24/8/09

Η κάλυψη του χάσματος [86]

Η χρήση του μικροσκοπίου σαν όργανο έρευνας και η εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου, έστω κι αν αυτό γινόταν από διαφορετικές σκοπιές (ιατρομηχανικοί-ιατροχημικοί) τον 17ο αιώνα, ώθησε την ιατρική προοδευτικά προς την καθαρή έρευνα, απομακρύνοντάς την από το προσκέφαλο του ασθενούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ατέλεια των τότε οπτικών οργάνων, που οδηγούσε σε όχι λίγα σφάλματα παρατήρησης και ερμηνείες λανθασμένες δικαιολογούν κάπως εκείνους που ακολουθώντας τη γραμμή του Σύντενχαμ, κατηγορούσαν τους ερευνητές ότι έπαψαν να είναι γιατροί. Πλειοδοτούσαν μάλιστα λέγοντας ότι για την πραγματική ιατρική που βασικό της καθήκον είναι η θεραπεία του ασθενούς, τα αμφίβολα ευρήματα του μικροσκοπίου ήταν άχρηστα!
Ο Σμπαράλια, στην πολεμική του με τον Μαλπίγγι, έφτανε να υποστηρίζει ότι το μικροσκόπιο δεν είναι απλώς άχρηστο, αλλά και επικίνδυνο λόγω την πλανών στις οποίες μπορεί να οδηγήσει. Πρόκειται φυσικά για μια υπερβολή, που περιείχε, όμως, κάποιο στοιχείο αλήθειας. Βέβαια, τα σφάλματα του Μαλπίγγι δεν υπήρξαν πολλά: αν νόμισε ότι είδε στον φλοιό του εγκεφάλου αδένες, αυτό δεν υπήρξε τόσο σφάλμα του μικροσκοπικού του παρασκευάσματος όσο το αποτέλεσμα της προκατειλημμένης ερμηνείας του: οι αδένες, ή για την ακρίβεια η προβολή μερικών τεχνητών ευρημάτων που εκείνος ερμήνευε ως αδένες, ήταν δικό του δημιούργημα. Αν όμως συνέβαιναν με τον Μαλπίγγι αυτά τα πράγματα, μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα γινόταν με λιγότερο ευφυείς και ευσυνείδητους μικροσκοπιστές!
Οι επιφυλάξεις του Σμπαράλια εξακολουθούσαν να ισχύουν και στον 19ο αιώνα. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί η στάση του μεγάλου Μπισά που απέκρουε επιδεικτικά τη χρήση του μικροσκοπίου.
Μεγάλη όμως ήταν η διάσταση που είχε κληρονομήσει κυρίως ο 17ος αιώνας στους αιώνες που ακολούθησαν, μεταξύ της παραδοσιακής, της ιπποκρατικής ιατρικής και της επιστημονικής έρευνας. Η διάσταση αυτή γίνεται τον 18ο αιώνα μεγαλύτερη: τι σχέση μπορεί να υπάρξει μεταξύ του γιατρού που αγρυπνά στο προσκέφαλο του αρρώστου και ενός γιατρού όπως ο Λάζαρος Σπαλαντσάνι.

Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Από τη διάσταση αυτή πάντως, δεν είχαν προκύψει μόνο ζημιές. Από εδώ γεννήθηκαν η βιολογία, η φυσιολογία, η συγκριτική ανατομική, κλάδοι που ο υψηλός βαθμός της εξειδίκευσής τους είχε οδηγήσει σε βασικής σημασίας ανακαλύψεις για την ιατρική. Έλειπε όμως ο κοινός παρονομαστής για να βρουν οι κλάδοι αυτοί τη θέση τους σε ένα ενιαίο σύνολο με τον κορμό από τον οποίο είχαν απομακρυνθεί, ένα σύνολο βέβαια πολύ πιο πολυσύνθετο από το Ιπποκρατικό Σώμα ή το έργο του Γαληνού.
Ο κοινός αυτός παρονομαστής ήταν το κύτταρο, γύρω από το οποίο συσφίγγονται και πάλι οι σχέσεις της ιστολογίας, της βιολογίας, της φυσιολογίας και της παθολογίας, που είχαν επωφεληθεί από τις προόδους της χημείας και της φυσικής, δίνοντας έτσι στην ιατρική τη σύγχρονη μορφή της.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ
Η συμφιλίωση πάντως δεν πραγματοποιήθηκε αυτόματα. Στα πρώτα της μάλιστα βήματα η πολεμική οξύνθηκε: η αντίθεση μεταξύ των δύο γνωστών από το 17ο αιώνα θέσεων, της βιταλιστικής και της μηχανιστικής, έφτασε στην κρίσιμη φάση της.
Το πεδίο της βιοχημείας, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν ο χώρος που τα δύο ρεύματα αντιμετωπίστηκαν αποφασιστικά. Επρόκειτο για τις ουσίες που παράγονται από τα ζώα και τα φυτά κατά τη διάρκεια των διαφόρων λειτουργιών της ζωής.
Το πρόβλημα υπήρχε ήδη για τους ερευνητές όπως ο Λαβουαζιέ και ο Σπαλαντσάνι, που είχαν διαπιστώσει ότι ορισμένα φυσιολογικά φαινόμενα, όπως η αναπνοή και η πέψη, είναι χημικές διεργασίες. Το δρόμο της χημικής ερμηνείας ακολούθησαν οι φυσιολόγοι του 19ου αιώνα, αφού πρώτα διαπίστωσαν ότι μερικά ζωικά προϊόντα δεν είναι τίποτε άλλο από χημικές ενώσεις (κιτρικό οξύ, ουρία, γαλακτικό οξύ) ή ενώσεις τους. Η ερμηνεία που έδωσε εκπροσωπώντας τους ο Γιένς Γιάκομπ Μπερζέλιους (Jöns Jacob Berzelius) (1779-1848), ήταν σαφώς αντιβιταλιστική.
Η βιταλιστική άποψη ήταν ότι οι ουσίες που αποτελούν το σώμα των ζωντανών πλασμάτων ή που παράγονται από αυτά, διαφέρουν από τις ουσίες που υπάρχουν στον ανόργανο κόσμο ή από εκείνες που μπορεί ο χημικός να παρασκευάσει στο εργαστήριό του. Πρέπει συνεπώς να παρεμβαίνει κάποια «ζωική δύναμη» για τη σύνθεση των οργανικών αυτών ουσιών.
Στη θέση αυτή ο Μπερζέλιους απαντούσε ότι η καταφυγή σε «ζωικές δυνάμεις» αποτελούσε απόπειρα δογματικής εξήγησης μιας άγνωστης χημικής διεργασίας. Η ετικέτα «ζωικές δυνάμεις» δεν άξιζε περισσότερο από την επιγραφή των παλαιών χαρτογράφων στις ανεξερεύνητες περιοχές της Αφρικής: «εδώ υπάρχουν οι λέοντες». Αυτοί πάντως, όπως και να είχαν τα πράγματα, γνώριζαν τουλάχιστον τους λέοντες, που οπωσδήποτε υπήρχαν στις ανεξερεύνητες περιοχές, ενώ τις «ζωικές δυνάμεις» κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ύπαρξή τους.

ΕΝΑΣ ΤΟΛΜΗΡΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Το πρόβλημα ήταν τώρα ποιος θα εισδύσει στα εδάφη που «υπήρχαν οι λέοντες» για να τα εξερευνήσει. Το θάρρος για τη μεγάλη επιχείρηση απέδειξε πως είχε ο Φρίντριχ Βέλερ (Friedrich Wöhler), μαθητής του Μπερζέλιους.
Ο Βέλερ γεννήθηκε το 1800 στο Έσερχαϊμ, κοντά στη Φραγκφούρτη, και σπούδασε διαδοχικά στο Μάρμπουργκ και στη Χαϊδελβέργη, όπου πήρε το διδακτορικό τίτλο. Προς τη χημεία στράφηκε υπό την καθοδήγηση του Λέοπολντ Γκμέλιν (Leopold Gmelin) (1788-1853), καθηγητή της ιατρικής και της χημείας στη Χαϊδελβέργη. Αυτός του γνώρισε προφανώς τις θεωρίες του Μπερζέλιους, του οποίου ήταν σκληρός αντίπαλος. Ο νεαρός επιστήμονας ένιωσε να ελκύεται αμέσως από τη σκέψη του αντιπάλου του διδασκάλου του και το 1823 πήγε στη Στοκχόλμη, όπου ο Μπερζέλιους ήταν καθηγητής της χημείας στο Καρολίνειο Ίδρυμα και άρχισε να εργάζεται κάτω από την καθοδήγησή του.
Ο Βέλερ γυρίζοντας στη Γερμανία πήρε πρώτα μια μέτρια θέση: καθηγητής της χημείας στην Εμπορική Σχολή του Βερολίνου. Εκεί δίδαξε 11 χρόνια, ως το 1836, που κλήθηκε να αναλάβει την έδρα της χημείας στο πανεπιστήμιο του Γκαίτινγκεν, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του το 1882.

Ο ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΙΣ «ΖΩΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ»
Ο Βέλερ που διαθέτει τίτλους μοναδικούς στην ιστορία της χημείας, υπήρξε επίσης ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα στην ιστορία της ιατρικής, χάρη σε μια χημική του επιτυχία, την ανυπολόγιστη σημασία της οποίας δεν είχε συλλάβει προφανώς ούτε ο ίδιος. Επρόκειτο για τη σύνθεση μιας οργανικής ουσίας, της ουρίας, από μια ανόργανη, το κυανιούχο αμμώνιο. Θέρμανε πράγματι την ουσία αυτή σε υψηλή θερμοκρασία και κατάπληκτος την είδε να μεταβάλλεται σε ζωικό προϊόν, σε ουρία.
Όταν το 1828 ανακοίνωσε τα πειράματά του στον επιστημονικό κόσμο, το τελευταίο οχυρό του βιταλισμού έπεφτε: είχε δημιουργηθεί οργανική ουσία χωρίς να μεσολαβήσει ζωντανός οργανισμός. Ο ισχυρισμός του Μπερζέλιους ότι η προσφυγή στις «ζωικές δυνάμεις» σήμαινε ομολογία της άγνοιάς μας, δεν μπορούσε να βρει πιο λαμπρή επιβεβαίωση.
Η ανακάλυψη όμως του Βέλερ σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από την ήττα του βιταλισμού. Ήταν η πρώτη πράξη της συμφιλίωσης μεταξύ επιστημονικής έρευνας και ιπποκρατικής ιατρικής που βρίσκονταν σε τέτοια διάσταση από το 17ο αιώνα: αποδείκνυε όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά και την ανάγκη της συνεργασίας χημείας και βιολογίας.

ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Ένας μεγάλος συνεργάτης του Βέλερ, παρά το γεγονός ότι ορισμένες αντιλήψεις του ήταν στενές, υπήρξε ο Γιούστους φον Λήμπιχ (Justus von Liebig) (1803-1873). Τον συναντάμε στην Χαϊδελβέργη, τον καιρό που στο πανεπιστήμιό της δίδασκε ο Βέλερ, να ασχολείται με το λάδι του πικραμύγδαλου και να ανακαλύπτει μαζί του το βενζόλιο.
Ο Λήμπιχ τελειοποίησε με επιτυχία τις πρωτόγονες ακόμα τότε μεθόδους της αναλυτικής χημείας και ανάγαγε τα συστατικά της ζωντανής ύλης στις τρεις ομάδες: λευκώματα, λίπη, υδατάνθρακες. Κατέρριψε επιπλέον την αντίληψη ότι η ζωική θερμότητα είναι συμφυής με την έννοια του ζώου, αποδεικνύοντας ότι είναι αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης καύσης. Ο ενθουσιασμός του όμως τον παρέσυρε σε μια άκριτη πολεμική εναντίον σε κάθε τι που θύμιζε βιταλισμό, πράγμα που τον έφερε αντιμέτωπο με τον Παστέρ, που υποστήριζε ότι τα φαινόμενα της ζύμωσης συνδέονται με τα φαινόμενα της ζωής.
Παρά, όμως, την υπερβολική του πίστη στα χημικά φαινόμενα και παρά την τάση του να δώσει μια ερμηνεία της φύσης και των φαινομένων της ζωής, εμπνεόμενη από τη «φιλοσοφία της φύσης», της οποίας υπήρξε πιστός οπαδός, όπως αποκαλύπτεται στις περίφημες «Χημικές επιστολές» του (Χαϊδελβέργη, 1844), ο Λήμπιχ υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της επιστήμης του 19ου αιώνα.Το γεγονός ότι οι γενικές ιδέες του έρχονται σε αντίθεση με τη φρόνηση και την ευφυΐα του, επέσυρε την αυστηρή κριτική του Γιάκομπ Μόλεσχοτ (Jacob Moleschott) (1822-1893), καθηγητή της φυσιολογίας πρώτα στη Χαϊδελβέργη και στη συνέχεια στο Τορίνο και τη Ρώμη και τολμηρού υλιστή. Παρόλα αυτά ο Λήμπιχ με τον Βέλερ οροθετούν την αρχή της στενής συνεργασίας χημείας και βιολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: