13/6/09

Τα ανθρώπινα απολιθώματα [81]

Δεν ήταν όμως μόνον τα ζώα που είχαν αφήσει τόσο εύγλωττα απολιθώματα μέσα στα σπλάγχνα της γης. Ήταν και ο άνθρωπος που ξαναζούσε μέσα από τη γη μπροστά στα μάτια των επιστημόνων με τα απολιθωμένα υπολείμματά του, δημιουργώντας προβλήματα που είχε διατυπώσει ο Κιβιέ.
Τα ανθρώπινα απολιθώματα δεν είχαν πάντοτε τύχη. Έτσι ο Γιοχάνες Γιάκομπ Σόιχτσερ (Johannes Jacob Scheuchzer) (1672-1733) είχε περιγράψει για σκελετό ανθρώπου, θεωρώντας τον μάλιστα τεκμήριο απόδειξης του κατακλυσμού, τον απολιθωμένο σκελετό γιγάντιας σαλαμάνδρας, πράγμα που απέδειξε με ευκολία ο Κιβιέ. Το κακό ήταν ότι τα απολιθώματα ανθρώπων ήταν σχετικά σπάνια. Ο Κιβιέ και η σχολή του δεν τους απέδιδαν καμιά σημασία, γιατί πίστευαν ακράδαντα ότι ο άνθρωπος, κορωνίδα της δημιουργίας, εμφανίστηκε στη γη μόνο μετά τον τελευταίο κατακλυσμό, άρα σε πολύ πρόσφατη εποχή.

ΕΝΑΣ ΕΥΦΥΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΣ
Το 1838 στη μικρή πόλη Αμπεβίλλ της Β. Γαλλίας, ήταν τελώνης ο Μπουσέ ντε Περτ (1788-1886), αυτοδίδακτος και μανιώδης συλλέκτης απολιθωμάτων και αρχαιολογικών ευρημάτων. Το έτος αυτό, βρήκε στο ίδιο γεωλογικό στρώμα με τα απολιθώματα ενός μαμούθ, απολιθωμένα οστά που έμοιαζαν να ανήκουν σε άνθρωπο. Από τη στιγμή όμως που μαζί τους ανακάλυψε και εργαλεία, κατέληξε με απόλυτη βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι τα απολιθώματα ήταν οπωσδήποτε ανθρώπινα. Δεδομένου δε ότι βρέθηκαν στο ίδιο στρώμα με τα οστά του γιγάντιου θηλαστικού, έπρεπε αναγκαστικά ο άνθρωπος στον οποίο ανήκαν να ζούσε την ίδια εποχή με το μαμούθ. Ο Κιβιέ και η σχολή του χαρακτήρισαν απλά σαν παραδοξολογίες τις υποθέσεις ενός ταπεινού αυτοδίδακτου, πράγμα που έρχεται σε οξεία αντίθεση με την όλη προσωπικότητα του Κιβιέ. Η στάση αυτή του μεγάλου σοφού έγινε αφορμή μεγάλης καθυστέρησης στην πρόοδο των παλαιοντολογικών ερευνών.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΙΑΣ
Το 1859 μια ομάδα από Άγγλους γεωλόγους που περιλάμβανε και τον Τσαρλς Λάιελ (Charles Lyell) (1797-1875) έκανε επιτόπια έρευνα εκεί που ο Περτ είχε πραγματοποιήσει τις ανακαλύψεις του, δίνοντας έτσι την απαιτούμενη επιστημονική βαρύτητα στην υπόθεση του ασήμαντου ερασιτέχνη.
Ανάμεσα στους επιστήμονες αυτούς ήταν και ο Εντουάρ Λαρτέ (1801-1871), ο σοφός που χάρις στις έρευνές του καθόρισε δύο σημαντικές περιόδους της προϊστορίας του ανθρώπου: την «ορινιάκιο» και τη «μαγδαλήνια» (από τα ονόματα των σπηλαίων Ορινιάκ και Μαντελέν που έκανε τις ανασκαφές του). Ο Λαρτέ ανακάλυψε στον τόπο των ερευνών του Περτ ένα τεμάχιο ελεφαντοστού που είχε επάνω του χαραγμένες μορφές μαμούθ: ήταν η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος ζούσε συγχρόνως με τα τεράστια εκείνα μαστοφόρα, αφού είχε χαράξει τη μορφή τους, έστω και με πρωτόγονο τρόπο, σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ήταν συγχρόνως η επιβεβαίωση μιας μακρινής υπόθεσης, που είχε διατυπωθεί τον 16ο αιώνα από τον Μικέλε Μερκάτι (Michele Mercati) (1541-1593) ότι μερικές σχίζες από πυριτόλιθο δεν ήταν αποτέλεσμα της ενέργειας των κεραυνών, όπως πιστευόταν, αλλά έργο προκατακλυσμιαίων ανθρώπων.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΒΙΕ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ
Κάτω από τα πλήγματα των νέων ανακαλύψεων και τη δύναμη των νέων υποθέσεων που χρησιμοποιούσαν άφθονα παλαιοντολογικά και γεωλογικά τεκμήρια, η γενική θεωρία του Κιβιέ αρχίζει να κλονίζεται. Αν ο άνθρωπος αποδεδειγμένα δεν εμφανίστηκε στην επιφάνεια της γης τόσο όψιμα όσο πίστευε ο Κιβιέ. Αν συνεπώς το σημείο αυτό της θεωρίας του ήταν εσφαλμένο, κάθε υπόνοια θα ήταν δικαιολογημένη και ως προς την ορθότητα της υπόλοιπης θεωρίας του και ιδίως της βασικής της ιδέας, της ιδέας των κατακλυσμών.
Τα πρώτα δειλά πλήγματα εναντίον της ιδέας αυτής προέρχονταν από γεωλόγους που είχαν σκεφθεί ότι η ενέργεια φυσικών παραγόντων που εξακολουθούν να δρουν και σήμερα, όπως το νερό, οι άνεμοι, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, αν παραταθεί για μακρό χρονικό διάστημα, προκαλεί τέτοιες μεταβολές, ώστε η εικόνα τους υποβάλλει την εντύπωση ότι προηγήθηκε κάποιος κατακλυσμός.
Η «συγχρονιστική» αυτή θεωρία που υπέθετε για το παρελθόν φαινόμενα που η επαλήθευσή τους τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή, είχε ως κύριο ερμηνευτή της τον Τσαρλς Λάιελ που πρώτος είχε δεχθεί την υπόθεση του Περτ και με τις «Αρχές της γεωλογίας» του (Λονδίνο, 1830-1833) και τη φιλία του με τον Κάρολο Δαρβίνο, υπήρξε από τους κυριότερους εμπνευστές της δαρβινικής θεωρίας.

Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕΙΣΜΟΥ
Στις 24 Νοεμβρίου 1859, συνέβη αναστάτωση στο βιβλιοπωλείο του εκδότη Μάρεϊ στο Λονδίνο. Το πλήθος που συνωθούταν, μέσα σε λίγες ώρες είχε εξαντλήσει και τα 1.200 αντίτυπα του βιβλίου που ήταν η αφορμή του θορύβου. Επρόκειτο για την «Καταγωγή των ειδών δια της φυσικής επιλογής» του Κάρολου Δαρβίνου, που ερχόταν να ανατρέψει όλα τα παραδεδεγμένα στα πεδία της φυσικής ιστορίας, της παλαιοντολογίας, της βιολογίας και της ιατρικής. Ο μεγαλοφυής συγγραφέας του βιβλίου, ο Κάρολος Δαρβίνος (Charles Darwin), που όταν ήταν μαθητής, όπως ο ίδιος ομολογεί στην «Αυτοβιογραφία» του, θεωρείτο από τους μέτριους, γεννήθηκε στο Στρούσμπερι το 1809 από πατέρα γιατρό, γιο κι εκείνον γιατρού. Από αυτόν τον τελευταίο, τον παππού του, τον Έρασμο Ντάργουιν, είχε αποκτήσει τις πρώτες ιδέες περί της εξέλιξης των ειδών, διαβάζοντας το βιβλίο του «Ζωονομία ή νόμοι της οργανικής ζωής», καθώς και από τον λαμαρκιστή φίλο του Γκραντ.
Όταν ο Δαρβίνος πρωτοδιάβασε τη «Ζωονομία» του παππού του δεν του έκανε εντύπωση: θεώρησε δυσανάλογα μεγάλο το θεωρητικό της μέρος σε σύγκριση με τα πρακτικά της παραδείγματα. Το γεγονός όμως ότι άκουε να επαινούν τις εξελικτικές θεωρίες που διατυπώνονταν στο βιβλίο του παππού του, τον προδιάθεσε ευνοϊκά απέναντί τους, ώστε να τις αναπτύξει ο ίδιος αργότερα με διαφορετική μορφή. Στο μεταξύ, απελπισμένος ο πατέρας ότι ο γιος δεν θα γινόταν ποτέ γιατρός, τον έστειλε για ένα διάστημα να σπουδάσει θεολογία. Όταν ύστερα από μερικά χρόνια διηγείται ο ίδιος ο Δαρβίνος τις σύντομες θεολογικές εμπειρίες του, εκφράζει την απορία του πώς τότε δεν είχε καταλάβει το αντίθετο με την κοινή λογική του, να πιστεύει δηλαδή σε ό,τι δεν μπορούσε να εννοήσει, σε ό,τι από τη φύση του ήταν ακατανόητο. Και διηγείται πως κάποια γερμανική ψυχολογική εταιρεία του είχε ζητήσει μέσω του γραμματέα της φωτογραφία του και πως ύστερα από λίγο καιρό του είχαν στείλει πρακτικά μιας δημόσια συζήτησης σχετικά με το σχήμα... της κεφαλής του: είχαν διακρίνει επάνω της την... προεξοχή που κατά τη γνώμη τους πρόδιδε τη θρησκευτική κλίση, αλλά τόσο μεγάλη, όση θα αρκούσε για... δέκα κληρικούς.
Τα τρία χρόνια που πέρασε ο Δαρβίνος στο Κέμπριτζ σπουδάζοντας θεολογία, τα χαρακτηρίζει ο ίδιος χαμένο χρόνο, όπως ακριβώς και τα χρόνια που είχε αρχίσει να σπουδάζει ιατρική στο Εδιμβούργο και τα χρόνια που πήγαινε στο σχολείο!

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Ίσως να ήταν πράγματι χαμένος χρόνος οι ακαδημαϊκές σπουδές του Δαρβίνου στο Κέμπριτζ. Εκείνο που προφανώς δεν πήγε χαμένο ήταν οι ελεύθερες ώρες του. Τότε σύχναζε στου καθηγητή Τζων Στίβενς Χένσλοου, αξιόλογου φυσιοδίφη, που διακρίνοντας το πάθος του νεαρού σπουδαστή για τις φυσικές επιστήμες, τον συμβούλευε και τον δίδασκε πολλά χρήσιμα πράγματα, κατευθύνοντάς τον στοργικά στο δρόμο της επιστήμης που τον γοήτευε.

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο Χένσλοου υπήρξε εκείνος που το 1831 συμβούλευσε τον Δαρβίνο να επιβιβαστεί σ’ ένα τρικάταρτο μπρίκι 240 τόνων, το «Μπιγκλ», που με καπετάνιο τον Φίτζροϊ ξεκινούσε από το Ντίβονπορτ με ειδική αποστολή τον έλεγχο προβλημάτων γύρω από τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Ο πλοίαρχος ήθελε ακριβώς να φιλοξενήσει στην καμπίνα του ένα φυσιοδίφη και το πιο κατάλληλο πρόσωπο θα ήταν ο Δαρβίνος. Αφού κατόρθωσε να πείσει τον πατέρα του, επιβιβάστηκε στο «Μπιγκλ» και στις 27 Δεκεμβρίου 1831 άρχισε το ταξίδι που θα σφράγιζε τη ζωή του, καθιερώνοντάς τον ως επιστήμονα.
Το ταξίδι με το «Μπιγκλ», που είχε τέτοια χάλια ώστε οι 60 του πληρώματος να το αποκαλούν «φέρετρο», κράτησε πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Δαρβίνος συγκέντρωσε τεράστιο όγκο δειγμάτων από τη χλωρίδα και την πανίδα των πιο διαφορετικών τόπων: από την Τενερίφη, τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, τις νοτιότερες ακτές της Ν. Αμερικής, τα νησιά Γκαλαπάγκος, την Ταϊτή, τη Ν. Ζηλανδία, την Αυστραλία, την Τασμανία, το νησί του Μαυρικίου, το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, το νησί της Αγ. Ελένης και τις Αζόρες. Γύρισε στο Φάλμουθ της Αγγλίας στις 2 Οκτωβρίου 1836, έχοντας αποθησαυρίσει μια σειρά από παρατηρήσεις, που ήταν θεμελιώδεις για τη σύλληψη και την οριστική διατύπωση της θεωρίας του για την εξέλιξη.
Μια ενθουσιώδη περιγραφή του ταξιδίου αυτού έδωσε ο Δαρβίνος στο βιβλίο του «Ταξίδι φυσιοδίφη ανά τον κόσμο», που δημοσιεύθηκε το 1839. Κατά τη διάρκειά του, διαβάζοντας τις σελίδες του μεγάλου έργου του Λάιελ, συνέλαβε το πρώτο σχέδιο μιας θεωρίας της εξέλιξης των ζωικών ειδών. Διηγείται ο ίδιος:
«Στο ταξίδι μου με το ‘Μπιγκλ’ μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ανακάλυψη μέσα στην Πάμπα απολιθωμάτων μεγάλων ζώων, καλυμμένων από θώρακες που έμοιαζαν με τους θώρακες των ζωντανών αρμαδίλων. Επίσης μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίον ζώα πολύ συγγενικά διαδέχονταν το ένα το άλλο, καθώς προχωρούσαμε προς τα νότια της ηπείρου και τέλος το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των ζωικών ειδών του αρχιπελάγους των νησιών Γκαλαπάγκος είχαν χαρακτήρες καθαρά νοτιοαμερικανικούς και προπάντων ότι σε κάθε νησί της ομάδας εμφανίζονταν με μικρές διαφορές των χαρακτήρων, παρόλο που κανένα από αυτά τα νησιά δεν παρουσιάζεται γεωλογικά πολύ παλαιό. Προφανώς, γεγονότα σαν κι αυτά και πολλά άλλα θα μπορούσαν να εξηγηθούν με την υπόθεση ότι τα ζωικά είδη μεταβάλλονταν βαθμιαία. Η σκέψη αυτή με τυραννούσε».
Γυρίζοντας στην Αγγλία παντρεύτηκε την κόρη του θείου του Τζοσάια Γουέτζγουντ, στην παρέμβαση του οποίου οφειλόταν προπαντός η άδεια του πατέρα του για το ταξίδι με το «Μπιγκλ». Μετά κι από αυτό ο Δαρβίνος επιδίδεται με πάθος στη μελέτη και την αναζήτηση αναντίρρητων αποδείξεων για την ορθότητα των ιδεών του.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
Παρακολουθώντας ο Δαρβίνος προσεκτικά την προσπάθεια των κτηνοτρόφων και των ανθοκόμων να παράγουν με τις κατάλληλες διασταυρώσεις νέα είδη, πίστεψε ότι είδε σ’ αυτήν την επιβεβαίωση της θεωρίας του και τις πρώτες έγκυρες αποδείξεις της. Μετά από ακαταπόνητη εργασία χρόνων, που παραλίγο να πάει χαμένη εξαιτίας του έργου του Γουάλας, για το οποίο μιλήσαμε παλαιότερα, δημοσίευσε το 1859 στο Λονδίνο το έργο του «Καταγωγή των ειδών δια της φυσικής επιλογής», το καλύτερο, κατά τη γνώμη πολλών και του ίδιου, έργο του.
Στο βιβλίο αυτό ο Δαρβίνος εξέθετε τη θεωρία της εξέλιξης, που τη στήριζε, αντίθετα με τον Λαμάρκ και τους οπαδούς του, στην έννοια της φυσικής επιλογής. Η θεωρία του αυτή, που ολοκληρώθηκε με άλλα μικρότερα έργα του («Παραλλαγές των κατοικίδιων ζώων και φυτών», «Γονιμοποίηση των ορχεοειδών δια των εντόμων», «Αποτελέσματα της διασταυρούμενης γονιμοποίησης», «Οι διάφορες μορφές των ανθέων σε φυτά του ίδιου είδους») ξεσήκωσε ασυγκράτητους ενθουσιασμούς, αλλά και άγρια πολεμική.
Η θεωρία του θα δεχθεί θεμελιωμένες και αθεμελίωτες επικρίσεις, θα περάσει περιόδους που θα δίνει την εντύπωση ότι καταρρίφθηκε οριστικά και όμως δεν θα πάψει να αποτελεί το θεμέλιο και των μεταγενέστερων εξελικτικών θεωριών.
Το 1841 ο Δαρβίνος αποσύρθηκε στο Ντάουν με τη γυναίκα του, μακριά από το θόρυβο του Λονδίνου και το θόρυβο που είχε ξεσηκώσει η ίδια του η θεωρία, για να συνεχίσει τις μελέτες του. Όταν το 1882 πέθαινε στην επαρχιακή πόλη, ήταν για τον κόσμο «σημείο αντιλεγόμενο». Το πέρασμα του όμως από την ιστορία της επιστήμης έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στις σελίδες της.
Η εκδοτική επιτυχία της «Καταγωγής των ειδών δια της φυσικής επιλογής» υπήρξε πρωτοφανής. Ας δούμε τι γράφει σχετικά ο Δαρβίνος στην «Αυτοβιογραφία» του, όπου μαρτυρείται από τον ίδιο η σημασία του έργου του αυτού σε συσχετισμό με τις υπόλοιπες εργασίες του:
«Από την αρχή είχε μεγάλη επιτυχία. Τα 1.250 αντίτυπα της 1ης έκδοσης πουλήθηκαν όλα την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας, όπως και τα 3.000 αντίτυπα της 2ης έκδοσης εξαντλήθηκαν γρήγορα. Μέχρι σήμερα (1876) έχουν πουληθεί στην Αγγλία 16.000 αντίτυπα, που είναι πολλά αν λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για πολύ δύσκολο βιβλίο. Έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ακόμα και στην ισπανική, τη βοημική (τσεχική), την πολωνική και τη ρωσική. Κατά τη δεσποινίδα Μπερντ έχει μεταφραστεί και στην ιαπωνική και μελετάται πολύ από εκείνον το λαό. Έχει εκδοθεί και μια εβραϊκή μελέτη, στην οποία αποδεικνύεται ότι η θεωρία μου περιέχεται στην Παλαιά Διαθήκη! Έχουν γίνει πάρα πολλές κριτικές του βιβλίου μου. Για κάμποσο καιρό συγκέντρωνα όλα όσα δημοσιεύονταν για την «Καταγωγή» και τα άλλα μου βιβλία που πραγματεύονται το ίδιο θέμα και το υλικό έφτασε τα 265 τεμάχια (εκτός από τις παρουσιάσεις των εφημερίδων). Ύστερα όμως αυτό μου φάνηκε χωρίς νόημα και το εγκατέλειψα. Πολλές μελέτες και ανάλογος αριθμός βιβλίων έχουν δημοσιευθεί πάνω στο θέμα, και κάθε ένα ή δύο χρόνια δημοσιεύεται στη Γερμανία ένας βιβλιογραφικός κατάλογος στο θέμα του ‘δαρβινισμού’».

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣΟι πρώτες παρατηρήσεις του Δαρβίνου ανάγονται στο επικίνδυνο αλλά πολύ γόνιμο ταξίδι με το «Μπιγκλ» γύρω από τον κόσμο. Στη διάρκειά του τον είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι σε γειτονικές περιοχές, συνεχόμενες ή χωρισμένες, όπως ήταν τα νησιά Γκαλαπάγκος, υπήρχαν είδη που μεταξύ τους παρουσιάζονταν μικρές διαφορές. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να τις ερμηνεύσει αν παραδεχόταν μια σειρά αργών και βαθμιαίων αλλαγών στο περιβάλλον του κάθε είδους. Τις παρατηρήσεις του αυτές συνδύαζε ο Δαρβίνος με λεπτομερή μελέτη της γεωλογικής διαμόρφωσης του εδάφους, με οδηγό το βασικό έργο του Τσαρλς Λάιελ «Αρχές γεωλογίας» (Λονδίνο, 1830-33). Ο Λάιελ, που στάθηκε ένας από τους εμπνευστές του Δαρβίνου, υποστήριζε, αντίθετα από τον Κιβιέ και τη σχολή του, την αντίληψη ότι μια σειρά αργών και ανεπαίσθητων αλλαγών στην επιφάνεια της γης είναι ικανές στο σύνολό τους να δώσουν την εντύπωση ότι μεσολάβησε μια τεράστια γεωλογική καταστροφή: τόσο μεγάλες είναι τελικά οι διαφορές από την κατάσταση που αποτέλεσε την αφετηρία των μεταβολών. Γιατί λοιπόν να μη συμβαίνει το ίδιο και με τα ζωντανά πλάσματα; Ναι, αλλά ποια να είναι η αιτία στην περίπτωση αυτή;
Αυτό υπήρξε το πρώτο πρόβλημα για τον Δαρβίνο. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία και αποσύρθηκε στο Ντάουν του Κεντ, παρακολούθησε τη δουλειά των κτηνοτρόφων και παρατήρησε ότι αυτοί κάνουν μια πραγματική επιλογή, από την οποία και προέρχονται οι διάφορες φυλές των εκτρεφόμενων ζώων. Έτσι σκέφτηκε ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και στη φύση. Η φυσική αυτή επιλογή θα έπρεπε, σύμφωνα και με τη θεωρία του Λάιελ, να συνεχίζεται και στις ημέρες μας χωρίς βέβαια να γίνεται αντιληπτή, επειδή είναι μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα ανεπαίσθητη. Ποιο ήταν όμως το αίτιο που την προκαλούσε;

ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΘΟΥΣ
Το 1798 ο ιερέας Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (Thomas Robert Malthus) (1766-1834) είχε δημοσιεύσει ανώνυμα μια μελέτη με τον τίτλο «Δοκίμιο θεωρία του πληθυσμού». Στο βιβλίο αυτό, βασιζόμενος σε μερικές, για την αλήθεια όχι αξιόπιστες στατιστικές, κατάληγε στο συμπέρασμα ότι οι πόλεμοι, οι επιδημίες, η μεγάλη θνησιμότητα των παιδιών, ιδίως στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα, δεν ήταν παρά μέτρα απαραίτητα για την εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ του ανθρώπινου γένους και των μέσων της διατροφής του: ο αριθμός του πρώτου πλήθαινε σε πάρα πολύ ταχύτερο ρυθμό από τον αριθμό των δεύτερων. Έβλεπε δηλαδή στο μεγάλο αριθμό των θανάτων έναν αγώνα επιβίωσης, στον οποίον μοιραία έπρεπε να υποκύπτει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων.
Διαβάζοντας το έργο του Μάλθους, ο Δαρβίνος πήρε την ιδέα του αγώνα για την επιβίωση και την τοποθέτησε στη βάση της φυσικής επιλογής: τα ισχυρότερα άτομα πρέπει να επιζούν και τα πιο αδύνατα να υποκύπτουν.
Ποια όμως είναι τα ισχυρά και ποια τα αδύνατα; Και για πιο λόγο διαφοροποιούνται τα είδη και η εξέλιξη προχωρεί σε δρόμους που απομακρύνονται μεταξύ τους;
Εδώ ο Δαρβίνος θυμήθηκε τις συζητήσεις του με τον Γκραντ, τον καιρό που ήταν ο ίδιος ένας μέτριος φοιτητής στο Εδιμβούργο. Του ήρθε ακόμα στο νου η «Ζωονομία» του παππού του, του Έρασμου Δαρβίνου και η θεωρία του Λαμάρκ, σύμφωνα με την οποία τα ζωντανά πλάσματα τείνουν να προσαρμοστούν στους διάφορους τόπους που συμβαίνει να ζουν.

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Από τον καιρό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που συστηματοποίησαν την ανθρώπινη γνώση του καιρού τους όπως και ό,τι μπορούσε να προέρχεται από την παλαιότερη γνώση των ανθρώπων, ήταν διάχυτη η εντύπωση ότι τα πάντα στον κόσμο λειτουργούν τέλεια. Όλα στη φύση κατευθύνονται από μια τελολογική ιδέα που ενυπάρχει σε κάθε φυσικό φαινόμενο. Όταν βλέπει κανείς σ’ ένα λιβάδι, για να θυμηθούμε μια απλή μεν αλλά αρκετά χαρακτηριστική παρατήρηση συγγραφέα του 19ου αιώνα, ότι όλες οι ακρίδες είναι πράσινες, καταλαβαίνει ότι αυτό γίνεται σύμφωνα με κάποιο σοφό σχέδιο για να είναι το έντομο προστατευμένο από τους εχθρούς του, που δεν μπορούν να το ξεχωρίσουν από το ομοιόχρωμο χορτάρι.
Η αντίληψη αυτή είναι καθαρά διατυπωμένη στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα. Ο διάσημος σοφιστής, του οποίου το όνομα φέρει ο διάλογος, διηγείται κάτι σαν μύθο για την καταγωγή των ζωικών ειδών. Όταν ήρθε η ώρα, γράφει ο Πλάτωνας, που η ειμαρμένη όρισε να γεννηθούν τα θνητά πλάσματα, οι θεοί έπλασαν τα ζώα στα σπλάγχνα της γης χωρίς να τους δώσουν τις ειδικές τους ιδιότητες. Όταν ήρθε η ημέρα να τα γεννήσει η γη, οι θεοί ανέθεσαν στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να μοιράσουν στο κάθε πλάσμα τις κατάλληλες ιδιότητες. Τη διανομή έκανε ο Επιμηθέας όσο καλύτερα μπορούσε: σε άλλα ζώα έδωσε δύναμη, αλλά όχι και σβελτάδα, ενώ στα αδύνατα αναπλήρωσε της έλλειψη δύναμης με την ευκινησία. Σε άλλα έδωσε όπλα, ενώ στα άοπλα πρόσφερε άλλες αμυντικές ικανότητες: τα έκανε μικρά, ικανά να πετούν ή να κρύβονται στα έγκατα της γης, ή τους έδωσε τη δυνατότητα να σώζονται με τον μεγάλο τους όγκο. Έτσι ο Επιμηθέας φρόντισε να μην κινδυνεύσει κανένα είδος από εξαφάνιση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο Σωκράτης, αντίπαλος του Πρωταγόρα στο διάλογο, ανασκευάζει στη συνέχεια τις απόψεις του σοφιστή και ιδίως το ό,τι η αρετή μπορεί να διδαχθεί, δεν θέτει καθόλου σε αμφισβήτηση την τελολογική ερμηνεία που έδινε στη γένεση των ζωικών ειδών ο Πρωταγόρας. Στο πλαίσιο μάλιστα της ερμηνείας αυτής τοποθετείται και ο άνθρωπος, τον οποίον είχε λησμονήσει ο Επιμηθέας, με αποτέλεσμα να μείνει τελείως γυμνός και άοπλος στο έλεος των άλλων ζώων.
Οι πλατωνικές και αριστοτελικές αντιλήψεις άρχισαν να χάνουν έδαφος μόνον αφού πέρασε ο μεσαίωνας, υπό την επίδραση της ανανέωσης των μελετών, των ανακαλύψεων, του υλικού που βρισκόταν τώρα συγκεντρωμένο σε τεράστιες ποσότητες στη διάθεση των μελετητών της φύσης. Στον αιώνα ακριβώς του διαφωτισμού γίνονται οι πρώτες απόπειρες μιας νέας ερμηνείας.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ
Τέλος έρχεται η δαρβινική ερμηνεία η οποία αποκλείει κάθε τελολογικό ενδεχόμενο με την έννοια μιας προνοητικής αρχής που κατασκευάζει κάθε ζώο για τη ζωή που προορίζεται. Όχι ότι ζητάει να αγνοήσει το συμβατό μεταξύ οργανισμού και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει. Αλλά του δίνει διαφορετική έννοια. Η δύναμη στην οποία αποδίδει τη θαυμάσια συμφωνία μεταξύ κάθε είδους ζώου και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει, είναι για τον Δαρβίνο η φυσική επιλογή. Στον αγώνα για την επιβίωση, αποτέλεσμα του οποίου είναι η επιλογή, υποστηρίζει ότι επιζούν οι ισχυρότεροι, οι περισσότερο προικισμένοι και προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον οργανισμοί, ενώ οι λιγότερο ισχυροί υποκύπτουν και εξαφανίζονται.
Ο Δαρβίνος ανατρέπει την παραδοσιακή αντίληψη. Οι οργανισμοί, μαζί τους και ο άνθρωπος, ζουν σε περιβάλλον μάλλον εχθρικό: οι περισσότερο προσαρμοσμένοι στις υπάρχουσες συνθήκες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιζήσουν, να πολλαπλασιαστούν και να μεταβιβάσουν στους απογόνους τους τις ιδιότητες ακριβώς εκείνες που τους κάνουν δυνατή την επιβίωση. Για τους άλλους, τους μειονεκτικούς, ισχύει το αντίθετο. Αποτέλεσμα είναι η βαθμιαία μεταβολή των χαρακτήρων του είδους έτσι που να είναι πιο προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες του περιβάλλοντος.
Ο Δαρβίνος δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τα αίτια της ποικιλότητας των ζωικών ειδών, πράγμα όμως που εξακολουθεί εν πολλοίς να ισχύει και σήμερα παρά τις τεράστιες προόδους που μεσολάβησαν. Με τη διαίσθηση όμως και μόνο προκάλεσε τέτοιο σεισμό στην επιστήμη, που η απήχησή του ξεπέρασε τα πλαίσια των φυσικών για να επεκταθεί και στις κοινωνικές επιστήμες. Μια σύντομη ματιά στην ανάπτυξη των μελετών που ακολούθησε σε κάθε κλάδο της ιατρικής επιστήμης, είναι αρκετά πειστική. Διαπρεπείς επιστήμονες έφτασαν να διαιρούν την ιστορία της ιατρικής κατά τον 19ο αιώνα σε δύο περιόδους: την προ-δαρβινική και τη μετα-δαρβινική, αναγνωρίζοντας έτσι τη σοβαρή καμπή που σήμαινε για την ιατρική το έργο του μεγάλου Άγγλου φυσιοδίφη.
Το έργο του Δαρβίνου αποτέλεσε πηγή αναταραχής για τον επιστημονικό και τον μη επιστημονικό κόσμο της εποχής του. Επρόκειτο κυρίως για το βιβλίο «Περί της καταγωγής των ειδών», αλλά και για μικρότερα έργα του στα οποία εξετάζονταν, όχι βέβαια πάντοτε με επιτυχία, ειδικότερα προβλήματα της εξέλιξης: το θέμα της γενετήσιας επιλογής και της καταγωγής του ανθρώπου. Ο Δαρβίνος και ο δαρβινισμός ήταν θέμα συζήτησης όχι μόνο στους χώρους των διαλέξεων και στις αίθουσες της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, αλλά και στα σαλόνια, τα καφενεία και τους δρόμους. Μακριά από όλον το θόρυβο αυτόν έμενε μόνον ο αίτιός του, κλεισμένος όπως ήταν στο ησυχαστήριό του στο Ντάουν. Την υπεράσπιση των ιδεών του είχε αφήσει στον Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (Thomas Henry Huxley) (1825-1895) που διέθετε πλούσια επιστημονική κατάρτιση, ευφυΐα και δηκτική γλώσσα.
Ο νεαρός δαρβινιστής διέθετε κοντά στα άλλα το χάρισμα της ετοιμότητας και της ευστροφίας στη συζήτηση, χαρακτηριζόταν από απέραντο θάρρος και δεν υποχωρούσε απέναντι σε καμιά αρχή ή αυθεντία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μαχητικότητάς του έδωσε τον Ιούνιο του 1860 με την ευκαιρία μιας δημόσιας συζήτησης. Πρώτος είχε μιλήσει ο Ρίτσαρντ Όουεν (Richard Owen) (1804-1892), ο μεγάλος συγκριτικός ανατόμος που οι αντιλήψεις του συνδέονταν άμεσα με τις βασικές αντιλήψεις του Κιβιέ. Ύστερα έλαβε το λόγο ο εύγλωττος, όσο και ματαιόδοξος επίσκοπος της Οξφόρδης Σάμουελ Γουίλμπερφορς (Samuel Wilberforce).
Όπως ήταν επόμενο, η κριτική του Όουεν κατά του δαρβινισμού ήταν εξαιρετικά σοβαρή, όσο και αυστηρή. Ο Χάξλεϊ τον αντιμετώπισε με ανάλογο τρόπο, συζητώντας μία προς μία τις επικρίσεις του και παρουσιάζοντας τα αντεπιχειρήματά του με τη σοβαρότητα που επιβαλλόταν. Ύστερα ήρθε η σειρά της απάντησης προς τον Γουίλμπεφορς, η ευγλωττία του οποίου ήταν τόσο αναμφισβήτητη, όσο και η έλλειψη σοβαρής επιστημονικής επιχειρηματολογίας. Ο επίσκοπος είχε κλείσει την ομιλία του με την ακόλουθη αποστροφή προς τον Χάξλεϊ: «Πέστε μου παρακαλώ, από την πλευρά του παππού σας ή από την πλευρά της γιαγιάς σας καυχάστε ότι κατάγεστε από πίθηκο;» Ο Χάξλεϊ χωρίς να επηρεαστεί από την ειρωνεία, ούτε από τα χειροκροτήματα που την ακολούθησαν, αφού πρώτα απέδειξε με μεγάλη ηρεμία το αναρμόδιο του επισκόπου για τη συζήτηση και την έλλειψη κάθε προετοιμασίας από μέρους του, κατέληξε: «Θα προτιμούσα πολύ να έχω για πρόγονο έναν πίθηκο παρά έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί το σπάνιο χάρισμα με το οποίο είναι προικισμένος και το κύρος που περιβάλλεται για να γελοιοποιήσει ένα σοβαρό επιστημονικό πρόβλημα».

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΑΞΛΕΫ

Εκτός από τις μαχητικές του ικανότητες στο λόγο, ο Χάξλεϊ είχε και αξιόλογη συγγραφική παραγωγή. Επεξεργάστηκε πρώτα τις ιδέες του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπου και τη γενετήσια επιλογή και έγραψε το 1863 το βιβλίο «Τεκμήρια αναφορικά προς τη θέση του ανθρώπου στη φύση». Παράλληλα έχουμε μελέτες του για τα υδρόζωα, που τις στιβάδες των κυττάρων τους τις θεώρησε ομόλογα όργανα με τα «βλαστικά δέρματα» των αρχικών σταδίων της ανάπτυξης του εμβρύου που είχαν παρατηρηθεί από τον Καρλ Ερνστ φον Μπερ (Karl Ernst von Baer) (1792-1876), και μελέτες συγκριτικής ανατομικής των θηλαστικών. Υπάρχουν ακόμα βιβλία του απολογητικά για τη θεωρία της εξέλιξης, γύρω από μεθοδολογικά θέματα της επιστημονικής έρευνας και αναφορικά με τις σχέσεις της προς τη φιλοσοφία. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον Χάξλεϊ μια αξιόλογη προσωπικότητα της βικτωριανής Αγγλίας και τον κυριότερο απόστολο της θεωρίας της εξέλιξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: