ. Και καταλήγει: «Γι’ αυτό δεν μπορούμε να ενθουσιαστούμε με την ψυχανάλυση, ούτε όμως και να την απορρίψουμε ολόκληρη από προκατάληψη. Θέλουμε να την κρίνουμε ανεπηρέαστοι κι έτσι θα δεχτούμε εκείνο που το κριτήριο της ορθότητας θα αποδείξει άξιο παραδοχής στις θεωρίες της. Για τα υπόλοιπα και ιδίως για τις ψυχολογικές της μεθόδους, για ορισμένες από τις ψυχοθεραπευτικές της επιτυχίες που προβάλλονται για αρκετά σταθερές και ασφαλείς, προτιμάμε να κρατήσουμε επιφυλάξεις και να μείνουμε σε στάση λίγο πολύ ευμενούς αναμονής... και συνετής προσοχής».
Από το κείμενο αυτό γίνεται αντιληπτή τόσο η θετική όσο και αρνητική πλευρά της στάσης του Μορσέλλι απέναντι στο διάσημο Βιεννέζο συνάδελφό του. Ο θετικιστής βρισκόταν σε αμηχανία απέναντι στο πρόβλημα των κινήτρων που ο φροϋδισμός τοποθετεί στο υποσυνείδητο. Όσο για τη θεραπευτική της ψυχανάλυσης στην οποία αφιερώνει το 2ο τόμο έργου του, δεν παραλείπει να σημειώνει το παρατεταμένο και πολυέξοδο της θεραπείας, το ιεροεξεταστικό βασανιστήριο της εξέτασης και τους κινδύνους της ετεροϋποβολής.
Ίσως οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιταλία να μην επέτρεπαν βαθύτερη αντιμετώπιση της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ίσως ο Μορσέλλι να προτιμούσε τις θετικότερες απόψεις του Παβλόφ από τις θεωρίες του Φρόυντ. Παρ’ όλα αυτά δε δίστασε να επιχειρήσει σε ηλικία 74 ετών τη συγγραφή ενός έργου που κανείς μέχρι τότε δεν είχε αναλάβει στη χώρα του.
Ο Μορσέλλι εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται από τους καλύτερους ψυχιάτρους της Ιταλίας, όχι απλώς ως επιστήμονας, αλλά και ως άνθρωπος με βαθύ αίσθημα αγάπης για τους συνανθρώπους του. Τα λόγια που ακολουθούν, πλούσια σε ρητορισμό, χαρακτηριστικό της εποχής του, είναι αρκετά εύγλωττα:«Αγαπάμε το φρενοκομείο μας, όπως ο ναυτικός το πλοίο του, όπως ο στρατιώτης το χαράκωμά του. Εδώ είναι που δίνουμε τη μάχη μας με την άστοργη φύση. Εδώ είναι που πασχίζουμε να αποσπάσουμε από την αρρώστια τα τελευταία απομεινάρια ενός φτωχού λογικού που σβήνει. Εδώ είναι που παίρνουμε όλες μας τις ικανοποιήσεις που πλάι στις πολλές και αλλοίμονο, ίσως πολύ συχνές ήττες, σημειώνουμε με βαθειά ικανοποίηση ψυχής τις νίκες μας».