21/1/09

Η μελέτη των απολιθωμάτων [48]

Για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος μέχρι το 17ο αιώνα τοποθετούσε και έλυνε το πρόβλημα που δημιουργούσε η ανεύρεση απολιθωμάτων, που για τους αρχαίους στάθηκαν αφορμές μεγάλου θαυμασμού, πρέπει να γυρίσουμε δεκάδες αιώνες πίσω, στο Ρωμαίο ποιητή Λουκρήτιο. Ο ποιητής πίστευε απόλυτα στην αυτόματη γένεση που θεωρούσε σαν τη μοναδική εξήγηση της προέλευσης των ζωντανών πλασμάτων μέσα στο σύμπαν.
«Όπου», κατά τον Λουκρήτιο, «η φύση του τόπου ήταν κατάλληλη, φύτρωναν μήτρες, στερεωμένες στη γη με ρίζες». Μέσα στις μήτρες αυτές γεννιόνταν κι έπαιρναν μορφή τα έμβρυα. Σε ορισμένη στιγμή οι μήτρες άνοιγαν κι από μέσα τους ξεπετάγονταν τα ζωντανά πλάσματα: «Γι’ αυτό, δίκαια η Γη ονομάστηκε Μητέρα, επειδή αυτή ακριβώς δημιούργησε το ανθρώπινο γένος στον κατάλληλο χρόνο και όλα τα γένη των θηρίων που τριγυρίζουν εδώ κι εκεί στα βουνά, καθώς και τα πουλιά, κατοίκους των αιθέρων, με την τόση ποικιλία των μορφών τους».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα του Λουκρήτιου η Γη δε γεννά μόνο ζωντανά πλάσματα, αλλά τους δίνει και τη μορφή. Συνεπώς διαθέτει όχι μόνο «γενετική», αλλά και «μορφοποιό» δύναμη.
Παρακάτω ο Λουκρήτιος βεβαιώνει ότι οι πρώτοι άνθρωποι είχαν σκελετό «πιο μεγάλο και καμωμένο από οστά πιο σκληρά» σε σύγκριση με τους ανθρώπους της εποχής του. Από πού άραγε να προέρχεται ο ισχυρισμός αυτός του Λουκρήτιου; Προφανώς από την ανακάλυψη απολιθωμάτων που το σχήμα τους θύμιζε οστά ανθρώπινα, αλλά οι διαστάσεις τους ήταν πολύ μεγαλύτερες από τον ανθρώπινο σκελετό της εποχής του. Δεν είναι αυτό αρκετό για να πιστέψει ο ποιητής στην παλαιότερη παρουσία ενός γένους γιγάντων επάνω στη γη; Την ίδια άλλωστε παρατήρηση, πολλούς αιώνες αργότερα, κάνει ο Τζ. Μπ. Βίκο, στηρίζοντάς την στην ανεύρεση πελώριων οστών στα βουνά, άσχετα από το γεγονός ότι αυτά πολύ πιθανόν να μην ήταν ανθρώπινα, αλλά να ανήκαν σε κάποιο από τα πελώρια θηλαστικά που τους προϊστορικούς χρόνους ήταν οι κύριοι της επιφάνειας της γης.

ΤΑ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Η ύπαρξη των απολιθωμάτων ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Κάτι που αποδεικνύεται από πολλά σημεία των κειμένων του Ηρόδοτου κι άλλων ιστορικών, γεωγράφων και φυσιοδιφών της αρχαιότητας, φυσικά δε και του Αριστοτέλη. Ήταν ένα ακόμα πρόβλημα από εκείνα που απασχολούσαν ζωηρά τη σκέψη των σοφών της αρχαιότητας.
Κάθε απόπειρα να τα εξηγήσουν ισοδυναμούσε φυσικά με βήματα στο σκοτάδι. Το αρχαίο όμως ελληνικό πνεύμα διαισθανόταν την αλήθεια: ο Ηρόδοτος θεωρεί τα απολιθώματα υπολείμματα ζωντανών πλασμάτων, τα οποία έζησαν τα πολύ παλαιά χρόνια.
Στο Μεσαίωνα, τα απολιθώματα ερμηνεύονται στο πνεύμα των Γραφών, ως μαρτυρίες του κατακλυσμού. Η ερμηνεία αυτή αναγνώριζε βέβαια την οργανική προέλευση των απολιθωμάτων. Επειδή όμως δεν υπήρχε το απαραίτητο απόθεμα γεωλογικών γνώσεων, που ήταν τότε ελάχιστες ή ανύπαρκτες κι επειδή οι άνθρωποι πίστευαν στο αναλλοίωτο των ζωικών ειδών και της ίδιας της όψης της γης, δεν μπορούσαν να βγουν γόνιμα συμπεράσματα από ό,τι είχε διαισθητικά συλλάβει ο άνθρωπος.
Παράλληλα με την ερμηνεία αυτή που ήταν η επικρατέστερη, κυκλοφορούσαν και άλλες, που έξω απ’ το πλαίσιο των Γραφών ζητούσαν να στηριχθούν στο βιταλισμό του Γαληνού και σε μερικές ενδείξεις, που τις έπαιρναν χωρίς δυσκολία από τα κείμενα του Αριστοτέλη. Ξεκινώντας από την πανταχού παρουσία μιας «ψυχικής θερμότητας» και του «ζωτικού πνεύματος», πάνω στα οποία στηριζόταν η «βιταλιστική» θεωρία του Γαληνού, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η γη διαθέτει μια «πλαστουργό δύναμη», χαρακτηριστική κάθε εκδήλωσης της φύσης. Μήπως το νεογέννητα των ανθρώπων και τα νεογνά των ζώων δεν γεννιούνται τελείως διαμορφωμένα; Μήπως τα φυτά δεν ξεπετάγονται από το σπόρο με την τελική τους μορφή; Συνεπώς η φύση έπρεπε να έχει στο εσωτερικό της μια δύναμη, ικανή να δίνει μορφή στα άμορφα, στην ύλη, παρά το γεγονός ότι κάθε προϊόν της «πλαστουργού δύναμης» δε διαθέτει ζωή.
Έτσι εξηγούσαν πολλοί επιστήμονες του Μεσαίωνα και μάλιστα ο μεγάλος Άραβας, ο Αβικέννας, ο «πρίγκιπας» της επιστήμης κατά τους μεταγενέστερούς του, την ύπαρξη απολιθωμάτων. Κι από αυτήν του ακριβώς την προσωνυμία, μπορεί κανείς να υπολογίσει την έκταση της επίδρασής του στις επόμενες γενιές και στο ζήτημα των απολιθωμάτων.

ΜΕΓΑΛΟΦΥΕΙΣ ΕΝΟΡΑΣΕΙΣ
Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που δεν ακολούθησαν την ερμηνεία του Αβικέννα, η οποία ήταν γενικά δεκτή απ’ όλους όσους δεν ήθελαν να παραδεχτούν την ύπαρξη κατακλυσμού.
Έτσι ο Ριστόρο ντ’ Αρέτσο (13ος - 14ος αιώνας), ξεκινώντας από την παρουσία των απολιθωμάτων στα βουνά, υποστήριξε ότι ανεξάρτητα από το αν συνέβηκε ή όχι κατακλυσμός, πρέπει κάποτε τα βουνά αυτά να βρίσκονταν κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Με την υπόθεση αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά η τολμηρή ιδέα των γεωλογικών μεταβολών, αντίθετα προς την επικρατούσα βολική άποψη για το αμετάβλητο, όχι μόνον των ζωντανών πλασμάτων, αλλά και της όψης της γης. Παρόλο όμως που η υπόθεση του Ριστόρο έγινε δεκτή από πρόσωπα περιωπής του Βοκάκιου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, δεν προσέχθηκε μέχρι τον 17ο αιώνα.
Η αποδοχή της υπόθεσης αυτής από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι ή η διατύπωσή της από αυτόν από την αρχή, άσχετα με το αν γνώριζε ή όχι τις ιδέες του Ριστόρο, δεν πρέπει να εκπλήττει. Ανεξάρτητα από την προσφορά του Λεονάρντο σε τομείς της γνώσης, όπως η ανατομική κι η μηχανική, δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά προβλήματα της γεωλογίας και της χαρτογραφίας. Οι σημειώσεις και τα σχέδια που άφησε, προκαλούν έκπληξη για την πρωτοτυπία και το νεωτεριστικό πνεύμα τους. Δυστυχώς κι εδώ, όπως σε κάθε άλλη εκδήλωση της μεγαλοφυΐας του Λεονάρντο ντα Βίντσι, έλειπε τελείως κάθε τάξη στις έρευνές του, αλλά και κάθε απόπειρα για οργανική συστηματοποίηση των ανακαλύψεών του. Αυτό στέρησε το έργο του από την επίδραση που θα έπρεπε να ασκήσει στις μεταγενέστερες εποχές. Οι αξιοθαύμαστες του σημειώσεις, οι καταπληκτικές του παρατηρήσεις και τα υπέροχα σχέδιά του έμειναν θαμμένα στα ογκώδη του σημειωματάρια, ενώ σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι εξακολουθούσαν να μιλούν για την «πλαστουργό δύναμη της φύσης», το «θρεπτικό χυμό που τείνει προς την απολίθωση» και το «λιθοποιό πνεύμα».

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
Αν οι παρατηρήσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι έμειναν άγονες στα χρόνια που ακολούθησαν, δε συνέβη το ίδιο με τις παρατηρήσεις ενός ευφυούς ιατρού και φυσιοδίφη: του Γερμανού Γκέοργκ Μπάουερ (1454-1555). Αυτός, με το να ζήσει για πολύ στα ορυχεία, δεν παρατήρησε απλώς τη βλαβερή επίδραση του μολυσμένου αέρα τους στην υγεία των μεταλλωρύχων και των ανθρακωρύχων, αλλά είδε και πολλά απολιθώματα και μάλιστα την ώρα ακριβώς που τα έβγαζαν από το έδαφος. Η λατινική ονομασία «φοσσίλια» που τους έδωσε στο έργο του «Περί μεταλλείων» (πήρε το εκλατινισμένο όνομα Αγκρίκολα) σημαίνει ακριβώς το πράγμα που έρχεται στο φως με το σκάψιμο της γης. Δεν περιορίστηκε όμως εκεί. Με την ίδια οξύτητα πνεύματος που συνέλαβε τα αίτια των επαγγελματικών νόσων των μεταλλωρύχων, αντιλήφθηκε και την οργανική φύση των απολιθωμάτων. Επρόκειτο για το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς εκτόπιση των «πλαστουργών δυνάμεων» και των «λιθοποιών πνευμάτων».
Στο έργο αυτό της ανανέωσης συνεργάστηκε με πάθος μια ταπεινή αλλά μεγαλοφυής φυσιογνωμία: ο Γάλλος αυτοδίδακτος Μπερνάρ Παλισσύ (1510-1589). Αυτός δεν ικανοποιείτο με την ερμηνεία του κατακλυσμού ούτε με την εξήγηση της «πλαστουργού δύναμης» και τις ιδέες περί «αστείων της φύσης». Υποστήριζε λοιπόν αποφασιστικά ότι καμιά απόκρυφη «δύναμη» δεν ήταν σε θέση να δώσει στους βράχους το σχήμα του κοχυλιού, αν τα ίδια τα κοχύλια δεν το είχαν αποτυπώσει πάνω τους.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο Παλισσύ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας συνηθισμένος αγγειοπλάστης, για να καταλάβει το τι μπορεί να πετύχει το πνεύμα που δε δεσμεύεται από προκαταλήψεις. Ίσως αυτό να το οφείλει ο Παλισσύ στο ότι έμεινε αγγειοπλάστης και δεν έκανε συστηματικές σπουδές που θα τον διαπότιζαν με το ακαδημαϊκό πνεύμα, η αλαζονεία του οποίου πήγαινε παράλληλα με τον παραλογισμό και την απλοϊκότητά του!

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΕΝΩΝ
Και πάλι όμως έπρεπε να έρθει ο 17ος αιώνας για να βρουν οι μεγαλοφυείς αυτές ιδέες τη δικαίωση και την ένταξή τους σ’ ένα νέο ευρύ επιστημονικό πλαίσιο. Εκείνος που έδωσε την πιο νεωτεριστική λύση στο πρόβλημα της προέλευσης των απολιθωμάτων ήταν ο Δανός Στένσεν, με το εκλατινισμένο όνομα Στενόνιους και το εξελληνισμένο Στένων.
Τη στιγμή που εγκατέλειπε τη Φλωρεντία για να γυρίσει στην πατρίδα του, ο Στένων θέλησε να δείξει στο φωτισμένο ηγεμόνα και προστάτη του, μεγάλο δούκα Φερδινάνδο Β', την ευγνωμοσύνη του. Και του αφιέρωσε το έργο, στο οποίο είχε συγκεντρώσει τα πορίσματα των μακροχρόνιων ερευνών του γύρω από τα απολιθώματα. Το έδαφος της Τοσκάνης, από τα πλουσιότερα της Ιταλίας σε τέτοια ευρήματα, προσφερόταν ιδιαίτερα για τις μελέτες του. Το έργο αυτό (Φλωρεντία 1669) είχε τον τίτλο «Προοίμιο περί των στερεών των περιεχομένων εν τη φύσει εντός στερεών». Στις σελίδες του, τεκμηριωμένες με ακριβείς και οξυδερκείς παρατηρήσεις και αναλύσεις κάθε είδους απολιθωμάτων (κοχυλιών, οστών, φυτών κλπ.), ο Στένων υποστηρίζει κι αποδεικνύει με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφιβολία την οργανωτική τους προέλευση. Κατόρθωσε να αναγνωρίσει ότι οι «πέτρινες γλώσσες» όπως τις έλεγαν, ιδιαίτερα άφθονες στο νησί της Μάλτας, δεν ήταν άλλο από δόντια καρχαριών απολιθωμένα.
Το έργο του Στένωνα υπήρξε έργο θεμελιώδους σημασίας για την εποχή του. Είναι αλήθεια ότι ο απήχησή του υπήρξε στον αιώνα του ασήμαντη. Δεν παύει όμως να αποτελεί το πρώτο λιθάρι στο οικοδόμημα της σύγχρονης παλαιοντολογίας, της επιστήμης που τόσο συνέβαλε στη διατύπωση των εξελικτικών θεωριών.Όπως σημειώσαμε, οι σύγχρονοι του Στένωνα δεν στάθηκαν ικανοί να συλλάβουν τη σημασία του έργου του και των ιδεών του. Έτσι μετά έναν αιώνα ξαναγύρισαν στην ερμηνεία των απολιθωμάτων με τον κατακλυσμό. Για άλλη μια φορά δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε μια από τις τόσο συνηθισμένες αντιφάσεις των γόνιμων και γεμάτων ζωή εποχών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: