Μια από τις κατηγορίες των αντιπάλων του Μαλπίγγι εναντίον του ήταν ότι δεν υπήρξε πραγματικός γιατρός, γιατί δεν αφιέρωσε τη ζωή του στο ιατρικό επάγγελμα. Ποτέ του δεν υπήρξε αυτό που λέμε σήμερα κλινικός και επί πλέον αδιαφορούσε για τη δουλειά αυτή, που ωστόσο κάνει το γιατρό να διαφέρει από κάθε άλλον επιστήμονα επαγγελματία.
Ανάλογη ήταν και η κατηγορία που στρεφόταν κατά των ιατροχημικών. Ούτε αυτοί ήταν για τους αντιπάλους τους γιατροί, αλλά μόνο θεωρητικοί, ξένοι απέναντι στην τραγική πραγματικότητα της ασθένειας και του θανάτου και ακόμα πιο πολύ προς το γνήσιο ιατρικό ιδεώδες: την ανακούφιση του πόνου, από την ανάγκη της οποίας γεννήθηκε η ιατρική.
Ήταν δίκαιες οι κατηγορίες αυτές; Όπως πάντα, περιείχαν ένα ποσοστό αλήθειας κι άλλη τόση πλάνη. Ας ξαναδιαβάσουμε ένα μέρος από την «Απάντηση του δόκτορα Μαρτσέλλο Μαλπίγγι» στην επιστολή που με τον τίτλο «Διατριβή, αφιερωμένη σ’ ένα φίλο, γύρω από τις σπουδές των σύγχρονων ιατρών», περιέχεται στα έργα που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του:
«Ξέρω πως ο τρόπος με τον οποίο η ψυχή μας κάνει χρήση του σώματός μας κατά τη λειτουργία της είναι ανέκφραστος. Είναι εντούτοις βέβαιο ότι στις λειτουργίες της ανάπτυξης, των αισθήσεων και της κίνησης, η ψυχή είναι υποχρεωμένη να ενεργεί σύμφωνα με τη μηχανή στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα ρολόι ή ένας μύλος κινούνται από ένα μολύβδινο εκκρεμές ή μια πέτρα, ένα υποζύγιο ή έναν άνθρωπο. Ακόμα κι αν ένας άγγελος την κινούσε, θα έκανε την ίδια κίνηση αλλάζοντας θέσεις, όπως τα υποζύγια κλπ. Μη γνωρίζοντας λοιπόν την κίνηση της ενέργειας του αγγέλου, αλλά την ακριβή κατασκευή του μύλου, θα αναγνωρίζω αυτή την κίνηση και την ενέργεια, κι αν πάθει βλάβη ο μύλος, θα προσπαθώ να επισκευάσω τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση και θα αφήνω κατά μέρος την αναζήτηση της λειτουργικής κίνησης του αγγέλου που κινεί».
Στα λόγια αυτά, που παραθέτουμε αυτούσια, βρίσκουμε όχι μόνο, διατυπωμένη με σαφήνεια και με τολμηρό τρόπο, τη μηχανιστική αντίληψη των φυσικών φαινομένων, τη νέα θέση της επιστήμης απέναντι στις απόψεις της παράδοσης, αλλά ίσως και μια εύγλωττη και σαφή απάντηση στο ερώτημά μας.
Είναι ολοφάνερο ότι εκείνοι που ονόμασαν τον εαυτό τους «μοντέρνους γιατρούς» (όπως και οι αντίπαλοί τους), αν προσπαθούσαν να γνωρίσουν «την ακριβή κατασκευή του μύλου» και να κατανοήσουν την «κίνηση», που η κινούσα δύναμη (ο «άγγελος» και η «ψυχή» του Μαλπίγγι) υποχρεώνεται να ακολουθεί κατά «τη μηχανή, στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη», αυτό δεν το έκαναν μόνο για την αφηρημένη ευχαρίστηση της γνώσης. Το έκαναν κυρίως για να «προσπαθήσουν να επισκευάσουν τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση», στην περίπτωση που ο «μύλος», με άλλα λόγια η μηχανή του ανθρώπινου σώματος, θα είχε «πάθει βλάβη». Η βλάβη του μύλου δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από την αρρώστια. Συνεπώς κι ο ιατρομηχανικός (με κυριότερο εκπρόσωπο της σχολής, το Μαλπίγγι), ασχολείται με το ρόλο του γιατρού στη σχέση του με τον ασθενή και με τον υπέρτατο προορισμό κάθε ιατρικής, δηλαδή την ανακούφιση του πόνου, στο πλαίσιο του αγώνα κατά της ασθένειας. Βλέπουμε μάλιστα ότι ο ουσιαστικός σκοπός της μελέτης, της έρευνας και των πειραμάτων του «μοντέρνου γιατρού» είναι κυρίως η βαθύτερη γνώση της «μηχανής», με μοναδικό σκοπό τις καλύτερες δυνατότητες για μια θεραπευτική επέμβαση.
Τα ίδια θα μπορούσε να διαβεβαιώσει κανείς και για λογαριασμό της ιατροχημείας. Ο Φραντσέσκο ντε λα Μποέ, κύριος εκπρόσωπός της, κατέλαβε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν την έδρα της κλινικής ιατρικής και υπήρξε εμπνευσμένος υπέρμαχος της αντίληψης, ότι στο τέλος κάθε ιατρικής μελέτης πρέπει να τοποθετείται η θεραπεία του ασθενούς.
Από την άποψη αυτή, συνεπώς, οι κατηγορίες των ιατρομηχανικών κατά των ιατροχημικών δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα.
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Στις κατηγορίες πάντως αυτές υπήρχε και το πραγματικό στοιχείο. Μόνο που αυτό δεν ήταν η αδιαφορία προς την πρακτική άσκηση της ιατρικής. Ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Μαλπίγγι και οι οπαδοί του ασκούσανε την ιατρική, για τον οποίον οι υπερασπιστές τους εξέφραζαν ανεπιφύλακτα το θαυμασμό τους και εξαιτίας του οποίου προσέτρεχαν σ’ αυτούς αδύνατοι και ισχυροί.
Πώς όμως ασκούσανε την ιατρική; Πώς έρχονταν σε επαφή μαζί τους οι ασθενείς; Στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε πως επρόκειτο για συμβουλές, για ερωτήσεις δηλαδή του αρρώστου και απαντήσεις του ιατρού εξ αποστάσεως, χωρίς προσωπική επαφή μεταξύ τους. Στην περίπτωση που ο άρρωστος πήγαινε ο ίδιος στο γιατρό, αυτός περιοριζόταν στο να παίρνει το ιστορικό, έθετε τη διάγνωση και υποδείκνυε ενδεχομένως τη θεραπεία, χωρίς να προβεί σε φυσική εξέταση του αρρώστου. Η στάση αυτή του γιατρού πήγαζε από την απόλυτη πεποίθηση ότι τα πάντα μπορούσαν να επιλυθούν με «μαθηματικές αποδείξεις» και με βάση την τέλεια γνώση του μηχανισμού ή των μηχανισμών του ανθρώπινου σώματος. Συγκεντρώνοντας λοιπόν διάφορα οδηγά σημεία και κάνοντας αυστηρή εφαρμογή του μαθηματικού συλλογισμού, κατέληγαν με απόλυτη βεβαιότητα να διαγνώσουν ποιο τμήμα της μηχανής είχε «πάθει βλάβη» και να θέσουν την ένδειξη της θεραπείας που επιβαλλόταν για «την επισκευή των τροχών ή της κακής τους συναρμολόγησης».
Με άλλα λόγια, αν ο «μοντέρνος γιατρός» δεν πλησίαζε το κρεβάτι του αρρώστου, αυτό δεν γινόταν από άγνοια ή περιφρόνηση προς την αποστολή του γιατρού, αλλά επειδή δεν το θεωρούσε αναγκαίο. Αυτό όμως ακριβώς, η απομάκρυνση από το κρεβάτι του αρρώστου, ήταν εκείνο που πρόσεχαν οι αντίπαλοι και επιπλέον απασχολούσαν όλους όσοι ήταν πρώτα γιατροί και ύστερα ιατρομηχανικοί.
Ο ΤΟΜΑΣ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Το θέμα, όπως είδαμε, απασχολούσε ζωηρά τους κύκλους του Λέιντεν και πιο πολύ ίσως αυτόν τον πραγματικό ιδρυτή της ιατροχημικής σχολής, τον Φρανσουά ντε λα Μποέ. Η τιμή όμως για την επαναφορά των ιατρών σε μια πιο εξισορροπημένη αντίληψη της επιστήμης τους, σε μια νέα και γόνιμη μορφή «ιπποκρατισμού», ανήκει στον Άγγλο Τόμας Σύντενχαμ. Και πράγματι, οι αντιλήψεις του Σύντενχαμ πήραν την ονομασία του νεοϊπποκρατισμού και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «Άγγλος Ιπποκράτης». Γι’ αυτόν ένας Ιταλός σύγχρονός του γράφει ότι είναι «καμάρι και κόσμημα» του ιατρικού επαγγέλματος, ότι «παραμέρισε τις κούφιες γνώμες και αφοσιώθηκε ολόκληρος στην κλινική παρατήρηση».
Ο Σύντενχαμ γεννήθηκε στο Ουίνφορντ Ίγκλ το 1624 και σπούδασε στην Οξφόρδη από το 1642 έως το 1649, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα: είχε λάβει μέρος στον αγώνα του Όλιβερ Κρόμγουελ κατά της απολυταρχίας.
Ύστερα από μια ατυχή επαγγελματική περίοδο, πράγμα που οφειλόταν στην πτώση του Κρόμγουελ με την άνοδο στο θρόνο του Καρόλου Β’, κατόρθωσε το 1666 να μπει στο Κολέγιο των Ιατρών και να πάρει άδεια ελεύθερης άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος. Από τότε μέχρι το θάνατό του (1689), έγραψε πολλά βιβλία, αρχίζοντας με μια μικρή πραγματεία με τον τίτλο «Μέθοδος θεραπείας των πυρετών», η οποία έγινε ευνοϊκά δεκτή όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνέχισε το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες απαντήσεις», το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες συζητήσεις» και τέλος το 1683 με την πραγματεία «Περί της ποδάγρας και της υδρωπικίας».
Ειλικρινά και φανερά αντίθετος με τις ανατομικές παρατηρήσεις και τα φυσιολογικά πειράματα, ο Σύντενχαμ αποκαλύπτεται να αγνοεί κι αυτή την ανακάλυψη του Χάρβεϊ για την κυκλοφορία του αίματος. Στην άγνοια αυτή οφείλεται και η από τον ίδιο ομολογημένη αδυναμία του να καταλάβει τα αίτια της υδρωπικίας, του ασκίτη.
Παρόλα αυτά δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί σαν ένας από τους μεγαλύτερους γιατρούς της εποχής του, επειδή κατόρθωσε με τον τρόπο που μόνον ένας μεγαλοφυής άνθρωπος θα ενεργούσε, να επαναφέρει την ιατρική του αιώνα του στο κρεβάτι του αρρώστου. Γι’ αυτό και μόνον η φυσιογνωμία του σαν γιατρού διαγράφεται πιο μοντέρνα, αλλά κατά τρόπο εξισορροπημένο και ταυτόχρονα πιο ιπποκρατική. Μοντέρνα, γιατί δεν έκλεινε τα αυτιά του σε κάθε νέα ανακάλυψη που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στο γιατρό για τη θεραπευτική του αποστολή. Ιπποκρατική, γιατί θεωρούσε το γιατρό, ταγμένο στην υπηρεσία της ανακούφισης του αρρώστου από τον πόνο, πεπεισμένο για την ύπαρξη της «ιαματικής δύναμης της φύσης», που ενέπνεε τον ιπποκρατικό ιατρό.
Με τις αντιλήψεις του αυτές σχετίζεται η μάχη που ο Σύντενχαμ έδωσε, πιστεύοντας με θέρμη στο δίκαιο των απόψεών του, υπέρ του νέου φαρμάκου που δίχασε τον ιατρικό κόσμο της Ευρώπης του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για τον φλοιό της κίνας, την πρώτη ύλη της κινίνης, στον οποίο ο Σύντενχαμ αναγνώριζε θαυματουργικές ιδιότητες κατά των πυρετών, ανεξάρτητα από κάθε θεωρητική τοποθέτηση που η σχολαστική της εφαρμογή θα ωθούσε σε πολεμική κατά του νέου φαρμάκου, όπως έγινε με ένα μεγάλο αριθμό συναδέλφων του.
ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Η σταυροφορία για την επιστροφή του γιατρού κοντά στο προσκέφαλο του αρρώστου, που εγκαινίασε ο Σύντενχαμ, δεν έμεινε χωρίς συνεχιστές. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει ο Ιταλός Τζιοβάνι Μαρία Λαντσίζι, που γεννήθηκε στη Ρώμη το 1654, υπήρξε προσωπικός γιατρός τριών Παπών και πέθανε το 1720.
Αντίθετα προς τις απόψεις του Σύντενχαμ, ο Λαντσίζι απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις ανατομικές γνώσεις. Γι’ αυτό και η πρώτη του φροντίδα υπήρξε η δημοσίευση ανατομικών έργων και μάλιστα όχι μόνον δικών του, αλλά και έργων άλλων συγγραφέων που θα θεωρούσε άξια για μια ευρύτερη διάδοση. Πρώτη του έκδοση ήταν ένα έργο δικό του, μια Ανατομία (1691), την οποία ακολούθησαν οι «Ανατομικοί Πίνακες» του Μπαρτολομέο Εουστάκι, τους οποίους είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του Πάπα Κλήμη του 11ου.
Το 1707 εξέδωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Περί αιφνιδίων θανάτων»: το προηγούμενο έτος ένας μεγάλος αριθμός απροσδόκητων θανάτων είχε βυθίσει τη Ρώμη στο πένθος. Το βιβλίο αυτό αποτελούσε μια μεγάλη συλλογή πρακτικών νεκροψιών, που είχαν εκτελεστεί στα θύματα της πραγματικής αυτής επιδημίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Λαντσίζι διαπίστωσε σαν κύρια αιτία θανάτου την εγκεφαλική αιμορραγία, τη διάταση και την υπερτροφία της καρδιάς.
Υπό την επήρεια ίσως των διαπιστώσεων αυτών, ο Λαντσίζι επιδόθηκε εντατικά στη μελέτη της καρδιάς, για να συγκεντρώσει στη συνέχεια τις παρατηρήσεις του και τα πορίσματά του στο βιβλίο που εξέδωσε ύστερα από 8 χρόνια υπό τον τίτλο «Περί της κινήσεως της καρδιάς και των καρδιακών ανευρυσμάτων». Στο βιβλίο αυτό μελετά τα αίτια της υπερτροφίας της καρδιάς και εντοπίζει μερικά από αυτά με οξυδέρκεια: τις βλάβες των βαλβίδων, που έτσι αδυνατούν να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, την αρτηριοσκλήρωση και παθήσεις που δεν αφορούν άμεσα την καρδιά, όπως το άσθμα. Όσο για τα ανευρύσματα, διέκρινε τα αληθινά από τα ψευδή και περιέγραψε το συφιλιδικό ανεύρυσμα.
Τα ενδιαφέροντα όμως του Λαντσίζι επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς. Τον απασχόλησαν οι ασθένειες του περιβάλλοντος, που λόγω των ειδικών συνθηκών της εποχής του αποτελούσαν πραγματικές κοινωνικές νόσους. Παράδειγμα η ελονοσία, στην οποία αφιέρωσε μια μελέτη. Το περιεχόμενό της προδίδει καταρχήν την προσήλωσή του στις παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η ελονοσία θεωρείτο «λοιμός», όπως και άλλες επιδημικές και ενδημικές αρρώστιες της εποχής και συνεπώς αποδιδόταν σε κάποιο μίασμα. Αφετέρου διατυπώνει και την υπόνοια ότι το πιθανό αίτιο της νόσου είναι τα κουνούπια, που ίσως με το κέντρισμά τους να μεταδίδουν το παθογόνο αίτιο της ελονοσίας. Εκεί όμως που είναι πιο έκδηλος ο μοντερνισμός του είναι στα θεραπευτικά μέτρα που προτείνει: αποξήρανση των ελών, καλλιέργεια του εδάφους και όπου αυτή δεν είναι δυνατή, την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης, ιδίως δένδρων με ψηλούς κορμούς, που είναι πολύ κατάλληλα για τον καθαρισμό του αέρα.
Περίεργη λοιπόν και η στάση του Λαντσίζι. Από τη μια, προσήλωση σε ορισμένες παραδοσιακές αντιλήψεις, από την άλλη, επανασύνδεση με τις απόψεις του Φρακαστόρο και τέλος από μια τρίτη πλευρά, στροφή προς νεωτεριστικές αντιλήψεις, τις οποίες ενστερνίζεται τόσο σαν ανατόμος, όσο και σαν φυσιολόγος, παθαλογοανατόμος και βοτανικός.
Εκείνοι όμως που αγωνίστηκαν για απόψεις σαν αυτές του Σύντενχαμ δεν προέρχονταν μόνο από μια παράταξη. Εκπρόσωποι της ιατρομηχανικής σχολής, που συγκινήθηκαν από το ειλικρινές κήρυγμα του Άγγλου ιατρού, αγωνίζονται τον κοινό αγώνα. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Τζιόρτζιο Μπαλίβι (1668-1706), διακεκριμένος ιατρός του καιρού του, που δεν ξεφεύγει κι αυτός από τον κανόνα των αντιφάσεων.
Από τη μια ήταν τόσο φανατικός οπαδός της ιατρομηχανικής θεωρίας, ώστε να φτάνει στο σημείο να θεωρεί κάθε μέρος του σώματος σαν ανεξάρτητη μηχανή: τα δόντια σαν ψαλίδια, το στήθος σαν φυσερό κ.ο.κ. Από την άλλη όμως, μόλις έμπαινε στο δωμάτιο του αρρώστου, άφηνε κατά μέρος τις μηχανιστικές του αντιλήψεις κι εμπιστευόταν μόνο την προσεκτική παρατήρηση και τον λογικό συλλογισμό.Μαθητής του Μαλπίγγι, του οποίου έκανε και τη νεκροψία, διαπιστώνοντας ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε εγκεφαλική αιμορραγία, οφείλει τη φήμη του στο βιβλίο «Περί ιατρικής πρακτικής», στο οποίο εκτίθενται διάφορες ευφυείς παρατηρήσεις που κατόρθωσε να συλλέξει στα 39 μόλις χρόνια της ζωής του. Η διαβεβαίωσή του ότι «τέχνη να θεραπεύεις τα ανθρώπινα σώματα αποκτάται μόνον με την πείρα και την άσκηση και συνεπώς η πράξη είναι πιο σπουδαία από τη θεωρία» τον τοποθετεί στην παράταξη του Σύντενχαμ: ενδιαφέρον και ενθουσιασμός για τις νέες απόψεις της επιστήμης, αλλά με μέτρο που να επιτρέπει τη διατύπωση ευφυών επιφυλάξεων απέναντι στις νέες προοπτικές.
Ανάλογη ήταν και η κατηγορία που στρεφόταν κατά των ιατροχημικών. Ούτε αυτοί ήταν για τους αντιπάλους τους γιατροί, αλλά μόνο θεωρητικοί, ξένοι απέναντι στην τραγική πραγματικότητα της ασθένειας και του θανάτου και ακόμα πιο πολύ προς το γνήσιο ιατρικό ιδεώδες: την ανακούφιση του πόνου, από την ανάγκη της οποίας γεννήθηκε η ιατρική.
Ήταν δίκαιες οι κατηγορίες αυτές; Όπως πάντα, περιείχαν ένα ποσοστό αλήθειας κι άλλη τόση πλάνη. Ας ξαναδιαβάσουμε ένα μέρος από την «Απάντηση του δόκτορα Μαρτσέλλο Μαλπίγγι» στην επιστολή που με τον τίτλο «Διατριβή, αφιερωμένη σ’ ένα φίλο, γύρω από τις σπουδές των σύγχρονων ιατρών», περιέχεται στα έργα που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του:
«Ξέρω πως ο τρόπος με τον οποίο η ψυχή μας κάνει χρήση του σώματός μας κατά τη λειτουργία της είναι ανέκφραστος. Είναι εντούτοις βέβαιο ότι στις λειτουργίες της ανάπτυξης, των αισθήσεων και της κίνησης, η ψυχή είναι υποχρεωμένη να ενεργεί σύμφωνα με τη μηχανή στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα ρολόι ή ένας μύλος κινούνται από ένα μολύβδινο εκκρεμές ή μια πέτρα, ένα υποζύγιο ή έναν άνθρωπο. Ακόμα κι αν ένας άγγελος την κινούσε, θα έκανε την ίδια κίνηση αλλάζοντας θέσεις, όπως τα υποζύγια κλπ. Μη γνωρίζοντας λοιπόν την κίνηση της ενέργειας του αγγέλου, αλλά την ακριβή κατασκευή του μύλου, θα αναγνωρίζω αυτή την κίνηση και την ενέργεια, κι αν πάθει βλάβη ο μύλος, θα προσπαθώ να επισκευάσω τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση και θα αφήνω κατά μέρος την αναζήτηση της λειτουργικής κίνησης του αγγέλου που κινεί».
Στα λόγια αυτά, που παραθέτουμε αυτούσια, βρίσκουμε όχι μόνο, διατυπωμένη με σαφήνεια και με τολμηρό τρόπο, τη μηχανιστική αντίληψη των φυσικών φαινομένων, τη νέα θέση της επιστήμης απέναντι στις απόψεις της παράδοσης, αλλά ίσως και μια εύγλωττη και σαφή απάντηση στο ερώτημά μας.
Είναι ολοφάνερο ότι εκείνοι που ονόμασαν τον εαυτό τους «μοντέρνους γιατρούς» (όπως και οι αντίπαλοί τους), αν προσπαθούσαν να γνωρίσουν «την ακριβή κατασκευή του μύλου» και να κατανοήσουν την «κίνηση», που η κινούσα δύναμη (ο «άγγελος» και η «ψυχή» του Μαλπίγγι) υποχρεώνεται να ακολουθεί κατά «τη μηχανή, στην οποία βρίσκεται εφαρμοσμένη», αυτό δεν το έκαναν μόνο για την αφηρημένη ευχαρίστηση της γνώσης. Το έκαναν κυρίως για να «προσπαθήσουν να επισκευάσουν τους τροχούς ή την κακή τους συναρμολόγηση», στην περίπτωση που ο «μύλος», με άλλα λόγια η μηχανή του ανθρώπινου σώματος, θα είχε «πάθει βλάβη». Η βλάβη του μύλου δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από την αρρώστια. Συνεπώς κι ο ιατρομηχανικός (με κυριότερο εκπρόσωπο της σχολής, το Μαλπίγγι), ασχολείται με το ρόλο του γιατρού στη σχέση του με τον ασθενή και με τον υπέρτατο προορισμό κάθε ιατρικής, δηλαδή την ανακούφιση του πόνου, στο πλαίσιο του αγώνα κατά της ασθένειας. Βλέπουμε μάλιστα ότι ο ουσιαστικός σκοπός της μελέτης, της έρευνας και των πειραμάτων του «μοντέρνου γιατρού» είναι κυρίως η βαθύτερη γνώση της «μηχανής», με μοναδικό σκοπό τις καλύτερες δυνατότητες για μια θεραπευτική επέμβαση.
Τα ίδια θα μπορούσε να διαβεβαιώσει κανείς και για λογαριασμό της ιατροχημείας. Ο Φραντσέσκο ντε λα Μποέ, κύριος εκπρόσωπός της, κατέλαβε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν την έδρα της κλινικής ιατρικής και υπήρξε εμπνευσμένος υπέρμαχος της αντίληψης, ότι στο τέλος κάθε ιατρικής μελέτης πρέπει να τοποθετείται η θεραπεία του ασθενούς.
Από την άποψη αυτή, συνεπώς, οι κατηγορίες των ιατρομηχανικών κατά των ιατροχημικών δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα.
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Στις κατηγορίες πάντως αυτές υπήρχε και το πραγματικό στοιχείο. Μόνο που αυτό δεν ήταν η αδιαφορία προς την πρακτική άσκηση της ιατρικής. Ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Μαλπίγγι και οι οπαδοί του ασκούσανε την ιατρική, για τον οποίον οι υπερασπιστές τους εξέφραζαν ανεπιφύλακτα το θαυμασμό τους και εξαιτίας του οποίου προσέτρεχαν σ’ αυτούς αδύνατοι και ισχυροί.
Πώς όμως ασκούσανε την ιατρική; Πώς έρχονταν σε επαφή μαζί τους οι ασθενείς; Στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε πως επρόκειτο για συμβουλές, για ερωτήσεις δηλαδή του αρρώστου και απαντήσεις του ιατρού εξ αποστάσεως, χωρίς προσωπική επαφή μεταξύ τους. Στην περίπτωση που ο άρρωστος πήγαινε ο ίδιος στο γιατρό, αυτός περιοριζόταν στο να παίρνει το ιστορικό, έθετε τη διάγνωση και υποδείκνυε ενδεχομένως τη θεραπεία, χωρίς να προβεί σε φυσική εξέταση του αρρώστου. Η στάση αυτή του γιατρού πήγαζε από την απόλυτη πεποίθηση ότι τα πάντα μπορούσαν να επιλυθούν με «μαθηματικές αποδείξεις» και με βάση την τέλεια γνώση του μηχανισμού ή των μηχανισμών του ανθρώπινου σώματος. Συγκεντρώνοντας λοιπόν διάφορα οδηγά σημεία και κάνοντας αυστηρή εφαρμογή του μαθηματικού συλλογισμού, κατέληγαν με απόλυτη βεβαιότητα να διαγνώσουν ποιο τμήμα της μηχανής είχε «πάθει βλάβη» και να θέσουν την ένδειξη της θεραπείας που επιβαλλόταν για «την επισκευή των τροχών ή της κακής τους συναρμολόγησης».
Με άλλα λόγια, αν ο «μοντέρνος γιατρός» δεν πλησίαζε το κρεβάτι του αρρώστου, αυτό δεν γινόταν από άγνοια ή περιφρόνηση προς την αποστολή του γιατρού, αλλά επειδή δεν το θεωρούσε αναγκαίο. Αυτό όμως ακριβώς, η απομάκρυνση από το κρεβάτι του αρρώστου, ήταν εκείνο που πρόσεχαν οι αντίπαλοι και επιπλέον απασχολούσαν όλους όσοι ήταν πρώτα γιατροί και ύστερα ιατρομηχανικοί.
Ο ΤΟΜΑΣ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Το θέμα, όπως είδαμε, απασχολούσε ζωηρά τους κύκλους του Λέιντεν και πιο πολύ ίσως αυτόν τον πραγματικό ιδρυτή της ιατροχημικής σχολής, τον Φρανσουά ντε λα Μποέ. Η τιμή όμως για την επαναφορά των ιατρών σε μια πιο εξισορροπημένη αντίληψη της επιστήμης τους, σε μια νέα και γόνιμη μορφή «ιπποκρατισμού», ανήκει στον Άγγλο Τόμας Σύντενχαμ. Και πράγματι, οι αντιλήψεις του Σύντενχαμ πήραν την ονομασία του νεοϊπποκρατισμού και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «Άγγλος Ιπποκράτης». Γι’ αυτόν ένας Ιταλός σύγχρονός του γράφει ότι είναι «καμάρι και κόσμημα» του ιατρικού επαγγέλματος, ότι «παραμέρισε τις κούφιες γνώμες και αφοσιώθηκε ολόκληρος στην κλινική παρατήρηση».
Ο Σύντενχαμ γεννήθηκε στο Ουίνφορντ Ίγκλ το 1624 και σπούδασε στην Οξφόρδη από το 1642 έως το 1649, εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα: είχε λάβει μέρος στον αγώνα του Όλιβερ Κρόμγουελ κατά της απολυταρχίας.
Ύστερα από μια ατυχή επαγγελματική περίοδο, πράγμα που οφειλόταν στην πτώση του Κρόμγουελ με την άνοδο στο θρόνο του Καρόλου Β’, κατόρθωσε το 1666 να μπει στο Κολέγιο των Ιατρών και να πάρει άδεια ελεύθερης άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος. Από τότε μέχρι το θάνατό του (1689), έγραψε πολλά βιβλία, αρχίζοντας με μια μικρή πραγματεία με τον τίτλο «Μέθοδος θεραπείας των πυρετών», η οποία έγινε ευνοϊκά δεκτή όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνέχισε το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες απαντήσεις», το 1680 με τις «Επιστολιμιαίες συζητήσεις» και τέλος το 1683 με την πραγματεία «Περί της ποδάγρας και της υδρωπικίας».
Ειλικρινά και φανερά αντίθετος με τις ανατομικές παρατηρήσεις και τα φυσιολογικά πειράματα, ο Σύντενχαμ αποκαλύπτεται να αγνοεί κι αυτή την ανακάλυψη του Χάρβεϊ για την κυκλοφορία του αίματος. Στην άγνοια αυτή οφείλεται και η από τον ίδιο ομολογημένη αδυναμία του να καταλάβει τα αίτια της υδρωπικίας, του ασκίτη.
Παρόλα αυτά δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί σαν ένας από τους μεγαλύτερους γιατρούς της εποχής του, επειδή κατόρθωσε με τον τρόπο που μόνον ένας μεγαλοφυής άνθρωπος θα ενεργούσε, να επαναφέρει την ιατρική του αιώνα του στο κρεβάτι του αρρώστου. Γι’ αυτό και μόνον η φυσιογνωμία του σαν γιατρού διαγράφεται πιο μοντέρνα, αλλά κατά τρόπο εξισορροπημένο και ταυτόχρονα πιο ιπποκρατική. Μοντέρνα, γιατί δεν έκλεινε τα αυτιά του σε κάθε νέα ανακάλυψη που θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στο γιατρό για τη θεραπευτική του αποστολή. Ιπποκρατική, γιατί θεωρούσε το γιατρό, ταγμένο στην υπηρεσία της ανακούφισης του αρρώστου από τον πόνο, πεπεισμένο για την ύπαρξη της «ιαματικής δύναμης της φύσης», που ενέπνεε τον ιπποκρατικό ιατρό.
Με τις αντιλήψεις του αυτές σχετίζεται η μάχη που ο Σύντενχαμ έδωσε, πιστεύοντας με θέρμη στο δίκαιο των απόψεών του, υπέρ του νέου φαρμάκου που δίχασε τον ιατρικό κόσμο της Ευρώπης του 17ου αιώνα. Επρόκειτο για τον φλοιό της κίνας, την πρώτη ύλη της κινίνης, στον οποίο ο Σύντενχαμ αναγνώριζε θαυματουργικές ιδιότητες κατά των πυρετών, ανεξάρτητα από κάθε θεωρητική τοποθέτηση που η σχολαστική της εφαρμογή θα ωθούσε σε πολεμική κατά του νέου φαρμάκου, όπως έγινε με ένα μεγάλο αριθμό συναδέλφων του.
ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΤΕΝΧΑΜ
Η σταυροφορία για την επιστροφή του γιατρού κοντά στο προσκέφαλο του αρρώστου, που εγκαινίασε ο Σύντενχαμ, δεν έμεινε χωρίς συνεχιστές. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει ο Ιταλός Τζιοβάνι Μαρία Λαντσίζι, που γεννήθηκε στη Ρώμη το 1654, υπήρξε προσωπικός γιατρός τριών Παπών και πέθανε το 1720.
Αντίθετα προς τις απόψεις του Σύντενχαμ, ο Λαντσίζι απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις ανατομικές γνώσεις. Γι’ αυτό και η πρώτη του φροντίδα υπήρξε η δημοσίευση ανατομικών έργων και μάλιστα όχι μόνον δικών του, αλλά και έργων άλλων συγγραφέων που θα θεωρούσε άξια για μια ευρύτερη διάδοση. Πρώτη του έκδοση ήταν ένα έργο δικό του, μια Ανατομία (1691), την οποία ακολούθησαν οι «Ανατομικοί Πίνακες» του Μπαρτολομέο Εουστάκι, τους οποίους είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του Πάπα Κλήμη του 11ου.
Το 1707 εξέδωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Περί αιφνιδίων θανάτων»: το προηγούμενο έτος ένας μεγάλος αριθμός απροσδόκητων θανάτων είχε βυθίσει τη Ρώμη στο πένθος. Το βιβλίο αυτό αποτελούσε μια μεγάλη συλλογή πρακτικών νεκροψιών, που είχαν εκτελεστεί στα θύματα της πραγματικής αυτής επιδημίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Λαντσίζι διαπίστωσε σαν κύρια αιτία θανάτου την εγκεφαλική αιμορραγία, τη διάταση και την υπερτροφία της καρδιάς.
Υπό την επήρεια ίσως των διαπιστώσεων αυτών, ο Λαντσίζι επιδόθηκε εντατικά στη μελέτη της καρδιάς, για να συγκεντρώσει στη συνέχεια τις παρατηρήσεις του και τα πορίσματά του στο βιβλίο που εξέδωσε ύστερα από 8 χρόνια υπό τον τίτλο «Περί της κινήσεως της καρδιάς και των καρδιακών ανευρυσμάτων». Στο βιβλίο αυτό μελετά τα αίτια της υπερτροφίας της καρδιάς και εντοπίζει μερικά από αυτά με οξυδέρκεια: τις βλάβες των βαλβίδων, που έτσι αδυνατούν να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, την αρτηριοσκλήρωση και παθήσεις που δεν αφορούν άμεσα την καρδιά, όπως το άσθμα. Όσο για τα ανευρύσματα, διέκρινε τα αληθινά από τα ψευδή και περιέγραψε το συφιλιδικό ανεύρυσμα.
Τα ενδιαφέροντα όμως του Λαντσίζι επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς. Τον απασχόλησαν οι ασθένειες του περιβάλλοντος, που λόγω των ειδικών συνθηκών της εποχής του αποτελούσαν πραγματικές κοινωνικές νόσους. Παράδειγμα η ελονοσία, στην οποία αφιέρωσε μια μελέτη. Το περιεχόμενό της προδίδει καταρχήν την προσήλωσή του στις παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η ελονοσία θεωρείτο «λοιμός», όπως και άλλες επιδημικές και ενδημικές αρρώστιες της εποχής και συνεπώς αποδιδόταν σε κάποιο μίασμα. Αφετέρου διατυπώνει και την υπόνοια ότι το πιθανό αίτιο της νόσου είναι τα κουνούπια, που ίσως με το κέντρισμά τους να μεταδίδουν το παθογόνο αίτιο της ελονοσίας. Εκεί όμως που είναι πιο έκδηλος ο μοντερνισμός του είναι στα θεραπευτικά μέτρα που προτείνει: αποξήρανση των ελών, καλλιέργεια του εδάφους και όπου αυτή δεν είναι δυνατή, την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης, ιδίως δένδρων με ψηλούς κορμούς, που είναι πολύ κατάλληλα για τον καθαρισμό του αέρα.
Περίεργη λοιπόν και η στάση του Λαντσίζι. Από τη μια, προσήλωση σε ορισμένες παραδοσιακές αντιλήψεις, από την άλλη, επανασύνδεση με τις απόψεις του Φρακαστόρο και τέλος από μια τρίτη πλευρά, στροφή προς νεωτεριστικές αντιλήψεις, τις οποίες ενστερνίζεται τόσο σαν ανατόμος, όσο και σαν φυσιολόγος, παθαλογοανατόμος και βοτανικός.
Εκείνοι όμως που αγωνίστηκαν για απόψεις σαν αυτές του Σύντενχαμ δεν προέρχονταν μόνο από μια παράταξη. Εκπρόσωποι της ιατρομηχανικής σχολής, που συγκινήθηκαν από το ειλικρινές κήρυγμα του Άγγλου ιατρού, αγωνίζονται τον κοινό αγώνα. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Τζιόρτζιο Μπαλίβι (1668-1706), διακεκριμένος ιατρός του καιρού του, που δεν ξεφεύγει κι αυτός από τον κανόνα των αντιφάσεων.
Από τη μια ήταν τόσο φανατικός οπαδός της ιατρομηχανικής θεωρίας, ώστε να φτάνει στο σημείο να θεωρεί κάθε μέρος του σώματος σαν ανεξάρτητη μηχανή: τα δόντια σαν ψαλίδια, το στήθος σαν φυσερό κ.ο.κ. Από την άλλη όμως, μόλις έμπαινε στο δωμάτιο του αρρώστου, άφηνε κατά μέρος τις μηχανιστικές του αντιλήψεις κι εμπιστευόταν μόνο την προσεκτική παρατήρηση και τον λογικό συλλογισμό.Μαθητής του Μαλπίγγι, του οποίου έκανε και τη νεκροψία, διαπιστώνοντας ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε εγκεφαλική αιμορραγία, οφείλει τη φήμη του στο βιβλίο «Περί ιατρικής πρακτικής», στο οποίο εκτίθενται διάφορες ευφυείς παρατηρήσεις που κατόρθωσε να συλλέξει στα 39 μόλις χρόνια της ζωής του. Η διαβεβαίωσή του ότι «τέχνη να θεραπεύεις τα ανθρώπινα σώματα αποκτάται μόνον με την πείρα και την άσκηση και συνεπώς η πράξη είναι πιο σπουδαία από τη θεωρία» τον τοποθετεί στην παράταξη του Σύντενχαμ: ενδιαφέρον και ενθουσιασμός για τις νέες απόψεις της επιστήμης, αλλά με μέτρο που να επιτρέπει τη διατύπωση ευφυών επιφυλάξεων απέναντι στις νέες προοπτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου