Όπως είδαμε στα προηγούμενα, το τεράστιο έργο του Δαρβίνου κινδύνευσε να πάει χαμένο όταν του έπεσε στα χέρια η εργασία του Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας (Alfred Russel Wallace) και μόνον η επιμονή των φίλων του το έσωσε από την αφάνεια. Ο Γουάλας όμως ταξιδεύοντας στη Βραζιλία είχε σύντροφο τον Χένρυ Γουόλτερ Μπέιτς (Henry Walter Bates), που γυρίζοντας ύστερα από 11 χρόνια παραμονή στη Ν. Αμερική έφερε μαζί του έναν τεράστιο όγκο υλικού, από τον οποίο, εκτός από άλλα μικρότερα έργα, προήλθε το κύριο βιβλίο του «Συμβολή στη μελέτη της εντομολογικής πανάδας του Αμαζονίου» (Λονδίνο, 1861). Στο έργο του αυτό ο Μπέιτς παρουσιάζει μια μεγάλη σειρά αποδείξεων υπέρ της ιδέας της εξέλιξης του κόσμου των εντόμων, των οποίων είχε μελετήσει πολύ τα μέσα επιβίωσης, ιδίως όσον αφορά τις πεταλούδες.
Αναφέρει π.χ. ότι μερικές από αυτές, ενώ δεν διέφεραν σε τίποτα από τις άλλες, εν τούτοις με διάφορα μέσα, όπως η αηδιαστική γεύση ή οσμή, κατόρθωναν να μη γίνονται λεία των πουλιών που δεν έτρωγαν ούτε τις όμοιές τους που δεν διέθεταν τις αποκρουστικές αυτές ιδιότητες. Επρόκειτο από μέρους των τελευταίων για επιλογή συντροφιάς που τους εξασφάλιζε την επιβίωση.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμα τα ονόματα του Τζόζεφ Ντάλτον Χούκερ (Josef Dalton Hooker) (1817-1911), του Άσα Γκρέυ (Asa Gray) (1810-1888) και προπαντός του μεγάλου θετικιστή φιλοσόφου, του Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer) (1820-1903). Αυτός είχε από το 1852 κιόλας διατυπώσει ένα είδος εξελικτικής θεωρίας, που θύμιζε πολύ Λαμάρκ, υποστηρίζοντας ότι το άτομο είναι αποτέλεσμα προσαρμογής στο περιβάλλον: κατά τη διάρκειά της το άτομο χρησιμοποιεί την προσαρμοστική εμπειρία των γενεών που προηγήθηκαν και που κληρονομεί ως «εμπειρία του είδους». Η εμπειρία αυτή κληρονομείται στους απογόνους του ατόμου εμπλουτισμένη με τη δική του προσωπική εμπειρία.
Στο βιβλίο του Δαρβίνου ο Σπένσερ δεν βρήκε μόνον την επιβεβαίωση των ιδεών του, αλλά και του φιλοσοφικού ρεύματος που ήταν ένθερμος θιασώτης: του θετικισμού που είχε ξεκινήσει από τη Γαλλία με τον Αύγουστο Καντ (1798-1857). Ο Σπένσερ έγινε ένθερμος υποστηρικτής της δαρβινικής θεωρίας που επέκτεινε και ανέπτυξε, μολονότι δεν ήταν βιολόγος, στα έργο του «Αρχές βιολογίας» (Λονδίνο, 1864).
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Τους πιο φανατικούς όμως δαρβινιστές θα συναντήσουμε στη Γερμανία. Πρώτος ο Φριτς Μίλερ (Fritz Müller) (1821-1897) αναζήτησε αποδείξεις και επιχειρήματα υπέρ της εξέλιξης μελετώντας τα οστρακόδερμα. Αυτός υποστήριζε ότι οι μορφές που περνούν τα έμβρυα αντιστοιχούν σε ισάριθμα στάδια της εξελικτικής ιστορίας των ζωντανών οργανισμών.
Την αντίληψη αυτή επανέλαβε ο Ερνστ Χέκελ (Ernst Häckel) (1834-1919), που αποκαλούσαν «ποντίφικα της Ιένας», δίνοντάς της το ηχηρό όνομα «θεμελιώδης βιογενετικός νόμος». Δεν στάθηκε όμως ικανός να την υποστηρίξει, γιατί έλειπε η επιστημονική σοβαρότητα. Οι παρατηρήσεις του υπήρξαν άλλοτε ατελείς, άλλοτε εσφαλμένες και άλλοτε τελείως φανταστικές, γεννήματα της αφέλειάς του ή δολίων προθέσεων. Διατεινόταν ότι είχε ανακαλύψει όλα τα στάδια της εξέλιξης των ζωντανών πλασμάτων από τα μονοκύτταρα μέχρι τον άνθρωπο.
Κάποτε, όμως, αποδείχθηκε ότι οι μονοκύτταροι οργανισμοί του, που τους είχε μάλιστα βαφτίσει «μονήρη» και τοποθετήσει στη βάση της εξέλιξης δεν ήταν παρά ιζήματα ανόργανης ύλης ή κακοπαρατηρημένα πρωτόζωα. Ίσως να μη μπορεί κανείς να αρνηθεί στον Χέκελ την ενθουσιώδη προσφορά του για τη διάδοση της θεωρίας της εξέλιξης. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αν υπήρξε κάποιος υπεύθυνος για τη δυσφήμησή της είναι αυτός!
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΟΥ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Οι κυριότεροι αντίπαλοι της θεωρίας της εξέλιξης παρουσιάστηκαν στις χώρες που τόσο εργάστηκαν για τη διάδοσή της: στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Πολύ ισχυρός αντίπαλός της στη Γερμανία υπήρξε ο Άλμπερτ Βίγκαρτ (1821-1866), που στην πραγματεία του «Ο δαρβινισμός» (Μπράουνσβαϊγκ, 1874-1875) διατύπωσε τη σοβαρότερη και πιο έγκυρη μέχρι σήμερα κριτική της. Την αχίλλειο πτέρνα της ανακάλυψε στο πρόβλημα των αιτιών της επιλογής και των ποικιλιών των ειδών, και εναντίον της κατεύθυνε τα βέλη του.
Στη Γαλλία ο κυριότερος αντίπαλος του δαρβινισμού υπήρξε ο Ζαν Λουί Αρμάν ντε Κατρεφάζ ντε Μπρεό (Jean Louis Armand de Quatrefages de Bréau) (1810-1892). Αυτός υποκαθιστούσε τη θεωρία του Άγγλου φυσιοδίφη με έναν μεταρρυθμισμένο εθνικιστικό λαμαρκισμό, τάση που ακολούθησαν ακόμα οι Εντμόν Περιέ (Edmond Perrier) (1844-1921) και Αλφρέ Ζιράρ (Alfred Girard) (1846-1908), αλλά και τωρινοί ερευνητές.
Αναφέρει π.χ. ότι μερικές από αυτές, ενώ δεν διέφεραν σε τίποτα από τις άλλες, εν τούτοις με διάφορα μέσα, όπως η αηδιαστική γεύση ή οσμή, κατόρθωναν να μη γίνονται λεία των πουλιών που δεν έτρωγαν ούτε τις όμοιές τους που δεν διέθεταν τις αποκρουστικές αυτές ιδιότητες. Επρόκειτο από μέρους των τελευταίων για επιλογή συντροφιάς που τους εξασφάλιζε την επιβίωση.
Πρέπει να σημειώσουμε ακόμα τα ονόματα του Τζόζεφ Ντάλτον Χούκερ (Josef Dalton Hooker) (1817-1911), του Άσα Γκρέυ (Asa Gray) (1810-1888) και προπαντός του μεγάλου θετικιστή φιλοσόφου, του Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer) (1820-1903). Αυτός είχε από το 1852 κιόλας διατυπώσει ένα είδος εξελικτικής θεωρίας, που θύμιζε πολύ Λαμάρκ, υποστηρίζοντας ότι το άτομο είναι αποτέλεσμα προσαρμογής στο περιβάλλον: κατά τη διάρκειά της το άτομο χρησιμοποιεί την προσαρμοστική εμπειρία των γενεών που προηγήθηκαν και που κληρονομεί ως «εμπειρία του είδους». Η εμπειρία αυτή κληρονομείται στους απογόνους του ατόμου εμπλουτισμένη με τη δική του προσωπική εμπειρία.
Στο βιβλίο του Δαρβίνου ο Σπένσερ δεν βρήκε μόνον την επιβεβαίωση των ιδεών του, αλλά και του φιλοσοφικού ρεύματος που ήταν ένθερμος θιασώτης: του θετικισμού που είχε ξεκινήσει από τη Γαλλία με τον Αύγουστο Καντ (1798-1857). Ο Σπένσερ έγινε ένθερμος υποστηρικτής της δαρβινικής θεωρίας που επέκτεινε και ανέπτυξε, μολονότι δεν ήταν βιολόγος, στα έργο του «Αρχές βιολογίας» (Λονδίνο, 1864).
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Τους πιο φανατικούς όμως δαρβινιστές θα συναντήσουμε στη Γερμανία. Πρώτος ο Φριτς Μίλερ (Fritz Müller) (1821-1897) αναζήτησε αποδείξεις και επιχειρήματα υπέρ της εξέλιξης μελετώντας τα οστρακόδερμα. Αυτός υποστήριζε ότι οι μορφές που περνούν τα έμβρυα αντιστοιχούν σε ισάριθμα στάδια της εξελικτικής ιστορίας των ζωντανών οργανισμών.
Την αντίληψη αυτή επανέλαβε ο Ερνστ Χέκελ (Ernst Häckel) (1834-1919), που αποκαλούσαν «ποντίφικα της Ιένας», δίνοντάς της το ηχηρό όνομα «θεμελιώδης βιογενετικός νόμος». Δεν στάθηκε όμως ικανός να την υποστηρίξει, γιατί έλειπε η επιστημονική σοβαρότητα. Οι παρατηρήσεις του υπήρξαν άλλοτε ατελείς, άλλοτε εσφαλμένες και άλλοτε τελείως φανταστικές, γεννήματα της αφέλειάς του ή δολίων προθέσεων. Διατεινόταν ότι είχε ανακαλύψει όλα τα στάδια της εξέλιξης των ζωντανών πλασμάτων από τα μονοκύτταρα μέχρι τον άνθρωπο.
Κάποτε, όμως, αποδείχθηκε ότι οι μονοκύτταροι οργανισμοί του, που τους είχε μάλιστα βαφτίσει «μονήρη» και τοποθετήσει στη βάση της εξέλιξης δεν ήταν παρά ιζήματα ανόργανης ύλης ή κακοπαρατηρημένα πρωτόζωα. Ίσως να μη μπορεί κανείς να αρνηθεί στον Χέκελ την ενθουσιώδη προσφορά του για τη διάδοση της θεωρίας της εξέλιξης. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αν υπήρξε κάποιος υπεύθυνος για τη δυσφήμησή της είναι αυτός!
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΟΥ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Οι κυριότεροι αντίπαλοι της θεωρίας της εξέλιξης παρουσιάστηκαν στις χώρες που τόσο εργάστηκαν για τη διάδοσή της: στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Πολύ ισχυρός αντίπαλός της στη Γερμανία υπήρξε ο Άλμπερτ Βίγκαρτ (1821-1866), που στην πραγματεία του «Ο δαρβινισμός» (Μπράουνσβαϊγκ, 1874-1875) διατύπωσε τη σοβαρότερη και πιο έγκυρη μέχρι σήμερα κριτική της. Την αχίλλειο πτέρνα της ανακάλυψε στο πρόβλημα των αιτιών της επιλογής και των ποικιλιών των ειδών, και εναντίον της κατεύθυνε τα βέλη του.
Στη Γαλλία ο κυριότερος αντίπαλος του δαρβινισμού υπήρξε ο Ζαν Λουί Αρμάν ντε Κατρεφάζ ντε Μπρεό (Jean Louis Armand de Quatrefages de Bréau) (1810-1892). Αυτός υποκαθιστούσε τη θεωρία του Άγγλου φυσιοδίφη με έναν μεταρρυθμισμένο εθνικιστικό λαμαρκισμό, τάση που ακολούθησαν ακόμα οι Εντμόν Περιέ (Edmond Perrier) (1844-1921) και Αλφρέ Ζιράρ (Alfred Girard) (1846-1908), αλλά και τωρινοί ερευνητές.
Στην Ιταλία η εισβολή του δαρβινισμού δεν είχε τον ορμητικό χαρακτήρα που παρουσίασε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επείγοντα πολιτικά προβλήματα συντάρασσαν τη χώρα, και η επιστημονική ενημέρωση ήταν πλημμελής. Πάντως και εκεί δημιουργήθηκε κάποια σχολή, της οποίας ηγείτο ο Φιλίππο ντε Φιλίππι (Filippo de Filippi) (1814-1867), που πρώτος παρουσίασε από έδρας τη νέα επαναστατική θεωρία το 1864 στο Τουρίνο. Τον ακολούθησε ο διάδοχός του Μικέλε Λεσόνα (Michele Lessona) (1823-1894) που άρχισε τη δημοσίευση στην ιταλική των έργων του Δαρβίνου, την οποία συνέχισε κατόπιν ο Τζιοβάνι Κανεστρίνι (Giovanni Canestrini) (1835-1900).
Υπό την επίδραση των βιβλίων αυτών δημιουργήθηκε μια εξελικτική θεωρία και στην Ιταλία με εκπροσώπους τον Πάολο Μαντεγκάτσα (Paolo Mantegazza) (1831-1910), τον Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lambroso) (1835-1909), τον Τζιουζέπε Σέρτζι (Giuseppe Sergi) (1841-1936) και πολλούς άλλους.
Στην κατεύθυνση αυτή αντιτάχθηκε ο νεοϊδεαλισμός του φιλόσοφου Μπενεντέτο Κρότσε (Benedetto Croce) με τον χαρακτηρισμό των επιστημονικών εννοιών ως «ψευδοεννοιών». Σ’ αυτό συνέβαλε ακόμα η μετριότητα, γενικότερα της φιλοσοφίας του ιταλικού θετικισμού και η αδιαφορία των επιστημόνων για τα φιλοσοφικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να γίνεται αισθητή μια διάσταση μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, επιστήμης και ουμανιστικού πολιτισμού.
Στην κατεύθυνση αυτή αντιτάχθηκε ο νεοϊδεαλισμός του φιλόσοφου Μπενεντέτο Κρότσε (Benedetto Croce) με τον χαρακτηρισμό των επιστημονικών εννοιών ως «ψευδοεννοιών». Σ’ αυτό συνέβαλε ακόμα η μετριότητα, γενικότερα της φιλοσοφίας του ιταλικού θετικισμού και η αδιαφορία των επιστημόνων για τα φιλοσοφικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να γίνεται αισθητή μια διάσταση μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, επιστήμης και ουμανιστικού πολιτισμού.
*
Το πρόβλημα της γένεσης και της ανάπτυξης των ζωντανών οργανισμών, όπως είδαμε, απασχολούσε τον σκεπτόμενο άνθρωπο από τον καιρό του Αριστοτέλη. Για τη λύση του διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες, που όλες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, έστω και ύστερα από αιώνες, με την πρόοδο της επιστήμης. Τέτοια ήταν η τύχη π.χ. της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, που έπρεπε να έρθει ο 19ος αιώνας για να καταρριφθούν από τον Βίρχοβ τα τελευταία της οχυρά.
Όσον αφορά, όμως, την ανάπτυξη των οργανισμών, ο Αριστοτέλης πάλι, παρόλο που ήταν, για ορισμένα τουλάχιστον ζωικά είδη, υπέρμαχος της ιδέας της αυτόματης γένεσης, έχει αφήσει καταπληκτικές πράγματι περιγραφές μερικών σταδίων της εμβρυικής ανάπτυξης, που είχε παρατηρήσει στο αυγό της κότας. Ύστερα από 18 και πλέον αιώνες μπορεί να δει κανείς στα έργα του Ακουαπεντέντε, Μαλπίγγι και Σπαλαντσάνι τη μόνιμη παρουσία του εμβρυολογικού προβλήματος. Δεν ήταν δυνατόν να μην έχει και στον τομέα αυτόν ο 19ος αιώνας το δικό του προοδευτικό μήνυμα.
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, οι διαμάχες μεταξύ οπαδών του προσχηματισμού και της επιγένεσης, μεταξύ ωαριστών και σπερματοζωαριστών, κινδύνευσαν να μεταβάλλουν ένα πρόβλημα, που η λύση του είχε μόνη διέξοδο τη σοβαρή παρατήρηση, σε θέμα αφηρημένης πολεμικής. Τότε ακούστηκε η φωνή του σοβαρού επιστήμονα, του Κάσπαρ Φρίντριχ Βολφ (Caspar Friedrich Wolff), να ανακαλεί τους επιστήμονες του καιρού του στο σωστό δρόμο της εργαστηριακής έρευνας. Την πιο εύγλωττη ανταπόκριση στην έκκληση του Βολφ αποτελούν οι εμβρυολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν το 19ο αιώνα.
Ανάμεσα στους εμβρυολόγους του αιώνα αυτού ξεχωρίζει ο Ιταλός Μάουρο Ρουσκόνι (1766-1849). Η ζωή του σοφού αυτού υπήρξε δύσκολη, θα έλεγε κανείς θλιβερή, παρά την προστασία του μεγάλου της εποχής του, του Αντόνιο Σκάρπα. Όταν έχασε κάθε ελπίδα για μια έδρα στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, ο Ρουσκόνι, οπαδός του Κιβιέ από τότε που ήταν στο Παρίσι, αποσύρθηκε στην Καντενάμπια και αφοσιώθηκε με πάθος στις μελέτες του. Τα πορίσματά του δημοσίευσε σε συντομία σε ελάχιστα αντίτυπα, πράγμα που δεν επέτρεπε τη διάδοση που τους άξιζε.
Στη μελέτη του για τον Πρωτέα (Παβία, 1819), αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για προνυμφική μορφή, αλλά για τέλειο ζώο που έχει διατηρήσει τα βράγχια που χαρακτηρίζουν το στάδιο του γυρίνου. Στο έργο του «Περί της ανάπτυξης του βατράχου», που δημοσιεύθηκε γαλλικά (Μιλάνο, 1826), θέτει τις βάσεις της νεώτερης εμβρυολογίας. Στο πολύ ωραία εικονογραφημένο αυτό βιβλίο, πράγμα που ισχύει και για το προηγούμενο έργο του, ο Ρουσκόνι ανακοινώνει μια από τις βασικές ανακαλύψεις στον τομέα της εμβρυολογίας: κατόρθωσε να παρατηρήσει ότι το ωόν (το γονιμοποιημένο ωάριο) υφίσταται αλλεπάλληλες διαιρέσεις σε τμήματα που ο αριθμός τους αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο με λόγο 2 (τα 2 τμήματα γίνονται 4, τα 4 γίνονται 8, τα 8 γίνονται 16 κοκ.). Το φαινόμενο ερμήνευσε ως «εγχείρημα με το οποίο η φύση ετοιμάζει τα στοιχειώδη μόρια των κυριότερων συστημάτων» του μελλοντικού ώριμου ζώου.
Πριν από τη διατύπωση της κυτταρικής θεωρίας, δεν υπάρχει πιο σαφής διατύπωση της σημασίας που έχει η κατάτμηση του ωού. Ο Ρουσκόνι, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Κατόρθωσε να περιγράψει ακόμα με καταπληκτική ακρίβεια τα διαδοχικά στάδια του σχηματισμού του εμβρύου που μπορούσαν να παρατηρηθούν χωρίς τη βοήθεια του μικροσκοπίου, καθώς και διάφορα εμβρυικά όργανα, όπως ο βλαστοπόρος και το ομφαλικό κυστίδιο.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
Η τιμή όμως για τη μεγαλύτερη εμβρυολογική ανακάλυψη του 19ου αιώνα, ίσως και όλων των εποχών, ανήκει στον Εσθονό Καρλ Ερνστ φον Μπερ (Karl Ernst von Bär) (1792-1876). Πρόκειται για την ανακάλυψη του ωαρίου των θηλαστικών που ανακοίνωσε με τη σύντομη πραγματεία του «Περί της προέλευσης του ωού των θηλαστικών και του ανθρώπου», δημοσιευμένη στη Λειψία το 1827. Στο μικρό αυτό έργο ο Μπερ διορθώνει το σφάλμα του Ρενιέ ντε Γκράαφ που είχε θεωρήσει ως ωάριο το ωοθυλάκιο: το ωάριο περιέχεται στο ωοθυλάκιο και είναι πολύ μικρότερό του.
Με την ανακάλυψη αυτή κατέπεσε η παλαιά αντίληψη ότι τα θηλαστικά σε αντίθεση με τα πτηνά, τα ερπετά, τα αμφίβια κλπ, δεν γεννιούνται από αυγό και η εμβρυολογία οδηγήθηκε στο σημερινό της επίπεδο.
Η μεγαλύτερη όμως καινοτομία του Μπερ ήταν η εισαγωγή στην εμβρυολογία των κριτηρίων της συγκριτικής ανατομικής, γεγονός που αποτέλεσε τον προάγγελο ανακαλύψεων που θα ακολουθούσαν ύστερα από πολλές δεκάδες ετών. Με τη μέθοδο αυτή κατόρθωσε πράγματι να ερμηνεύσει σωστά διάφορα εμβρυολογικά φαινόμενα, όπως την παρουσία βραγχιακών σχισμών στα έμβρυα των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών, τις οποίες συνέκρινε με τις αντίστοιχες των ψαριών. Με την ίδια μέθοδο ο Μπερ ανακάλυψε στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του εμβρύου το σχηματισμό των βλαστικών δερμάτων.
Όταν ο Εσθονός σοφός εμβάθυνε τόσο στα προβλήματα της εμβρυολογίας, πίστεψε ότι μπορούσε να διατυπώσει κάποια άποψη που η κακή ερμηνεία της υπήρξε εν μέρει υπεύθυνη για τον «θεμελιώδη βιογενετικό νόμο» του Χέκελ. Ο Μπερ είχε παρατηρήσει ότι τα έμβρυα διαφορετικών ζώων έμοιαζαν σε ορισμένη φάση της ανάπτυξής τους τόσο ώστε εύκολα να συγχέονται μεταξύ τους. Με αφετηρία την παρατήρηση αυτή διατύπωσε την άποψη ότι ακόμα και ζώα τελείως διαφορετικά στο στάδιο της ωριμότητας, όπως είναι μεταξύ τους τα πουλιά, τα ερπετά και τα ψάρια, αν τα παρακολουθήσουμε στην αρχή της ύπαρξής τους, θα φτάσουμε σε κάποιο στάδιο της εμβρυικής τους ανάπτυξης στο οποίο μοιάζουν απόλυτα.
Την άποψη αυτή ενός αντιπάλου μάλιστα της θεωρίας της εξέλιξης, όπως ο Μπερ, πήραν οι οπαδοί της, ειδικά ο Χέκελ, για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι όπως στην ιστορία της εξέλιξης περνούμε από τις κατώτερες μορφές στις ανώτερες, έτσι και στην ανάπτυξη του εμβρύου των ανώτερων ζώων συναντάμε στάδια που δεν είναι παρά μια γρήγορη επανάληψη της εξέλιξης του είδους από τις αρχές του μέχρι την εποχή μας.
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Οι εμβρυολογικές έρευνες του φον Μπερ είχαν γίνει στο έμβρυο της κότας, όπως και οι σχετικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, που βρίσκονται καταχωρημένες στις θαυμάσιες σελίδες του έργου του «Περί ζώων γενέσεως», όπως και οι μελέτες του Ακουαπεντέντε και του Μαλπίγγι. Στην έρευνα του εμβρύου της όρνιθας κατεύθυνε ο φον Μπερ κι έναν από τους μαθητές του τον Χάινριχ Κρίστιαν Πάντερ (Heinrich Christian Pander) (1794-1865), ο οποίος και εκτέλεσε για λογαριασμό του διδασκάλου του τις παρατηρήσεις (αλλά χωρίς να μπορέσει να δώσει ερμηνεία) που εκείνος εξέθεσε στο έργο του «Περί της εμβρυικής ανάπτυξης των ζώων» (Königsberg, 1827-1837).
Έτσι ο Πάντερ που συνέβαλε, χωρίς να το φαντάζεται, στις εμβρυολογικές μελέτες του διδασκάλου του, βέβαιος ότι θα εξακολουθούσε να ζει κάτω από τον ίσκιο του, εγκατέλειψε τη βιολογία για να αφοσιωθεί στη γεωλογία.
ΕΝΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΠΝΕΥΜΑ
Όμως στις σελίδες του έργου του μεγάλου εμβρυολόγου, παράλληλα με τις λαμπρές συλλήψεις και τις μοναδικές ανακαλύψεις, συναντά κανείς και σημεία κατώτερα της επιστημονικής του αξίας και του κύρους του. Πρόκειται για τις σελίδες που εκθέτει απόψεις επηρεασμένες βαθειά από τη λεγόμενη «φιλοσοφία της φύσης» και τις αφηρημένες γενικότητές της. Με τις ιδέες της για τη φύση και τη ζωή ήταν διαποτισμένος ο φον Μπερ, πράγμα που είχε αρνητική επίδραση στις απόπειρες του για γενετικές ερμηνείες των παρατηρήσεών του.
Διαφορετικός ήταν ο δρόμος του διαδόχου του στην έδρα της Königsberg, του Μάρτιν Χάινριχ Ράτκε (1793-1860), που διαδέχθηκε τον Μπερ ,όταν αυτός έφυγε το 1834 για την Πετρούπολη όπου του πρόσφεραν μια πανεπιστημιακή έδρα. Ο Ράτκε ήταν εκείνος που ανακάλυψε τις βραγχιακές σχισμές στα έμβρυα πτηνών και θηλαστικών, ανακάλυψη που ερμηνεύτηκε σωστά και πάλι από τον Μπερ.
Η προσφορά όμως του Ράτκε είναι άλλη. Χωρίς το φορτίο των θεωριών της «φιλοσοφίας της φύσης» του προκατόχου του, σύμφωνα με τις οποίες στη φύση δεν παρατηρείται ποτέ οπισθοδρόμηση, αλλά μόνον πρόοδος με τελικό στόχο το Απόλυτο, που είναι σύνθεση υποκειμένου και αντικειμένου, φαινομένων και πνεύματος, διαπίστωσε περιπτώσεις «παλίνδρομων μεταμορφώσεων». Παρατήρησε έτσι ότι ορισμένα όργανα μικραίνουν και τελικά εξαφανίζονται, λόγω μεταβολών στη ζωή του ζώου. Η εξαφάνιση, πάντα κατά τον Ράτκε, ακολουθείτο από την ανάπτυξη άλλων οργάνων και λειτουργιών, πιο κατάλληλων για τις νέες ανάγκες του ζώου. Το κλασικό παράδειγμα ήταν η εξαφάνιση της ουράς των γυρίνων στους βατράχους και των βραγχίων, που ακολουθείται από τον σχηματισμό πνευμόνων.
Η άποψη αυτή του Ράτκε μπορεί να θεωρηθεί ως διεκδίκηση της αυτονομίας της επιστήμης από κάθε αφηρημένη φιλοσοφική τοποθέτηση και ως επισήμανση του κινδύνου που σήμαιναν για την επιστήμη οι επιδράσεις της «φιλοσοφίας της φύσης». Για να απαλλάξουν την επιστήμη από κάποια ανάλογα δεσμά του μεσαίωνα είχαν αγωνιστεί και θυσιαστεί πάρα πολλοί επιστήμονες και θα ήταν απαράδεκτή η επάνοδος σε μια κατάσταση πραγμάτων που καθόλου δεν θα διέφερε. Αυτή ακριβώς υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά του Ράτκε.
Όσον αφορά, όμως, την ανάπτυξη των οργανισμών, ο Αριστοτέλης πάλι, παρόλο που ήταν, για ορισμένα τουλάχιστον ζωικά είδη, υπέρμαχος της ιδέας της αυτόματης γένεσης, έχει αφήσει καταπληκτικές πράγματι περιγραφές μερικών σταδίων της εμβρυικής ανάπτυξης, που είχε παρατηρήσει στο αυγό της κότας. Ύστερα από 18 και πλέον αιώνες μπορεί να δει κανείς στα έργα του Ακουαπεντέντε, Μαλπίγγι και Σπαλαντσάνι τη μόνιμη παρουσία του εμβρυολογικού προβλήματος. Δεν ήταν δυνατόν να μην έχει και στον τομέα αυτόν ο 19ος αιώνας το δικό του προοδευτικό μήνυμα.
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, οι διαμάχες μεταξύ οπαδών του προσχηματισμού και της επιγένεσης, μεταξύ ωαριστών και σπερματοζωαριστών, κινδύνευσαν να μεταβάλλουν ένα πρόβλημα, που η λύση του είχε μόνη διέξοδο τη σοβαρή παρατήρηση, σε θέμα αφηρημένης πολεμικής. Τότε ακούστηκε η φωνή του σοβαρού επιστήμονα, του Κάσπαρ Φρίντριχ Βολφ (Caspar Friedrich Wolff), να ανακαλεί τους επιστήμονες του καιρού του στο σωστό δρόμο της εργαστηριακής έρευνας. Την πιο εύγλωττη ανταπόκριση στην έκκληση του Βολφ αποτελούν οι εμβρυολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν το 19ο αιώνα.
Ανάμεσα στους εμβρυολόγους του αιώνα αυτού ξεχωρίζει ο Ιταλός Μάουρο Ρουσκόνι (1766-1849). Η ζωή του σοφού αυτού υπήρξε δύσκολη, θα έλεγε κανείς θλιβερή, παρά την προστασία του μεγάλου της εποχής του, του Αντόνιο Σκάρπα. Όταν έχασε κάθε ελπίδα για μια έδρα στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, ο Ρουσκόνι, οπαδός του Κιβιέ από τότε που ήταν στο Παρίσι, αποσύρθηκε στην Καντενάμπια και αφοσιώθηκε με πάθος στις μελέτες του. Τα πορίσματά του δημοσίευσε σε συντομία σε ελάχιστα αντίτυπα, πράγμα που δεν επέτρεπε τη διάδοση που τους άξιζε.
Στη μελέτη του για τον Πρωτέα (Παβία, 1819), αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για προνυμφική μορφή, αλλά για τέλειο ζώο που έχει διατηρήσει τα βράγχια που χαρακτηρίζουν το στάδιο του γυρίνου. Στο έργο του «Περί της ανάπτυξης του βατράχου», που δημοσιεύθηκε γαλλικά (Μιλάνο, 1826), θέτει τις βάσεις της νεώτερης εμβρυολογίας. Στο πολύ ωραία εικονογραφημένο αυτό βιβλίο, πράγμα που ισχύει και για το προηγούμενο έργο του, ο Ρουσκόνι ανακοινώνει μια από τις βασικές ανακαλύψεις στον τομέα της εμβρυολογίας: κατόρθωσε να παρατηρήσει ότι το ωόν (το γονιμοποιημένο ωάριο) υφίσταται αλλεπάλληλες διαιρέσεις σε τμήματα που ο αριθμός τους αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο με λόγο 2 (τα 2 τμήματα γίνονται 4, τα 4 γίνονται 8, τα 8 γίνονται 16 κοκ.). Το φαινόμενο ερμήνευσε ως «εγχείρημα με το οποίο η φύση ετοιμάζει τα στοιχειώδη μόρια των κυριότερων συστημάτων» του μελλοντικού ώριμου ζώου.
Πριν από τη διατύπωση της κυτταρικής θεωρίας, δεν υπάρχει πιο σαφής διατύπωση της σημασίας που έχει η κατάτμηση του ωού. Ο Ρουσκόνι, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Κατόρθωσε να περιγράψει ακόμα με καταπληκτική ακρίβεια τα διαδοχικά στάδια του σχηματισμού του εμβρύου που μπορούσαν να παρατηρηθούν χωρίς τη βοήθεια του μικροσκοπίου, καθώς και διάφορα εμβρυικά όργανα, όπως ο βλαστοπόρος και το ομφαλικό κυστίδιο.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ
Η τιμή όμως για τη μεγαλύτερη εμβρυολογική ανακάλυψη του 19ου αιώνα, ίσως και όλων των εποχών, ανήκει στον Εσθονό Καρλ Ερνστ φον Μπερ (Karl Ernst von Bär) (1792-1876). Πρόκειται για την ανακάλυψη του ωαρίου των θηλαστικών που ανακοίνωσε με τη σύντομη πραγματεία του «Περί της προέλευσης του ωού των θηλαστικών και του ανθρώπου», δημοσιευμένη στη Λειψία το 1827. Στο μικρό αυτό έργο ο Μπερ διορθώνει το σφάλμα του Ρενιέ ντε Γκράαφ που είχε θεωρήσει ως ωάριο το ωοθυλάκιο: το ωάριο περιέχεται στο ωοθυλάκιο και είναι πολύ μικρότερό του.
Με την ανακάλυψη αυτή κατέπεσε η παλαιά αντίληψη ότι τα θηλαστικά σε αντίθεση με τα πτηνά, τα ερπετά, τα αμφίβια κλπ, δεν γεννιούνται από αυγό και η εμβρυολογία οδηγήθηκε στο σημερινό της επίπεδο.
Η μεγαλύτερη όμως καινοτομία του Μπερ ήταν η εισαγωγή στην εμβρυολογία των κριτηρίων της συγκριτικής ανατομικής, γεγονός που αποτέλεσε τον προάγγελο ανακαλύψεων που θα ακολουθούσαν ύστερα από πολλές δεκάδες ετών. Με τη μέθοδο αυτή κατόρθωσε πράγματι να ερμηνεύσει σωστά διάφορα εμβρυολογικά φαινόμενα, όπως την παρουσία βραγχιακών σχισμών στα έμβρυα των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών, τις οποίες συνέκρινε με τις αντίστοιχες των ψαριών. Με την ίδια μέθοδο ο Μπερ ανακάλυψε στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του εμβρύου το σχηματισμό των βλαστικών δερμάτων.
Όταν ο Εσθονός σοφός εμβάθυνε τόσο στα προβλήματα της εμβρυολογίας, πίστεψε ότι μπορούσε να διατυπώσει κάποια άποψη που η κακή ερμηνεία της υπήρξε εν μέρει υπεύθυνη για τον «θεμελιώδη βιογενετικό νόμο» του Χέκελ. Ο Μπερ είχε παρατηρήσει ότι τα έμβρυα διαφορετικών ζώων έμοιαζαν σε ορισμένη φάση της ανάπτυξής τους τόσο ώστε εύκολα να συγχέονται μεταξύ τους. Με αφετηρία την παρατήρηση αυτή διατύπωσε την άποψη ότι ακόμα και ζώα τελείως διαφορετικά στο στάδιο της ωριμότητας, όπως είναι μεταξύ τους τα πουλιά, τα ερπετά και τα ψάρια, αν τα παρακολουθήσουμε στην αρχή της ύπαρξής τους, θα φτάσουμε σε κάποιο στάδιο της εμβρυικής τους ανάπτυξης στο οποίο μοιάζουν απόλυτα.
Την άποψη αυτή ενός αντιπάλου μάλιστα της θεωρίας της εξέλιξης, όπως ο Μπερ, πήραν οι οπαδοί της, ειδικά ο Χέκελ, για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι όπως στην ιστορία της εξέλιξης περνούμε από τις κατώτερες μορφές στις ανώτερες, έτσι και στην ανάπτυξη του εμβρύου των ανώτερων ζώων συναντάμε στάδια που δεν είναι παρά μια γρήγορη επανάληψη της εξέλιξης του είδους από τις αρχές του μέχρι την εποχή μας.
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Οι εμβρυολογικές έρευνες του φον Μπερ είχαν γίνει στο έμβρυο της κότας, όπως και οι σχετικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, που βρίσκονται καταχωρημένες στις θαυμάσιες σελίδες του έργου του «Περί ζώων γενέσεως», όπως και οι μελέτες του Ακουαπεντέντε και του Μαλπίγγι. Στην έρευνα του εμβρύου της όρνιθας κατεύθυνε ο φον Μπερ κι έναν από τους μαθητές του τον Χάινριχ Κρίστιαν Πάντερ (Heinrich Christian Pander) (1794-1865), ο οποίος και εκτέλεσε για λογαριασμό του διδασκάλου του τις παρατηρήσεις (αλλά χωρίς να μπορέσει να δώσει ερμηνεία) που εκείνος εξέθεσε στο έργο του «Περί της εμβρυικής ανάπτυξης των ζώων» (Königsberg, 1827-1837).
Έτσι ο Πάντερ που συνέβαλε, χωρίς να το φαντάζεται, στις εμβρυολογικές μελέτες του διδασκάλου του, βέβαιος ότι θα εξακολουθούσε να ζει κάτω από τον ίσκιο του, εγκατέλειψε τη βιολογία για να αφοσιωθεί στη γεωλογία.
ΕΝΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΠΝΕΥΜΑ
Όμως στις σελίδες του έργου του μεγάλου εμβρυολόγου, παράλληλα με τις λαμπρές συλλήψεις και τις μοναδικές ανακαλύψεις, συναντά κανείς και σημεία κατώτερα της επιστημονικής του αξίας και του κύρους του. Πρόκειται για τις σελίδες που εκθέτει απόψεις επηρεασμένες βαθειά από τη λεγόμενη «φιλοσοφία της φύσης» και τις αφηρημένες γενικότητές της. Με τις ιδέες της για τη φύση και τη ζωή ήταν διαποτισμένος ο φον Μπερ, πράγμα που είχε αρνητική επίδραση στις απόπειρες του για γενετικές ερμηνείες των παρατηρήσεών του.
Διαφορετικός ήταν ο δρόμος του διαδόχου του στην έδρα της Königsberg, του Μάρτιν Χάινριχ Ράτκε (1793-1860), που διαδέχθηκε τον Μπερ ,όταν αυτός έφυγε το 1834 για την Πετρούπολη όπου του πρόσφεραν μια πανεπιστημιακή έδρα. Ο Ράτκε ήταν εκείνος που ανακάλυψε τις βραγχιακές σχισμές στα έμβρυα πτηνών και θηλαστικών, ανακάλυψη που ερμηνεύτηκε σωστά και πάλι από τον Μπερ.
Η προσφορά όμως του Ράτκε είναι άλλη. Χωρίς το φορτίο των θεωριών της «φιλοσοφίας της φύσης» του προκατόχου του, σύμφωνα με τις οποίες στη φύση δεν παρατηρείται ποτέ οπισθοδρόμηση, αλλά μόνον πρόοδος με τελικό στόχο το Απόλυτο, που είναι σύνθεση υποκειμένου και αντικειμένου, φαινομένων και πνεύματος, διαπίστωσε περιπτώσεις «παλίνδρομων μεταμορφώσεων». Παρατήρησε έτσι ότι ορισμένα όργανα μικραίνουν και τελικά εξαφανίζονται, λόγω μεταβολών στη ζωή του ζώου. Η εξαφάνιση, πάντα κατά τον Ράτκε, ακολουθείτο από την ανάπτυξη άλλων οργάνων και λειτουργιών, πιο κατάλληλων για τις νέες ανάγκες του ζώου. Το κλασικό παράδειγμα ήταν η εξαφάνιση της ουράς των γυρίνων στους βατράχους και των βραγχίων, που ακολουθείται από τον σχηματισμό πνευμόνων.
Η άποψη αυτή του Ράτκε μπορεί να θεωρηθεί ως διεκδίκηση της αυτονομίας της επιστήμης από κάθε αφηρημένη φιλοσοφική τοποθέτηση και ως επισήμανση του κινδύνου που σήμαιναν για την επιστήμη οι επιδράσεις της «φιλοσοφίας της φύσης». Για να απαλλάξουν την επιστήμη από κάποια ανάλογα δεσμά του μεσαίωνα είχαν αγωνιστεί και θυσιαστεί πάρα πολλοί επιστήμονες και θα ήταν απαράδεκτή η επάνοδος σε μια κατάσταση πραγμάτων που καθόλου δεν θα διέφερε. Αυτή ακριβώς υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά του Ράτκε.
*
Η θεωρία του Δαρβίνου άσκησε αποφασιστική επίδραση σε όλους τους ιατρικούς κλάδους, συνεπώς και στην εμβρυολογία. Έμεινε όμως να λυθεί το πρόβλημα των αιτιών της εξέλιξης. Ύστερα από την κατάρριψη της θεωρίας του Λαμάρκ, που απέδιδε την εξέλιξη στην επίδραση των μεταβολών του περιβάλλοντος, τα αίτιά της αναζητήθηκαν στα αίτια της φυσικής επιλογής που αποτελούσε τη βάση της δαρβινικής θεωρίας. Έτσι το θέμα μετατίθεται στην αναζήτηση των αιτιών της επιλογής, χάρη στην οποία κατορθώνεται η επιβίωση ορισμένων ατόμων από κάθε είδος, πράγμα που δίνει, κατά τον Δαρβίνο, την κατεύθυνση στο φαινόμενο της εξέλιξης. Και για να έρθουμε σε συγκεκριμένο παράδειγμα: ποιος είναι ο λόγος που μια πεταλούδα που κινδυνεύει να αποτελέσει τροφή των εχθρών της, υφίσταται την επίδραση της επιλογής και εξελίσσεται συγχρόνως έτσι που να αποκτήσει τελικά την εμφάνιση των πεταλούδων που δεν μπορούν να φαγωθούν από τους εχθρούς τους και να εξασφαλίσει την επιβίωσή της μέσα στο εχθρικό περιβάλλον;
ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Η εξελικτική ιστορία των διάφορων ζωικών ομάδων στηρίχθηκε βασικά στα απολιθώματα. Η συμβολή της παλαιοντολογίας υπήρξε βασική για την ίδια τη γένεση της ιδέας της εξέλιξης. Αντίστροφα, η εξελικτική θεωρία με την εισαγωγή της στην παλαιοντολογία, που είχε διαμορφώσει η μεγαλοφυΐα του Κιβιέ, την μετέβαλε σε βιολογική επιστήμη πρώτης τάξης, και σε συνδυασμό με την συγκριτική ανατομική συνετέλεσε σημαντικά στην πρόοδό της. Χάρις ακριβώς στην παλαιοντολογία έχουμε τη μόνη διαθέσιμη αναπαράσταση του μεγάλου μωσαϊκού της ιστορίας της ζωής επάνω στη γη, και για τους εξελικτικούς τη μοναδική δυνατότητα παρακολούθησης της καταγωγής των ζωντανών πλασμάτων που κατοικούν σήμερα στη γη.
Στο γιγάντιο αυτό έργο της παλαιοντολογίας διέθεσαν την ευφυΐα και τον μόχθο τους πολλοί σοφοί του 19ου αιώνα, όπως ο Λούντβιχ Ρυτιμάγιερ (1825-1895), ο Καρλ Άλφρεντ φον Τσίτελ (Karl Alfred von Zittel) (1839-1904) και ο Βλαντιμίρ Κοβαλέφσκι (1843-1883), που συνέλαβε περισσότερο από κάθε άλλον τη σημασία της παλαιοντολογίας, πλαισιωμένης από την έννοια της φυλογονίας.
Αλλά δεν τελειώνουμε με τα ονόματα αυτά, αν δεν αναφέρουμε τον Όθνιελ Τσαρλς Μαρς (Othniel Charles Marsh) (1831-1899), τον πρώτο που αποκατάστησε πλήρως το γενεαλογικό δέντρο του σημερινού αλόγου και τον Λουί Ντολλό (1857-1911), που μελέτησε τους γιγάντιους ιγουανόδοντες του Βελγίου, και έβγαλε τον ομώνυμο νόμο του: «οποιοδήποτε είδος ζωντανού πλάσματος σε ορισμένο στάδιο εξέλιξης, ποτέ δεν επιστρέφει σε στάδιο που είχε περάσει νωρίτερα». Ο Ντολλό είναι επιπλέον ο ιδρυτής της παλαιοντολογικής οικολογίας.
Χάρις στη δραστηριότητα τόσων μεγάλων παλαιοντολόγων, συγκεντρώθηκε τεράστιος όγκος υλικού, ανάμεσα στον οποίον συγκαταλέγονται μοναδικά ευρήματα, όπως το απολίθωμα της «αρχαιοπτέρυγας της λιθογραφικής», που από το 1861 θεωρήθηκε συνδετικός εξελικτικός κρίκος ερπετών και πτηνών.
Μπορεί τώρα να φανταστούμε την αναστάτωση που ακολούθησε η ανακάλυψη στην Ιάβα το 1892 από τον Ολλανδό Ευγένιο Ντυμπουά των απολιθωμάτων αυτού που ονομάστηκε «πιθηκάνθρωπος ο όρθιος», και που θεωρήθηκε από τους αρχαιότερους πρόγονους του ανθρώπου. Η αποστροφή του Χάξλεϊ προς τον Γουίλμπεφορς φαινόταν να επιβεβαιώνεται πολύ πιο σύντομα από ό,τι περίμενε ο φίλος του Δαρβίνου και υπέρμαχος της θεωρίας του.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΑ
Με κάθε νέα παλαιοντολογική ανακάλυψη που προστίθετο στον όγκο των ευρημάτων που είχαν μέχρι τότε συσσωρευτεί, φαινόταν να επιβεβαιώνεται η εξελικτική θεωρία. Ο πίνακας όμως της φυλογονίας εξακολουθούσε να παρουσιάζει κενά αγεφύρωτα. Μερικές βαθμίδες της εξελικτικής κλίμακας φαίνονταν να ακολουθούν αδιάκοπη συνέχεια, όπως έγινε όταν το πτερωτό ερπετό, ο αρχαιοπτέρυξ (archeopteryx), βρήκε θαυμάσια τη θέση της μεταξύ ερπετών και πτηνών.
Καθώς όμως ο φυλογενετικός πίνακας πλουτιζόταν, το πρόβλημα των αρχικών αιτιών γινόταν πιο πιεστικό. Οι υποθέσεις που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τη λύση του συνεχώς πλήθαιναν, αλλά και αντιμάχονταν η μία την άλλα.
Στη διατύπωση των υποθέσεων αυτών έλαβαν μέρος οι νέες σχολές: οι νέο-λαμαρκιστές και οι νέο-δαρβινιστές. Οι πρώτοι, από τους οποίους πρέπει να αναφέρουμε τον Αλφρέ Ζιάρ (1846-1908), τον Εντμόν Περιέ (1844-1921) και τον Γκαστόν Μπουνιέ (1853-1922), στην τάση τους να εθνικοποιήσουν τον δαρβινισμό, είχαν ξαναφέρει στο φως της ημέρας τις ιδέες του Λαμάρκ. Αυτοί ασκούσαν λυσσώδη πολεμική εναντίον των δεύτερων, που είχαν με τη σειρά τους θεωρήσει απαραίτητο να τροποποιήσουν και να εκσυγχρονίσουν τη διδασκαλία του Δαρβίνου.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΑΡΒΙΝΙΣΤΕΣ
Ο νεοδαρβινισμός με ιδρυτή του τον Άουγκουστ Βάισμαν (August Weismann) (1834-1914) αντιτασσόταν στους δαρβινιστές που ακολουθώντας τον Χέκελ ζητούσαν να συνδέσουν λαμαρκισμό και δαρβινισμό, δίνοντας στο περιβάλλον περισσότερη σημασία από την επιλογή. Ο Βάισμαν κατόρθωσε να αποδείξει, πράγμα που αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του, ότι οι ιδιότητες που αποκτά το άτομο υπό την επίδραση του περιβάλλοντος, δηλαδή οι επίκτητες ιδιότητες, δεν κληρονομούνται. Με θαυμαστή υπομονή έκοβε τις ουρές σε μια ομάδα ποντικών επί γενεές, χωρίς να γεννηθεί έστω κι ένας ποντικός κολοβός.
Το πείραμα αυτό, όσο κι αν επικρίθηκε από τους νέο-λαμαρκιστές, μπορεί να μην έδωσε την πλήρη απόδειξη της πλάνης του λαμαρκισμού, αλλά επιβεβαίωσε την άποψη του Βάισμαν ότι ο νέο-λαμαρκισμός δεν είχε να προσφέρει κάτι το θετικό και αναμφισβήτητο.
Στον Βάισμαν όμως οφείλεται και κάτι άλλο σημαντικό: η θεωρία της συνέχειας του «βλαστοπλάσματος» που επιβεβαιώθηκε με τις νεώτερες έρευνες. Κατά τη θεωρία αυτή, τα αναπαραγωγικά κύτταρα ξεχωρίζουν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εμβρύου και αποτελούν μια σειρά «δυνάμει» αθάνατη, που συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Με άλλα λόγια, τα γεννητικά κύτταρα που βρίσκονται κλεισμένα στο σώμα περιέχουν κιόλας μέσα τους τούς χαρακτήρες ενός νέου σώματος. Δεν τα παράγει τα σώμα, που δεν είναι τίποτα άλλο από το όργανο με τη βοήθεια του οποίου εξασφαλίζεται η παραγωγή από ένα αυγό ενός άλλου αυγού. Μέσα στο σώμα το «σπέρμα» βρίσκει για ορισμένο διάστημα προστασία από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, που μπορούν να πλήξουν και να αλλοιώσουν το σώμα όχι όμως και το «σπέρμα». Βασισμένος στις παρατηρήσεις του βοτανικού Καρλ Βίλχελμ Νέγκελι (1817-1891), ο Βάισμαν έκανε τη σκέψη ότι η επιλογή δρα στην επιμιξία δύο διαφορετικών βλαστοπλασμάτων, δύο σειρών κληρονομικών χαρακτήρων που προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Την επιμιξία αυτή ονόμασε «αμφιμιξία», με τον όρο που εξακολουθεί και σήμερα να είναι γνωστή, επικυρωμένη από τις νεώτερες έρευνες.
ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Η εξελικτική ιστορία των διάφορων ζωικών ομάδων στηρίχθηκε βασικά στα απολιθώματα. Η συμβολή της παλαιοντολογίας υπήρξε βασική για την ίδια τη γένεση της ιδέας της εξέλιξης. Αντίστροφα, η εξελικτική θεωρία με την εισαγωγή της στην παλαιοντολογία, που είχε διαμορφώσει η μεγαλοφυΐα του Κιβιέ, την μετέβαλε σε βιολογική επιστήμη πρώτης τάξης, και σε συνδυασμό με την συγκριτική ανατομική συνετέλεσε σημαντικά στην πρόοδό της. Χάρις ακριβώς στην παλαιοντολογία έχουμε τη μόνη διαθέσιμη αναπαράσταση του μεγάλου μωσαϊκού της ιστορίας της ζωής επάνω στη γη, και για τους εξελικτικούς τη μοναδική δυνατότητα παρακολούθησης της καταγωγής των ζωντανών πλασμάτων που κατοικούν σήμερα στη γη.
Στο γιγάντιο αυτό έργο της παλαιοντολογίας διέθεσαν την ευφυΐα και τον μόχθο τους πολλοί σοφοί του 19ου αιώνα, όπως ο Λούντβιχ Ρυτιμάγιερ (1825-1895), ο Καρλ Άλφρεντ φον Τσίτελ (Karl Alfred von Zittel) (1839-1904) και ο Βλαντιμίρ Κοβαλέφσκι (1843-1883), που συνέλαβε περισσότερο από κάθε άλλον τη σημασία της παλαιοντολογίας, πλαισιωμένης από την έννοια της φυλογονίας.
Αλλά δεν τελειώνουμε με τα ονόματα αυτά, αν δεν αναφέρουμε τον Όθνιελ Τσαρλς Μαρς (Othniel Charles Marsh) (1831-1899), τον πρώτο που αποκατάστησε πλήρως το γενεαλογικό δέντρο του σημερινού αλόγου και τον Λουί Ντολλό (1857-1911), που μελέτησε τους γιγάντιους ιγουανόδοντες του Βελγίου, και έβγαλε τον ομώνυμο νόμο του: «οποιοδήποτε είδος ζωντανού πλάσματος σε ορισμένο στάδιο εξέλιξης, ποτέ δεν επιστρέφει σε στάδιο που είχε περάσει νωρίτερα». Ο Ντολλό είναι επιπλέον ο ιδρυτής της παλαιοντολογικής οικολογίας.
Χάρις στη δραστηριότητα τόσων μεγάλων παλαιοντολόγων, συγκεντρώθηκε τεράστιος όγκος υλικού, ανάμεσα στον οποίον συγκαταλέγονται μοναδικά ευρήματα, όπως το απολίθωμα της «αρχαιοπτέρυγας της λιθογραφικής», που από το 1861 θεωρήθηκε συνδετικός εξελικτικός κρίκος ερπετών και πτηνών.
Μπορεί τώρα να φανταστούμε την αναστάτωση που ακολούθησε η ανακάλυψη στην Ιάβα το 1892 από τον Ολλανδό Ευγένιο Ντυμπουά των απολιθωμάτων αυτού που ονομάστηκε «πιθηκάνθρωπος ο όρθιος», και που θεωρήθηκε από τους αρχαιότερους πρόγονους του ανθρώπου. Η αποστροφή του Χάξλεϊ προς τον Γουίλμπεφορς φαινόταν να επιβεβαιώνεται πολύ πιο σύντομα από ό,τι περίμενε ο φίλος του Δαρβίνου και υπέρμαχος της θεωρίας του.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΑ
Με κάθε νέα παλαιοντολογική ανακάλυψη που προστίθετο στον όγκο των ευρημάτων που είχαν μέχρι τότε συσσωρευτεί, φαινόταν να επιβεβαιώνεται η εξελικτική θεωρία. Ο πίνακας όμως της φυλογονίας εξακολουθούσε να παρουσιάζει κενά αγεφύρωτα. Μερικές βαθμίδες της εξελικτικής κλίμακας φαίνονταν να ακολουθούν αδιάκοπη συνέχεια, όπως έγινε όταν το πτερωτό ερπετό, ο αρχαιοπτέρυξ (archeopteryx), βρήκε θαυμάσια τη θέση της μεταξύ ερπετών και πτηνών.
Καθώς όμως ο φυλογενετικός πίνακας πλουτιζόταν, το πρόβλημα των αρχικών αιτιών γινόταν πιο πιεστικό. Οι υποθέσεις που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τη λύση του συνεχώς πλήθαιναν, αλλά και αντιμάχονταν η μία την άλλα.
Στη διατύπωση των υποθέσεων αυτών έλαβαν μέρος οι νέες σχολές: οι νέο-λαμαρκιστές και οι νέο-δαρβινιστές. Οι πρώτοι, από τους οποίους πρέπει να αναφέρουμε τον Αλφρέ Ζιάρ (1846-1908), τον Εντμόν Περιέ (1844-1921) και τον Γκαστόν Μπουνιέ (1853-1922), στην τάση τους να εθνικοποιήσουν τον δαρβινισμό, είχαν ξαναφέρει στο φως της ημέρας τις ιδέες του Λαμάρκ. Αυτοί ασκούσαν λυσσώδη πολεμική εναντίον των δεύτερων, που είχαν με τη σειρά τους θεωρήσει απαραίτητο να τροποποιήσουν και να εκσυγχρονίσουν τη διδασκαλία του Δαρβίνου.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΑΡΒΙΝΙΣΤΕΣ
Ο νεοδαρβινισμός με ιδρυτή του τον Άουγκουστ Βάισμαν (August Weismann) (1834-1914) αντιτασσόταν στους δαρβινιστές που ακολουθώντας τον Χέκελ ζητούσαν να συνδέσουν λαμαρκισμό και δαρβινισμό, δίνοντας στο περιβάλλον περισσότερη σημασία από την επιλογή. Ο Βάισμαν κατόρθωσε να αποδείξει, πράγμα που αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του, ότι οι ιδιότητες που αποκτά το άτομο υπό την επίδραση του περιβάλλοντος, δηλαδή οι επίκτητες ιδιότητες, δεν κληρονομούνται. Με θαυμαστή υπομονή έκοβε τις ουρές σε μια ομάδα ποντικών επί γενεές, χωρίς να γεννηθεί έστω κι ένας ποντικός κολοβός.
Το πείραμα αυτό, όσο κι αν επικρίθηκε από τους νέο-λαμαρκιστές, μπορεί να μην έδωσε την πλήρη απόδειξη της πλάνης του λαμαρκισμού, αλλά επιβεβαίωσε την άποψη του Βάισμαν ότι ο νέο-λαμαρκισμός δεν είχε να προσφέρει κάτι το θετικό και αναμφισβήτητο.
Στον Βάισμαν όμως οφείλεται και κάτι άλλο σημαντικό: η θεωρία της συνέχειας του «βλαστοπλάσματος» που επιβεβαιώθηκε με τις νεώτερες έρευνες. Κατά τη θεωρία αυτή, τα αναπαραγωγικά κύτταρα ξεχωρίζουν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εμβρύου και αποτελούν μια σειρά «δυνάμει» αθάνατη, που συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Με άλλα λόγια, τα γεννητικά κύτταρα που βρίσκονται κλεισμένα στο σώμα περιέχουν κιόλας μέσα τους τούς χαρακτήρες ενός νέου σώματος. Δεν τα παράγει τα σώμα, που δεν είναι τίποτα άλλο από το όργανο με τη βοήθεια του οποίου εξασφαλίζεται η παραγωγή από ένα αυγό ενός άλλου αυγού. Μέσα στο σώμα το «σπέρμα» βρίσκει για ορισμένο διάστημα προστασία από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, που μπορούν να πλήξουν και να αλλοιώσουν το σώμα όχι όμως και το «σπέρμα». Βασισμένος στις παρατηρήσεις του βοτανικού Καρλ Βίλχελμ Νέγκελι (1817-1891), ο Βάισμαν έκανε τη σκέψη ότι η επιλογή δρα στην επιμιξία δύο διαφορετικών βλαστοπλασμάτων, δύο σειρών κληρονομικών χαρακτήρων που προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Την επιμιξία αυτή ονόμασε «αμφιμιξία», με τον όρο που εξακολουθεί και σήμερα να είναι γνωστή, επικυρωμένη από τις νεώτερες έρευνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου