Από όσα είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Βαν Χέλμοντ με τη θεωρία του ξαναγυρίζει ουσιαστικά στη διδασκαλία περί των χυμών του Ιπποκράτη. Το νερό είναι το βασικό συστατικό του σώματος φυτών και ζώων κι οι ζυμώσεις βρίσκονται στη βάση κάθε φυσιολογικής διεργασίας. Αυτές καθορίζουν όλες τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού από τη θρέψη έως την πέψη, που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της πρώτης και συνεπώς τη βασική διεργασία της ζωής.
Στο θέμα αυτό της πέψης πρόκειται να επανέλθουμε πιο αναλυτικά αργότερα, όταν θα μιλάμε για τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν τις σπουδαιότερες ιατρικές φυσιογνωμίες του επόμενου αιώνα: τον Ρεωμύρο και κυρίως τον Σπαλαντσάνι. Εν τούτοις, πρέπει από τώρα να τονίσουμε ένα βασικό γεγονός: αν ο δρόμος προς τη λύση των προβλημάτων που σχετίζονται με την πέψη βρέθηκε ανοικτός για τους ερευνητές που αναφέραμε, αυτό οφείλεται πέρα για πέρα στον Βαν Χέλμοντ και την ερμηνεία που έδωσε στην πέψη, χαρακτηρίζοντάς την ως χημικό και όχι ως μηχανικό φαινόμενο. Αυτό βέβαια ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες ατέλειες που παρουσιάζει η θεωρία του, ατέλειες κοινές σε κάθε πρωτοποριακή απόπειρα, που εν τούτοις δεν μειώνουν καθόλου την προσφορά του στο άνοιγμα νέων δρόμων στην επιστήμη.
Μέσα στα όρια που επιβάλλουν στη θεωρία του οι ατέλειες για τις οποίες μιλάμε, αναγνωρίζει κανείς εν τούτοις την ύπαρξη μεγαλοφυών ιδεών, που για μια ακόμα φορά αποκαλύπτουν την παράξενη διπλή προσωπικότητα του Βαν Χέλμοντ, η οποία ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων και διχογνωμιών. Ίσως αυτό να αποτελεί το κύριο κίνητρο της ανησυχίας του πνεύματός του, αλλά και τη βασική αιτία της ακαταστασίας που έκανε την εργασία του λιγότερο γόνιμη από όσο θα έπρεπε να είναι. Άσχετα βέβαια από τις προσωπικές του περιπέτειες που αποτέλεσαν γι’ αυτόν πηγή οδυνηρών εμπειριών και βασάνων. Από το 1624 διώκεται από την Ιερή Εξέταση ως ύποπτος αίρεσης. Η δίκη του κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του. Τα περισσότερα από αυτά, ο Βαν Χέλμοντ τα πέρασε στη φυλακή.
Ως αποτέλεσμα των περιπετειών του αυτών, οι μελέτες του είδαν το φως της δημοσιότητας 4 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, με τη φροντίδα του γιου του τον οποίο, σε στιγμές ενθουσιασμού για τον υδράργυρο και τα παράγωγά του, είχε βαπτίσει Μερκούριο (ο υδράργυρος στα λατινικά). Η έκδοση βέβαια έγινε μακριά από εκεί που έφταναν οι εξουσίες της Ιερής Εξέτασης, στο Άμστερνταμ της προτεσταντικής Ολλανδίας. Στο έργο αυτό, που το χαρακτηρίζει έλλειψη τάξης και αλλόκοτες αντιφάσεις, δεν συναντάμε μόνο τις θεωρίες του για τις αρχές, τις πνοές και τα αέρια, αλλά πλάι σ’ αυτές και αξιοσημείωτες κλινικές παρατηρήσεις. Έτσι βρίσκουμε τέλειες περιγραφές του άσθματος, καθώς και την απόδοση της ασθένειας αυτής σε αίτια βρογχικά. Στο έργο αυτό βρίσκουμε επίσης διατυπωμένη την πρώτη θεωρία της πέψης, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα ζύμωσης, χημικών δηλαδή διεργασιών, οι οποίες καθορίζονται βασικά από την παρουσία στο στομάχι ενός όξινου ένζυμου, αν και το οξύ δεν είναι το ίδιο ένζυμο. Ο όξινος χυμός, περνώντας από το στομάχι στο 12δάκτυλο, γίνεται αλκαλικός, για να υποστεί μια τελευταία ζύμωση μέσα στο έντερο, υπό την επίδραση της χολής.
Παρόλα αυτά, μέσα στη νεωτεριστική αυτή ερμηνεία της πέψης επιζεί η ιπποκρατική θεωρία των 6 διαφορετικών πέψεων που συντελούνται αντίστοιχα από 6 ένζυμα, τα οποία ενεργούν βαθμιαία καθώς η τροφή διέρχεται τους βασικούς σταθμούς της πέψης στο στομάχι, το 12δάκτυλο και το λεπτό έντερο.
Η νέα αυτή άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντική κι αξιοπρόσεκτη, γιατί απομακρύνεται αποφασιστικά από τις επικρατούσες ερμηνείες της πέψης, που θεωρούντο είτε ως «σύγκρουση» των θρεπτικών ουσιών, που συντελείτο στο στομάχι και το ήπαρ, όπου η ενυπάρχουσα «δύναμη» τις μετέτρεπε σε αίμα, είτε ως διεργασία «τριβής» των τροφών, εκτελούμενη στο στομάχι, για να τις προπαρασκευάσει για την εντερική και την ηπατική «σύγκρουση».
Η τελευταία αυτή μηχανική θεωρία της πέψης προήλθε ίσως από την παρατήρηση της λειτουργίας του στομάχου στα πουλιά που τρώνε σπόρους κι από εκεί επεκτάθηκε εσφαλμένα σε όλα τα ζώα. Η θεωρία αυτή όχι μόνον επικρατούσε στην εποχή του Βαν Χέλμοντ, αλλά και αργότερα τη συναντάμε να αντιπαρατάσσεται εναντίον των απόψεων επιστημόνων που ακολουθούσαν στο σημείο αυτό τη δική του γραμμή, καθώς και εναντίον του συνεχιστή του Φραγκίσκου ντε λα Μποέ, ο οποίος τόνιζε τον αποφασιστικό ρόλο του σιέλου στη διεργασία της πέψης.
Ο ΣΥΛΒΙΟΣ
Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν έχουμε συναντήσει και πάλι το όνομα Σύλβιος, σαν εκπροσώπηση του πιο στενοκέφαλου και οπισθοδρομικού πνεύματος. Επρόκειτο για τον Ζακ Ντυμπουά, διδάσκαλο και μανιώδη αντίπαλο του Βεσάλιου, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Σύλβιος. Το ίδιο όνομα συναντάμε και τώρα, αλλά αντιπροσωπευτικό μιας τελείως διαφορετικής νοοτροπίας. Είναι ο Φρανσουά Ντυμπουά, που άλλαξε το επώνυμό του αρχικά στη «λανγκντόκ» (γλώσσα των Πυρηναίων και του κάτω Ροδανού) σε ντε λα Μποέ, στο τέλος όμως το εκλατίνισε κι αυτός σε Σύλβιος. Ο ντε λα Μποέ - Σύλβιος γεννήθηκε στο Χάναου της Γερμανίας γύρω στα 1614 και πέθανε στο Άμστερνταμ το 1672. Σπούδασε διαδοχικά στο Σεντάν, το Λέιντεν, το Παρίσι και τη Βασιλεία. Στη αρχή άσκησε το επάγγελμα στον τόπο της γέννησής του, αργότερα όμως άλλαξε διαμονή για να καταλήξει για μερικά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, καθηγητής στη έδρα της Παθολογίας. Η ίδρυση της έδρας αυτής ήταν μια μεγάλη καινοτομία για την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Μέχρι τότε αποκλειόταν από τις σπουδές αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως κλινική ιατρική. Κάθε επαφή ιατρού και ασθενή, κάθε σχέση φοιτητή και νοσοκομείου ήταν άγνωστη. Το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, που ακριβώς εκείνο τον καιρό εξελισσόταν σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα καλλιέργειας των επιστημών στην Ευρώπη, ιδρύοντας την έδρα αυτή, ανταποκρινόταν σε μια επιτακτική απαίτηση της εποχής του. Οι νέες και θαυμαστές ανακαλύψεις είχαν, κατά μεγάλο μέρος, μεταμορφώσει τον γιατρό σε επιστήμονα του εργαστηρίου, απομακρύνοντάς τον από τον άρρωστο άνθρωπο και κάνοντάς τον σε μερικές περιπτώσεις να χάνει ακόμα και τη συνείδηση της πραγματικής του αποστολής. Η επανάκτηση αυτής της συνείδησης ήταν η επιτακτική ανάγκη που είχαν συναισθανθεί πολλά μεγάλα πνεύματα της εποχής εκείνης, ανάγκη που καλυπτόταν από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν του νέου μαθήματος. Ήταν ακριβώς στην εποχή που χάρις στην απεριόριστη ανεξιθρησκία, η οποία επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο αυτό, φοιτητές κάθε δόγματος συγκεντρώνονταν για να σπουδάσουν εκεί, καθιστώντας το Λέιντεν σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ευρώπης του 17ου αιώνα.
Στο Λέιντεν ο Σύλβιος δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία της κλινικής ιατρικής, αλλά εισήγαγε κι άλλες σημαντικές καινοτομίες. Μεταξύ αυτών επέβαλε την εργαστηριακή εξάσκηση των φοιτητών, παράλληλα και ως συμπλήρωμα της διδασκαλίας της κλινικής ιατρικής. Τη διδασκαλία αυτή με τον κατ’ εξοχή πρακτικό της χαρακτήρα ήρθε να συμπληρώσει η ύπαρξη ενός πλούσιου μουσείου και ενός ανάλογου βοτανικού κήπου, που καθιστούσαν το Λέιντεν ιδεώδη τόπο μελετών.
ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕ
Ο Σύλβιος ή, αν προτιμάτε ο ντε λα Μποέ, έριξε το βάρος των μελετών του στα χημικά φαινόμενα, χωρίς να παραγνωρίζει την ανάγκη βαθιών ανατομικών γνώσεων για τον γιατρό. Σ’ αυτό διαφέρει από τον Βαν Χέλμοντ, η περιφρόνηση του οποίου προς την ανατομική εκφράζεται στο γεγονός ότι αντιπαρέρχεται χωρίς καν να μνημονεύσει την ανακάλυψη του Χάρβεϊ σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος. Ο Σύλβιος, αντίθετα, εξαιτίας των φιλοανατομικών του αντιλήψεων, όχι μόνον παραδέχθηκε αλλά και δίδαξε τη θεωρία του Χάρβεϊ. Ο ίδιος εκτέλεσε μια σπουδαιότατη σειρά ανατομο-φυσιολογικών μελετών και συνέδεσε το όνομά του με οξύτατες παθολογο-ανατομικές παρατηρήσεις, όπως η ερμηνεία των βλαβών που προκαλεί η φυματίωση στους πνεύμονες. Το όνομά του έχει επίσης διαιωνιστεί με την ανακάλυψη του πόρου που συνδέει την τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου (υδραγωγός του Συλβίου). Υπάρχει ακόμα και η αύλακα του Συλβίου στην πλάγια επιφάνεια των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
Οι κυριότερες πάντως από τις έρευνές του αφορούν τα χημικά φαινόμενα και ιδίως τα άλατα και τις ζυμώσεις. Με θαυμαστή οξύτητα πνεύματος αντιλήφθηκε την προέλευση των αλάτων από την ένωση οξέων και αλκαλίων, διαπίστωση από την οποία συνέλαβε την έννοια της χημικής συγγένειας, που έπρεπε να περάσουν αιώνες για να γίνει αντιληπτή η βασική σημασία της.
Από τέτοιες προϋποθέσεις ξεκινώντας και υιοθετώντας τις μοντέρνες για την εποχή του ανακαλύψεις σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος και τη λειτουργία των λεμφαγγείων και των λεμφαδένων, ο Σύλβιος ανανέωσε τελείως την ιπποκρατική θεωρία των χυμών. Κι όχι μόνον αυτή, αλλά και την πιο σύγχρονη της μορφή που είχε διατυπωθεί από τον Βαν Χέλμοντ. Ως βάση της Φυσιολογίας και της Παθολογίας έθεσε μια σειρά ζυμώσεων, που καθορίζονται από τρεις χυμούς: το σάλιο, το παγκρεατικό υγρό και τη χολή. Παράλληλα με τις διεργασίες της ζύμωσης ο Σύλβιος τοποθετούσε τα φαινόμενα του «αναβρασμού», ως βάση των εκκριτικών λειτουργιών. Έτσι π.Χ. παράγονταν τα ούρα από το αίμα: ο αναβρασμός έκανε ώστε να ξεχωρίζουν από τη μάζα του αίματος λεπτότατα μόρια που καθώς ενώνονταν μεταξύ τους σχημάτιζαν τα ούρα, τα οποία κατεύθυνε προς τους νεφρούς και από εκεί προς την ουροδόχο κύστη.
Φυσικά, στις ίδιες διεργασίες, ζυμώσεις και αναβρασμούς, απέδιδε και τα παθολογικά φαινόμενα, που κι εκείνα συντελούνται κυρίως στο αίμα.
ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΒΙΟΥ
Η ηρεμία της διδασκαλίας του, η ακρίβεια της διδακτικής και ερευνητικής του μεθόδου και η φήμη του Πανεπιστημίου στο οποίο δίδασκε, έκανε ώστε ο Σύλβιος να αποκτήσει θαυμαστές και οπαδούς και να αναδειχθεί ιδρυτής μιας πραγματικής ιατροχημικής σχολής. Ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της υπήρξε ο Άγγλος Τόμας Ουίλις, εξέχουσα φυσιογνωμία από μια ομάδα επιστημόνων της Οξφόρδης, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και άλλα διαπρεπή ονόματα: του Χουκ και του Ρόμπερτ Μπόυλ, θεμελιωτή της νεότερης θεωρίας των αερίων.
Ο Ουίλις (1621-1675) αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη των ζυμώσεων και των χημικών φαινομένων γενικότερα, συσχετίζοντάς τα αδιάκοπα με τα δεδομένα της ανατομικής, της φυσιολογίας και της παθολογίας σε βαθμό που να τον κατηγορήσουν ότι ασχολείται περισσότερο με τη διατύπωση θεωριών παρά με τη συγκέντρωση πειραματικών παρατηρήσεων. Παρόλο που ο Ουίλις πνιγόταν στις συγκεχυμένες θεωρίες του για τις ζυμώσεις, ήταν όμως και οξύς παρατηρητής, που οι περιγραφές του της γρίπης, του εξανθηματικού τύφου και του τυφοειδούς πυρετού έμειναν κλασσικές. Και κάτι ακόμα: είναι ο πρώτος που παρατήρησε πως τα ούρα των διαβητικών έχουν υπόγλυκη γεύση, παρατήρηση βασική για την ερμηνεία της νόσου και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση. Για τη σημαντική του προσφορά στο πεδίο της ανατομικής θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο λεπτομερέστερα. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στο χαρακτηρισμό ότι υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους συνεχιστές του έργου του Βεσάλιου.
Εδώ θα παραθέσουμε λίγα λόγια για το έργο ενός άλλου Άγγλου, του Ουώλτερ Χάρις (1647-1732), ο οποίος με την πραγματεία του «Επί των οξειών νόσων των παιδιών» μετέφερε τη θεωρία του Συλβίου σε πολλές από τις παιδικές ασθένειες, θεωρώντας τις οξείες κυρίως νόσους ως αποτέλεσμα συσσώρευσης οξέων στο σώμα του παιδιού. Το συμπέρασμά του σχετικά με τη θεραπεία ήταν η χορήγηση αλκαλικών ουσιών, παρμένων από διάφορα κελύφη, φλοιούς αυγών, κιμωλία, κοράλλια και μαργαριτάρια υπό μορφή σκόνης.
Περισσότερο από το περιεχόμενό του, το βιβλίο αυτό έχει σημασία ως το πρώτο παιδιατρικό κείμενο του αιώνα αυτού με τόσο μεγάλη διάδοση και φήμη: μέσα σε 53 χρόνια, δηλαδή από την πρώτη (1698) ως την τελευταία του έκδοση (1742), έφτασε να κυκλοφορήσει σε 18 εκδόσεις!
Η πολεμική που άρχισε τότε ξαφνικά, για να κρατήσει και τους δυο επόμενους αιώνες, μεταξύ ιατροχημείας και ιατρομηχανικής, μπορεί μεν να φαίνεται σαν δευτερεύον επεισόδιο στην Ιστορία της Ιατρικής, αποκαλύπτει όμως και μια σημαντική άποψη. Είναι εκείνη που εκφράζει ουσιαστικά το νόημα της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα: τόσο οι ιατροχημικοί όσο και οι ιατρομηχανικοί προσπαθούσαν να δώσουν μια ερμηνεία των φαινομένων της ζωής και του κόσμου χωρίς την παρεμβολή «ζωικών δυνάμεων» και «πνευματικών αρχών», που αποτελούσαν αναπόσπαστο συστατικό των παραδοσιακών ερμηνειών της ζωής. Είναι πια οι προφητικές θέσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι απόψεις του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου, που κατευθύνουν τη σκέψη της νέας γενιάς των επιστημόνων.
Στο θέμα αυτό της πέψης πρόκειται να επανέλθουμε πιο αναλυτικά αργότερα, όταν θα μιλάμε για τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν τις σπουδαιότερες ιατρικές φυσιογνωμίες του επόμενου αιώνα: τον Ρεωμύρο και κυρίως τον Σπαλαντσάνι. Εν τούτοις, πρέπει από τώρα να τονίσουμε ένα βασικό γεγονός: αν ο δρόμος προς τη λύση των προβλημάτων που σχετίζονται με την πέψη βρέθηκε ανοικτός για τους ερευνητές που αναφέραμε, αυτό οφείλεται πέρα για πέρα στον Βαν Χέλμοντ και την ερμηνεία που έδωσε στην πέψη, χαρακτηρίζοντάς την ως χημικό και όχι ως μηχανικό φαινόμενο. Αυτό βέβαια ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες ατέλειες που παρουσιάζει η θεωρία του, ατέλειες κοινές σε κάθε πρωτοποριακή απόπειρα, που εν τούτοις δεν μειώνουν καθόλου την προσφορά του στο άνοιγμα νέων δρόμων στην επιστήμη.
Μέσα στα όρια που επιβάλλουν στη θεωρία του οι ατέλειες για τις οποίες μιλάμε, αναγνωρίζει κανείς εν τούτοις την ύπαρξη μεγαλοφυών ιδεών, που για μια ακόμα φορά αποκαλύπτουν την παράξενη διπλή προσωπικότητα του Βαν Χέλμοντ, η οποία ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων και διχογνωμιών. Ίσως αυτό να αποτελεί το κύριο κίνητρο της ανησυχίας του πνεύματός του, αλλά και τη βασική αιτία της ακαταστασίας που έκανε την εργασία του λιγότερο γόνιμη από όσο θα έπρεπε να είναι. Άσχετα βέβαια από τις προσωπικές του περιπέτειες που αποτέλεσαν γι’ αυτόν πηγή οδυνηρών εμπειριών και βασάνων. Από το 1624 διώκεται από την Ιερή Εξέταση ως ύποπτος αίρεσης. Η δίκη του κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του. Τα περισσότερα από αυτά, ο Βαν Χέλμοντ τα πέρασε στη φυλακή.
Ως αποτέλεσμα των περιπετειών του αυτών, οι μελέτες του είδαν το φως της δημοσιότητας 4 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, με τη φροντίδα του γιου του τον οποίο, σε στιγμές ενθουσιασμού για τον υδράργυρο και τα παράγωγά του, είχε βαπτίσει Μερκούριο (ο υδράργυρος στα λατινικά). Η έκδοση βέβαια έγινε μακριά από εκεί που έφταναν οι εξουσίες της Ιερής Εξέτασης, στο Άμστερνταμ της προτεσταντικής Ολλανδίας. Στο έργο αυτό, που το χαρακτηρίζει έλλειψη τάξης και αλλόκοτες αντιφάσεις, δεν συναντάμε μόνο τις θεωρίες του για τις αρχές, τις πνοές και τα αέρια, αλλά πλάι σ’ αυτές και αξιοσημείωτες κλινικές παρατηρήσεις. Έτσι βρίσκουμε τέλειες περιγραφές του άσθματος, καθώς και την απόδοση της ασθένειας αυτής σε αίτια βρογχικά. Στο έργο αυτό βρίσκουμε επίσης διατυπωμένη την πρώτη θεωρία της πέψης, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα ζύμωσης, χημικών δηλαδή διεργασιών, οι οποίες καθορίζονται βασικά από την παρουσία στο στομάχι ενός όξινου ένζυμου, αν και το οξύ δεν είναι το ίδιο ένζυμο. Ο όξινος χυμός, περνώντας από το στομάχι στο 12δάκτυλο, γίνεται αλκαλικός, για να υποστεί μια τελευταία ζύμωση μέσα στο έντερο, υπό την επίδραση της χολής.
Παρόλα αυτά, μέσα στη νεωτεριστική αυτή ερμηνεία της πέψης επιζεί η ιπποκρατική θεωρία των 6 διαφορετικών πέψεων που συντελούνται αντίστοιχα από 6 ένζυμα, τα οποία ενεργούν βαθμιαία καθώς η τροφή διέρχεται τους βασικούς σταθμούς της πέψης στο στομάχι, το 12δάκτυλο και το λεπτό έντερο.
Η νέα αυτή άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντική κι αξιοπρόσεκτη, γιατί απομακρύνεται αποφασιστικά από τις επικρατούσες ερμηνείες της πέψης, που θεωρούντο είτε ως «σύγκρουση» των θρεπτικών ουσιών, που συντελείτο στο στομάχι και το ήπαρ, όπου η ενυπάρχουσα «δύναμη» τις μετέτρεπε σε αίμα, είτε ως διεργασία «τριβής» των τροφών, εκτελούμενη στο στομάχι, για να τις προπαρασκευάσει για την εντερική και την ηπατική «σύγκρουση».
Η τελευταία αυτή μηχανική θεωρία της πέψης προήλθε ίσως από την παρατήρηση της λειτουργίας του στομάχου στα πουλιά που τρώνε σπόρους κι από εκεί επεκτάθηκε εσφαλμένα σε όλα τα ζώα. Η θεωρία αυτή όχι μόνον επικρατούσε στην εποχή του Βαν Χέλμοντ, αλλά και αργότερα τη συναντάμε να αντιπαρατάσσεται εναντίον των απόψεων επιστημόνων που ακολουθούσαν στο σημείο αυτό τη δική του γραμμή, καθώς και εναντίον του συνεχιστή του Φραγκίσκου ντε λα Μποέ, ο οποίος τόνιζε τον αποφασιστικό ρόλο του σιέλου στη διεργασία της πέψης.
Ο ΣΥΛΒΙΟΣ
Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν έχουμε συναντήσει και πάλι το όνομα Σύλβιος, σαν εκπροσώπηση του πιο στενοκέφαλου και οπισθοδρομικού πνεύματος. Επρόκειτο για τον Ζακ Ντυμπουά, διδάσκαλο και μανιώδη αντίπαλο του Βεσάλιου, που είχε εκλατινίσει το όνομά του σε Σύλβιος. Το ίδιο όνομα συναντάμε και τώρα, αλλά αντιπροσωπευτικό μιας τελείως διαφορετικής νοοτροπίας. Είναι ο Φρανσουά Ντυμπουά, που άλλαξε το επώνυμό του αρχικά στη «λανγκντόκ» (γλώσσα των Πυρηναίων και του κάτω Ροδανού) σε ντε λα Μποέ, στο τέλος όμως το εκλατίνισε κι αυτός σε Σύλβιος. Ο ντε λα Μποέ - Σύλβιος γεννήθηκε στο Χάναου της Γερμανίας γύρω στα 1614 και πέθανε στο Άμστερνταμ το 1672. Σπούδασε διαδοχικά στο Σεντάν, το Λέιντεν, το Παρίσι και τη Βασιλεία. Στη αρχή άσκησε το επάγγελμα στον τόπο της γέννησής του, αργότερα όμως άλλαξε διαμονή για να καταλήξει για μερικά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, καθηγητής στη έδρα της Παθολογίας. Η ίδρυση της έδρας αυτής ήταν μια μεγάλη καινοτομία για την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Μέχρι τότε αποκλειόταν από τις σπουδές αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως κλινική ιατρική. Κάθε επαφή ιατρού και ασθενή, κάθε σχέση φοιτητή και νοσοκομείου ήταν άγνωστη. Το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, που ακριβώς εκείνο τον καιρό εξελισσόταν σ’ ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα καλλιέργειας των επιστημών στην Ευρώπη, ιδρύοντας την έδρα αυτή, ανταποκρινόταν σε μια επιτακτική απαίτηση της εποχής του. Οι νέες και θαυμαστές ανακαλύψεις είχαν, κατά μεγάλο μέρος, μεταμορφώσει τον γιατρό σε επιστήμονα του εργαστηρίου, απομακρύνοντάς τον από τον άρρωστο άνθρωπο και κάνοντάς τον σε μερικές περιπτώσεις να χάνει ακόμα και τη συνείδηση της πραγματικής του αποστολής. Η επανάκτηση αυτής της συνείδησης ήταν η επιτακτική ανάγκη που είχαν συναισθανθεί πολλά μεγάλα πνεύματα της εποχής εκείνης, ανάγκη που καλυπτόταν από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν του νέου μαθήματος. Ήταν ακριβώς στην εποχή που χάρις στην απεριόριστη ανεξιθρησκία, η οποία επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο αυτό, φοιτητές κάθε δόγματος συγκεντρώνονταν για να σπουδάσουν εκεί, καθιστώντας το Λέιντεν σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ευρώπης του 17ου αιώνα.
Στο Λέιντεν ο Σύλβιος δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία της κλινικής ιατρικής, αλλά εισήγαγε κι άλλες σημαντικές καινοτομίες. Μεταξύ αυτών επέβαλε την εργαστηριακή εξάσκηση των φοιτητών, παράλληλα και ως συμπλήρωμα της διδασκαλίας της κλινικής ιατρικής. Τη διδασκαλία αυτή με τον κατ’ εξοχή πρακτικό της χαρακτήρα ήρθε να συμπληρώσει η ύπαρξη ενός πλούσιου μουσείου και ενός ανάλογου βοτανικού κήπου, που καθιστούσαν το Λέιντεν ιδεώδη τόπο μελετών.
ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕ
Ο Σύλβιος ή, αν προτιμάτε ο ντε λα Μποέ, έριξε το βάρος των μελετών του στα χημικά φαινόμενα, χωρίς να παραγνωρίζει την ανάγκη βαθιών ανατομικών γνώσεων για τον γιατρό. Σ’ αυτό διαφέρει από τον Βαν Χέλμοντ, η περιφρόνηση του οποίου προς την ανατομική εκφράζεται στο γεγονός ότι αντιπαρέρχεται χωρίς καν να μνημονεύσει την ανακάλυψη του Χάρβεϊ σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος. Ο Σύλβιος, αντίθετα, εξαιτίας των φιλοανατομικών του αντιλήψεων, όχι μόνον παραδέχθηκε αλλά και δίδαξε τη θεωρία του Χάρβεϊ. Ο ίδιος εκτέλεσε μια σπουδαιότατη σειρά ανατομο-φυσιολογικών μελετών και συνέδεσε το όνομά του με οξύτατες παθολογο-ανατομικές παρατηρήσεις, όπως η ερμηνεία των βλαβών που προκαλεί η φυματίωση στους πνεύμονες. Το όνομά του έχει επίσης διαιωνιστεί με την ανακάλυψη του πόρου που συνδέει την τρίτη με την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου (υδραγωγός του Συλβίου). Υπάρχει ακόμα και η αύλακα του Συλβίου στην πλάγια επιφάνεια των εγκεφαλικών ημισφαιρίων.
Οι κυριότερες πάντως από τις έρευνές του αφορούν τα χημικά φαινόμενα και ιδίως τα άλατα και τις ζυμώσεις. Με θαυμαστή οξύτητα πνεύματος αντιλήφθηκε την προέλευση των αλάτων από την ένωση οξέων και αλκαλίων, διαπίστωση από την οποία συνέλαβε την έννοια της χημικής συγγένειας, που έπρεπε να περάσουν αιώνες για να γίνει αντιληπτή η βασική σημασία της.
Από τέτοιες προϋποθέσεις ξεκινώντας και υιοθετώντας τις μοντέρνες για την εποχή του ανακαλύψεις σχετικά με την κυκλοφορία του αίματος και τη λειτουργία των λεμφαγγείων και των λεμφαδένων, ο Σύλβιος ανανέωσε τελείως την ιπποκρατική θεωρία των χυμών. Κι όχι μόνον αυτή, αλλά και την πιο σύγχρονη της μορφή που είχε διατυπωθεί από τον Βαν Χέλμοντ. Ως βάση της Φυσιολογίας και της Παθολογίας έθεσε μια σειρά ζυμώσεων, που καθορίζονται από τρεις χυμούς: το σάλιο, το παγκρεατικό υγρό και τη χολή. Παράλληλα με τις διεργασίες της ζύμωσης ο Σύλβιος τοποθετούσε τα φαινόμενα του «αναβρασμού», ως βάση των εκκριτικών λειτουργιών. Έτσι π.Χ. παράγονταν τα ούρα από το αίμα: ο αναβρασμός έκανε ώστε να ξεχωρίζουν από τη μάζα του αίματος λεπτότατα μόρια που καθώς ενώνονταν μεταξύ τους σχημάτιζαν τα ούρα, τα οποία κατεύθυνε προς τους νεφρούς και από εκεί προς την ουροδόχο κύστη.
Φυσικά, στις ίδιες διεργασίες, ζυμώσεις και αναβρασμούς, απέδιδε και τα παθολογικά φαινόμενα, που κι εκείνα συντελούνται κυρίως στο αίμα.
ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΒΙΟΥ
Η ηρεμία της διδασκαλίας του, η ακρίβεια της διδακτικής και ερευνητικής του μεθόδου και η φήμη του Πανεπιστημίου στο οποίο δίδασκε, έκανε ώστε ο Σύλβιος να αποκτήσει θαυμαστές και οπαδούς και να αναδειχθεί ιδρυτής μιας πραγματικής ιατροχημικής σχολής. Ένας από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της υπήρξε ο Άγγλος Τόμας Ουίλις, εξέχουσα φυσιογνωμία από μια ομάδα επιστημόνων της Οξφόρδης, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και άλλα διαπρεπή ονόματα: του Χουκ και του Ρόμπερτ Μπόυλ, θεμελιωτή της νεότερης θεωρίας των αερίων.
Ο Ουίλις (1621-1675) αφιερώθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη των ζυμώσεων και των χημικών φαινομένων γενικότερα, συσχετίζοντάς τα αδιάκοπα με τα δεδομένα της ανατομικής, της φυσιολογίας και της παθολογίας σε βαθμό που να τον κατηγορήσουν ότι ασχολείται περισσότερο με τη διατύπωση θεωριών παρά με τη συγκέντρωση πειραματικών παρατηρήσεων. Παρόλο που ο Ουίλις πνιγόταν στις συγκεχυμένες θεωρίες του για τις ζυμώσεις, ήταν όμως και οξύς παρατηρητής, που οι περιγραφές του της γρίπης, του εξανθηματικού τύφου και του τυφοειδούς πυρετού έμειναν κλασσικές. Και κάτι ακόμα: είναι ο πρώτος που παρατήρησε πως τα ούρα των διαβητικών έχουν υπόγλυκη γεύση, παρατήρηση βασική για την ερμηνεία της νόσου και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση. Για τη σημαντική του προσφορά στο πεδίο της ανατομικής θα μιλήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο λεπτομερέστερα. Προς το παρόν περιοριζόμαστε στο χαρακτηρισμό ότι υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους συνεχιστές του έργου του Βεσάλιου.
Εδώ θα παραθέσουμε λίγα λόγια για το έργο ενός άλλου Άγγλου, του Ουώλτερ Χάρις (1647-1732), ο οποίος με την πραγματεία του «Επί των οξειών νόσων των παιδιών» μετέφερε τη θεωρία του Συλβίου σε πολλές από τις παιδικές ασθένειες, θεωρώντας τις οξείες κυρίως νόσους ως αποτέλεσμα συσσώρευσης οξέων στο σώμα του παιδιού. Το συμπέρασμά του σχετικά με τη θεραπεία ήταν η χορήγηση αλκαλικών ουσιών, παρμένων από διάφορα κελύφη, φλοιούς αυγών, κιμωλία, κοράλλια και μαργαριτάρια υπό μορφή σκόνης.
Περισσότερο από το περιεχόμενό του, το βιβλίο αυτό έχει σημασία ως το πρώτο παιδιατρικό κείμενο του αιώνα αυτού με τόσο μεγάλη διάδοση και φήμη: μέσα σε 53 χρόνια, δηλαδή από την πρώτη (1698) ως την τελευταία του έκδοση (1742), έφτασε να κυκλοφορήσει σε 18 εκδόσεις!
Η πολεμική που άρχισε τότε ξαφνικά, για να κρατήσει και τους δυο επόμενους αιώνες, μεταξύ ιατροχημείας και ιατρομηχανικής, μπορεί μεν να φαίνεται σαν δευτερεύον επεισόδιο στην Ιστορία της Ιατρικής, αποκαλύπτει όμως και μια σημαντική άποψη. Είναι εκείνη που εκφράζει ουσιαστικά το νόημα της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα: τόσο οι ιατροχημικοί όσο και οι ιατρομηχανικοί προσπαθούσαν να δώσουν μια ερμηνεία των φαινομένων της ζωής και του κόσμου χωρίς την παρεμβολή «ζωικών δυνάμεων» και «πνευματικών αρχών», που αποτελούσαν αναπόσπαστο συστατικό των παραδοσιακών ερμηνειών της ζωής. Είναι πια οι προφητικές θέσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι απόψεις του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου, που κατευθύνουν τη σκέψη της νέας γενιάς των επιστημόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου