6/1/09

Το πρόβλημα της αυτόματης γένεσης [45]

Παρόλα τα πειράματα του Ρέντι, που το καθένα τους ήταν και μια επιβεβαίωση της ορθότητας της υπόθεσής του, αυτή δεν κατόρθωσε να επιβληθεί σαν επιστημονική αλήθεια, ούτε τα συμπεράσματά του να γίνουν δεκτά από όλους τους συγχρόνους του. Ακόμα και ο ίδιος φαίνεται να διατηρεί τις αμφιβολίες του, με τη σύνεση και την επιφυλακτικότητα που χαρακτηρίζει στο μεγαλύτερο μέρος της, την επιστήμη του 17ου αιώνα.
«Δεν ήμουν, όμως, ικανοποιημένος», γράφει ο Ρέντι, «από τα πειράματα και μόνο γι’ αυτό και έκανα άπειρα άλλα από αυτά σε διάφορες εποχές και σε διάφορα αγγεία και για να μην αφήσω τίποτα αδοκίμαστο, έδωσα, τέλος, εντολή, πάνω από μια φορά, να χώσουν μέσα στη γη μερικά τεμάχια κρέας και να τα σκεπάσουν καλά με το ίδιο χώμα. Και παρόλο που έμειναν έτσι θαμμένα πολλές εβδομάδες, δεν γέννησαν ποτέ σκουλήκια, όπως γινόταν με όλους τους άλλους τρόπους από τα κρέατα, πάνω στα οποία είχαν καθίσει οι μύγες: και δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι από τον Ιούλιο είχα τοποθετήσει σε μια γυάλινη φιάλη, με αρκετά μακρύ κι ανοικτό λαιμό, τα εντόσθια 3 καπονιών, που εκεί μέσα σκουλήκιασαν. Και καθώς εκείνα τα σκουλήκια δεν μπορούσαν, επειδή ο λαιμός ήταν υπερβολικά ψηλός, να ξεφύγουν, έπεφταν πάλι στον πυθμένα της φιάλης και ψοφώντας εκεί, χρησίμευαν σαν τροφή και φωλιά για τις μύγες, που συνέχιζαν να δημιουργούν σκουλήκια, όχι μόνο όλο το καλοκαίρι, αλλά ακόμα και ως τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου».

Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ
Το κεφάλαιο αυτό έχει ενδιαφέρον για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί δείχνει τον Ρέντι να συμμορφώνεται απόλυτα με τις υποδείξεις του Βάκωνα και του Καρτέσιου, που ζητούσαν εξαντλητική διερεύνηση κάθε πειραματικής λεπτομέρειας. Δεύτερον, γιατί εδώ αντιμετωπίζεται ένα φλέγον θέμα της εποχής: η πολεμική εναντίον ενός από τους πιο διάσημους φιλοσόφους της εποχής του Ρέντι, του Αθανάσιου Κίρχερ.
Ο μεγάλος αυτός επιστήμονας γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γκάιζα της Γερμανίας και δίδαξε διαδοχικά στο Βύρτσμπουργκ, την Αβινιόν και τη Ρώμη. Εδώ κατέλαβε την έδρα των μαθηματικών στο Ρωμαϊκό Κολέγιο των Ιησουιτών, στο τάγμα των οποίων ανήκε. Το έργο του θα μας απασχολήσει σε άλλο κεφάλαιο. Προς το παρόν μάς ενδιαφέρει η θέση του απέναντι στις απόψεις του Ρέντι. Με εγκυκλοπαιδική μόρφωση, προικισμένος μαθηματικός, φυσικός, θεολόγος, φιλόσοφος, φιλόλογος κι αστρονόμος, ο Κίρχερ επιδόθηκε εντατικά και στην έρευνα της φύσης. Σ’ αυτήν αφιερώνει ένα από τα βιβλία του με τίτλο «Ο υπόγειος κόσμος», δημοσιευμένο το 1662, όταν ο Ρέντι δημοσίευε τα «Πειράματα γύρω από τη γένεση των εντόμων».
Στο έργο του αυτό ο Κίρχερ υποστηρίζει με πάθος την αυτόματη γένεση, επικαλούμενος παραδείγματα που προέρχονταν από προσωπικές του παρατηρήσεις και πρώτα από όλα τη γέννηση μυγών από τα πτώματα άλλων μυγών. Ας διαβάσουμε, όμως, τι γράφει σχετικά ο Ρέντι:
«...θα μπορούσα ίσως να συμπεράνω (με βάση τα πειράματα που αναφέραμε πιο πάνω), ότι ο σοφότατος πατήρ Αθανάσιος Κίρχερ, άνθρωπος άξιος του μεγαλύτερου επαίνου, πλανιέται, δεν ξέρω πώς, στο 12ο βιβλίο του ‘Υπογείου κόσμου’, όταν εκθέτει το πείραμα της γένεσης μυγών από τα πτώματά τους. Βρέχουμε, λέει ο καλός αυτός αριστοτέχνης, τα πτώματα των μυγών και τα διαποτίζουμε με νερόμελο. Στη συνέχεια τα εκθέτουμε πάνω σε μια σχάρα χάλκινη στη χλιαρή θερμότητα της στάχτης, οπότε βλέπουμε να γεννιούνται από αυτά ανεπαίσθητα μερικά λεπτότατα σκουληκάκια, ορατά μόνον με το μικροσκόπιο, που σιγά - σιγά βγάζουν τα φτερά στη ράχη, αποκτούν το σχήμα πάρα πολύ μικρών μυγών... και λίγο - λίγο αυξάνονται και γίνονται μύγες μεγάλες και με τέλεια μορφή».
Στους ισχυρισμούς αυτούς, που περιβάλλονται με το κύρος ενός αξιοσέβαστου ερευνητή, ο Ρέντι απαντά με αποφασιστικότητα που γίνεται ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη μετά το σεβασμό με τον οποίον παρουσίασε στους αναγνώστες του το «πείραμα» του αντιπάλου του. Ένα σεβασμό που στο φως των λόγων που ακολουθούν, παίρνει μια πολύ λεπτή απόχρωση ειρωνείας: «Αλλά, εγώ πιστεύω ότι εκείνο το νερόμελο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ελκύει πιο εύκολα τις ζωντανές μύγες, να τρέφονται από αυτά τα πτώματα και να αφήνουν επάνω τους τα σπέρματά τους. Και μικρή, αν όχι καμιά σημασία, αποδίδω στο να γίνεται το πείραμα σε χάλκινο δοχείο και στη χλιαρή θερμότητα της στάχτης, επειδή πάντοτε και σε οποιοδήποτε μέρος, από αυτά τα πτώματα θα γεννηθούν τα σκουλήκια και από τα σκουλήκια οι μύγες, αρκεί από τις ίδιες τις μύγες να έχουν γεννηθεί πάνω τους τα σκουλήκια ή τα σπέρματα των σκουληκιών».
Τα λόγια αυτά προδίδουν ότι ο Ρέντι έχει πια εγκαταλείψει κάθε του επιφύλαξη: οι μύγες γεννιόνται μόνον από τα αυγά που αφήνουν άλλες μύγες. Κάθε νεώτερο πείραμα, προορισμένο να αποδείξει εσφαλμένες θέσεις, όσο κι αν εκτελείται από πρόσωπο της ολκής του Κίρχερ, είναι χαμένος χρόνος.
Υπήρχαν όμως και άλλα στοιχεία στους ισχυρισμούς του Κίρχερ που άφηναν τον Ρέντι, ακριβολόγο παρατηρητή, έκπληκτο: οι μύγες, κατά τον Κίρχερ, γεννιόνται σε μικρογραφία, για να αναπτυχθούν προοδευτικά σε τέλειο έντομο. Ο Ρέντι ποτέ δεν είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο. Ανάλογη προς την προηγούμενη είναι και εδώ η απάντησή του:
«Δεν καταλαβαίνω κιόλας, πώς αυτά τα λεπτότατα σκουλήκια, που περιγράφει ο Κίρχερ, μεταμορφώνονται σε μικρές μύγες, χωρίς πριν να μεταβληθούν για διάστημα μερικών ημερών σε αυγά.
[1] Και δεν καταλαβαίνω ακόμα, ομολογώντας ειλικρινά την άγνοιά μου, πώς οι μύγες εκείνες μπορούν να γεννιόνται τόσο μικρές και ύστερα να μεγαλώνουν. Γιατί όλες οι μύγες, οι μυγούλες, τα κουνούπια και οι πεταλούδες, όπως χίλιες φορές είδα, βγαίνουν από το αυγό τους με το ίδιο μέγεθος, που θα κρατήσουν σε όλο το διάστημα της ζωής τους».
Όπως βλέπουμε, ο Ρέντι, ενώ αφενός ομολογεί άγνοια, επικαλείται αφετέρου με απόλυτη βεβαιότητα το αποτέλεσμα χιλιάδων πειραμάτων. Αυτό είναι πια μια ανοιχτή καταγγελία κατά των ισχυρισμών του Κίρχερ: το πείραμά του είναι εσφαλμένο και τα αποτελέσματά του φανταστικά και ας είναι αυτός ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΖΩΩΝ
Όπως είδαμε ήδη, η αριστοτελική παράδοση δεν περιορίζει την αυτόματη γένεση στα έντομα. Την επεκτείνει σε πολλά φυτά, στα χέλια και μερικά από τα ανώτερα ζώα. Έτσι, η οριστική απάντηση στο πρόβλημα απαιτούσε «φυσικές εμπειρίες» και από τις άλλες κατηγορίες των ζωντανών πλασμάτων. Πώς το αντιμετώπισε ο Ρέντι; Προφανώς ο άνθρωπος που μιλάει για χιλιάδες πειράματα με κάθε δυνατό τρόπο και σε όλες τις εποχές, για να ελέγξει τη γένεση των εντόμων, δεν ήταν δυνατόν να υποχωρήσει, για τα άλλα ζώα. Να τι γράφει, για παράδειγμα, σχετικά με τα φίδια: «Τα φίδια, όπως πιστεύω, δεν γεννιούνται παρά μόνον με το ζευγάρωμα, και όλοι οι άλλοι τρόποι της γέννησής τους, είτε με τη σήψη ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο αναφέρουν οι συγγραφείς, είναι παραμύθια και πολύ απέχουν από το να γίνουν πιστευτά. Συνεπώς, δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο πατήρ Αθανάσιος Κίρχερ, θέλει να αποδείξει κάτι πλαστό και, όπως ο ίδιος αναφέρει, που πέτυχε αυτός πειραματιζόμενος». Τι ήταν αυτό το πείραμα του Κίρχερ; Έπαιρνε φίδια, τα έψηνε, τα τεμάχιζε και τα έσπερνε σε έδαφος που το έβλεπε ο ανοιξιάτικος ήλιος και που δεχόταν το νερό της βροχής. Τα φιδάκια έβγαιναν από τη γη (!) σε 8 μέρες. Τα έτρεφε με νερωμένο γάλα και σύντομα έφταναν τις αναλογίες του ενήλικου φιδιού. Τα φίδια αυτά μπορούσαν πια να πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον ζευγαρώνοντας.
Εδώ ο Κίρχερ επεκτείνει στα φίδια ό,τι έγραφε ο Αριστοτέλης για τις μύγες, ότι δηλαδή γεννιούνται με την αυτόματη γένεση, αλλά μπορούν και να ζευγαρώνουν. Με μια μόνον διαφορά: Κατά τον Αριστοτέλη, οι μύγες που γεννιούνται από άλλες μύγες ήταν ανίκανες για αναπαραγωγή, ενώ κατά τον Κίρχερ, όλες οι γενιές των φιδιών που ακολουθούσαν εκείνη που προήλθε από την αυτόματη γένεση, μπορούσαν να αναπαράγονται ζευγαρώνοντας.
Τι ήταν όμως αυτό το παράλογο για μας πείραμα του Κίρχερ; Θα το παρακολουθήσουμε στη θαυμάσια μετάφραση του κειμένου του από τον Ρέντι: «Όλη αυτή την υπόθεση μου δίδαξε για πρώτη φορά το πτώμα ενός φιδιού, που βρήκα στην εξοχή. Ήταν όλο γεμάτο και τριγυρισμένο από σκουλήκια, μερικά από τα οποία ήταν λεπτότατα, άλλα πιο μεγάλα και άλλα, τέλος, είχαν πάρει ολοφάνερα τη μορφή του φιδιού». Και συνεχίζει ο Ρέντι: «Παρακινούμενος από την επίσημη μαρτυρία του σοφότατου αυτού συγγραφέα, έκανα πολλές φορές το πείραμα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να δω τη γέννηση αυτών των ευλογημένων χειροποίητων φιδιών». Η ειρωνεία είναι εδώ διάχυτη, ίσως κι ένας βαθμός μνησικακίας απέναντι σ’ εκείνον που τον ανάγκασε να χάνει τον καιρό του, γυρεύοντας να επιβεβαιώσει εσφαλμένες αντιλήψεις.
Τα πράγματα εξηγούνται κατά τον Ρέντι, αρκετά απλά: «... αν ο πατήρ Κίρχερ είδε στην εξοχή το πτώμα εκείνου του φιδιού τριγυρισμένο από σκουλήκια, τα σκουλήκια αυτά τα είχαν αφήσει μύγες. και αν ήταν διαφορετικών μεγεθών, αυτό συνέβαινε γιατί δεν είχαν όλα γεννηθεί στον ίδιο χρόνο. και αν ανάμεσα στα σκουλήκια αυτά περιφέρονταν μύγες, το έκαναν αυτό είτε για να φάνε από το αποσυντεθειμένο πτώμα είτε ήταν μύγες που μόλις θα είχαν γεννηθεί από τα ίδια εκείνα σκουλήκια: το ότι όμως φαίνονταν για μικρά φιδάκια γεννημένα στη σαπισμένη εκείνη βρωμιά, ω!, αυτό δεν μπορώ να το πιστέψω».
Στην αναφώνηση με την οποία κλείνει την παράγραφο αυτή ο Ρέντι, βρίσκεται όλη η νέα νοοτροπία σχετικά με την αντιμετώπιση των επιστημονικών προβλημάτων. «Δεν εννοώ να το πιστέψω», αναφωνεί ο Ρέντι και υπονοεί: δεν πιστεύω στα κείμενα, δεν πιστεύω στις αυθεντίες των σοφών και των πιο επιφανών, πιστεύω μόνον στην ορθολογιστικά υπολογισμένη εμπειρία. Μια άβυσσος έχει κιόλας ανοιχθεί ανάμεσα στο 17ο και στους περασμένους αιώνες.
Με αφέλεια προσθέτει ο Ρέντι: «Ο Πλίνιος ίσως ευχαρίστως να το είχε πιστέψει», για να αναφέρει στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους ο μεγάλος Ρωμαίος φυσιοδίφης θα προσυπέγραφε την αφήγηση του Κίρχερ. Στο πρόσωπο του Πλινίου ο Ρέντι βλέπει την εκπροσώπηση της νοοτροπίας των αιώνων που πέρασαν και της αντιτάσσει την καρποφόρα απιστία της νέας εποχής.
Είδαμε την πολεμική κατά των υποστηρικτών της αυτόματης γένεσης και ιδίως του Ιησουίτη σοφού Αθανάσιου Κίρχερ να επεκτείνεται από τα έντομα μέχρι τα ερπετά και τα αμφίβια. Στην επίθεση του Ρέντι, οι αντίπαλοί του είχαν να αντιπαρατάξουν όχι μόνον τον Κίρχερ, αλλά ακόμα κι ένα περίεργο επιστήμονα, φίλο και αντίπαλο μαζί του Γαλιλαίου: τον Φορτούνιο Λιτσέτο (1577-1657). Αυτός, μαζί με το Σεβερίνο, για τη θετική προσφορά του οποίου έχουμε γράψει, υποστήριζε ότι από την αποσύνθεση των ανθρώπινων πτωμάτων γεννιόνται φίδια.
Αυτό που κάνει εδώ εντύπωση, δεν είναι τόσο ο ισχυρισμός του Λιτσέτο και η πίστη του στην αυτόματη γένεση, όσο η συνηγορία ενός τόσο θαρραλέα νεωτεριστικού πνεύματος, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος Σεβερίνο. Πρόκειται για τον σοφό που μπόρεσε, καλύτερα από κάθε άλλον, να διαβλέψει τις τεράστιες δυνατότητας μιας «τεχνικής και λεπτολόγου ανατομικής» σε συνδυασμό με το μικροσκόπιο, πράγμα που τον τοποθετεί ανάμεσα στους πιο σπουδαίους ανανεωτές της επιστήμης το 17ο αιώνα.
Αντίθετα, η στάση του Λιτσέτο δεν εκπλήσσει. Ο Λιτσέτο υποστήριζε φανατικά το σύστημα του Πτολεμαίου, αντιτάσσοντάς το στην επαναστατική ανακάλυψη του Κοπέρνικου, καθώς και την ανατόμο-φυσιολογική θεωρία του Γαληνού εναντίον της κυκλοφορίας του αίματος, κατά της οποίας χρησιμοποιούσε πραγματικά και φανταστικά επιχειρήματα και γενικά κάθε αντίληψη του παρελθόντος κατά των νέων ανακαλύψεων. Από έναν τέτοιο άνθρωπο είναι φυσικό να περιμένει κανείς και μια ένθερμη υποστήριξη προς τη θεωρία της αυτόματης γένεσης και μάλιστα της παραγωγής ζωής από τη διαδικασία της αποσύνθεσης του ανθρώπινου πτώματος.

ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Στο σημείο αυτό η πολεμική επεκτάθηκε πέρα από τους φυσιοδίφες με τις θεωρίες τους, για να περιλάβει ως πηγή επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων και την Αγία Γραφή. Τι ίδιο άλλωστε είχε συμβεί και στην περίπτωση του Γαλιλαίου, ο οποίος στα έργα του ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει τις μεγάλες δυσκολίες που του παρουσίαζε η θεολογική παράδοση, τόσο στο θέμα της ανακάλυψης του Κοπέρνικου, όσο και γενικότερα στη νέα αντίληψη για την επιστήμη.
Όπως ακριβώς ο Γαλιλαίος, έτσι και ο Ρέντι προσπαθεί στα έργα του επιδέξια να εναρμονίσει τις ανακαλύψεις του με το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. Ενώ όμως ο πρώτος δεν επιφυλάσσεται από το να διακηρύξει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ουσιαστική αντίθεση μεταξύ Γραφής και επιστήμης, επειδή η επιστήμη ερμηνεύει το γραμμένο, όπως και η Γραφή, από τον Θεό «μεγάλο βιβλίο της φύσης», ο Ρέντι ακολουθεί άλλο δρόμο. Καταφεύγει σε μια ερμηνεία της Αγίας Γραφής τέτοια, που ενώ από τη ναι αποκαλύπτει την οξύτητα του πνεύματός του και στον τομέα της ερμηνείας των Γραφών, από την άλλη τονίζει ακόμα περισσότερο τη βαθιά του πίστη και την ακλόνητη εμπιστοσύνη στη νέα επιστήμη.
Γράφει λοιπόν ο Ρέντι: «Τολμηρή υπερβολή θα φανεί αυτή η τελευταία πρόταση (ότι δηλαδή δεν γεννιούνται από το ανθρώπινο πτώμα σκουλήκια), αφού τα ιερά βιβλία για να ταπεινώσουν την υπεροψία του ανθρώπου, έρχονται συχνά να μας θυμίσουν ότι η σάρκα μας θα γίνει στο τέλος τροφή σκουληκιών». Εδώ αναφέρει χωρία από τον Εκκλησιαστή, τον Ησαΐα και τον Ιώβ. Συνεχίζει όμως ότι: «όλα είναι αληθινά, το ιερό κείμενο όμως μιλάει γενικά και δε λέει αν τα σκουλήκια εκείνα γεννιούνται αυτόματα και χωρίς πατρικό σπέρμα από τις σάρκες μας ή αν απλώς έρχονται από αλλού για να τις καταβροχθίσουν ή αν γεννιούνται μέσα τους από σπέρμα που φέρνουν άλλα ζώα». Και καταλήγει στο συμπέρασμα: «πράγμα που είναι το πιο πιθανό και το πιο σωστό και όποιος ωστόσο, θέλει να πιστεύει το αντίθετο, πρέπει να πιστεύει ακόμα ότι όχι μόνο γεννιούνται τα σκουλήκια αυτόματα από τα ανθρώπινα πτώματα, αλλά ότι έτσι γεννιούνται ακόμα ο σκώρος, τα φίδια και όλα τα άλλα είδη των ζώων». Σαν απόδειξη παραθέτει άλλα χωρία της Γραφής που μπορούν μεν να ερμηνευτούν με την αυτόματη γένεση, μπορούν όμως να βρουν την εξήγησή τους και υπό το φως των νέων ανακαλύψεων.
Με τον τρόπο αυτόν ο Ρέντι γεφυρώνει το χώρο ανάμεσα στην πυρά που έκαψε τον Τζιορντάνο Μπρούνο ή τη φυλακή που δέχτηκε το Θωμά Καμπανέλα και το Γαλιλαίο και στο δρόμο που οδηγούσε τον άνθρωπο σε νέους ορίζοντες, φωτισμένους από το φως της νέας επιστήμης.

Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΕ ΧΕΛΩΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΥΣ
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο εύκολα. Έπρεπε, μέσα στο διάστημα που διαρκεί η ζωή ενός ανθρώπου, να τεθεί κάτω από το κριτικό φως του πειράματος ό,τι επί γενιές και αιώνες είχε ειπωθεί για τη γένεση της ζωής από σοφούς και άσοφους, πραγματικούς επιστήμονες και ψευτο-επιστήμονες.
Ο Ρέντι συνέχισε το έργο του με τέτοια τόλμη, που προδίδει ότι δεν πέρασαν από τη σκέψη του διόλου όλες αυτές οι δυσκολίες. Έτσι τον βρίσκουμε να υποστηρίζει αποφασιστικά ότι «οι χελώνες της ξηράς κάνουν κι αυτές τα αυγά τους και τα κρύβουν στο χώμα. Το ίδιο κι εκείνες που ζουν στα γλυκά νερά και στη θάλασσα κατεβαίνουν στη φωλιά να τα γεννήσουν και τα σκεπάζουν με την άμμο κι εκεί κάτω γεννιούνται, αφού εκκολαφθούν από τη θερμότητα του ήλιου». Τη γνώμη εκείνου που «... μπορεί ίσως να πιστεύει ότι εκείνες οι μικρές χελώνες, που τις βλέπουν συχνά να βγαίνουν από τα σπλάγχνα της γης, γεννιούνται από αυτήν» τη θεωρεί πλάνη που οφείλεται στη συνήθεια της χελώνας να θάβει τα αυγά της. Πλάνη στην οποία υπέπεσε ακόμα και ένας «σοφότατος λόγιος με λαμπρή και επινοητική σκέψη για τα έργα της φύσης», όπως ήταν κατά την κρίση του Ρέντι ο Αθανάσιος Κίρχερ, που πέρα από κάθε λογική ισχυριζόταν τα αντίθετα. Πήρε λάσπη από το βυθό ενός τέλματος, την ξέρανε στον ήλιο, ύστερα τη ζύμωσε με νερό της βροχής και την εξέθεσε στην επίδραση της θερμότητας του καλοκαιρινού ήλιου. Τότε είδε να αναπτύσσονται πρώτα φυσαλίδες και ύστερα να ξεπετάγονται από μέσα τους πλήθος λευκά βατραχάκια με δύο μόνο μπροστινά πόδια. Αργότερα η ουρά τους χώρισε στα δύο, δίνοντας τα δύο πίσω πόδια τους, με αποτέλεσμα να προκύψουν «τέλεια διαμορφωμένοι βάτραχοι». Με πολλή φαινομενική αφέλεια ο Ρέντι αναφέρει ότι «το πείραμα αυτό φαίνεται ότι πιθανότατα πρέπει να πετυχαίνει, όμως εγώ ποτέ δεν είχα την τιμή αυτή, παρόλο που το δοκίμασα πολλές φορές». Και παρόλο που ο Ρέντι αποδίδει την αποτυχία του πειράματος στην «αδεξιότητά του», που εξαιτίας της δεν μάζεψε λάσπη από το κατάλληλο μέρος, όμως, δεν αποσιωπά το αληθινό «γιατί», που το παρουσιάζει, χλευάζοντας όσο παίρνει, τους παραδοσιακούς μύθους και τα απίθανα πειράματα του Ιησουίτη σοφού.
«Εγώ», βεβαιώνει ο Ρέντι, «όμως, παρατήρησα ότι όταν γεννιούνται οι βάτραχοι ή οι φρύνοι, γεννιούνται σε λάκκους ή έλη, γεννιούνται έχοντας τη μορφή ψαριού, όχι μόνο με τα μπροστινά τους πόδια, αλλά χωρίς κανένα πόδι, με μακριά ουρά, επίπεδη και θα έλεγε κανείς κοφτερή. Και με τη μορφή αυτή κολυμπούν, τρώνε και μεγαλώνουν για πολλές μέρες: τότε ξεπετιούνται τα δυο μπροστινά τους πόδια και ύστερα από μερικές άλλες ημέρες, κάτω από το δέρμα που ντύνει όλο τους το σώμα, ξεπετιούνται τα δυο τους άλλα άκρα και αφού περάσει ορισμένος καιρός, χάνουν την ουρά. Αυτή δεν διαιρείται στα δύο για να σχηματίσει τα πόδια, όπως πίστευαν ο Πλίνιος, ο Ροντελέ και τόσοι άλλοι συγγραφείς». Για την αλήθεια αυτή μπορεί να βεβαιωθεί κάποιος που θα ήθελε να εξετάσει με το ανατομικό νυστέρι ένα από εκείνα τα βατραχάκια, λίγες μέρες αφού γεννηθούν.
Είναι φανερό ότι, όταν ο Ρέντι επικαλείται την αδεξιότητά του για να δικαιολογήσει την αποτυχία του πειράματος του Αθανασίου Κίρχερ, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταγγείλει, κάτω από ένα ευγενικό πρόσχημα, την αδυναμία της εκτέλεσής του και το φανταστικό των ισχυρισμών του «εντιμότατου», όπως τον αποκαλεί, αντιπάλου του. Και τέτοιον πράγματι θεωρεί τον Κίρχερ, ο Ρέντι, όπως φαίνεται λίγες γραμμές πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο: «Ας μου επιτραπεί να γράψω ελεύθερα την αμφιβολία μου (για το δυνατόν της αυτόματης γένεσης βατράχων από τα κλαδάκια σαπισμένης περικοκλάδας), γιατί ξέρω πολύ καλά πόσο ειλικρινά αγαπά την αλήθεια ο πατήρ Αθανάσιος και ότι για να την βρει δεν λυπήθηκε κόπους τόσο πνευματικούς όσο και σωματικούς. Κι εγώ με τον ίδιο σκοπό θα γράψω ελεύθερα τη γνώμη μου». Νομίζει δηλαδή κανείς ότι διαβάζει τα λόγια με τα οποία ο Ρούις απευθυνόταν στον Μπούρχαβε ή ο Μαλπίγγι σε φίλους και αντίπαλους.
Η αγάπη προς την αλήθεια είναι το ιδανικό που εμψυχώνει όλους αυτούς τους εκπροσώπους της νέας επιστήμης να τοποθετούνται αντιμέτωποι στις κάθε είδους φαντασιώσεις της θεωρίας της αυτόματης γένεσης, αποδεικνύοντας ότι τα έμβια όντα που παρουσιάζονταν από τον Κίρχερ και τους ομοϊδεάτες του να γεννιούνται από τα σήψη, προέρχονταν κι αυτά από το ζευγάρωμα δύο όμοιών τους. Με το ίδιο θάρρος και μεγαλύτερη ίσως αυστηρότητα αντιμετώπιζαν και τα δικά τους σφάλματα. Ας δούμε την πολεμική που ανοίγει ο Ρέντι κατά του ίδιου του εαυτού του:
«Και ο ίδιος φόβος (μήπως η λίγη αγάπη του προς την αλήθεια του στερήσει τη φήμη των επιγόνων), που συνοδεύεται από μια πολύ φλογερή αγάπη προς την αλήθεια, είναι η αιτία που ειλικρινά σας εξομολογούμαι ότι ακόμα κι εγώ, σε παλαιότερη εποχή, ζαλισμένος από την απειρία μου, πίστευα κάποτε πράγματα που συχνά τα θυμάμαι και ντρέπομαι για λογαριασμό μου». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να αναγνωρίσει ότι «παραλογιζόταν», όταν υποστήριζε ότι η καρδιά της οχιάς ήταν τετράχωρη, ενώ η πείρα απέδειξε ότι αυτή έχει ένα μόνο κόλπο και μια μόνη κοιλία.
Ακριβώς το γεγονός αυτό, το να μεταπείθεσαι δηλαδή αμέσως μόλις διαπιστώσεις το λάθος της γνώμης σου, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας νέας για τον άνθρωπο εποχής.
Τα πειράματα που εκτέλεσε ο Ρέντι υπήρξαν χιλιάδες. ‘Άλλες τόσες όμως ήταν και οι δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεραστούν και οι αντιρρήσεις των υποστηρικτών της αυτόματης γένεσης.
Το πρώτο τους επιχείρημα ήταν η ικανότητα του αέρα να γεννάει ζωντανά όντα. Η σημασία του στην ανθρώπινη ζωή είχε τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση από τον μεγάλο Ιπποκράτη. Αυτός, στα πλαίσια της θεωρίας του για τους 4 χυμούς του ανθρώπινου οργανισμού, τοποθετούσε σε πρώτη γραμμή τον αέρα, που όταν είναι «φθαρμένος» μπορεί να προκαλέσει κάθε είδους αρρώστιες και ειδικότερα επιδημίες. Αρκεί να θυμηθούμε σχετικά ένα από τα έργα του μεγάλου διδασκάλου, που αποδίδει πιο πιστά από κάθε άλλο τις ιδέες του, το «Περί αέρων, υδάτων, τόπων». Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο Ιπποκράτης εκθέτει με σαφήνεια τις αντιλήψεις του για τις επιδράσεις του κλίματος και των ατμοσφαιρικών μεταβολών πάνω στην υγεία του ατόμου και κατ’ επέκταση στη ψυχοσωματική κατάσταση των ανθρώπινων πληθυσμών.
Το ρόλο του αέρα στην αυτόματη γένεση, τον είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μιλώντας για τις σχετικές απόψεις του Δημόκριτου και του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτές, η αυτόματη γένεση έχει μεν σαν βάση τα φαινόμενα της σήψης και της ζύμωσης, απαιτεί όμως και την παρέμβαση του ατμοσφαιρικού παράγοντα με τη μορφή της θερμοκρασίας και της υγρασίας του αέρα και της περιεκτικότητάς του σε «ζωτικό πνεύμα». Αυτό ήταν το βασικό στοιχείο για το σχηματισμό των «φυσαλίδων», από τις οποίες ξεπετάγονταν οι βάτραχοι του Αθανάσιου Κίρχερ.
Έτσι ο Ρέντι υποχρεώνεται σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, για να διερευνήσει το ρόλο του αέρα, σε συνδυασμό με τη σήψη, στην αυτόματη γένεση ζωντανών οργανισμών: «... παρόλο που μου φαίνεται αρκετό το ότι είδα με τα μάτια μου ότι από τις σάρκες των νεκρών ζώων δεν γεννιούνται τα σκουλήκια, αν δεν μεταφερθούν πρώτα πάνω τους τα σπέρματα από άλλα ζωντανά ζώα, ωστόσο, για να απομακρύνω κάθε αμφιβολία και κάθε αντίρρηση, που θα μπορούσε να διατυπωθεί για το λόγο ότι τα πειράματα έγιναν σε κλειστά δοχεία, μέσα στα οποία δεν μπορούσε ο γύρω αέρας να μπαίνει και να βγαίνει ελεύθερα και να ανανεώνεται, θέλησα να επιχειρήσω και νέα πειράματα, βάζοντας τα κρέατα και τα ψάρια σ’ ένα πολύ μεγάλο δοχείο, κλεισμένο με λεπτότατο τούλι της Νεάπολης, για να μπορεί να εισχωρεί ο αέρας και σφαλισμένο σ’ ένα κιβώτιο όπως το φανάρι που βάζουμε τα τρόφιμα, τυλιγμένο με το ίδιο τούλι».
Ύστερα από τα μέτρα αυτά του Ρέντι, που απέκλειαν την είσοδο και στη μικρότερη μυγούλα, ποιο ήταν το αποτέλεσμα; «... Ποτέ δεν μπόρεσε να φανεί σ’ εκείνο το κρέας κι εκείνα τα ψάρια, ούτε το πιο μικρό σκουλήκι!» Το δεύτερο αυτό είδος του πειράματος, μάλιστα, επιβεβαίωνε το πρώτο: «Φάνηκαν (σκουλήκια) ωστόσο, αρκετές φορές, να τριγυρίζουν απέξω, πάνω στο τούλι του φαναριού, όπου τραβηγμένα από τη μυρωδιά των κρεάτων, κατάφερναν μερικές φορές να εισχωρήσουν από τις λεπτότατες οπές που είχε το τούλι. Κι αν δεν τα είχα διώξει γρήγορα, ίσως να έφταναν ακόμα να μπουν μέσα στο δοχείο, τόσο μελετημένες και επίμονες προσπάθειες έκαναν... και ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς ότι ενώ έβλεπε τις μύγες να τριγυρίζουν εκεί βουίζοντας, κάθε τόσο κάθονταν στο πρώτο τούλι και γεννούσαν τα σκουληκάκια. Επίσης πρόσεξα ότι μερικές άφηναν 6 ή 7 κάθε φορά και μερικές τα γεννούσαν στον αέρα, προτού φτάσουν στο τούλι».
Συμπέρασμα: Ούτε ο αέρας, σε συνδυασμό με τη σήψη, μπορούσε, να προκαλέσει την αυτόματη γένεση κάποιου είδους μύγας. Και κάτι άλλο, που επιβεβαιώνει τα προηγούμενα πειράματα: οι μύγες ήταν αυτές που γεννούσαν πάντα τα σκουληκάκια, τραβηγμένες από τη μυρωδιά του αποσυντιθέμενου κρέατος.

ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Όσο προχωρούσαν τα πειράματα του Ρέντι, και είδαμε μέχρι ποιο σημείο τα είχε προχωρήσει, τόσο και καινούργια προβλήματα προέκυπταν, που έφτασαν τελικά να αποτελούν εμπόδια ανυπέρβλητα. Ένα από αυτά ήταν ο σχηματισμός της κάμπιας στα φρούτα και στα μανιτάρια.
Ο τρόπος με τον οποίον ο Ρέντι αντιμετώπισε και τις περιπτώσεις αυτές ήταν και πάλι νεωτεριστικός. Δεν παρασύρθηκε στην αναζήτηση του «καθολικού και πρώτου αιτίου», προς την οποία στρέφονταν για αιώνες οι προσπάθειες των αριστοτελικών, θεωρώντας την άχρηστη, αν όχι και παράλογη. Στράφηκε πάντα στην αναζήτηση του «άμεσου» αιτίου, στο οποίο οφειλόταν το συγκεκριμένο φαινόμενο. Έτσι ο επιστήμονας του 17ου αιώνα συνεχίζει θαρραλέα ένα δρόμο που στον καιρό της είχε χαράξει μια άλλη μεγάλη φυσιογνωμία, ο Φρακαστόρο, που τον θυμόμαστε από τη θαυμάσια περιγραφή της νέας νόσου, της σύφιλης. Ο σοφός αυτός του 16ου αιώνα ήταν ο πρώτος που, χωρίς να εγκαταλείψει ορισμένες βασικές γραμμές του αριστοτελισμού, στράφηκε στην αναζήτηση όχι του «καθολικού και πρώτου», αλλά του «ειδικού και άμεσου αιτίου». Αν η γραμμή αυτή δεν είχε χαραχτεί από τον 16ο αιώνα και δεν είχε κατευθύνει τόσα μεγάλα ονόματα, όπως το Βεσάλιο, τον Κανάνο, τον Εουστάκι, τον Κολόμπο και τον Τσεζαλπίνο, ποτέ δε θα είχαμε φτάσει στα επιτεύγματα του 17ου αιώνα!
Α; ακούσουμε όμως για άλλη μια φορά τον ίδιο το Ρέντι: «Όποιο κι αν είναι το άμεσο γενεσιουργό αίτιο που γεννά τα σκουληκάκια αυτά μέσα στα ζωντανά μανιτάρια, όσο για μέσα πιστεύω ότι είναι το ίδιο εκείνο που τα γεννά στα ζωντανά φυτά και στους επίσης ζωντανούς καρπούς τους. Σχετικά με αυτό, οι γνώμες των φιλοσόφων κι όσων που ερευνούν τις ιδιότητες των φυτών ή αυτή τη φύση τους, διαφέρουν». Από τις γνώμες αυτές αναφέρει δύο: του Φορτούνιο Λιτσέτο και του Πιέτρο Γκασσέντι (1592-1655), δύο κατ’ εξοχή εκπροσώπων της παραδοσιακής επιστήμης και συγχρόνως του Ρέντι.
Ο πρώτος είναι υποστηρικτής σε κάθε περίπτωση της αυτόματης γένεσης: το φυτό, απορροφώντας με τις ρίζες του από το χώμα την τροφή του, δεν παίρνει μόνο θρεπτικές ουσίες, αλλά κι ένα μέρος της «αισθητικής ψυχής» που έχει το χώμα τραβήξει από την εκπνοή των ζωντανών ζώων ή τη σήψη των πτωμάτων τους. Μόρια όμως αυτής της «αισθητικής ψυχής» υπάρχουν και στον αέρα, από τον οποίον και παρασυρόμενα έρχονται να καθίσουν πάνω στις ρωγμές του φλοιού των φυτών, στα υγρά από τη δροσιά φύλλα τους και στη φλούδα των καρπών τους, προκαλώντας τη γέννηση των σκουληκιών.
Η γνώμη του Γκασσέντι είναι πιο ευφυής: «Είμαι της γνώμης ότι στη σάρκα των καρπών γεννιούνται τα σκουληκάκια, γιατί οι μύγες, οι μέλισσες, τα κουνούπια και άλλα όμοια έντομα, αφού καθίσουν πάνω στα λουλούδια, αφήνουν εκεί τα σπέρματά τους που στη συνέχεια κλεισμένα και περιορισμένα μέσα στους καρπούς, γίνονται με τη βοήθεια της θερμότητας της ωρίμανσης, σκουλήκια». Βλέπει, δηλαδή, κανείς ότι η γνώμη του Γκασσέντι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, έστω κι αν δεν την επιβεβαιώνει με το πείραμα.

Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ
Στην περίπτωση αυτή ο Ρέντι δεν μπορούσε να πειραματιστεί με όση ακρίβεια είχε κάνει κάτι τέτοιο για τις μύγες και τα βατράχια. Έτσι η θέση που παίρνει αποκαλύπτει το μέγεθος των εμποδίων που είχε ακόμα να υπερνικήσει η νέα επιστήμη. «Αν ήταν να εκφράσω τα αισθήματά μου», γράφει, «θα έλεγα ότι τα φρούτα, τα λαχανικά, τα δέντρα και τα φύλλα σκουληκιάζουν με δύο τρόπους: Ο ένας, με το να έρχονται τα σκουλήκια απέξω και ζητώντας τροφή, ανοίγουν με το ροκάνισμα το δρόμο και φτάνουν μέσα στη ψίχα των καρπών και του ξύλου. Ο άλλος τρόπος, που όσο για μένα δεν θεωρώ απρεπές να τον παραδέχομαι, είναι ότι η ψυχή ή η ενέργεια που γεννά τα άνθη και τους καρπούς στα ζωντανά δέντρα, είναι η ίδια που γεννά και τα σκουλήκια των φυτών αυτών».
Ο Ρέντι λοιπόν αναγκάζεται να παραδεχτεί, έστω και εν μέρει, την αυτόματη γένεση, ειδικά, όπως θα δούμε πιο κάτω, στα έντομα που κάνουν τις «κηκίδες». Στα λόγια του Ρέντι επιβιώνει η τελολογική αντίληψη του Αριστοτέλη: «το παν στη φύση αποβλέπει σε κάποιο τελικό σκοπό», αρχή που διαποτίζει ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου στοχασμού και την κατοπινή επιστήμη, μέχρι τον επαναστατικό 17ο αιώνα. Το κείμενό του, είδος εξομολόγησης, αποδεικνύει τη δύναμη μιας παράδοσης, που είχε τις ρίζες της σε μια φιλοσοφία κι επιστήμη αιώνων. «Και ποιος ξέρει», αναρωτιέται ο Ρέντι, «αν πολλοί καρποί των δέντρων δεν παράγονται για κανένα πρώτο και κύριο σκοπό, αλλά για κάποια δευτερεύουσα και βοηθητική υπηρεσία, προορισμένοι για τη γέννηση των σκουληκιών εκείνων, χρησιμεύοντάς τους σαν μήτρα, μέσα στην οποία κοιμούνται για ένα προκαθορισμένο και συγκεκριμένο χρόνο, που όταν φτάσει, βγαίνουν έξω να χαρούν τον ήλιο». Λόγια που εμπνέονται από την κλασική παράδοση, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για τους οποίους η γέννηση έρχεται στον προκαθορισμένο από τη μοίρα χρόνο και ταυτίζεται με την έξοδο στο φως του ήλιου.
Έπρεπε να εκτελεστούν ακόμα χιλιάδες χιλιάδων πειράματα για να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια, αφού θα είχε ανακαλυφθεί προηγουμένως ο τρόπος της γένεσης των φυτών, των λουλουδιών και των καρπών, που εξακολουθούσε να θαμπώνει τα εκστατικά μάτια του φυσιοδίφη.
Στο ίδιο όμως απόσπασμα του Ρέντι αναγνωρίζουμε ακόμα δύο γεγονότα: Το ένα είναι οι αντιφάσεις που, όπως επανειλημμένα είδαμε, χαρακτηρίζουν τις επαναστατικές εποχές στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Το άλλο είναι ιδιαίτερα παρήγορο για το πνεύμα του ανθρώπου: η μηχανική ερμηνεία της ζωής, που η εισαγωγή της τον 17ο αιώνα απέδωσε τόσο γόνιμους καρπούς, δεν κυριάρχησε ολοκληρωτικά στην ανθρώπινη σκέψη. Δε μάρανε τις δυνατότητες της διαισθητικής σύλληψης της πραγματικότητας, δε δέσμευσε την ανθρώπινη φαντασία και συνεπώς δε μετέβαλε τον άνθρωπο σε αυτόματο.
Τα εμπόδια πάντως που φάνηκαν στη φάση αυτή ανυπέρβλητα, δεν θα έμεναν τέτοια για πολύ. Το δρόμο του Ρέντι θα συνέχιζαν με επιτυχία οι συνεργάτες του και οι διάδοχοί του.


[1] Όπως βλέπουμε, ο Ρέντι θεωρεί τις νύμφες αυγά, παρόλο που έχει συλλάβει το φαινόμενο της μεταμόρφωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: