28/9/09

Ενρίκο Μορσέλλι (Enrico Morselli) [102]

Στη Γένοβα θυμούνται ακόμα και σήμερα τη σεβάσμια φυσιογνωμία του Ενρίκο Μορσέλλι (1852-1929) που για 40 χρόνια διεύθυνε την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου. Ο Μορσέλλι θεωρείται μαζί με τον Λομπρόζο από τα πιο διακεκριμένα ονόματα της Ιταλίας στο νευροψυχιατρικό και ανθρωπολογικό τομέα.
Ο Μορσέλλι γεννήθηκε στη Μοδένα το 1852. Εκεί πήρε και το πτυχίο της ιατρικής, το 1874. Σε ηλικία 22 ετών ήταν βοηθός στο φρενοκομείο της Ρέτζιο Αιμίλια, μετά βοηθός παθολογικής κλινικής στη Φλωρεντία και σε ηλικία 25 ετών διευθυντής του φρενοκομείου της Ματσεράτα. Εκεί άρχισε το έργο του καταργώντας τα μέσα καταναγκασμού, που αποτελούσαν θλιβερή κληρονομιά του παρελθόντος σχετικά με το ρόλο ενός ιδρύματος για την περίθαλψη των ψυχοπαθών. Πιστεύοντας επιπλέον απόλυτα στο θεραπευτικό ρόλο της εργασίας, δημιούργησε τις πρώτες βιομηχανικές και αγροτικές αποικίες ψυχοπαθών και αίθουσες για την απασχόλησή τους. Ζητούσε την επαφή του αρρώστου με την πραγματικότητα με κάθε τρόπο και την εξάλειψη κάθε εντύπωσης ότι το φρενοκομείο είναι φυλακή.
Για λόγους πάντως δικαιοσύνης πρέπει να αναφέρουμε ότι ανάλογες ιδέες είχαν διατυπωθεί ήδη από το 18ο αιώνα. Ο Βιντσέτσο Κιαρούτζι (1759-1820), στο έργο του «Αναλυτική ιατρική πραγματεία περί παραφροσύνης» διατυπώνει στον σκοτεινό ακόμα «αιώνα των φώτων» μερικές από τις ιδέες του Μορσέλλι. Έγραφε π.χ.: «Είναι ανάγκη εκείνος που διευθύνει τη θεραπεία των μελαγχολικών να γίνεται κύριος της καρδιάς τους, κατακτώντας την εμπιστοσύνη και τις εκμυστηρεύσεις τους».
Με τέτοιες αντιλήψεις ο Μορσέλλι υπήρξε ο πρώτος που επέτρεψε σε ομάδες ψυχασθενών να βγαίνουν από τα άσυλά τους και να συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στην κοινωνική ζωή. «Οι ψυχοπαθείς πρέπει να νιώθουν σε σας», έλεγε στους νοσοκόμους, «τη φλόγα της αγάπης, όχι την ψυχρή απόσταση του νοσοκόμου και ακόμα χειρότερα του δεσμοφύλακα». Τις αρχές αυτές διεκήρυττε το 1880, όταν σε ηλικία 28 ετών ήταν διευθυντής του φρενοκομείου του Τορίνο, στο οποίο εξακολουθούσαν να εφαρμόζουν ανατριχιαστικές μεθόδους που μόνο θεραπευτικές δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν.
Πώς αντιμετώπιζε όμως ο κόσμος της εποχής του τις πρωτάκουστες για τις αντιλήψεις τους ιδέες του; Το διοικητικό συμβούλιο και οι αρχές της πόλης τον αντάμειψαν με μια δύσκολα αποκρυπτόμενη εχθρότητα και δεν ενέκριναν από την οικονομική ιδίως πλευρά τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες.
Στην περίοδο εκείνη δημοσίευσε το «Εγχειρίδιο σημειολογίας των ψυχικών νόσων» και ίδρυσε με τον Ταμπουρίνι (Tamburini) την «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής και ιατροδικαστικής» και με τον Τάντσι (Tanzi) την «Επιθεώρηση νευρικής και ψυχικής παθολογίας». Στην τελευταία αυτή έκδοσή του ζητάει μια νομοθεσία που να μεταφέρει το θεραπευτικό έργο των ψυχοπαθών από το φρενοκομείο σ’ ένα επιστημονικά οργανωμένο ψυχιατρείο.
Ο Μορσέλλι, που είχε ακόμα την επιμέλεια της έκδοσης της «Επιθεώρησης επιστημονικής φιλοσοφίας», συγκεντρώνει γύρω του στον αγώνα του τους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, που παραδέχονταν τις θετικιστικές του κατευθύνσεις.
Σε ηλικία 37 ετών, το 1889, ανέλαβε τη διεύθυνση του Νοσοκομείου της Γένοβας, που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Εκεί ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους της Ψυχιατρικής Κλινικής της πόλης. Οι άλλοι δύο ήταν ο Ούγκο Τσερλέττι (Ugo Cerletti) (1877-1963) και ο Λιονέλλο ντε Λίζι.
Τα έργα του ακολουθούν το ένα το άλλο: «Οι τραυματικές νευρώσεις», βιβλίο για την ευθανασία, «Ψυχολογία και πνευματισμός» και η περίφημη «Γενική ανθρωπολογία», στην οποία ο Μορσέλλι, πεπεισμένος οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης, συγκεντρώνει ό,τι σχετικό νόμιζαν ότι γνωρίζουν οι επιστήμονες των αρχών του αιώνα μας.
Στη Γένοβα επανέλαβε την έκδοση των «Ψυχιατρικών Τετραδίων» που είχε ιδρύσει το 1911 ο Ουμπέρτο Μαζίνι (Umberto Mazzini). Οι ιατροδικαστικές του γνωμοδοτήσεις έχουν στο μεταξύ ξεπεράσει κάθε αριθμό. Εξάλλου μια πλήρης βιβλιογραφία του θα περιλάμβανε περισσότερες από 500 δημοσιεύσεις.
Σε ηλικία 77 ετών, λίγο πριν από το θάνατό του, δημοσιεύει ένα δίτομο έργο με τον τίτλο «Η ψυχανάλυση» (Τορίνο, 1926). Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη απόπειρα εισαγωγής των φροϋδικών ιδεών στην Ιταλία, σε μια περίοδο μάλιστα που κάθε τι που σχετιζόταν με τον Φρόυντ αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα ή αδιαφορία στη χώρα του. Η κριτική δέχτηκε χλιαρά τους δύο αυτούς τόμους, αφιερωμένους στον Ρομπέρτο Αρντιγκό (Roberto Ardigo) (1828-1920) και τον Τσεζάρε Λομπρόζο. Το κοινό όμως τους δέχτηκε με μεγάλο ενδιαφέρον που κέντριζε η περιέργεια γύρω από τα κεφάλαια του έρωτα, λίμπιντο και παιδικού ερωτισμού. Από καθαρά επιστημονική, πάντως, άποψη, η εργασία του Μορσέλλι δεν ξεπερνά το στάδιο μιας ευσυνείδητης ανθολόγησης του έργου του Φρόυντ, με έλλειψη μάλιστα κατανόησης του θέματος.
Όταν ο Φρόυντ του έγραψε ευχαριστώντας τον, σημείωνε με λύπη του τις επιφυλάξεις του Ιταλού επιστήμονα. Τις επιφυλάξεις αυτές εκθέτει ο Μορσέλλι στον πρόλογο του έργου του. Επρόκειτο για μια διάθεση κριτικής των γενικών αρχών της ψυχανάλυσης, μερικές από τις οποίες χαρακτηρίζει παραδοξολογίες και γεννήματα φαντασίας. Ο Μορσέλλι αντιτίθετο ακόμα στις υπερβολές των φανατικών να θεωρούν τη φροϋδική θεωρία ισοδύναμη με την ανακάλυψη του πλανητικού συστήματος κλπ. Και καταλήγει: «Γι’ αυτό δεν μπορούμε να ενθουσιαστούμε με την ψυχανάλυση, ούτε όμως και να την απορρίψουμε ολόκληρη από προκατάληψη. Θέλουμε να την κρίνουμε ανεπηρέαστοι κι έτσι θα δεχτούμε εκείνο που το κριτήριο της ορθότητας θα αποδείξει άξιο παραδοχής στις θεωρίες της. Για τα υπόλοιπα και ιδίως για τις ψυχολογικές της μεθόδους, για ορισμένες από τις ψυχοθεραπευτικές της επιτυχίες που προβάλλονται για αρκετά σταθερές και ασφαλείς, προτιμάμε να κρατήσουμε επιφυλάξεις και να μείνουμε σε στάση λίγο πολύ ευμενούς αναμονής... και συνετής προσοχής».
Από το κείμενο αυτό γίνεται αντιληπτή τόσο η θετική όσο και αρνητική πλευρά της στάσης του Μορσέλλι απέναντι στο διάσημο Βιεννέζο συνάδελφό του. Ο θετικιστής βρισκόταν σε αμηχανία απέναντι στο πρόβλημα των κινήτρων που ο φροϋδισμός τοποθετεί στο υποσυνείδητο. Όσο για τη θεραπευτική της ψυχανάλυσης στην οποία αφιερώνει το 2ο τόμο έργου του, δεν παραλείπει να σημειώνει το παρατεταμένο και πολυέξοδο της θεραπείας, το ιεροεξεταστικό βασανιστήριο της εξέτασης και τους κινδύνους της ετεροϋποβολής.
Ίσως οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιταλία να μην επέτρεπαν βαθύτερη αντιμετώπιση της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ίσως ο Μορσέλλι να προτιμούσε τις θετικότερες απόψεις του Παβλόφ από τις θεωρίες του Φρόυντ. Παρ’ όλα αυτά δε δίστασε να επιχειρήσει σε ηλικία 74 ετών τη συγγραφή ενός έργου που κανείς μέχρι τότε δεν είχε αναλάβει στη χώρα του.
Ο Μορσέλλι εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται από τους καλύτερους ψυχιάτρους της Ιταλίας, όχι απλώς ως επιστήμονας, αλλά και ως άνθρωπος με βαθύ αίσθημα αγάπης για τους συνανθρώπους του. Τα λόγια που ακολουθούν, πλούσια σε ρητορισμό, χαρακτηριστικό της εποχής του, είναι αρκετά εύγλωττα:«Αγαπάμε το φρενοκομείο μας, όπως ο ναυτικός το πλοίο του, όπως ο στρατιώτης το χαράκωμά του. Εδώ είναι που δίνουμε τη μάχη μας με την άστοργη φύση. Εδώ είναι που πασχίζουμε να αποσπάσουμε από την αρρώστια τα τελευταία απομεινάρια ενός φτωχού λογικού που σβήνει. Εδώ είναι που παίρνουμε όλες μας τις ικανοποιήσεις που πλάι στις πολλές και αλλοίμονο, ίσως πολύ συχνές ήττες, σημειώνουμε με βαθειά ικανοποίηση ψυχής τις νίκες μας».

24/9/09

Κάρλο Φορλανίνι - Φέρντιναντ Ζάουερμπρουχ [101]

Ο Κάρλο Φορλανίνι (Carlo Forlanini) γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1847 από οικογένεια διανοούμενων. Τέλειωσε τις κλασικές του σπουδές στο Μιλάνο και στο Κόμο και σε ηλικία 19 ετών γράφτηκε στην ιατρική στην Παβία (Κολλέγιο Μπορρομέο).
Ήταν σπουδαστής του 4ου έτους όταν δημοσίευσε την πρώτη του πειραματική εργασία σε θέμα γενικής παθολογίας. Το 1870 ανακηρύχθηκε διδάκτορας με μια διατριβή του σε οφθαλμολογικό θέμα, οι εικόνες της οποίας ήταν σχεδιασμένες από τον ίδιο με ακρίβεια και καλλιτεχνική λεπτότητα. Αφού εργάστηκε για λίγο στην Οφθαλμολογική Κλινική της Παβίας, πήγε στο Μιλάνο ως βοηθός στο Οσπεντάλε Ματζόρε.
Από τα πρώτα τον απασχόλησε το θέμα της φυματίωσης, που τα χρόνια εκείνα ακριβώς είχε αποδειχθεί μεταδοτική χάρη στις εργασίες του Βιλλεμέν. Από τα προβλήματα της παθολογίας του αναπνευστικού συστήματος τον ενδιέφεραν κυρίως το πνευμονικό εμφύσημα, η ελαστική υφή του πνεύμονα και η ευαισθησία του στους λοιμώδεις παράγοντες. Επάνω σε τέτοιες μελέτες στήριξε τη θεωρία του για τον «τεχνητό πνευμοθώρακα».
Την εποχή εκείνη ακριβώς είχε ανακαλύψει ο Κοχ το μικρόβιο της φυματίωσης. Έπρεπε όμως να φτάσουμε το 1944 για την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης για να μπορούμε να μιλήσουμε για θεραπεία της νόσου. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί πρωτοποριακή η εργασία του «Συμβολή στη χειρουργική θεραπεία της πνευμονικής φυματίωσης. Πνευμονεκτομή; Τεχνητός πνευμοθώρακας;» Ας δούμε όμως συνοπτικά σε τι συνίσταται η θεωρία του.
Ο πνεύμονας είναι ένα ελαστικό όργανο που εκτείνεται κατά την εισπνευστική διαστολή του θωρακικού λοβού και μαζεύει, χάρη στην ελαστικότητά του, κατά τη φάση της εκπνοής που ακολουθεί. Η συσταλτική του όμως ικανότητα δεν εξαντλείται κατά την εκπνοή επειδή βρίσκεται μέσα στον κλειστό χώρο της κοιλότητας του υπεζωκότα, στον οποίον επικρατεί αρνητική πίεση, που κυμαίνεται ανάλογα με τη φάση της αναπνοής. Αν τώρα στον πνεύμονα που βρίσκεται υπό συνεχή τάση συμβεί ένα τραύμα από την επίδραση κάποιου εξωτερικού παράγοντα ή από μια λοίμωξη όπως η φυματίωση, το τραύμα αυτό που το περίγραμμά του υφίσταται την επίδραση ελκτικών δυνάμεων διευρύνεται και μεταβάλλεται σε σπήλαιο.
Από τη θεωρητική αυτή τοποθέτηση του Φορλανίνι ξεκινά η θεωρία του για τη θεραπευτική εφαρμογή του πνευμοθώρακα. Αν εισάγουμε αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα, δηλαδή γύρω από τον πνεύμονα και του επιτρέψουμε έτσι να συσταλεί εξαντλώντας τη συσταλτική του ικανότητα, μπορούμε να τον κρατήσουμε ακίνητο, σε ανάπαυση, για όσο καιρό θα χρειαστούν οι ιαματικές δυνάμεις του οργανισμού να εξαλείψουν την εστία της φυματίωσης.
Το 1895, δεκατρία χρόνια μετά τη θεωρητική του θεμελίωση, ο Φορλανίνι εφάρμοσε τον πνευμοθώρακα που καταργεί τη λειτουργία του άρρωστου πνεύμονα, όσο και η εγχείρηση που απομακρύνει τον πνεύμονα, μπορούν να θεραπεύσουν τη νόσο. Φυσικά ο πνεύμονας που απομένει πρέπει να είναι σε θέση να επαρκέσει στις ανάγκες του οργανισμού. Ο πνευμοθώρακας είναι ευκολότερος σε εκτέλεση και επιτρέπει την επανάκτηση της λειτουργίας του άρρωστου πνεύμονα, μερικώς ή ολικώς.
Σύντομα η σχολή του Φορλανίνι απέκτησε παγκόσμια φήμη. Ο Εουτζένιο Μορέλλι, ο νεώτερος βοηθός του, ενθουσιώδης και μαχητικός, εξασφαλίζει τον θρίαμβο του Φορλανίνι στο Διεθνές Φυματιολογικό Συνέδριο της Ρώμης το 1912. Από τότε ο πνευμοθώρακας γίνεται μέσο σωτηρίας χιλιάδων φυματικών.
Η θεωρία του Φορλανίνι για τη γένεση της φυματίωσης αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του αγώνα κατά της νόσου, όσο κι αν αργότερα ξεπεράστηκε εν μέρει χάρη στην κατάκτηση βαθύτερων γνώσεων από την επιστήμη. Ο ίδιος, σαν επιστήμονας, κινήθηκε σε μεγάλο αριθμό τομέων έρευνας. Μερικά από τα θέματα αυτά ήταν: η θεραπεία των πλευρίτιδων, τα αίτια και η παθογένεια του πνευμονικού εμφυσήματος, η παθογένεια της αρτηριακής υπέρτασης, η θεραπευτική χρήση των εκχυλισμάτων των επινεφριδίων κλπ. Ως μέσο έρευνας χρησιμοποίησε και τον ίδιο τον εαυτό του (είχε περάσει πλευρίτιδα).
Ο Φορλανίνι τελειοποίησε επίσης τη συσκευή του Γερμανού Βάλντενμπουργκ (Friedrich Waldenburg) (1837-1881), που ήταν ένα κώδωνας για την παροχή αέρα υπό ελεγχόμενη πίεση, μακρινός πρόγονος των ανάλογων συσκευών που χρησιμοποιούνται σήμερα στην αναισθησιολογία. Το ίδιο και οι μελέτες του για τη θεραπεία με εισπνοές προηγούνται δεκάδες χρόνια της εισπνοθεραπείας της δικής μας εποχής με φάρμακα σε κατάσταση aerosol. Είναι ακόμα πρωτοπόρος στον τομέα της σπειρομετρίας.[1] Τι να πει όμως κανείς όταν ακόμα και στην εποχή του θριάμβου των αντιβιοτικών, στην εποχή μας, η «συμπτυξιοθεραπεία του πνεύμονα», όπως λέγεται η θεραπευτική με τον τεχνητό πνευμοθώρακα, δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία της για τις περιπτώσεις εκείνες που παρά την εξόντωση των μικροβίων, οι πνευμονικές αλλοιώσεις δεν εννοούν να υποχωρήσουν; Στο σημείο αυτό ο Φορλανίνι σκεπτόταν προφητικά όταν έγραφε ότι «η θεραπεία που προτείνω ισχύει ανεξάρτητα από τον βάκιλο για τον λόγο ότι ο ιστός μπορεί να νοσήσει και ανεξάρτητα από αυτόν». Ακόμα υποστήριζε ότι «ο πνευμοθώρακας όχι μόνο θεραπεύει τη φυματίωση, αλλά αν εφαρμοστεί έγκαιρα εμποδίζει το σχηματισμό της».
Ο Φορλανίνι πέθανε το 1918. Από τότε μεσολάβησαν 50 και πλέον χρόνια, στο διάστημα των οποίων η φαρμακευτική θεραπεία της φυματίωσης πραγματοποίησε άλματα. Η τύχη όμως των φυματικών έγινε πολύ καλύτερη προτού ανακαλυφθούν τα αντιφυματικά αντιβιοτικά, από τον καιρό που η μέθοδος του Φορλανίνι έγινε κοινό κτήμα των φυματιολόγων.
Το επόμενο βήμα στη θεραπεία της φυματίωσης έγινε από τον Φέρντιναντ Ζάουερμπρουχ (Ferdinand Sauerbruch). Ο Ζάουερμπρουχ γεννήθηκε το 1875 στη Ρηνανία. Σε ηλικία 18 ετών γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Το 1901 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής.
Για ένα διάστημα ο Ζάουερμπρουχ εργάστηκε στο Νοσοκομείο των Διακονισσών στο Κάσελ. Στη συνέχεια έγινε βοηθός στη Χειρουργική Κλινική του Έρφουρτ, όπου και αποφασίστηκε η τύχη του. Μια μέρα έφεραν στο νοσοκομείο κάποιον τραυματία. Τον είχε κτυπήσει με τα κέρατά του ένας ταύρος. Ο άνθρωπος ήταν κιόλας νεκρός και ο νεαρός χειρουργός προβαίνει στη νεκροτομία του. Διαπιστώνει τότε μια μικρή οπή στο θώρακά του και σκέπτεται ότι ο θάνατός του πρέπει να οφείλεται σε πνευμοθώρακα, δηλαδή στην είσοδο αέρα στη θωρακική κοιλότητα.
Μια τέτοια αιτία θανάτου ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Σε τέτοια τραύματα οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι χειρουργοί ανακάλυπταν τη διάνοιξη του υπεζωκότα τοποθετώντας εμπρός από το τραύμα μια μικρή φλόγα, ένα πούπουλο ή ένα κομματάκι βαμβάκι, από τις κινήσεις του οποίου έθεταν τη διάγνωσή τους. Δε γνώριζαν όμως κανένα τρόπο για την αντιμετώπιση του ανοικτού πνευμοθώρακα: ο θάνατος από ασφυξία λόγω σύμπτωσης των πνευμόνων ήταν αναπόφευκτος.
Ο Ζάουερμπρουχ έκανε τη σκέψη ότι αν ο θάνατος οφειλόταν στη διαφορά πίεσης μεταξύ εξωτερικού περιβάλλοντος και ενδοθωρακικού χώρου, η δυνατότητα επέμβασης στην κοιλότητα του θώρακος θα γινόταν δυνατή με την εξουδετέρωση της διαφοράς αυτής. Κατασκεύασε λοιπόν ένα είδος γυάλινου κυλίνδρου με οπές, που στηριζόταν σε δακτυλίους από γουταπέρκα. Με μια αντλία δημιουργείτο στο εσωτερικό του κυλίνδρου, κατά τη διάρκεια της επέμβασης, πίεση ανάλογη με εκείνη που επικρατούσε στο θώρακα.
Το πρώτο πείραμα έγινε σ’ ένα σκύλο μεσαίου μεγέθους. Ένας από τους βοηθούς, κρατώντας ένα σωλήνα στο στόμα του εισέπνεες τον αέρα του κυλίνδρου, ώσπου η πίεσή του να πέσει στο επιθυμητό σημείο. Τότε ο Ζάουερμπρουχ άνοιξε το θώρακα του σκύλου και από τα δύο πλάγια, έκανε την απαγωγή των πλευρών και ανάμεσά τους πρόβαλε ο ρόδινος πνευμονικός ιστός. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χειρουργικής που ο ακάλυπτος πνεύμονας εκτελούσε τις ρυθμικές του αναπνευστικές κινήσεις μπροστά στα μάτια του χειρουργού. Το πείραμα είχε πετύχει. Ο θάλαμος αποσυμπίεσης, αυτός που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο, χαιρετίσθηκε ως επαναστατική χειρουργική ανακάλυψη.
Ύστερα από ορισμένες τροποποιήσεις και τελειοποιήσεις, η νέα τεχνική διαδόθηκε παντού και ο Ζάουερμπρουχ έγινε διάσημος με τις θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις του. Η ιδέα του Ζάουερμπρουχ, έστω και με τις τροποποιήσεις των Μπράουερ και Πέτερσον (αναπνευστική προσωπίδα) έσωσε πολλές χιλιάδες ανθρώπους.Όταν τις φοβερές για το Βερολίνο ημέρες του 1945, τα σοβιετικά πυροβόλα ερείπωναν τη γερμανική πρωτεύουσα, ένας εβδομηντάρης στρατηγός του υγειονομικού σώματος του Ράιχ, με το πρόσωπο οργωμένο από την κούραση, εξακολουθούσε σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο της πόλης να σώζει ανθρώπινες ζωές. Ήταν ο Φέρντιναντ Ζάουερμπρουχ.

[1] Η μέτρηση με κατάλληλες συσκευές της αναπνευστικής ικανότητας των πνευμόνων.

23/9/09

Καμίλλο Γκόλτζι (Camillo Golgi) [100]

Τον Ιανουάριο του 1926 πέθανε σε ηλικία 82 ετών στην Παβία, κέντρο τότε των βιολογικών σπουδών στην Ιταλία, ο Καμίλλο Γκόλτζι. Η ζωή του, μοιρασμένη μεταξύ υπομονετικής και αδιάκοπης εργασίας και μιας τρυφερής οικογενειακής σχέσης, ήταν υπόδειγμα σεμνότητας και ταπείνωσης. Από μια τέτοια ζωή προήλθαν ανεκτίμητες υπηρεσίας προς την επιστήμη.
Ο Γκόλτζι γεννήθηκε το 1843 στο Καρτένο, ένα μικρό ορεινό χωριό της Βαλκαμόνικα, όπου ο πατέρας του ήταν κοινοτικός γιατρός. Τις σπουδές του έκανε στην Παβία, την πόλη με την οποία τόσο είχε συνδεθεί, ώστε να μη την εγκαταλείπει κι όταν ακόμα, διάσημο πια, θα τον διεκδικούν τόσα περίφημα πανεπιστήμια.
Η ιατρική του σταδιοδρομία άρχισε από το νοσοκομείο Σαν Ματτέο, όπου εργάστηκε 6 χρόνια. Στα χρόνια εκείνα ο Γκόλτζι αναζητούσε την κλήση του. Έτσι το 1868 θα βρεθεί στην ψυχιατρική κλινική, βοηθός του Λομπρόζο. Εκεί θα δημοσιεύσει και τις πρώτες του εργασίες: μια μελέτη για μια περίπτωση πελλάγρας χωρίς μανιακές εκδηλώσεις και μια εκτεταμένη εργασία για την αιτιολογία των ψυχοπαθειών.
Η συνεργασία του με τον Λομπρόζο δεν μπορούσε όμως να διαρκέσει για πολύ: ήταν τόσο διαφορετική η τοποθέτηση και η ιδιοσυγκρασία των δύο ανδρών. Εκείνος που ενθάρρυνε τότε τον Γκόλτζι και τον ώθησε προς άλλες έρευνες ήταν ο κατόπιν διακεκριμένος παθολογοανατόμος της Ιταλίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, Τζ. Μπιτζοβέρο. Έτσι ο Γκόλτζι αρχίζει μια σειρά εργασιών γύρω από τους όγκους που είναι γνωστοί ως «ψαμμώματα» και αποδεικνύει την ενδοθηλιακή τους προέλευση. Ακολουθούν μελέτες για τους περιαγγειακούς χώρους του εγκεφάλου, που εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να περιγράφονται στην ανατομική όπως τους περιέγραψε ο Γκόλτζι. Με τις μελέτες αυτές ο ερευνητής δείχνει ότι βρήκε το δρόμο του που ήταν η ιστολογική έρευνα, αλλά και η ανατομική, φυσιολογική και παθολογική.
Η περιγραφή της νευρογλοίας, του συνδετικού στοιχείου του νευρικού ιστού, από τον Γκόλτζι, περιγραφή κλασική, έγινε το 1870. Αυτός ανακάλυψε πρώτος τις αποφυάδες των νευρογλοιακών κυττάρων, μερικές από τις οποίες καταφύονται στα αγγειακά τοιχώματα.
Το μικρό όμως εισόδημα του Γκόλτζι δεν του επιτρέπει να μείνει στην Παβία. Έτσι αναγκάζεται να γίνει εσωτερικός ιατρός του Νοσοκομείου χρόνιων νοσημάτων του Αμπιατεγκράσσο. Αλλά και εκεί οργάνωσε το μικρό του εργαστήριο: ένα τραπέζι, το μικροσκόπιο, μαχαιρίδια, χρωστικές και μια λαμπάδα, εγκατεστημένα στην κουζίνα της φτωχικής διαμονής του. Στο μέρος εκείνο ο Γκόλτζι θα συνεχίσει τις έρευνές του για τη χρώση των παρασκευασμάτων του κεντρικού νευρικού συστήματος, πιστεύοντας ότι η λύση διαφόρων προβλημάτων της λεπτής υφής του απαιτεί την ανακάλυψη νέων ιστολογικών τεχνικών.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ρέιλ είχε περιγράψει την εξωτερική επιφάνεια του εγκεφάλου με τις σχισμές της. Το 1833, ο Έρενμπεργκ (Christian Gottfried Ehrenberg) (1795-1876) σημείωσε τη διαδρομή μερικών νεύρων. Ο Χέλμχολτς (Herman Ludwig von Helmholtz) (1821-1894), ο Ρεμάκ (Ernst Julius Remak) (1849-1911) κι ο Πούρκινιε (Jan Evangelista Purkinje) (1787-1869), ανακαλύπτουν με πρωτόγονες μεθόδους τα μεγαλύτερα εγκεφαλικά κύτταρα. Ο Στίλλινγκ (Benedict Stilling) (1810-1879) και ο Βάινερτ προχωρούν περισσότερο. Μεσολαβεί η αντικατάσταση του οινοπνεύματος από το χρωμικό οξύ και το διχρωμικό κάλιο, που ως σταθεροποιητικά αυξάνουν περισσότερο τη στερεότητα των ιστών, πράγμα που επιτρέπει στους Βάγκνερ και Ντάιτερς (Otto Friedrich Karl Deiters) (1834-1863) να αποδείξουν ότι κάθε νευρική ίνα προέρχεται από ένα και μόνο νευρικό κύτταρο. Όλες οι ανακαλύψεις αυτές ήταν συνάρτηση της προόδου της ιστολογικής τεχνικής. Ήταν τώρα η σειρά του Γκόλτζι.
Στην «Ιταλική Ιατρική Εφημερίδα της Λομβαρδίας» δημοσιεύει το 1873 ένα άρθρο περί της λεπτής υφής της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου, στο οποίο εκθέτει τη μεγάλη ιστολογική του ανακάλυψη: τον εμποτισμό των παρασκευασμάτων του νευρικού ιστού με χρωμιούχο άργυρο. Η νέα τεχνική θα επιτρέψει την παρακολούθηση των νευρικών αποφυάδων μέχρι τις λεπτότερες διακλαδώσεις τους. Άπλετο φως θα χυθεί έτσι σ’ ένα πεδίο μέχρι τότε σκοτεινό. Εκεί που οι παλιοί ερευνητές έβλεπαν ακαθόριστα περιγράμματα, φαίνονται τώρα καθαρές εικόνες. «Πριν από τον Γκόλτζι», γράφει ένας από τους σοβαρότερους ειδικούς της εποχής, ο Ραμόν υ Καχάλ, «το μάτι του παρατηρητή, συνηθισμένο στο μπερδεμένο δίκτυο, το χρωματισμένο με καρμίνιο και αιματοξυλίνη, σάπιζε. Με τον Γκόλτζι είναι όλα απλά και σταθερά. Δεν υπάρχει ανάγκη ‘ερμηνείας’: αρκεί μόνο να κοιτάξεις για να επιβεβαιωθείς. Το μάτι, εκστατικό, δεν καταφέρνει να αποσπαστεί από τέτοιο θέαμα».
Με τη μέθοδό του ο Γκόλτζι ανακαλύπτει νέα και αναπάντεχα στοιχεία στο νευρικό σύστημα και καταρρίπτει θεωρίες μέχρι τότε ακαταμάχητες. Στο πρώτο του κιόλας δημοσίευμα γράφει: «Αντίθετα απ’ τις ομόφωνες διαβεβαιώσεις των παρατηρητών, η νευρική απόφυση των νευρικών κυττάρων αντί να διατηρείται απλή δίνει κλάδους και σε μεγάλο αριθμό: οι κλάδοι αυτοί εκπέμπουν ίνες και αυτές πάλι δίνουν άλλες, και έτσι προκύπτει ένα πολύπλοκο σύστημα ινών για τον καθένα και όλα αυτά είναι διάχυτα στη φαιά ουσία του εγκεφάλου». Είναι η πρώτη παρατήρηση που θα οδηγήσει στην έννοια του «διάχυτου νευρικού δικτύου» του Γκόλτζι, αποτελούμενου από διαφόρους τύπους κυττάρων με μακρούς και βραχείς κυλινδράξονες, που από τότε θα φέρουν το όνομά του.
Το 1875 προσφέρεται στον Γκόλτζι η έδρα της ιστολογίας στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Το 1879 γίνεται καθηγητής της ανατομικής στη Σιένα, για να επιστρέψει σ’ ένα χρόνο και πάλι στην Παβία, όπου, εκτός από την έδρα της ιστολογίας, αναλαμβάνει και την έδρα της γενικής παθολογίας. Τη θέση αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1918, οπότε και θα αποσυρθεί από τη διδασκαλία.
Το 1880, ο Γκόλτζι ασχολείται για λίγο με τις νευρικές απολήξεις των μυών και των τενόντων. Εκεί θα ανακαλύψει το «όργανο του Γκόλτζι», όργανο της εν τω βάθει αίσθησης.
Οι εργασίες του για το νευρικό σύστημα δημοσιεύονται στην «Πειραματική επιθεώρηση ψυχιατρικής» που διευθύνει, για να συγκεντρωθούν αργότερα σ’ ένα μνημειώδες έργο, τις «Μελέτες επί της λεπτής ανατομικής των κεντρικών οργάνων του νευρικού συστήματος», που έχουν μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Το έργο στολίζει λεπτότατη εικονογράφηση, καμωμένη από τον ίδιο το συγγραφέα. Από τότε ο Γκόλτζι αποκτά διεθνή φήμη. Ο Άλμπερτ φον Κέλικερ (Albert von Kölliker) (1817-1905), ο διάσημος Γερμανός ανατόμος, τον αποκαλεί διδάσκαλο. Ακολουθούν τιμές από κάθε είδους ιδρύματα, από την Ακαδημία των Λίντσι μέχρι της Νευρολογικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης. Παρ’ όλες όμως τις διακρίσεις, ο Γκόλτζι δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή το έργο του.
Μια άλλη ανακάλυψη κεφαλαιώδους σημασίας, στο εσωτερικό του κυττάρου, είναι η «συσκευή του Γκόλτζι», ένας σχηματισμός που εξακολουθεί να μελετάται από το 1898 μέχρι και σήμερα και φαίνεται να έχει ζωική βιολογική σημασία.

Ο Γκόλτζι όμως δεν αφήνει και την παθολογία. Με μια νέα μέθοδο εμβροχής του νεφρικού ιστού αποδεικνύει ότι η λεπτή υφή του οργάνου δεν ανταποκρίνεται στις περιγραφές της εποχής του. Με τη νέα του τεχνική ανακαλύπτει τη διάταξη των ουροφόρων σωληναρίων σε σχέση με τα αγγειώδη σπειράματα, όπως ακριβώς την παραδεχόμαστε σήμερα. Στις εργασίες του για την ελονοσία υπάρχει πλούτος πληροφοριών. Μεταξύ 1886 και 1893 περιγράφει πρώτος τον κύκλο της ανάπτυξης του παρασίτου στο αίμα, αποδεικνύοντας την πραγματική σημασία των κυτταρικών εγκλείστων του Λαβεράν.
Είναι ακόμα ο πρώτος που ανακάλυψε τη σταθερή σχέση μεταξύ των φάσεων του βιολογικού κύκλου του παρασίτου και των κλινικών εκδηλώσεων της ελονοσίας, ερμηνεύοντας έτσι τον χαρακτηριστικό διαλείποντα πυρετό της νόσου. Δική του είναι ακόμα η διάκριση των τριών ειδών του παρασίτου που προκαλούν τις τρεις κλινικές μορφές της νόσου. Τον όγκο αυτό της εργασίας στον τομέα της ελονοσίας θα ολοκληρώσεις ένας άλλος επιστήμονας της σχολής της Παβίας, ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi) (1854-1925).
Το 1900, ο Γκόλτζι έγινε γερουσιαστής, χωρίς να παύσει να είναι απορροφημένος στα επιστημονικά προβλήματα του ινστιτούτου, που στη συνέχεια θα πάρει το όνομά του και θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά κέντρα της Ιταλίας. Σε όσους θεωρούσαν φετιχισμό τη λατρεία του μικροσκοπίου απαντούσε ότι η ιστολογία, οργανωτική επιστήμη, πρέπει να θεωρείται το απαραίτητο όργανο για τη σωστή εκτίμηση των νόμων της ζωής υπό φυσιολογικές και παθολογικές συνθήκες. Πρόσθετε όμως ότι «κανένα από τα μέσα της έρευνας, είτε του εργαστηρίου, είτε της κλινικής, δεν πρέπει να παραμελείται». Γι’ αυτό κρατούσε πάντοτε και τη διεύθυνση μιας νοσοκομειακής κλινικής.
Το 1906 ο Γκόλτζι παίρνει το βραβείο Νόμπελ της ιατρικής.Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκόλτζι τα αφιέρωσε στο πανεπιστήμιο. Ανακαίνισε τα κτίρια της ιατρικής σχολής και μετέτρεψε τους θαλάμους του Νοσοκομείου Μπορρομέο σε κέντρο μελέτης και θεραπείας των κακώσεων του νευρικού συστήματος. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του τις περνούσε επάνω στο μικροσκόπιο. Σε ηλικία 82 ετών έλεγε στους μαθητές του: «Μόλις που βρίσκομαι στην αρχή της γνώσης των μυστηρίων της ζωής. Και πρέπει να την εγκαταλείψω».

21/9/09

Ιβάν Παβλόφ (1849-1936) [99]

Με τον Έρλιχ άρχισε ο αιώνας της χημειοθεραπείας.
Ο Ιβάν Πέτροβιτς Παβλόφ (Ivan Petrovich Pavlov), ένας από τους μεγαλύτερους φυσιολόγους των νεώτερων χρόνων, γεννήθηκε το 1849 στο Ριαζάν. Ήταν γιος φτωχού ιερέα του χωριού του. Τα πρώτα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια πέρασε κοντά στη φύση, κάνοντας μια απλή και μεθοδική ζωή, πράγμα που ασφαλώς συνετέλεσε στη μακροβιότητά του. Πεθαίνοντας, σε ηλικία 87 χρόνων βρισκόταν ακόμα σε πλήρη δραστηριότητα. Στην περίφημη «επιστολή - διαθήκη» που άφησε στους νέους της πατρίδας του συνιστά: «Μελετάτε, συγκρίνετε, συγκεντρώνετε γεγονότα! Όσο τέλεια κι αν είναι τα φτερά του πουλιού, δε θα μπορέσουν ποτέ να το σηκώσουν ψηλά, αν δεν ακουμπήσουν στον αέρα. Τα γεγονότα είναι ο αέρας του επιστήμονα και χωρίς αυτά δε θα μπορέσετε ποτέ να υψωθείτε σε πτήσεις. Χωρίς τα γεγονότα, οι θεωρίες δεν είναι παρά σαπουνόφουσκες ή μάταιος κόπος».
Η εποχή της δράσης του Παβλόφ συμπίπτει με την πιο αποφασιστική περίοδο της ρωσικής ιστορίας. Το ανανεωτικό πνεύμα που ζητάει να αποτινάξει τον ακαδημαϊκό ιδεαλισμό της αυτοκρατορικής κοινωνίας γοητεύει και τον Παβλόφ. Ο νεαρός χωρικός που σκοπεύει να σπουδάσει φυσικές επιστήμες διαβάζει άπληστα τα έργα του Τσερνισέφσκι (Nikolai Gavrilovich Chernyshevsky) (1828-1889), του Ντομπρολιούμποφ (Nikolai Alexandrovich Dobrolyubov) (1836-1861), του Μπελίνσκι (Vissarion Grigoryevich Belinsky) (1811-1848) και του Πιζάρεφ.
Ήταν ακόμα σπουδαστής στην ιερατική σχολή του Ριαζάν όταν έπεσαν στα χέρια του «Τα αντανακλαστικά του εγκεφάλου» του Ι.Μ. Σιτσένοφ, πατέρα της ρωσικής φυσιολογίας (1829-1905). Στο έργο αυτό περιγράφονταν ενδιαφέροντα πειράματα επάνω σε ζωντανά ζώα. Ο Παβλόφ και στα χρόνια της επικράτησής του θα θυμάται πάντοτε το βιβλίο αυτό: «Η βασική παρόρμηση για την απόφασή μου, έστω όχι συνειδητή τότε, να μελετήσω τον σκύλο, τον σύντροφο του ανθρώπου, μου ήλθε ακριβώς από την ανάγνωση των πειραμάτων του Σιτσένοφ. Είναι πραγματικότητα ότι ένα καλό βιβλίο... μπορεί να μεταβάλει τη μοίρα ενός ανθρώπου».
Το 1869 ο Παβλόφ εγκατέλειψε τις εκκλησιαστικές του σπουδές και παίρνοντας πιστοποιητικό απορίας από τις αρχές του Ριαζάν, γράφεται δωρεάν στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης για να σπουδάσει φυσιολογία.
Η βιολογία ήταν τότε ένα από τα πεδία της διαμάχης μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού. Στον αγώνα αυτόν ο Παβλόφ πήρε το μέρος του υλισμού.
Στη διδακτορική διατριβή του, αφιερωμένη στα φυγόκεντρα νεύρα της καρδιάς, ο Παβλόφ επεσήμανε ένα κλάδο του συμπαθητικού που ενισχύει τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου και που έκτοτε πήρε το όνομά του. Κάνοντας ο Παβλόφ πειράματα σε σκύλους, παρατήρησε ότι η διέγερση του νεύρου αυτού μπορούσε να θέσει και πάλι σε λειτουργία μια σταματημένη καρδιά. Την επανάληψη της λειτουργίας της ενισχύει ο Παβλόφ με διάφορα φάρμακα. Η ανακάλυψη του νεύρου αυτού αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς πειραμάτων που οδήγησαν στη θεωρία του «νευρικού τροφισμού».
Μετά το τέλος των σπουδών του, το 1875, ο Παβλόφ έγινε βοηθός της φυσιολογίας στο Κτηνιατρικό Ινστιτούτο. Στη συνέχεια εργάστηκε στο εργαστήριο της κλινικής Μπότκιν. Για να συνεχίσει τις έρευνές του, ο Παβλόφ υποβάλλεται σε κάθε είδους θυσία, παραμελώντας ακόμα και την οικογένειά του. Όταν μια ομάδα φίλων του συγκεντρώνει ένα μικρό ποσό για να τον βοηθήσει, το διαθέτει αμέσως για να αγοράσει ένα κοπάδι σκυλιά που χρειάζεται για τα πειράματά του.
Ύστερα από ολιγόχρονη παραμονή στο εξωτερικό, όπου συνεργάστηκε με τον Χάιντενχαϊν (Rudolf Peter Erich Heidenheim) (1834-1897) στο Μπρέσλαου, και τον Λούντβιχ στη Λειψία, ξαναγύρισε στη Ρωσία κι αφιερώθηκε στη διδασκαλία. Το 1890 διορίστηκε καθηγητής της Φαρμακολογίας και Φαρμακευτικής στο Τομσκ, και το 1895 καθηγητής της Φυσιολογίας στην Ακαδημία Στρατιωτικής Ιατρικής. Το 1897 ίδρυσε το πρώτο εργαστήριο φυσιολογίας στο Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής, πράγμα που αποτελούσε σπουδαίο νεωτερισμό για την ιατρική έρευνα της εποχής του.
Το πρώτο κεφάλαιο της εξαιρετικής του σταδιοδρομίας αρχίζει με τις ανακαλύψεις του στον τομέα της πέψης. Ο δάσκαλός του, Χάιντενχαϊν, είχε κιόλας επιτύχει ένα «γαστρικό θύλακο» από τον οποίον μπορούσε να πάρει καθαρό γαστρικό υγρό. Καθώς όμως τον παρασκεύαζε κατέστρεφε τη νεύρωσή του. Ο Παβλόφ πέτυχε το ίδιο πράγμα, αφήνοντας τη νεύρωση του θυλάκου άθικτη και δημιουργώντας του ένα άνοιγμα προς τα έξω. Αυτός είναι ο «θύλακος Χάιντενχαϊν-Παβλόφ», από τον οποίο λαμβάνεται γαστρικό υγρό χωρίς να έχει αναμιχθεί με τροφές.
Χάρη στις έρευνές του Παβλόφ παρακολουθήθηκε σε όλες τις φάσεις της η διαδρομή των τροφών στον πεπτικό σωλήνα και οι μεταβολές που υφίσταται. Με τη μέθοδό του, ο φυσιολόγος ήταν σε θέση να παρακολουθεί τα συμβαίνοντα στο εσωτερικό του ζωικού οργανισμού, χωρίς να διαθέτει ακτινολογικές συσκευές.
Ύστερα από τη δημοσίευση του έργου του «Μαθήματα επί της λειτουργίας των κυριότερων πεπτικών αδένων» (1897, αγγλική μετάφραση το 1902), το εργαστήριο του Παβλόφ μεταβάλλεται σε επιστημονικό προσκύνημα. Το 1904 ο Παβλόφ παίρνει το βραβείο Νόμπελ.
Από το χρόνο κιόλας εκείνον η σκέψη του Παβλόφ έχει απομακρυνθεί από τη φυσιολογία της πέψης. Από τους αδένες του πεπτικού συστήματος εξακολουθούν να τον ενδιαφέρουν μόνο οι σιελογόνοι, και θεωρεί την έκκριση του σιέλου ουσιώδες βιολογικό γεγονός.

Ο Παβλόφ συγκέντρωσε την προσοχή του στην παρατήρηση ότι η έκκριση σιέλου πραγματοποιείται, τόσο στα ζώα, όσο και στον άνθρωπο, όχι μόνο στη θέα, αλλά και με την απλή ανάμνηση της τροφής. Τα ερωτήματα που τον απασχολούσαν ήταν: ποιος είναι ο μηχανισμός της αντίδρασης αυτής; Ποια τμήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος αναμιγνύονται στην εξεργασία της έκκρισης του σιέλου υπό τις συνθήκες αυτές;
Ο Παβλόφ απέδειξε ότι μεταξύ των τροφών, τόσο ως άμεσης παράστασης, όσο και ως ανάμνησης, παρεμβάλλεται ο φλοιός του εγκεφάλου. Η λήψη της τροφής δημιουργεί στο φλοιό των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, στην περιοχή των οπτικών κέντρων, μια εστία διέγερσης. Μια δεύτερη τέτοια εστία δημιουργείται στο κέντρο της παραγωγής σιέλου στον προμήκη: εδώ η διέγερση είναι εντονότερη. Η διέγερση επεκτείνεται από το λιγότερο στο περισσότερο ισχυρό κέντρο και ένας προσωρινός δεσμός αποκαθίσταται μεταξύ των κέντρων του εγκεφάλου και του προμήκους μυελού, που ονομάστηκε από τον Παβλόφ «συμβατικό» (εξαρτημένο) αντανακλαστικό. Μετά την εγκατάσταση του αντανακλαστικού αυτού, αρκεί η θέα της τροφής για να προκαλέσει σιελόρροια.

Με τον χαρακτηρισμό του ο Παβλόφ ήθελε να δηλώσει ότι το αντανακλαστικό αυτό εξαρτάται από πολλούς όρους και δεν είναι μόνιμο, σε αντίθεση προς τα αντανακλαστικά της λήψης της τροφής και της άμυνας εμπρός σ’ έναν απρόβλεπτο κίνδυνο.
Οι επιστήμονες της ιδεαλιστικής σχολής επιτέθηκαν στην υλιστική θεωρία του Παβλόφ. Ο Ρώσος σοφός θέλησε με τον ίδιο τρόπο να ερευνήσει τις επιθυμίες και τα συναισθήματα του ανθρώπου, δίνοντας την εντύπωση ότι εισβάλλει σ’ ένα χώρο έξω από τα όρια της επιστήμης του: στην περιοχή της επιστήμης της ψυχής, της ψυχολογίας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση βρήκε τον Παβλόφ αφοσιωμένο στις μελέτες του, δε στάθηκε όμως ικανή να τον κάνει να τις διακόψει. Συνέχισε να εργάζεται υπό τραγικές συνθήκες, αλλά αρνούμενος να φύγει για το εξωτερικό. «Η επιστήμη δεν έχει πατρίδα, αλλά ο επιστήμονας πρέπει να έχει», έλεγε. Τις ημέρες εκείνες οι εργάτες της Μόσχας και της Πετρούπολης έπαιρναν 1/8 της λίμπρας κρέας κάθε δύο μέρες και ο Παβλόφ άρχισε να φυτεύει λαχανικά στον κήπο του Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής για τη συντήρησή του. Όταν του πρότειναν το 1919 να του δώσουν μια προσωπική ενίσχυση, ο Παβλόφ απάντησε: «Δώστε μου ό,τι παίρνουν όλοι, όχι περισσότερο. Σκύλοι χρειάζονται. Σκύλοι. Η κατάσταση είναι φοβερή γιατί τρέχω μόνος μου στους δρόμους μέρα και νύχτα για να πιάσω σκύλους».Το 1920 έγραφε ο Λένιν στο προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Πετρούπολης: «Θα ήταν καλό, κατ’ εξαίρεση, να παραχωρήσετε στον Παβλόφ μια μερίδα τροφίμων ανώτερη από την κανονική και να φροντίσετε να είναι το περιβάλλον των ερευνών του άνετο». Ο ίδιος υπέγραψε το 1921 ένα ειδικό διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, σύμφωνα με το οποίο ανατίθεται στην Επιτροπή Επισιτισμού «να παραχωρήσει στον ακαδημαϊκό Παβλόφ και τη σύζυγό του ειδική μερίδα που να αντιστοιχεί σε θερμίδες με δύο ακαδημαϊκές μερίδες». Διατάσσονταν επίσης τα Σοβιέτ της Πετρούπολης «να εξασφαλίσουν στον καθηγητή Παβλόφ και τη σύζυγό του τη χρήση εφόρου ζωής του διαμερίσματος που κρατούν» και ανέθετε «στον Εκδοτικό Οίκο του Κράτους να τυπώσει στο καλύτερο τυπογραφείο της Δημοκρατίας μια πολυτελή έκδοση των έργων του Παβλόφ, αφήνοντας στον ακαδημαϊκό το δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί των έργων αυτών, τόσο στη Ρωσία, όσο και στο εξωτερικό». Ο τίτλος της έκδοσης αυτής ήταν «Είκοσι έτη πειραμάτων επί της αντικειμενικής μελέτης της ανώτερης νευρικής λειτουργίας των ζώων. Συμβατικά αντανακλαστικά». Το έργο αυτό μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

18/9/09

Πάουλ Έρλιχ (Paul Ehrlich) [98]

Μετά τον Παστέρ και τον Κοχ έρχεται στη μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων ο Πάουλ Έρλιχ. Ο άνθρωπος που θεμελίωσε τη χημειοθεραπεία, δηλαδή τη χρήση χημικών προϊόντων στη θεραπευτική, γεννήθηκε στο Στρέλεν της Σιλεσίας το 1854. Σαν παιδί ήταν ένα πολύ προσγειωμένο και θετικό μυαλό. Όταν στο γυμνάσιο του Μπρέσλαου που φοιτούσε τους είχαν δώσει για θέμα έκθεσης «Η ζωή είναι ένα όνειρο», ο νεαρός Έρλιχ παρέδωσε την κόλλα του μέσα σε πέντε λεπτά. Έγραφε όλες-όλες τις ακόλουθες γραμμές: «Η ζωή είναι προπαντός προϊόν φυσιολογικών οξειδώσεων. Τα όνειρα είναι λειτουργία του εγκεφάλου. Οι λειτουργίες του εγκεφάλου δεν είναι τίποτε άλλο από οξειδώσεις. Τα όνειρα συνεπώς είναι ένα είδος φωσφορισμού του εγκεφάλου». Στις γραμμές αυτές αποκαλύπτονται εκ προοιμίου οι αντιλήψεις που θα δεσπόσουν αργότερα στο επιστημονικό έργο του Πάουλ Έρλιχ. Όταν σπούδαζε ιατρική στη Λειψία είχε φήμη αντάρτη απέναντι στην παραδοσιακή επιστημονική μεθοδολογία. Αντί π.χ. να κάνει τις νεκροτομές σύμφωνα με τις υποδείξεις του καθηγητή του Βαλντάγιερ (Wilhelm von Waldeyer) (1836-1921), εκτελούσε λεπτές τομές των ιστών, που στη συνέχεια χρωμάτιζε με παράγωγα της ανιλίνης. Ιδιαίτερα τον ενδιέφεραν οι δηλητηριάσεις από μόλυβδο, για την ανίχνευση του οποίου στους ιστούς είχε ανακαλύψει μια χρώση με φουξίνη. Αυτή ακριβώς η ανακάλυψή του, του είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι μερικοί ιστοί παρουσιάζουν εκλεκτική συγγένεια προς ορισμένες χημικές ουσίες. Όλη η κατοπινή ιατρική σκέψη του θα ακολουθήσει τη γραμμή αυτή.
Ύστερα από λίγο ο Κοχ, χρωματίζοντας ένα άρρωστο ήπαρ παρατηρεί πρώτος κάτι που στην αρχή του έδωσε την εντύπωση ενός κρυστάλλου. Ήταν ένα μικρόβιο φυματίωσης. Αμέσως πρότεινε μια ευφυέστατη μέθοδο για τη χρώση του, που δε διαφέρει πολύ από εκείνη που χρησιμοποιείται και σήμερα στα εργαστήρια. Οι γιατροί της εποχής εκείνης δεν δίσταζαν προκειμένου να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για γνώση. Ο Έρλιχ, αδελφικός φίλος του Κοχ, κάνει στον εαυτό του ένεση με μικρόβια φυματίωσης για να παρατηρήσει το αποτέλεσμα. Αρρώστησε και υποχρεώθηκε να ζήσει 7 χρόνια στο κλίμα της Αιγύπτου.
Η χημεία ήταν η πίστη του Έρλιχ. Θεωρούσε τα πάντα χημεία και στους ιστούς του ανθρώπου δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά βενζολικούς δακτυλίους και πλευρικές αλύσεις. Στο έργο του «Οι ανάγκες του οργανισμού σε οξυγόνο» διατυπώνει την άποψη ότι υπάρχει εκλεκτική συγγένεια μερικών ιστών του οργανισμού προς ορισμένες χημικές ενώσεις και θέτει τις πρώτες βάσεις της περίφημης «θεωρίας των πλευρικών αλύσεων». Εμπνευστής του υπήρξε η υπόθεση του Κεκιλέ (Friedrich August Kekulé von Stradonitz) (1829-1896) για τον δακτύλιο του βενζολίου που τον φανταζόταν ως ένα σταθερό εξαγωνικό πυρήνα, τις κορυφές του οποίου καταλάμβαναν 6 άτομα άνθρακος, και που συνδεόταν με ασταθείς πλευρικές αλύσεις υδρογόνου που μπορούσαν να υποκατασταθούν εύκολα. Έτσι είδε ο Έρλιχ το μόριο του πρωτοπλάσματος: ένα σταθερό πυρήνα με ασταθείς πλευρικές αλύσεις, τους υποδοχείς, που του επέτρεπαν να ενώνεται με τις τροφές και να εξουδετερώνει τις τοξίνες, αποβάλλοντας στη συνέχεια στο αίμα τις συνδεδεμένες μαζί της πλευρικές αλύσεις. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε τη βάση της μελέτης της ανοσίας και των ορολογικών αντιδράσεων. Ο Βάσερμαν έλεγε αργότερα ότι χωρίς τη θεωρία αυτή δε θα είχε ποτέ ανακαλύψει την περίφημη αντίδρασή του. Κατά τον ίδιο τρόπο και τα σώματα των μικροβίων αντιδρούν σε διαφορετικό βαθμό στις χημικές ουσίες με τις οποίες συγγενεύουν περισσότερο. Ο Έρλιχ διέβλεψε ότι ήταν δυνατόν να συμβαίνει το ίδιο και όταν τα μικρόβια βρίσκονται ως παράσιτα στους ιστούς. Αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πρακτικά με την ανακάλυψη ουσιών που να έχουν χημική συγγένεια και τοξικότητα για τα μικρόβια, ενώ θα είναι συγχρόνως αβλαβείς για τα υγιή κύτταρα του οργανισμού.
Το 1890 ο Έρλιχ επέστρεψε από την Αίγυπτο και ονομάσθηκε καθηγητής των λοιμωδών νοσημάτων στο Ινστιτούτο Κοχ στο Βερολίνο. Ήταν η εποχή που ο Μπέρινγκ (Emil von Behring) (1854-1917) ετοίμαζε ένα αντιδιφθεριτικό ορό και ο Ιάπωνας Κιταζάτο αναζητούσε ένα φάρμακο κατά του τετάνου. Το 1896 έγινε διευθυντής του Πρωσικού Ορολογικού Ινστιτούτου. Έτσι διέθετε πια ένα πλούσιο εργαστήριο για τις έρευνές του. Από το Βερολίνο πήγε τότε στη Φραγκφούρτη (του Μάιν) όπου βρίσκονταν τα μεγαλύτερα εργαστήρια συνθετικών χρωμάτων. Εκεί (το 1901) διάβασε μια εργασία του Λαβεράν, που είχε ανακαλύψει το μικρόβιο της ελονοσίας, για τα τρυπανοσώματα. Στην τρυπανοσωμίαση ακριβώς των ζώων πέτυχε ο Έρλιχ τα πρώτα αποτελέσματα, χρησιμοποιώντας ως φάρμακο τη φουξίνη, το κυανού και το ερυθρό του τρυπανίου. Τις χρωστικές αυτές έδινε υπό μορφή ενέσεων στα άρρωστα ζώα στις κατάλληλες δόσεις. Με τον τρόπο αυτόν επιβεβαίωσε ότι μπορούν να εξοντωθούν τα παράσιτα με χημικά μέσα χωρίς βλάβη του οργανισμού. Το αποτέλεσμα που πέτυχε το ονόμασε «μείζονα αποστείρωση».

Παρόλα αυτά, η μείζων αυτή αποστειρωτική θεραπεία δε θα πετύχει ποτέ τελείως. Από τα πρώτα κιόλας πειράματα μετά τα τρυπανοσώματα, ο Έρλιχ διαπίστωσε ότι η χορήγηση ανεπαρκούς δόσης για τη «μείζονα αποστείρωση», ανοσοποιεί τα παράσιτα προς τις δόσεις του φαρμάκου που θα ακολουθήσουν. Τότε ο Έρλιχ εργαζόταν πια στο ειδικό ινστιτούτο Georg Speier Haus και μπορούσε να πραγματοποιηθεί η φιλοδοξία του να αφιερωθεί συστηματικά στην ανάπτυξη της χημειοθεραπείας. Ο πιο σπουδαίος στόχος του ήταν η έρευνα των θεραπευτικών αποτελεσμάτων του αρσενικού στη σύφιλη.
Τον ίδιο εκείνο καιρό ένας ερευνητής του Μικροβιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, ο Φριτς Σάουντιν, ανακοίνωσε την ανακάλυψη του μικροβίου της σύφιλης, που οι επιστήμονες αναζητούσαν από 20 και πλέον χρόνια: του «τρεπονήματος του ωχρού», όπως ονομάστηκε για τον ασθενή χρωματισμό του. Η ανακάλυψη αυτή, ισότιμη σε σπουδαιότητα με την ανακάλυψη του μικροβίου της φυματίωσης, αποτελεί ορόσημα στη μελέτη της σύφιλης. Όταν ο Έρλιχ διάβασε την ανακοίνωση του Σάουντιν, εντύπωση του έκανε η παρατήρηση ότι η ωχρά σπειροχαίτη (συνώνυμο: τρεπόνημα το ωχρό) δεν είναι στην κυριολεξία βακτηρίδιο αλλά ανήκει στο ζωικό βασίλειο. Η άποψη αυτή, για την οποία σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι εσφαλμένη, αποτέλεσε όμως για τον Έρλιχ αφετηρία στις έρευνές του που ακολούθησαν.
Ο Έρλιχ αφοσιώθηκε ύστερα από αυτό στη μελέτη των αρσενικούχων παρασκευασμάτων. Από τα πειράματα του Λαβεράν και του Μενίλ είχε αποδειχθεί ότι το αρσενικώδες οξύ, όπως και ορισμένες χρωστικές, μπορούσαν να φονεύσουν στο πειραματόζωο τα τρυπανοσώματα. Οι συνεργάτες του Έρλιχ συνέχιζαν τα πειράματα αυτά χωρίς διακοπή, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ώσπου κάποια στιγμή χρησιμοποίησαν το παρασκεύασμα 606. Αφού στην αρχή το χορήγησαν με επιτυχία στη νόσο του ύπνου, ο Έρλιχ θυμήθηκε την εικασία του Σάουντιν για την ύπαρξη συγγένειας μεταξύ τρυπανοσώματος και σπειροχαίτης και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το 606 κατά της σύφιλης. Και παρόλο που η υπόθεση του Σάουντιν ήταν εσφαλμένη, η έμπνευση του Έρλιχ δικαιώθηκε πανηγυρικά. Στις 31 Αυγούστου 1909 ο Έρλιχ, μαζί με τον Ιάπωνα συνεργάτη του Χάτα, έκαναν το πρώτο πείραμα σ’ ένα κουνέλι μολυσμένο με σπειροχαίτη. Το ανοιχτοκίτρινο διάλυμα δόθηκε υπό μορφή ένεσης στη φλέβα του αυτιού του ζώου. Την επομένη δεν υπήρχαν σπειροχαίτες στο αίμα του και τα έλκη είχαν αρχίσει να επουλώνονται. Το 606 συνεπώς θεράπευε τη σύφιλη. Ίσχυε όμως αυτό και για τον άνθρωπο; Ένας φίλος του Έρλιχ, ο γιατρός Κόνραντ Αλτ ανέλαβε να πειραματισθεί στους ασθενείς του προτού γίνει η επίσημη ανακοίνωση για το νέο φάρμακο. Τα αποτελέσματα ήταν τόσο ενθαρρυντικά, ώστε η παρουσίαση του φαρμάκου το 1910 στο επιστημονικό συνέδριο του Königsberg ήταν ένας θρίαμβος για τον Έρλιχ.
Ο Γερμανός σοφός, διακοπτόμενος από χειροκροτήματα, ανακοίνωσε ότι με τη «σαλβαρσάνη», όπως λεγόταν πια το «606», η αβέβαιη θεραπεία της σύφιλης με υδράργυρο ήταν πια ξεπερασμένη. Ανέφερε την περίπτωση συφιλιδικού που ο λαιμός του είχε κλείσει τόσο, ώστε να τρέφεται με καθετήρα, και που σε 6 ώρες μετά την ένεση της σαλβαρσάνης μπόρεσε να τραφεί κανονικά.

Κανένα φάρμακο μέχρι τότε στον κόσμο δεν είχε δώσει τέτοια αποτελέσματα. Το Ινστιτούτο Georg Speier άρχισε να παράγει υπό έκτακτες συνθήκες προφυλάξεων (ίχνη αέρος μπορούσαν να μεταβάλουν το φάρμακο σε δηλητήριο) σημαντικές ποσότητες του νέου φαρμάκου. Ο Έρλιχ, που τότε ακριβώς προσβλήθηκε από διαβήτη, έκανε τον έλεγχο των περιπτώσεων που υποβάλλονταν σε θεραπεία. Από τα 65.000 περιστατικά, αρκετά δεν παρουσίαζαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι παρενέργειες δεν ήταν λίγες: άρχιζαν με εμετούς και λόξυγκα για να καταλήξουν σε σπασμούς των μυών, και σε μερικές περιπτώσεις και στο θάνατο.
Ο Έρλιχ άρχισε να αναζητεί κάτι καλύτερο. Εκατοντάδες αρσενικούχων ενώσεων δοκιμάσθηκαν για να καταλήξουν στο τέλος στο παρασκεύασμα υπ’ αριθμό «914», τη «νεοσαλβαρσάνη» που θα μείνει από τότε, μέχρι την ανακάλυψη της πενικιλίνης, το μοναδικό φάρμακο για τη θεραπεία της σύφιλης.Η εικόνα του Έρλιχ θα έμενε ατελής χωρίς δυο λόγια για την ανθρώπινη πλευρά της. Ο Γερμανός σοφός συνδύαζε καλοσύνη, ευθύτητα χαρακτήρα, ζωηρότητα πνεύματος, ενεργητική ιδιοσυγκρασία και λεπτό χιούμορ. Μια επιστολή ευγνωμοσύνης από ένα θεραπευμένο άρρωστο τον συγκινούσε περισσότερο απ’ όλες τις ακαδημαϊκές τιμές που του είχαν αποδοθεί ανάμεσα στις οποίες ήταν το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική του 1908.

Ρόμπερτ Κοχ (Robert Koch) [97]

Παστέρ και Κοχ, ένας Γάλλος και ένας Γερμανός, είναι δυο φυσιογνωμίες που δεσπόζουν στην ιστορία της ιατρικής. Η συμβολή τους στην πρόοδο της επιστήμης υπήρξε σημαντική, ιδίως χάρις στην ανακάλυψη του «απείρως μικρού», που αποτέλεσε την πιο καρποφόρα ιατρική επανάσταση στους αιώνες.
Ας μιλήσουμε τώρα για την ιστορία του Κοχ που δεν είναι λιγότερο συναρπαστική από εκείνη του Παστέρ. Ο Κοχ γεννήθηκε το 1843 στο χωριό Κλάουσταλ στο Αννόβερο, τρίτος ανάμεσα σε έντεκα γιους ενός υπαλλήλου μεταλλείων. Βρισκόταν στο Βόλσταϊν της Σιλεσίας όταν άρχισε να ασχολείται με το περίεργο εκείνο «φύκος» για το οποίο τόσο λόγος γινόταν: με το μικρόβιο του άνθρακα. Κατά περίεργη μάλιστα σύμπτωση, Παστέρ και Κοχ, εργάζονταν συγχρόνως επάνω στο ίδιο αντικείμενο, ο καθένας χωριστά και χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου, δημιουργώντας τη μικροβιολογία. Όταν όμως ανακοίνωσαν τις ανακαλύψεις τους άρχισε να εκδηλώνεται μια αντιζηλία μεταξύ τους. Είπαν ότι ο Κοχ ζήλευε τον μεγάλο Γάλλο συνάδελφό του. Ζήλευε όμως πραγματικά ο Κοχ που ήταν 20 χρόνια νεώτερος από τον Παστέρ; Το συμπέρασμα είναι δύσκολο. Το επιστημονικό κλίμα της εποχής ήταν άλλωστε τότε διαφορετικό από σήμερα. Η τωρινή παγκοσμιότητα της επιστήμης ήταν άγνωστη και οι επιστήμονες ήταν διατηρημένοι σε σχολές που τις χώριζε φοβερή αντιζηλία.
Όταν σε ηλικία 33 ετών ο Κοχ δημοσίευε την εργασία του για το μικρόβιο του άνθρακα, οι Γάλλοι του έκαναν κριτική χωρίς φειδώ. Ο ίδιος ο Παστέρ όμως είχε εγκρίνει τα πειράματα του Κοχ που είχε αρχίσει και ο ίδιος.
Ύστερα κάλεσαν τον Κοχ στην Αυτοκρατορική Υγειονομική Υπηρεσία του Βερολίνου, όπου περιστοιχίσθηκε από ένα λαμπρό επιτελείο συνεργατών, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Λέφλερ (Friedrich Löffler) (1852-1915), ο Γκάφκυ, ο Έμπερτ (Karl Josef Eberth) (1835-1926), ο Βάσερμαν (August von Wassermann) (1866-1925), ο Κιταζάτο, έγιναν αργότερα διάσημοι. Η μικροβιολογική τεχνική που βρήκε, όταν ανέλαβε, ήταν υποτυπώδης. Ο Κοχ ανακάλυψε μια νέα μέθοδο καλλιέργειας μικροβίων σε ζελατινούχο ζωμό που στερεοποιείτο όταν χυνόταν σε γυάλινο δοχείο. Ο Παστέρ εντυπωσιάστηκε από την ανακάλυψη του Κοχ και όταν τον συνάντησε στο Διεθνές Συνέδριο του Λονδίνου το 1881 του έτεινε το χέρι, αναφωνώντας: «Είναι μια μεγάλη πρόοδος!». Πράγματι από πολλούς θεωρείται ως η σπουδαιότερη ανακάλυψη του Κοχ, εκείνη που επέτρεψε έκτοτε τη λήψη καθαρών μικροβιακών καλλιεργειών.
Σπουδαίες υπήρξαν επίσης οι μελέτες του Κοχ γύρω από τη μόλυνση των τραυμάτων και τα αντισηπτικά, γιατί επέτρεψαν στον Λίστερ να εγκαινιάσει την περίοδο της αντισηψίας στη χειρουργική.
Η 24η Μαρτίου 1882 είναι ημέρα ιστορική για την επιστήμη και για τον Κοχ: ο Γερμανός σοφός ανακοινώνει στη Φυσιολογική Εταιρεία του Βερολίνου την ανακάλυψη του μικροβίου της φυματίωσης, που κατόρθωσε να απομονώσει και να καλλιεργήσει.
Για να καταλήξει στο αποτέλεσμα αυτό ο Κοχ κυκλοφορούσε επί μήνες στο νοσοκομείο του Βερολίνου εξετάζοντας πτώματα: την ημέρα στο χώρο των νεκροτομών και τη νύχτα στο μικροσκόπιο. Εμβολίασε χιλιάδες ινδικά χοιρίδια και κουνέλια, τριάντα σκύλους, δέκα κότες, δώδεκα περιστέρια και λευκούς ποντικούς με ιστούς ασθενών. Η δουλειά αυτή, όπως έλεγε ο ίδιος, κόντευε να του σπάσει τα νεύρα. Τα ζώα ψοφούσαν το ένα μετά το άλλο και το καθένα τους στοίχιζε στον Κοχ 18 ωρών απασχόληση. «Μόνο στους φυματικούς ανθρώπους και τα φυματικά ζώα βρίσκω τα βακτηρίδια αυτά με το μπλε χρώμα», γράφει στο ημερολόγιό του. Το τελευταίο του πείραμα, το αποφασιστικό, κράτησε 15 ημέρες. Όταν τελείωσε κι αυτό, μπορούσε να υποστηρίξει ότι ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης.
Ο Κοχ εξέθεσε τις λεπτομέρειες των προσπαθειών του εκείνων στην ιστορική συνεδρίαση. Τα τελευταία του όμως λόγια καλύπτει παγερή σιωπή. Ο Κοχ μαζεύει τα φύλλα της ανακοίνωσής του και περιμένει να αρχίσει η συζήτηση. Όμως κανείς δεν παίρνει το λόγο. Τα μάτια όλων είναι γυρισμένα προς τον μεγάλο Φίρχοβ, που πολλές φορές με ένα του νεύμα είχε καταρρίψει την πιθανή ορθότητα μιας θεωρίας.
Αυτός όμως δεν είχε τίποτα να αντιτείνει. Σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό του και βγήκε από την αίθουσα της συνεδρίασης. Την ίδια νύχτα οι τηλέγραφοι μετέδιδαν σε όλο τον κόσμο την είδηση και την επομένη οι εφημερίδες την ανάγγειλαν με μεγάλους τίτλους.
Το 1883 η χολέρα έκανε θραύση στην Αλεξάνδρεια. Κάλεσαν τον Κοχ και σε μικρό χρονικό διάστημα είχε λύσει το πρόβλημα της τρομερής νόσου. Είχε ανακαλύψει το μικρόβιο της χολέρας. Παρόλο όμως που η επιστροφή του στο Βερολίνο είναι θριαμβευτική, θα χρειαστεί, όπως και ο συνάδελφός του Παστέρ, να δώσει σκληρούς αγώνες για να επιβάλλει την ανακάλυψή του.
Αν υπήρξε και στον τομέα αυτόν ανταγωνισμός μεταξύ Παστέρ και Κοχ, αυτός θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλο επίπεδο: στον ανταγωνισμό Γαλλίας και Γερμανίας. Η Γαλλία είχε κι εκείνη στείλει στην Αίγυπτο τους δικούς της ερευνητές: τον Ρου και τον Τυιγιέ, βοηθούς του Παστέρ. Ο Τυιγιέ μάλιστα δεν διέφυγε τη μοίρα τόσων μαρτύρων της επιστήμης: ο Κοχ, ο «αντίζηλος», ήταν ένας από εκείνους που μετέφεραν στους ώμους τους το φέρετρο του νεκρού επιστήμονα.
Ο Κοχ βρισκόταν πια στο απόγειο της σταδιοδρομίας του. Στην εποχή του όμως η επιστήμη ήταν πολύ πιο συντηρητική από σήμερα και ο ρυθμός της προόδου της τόσο βραδύς, ώστε τα πνεύματα να μην είναι όσο έπρεπε προετοιμασμένα για την εύκολη αποδοχή νέων ανακαλύψεων.
Αξίζει τον κόπο να μνημονεύσουμε εδώ ένα επεισόδιο από τον πεισματικό αγώνα των θεωριών που είναι αρκετά χαρακτηριστικό της κατάστασης των πνευμάτων στην εποχή εκείνη. Όταν ο Κοχ επέστρεφε από την Αίγυπτο φέρνοντας μαζί του το δονάκιο της χολέρας, ο Πέττενκοφερ (1818-1901), ο «πατέρας της υγιεινής», γέρος πια και κατεξοχήν εκπρόσωπος του συντηρητικού πνεύματος, ζήτησε ειρωνικά από τον Κοχ να του προσφέρει μερικά από τα «υποτιθέμενα» εκείνα μικρόβια, δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμος να τα καταπιεί και να αποδείξει ότι ήταν τελείως αβλαβή. Ο Κοχ πράγματι του παρουσίασε ένα φιαλίδιο με μικρόβια χολέρας σε ποσότητα ικανή να εξοντώσει ένα σύνταγμα. Ο Πέττενκοφερ ήθελε να αποδείξει πως χωρίς «προδιάθεση» δεν υπήρχε χολέρα και ο Κοχ ότι χωρίς δονάκιο ήταν αδύνατη η πρόκλησή της. Υπό ορισμένη έννοια είχαν και οι δύο δίκιο. Το αποτέλεσμα όμως του απίθανου εκείνου πειράματος του Πέττενκοφερ εξακολουθεί να αποτελεί αίνιγμα για τη σύγχρονη μικροβιολογία.
Στη συνέχεια ιδρύθηκε στη Γερμανία ένα νέο Ινστιτούτο Λοιμωδών Νοσημάτων, το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ. Το 1893 ο Κοχ αφήνοντας το Βερολίνο, άρχισε μια μακρά σειρά ταξιδιών. Επτά χρόνια έζησε στην Αφρική, την Ινδία και την Ιάβα σαν περιηγητής, εθνολόγος και ερευνητής συγχρόνως. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ανακάλυψε το μικρόβιο της πυροπλάσμωσης των βοοειδών και έλυσε προβλήματα που σχετίζονταν με την ελονοσία και τη νόσο του ύπνου. Οι τιμές που του απονέμονταν ακολουθούσαν η μία την άλλη. Το 1905 πήρε το βραβείο Νόμπελ.
Σε ηλικία 60 ετών ο Κοχ παραιτήθηκε από όλες τις θέσεις του και θέλησε να κάνει ιδιωτικά το γύρο του κόσμου. Οι τιμές όμως τον περίμεναν όπου κι αν έφτανε. Στη Νέα Υόρκη οργάνωσαν γιορτές με την άφιξή του και στην Ιαπωνία τον συγχάρηκε προσωπικά ο Μικάδος για τις εξαιρετικές ανακαλύψεις του.
Όταν γύρισε στη Γερμανία είχε προσβολές από αλλεπάλληλες στηθαγχικές κρίσεις που προανήγγειλαν το τέλος του. Ο Κοχ πέθανε τον Μάρτιο του 1910.

17/9/09

Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (1854-1925) [96]

Όποιος περνά σήμερα από το αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο κοντά στη Ρώμη ασφαλώς δεν μπορεί να ξέρει ότι εδώ και 100 χρόνια ήταν εκεί το απροσπέλαστο άντρο της ελονοσίας. Στο χώρο αυτό είναι θαμμένος από το 1925 ο Τζιοβάνι Μπατίστα Γκράσι (Giovanni Battista Grassi), ο επιστήμονας, που πρώτος απέδωσε στον ανωφελή κώνωπα του είδους κορυνηφόρος την ευθύνη για τη μετάδοση της ελονοσίας. Ήταν αυτό η τελευταία επιθυμία ενός παραγνωρισμένου στρατιώτη της επιστήμης, που είχε στη ζωή του δεθεί στενά με τον δυστυχισμένο αυτόν τόπο, τα χρόνια εκείνα.
Ο δεσμός του Γκράσι με το Φιουμιτσίνο άρχισε πολλά χρόνια πριν, όταν ο νεαρός τότε επιστήμονας αναγορευόταν σε ηλικία 24 ετών διδάκτορας της ιατρικής και αποφάσιζε να αφιερωθεί στη Βιολογία. Ήταν ένας άνθρωπος με σεμνή εμφάνιση που αδιαφορούσε για το ντύσιμό του, και η αφηρημάδα του ήταν παροιμιώδης. Όταν ήταν καθηγητής πανεπιστημίου έφτανε στην παράδοση με τις τσέπες παραγεμισμένες από τενεκεδένια κουτάκια και γυάλινα σωληνάρια, φορώντας τις αρβύλες του που τον διευκόλυναν στις ατέλειωτες αναζητήσεις του στην ύπαιθρο. Είχε εγκαταλείψει το ιατρικό επάγγελμα για να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο διδάσκαλο, τη φύση. Θα τον συναντούσε κανείς συλλογισμένο να σκύβει στα χορτάρια της όχθης κάποιου ποταμού, να σκαλίζει το σαπισμένο κορμό ενός δένδρου ή τη λάσπη ενός τέλματος, για να ανακαλύψει μικροοργανισμούς που αμέσως τους κατέγραφε χρησιμοποιώντας ένα φορητό μικροσκόπιο. Η αδιάκοπη παρατήρηση στο μικροσκόπιο διευκόλυνε την απώλεια της όρασής του από το μάτι, που όπως έγραφε ο ίδιος, τον εξυπηρετούσε καλύτερα στις μικροσκοπικές του έρευνες.
Οι παρασιτολογικές μελέτες του Γκράσι ανάγονται στα χρόνια που σπούδαζε στην Παβία και στη Μεσσήνη και όταν ειδικευόταν στη Γερμανία, όπου απέκτησε ένα πολύτιμο συνεργάτη, τη Μαρία Κένεν που έγινε γυναίκα του. Τότε ανακάλυψε ότι το αίτιο της νόσου που θέριζε κατά χιλιάδες τους εργάτες που άνοιγαν τη σήραγγα του αγίου Γοτθάρδου ήταν τα αυγά του παρασίτου «αγκυλόστομα το δωδεκαδακτυλικό» που είχε ανακαλυφθεί από τον Ντουμπίνι (Angelo Dubini) (1813-1902) και εύρισκε θαυμάσιο περιβάλλον για να αναπτυχθεί στο χώμα των στοών. Σε ηλικία 29 ετών ήταν κιόλας καθηγητής της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο της Κατάνης. Εκεί αναδείχθηκε υποδειγματικός διδάσκαλος. Όπως ο ίδιος γράφει, έκανε πάντοτε περισσότερα μαθήματα από όσα προβλέπονταν στο πρόγραμμα και μολονότι ήταν γερουσιαστής από το 1908, ποτέ δεν άφησε, έστω κι ένα μάθημα, σε αντικαταστάτη για τον οποίο μάλιστα πλήρωνε η κυβέρνηση.
Την περίοδο εκείνη ο Γκράσι ανακάλυψε ότι η «ταινία η ελλειπτική» διατρέχει ένα μέρος του βιολογικού της κύκλου στο έντερο του ψύλλου και η «ταινία η νάνος» στο σκώρο του αλευριού και άλλα έντομα.
Βασική υπήρξε η ανακάλυψή του για τη γένεση των χελιών. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι αναπτύσσονταν από τα σκουλήκια της λάσπης, και ο Σπαλαντσάνι υπέθετε αόριστα ότι αναπαράγονται στο βυθό των θαλασσών. Ο Γκράσι με ανακοίνωσή του το 1896 απέδειξε ότι τα χέλια παράγονται από τις προνύμφες που έφεραν το όνομα «λεπτοκέφαλος ο βραχύρρυγχος». Τα πειράματά του για τα χέλια απλώνονταν από τις δημόσιες δεξαμενές μέχρι το μαγειρείο του σπιτιού του και την μπανιέρα του.
Επτά χρόνια αφιέρωσε στη μελέτη των τερμιτών. Από αυτήν προήλθε το έργο του «Συγκρότηση και εξέλιξη της κοινωνίας των τερμιτιδών» για το οποίο πήρε το χρυσό μετάλλιο του Ιδρύματος Δαρβίνου. Ασχολήθηκε ακόμα με τις μέλισσες και τα δίπτερα και έγραψε μελέτη με τον τίτλο «Τα εγκλήματα των μυγών». Στο βιβλίο αυτό κάνει τη θεμελιώδη παρατήρηση ότι η μύγα καταπίνει και αποβάλλει άθικτο το δονάκιο της χολέρας.
Η απασχόλησή του με τον φορέα της ελονοσίας στάθηκε για τον Γκράσι αφορμή πικρίας. Στην ιστορία της ελονοσίας παρατηρείται το εξής περίεργο: οι πρόοδοι στο θεραπευτικό τομέα να είναι πάντοτε μεγαλύτερες από ό,τι είναι στον τομέα της αιτιολογικής της διερεύνησης. Η ελονοσία δεν ήταν καθόλου άγνωστη στους αρχαίους. Δύο Λατίνοι συγγραφείς, ο Κολουμέλλας και ο Βαρώνιος, φαίνονται να έχουν πλησιάσει πολύ τη λύση του αιτιολογικού της προβλήματος. Ο Κολουμέλλας στο έργο του «Αγροτικά» γράφει: «Είναι απαραίτητο να αποφεύγουμε να γειτονεύουν τα σπίτια μας με έλος, γιατί το έλος με τη ζέστη, αναδίδει ένα βλαβερό δηλητήριο και γεννά ζώα οπλισμένα με επιβλαβή κεντριά, που πετούν επάνω μας σε πυκνά σμήνη». Ο Βαρώνιος πάλι μιλάει για «εχθρικά ζώα που γεννιούνται από τα έλη». Όλα αυτά λησμονήθηκαν το μεσαίωνα. Το 1600 εισάγεται στην Ευρώπη η θεραπεία της ελονοσίας με το φλοιό της κίνας που εφάρμοζαν οι Ίνκας της Ν. Αμερικής. Το 1717 ο Λαντσίζι στο έργο του για τις νόσους που προκαλούνται από τα έλη και τη θεραπεία τους, αποδίδει την ελονοσία στα «κουνούπια που σφυρίζουν» και παράγονται από κάτι «σκουληκάκια» που κολυμπούν στο στεκούμενο νερό. Ο Ραζόρι, καθηγητής στην Παβία κάνει τη σκέψη ότι τα κουνούπια εισάγουν με το τσίμπημά τους τέτοια παράσιτα στο αίμα του ανθρώπου. Η υπόθεση επιβεβαιώνεται από τους Μπινιάμι, Ντιονίζι και τον Τηλέμαχο Μεταξά που ήταν βιολόγος στη Ρώμη. Το 1880 ο Γάλλος Λαβεράν (Charles Louis Alphonse Laveran) (1845-1922) ανακαλύπτει το παράσιτο του έλους στο αίμα Αλγερινού στρατιώτη, και οι Μαρκιαφάβα (Ettore Marchiafava) (1847-1935) και Τσέλλι (Angelo Celli) (1857-1914) διαπιστώνουν ότι το παράσιτο αυτό είναι πρωτόζωο. Ο Καμίλλο Γκόλτζι (Camillo Golgi) (1844-1926) στην Παβία ξεχωρίζει μεταξύ 1884 και 1886 το παράσιτο του τριταίου από το παράσιτο του τεταρταίου πυρετού.
Το πρόβλημα του τρόπου, της οδού και του χρόνου της εισβολής του παρασίτου στον ανθρώπινο οργανισμό έρχεται να λύσει ο Γκράσι. Διεισδύει στις περιοχές που έχουν πληγεί πιο πολύ από την ελονοσία, συγκεντρώνει κάθε είδους κουνούπια, τα αυγά και τις προνύμφες τους από τελείως εγκαταλελειμμένες περιοχές, χωρίς τα κονδύλια που διατίθενται να του επιτρέπουν μεταφορικές ανέσεις και ζωή καλύτερη από εκείνη των χωρικών ανάμεσα στους οποίους κινείτο. Μερικοί από αυτούς είναι πολύτιμοι βοηθοί του, όπως ο Τζιουζέπε ντελ Άκονα, που του έπιανε κουνούπια για μια πεντάρα το ένα με τον εξής τρόπο: εξέθετε το μπράτσο του γυμνό στο έλος και καθώς κάθε κουνούπι που καθόταν πάνω του έκανε να βγάλει το μακρύ κεντρί του, το έπιανε μέσα σ’ ένα γυάλινο σωληνάριο που το έκλεινε με γάζα ποτισμένη στο οινόπνευμα.
Η μεγάλη ανακάλυψη έγινε το καλοκαίρι του 1898. Η πρώτη έγγραφη μαρτυρία της ήταν μια καρτ-ποστάλ. Την έστειλε τον Αύγουστο από το Μπελλάνο στην κόρη του Έλλα που ήταν στη Γερμανία με τη μητέρα της: «Αγαπητή Έλλα, έκανα ένα ταξιδάκι τριών ημερών αναζητώντας κουνούπια και ελπίζω ότι έχω ανακαλύψει εκείνο που προκαλεί την ελονοσία. Απόψε γυρίζω στη Ροβελάσκα. Πιθανώς να πάω για τον ίδιο σκοπό στο Γκροσσέτο και μετά θα έρθω στη Γερμανία, αν τα κουνούπια που θα μου στείλετε από το Σβέντσινγκεν μου αρέσουν...»
Την ανακάλυψή του ανήγγειλε ο Γκράσι τον ίδιο χρόνο (Σεπτέμβριος) στην Ακαδημία των Λίντσεϊ. Η πολεμική που ακολούθησε θα τον πικράνει πολύ. Το Δεκέμβριο του 1898 έγραφε ο Άγγλος Ρόναλντ Ρος (Ronald Ross) (1857-1932) στον Λαβεράν: «Θεωρώ ως πιθανό ότι η ελονοσία μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα δήγματα των κουνουπιών και ίσως και άλλων εντόμων». Ο Ρος πίστευε ότι εκείνος ανακάλυψε το αίτιο της ελονοσίας και ο κόσμος τον ακολούθησε στην πεποίθησή του αυτή. Τη θέση του είχε πάρει και ο Κωχ, και τον ακολούθησε και ο Λίστερ. Έτσι ο Ρος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.Πολλές ιστορίες της ιατρικής αγνοούν τελείως το όνομα του Γκράσι. Σ’ αυτό έπαιξε το ρόλο του βέβαια το βραβείο Νόμπελ του Ρος, που ίσως άξιζε περισσότερο στον σεμνό και λησμονημένο Ιταλό επιστήμονα.

Τζόζεφ Λίστερ και Φελίξ Τεριέ [95]

Αν η χειρουργική από χειρωνακτικό επάγγελμα μεταβλήθηκε σε ιατρική ειδικότητα υψηλότατης στάθμης, αυτό οφείλεται χωρίς αμφιβολία σε δυο γιατρούς του προπερασμένου αιώνα: τον Άγγλο Τζόζεφ Λίστερ και τον Γάλλο Φελίξ Τεριέ. Οι δυο σοφοί έλυσαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και με τρόπο αποτελεσματικό το πρόβλημα των χειρουργικών μολύνσεων.
Ο Τζόζεφ Λίστερ (Joseph Lister) γεννήθηκε το 1827 στο Λονδίνο από οικογένεια Κουάκερων. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών. Νεότατος αποφάσισε να γίνει χειρουργός. Την εποχή εκείνη το θέμα της νάρκωσης προκαλούσε σφοδρά πολεμική για λόγους θρησκευτικούς: οι φανατικότεροι εχθροί της ήταν οι καλβινιστές της Σκωτίας.
Όταν το Νοέμβριο του 1847 ο Σίμψον εκθείαζε μπροστά στη Χειρουργική Εταιρεία του Εδιμβούργου τη χρήση του χλωροφορμίου στους τοκετούς, οι αρχηγοί των διάφορων δογμάτων θεώρησαν την ανακάλυψή του αντίθετη προς τη βιβλική κατάρα του Θεού προς τη γυναίκα: «με λύπες θα γεννά τέκνα». Ο Σίμψον όμως, καλός γνώστης της Γραφής, τους αποστόμωσε, παρουσιάζοντάς τους ένα άλλο χωρίο από τη Γένεση: «και επέβαλε ο Θεός έκσταση (βαθύ ύπνο) επί τον Αδάμ και ύπνωσε (κοιμήθηκε) και έλαβε μία των πλευρών αυτού και αναπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής».
Η ηχώ της διαμάχης αυτής έφτασε και στην οικογένεια του Λίστερ, οικογένεια ζηλωτών, όταν ο νεαρός Τζόζεφ είχε χαράξει την πορεία του. Αν η νάρκωση ήταν ένα αποφασιστικό βήμα στην πρόοδο της χειρουργικής, η αντισηψία αποτέλεσε ουσιώδη σταθμό στην εξέλιξή της.
Η πρώτη απόπειρα του Λίστερ πάνω στο θέμα προερχόταν από το νοσοκομείο της Γλασκώβης, στο οποίο για λόγους οικονομίας είχαν περικοπεί όλα τα έξοδα για επιδεσμικό υλικό, σεντόνια και χημικά μέσα μόλυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική αύξηση της θνησιμότητας λόγω των μολύνσεων που πάθαιναν τα εγχειρητικά τραύματα. Η σηψαιμία ήταν ανέκαθεν ο φοβερός εχθρός κάθε χειρουργικής επέμβασης και ο μεγάλος αριθμός των νοσηλευομένων λόγω της αύξησης του πληθυσμού των πόλεων, έκανε το πρόβλημα επιτακτικότερο. Τα νοσοκομεία είχαν φοβερή φήμη και ο κόσμος πίστευε ότι οι κίνδυνοι για τη ζωή του ήταν μικρότεροι στο πεδίο της μάχης παρά στο χειρουργείο.
Η σηψαιμία προσέλκυσε από την αρχή το ενδιαφέρον του Λίστερ. Όταν το 1865 ο Τόμας Άντερσον, καθηγητής της χημείας στη Γλασκώβη, του γνωστοποίησε τις εργασίες του Παστέρ για τη ζύμωση και τη σήψη, που αποδείκνυαν ότι οι διεργασίες αυτές οφείλονταν σε μικροσκοπικούς παθογόνους παράγοντες, ο Λίστερ μπήκε σε συλλογισμούς. Γιατί και η διαπύηση των τραυμάτων να μην οφείλεται στην ίδια αιτία; Άρχισε λοιπόν να αναζητά μέσα για τη θεραπεία του κακού. Θυμήθηκε τότε ότι το φαινικό οξύ χρησιμοποιείτο για το χημικό καθαρισμό των μολυσμένων νερών του Καρλάιλ. Έβρεξε λοιπόν το επιπεπλεγμένο κάταγμα ενός αρρώστου του και το κάλυψε με μια κομπρέσα διαποτισμένη στο ίδιο υγρό: επάνω του σχηματίστηκε μια κρούστα και δεν παρουσιάστηκε μόλυνση.
Τα πειράματά του συνέχισε ο Λίστερ σιωπηλά επί δύο χρόνια, ώσπου το 1867 δημοσίευσε στο «Lancet» μια περιγραφή της θεραπευτικής μεθόδου του. Τον ίδιο χρόνο έκανε μια ανακοίνωση «Περί της αρχής της αντισηψίας» στη Βρετανική Ιατρική Εταιρεία, με αποτέλεσμα να συναντήσει βίαιες αντιδράσεις. Μεταξύ εκείνων που αντιδρούσαν ήταν, κατά περίεργο τρόπο, και ο εισηγητής της αναισθησίας με χλωροφόρμιο, ο σερ Τζαίημς Σίμψον (James Simpson), που χαρακτήρισε τα υπεύθυνα για τη σηψαιμία μικρόβια «χειμερικούς μύκητες» του Λίστερ. Η τεχνική του Λίστερ χαρακτηρίστηκε μάλλον περιφρονητικά ως «φαινικοθεραπεία». Ο Σίμψον μάλιστα τον κατηγόρησε ότι έκλεψε την ιδέα της χρησιμοποίησης του φαινικού οξέος από το Γάλλο φαρμακολόγο Ζιλ Λεμέρ. Ο Λίστερ εξήγησε ότι η ουσία της ανακάλυψής του έγκειται στο συστηματικό αποκλεισμό των μικροοργανισμών από τα χειρουργικά τραύματα, και το φαινικό οξύ ήταν απλά ένα μέσο για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.
Στη συνέχεια των μελετών του ο Λίστερ εξέτασε στο μικροσκόπιο την επίδραση των ραμμάτων που χρησιμοποιούνται για χειρουργικές ραφές επάνω σε πειραματόζωα. Διαπότισε τότε το μεταξένιο και το ζωικό ράμμα με φαινικό οξύ και διαπίστωσε ότι μπορούσε να προλαμβάνει τις μολύνσεις. Στη συνέχεια χρησιμοποίησε τη γάζα στις επιδέσεις των τραυμάτων και εισήγαγε τη χρήση των παροχετεύσεων με σωληνίσκους από ελαστικό. Η πρώτη άρρωστη στην οποία εφαρμόστηκε η νέα τεχνική ήταν η βασίλισσα Βικτωρία.
Το 1877 του προσφέρθηκε η έδρα της κλινικής χειρουργικής στο King’s College Hospital του Λονδίνου. Η αντισηπτική του μέθοδος εφαρμοζόταν πια σε όλα τα χειρουργεία του κόσμου.
Σε όλη του τη ζωή (πέθανε το 1912) ο Λίστερ αρνιόταν την ύπαρξη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της αντισηψίας και ασηψίας. Κατά τη γνώμη του είτε χημικά μέσα χρησιμοποιούσε κανείς είτε την αποστείρωση με τη θερμότητα, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο: ο αποκλεισμός των μικροβίων από το εγχειρητικό πεδίο.
Ένας άλλος απόστολος της αντιμικροβιακής σταυροφορίας υπήρξε ο Φελίξ Τεριέ. Ήταν κιόλας καθηγητής της χειρουργικής κλινικής, όταν στη μάχη του Σεντάν του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τις τραγικές συνέπειες της χειρουργικής του καιρού του σε όλη τους την έκταση: η σηψαιμία θέριζε όσους δε θέρισαν τα όπλα των Πρώσων. Ο Τεριέ, που εκτιμούσε τον Λίστερ, είχε εν τούτοις παρατηρήσει δυο μειονεκτήματα της αντισηψίας. Πρώτον, ότι ο ψεκασμός με φαινικό οξύ, που είχε επινοήσει ο Λίστερ, ναι μεν προκαλούσε κορεσμό του αέρα του χειρουργείου, τα περισσότερα όμως και πιο επικίνδυνα μικρόβια δεν αιωρούνται στον αέρα, αλλά υπάρχουν στα εργαλεία, το επιδεσμικό υλικό και τα χέρια του χειρουργού. Δεύτερον, ότι μιας και ορισμένα μικρόβια μπορούν να αμυνθούν παίρνοντας τη μορφή σπόρου, η εξόντωση των μικροβίων με την αντισηψία τίθεται σε αμφιβολία. Και αυτά άσχετα από το γεγονός ότι η αντισηψία καθυστερούσε την αυτόματη ίαση των ιστών. Ο Τεριέ σκέφτηκε ότι η ριζική λύση θα ήταν η πρόληψη της μόλυνσης, αντισηψία που θα εκτελείται σε άθικτους ιστούς, δηλαδή σε άσηπτο χειρουργείο. Έτσι το 1878 χειρουργεί σε χώρους απομονωμένους, ασβεστωμένους, που να μην έχει προηγουμένως μείνει άλλος άρρωστος και με νέα, κάθε φορά, εργαλεία. Η πλήρης, όμως, εφαρμογή της μεθόδου του έγινε το 1883 στο περίφημο νοσοκομείο Μπισά, όπου ο Τεριέ διεύθυνε ένα υποδειγματικό τμήμα. Στο νοσοκομείο αυτό ξεχώριζαν σηπτικούς και άσηπτους ασθενείς, απομόνωναν όσους είχαν υποστεί μεγάλες εγχειρήσεις στο υπογάστριο σ’ ένα μεγάλο περίπτερο που κάθε θάλαμος είχε το πολύ δύο κρεβάτια και γειτόνευε με το χειρουργείο και απαγόρευαν στους χειρουργούς την είσοδο σε θαλάμους που βρίσκονταν άλλοι άρρωστοι. Το προσωπικό του χειρουργείου υποχρεωνόταν να χειρουργεί με μετρημένες κινήσεις και σε απόλυτη σιγή, αφού προηγουμένως έπλεναν σχολαστικά τα χέρια τους και το κάτω μέρος των βραχιόνων, καθώς και το σώμα του ασθενούς. Με τον Τεριέ παρουσιάζονται για πρώτη φορά οι αποστειρωμένες μπλούζες των χειρουργών, τα δε εργαλεία αποστειρώνονται σε 160-180 βαθμούς. Ύστερα από κάθε επέμβαση παρακολουθείται η μετεγχειρητική πορεία του αρρώστου: και η μικρότερη πυρετική κίνηση θεωρείται απόδειξη κακής ασηψίας. Στα νοσοκομεία όλου του κόσμου το όνομα του μικρόσωμου Γάλλου χειρουργού με την αυστηρή όψη, προφερόταν πια με σεβασμό.
Αν η μεγαλοφυΐα όπως την όρισε ο Μπιφόν, δεν είναι παρά «η μεγαλύτερη ικανότητα για υπομονή», τότε ο Φ. Τεριέ υπήρξε πράγματι μια μεγαλοφυΐα. Το έργο του κυριαρχεί έκτοτε στη χειρουργική, έργο στηριγμένο στην πίστη προς τις ανακαλύψεις του Παστέρ, σε μια προσπάθεια τελειοποίησης επί τρεις και πλέον δεκαετίες και στο προσωπικό παράδειγμα και τη διδασκαλία του. Σήμερα που η ασηψία είναι κοινή συνείδηση όχι μόνο για τον χειρουργό αλλά και για τους κοινούς ανθρώπους, το όνομα του Τεριέ είναι άγνωστο στις νέες γενιές.

13/9/09

Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lombroso) [94]

Το 1850 δημοσιευόταν σε κάποιο τυπογραφείο της Βερόνας το έργο ενός νέου 15 ετών. Τίτλος του ήταν «Ιστορία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας», και ο 15χρονος συγγραφέας λεγόταν Τσέζαρε Λομπρόζο. Ήταν το πρώτο από τα 450 μικρά και μεγάλα βιβλία που έγραψε ο άνθρωπος εκείνος για να κυριαρχήσει τελικά στην ιστορία της ιταλικής ψυχιατρικής και εγκληματολογίας.
Ο Λομπρόζο γεννήθηκε στη Βερόνα το 1835, πήρε το πτυχίο του στην Παβία το 1858 και δίπλωμα χειρουργικής στη Γένοβα το 1859. Ήταν πνεύμα εκλεκτικό και είχε την τάση να ασχολείται με πολλούς τομείς της επιστήμης και να πραγματοποιεί ευρείες συνθέσεις, που δεν επαληθεύονταν βέβαια πάντοτε. Στη σπουδαστική περίοδο της ζωής του δέχθηκε την επίδραση ενός απλού γιατρού της Παδούας, του Πάολο Μαρτσόλα. Ο άνθρωπος αυτός είχε επιδοθεί στη μελέτη της καταγωγής των γλωσσών και στη σύγκρισή τους, ζητώντας να ερμηνεύσει την ιστορία του πρωτόγονου ανθρώπου, με πνεύμα θετικιστικό. Το πνεύμα αυτό βρήκε τη συνέχειά του στον Λομπρόζο.
Το 1855 ο Λομπρόζο διέγραψε τα θέματα που θα τον απασχολήσουν αργότερα, στη μελέτη του «Η παραφροσύνη του Κάρντανο». Επρόκειτο για την αντίθεση μεταξύ της ανθρώπινης μεγαλοφυΐας και των θεωριών για την εκφυλιστική φύση της μεγαλοφυούς δημιουργίας του ανθρώπου. Το 1859, όταν υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιατρός έγραψε τις «Σημειώσεις περί των τραυμάτων και των ακρωτηριασμών εκ πυροβόλων όπλων», που θεωρούνται από τα πρωτότυπα έργα στη βιβλιογραφία της στρατιωτικής ιατρικής. Το 1862 έκανε μια σειρά μαθημάτων ψυχιατρικής στην Παβία, που το επόμενο έτος τα μετέτρεψε σε μαθήματα «κλινικής των φρενικών νόσων και ανθρωπολογίας». Κάνοντας τακτικές επισκέψεις στο ψυχιατρείο της Αγίας Ευφημίας, όπου πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του, εμβάθυνε στις σχέσεις μεταξύ μεγαλοφυΐας και νεύρωσης. «Οι μεγαλύτερες συλλήψεις του στοχαστή», γράφει σε κείμενο της εποχής εκείνης, «ξεπετιούνται μονομιάς, αναπτύσσονται ακούσια, όπως οι παρορμητικές πράξεις του μανιακού». Σήμερα, βέβαια, που μας είναι γνωστή η παθολογοανατομική βάση πολλών ψυχοπαθειών, η σύνδεση μεγαλοφυΐας και εγκλήματος μας φαίνεται παράλογη. Αλλά η καταδίκη της θεωρίας αυτής έχει γίνει πολύ νωρίτερα, στο Διεθνές Ανθρωπολογικό Συνέδριο του Τορίνο, στις αρχές του περασμένου αιώνα, στο οποίο μετέχει και ο ίδιος ο Λομπρόζο. Εκεί, στη θεωρία του περί εκφυλιστικής ιδιοσυστασίας του εγκληματία εκ γενετής, αντέταξαν το γεγονός ότι μια ψυχική νόσος, η σχιζοφρένια, οδηγεί στο έγκλημα.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι η νέα μέθοδος που εισήγαγε ο Λομπρόζο στη κλινική μεταχείριση των ψυχοπαθών και που συνίστατο στον μετριασμό της ανυπόφορης θεραπευτικής, την εισαγωγή της χειροτεχνίας, της επαφής με τον έξω κόσμο, της ομαδικής ψυχαγωγίας, μέχρι την έκδοση εφημερίδας που γραφόταν και τυπωνόταν από τους ίδιους τους ψυχοπαθείς. Επρόκειτο για μια νέα στην εποχή της μέθοδο, δεκτή και σήμερα, αν και κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Εκείνο που έλειπε από τον Λομπρόζο ήταν το κριτικό πνεύμα, πράγμα που τον άφηνε να παρασύρεται ως τις πιο άκρες συνέπειες μερικών από τα αξιώματα που διατύπωνε, εκτεθειμένος ακόμα και στην ειρωνεία της πιο συντηρητικής μερίδας των επιστημόνων. Στα τελευταία χρόνια του αιώνα το αντικείμενο της ειρωνείας ήταν η «μέθοδος του στατήρα», στην οποία υπέβαλλε ο Λομπρόζο τους ασθενείς του, προκειμένου να ανιχνεύσει μια ψυχοπάθεια: τους ζύγιζε για να ανακαλύψει κάποια διαφορά στο βάρος τους και εξέταζε την ευαισθησία τους στον πόνο και στον μαγνητισμό. Μερικά από τα έργα του της εποχής εκείνης: «Επιδράσεις των άστρων και των μετεώρων επί της ανθρώπινης διάνοιας» (1867), «Σχέσεις μεταξύ ηλικίας και σεληνιακών στιγμάτων και κρίσεων παραφροσύνης» (1868), «Στοιχεία εκ της ιστορίας των εφαρμογών της μετεωρολογίας στην ψυχιατρική», αποτελούν την έκφραση αφελών πεποιθήσεων.
Ο Λομπρόζο απασχολήθηκε στη συνέχεια με μια νόσο που για την Ιταλία αποτελούσε εθνικό πρόβλημα: με την πελάγρα και τα αίτιά της. Στις εργασίες του πάνω στο θέμα αυτό, στο πρόβλημα του κρετινισμού και σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή της νοσηρότητας στην Ιταλία, αναζητάει επανειλημμένα την αιτία της συγκέντρωσης των περισσοτέρων κρουσμάτων της πελλάγρας στη Λομβαρδία. Η νόσος ήταν συχνότερη στους αγρότες και αποδιδόταν γενικά στο καλαμπόκι. Ο Λομπρόζο την απέδωσε σε μια ειδική αλλοίωση του καλαμποκιού που την προκαλούσαν μικροοργανισμοί, όπως το «πενικίλιο το γλαυκό» και το «ωίδιον του γάλακτος» και ειδικότερα στις τοξίνες τους. Την εποχή που ο Λομπρόζο διατύπωνε αυτήν την (εσφαλμένη) θεωρία του, η έρευνα των μικροοργανισμών βρισκόταν σε πρωτόγονο στάδιο, ιδίως στην Ιταλία, πράγμα που συνετέλεσε στη μεγαλύτερη σφοδρότητα των επιθέσεων κατά της θεωρίας του. Αργότερα η θεωρία αυτή διαψεύστηκε: πράγματι υπεύθυνο ήταν το καλαμπόκι, αλλά για άλλους λόγους: γιατί δεν περιείχε τη βιταμίνη ΡΡ (νικοτινικό οξύ). Ο Λομπρόζο όμως αντιμετώπισε το πρόβλημα και από την πολιτικο-κοινωνική του πλευρά, όταν ζητούσε να ληφθούν μέτρα κατά των γαιοκτημόνων που διέθεταν στους χωρικούς χαλασμένο καλαμπόκι.
Στο σχέδιο εκσυγχρονισμού του ψυχιατρείου της Βογκέρα, που συνέταξε το 1868 ως έκτακτος καθηγητής της κλινικής των ψυχικών νόσων στην Παβία, διατυπώνονται μερικές βασικές ιδέες του που θα συνοψιστούν αργότερα στο περίφημο έργο του «Ο εγκληματίας άνθρωπος». Κάποια ημέρα, ενώ νεκροτομούσε το πτώμα ενός ληστή ονόματι Βιλλέλλα, του έκανε εντύπωση η διαμόρφωση του ινιακού βόθρου, την οποία θεώρησε ως την αιτία ανωμαλιών που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την ψυχική διαστροφή του εγκληματία. Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε τη βάση του συγγράμματος «Ο εγκληματίας άνθρωπος» που εκδόθηκε το 1876. Το έργο, στις κατοπινές εκδόσεις του, πλουτιζόταν όλο και περισσότερο με κεντρική ιδέα τη σχέση μεταξύ των σωματικών και των ψυχικών ανωμαλιών του εγκληματία, τις οποίες ο Λομπρόζο ανάγει σε κοινή αιτία: τη διαταραχή και στη συνέχεια την αναστολή της οργανικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η «εκφυλιστική και ανθρωπολογική θεωρία του εγκλήματος»: το έγκλημα ως εκδήλωση του ατόμου παραλληλίζεται με νόσο που έχει συγκεκριμένο ανατομικό υπόβαθρο.
Φυσικά οι απόψεις του είναι σήμερα ξεπερασμένες. Το έγκλημα δεν θεωρείται ως ενδιάθετη καταδίκη και στον εγκληματία δεν αναγνωρίζονται εκφυλιστικοί ανθρωπολογικοί χαρακτήρες. Οι εσφαλμένες απόψεις του Λομπρόζο χρησίμευσαν, ωστόσο, στο να ελαφρύνουν τη σκληρή μεταχείριση των καταδίκων, υποκαθιστώντας την ποινή με την πρόληψη και τη θεραπεία του εγκλήματος, όπως αρμόζει σε κάθε αρρώστια.
Το 1876 ο Λομπρόζο κατέλαβε μετά από διαγωνισμό την έδρα της Υγιεινής και Ιατροδικαστικής στο Τορίνο. Και τότε άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά από τους φοιτητές ολόκληρες σειρές εγκληματικών τύπων, που ο Λομπρόζο υπέβαλε μπροστά στο ακροατήριο σε ανθρωπολογική εξέταση επιχειρώντας να βυθομετρήσει, σύμφωνα με τον ρητορισμό της εποχής, τις ζοφερές εκείνες ψυχές. Για πέντε ολόκληρα χρόνια συνωστιζόταν το ακροατήριο στα μαθήματά του: φοιτητές, κυρίες της αριστοκρατίας που ζητούσαν νέες συγκινήσεις, δημοσιογράφοι κ.α.
Στο Αρχείο Ψυχιατρικής και Εγκληματολογικής Ανθρωπολογίας που ίδρυσε, συγκέντρωνε τα τεκμήρια της εγκληματικής νόσου: κρανία, εγκεφάλους, τατουάζ, χειροτεχνήματα των φυλακισμένων.
Ύστερα από τον «Εγκληματία άνθρωπο» ακολούθησε το 1893 το έργο «Η εγκληματίας γυναίκα» που γράφτηκε σε συνεργασία με τον μαθητή του Γκουλιέλμο Φερρέρο.
Αν και όλες τις μάχες του τις έδωσε ο Λομπρόζο μέσα στους ακαδημαϊκούς και πανεπιστημιακούς χώρους, το όνομά του έγινε ευρύτατα γνωστό έξω από τους ιατρικούς κύκλους. Οι νομοθέτες πολλών εθνών εμπνεύστηκαν από τα δικά του κριτήρια για τη μεταρρύθμιση των ποινικών νόμων και των δικαστικών διατάξεων. Όταν το 1897 επισκέφθηκε τη Μόσχα, στη διάρκεια ενός ψυχιατρικού συνεδρίου, συναντήθηκε με τον Τολστόι, που τον δέχτηκε στο εργαστήριό του σολιάζοντας ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο Ρώσος σοφός έδειξε να γνωρίζει καλά τις θεωρίες του Ιταλού ψυχίατρου για τη μεγαλοφυΐα και την τρέλα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν ο Φρόιντ είχε κιόλας ιδρύσει τη δική του σχολή, ο Λομπρόζο ασχολήθηκε με τις λεγόμενες «εσωτερικές επιστήμες»: τον πνευματισμό, ιδίως, και την παραψυχολογία. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο πώς ένας θετικιστής αφοσιώθηκε σ’ έναν τέτοιο τομέα έρευνας. Ήταν η ελπίδα της γνωριμίας του ανθρώπου από κάθε του πλευρά που προφανώς τον οδήγησε να μελετήσει πειραματικά τις εκδηλώσεις ενός κόσμου που δεν είχε θέση μέχρι τότε στο έργο του. Κάτι ανάλογο συνέβη, άλλωστε, και με τον Μορσέλλι, τον Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ (Charles Robert Richet) (1850-1935), τον Πιέρ Ζανέ (Pierre Janet) (1859-1947) και τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό (Jean Martin Charcot) (1825-1893), που όλοι συμμετείχαν σε πνευματιστικές συνεδριάσεις και δημοσίευσαν σχετικές με το θέμα εργασίες. Το 1909 δημοσίευσε στο Τουρίνο το έργο του «Έρευνες επί υπνωτιστικών και πνευματιστικών φαινομένων».Όταν το 1909 ο Λομπρόζο πέθανε, σε ηλικία 74 ετών, οι εφημερίδες όλου του κόσμου δημοσίευσαν την είδηση στην πρώτη τους σελίδα. Όλη η Ιταλία είχε συγκινηθεί: από τους βασιλείς μέχρι τον απλό λαό, που με τις θεωρίες του είχε εξάψει τόσο τη φαντασία τους.