Η ανάγκη για ταξινόμηση όχι μόνο των ζώων, αλλά και των φυτών είχε γίνει, όπως είδαμε ήδη, αισθητή από την αρχαιότητα. Η αριστοτελική σχολή, με κύριους εκπροσώπους το Θεόφραστο και αργότερα το Διοσκουρίδη, είχε εκτελέσει μεγάλο όγκο εργασίας προς την κατεύθυνση αυτή και είχε καταστρώσει ένα διάγραμμα ταξινόμησης που ικανοποιούσε απόλυτα τις απαιτήσεις της εποχής εκείνης. Έπρεπε να συγκεντρωθούν νέα δεδομένα για να επισημανθούν τα λάθη της ταξινόμησης αυτής και να γίνουν αντιληπτά τα όριά της.
Ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ
Ήταν ο πρώτος διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής και ένας από τους πιο σημαντικούς επιστημονικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Και σήμερα ακόμα το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι τόσο για την πρωτοτυπία του, αλλά γιατί δεν έχει διασωθεί κανένα έργο του Αριστοτέλη που να αναφέρεται στη βοτανική. Έτσι τα βιβλία του Θεόφραστου «Περί φυτών ιστορίες» και «Περί φυτών αιτιών» αποτελούν την αρχαιότερη πηγή πληροφοριών για τις βοτανικές γνώσεις της αρχαιότητας και σημαντικό τεκμήριο της εφαρμογής της αριστοτελικής μεθόδου στη μελέτη του φυσικού κόσμου.
Δυστυχώς όμως ο Θεόφραστος κληρονόμησε από το διδάσκαλό του μόνο τη μέθοδο, δηλαδή κυρίως τον τρόπο της ταξινόμησης των δεδομένων. Του λείπει η πλατειά κι οργανωτική σύλληψη που χαρίζει στο ζωολογικό σύστημα του Αριστοτέλη, όσο κι αν είναι εσφαλμένο, εκείνη την ιδιαίτερη δύναμη και σαφήνεια που το χαρακτηρίζει. Δεν απουσιάζει φυσικά τελείως η οξύτητα της παρατήρησης, λείπει όμως το βαθύτερο κριτικό πνεύμα με το οποίο ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα φαινόμενα της φύσης. Έτσι το έργο του Θεόφραστου δε διαφέρει σε πολλά σημεία από απλό κατάλογο, στον οποίον αναφέρονται οι ιδιότητες, οι θεραπευτικές ικανότητες, όταν υπάρχουν, ο τρόπος της συλλογής, της συντήρησης, της πώλησης και η μέθοδος της εξαγωγής των δραστικών ουσιών κάθε φυτού.
Στην περιγραφή αυτή συναντά κανείς πολλές φορές ανάμικτα, αντικειμενικές παρατηρήσεις και παράλογους μύθους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το βιβλίο είναι αδύνατο να κόψεις ελλέβορο αν δεν έχεις φάει προηγουμένως σκόρδο μουσκεμένο στο κρασί!
Η παρουσία όμως ανοησιών τέτοιου είδους, που προέρχονται από μύθους και προλήψεις των σκοτεινών χρόνων της ιστορίας του ανθρώπου, έχει κι αυτή την αξία της για το μελετητή. Όταν άνθρωπος σαν το Θεόφραστο, που υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και διέθετε τόσο πλατειά μόρφωση (ιστορικός της φιλοσοφίας, ηθογράφος, φυσιοδίφης και ρήτορας), δέχεται τέτοια πράγματα, μπορεί να φανταστεί κανείς τη δύναμη που διέθεταν οι μύθοι του αρχαίου κόσμου.
Υπάρχει όμως στο έργο του Θεόφραστου και μια όψη πιο θετική. Πρώτον, υπάρχει η προσπάθεια της ταξινόμησης που στηρίζεται στο χαρακτήρα των φυτών που τα διέκρινε σε δέντρα, θάμνους και χόρτα. Υπάρχει ακόμα η διάκριση ορισμένων φυτικών ομάδων που εξακολουθεί πάντοτε να ισχύει (αγρωστώδη, χεδρωπά, κωνοφόρα, φοινικοειδή) και η προσπάθεια της δημιουργίας ενός επιστημονικού βοτανικού λεξικού με την ακριβή ονοματολογία των φυτών. Ο Θεόφραστος είναι ο πρώτος που ανακάλυψε τη βασική σημασία του φλοιού για τη ζωή του φυτού, με την παρατήρησή του ότι υπερβολική αποφλοίωση του κορμού ισοδυναμεί με θανάτωση του φυτού.
Ο Θεόφραστος παραδέχεται φυσικά για πολλά φυτά την αυτόματη γένεση, με τη διατύπωση που της έδινε ο διδάσκαλός του. Έχει κάνει όμως και σπουδαίες παρατηρήσεις σχετικά με τη γένεση φυτών από τη βλάστηση μιας ρίζας, ενός κλαδιού, που προέρχεται από ώριμο φυτό, ή μιας απλής παρασχίδας (σκλήθρας) ξύλου. Δεν μπόρεσε πάντως να συλλάβει την ύπαρξη φύλου στα φυτά, εκτός από τις χουρμαδιές. Αλλά αυτό αποτελούσε παλιά παρατήρηση των λαών - Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων - που είχαν τις χουρμαδιές στον τόπο τους και εκμεταλλεύονταν κατάλληλα το φαινόμενο. Ο Θεόφραστος κάνει βέβαια λόγο για «αρσενικά» και «θηλυκά» φυτά. Αλλά η έννοια που δίνει στους όρους αυτούς, δε διαφέρει από αυτή που επικρατούσε στο Μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία το φύλο των φυτών ήταν ή καθαρή επινόηση, όπως στην περίπτωση του μανδραγόρα, ή θεωρούνταν φυτά διαφορετικού είδους ως αρσενική και θηλυκή μορφή του ίδιου φυτού.
Στο έργο του Θεόφραστου υπάρχουν ακόμα παρατηρήσεις που αναφέρονται στις διαφορές ανάμεσα στα μονοκοτυλήδονα και στα δικοτυλήδονα φυτά. Παρόλο όμως που ανακατεύονται με σφάλματα και προλήψεις, δεν παύουν να κάνουν το έργο αυτό, όσο κι αν τα όριά του είναι περιορισμένα, πηγή πολύτιμων πληροφοριών για το επίπεδο των βοτανολογικών γνώσεων του αρχαίου κόσμου.
Ο ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Πολύ πιο σπουδαίο ρόλο στην Ιστορία των επιστημών έπαιξε ο Πεδάκιος Διοσκουρίδης, όχι τόσο για το μεγαλύτερο πλούτο των γνώσεών του, όσο για την επίδραση που άσκησε στους μεταγενέστερους. Γεννημένος στα Ανάζαβρα της Κιλικίας, ο Διοσκουρίδης άκμασε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Σύγχρονός του στο ρωμαϊκό κόσμο ήταν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, που, όπως παρατηρείται, όφειλε όλες τις φαρμακολογικές και βοτανικές γνώσεις του στο έργο του Διοσκουρίδη «Περί ύλης ιατρικής».
Το έργο αυτό είναι μια μεγάλη πραγματεία φαρμακολογίας, όπου περιγράφονται όχι μόνον πραγματικά, αλλά και φανταστικά φυτά, παρμένα από τους μύθους, με όλες τις γνώσεις σχετικά με τη συλλογή τους και την παρασκευή των φαρμάκων. Εκτός από τα φυτά περιγράφονται και ζώα, όσα βέβαια μπορούσαν να προσφέρουν ουσίες με φαρμακευτική ενέργεια, πραγματική ή φανταστική. Ένα από αυτά ήταν ο κάστορας, που το σπέρμα του αποτελούσε για αιώνες το βασικό συστατικό αλοιφών, που θεωρούνταν θαυματουργές: αυτές ήταν τα περίφημα «καστόρια».
Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς στο έργο του Διοσκουρίδη μια προσπάθεια ταξινόμησης που να υπερβαίνει τα όρια εκείνης του Θεόφραστου. Παρόλα αυτά ο Διοσκουρίδης είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιατρική του Μεσαίωνα και δυο τουλάχιστον ακόμα αιώνων, χάρη στη μεσολάβηση του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Αυτός, αντιγράφοντας μέχρι ένα σημείο το Διοσκουρίδη στη «Φυσική Ιστορία» του, που για το Μεσαίωνα και τους δυο επόμενους αιώνες αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιατρική εγκυκλοπαίδεια, επέδρασε σταθερά στη διαμόρφωση των αντιλήψεων της μεσαιωνικής, αλλά και της μεταγενέστερης επιστήμης. Έτσι, βλέπουμε ακόμα και το Λεονιτσένο (που με τόσο σαρκασμό υποβάλλει το κείμενο του Πλινίου σε σκληρή κριτική, λησμονώντας συγχρόνως να αναφέρει τη σημαντική συμβολή των Αράβων στον τομέα της φαρμακολογίας) να υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στο έργο του Διοσκουρίδη.
Ας μη λησμονήσουμε ακόμα ότι σε πλήρη 16ο αιώνα, ο Πιέτρο Ματτιόλι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του στην ερμηνεία και το σχολιασμό του έργου του Διοσκουρίδη, παρά τις αξιόλογες προσωπικές παρατηρήσεις που παρενέβαλε και τις διορθώσεις που επιχείρησε.
Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Στη διάρκεια όμως του 16ου αιώνα έχουμε πολλές προσπάθειες για ανανέωση των βοτανικών μελετών, καθώς και απόπειρες για μια πιο οριστική ταξινόμηση των φυτών. Η ανακάλυψη νέων χωρών με τα δικά τους, μέχρι τότε άγνωστα, ζώα και φυτά αποδείκνυε την ανεπάρκεια της αρχαίας ταξινόμησης. Το ανανεωμένο πνεύμα της παρατήρησης ανακάλυπτε τα λάθη και τα κενά της, τοποθετώντας τις βάσεις των βοτανικών και ζωολογικών μελετών. Αυτό ακριβώς υπήρξε το έργο ατόμων όπως ο Μπρούνφελς, ο Μπόνι, ο Νταλσάν, ο Μπωέν, ο Αλπίνο και κυρίως ο Τσεζαλπίνο, που ο ίδιος ο Λινναίος αναγνώριζε ως τον πιο μεγαλοφυή πρόδρομό του.
Στον 17ο κυρίως αιώνα είναι που διακρίνει κανείς μια θεμελιώδη ανανέωση τόσο στον τρόπο της παρατήρησης, όσο και στη μέθοδο της ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος που θα επιτρέψει στο Λινναίο να διατυπώσει το ταξινομικό του σύστημα.
Ο Φεντερίκο Τσέζι, ιδρυτής της Ακαδημίας των Λίντσι, είχε κιόλας επιχειρήσει να παρουσιάσει μια νέα ταξινόμηση, δημοσιεύοντας 20 πίνακες ως παράρτημα του έργου του «Μεξικάνικος θησαυρός». Και είναι πράγματι λυπηρό που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για ένα «Θέατρο ολόκληρης της φύσης», όπου οι πίνακες θα αποτελούσαν ένα μικρό μόνο τμήμα, περιέχοντας ό,τι ουσιώδες είχε παρατηρηθεί από τη μορφολογία και τη φυσιολογία των φυτών, ό,τι δηλαδή θα αποτελούσε τη βάση μιας σύγχρονης ταξινόμησης.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Τσέζι είχε ανακαλύψει, 50 ολόκληρα χρόνια πριν από τον Καμεράριους, το φύλο των φυτών κι είχε συλλάβει ένα σύστημα ταξινόμησης, εμπνεόμενο από ό,τι σήμερα ονομάζουμε «φυσικό σύστημα».
Παρόλο όμως που πρέπει να θεωρούμε τον Τσέζι, ως τον σημαντικότερο πρόδρομο του Λινναίου, ο τελευταίος επηρεάστηκε αρκετά και από τον Γιόαχιμ Γιούνγκ. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στη Λυβέκκη το 1657, δε δημοσίευσε κανένα από τα νεωτεριστικά, σε πολλά σημεία, έργα του, όσο ζούσε, από το φόβο των θεολόγων. Αυτοί τον είχαν ήδη κατηγορήσει ότι υποστήριζε πως το Πνεύμα το Άγιο αγνοούσε την ελληνική γλώσσα, επειδή ο Γιούνγκ διαμαρτυρόταν για τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση των Ο'), που τη θεωρούσε πολύ κατώτερη από τη γλώσσα των κλασικών κειμένων! Παρόλα αυτά, χάρη στην ανακάλυψη νέων οικογενειών φυτών, τη χρησιμοποίηση των ανθέων ως χαρακτηριστικού ταξινόμησης και την εισαγωγή μιας ολόκληρης σειράς νέων επιστημονικών όρων, τα έργα του «Μικρές φυσικές δοξοσκοπίες» και «Φυτοσκοπική εισαγωγή» άσκησαν αποφασιστική επίδραση στους μεταγενέστερους βοτανολόγους.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Υπήρξαν κυρίως ο Τζον Ρέι (1627-1705) και ο φίλος και συνάδελφός του Φράνσις Ουιλλόμπι (1653-1675), που κατεύθυναν αποφασιστικά τις βοτανικές έρευνες σε σύγχρονους δρόμους. Οι δυο φίλοι - ο πρώτος μάλιστα ήταν και παιδαγωγός των παιδιών του δεύτερου - μοίρασαν τα ενδιαφέροντά τους: ο Ρέι ασχολήθηκε με τη βοτανική, αφήνοντας στον Ουιλλόμπι τη ζωολογία. Ο τελευταίος πεθαίνοντας πρόωρα άφησε κάποιο κληροδότημα στο Ρέι, που με τη σειρά του επιμελήθηκε την εκτύπωση των έργων του φίλου του: της «Ορνιθολογίας» (Λονδίνο, 1676) σε τρία βιβλία, της «Περιγραφής των ιχθύων» (Οξφόρδη, 1686) σε τέσσερα βιβλία και της «Περιγραφής των εντόμων» (Λονδίνο, 1710, μετά το θάνατο του Ρέι, που όμως είχε ετοιμάσει το βιβλίο για εκτύπωση).
Εδώ μας ενδιαφέρει το έργο του Ρέι που τα βιβλία του «Νέα μέθοδος των φυτών» (Λονδίνο, 1682) και «Περιγραφή των φυτών» (Λονδίνο, μεταξύ 1686-1704) αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη συμβολή στην εξέλιξη της βοτανικής πριν το Λινναίο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον όγκο του υλικού που συγκέντρωσε ο Ρέι, ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε και με την τοπική χλωρίδα του Κέμπριτζ και των βρετανικών νησιών. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα των θεμελιωδών αντιλήψεων του συγγραφέα, της σύλληψης της σημασίας που έχει η συστηματική έρευνα της διαπίστωσης των τάξεων των φυτών, της διαισθητικής σύλληψης ενός φυσικού συστήματος, ακόμα και των γενών των φυτών.
Το έργο του Ρέι αποτελεί μια ακόμα μαρτυρία για τη σημασία των νέων προοπτικών, με τις οποίες ο 17ος αιώνας εγκαινίασε την επανάστασή του, για την επιστήμη, γενικότερα, και τη βοτανική.
Οι καινοτομίες του Ρέι στο πεδίο της βοτανικής δεν ήταν λίγες και μερικές από αυτές, ιδίως εκείνες που αφορούν τις βάσεις της ταξινόμησης των φυτών, υπήρξαν αποφασιστικές. Παρόλα αυτά η παράδοση επιζούσε σε πολλά σημεία, που μόνον ανακαλύψεις θεμελιακής σημασίας θα μπορούσαν να την κλονίσουν. Ο Ρέι π.χ. υποστήριζε το αμετάβλητο των ειδών, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον αριστοτελισμό των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης υποστήριζε το αναλλοίωτο όχι των επίγειων, αλλά των ουρανίων σωμάτων. Άλλωστε, οι παρατηρήσεις του για τον εναλλασσόμενο τρόπο γένεσης των μυγών, του επέβαλαν κάθε επιφύλαξη ως προς την έκταση της έννοιας του αμετάβλητου και στα γήινα όντα. Εκείνο που έκανε χωρίς καμιά περίσκεψη τέτοιες γενικεύσεις ήταν το μεσαιωνικό πνεύμα, στον αριστοτελισμό του οποίου συνέχιζε να είναι προσκολλημένος ο Ρέι.
Αλλά ούτε με τον Ζ. Π. ντε Τουρνεφόρ προχώρησαν οι βοτανικές μελέτες. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στο Αιξ (1656), εγκαταλείπει, με το θάνατο του πατέρα του, τις ιερατικές σπουδές, για τις οποίες εκείνος τον προόριζε και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σπουδή της βοτανικής. Καρπός των μελετών του είναι η θαυμάσια συλλογή φυτών του Βασιλικού Κήπου των Παρισίων, που τη βλέπει κανείς ακόμα και σήμερα. Εκεί είχε προσκληθεί ο Τουρνεφόρ το 1683, για να διδάξει βοτανική, αφού πήρε προηγουμένως το διδακτορικό τίτλο στο Μονπελιέ. Ταξιδεύοντας, ο Τουρνεφόρ γύρισε την Ευρώπη, την Αφρική και τις χώρες της Μέσης Ανατολής για μελέτες. Πέθανε το 1708.
Το έργο του έχει τεράστια έκταση. Περιλαμβάνει τα «Στοιχεία βοτανικής» σε 3 τόμους (Παρίσι, 1694), μια δίτομη πραγματεία με τίτλο «Φυτά που αναπτύσσονται στα περίχωρα του Παρισιού και η φαρμακευτική τους χρήση», περιγραφές των ταξιδιών του (1η έκδοση στο Παρίσι, 1698 και 2η το 1717) κλπ. Από τη μελέτη τους δεν προκύπτουν ιδιαίτερες γνώσεις στην ανατομική των φυτών, διαπιστώνεται όμως εξαιρετική περιγραφική και συνθετική ικανότητα και θαυμαστή ακριβολογία. Ο Τουρνεφόρ επιχείρησε μια ταξινόμηση που δεν ήταν φυσική, αλλά τεχνητή, βασισμένη στη μορφή της στεφάνης των ανθέων κάθε φυτού. Παρόλα αυτά κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των προδρόμων του Λινναίου, γιατί κυρίως ακολουθώντας τον Μποέν, συνέλαβε τη σημασία της έννοιας του «γένους», που αποτελεί βασικό στοιχείο της ταξινόμησης του Λινναίου. Απονέμοντας την οφειλόμενη τιμή, ο Λινναίος ονόμασε ένα από τα γένη της οικογένειας των βοραγινιδών «τουρνεφόρτια».
Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΌπως όμως είδαμε, έμεναν ακόμα να ανακαλυφθούν ορισμένα βασικά πράγματα για να γίνει δυνατή μια ταξινόμηση που να μην είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τεχνητή.
Για μια ορθολογική βιολογική ταξινόμηση είναι πράγματι απαραίτητες δυο θεμελιώδεις έννοιες: η έννοια του είδους και η έννοια των ομοιοτήτων, με βάση τις οποίες θα ήταν δυνατή η ένωση των ειδών για το σχηματισμό ομάδων ανώτερης τάξης. Και μέχρι την εποχή, για την οποία μιλάμε, έλειπε από το περιεχόμενο των εννοιών αυτών ένα βασικό στοιχείο: το φύλο των φυτών.
Ήταν βέβαια γνωστές οι παρατηρήσεις του Τσέζι, επιβεβαιωμένες από τον Γκριού, που σύγκρινε την αναπαραγωγή μερικών φυτών με την αναπαραγωγή των σαλιγκαριών που είναι ζώα ερμαφρόδιτα, όπως τα λεγόμενα μόνοικα φυτά.[1] Αλλά οι παρατηρήσεις αυτές δε θεωρούνταν γενικό φαινόμενο από τους φυσιοδίφες, που δεν είχαν συλλάβει όλοι τη σημασία τους.
Ο ίδιος ο Μπουονάνι που είχε παρατηρήσει τους κόκκους της γύρης στο στίγμα του ύπερου των ανθέων, δεν αντιλήφθηκε και την έννοια του. Η ιδέα της αυτόματης γένεσης δυνάστευε ακόμα πολλούς κι αξιόλογους επιστήμονες, οδηγώντας τους σε άσκοπες προσπάθειες. Εκείνος που αναγνώρισε την ύπαρξη φύλου στα φυτά και διέκρινε το αρσενικό στοιχείο, τη γύρη, από το θηλυκό, τον ύπερο, ήταν ο Ρούντολφ Γιάκομπ Καμεράριους.
Ο Καμεράριους γεννήθηκε στην Τυβίγγη[2] το 1665. Αφού ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ονομάστηκε το 1688 έκτακτός καθηγητής της ιατρικής και της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης και συγχρόνως διευθυντής του βοτανικού κήπου. Το 1695 έγινε τακτικός καθηγητής της ιατρικής και κράτησε τη θέση αυτή 26 χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του (1721).
Από τα πολλά του έργα που δημοσιεύθηκαν όλα στην Πράγα το 1797 με το γενικό τίτλο «Τεύχη βοτανικών θεμάτων», μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα: η «Επιστολή για το φύλο των φυτών», γραμμένη το 1694 στην Τυβίγγη, που αποτελεί το πιο σπουδαίο κεφάλαιο στην προετοιμασία του έργου του μεγάλου Λινναίου. Στην επιστολή αυτή ο Καμεράριους αποδεικνύει με μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων ότι αν κόψουμε από ένα φυτό τα αρσενικά άνθη πριν δώσουν γύρη, δεν έχουμε καρποφορία. Αν αντίθετα η γύρη πέσει στο στίγμα των ύπερων, το φυτό θα καρποφορήσει κανονικά. Τα πειράματα του Καμεράριους έγιναν τόσο σε φυτά μόνοικα, στα οποία αναφέρονταν οι παρατηρήσεις του Γκριού, όσο και σε φυτά δίοικα, που είχε μελετήσει ο Τσέζι.
Δε θα επιμείνουμε στη σπουδαιότητα της ανακάλυψης του Καμεράριους, που είναι ολοφάνερη. Θα σημειώσουμε όμως κάτι που επιβεβαιώνει τη μοναδική γονιμότητα του θαυμάσιου αυτού 17ου αιώνα: τους στήμονες, τους ύπερους, τους κόκκους της γύρης και τα στίγματα, τα είχε όλα παρατηρήσει ο Μπουονάνι. Δεν μπόρεσε όμως να τα ερμηνεύσει, γιατί τα δεσμά της παράδοσης δεν του επέτρεπαν να αντικρύσει τα φαινόμενα με την ελευθερία εκείνη της σκέψης που επέτρεψε στον Γκριού και τον Τσέζι τις ευφυείς διαπιστώσεις τους και στον Καμεράριους την οριστική ερμηνεία των φαινομένων, με τη βοήθεια του πειράματος και της απροκατάληπτης ερμηνείας. Η μέθοδος του Γαλιλαίου για την ορθή ερμηνεία των φυσικών φαινομένων αποδεικνύεται η μόνη ικανή!
ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣΣτην προετοιμασία όμως του έργου του Λινναίου συνέβαλαν και άλλοι επιστήμονες με ένα πλήθος ευφυών κι ακριβολόγων παρατηρήσεων: βοτανολόγοι και ζωολόγοι που, με τον όγκο του περιγραφικού υλικού που συγκέντρωσαν, του πρόσφεραν τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση του μεγαλοφυούς ταξινομικού του συστήματος.
Από αυτούς πρέπει να μνημονευθούν 3 Ιταλοί, ο Πάολο Μποκκόνε (1633-1704), ο Τζιάκομο Ζανόνι (1615-1682) και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Τριουμφέττι (1656-1708), στους οποίους οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη του βοτανικού κήπου της Ρώμης τον 17ο αιώνα. Και κοντά σ’ αυτούς οι Άγγλοι Τζον Πάρκινσον (1567-1650), ο Ρόμπερτ Μόρισον (1620-1683, πρώτη εξαντλητική μονογραφία για τα σκιαδανθή), Λέοναρντ Πλάκενετ (1642-1706) και Τζαίημς Πήτιβερ (1642-1706, πρώτη μελέτη για την αμερικανική πτέριδα). Στη συνέχεια οι Γερμανοί Λούντβιχ Γιούνγκερμαν (1572-1653, αποφασιστική συμβολή στη γνώση των φυτικών αναπαραγωγικών οργάνων), Πάουλ Άμμαν (1634-1691, ταξινόμηση των φυτών με βάση τα όργανα των καρπών) και Άουγκουστ Ρίβιν (1652-1723, εισηγητής της διπλής ονοματολογίας των φυτών, που υιοθετήθηκε και από το Λινναίο). Τέλος οι Γάλλοι Πιέρ Μανιόλ (1638-1715, ταξινόμηση των φυτών με βάση τους κάλυκες και τη στεφάνη των ανθέων) και Ζακ Μπαρρελλιέ (1606-1673, εξαντλητική μελέτη της χλωρίδας της Ν. Ευρώπης).
Μπροστά σε τόσο ογκώδη συλλογή υλικού, οι προσπάθειες για μια ταξινόμηση που θα έβαζε σε τάξη το χάος και για την επινόηση μιας ορθολογικής ονοματολογίας δε σταματούν καθόλου. Και θα είχαν μείνει άκαρπες χωρίς τη θεμελιακή ανακάλυψη του Καμεράριους, που ήταν καρπός της εφαρμογής της «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής», με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, στη μελέτη της λεπτής κατασκευής των φυτών.
Η ΖΩΟΛΟΓΙΑΣτο ίδιο διάστημα και προς την ίδια κατεύθυνση αναπτύσσονται οι ζωολογικές μελέτες. Η ανανέωση των σπουδών είχε κιόλας αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα, συνδεδεμένη με τα ονόματα του Αλντροβάντι, του Αλπίνο, του Κόνραντ φον Γκέσνερ και του Έντουαρντ Ουόττον.
Στον 17ο αιώνα ξεχωρίζει από κάθε άλλον ο ζωολόγος Φράνσις Ουιλλόμπι, τα έργα του οποίου δημοσιεύθηκαν, όπως είδαμε, μετά το θάνατό του, από το φίλο του Τζον Ρέι, στον οποίον όφειλε και την επίδοσή του στις φυσιογνωστικές μελέτες. Τον είχε γνωρίσει στο Κέμπριτζ που σπούδαζε. Η φήμη που σύντομα απέκτησε στην ειδικότητά του τού έδωσε τον τίτλο του μέλους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, στα «Φιλοσοφικά Πρακτικά» της οποίας δημοσιεύθηκαν οι «Αναμνήσεις» του, μοναδικό του δημοσίευμα όσο ζούσε.
Η μεγάλη προσφορά του Ουιλλόμπι έγκειται στην προσπάθειά του να δώσει μια νέα ταξινόμηση των θηλαστικών. Το σχήμα, πάνω στο οποίο εργάστηκε, παρά τις ατέλειες που ομολογεί και ο ίδιος, παρουσιάζει αρκετούς πρωτότυπους και νεωτεριστικούς χαρακτήρες, που τον κάνουν, στον τομέα της ταξινόμησης γενικά, τον πιο άμεσο πρόδρομο του έργου του Λινναίου.
Ο Ουιλλόμπι διαίρεσε τα θηλαστικά σε χηλοφόρα και οπληφόρα, βασιζόμενος σε καθαρά μορφολογικά κριτήρια. Στη συνέχεια, πάνω στην ίδια βάση, χώρισε τις ομάδες αυτές σε υποομάδες, ανάλογα με τον αριθμό των χηλών και τον τύπο των κεράτων την πρώτη, ανάλογα με τον αριθμό των δακτύλων των ποδιών, το σχήμα των οπλών και των αριθμό των εγκοπών τους τη δεύτερη.
Έτσι και στον τομέα της ζωολογίας, ο 17ος αιώνας παρουσιάζεται να αναζητάει ένα νέο πλαίσιο, βασισμένο στη φύση και όχι σε αφηρημένα λογικά σχήματα. Στον τομέα αυτόν, βέβαια, οι ζυμώσεις είχαν αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα. Χρειάστηκε όμως να ακολουθήσει μια μακριά και δύσκολη προσπάθεια για να φτάσει η επιστήμη στη θαυμάσια σύνθεση του Λινναίου.
[1] Φυτά που έχουν στο ίδιο άτομο αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα.[2] Εξελληνισμένη παλαιότερη ονομασία της γερμανικής πόλης Τίμπινγκεν.
Ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ
Ήταν ο πρώτος διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής και ένας από τους πιο σημαντικούς επιστημονικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Και σήμερα ακόμα το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι τόσο για την πρωτοτυπία του, αλλά γιατί δεν έχει διασωθεί κανένα έργο του Αριστοτέλη που να αναφέρεται στη βοτανική. Έτσι τα βιβλία του Θεόφραστου «Περί φυτών ιστορίες» και «Περί φυτών αιτιών» αποτελούν την αρχαιότερη πηγή πληροφοριών για τις βοτανικές γνώσεις της αρχαιότητας και σημαντικό τεκμήριο της εφαρμογής της αριστοτελικής μεθόδου στη μελέτη του φυσικού κόσμου.
Δυστυχώς όμως ο Θεόφραστος κληρονόμησε από το διδάσκαλό του μόνο τη μέθοδο, δηλαδή κυρίως τον τρόπο της ταξινόμησης των δεδομένων. Του λείπει η πλατειά κι οργανωτική σύλληψη που χαρίζει στο ζωολογικό σύστημα του Αριστοτέλη, όσο κι αν είναι εσφαλμένο, εκείνη την ιδιαίτερη δύναμη και σαφήνεια που το χαρακτηρίζει. Δεν απουσιάζει φυσικά τελείως η οξύτητα της παρατήρησης, λείπει όμως το βαθύτερο κριτικό πνεύμα με το οποίο ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα φαινόμενα της φύσης. Έτσι το έργο του Θεόφραστου δε διαφέρει σε πολλά σημεία από απλό κατάλογο, στον οποίον αναφέρονται οι ιδιότητες, οι θεραπευτικές ικανότητες, όταν υπάρχουν, ο τρόπος της συλλογής, της συντήρησης, της πώλησης και η μέθοδος της εξαγωγής των δραστικών ουσιών κάθε φυτού.
Στην περιγραφή αυτή συναντά κανείς πολλές φορές ανάμικτα, αντικειμενικές παρατηρήσεις και παράλογους μύθους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το βιβλίο είναι αδύνατο να κόψεις ελλέβορο αν δεν έχεις φάει προηγουμένως σκόρδο μουσκεμένο στο κρασί!
Η παρουσία όμως ανοησιών τέτοιου είδους, που προέρχονται από μύθους και προλήψεις των σκοτεινών χρόνων της ιστορίας του ανθρώπου, έχει κι αυτή την αξία της για το μελετητή. Όταν άνθρωπος σαν το Θεόφραστο, που υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και διέθετε τόσο πλατειά μόρφωση (ιστορικός της φιλοσοφίας, ηθογράφος, φυσιοδίφης και ρήτορας), δέχεται τέτοια πράγματα, μπορεί να φανταστεί κανείς τη δύναμη που διέθεταν οι μύθοι του αρχαίου κόσμου.
Υπάρχει όμως στο έργο του Θεόφραστου και μια όψη πιο θετική. Πρώτον, υπάρχει η προσπάθεια της ταξινόμησης που στηρίζεται στο χαρακτήρα των φυτών που τα διέκρινε σε δέντρα, θάμνους και χόρτα. Υπάρχει ακόμα η διάκριση ορισμένων φυτικών ομάδων που εξακολουθεί πάντοτε να ισχύει (αγρωστώδη, χεδρωπά, κωνοφόρα, φοινικοειδή) και η προσπάθεια της δημιουργίας ενός επιστημονικού βοτανικού λεξικού με την ακριβή ονοματολογία των φυτών. Ο Θεόφραστος είναι ο πρώτος που ανακάλυψε τη βασική σημασία του φλοιού για τη ζωή του φυτού, με την παρατήρησή του ότι υπερβολική αποφλοίωση του κορμού ισοδυναμεί με θανάτωση του φυτού.
Ο Θεόφραστος παραδέχεται φυσικά για πολλά φυτά την αυτόματη γένεση, με τη διατύπωση που της έδινε ο διδάσκαλός του. Έχει κάνει όμως και σπουδαίες παρατηρήσεις σχετικά με τη γένεση φυτών από τη βλάστηση μιας ρίζας, ενός κλαδιού, που προέρχεται από ώριμο φυτό, ή μιας απλής παρασχίδας (σκλήθρας) ξύλου. Δεν μπόρεσε πάντως να συλλάβει την ύπαρξη φύλου στα φυτά, εκτός από τις χουρμαδιές. Αλλά αυτό αποτελούσε παλιά παρατήρηση των λαών - Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων - που είχαν τις χουρμαδιές στον τόπο τους και εκμεταλλεύονταν κατάλληλα το φαινόμενο. Ο Θεόφραστος κάνει βέβαια λόγο για «αρσενικά» και «θηλυκά» φυτά. Αλλά η έννοια που δίνει στους όρους αυτούς, δε διαφέρει από αυτή που επικρατούσε στο Μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία το φύλο των φυτών ήταν ή καθαρή επινόηση, όπως στην περίπτωση του μανδραγόρα, ή θεωρούνταν φυτά διαφορετικού είδους ως αρσενική και θηλυκή μορφή του ίδιου φυτού.
Στο έργο του Θεόφραστου υπάρχουν ακόμα παρατηρήσεις που αναφέρονται στις διαφορές ανάμεσα στα μονοκοτυλήδονα και στα δικοτυλήδονα φυτά. Παρόλο όμως που ανακατεύονται με σφάλματα και προλήψεις, δεν παύουν να κάνουν το έργο αυτό, όσο κι αν τα όριά του είναι περιορισμένα, πηγή πολύτιμων πληροφοριών για το επίπεδο των βοτανολογικών γνώσεων του αρχαίου κόσμου.
Ο ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Πολύ πιο σπουδαίο ρόλο στην Ιστορία των επιστημών έπαιξε ο Πεδάκιος Διοσκουρίδης, όχι τόσο για το μεγαλύτερο πλούτο των γνώσεών του, όσο για την επίδραση που άσκησε στους μεταγενέστερους. Γεννημένος στα Ανάζαβρα της Κιλικίας, ο Διοσκουρίδης άκμασε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Σύγχρονός του στο ρωμαϊκό κόσμο ήταν ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, που, όπως παρατηρείται, όφειλε όλες τις φαρμακολογικές και βοτανικές γνώσεις του στο έργο του Διοσκουρίδη «Περί ύλης ιατρικής».
Το έργο αυτό είναι μια μεγάλη πραγματεία φαρμακολογίας, όπου περιγράφονται όχι μόνον πραγματικά, αλλά και φανταστικά φυτά, παρμένα από τους μύθους, με όλες τις γνώσεις σχετικά με τη συλλογή τους και την παρασκευή των φαρμάκων. Εκτός από τα φυτά περιγράφονται και ζώα, όσα βέβαια μπορούσαν να προσφέρουν ουσίες με φαρμακευτική ενέργεια, πραγματική ή φανταστική. Ένα από αυτά ήταν ο κάστορας, που το σπέρμα του αποτελούσε για αιώνες το βασικό συστατικό αλοιφών, που θεωρούνταν θαυματουργές: αυτές ήταν τα περίφημα «καστόρια».
Μάταια όμως θα αναζητήσει κανείς στο έργο του Διοσκουρίδη μια προσπάθεια ταξινόμησης που να υπερβαίνει τα όρια εκείνης του Θεόφραστου. Παρόλα αυτά ο Διοσκουρίδης είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιατρική του Μεσαίωνα και δυο τουλάχιστον ακόμα αιώνων, χάρη στη μεσολάβηση του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Αυτός, αντιγράφοντας μέχρι ένα σημείο το Διοσκουρίδη στη «Φυσική Ιστορία» του, που για το Μεσαίωνα και τους δυο επόμενους αιώνες αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιατρική εγκυκλοπαίδεια, επέδρασε σταθερά στη διαμόρφωση των αντιλήψεων της μεσαιωνικής, αλλά και της μεταγενέστερης επιστήμης. Έτσι, βλέπουμε ακόμα και το Λεονιτσένο (που με τόσο σαρκασμό υποβάλλει το κείμενο του Πλινίου σε σκληρή κριτική, λησμονώντας συγχρόνως να αναφέρει τη σημαντική συμβολή των Αράβων στον τομέα της φαρμακολογίας) να υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στο έργο του Διοσκουρίδη.
Ας μη λησμονήσουμε ακόμα ότι σε πλήρη 16ο αιώνα, ο Πιέτρο Ματτιόλι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του στην ερμηνεία και το σχολιασμό του έργου του Διοσκουρίδη, παρά τις αξιόλογες προσωπικές παρατηρήσεις που παρενέβαλε και τις διορθώσεις που επιχείρησε.
Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Στη διάρκεια όμως του 16ου αιώνα έχουμε πολλές προσπάθειες για ανανέωση των βοτανικών μελετών, καθώς και απόπειρες για μια πιο οριστική ταξινόμηση των φυτών. Η ανακάλυψη νέων χωρών με τα δικά τους, μέχρι τότε άγνωστα, ζώα και φυτά αποδείκνυε την ανεπάρκεια της αρχαίας ταξινόμησης. Το ανανεωμένο πνεύμα της παρατήρησης ανακάλυπτε τα λάθη και τα κενά της, τοποθετώντας τις βάσεις των βοτανικών και ζωολογικών μελετών. Αυτό ακριβώς υπήρξε το έργο ατόμων όπως ο Μπρούνφελς, ο Μπόνι, ο Νταλσάν, ο Μπωέν, ο Αλπίνο και κυρίως ο Τσεζαλπίνο, που ο ίδιος ο Λινναίος αναγνώριζε ως τον πιο μεγαλοφυή πρόδρομό του.
Στον 17ο κυρίως αιώνα είναι που διακρίνει κανείς μια θεμελιώδη ανανέωση τόσο στον τρόπο της παρατήρησης, όσο και στη μέθοδο της ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος που θα επιτρέψει στο Λινναίο να διατυπώσει το ταξινομικό του σύστημα.
Ο Φεντερίκο Τσέζι, ιδρυτής της Ακαδημίας των Λίντσι, είχε κιόλας επιχειρήσει να παρουσιάσει μια νέα ταξινόμηση, δημοσιεύοντας 20 πίνακες ως παράρτημα του έργου του «Μεξικάνικος θησαυρός». Και είναι πράγματι λυπηρό που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για ένα «Θέατρο ολόκληρης της φύσης», όπου οι πίνακες θα αποτελούσαν ένα μικρό μόνο τμήμα, περιέχοντας ό,τι ουσιώδες είχε παρατηρηθεί από τη μορφολογία και τη φυσιολογία των φυτών, ό,τι δηλαδή θα αποτελούσε τη βάση μιας σύγχρονης ταξινόμησης.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Τσέζι είχε ανακαλύψει, 50 ολόκληρα χρόνια πριν από τον Καμεράριους, το φύλο των φυτών κι είχε συλλάβει ένα σύστημα ταξινόμησης, εμπνεόμενο από ό,τι σήμερα ονομάζουμε «φυσικό σύστημα».
Παρόλο όμως που πρέπει να θεωρούμε τον Τσέζι, ως τον σημαντικότερο πρόδρομο του Λινναίου, ο τελευταίος επηρεάστηκε αρκετά και από τον Γιόαχιμ Γιούνγκ. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στη Λυβέκκη το 1657, δε δημοσίευσε κανένα από τα νεωτεριστικά, σε πολλά σημεία, έργα του, όσο ζούσε, από το φόβο των θεολόγων. Αυτοί τον είχαν ήδη κατηγορήσει ότι υποστήριζε πως το Πνεύμα το Άγιο αγνοούσε την ελληνική γλώσσα, επειδή ο Γιούνγκ διαμαρτυρόταν για τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση των Ο'), που τη θεωρούσε πολύ κατώτερη από τη γλώσσα των κλασικών κειμένων! Παρόλα αυτά, χάρη στην ανακάλυψη νέων οικογενειών φυτών, τη χρησιμοποίηση των ανθέων ως χαρακτηριστικού ταξινόμησης και την εισαγωγή μιας ολόκληρης σειράς νέων επιστημονικών όρων, τα έργα του «Μικρές φυσικές δοξοσκοπίες» και «Φυτοσκοπική εισαγωγή» άσκησαν αποφασιστική επίδραση στους μεταγενέστερους βοτανολόγους.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΛΙΝΝΑΙΟΥ
Υπήρξαν κυρίως ο Τζον Ρέι (1627-1705) και ο φίλος και συνάδελφός του Φράνσις Ουιλλόμπι (1653-1675), που κατεύθυναν αποφασιστικά τις βοτανικές έρευνες σε σύγχρονους δρόμους. Οι δυο φίλοι - ο πρώτος μάλιστα ήταν και παιδαγωγός των παιδιών του δεύτερου - μοίρασαν τα ενδιαφέροντά τους: ο Ρέι ασχολήθηκε με τη βοτανική, αφήνοντας στον Ουιλλόμπι τη ζωολογία. Ο τελευταίος πεθαίνοντας πρόωρα άφησε κάποιο κληροδότημα στο Ρέι, που με τη σειρά του επιμελήθηκε την εκτύπωση των έργων του φίλου του: της «Ορνιθολογίας» (Λονδίνο, 1676) σε τρία βιβλία, της «Περιγραφής των ιχθύων» (Οξφόρδη, 1686) σε τέσσερα βιβλία και της «Περιγραφής των εντόμων» (Λονδίνο, 1710, μετά το θάνατο του Ρέι, που όμως είχε ετοιμάσει το βιβλίο για εκτύπωση).
Εδώ μας ενδιαφέρει το έργο του Ρέι που τα βιβλία του «Νέα μέθοδος των φυτών» (Λονδίνο, 1682) και «Περιγραφή των φυτών» (Λονδίνο, μεταξύ 1686-1704) αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη συμβολή στην εξέλιξη της βοτανικής πριν το Λινναίο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον όγκο του υλικού που συγκέντρωσε ο Ρέι, ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε και με την τοπική χλωρίδα του Κέμπριτζ και των βρετανικών νησιών. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα των θεμελιωδών αντιλήψεων του συγγραφέα, της σύλληψης της σημασίας που έχει η συστηματική έρευνα της διαπίστωσης των τάξεων των φυτών, της διαισθητικής σύλληψης ενός φυσικού συστήματος, ακόμα και των γενών των φυτών.
Το έργο του Ρέι αποτελεί μια ακόμα μαρτυρία για τη σημασία των νέων προοπτικών, με τις οποίες ο 17ος αιώνας εγκαινίασε την επανάστασή του, για την επιστήμη, γενικότερα, και τη βοτανική.
Οι καινοτομίες του Ρέι στο πεδίο της βοτανικής δεν ήταν λίγες και μερικές από αυτές, ιδίως εκείνες που αφορούν τις βάσεις της ταξινόμησης των φυτών, υπήρξαν αποφασιστικές. Παρόλα αυτά η παράδοση επιζούσε σε πολλά σημεία, που μόνον ανακαλύψεις θεμελιακής σημασίας θα μπορούσαν να την κλονίσουν. Ο Ρέι π.χ. υποστήριζε το αμετάβλητο των ειδών, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον αριστοτελισμό των τελευταίων χρόνων του Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης υποστήριζε το αναλλοίωτο όχι των επίγειων, αλλά των ουρανίων σωμάτων. Άλλωστε, οι παρατηρήσεις του για τον εναλλασσόμενο τρόπο γένεσης των μυγών, του επέβαλαν κάθε επιφύλαξη ως προς την έκταση της έννοιας του αμετάβλητου και στα γήινα όντα. Εκείνο που έκανε χωρίς καμιά περίσκεψη τέτοιες γενικεύσεις ήταν το μεσαιωνικό πνεύμα, στον αριστοτελισμό του οποίου συνέχιζε να είναι προσκολλημένος ο Ρέι.
Αλλά ούτε με τον Ζ. Π. ντε Τουρνεφόρ προχώρησαν οι βοτανικές μελέτες. Ο ερευνητής αυτός, γεννημένος στο Αιξ (1656), εγκαταλείπει, με το θάνατο του πατέρα του, τις ιερατικές σπουδές, για τις οποίες εκείνος τον προόριζε και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σπουδή της βοτανικής. Καρπός των μελετών του είναι η θαυμάσια συλλογή φυτών του Βασιλικού Κήπου των Παρισίων, που τη βλέπει κανείς ακόμα και σήμερα. Εκεί είχε προσκληθεί ο Τουρνεφόρ το 1683, για να διδάξει βοτανική, αφού πήρε προηγουμένως το διδακτορικό τίτλο στο Μονπελιέ. Ταξιδεύοντας, ο Τουρνεφόρ γύρισε την Ευρώπη, την Αφρική και τις χώρες της Μέσης Ανατολής για μελέτες. Πέθανε το 1708.
Το έργο του έχει τεράστια έκταση. Περιλαμβάνει τα «Στοιχεία βοτανικής» σε 3 τόμους (Παρίσι, 1694), μια δίτομη πραγματεία με τίτλο «Φυτά που αναπτύσσονται στα περίχωρα του Παρισιού και η φαρμακευτική τους χρήση», περιγραφές των ταξιδιών του (1η έκδοση στο Παρίσι, 1698 και 2η το 1717) κλπ. Από τη μελέτη τους δεν προκύπτουν ιδιαίτερες γνώσεις στην ανατομική των φυτών, διαπιστώνεται όμως εξαιρετική περιγραφική και συνθετική ικανότητα και θαυμαστή ακριβολογία. Ο Τουρνεφόρ επιχείρησε μια ταξινόμηση που δεν ήταν φυσική, αλλά τεχνητή, βασισμένη στη μορφή της στεφάνης των ανθέων κάθε φυτού. Παρόλα αυτά κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των προδρόμων του Λινναίου, γιατί κυρίως ακολουθώντας τον Μποέν, συνέλαβε τη σημασία της έννοιας του «γένους», που αποτελεί βασικό στοιχείο της ταξινόμησης του Λινναίου. Απονέμοντας την οφειλόμενη τιμή, ο Λινναίος ονόμασε ένα από τα γένη της οικογένειας των βοραγινιδών «τουρνεφόρτια».
Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΌπως όμως είδαμε, έμεναν ακόμα να ανακαλυφθούν ορισμένα βασικά πράγματα για να γίνει δυνατή μια ταξινόμηση που να μην είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τεχνητή.
Για μια ορθολογική βιολογική ταξινόμηση είναι πράγματι απαραίτητες δυο θεμελιώδεις έννοιες: η έννοια του είδους και η έννοια των ομοιοτήτων, με βάση τις οποίες θα ήταν δυνατή η ένωση των ειδών για το σχηματισμό ομάδων ανώτερης τάξης. Και μέχρι την εποχή, για την οποία μιλάμε, έλειπε από το περιεχόμενο των εννοιών αυτών ένα βασικό στοιχείο: το φύλο των φυτών.
Ήταν βέβαια γνωστές οι παρατηρήσεις του Τσέζι, επιβεβαιωμένες από τον Γκριού, που σύγκρινε την αναπαραγωγή μερικών φυτών με την αναπαραγωγή των σαλιγκαριών που είναι ζώα ερμαφρόδιτα, όπως τα λεγόμενα μόνοικα φυτά.[1] Αλλά οι παρατηρήσεις αυτές δε θεωρούνταν γενικό φαινόμενο από τους φυσιοδίφες, που δεν είχαν συλλάβει όλοι τη σημασία τους.
Ο ίδιος ο Μπουονάνι που είχε παρατηρήσει τους κόκκους της γύρης στο στίγμα του ύπερου των ανθέων, δεν αντιλήφθηκε και την έννοια του. Η ιδέα της αυτόματης γένεσης δυνάστευε ακόμα πολλούς κι αξιόλογους επιστήμονες, οδηγώντας τους σε άσκοπες προσπάθειες. Εκείνος που αναγνώρισε την ύπαρξη φύλου στα φυτά και διέκρινε το αρσενικό στοιχείο, τη γύρη, από το θηλυκό, τον ύπερο, ήταν ο Ρούντολφ Γιάκομπ Καμεράριους.
Ο Καμεράριους γεννήθηκε στην Τυβίγγη[2] το 1665. Αφού ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ονομάστηκε το 1688 έκτακτός καθηγητής της ιατρικής και της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης και συγχρόνως διευθυντής του βοτανικού κήπου. Το 1695 έγινε τακτικός καθηγητής της ιατρικής και κράτησε τη θέση αυτή 26 χρόνια, δηλαδή μέχρι το θάνατό του (1721).
Από τα πολλά του έργα που δημοσιεύθηκαν όλα στην Πράγα το 1797 με το γενικό τίτλο «Τεύχη βοτανικών θεμάτων», μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα: η «Επιστολή για το φύλο των φυτών», γραμμένη το 1694 στην Τυβίγγη, που αποτελεί το πιο σπουδαίο κεφάλαιο στην προετοιμασία του έργου του μεγάλου Λινναίου. Στην επιστολή αυτή ο Καμεράριους αποδεικνύει με μια σειρά πετυχημένων πειραμάτων ότι αν κόψουμε από ένα φυτό τα αρσενικά άνθη πριν δώσουν γύρη, δεν έχουμε καρποφορία. Αν αντίθετα η γύρη πέσει στο στίγμα των ύπερων, το φυτό θα καρποφορήσει κανονικά. Τα πειράματα του Καμεράριους έγιναν τόσο σε φυτά μόνοικα, στα οποία αναφέρονταν οι παρατηρήσεις του Γκριού, όσο και σε φυτά δίοικα, που είχε μελετήσει ο Τσέζι.
Δε θα επιμείνουμε στη σπουδαιότητα της ανακάλυψης του Καμεράριους, που είναι ολοφάνερη. Θα σημειώσουμε όμως κάτι που επιβεβαιώνει τη μοναδική γονιμότητα του θαυμάσιου αυτού 17ου αιώνα: τους στήμονες, τους ύπερους, τους κόκκους της γύρης και τα στίγματα, τα είχε όλα παρατηρήσει ο Μπουονάνι. Δεν μπόρεσε όμως να τα ερμηνεύσει, γιατί τα δεσμά της παράδοσης δεν του επέτρεπαν να αντικρύσει τα φαινόμενα με την ελευθερία εκείνη της σκέψης που επέτρεψε στον Γκριού και τον Τσέζι τις ευφυείς διαπιστώσεις τους και στον Καμεράριους την οριστική ερμηνεία των φαινομένων, με τη βοήθεια του πειράματος και της απροκατάληπτης ερμηνείας. Η μέθοδος του Γαλιλαίου για την ορθή ερμηνεία των φυσικών φαινομένων αποδεικνύεται η μόνη ικανή!
ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣΣτην προετοιμασία όμως του έργου του Λινναίου συνέβαλαν και άλλοι επιστήμονες με ένα πλήθος ευφυών κι ακριβολόγων παρατηρήσεων: βοτανολόγοι και ζωολόγοι που, με τον όγκο του περιγραφικού υλικού που συγκέντρωσαν, του πρόσφεραν τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση του μεγαλοφυούς ταξινομικού του συστήματος.
Από αυτούς πρέπει να μνημονευθούν 3 Ιταλοί, ο Πάολο Μποκκόνε (1633-1704), ο Τζιάκομο Ζανόνι (1615-1682) και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Τριουμφέττι (1656-1708), στους οποίους οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη του βοτανικού κήπου της Ρώμης τον 17ο αιώνα. Και κοντά σ’ αυτούς οι Άγγλοι Τζον Πάρκινσον (1567-1650), ο Ρόμπερτ Μόρισον (1620-1683, πρώτη εξαντλητική μονογραφία για τα σκιαδανθή), Λέοναρντ Πλάκενετ (1642-1706) και Τζαίημς Πήτιβερ (1642-1706, πρώτη μελέτη για την αμερικανική πτέριδα). Στη συνέχεια οι Γερμανοί Λούντβιχ Γιούνγκερμαν (1572-1653, αποφασιστική συμβολή στη γνώση των φυτικών αναπαραγωγικών οργάνων), Πάουλ Άμμαν (1634-1691, ταξινόμηση των φυτών με βάση τα όργανα των καρπών) και Άουγκουστ Ρίβιν (1652-1723, εισηγητής της διπλής ονοματολογίας των φυτών, που υιοθετήθηκε και από το Λινναίο). Τέλος οι Γάλλοι Πιέρ Μανιόλ (1638-1715, ταξινόμηση των φυτών με βάση τους κάλυκες και τη στεφάνη των ανθέων) και Ζακ Μπαρρελλιέ (1606-1673, εξαντλητική μελέτη της χλωρίδας της Ν. Ευρώπης).
Μπροστά σε τόσο ογκώδη συλλογή υλικού, οι προσπάθειες για μια ταξινόμηση που θα έβαζε σε τάξη το χάος και για την επινόηση μιας ορθολογικής ονοματολογίας δε σταματούν καθόλου. Και θα είχαν μείνει άκαρπες χωρίς τη θεμελιακή ανακάλυψη του Καμεράριους, που ήταν καρπός της εφαρμογής της «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής», με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, στη μελέτη της λεπτής κατασκευής των φυτών.
Η ΖΩΟΛΟΓΙΑΣτο ίδιο διάστημα και προς την ίδια κατεύθυνση αναπτύσσονται οι ζωολογικές μελέτες. Η ανανέωση των σπουδών είχε κιόλας αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα, συνδεδεμένη με τα ονόματα του Αλντροβάντι, του Αλπίνο, του Κόνραντ φον Γκέσνερ και του Έντουαρντ Ουόττον.
Στον 17ο αιώνα ξεχωρίζει από κάθε άλλον ο ζωολόγος Φράνσις Ουιλλόμπι, τα έργα του οποίου δημοσιεύθηκαν, όπως είδαμε, μετά το θάνατό του, από το φίλο του Τζον Ρέι, στον οποίον όφειλε και την επίδοσή του στις φυσιογνωστικές μελέτες. Τον είχε γνωρίσει στο Κέμπριτζ που σπούδαζε. Η φήμη που σύντομα απέκτησε στην ειδικότητά του τού έδωσε τον τίτλο του μέλους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, στα «Φιλοσοφικά Πρακτικά» της οποίας δημοσιεύθηκαν οι «Αναμνήσεις» του, μοναδικό του δημοσίευμα όσο ζούσε.
Η μεγάλη προσφορά του Ουιλλόμπι έγκειται στην προσπάθειά του να δώσει μια νέα ταξινόμηση των θηλαστικών. Το σχήμα, πάνω στο οποίο εργάστηκε, παρά τις ατέλειες που ομολογεί και ο ίδιος, παρουσιάζει αρκετούς πρωτότυπους και νεωτεριστικούς χαρακτήρες, που τον κάνουν, στον τομέα της ταξινόμησης γενικά, τον πιο άμεσο πρόδρομο του έργου του Λινναίου.
Ο Ουιλλόμπι διαίρεσε τα θηλαστικά σε χηλοφόρα και οπληφόρα, βασιζόμενος σε καθαρά μορφολογικά κριτήρια. Στη συνέχεια, πάνω στην ίδια βάση, χώρισε τις ομάδες αυτές σε υποομάδες, ανάλογα με τον αριθμό των χηλών και τον τύπο των κεράτων την πρώτη, ανάλογα με τον αριθμό των δακτύλων των ποδιών, το σχήμα των οπλών και των αριθμό των εγκοπών τους τη δεύτερη.
Έτσι και στον τομέα της ζωολογίας, ο 17ος αιώνας παρουσιάζεται να αναζητάει ένα νέο πλαίσιο, βασισμένο στη φύση και όχι σε αφηρημένα λογικά σχήματα. Στον τομέα αυτόν, βέβαια, οι ζυμώσεις είχαν αρχίσει από τον προηγούμενο αιώνα. Χρειάστηκε όμως να ακολουθήσει μια μακριά και δύσκολη προσπάθεια για να φτάσει η επιστήμη στη θαυμάσια σύνθεση του Λινναίου.
[1] Φυτά που έχουν στο ίδιο άτομο αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα.[2] Εξελληνισμένη παλαιότερη ονομασία της γερμανικής πόλης Τίμπινγκεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου