Η ανανεωτική ορμή του 17ου αιώνα, που όμοιά της δεν έχει καμιά άλλη εποχή στην ιστορία της ιατρικής, δεν επιδιώκει το νέο μόνον από τη θεωρητική του άποψη, αλλά και για την πρακτική του πλευρά.
Η επιδίωξη του νέου είναι άλλωστε ένα γενικότερο χαρακτηριστικό του αιώνα για τον οποίον μιλάμε. Αρκεί να στραφεί κανείς προς την πλευρά της τέχνης και ιδίως της λογοτεχνίας για να διαπιστώσει ότι τόσο η νοοτροπία των ποιητών του μπαρόκ, όσο και η επάνοδος με επιμονή στο κλασικό πρότυπο των αντιπάλων τους έχουν κάτι το κοινό: την αναζήτηση του νέου. Οι πρώτοι, θέλουν να καταπλήξουν με την πρωτοτυπία τους, οι δεύτεροι αναζητούν τα πρότυπά τους στους κλασικούς εκείνους που είτε κανείς μέχρι τότε δεν είχε μιμηθεί, όπως στον Πίνδαρο, είτε σε εκείνους που μόλις είχαν ανακαλυφθεί τα έργα τους, όπως στον Ανακρέοντα.
Μέσα στον οργασμό αυτό των καινοτομιών, των ερευνών και των ανακαλύψεων, δημιουργείται κάποια στιγμή κι η ανάγκη της οργάνωσης του υλικού που αδιάκοπα συγκεντρώνεται. Έτσι στο θεωρητικό τομέα βλέπει κανείς να γίνεται πολύ αισθητή η ανάγκη μιας αναταξινόμησης που περιλάμβανε σε μια συστηματική κατάταξη όλο το παλαιό και το νέο υλικό της γνώσης. Στον πρακτικό τομέα βλέπουμε να παρουσιάζεται ένας νέος θεσμός, ό,τι ονομάζουμε σήμερα «μουσείο φυσικής ιστορίας».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ
Από τα τέλη του 16ου αιώνα βλέπουμε εδώ κι εκεί μερικούς επιστήμονες να οργανώνουν κάποιο μικρό ιδιωτικό βοτανικό κήπο για τις μελέτες και τις παρατηρήσεις τους. Ακόμα παλαιότερα, κάτι τέτοιο είχε ιδρύσει και ο γνωστός μας Φρακαστόρο, από όπου και προέβαινε σε τολμηρή κριτική του Πλίνιου του Πρεσβύτερου.
Για τέτοιες ιδιωτικές συλλογές που το υλικό τους στην πλειονότητα χάθηκε, ενώ μερικά κομμάτια μπορεί να συγχωνεύτηκαν σε μεγαλύτερες συλλογές, έχουν διασωθεί μόνον πληροφορίες και σε μερικές περιπτώσεις και αναπαραστάσεις. Στις τελευταίες ανήκει ο Βοτανικός κήπος του Ιμπεράτο (1550-1631) από τη Νάπολη. Φαρμακοποιός από εκείνους που βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη με τους γιατρούς για τα δικαιώματα της φαρμακοθεραπείας, ο Ιμπεράτο έζησε σ’ ένα αιώνα, που το πάθος για την αλήθεια ήταν πιο ισχυρό από τις στείρες πολεμικές. Μελετητής της Φυσικής Ιστορίας με πάθος, οργάνωσε ένα βοτανικό κήπο, στον οποίο συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών και εξωτικών ζώων, που τα βλέπουμε σε μια ωραία χαλκογραφία της «Φυσικής Ιστορίας» του. Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε σε 28 τόμους στη Νάπολι το 1599. Είχε ακόμα και μια ωραία συλλογή ορυκτών. Το έργο του, για το οποίο μόλις μιλήσαμε, είναι ένας εκτεταμένος κατάλογος φυτών, ορυκτών, πολύτιμων λίθων και απολιθωμάτων που είχε μελετήσει ο Ιμπεράτο.
Σε μια άλλη του πραγματεία «Περί απολιθωμάτων» (Νάπολι, 1610), διατυπώνει την υπόθεση ότι πρέπει τα τωρινά βουνά να σκεπάζονταν κάποτε από θάλασσα. Την άποψή του αυτή στηρίζει σε παρατηρήσεις γεωλογικού χαρακτήρα, που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο «Δοκίμιο περί των μεταβολών των χωρών» (Βενετία, 1672). Εκεί μιλάει και για το ρόλο των βραδυσεισμικών κινήσεων, στις οποίες αποδίδει την καταγωγή των βουνών.
Με όλα αυτά τα προσόντα του, ο Ιμπεράτο μπορεί να θεωρηθεί από τους πρώτους οργανωτές ενός πραγματικού μουσείου φυσικής ιστορίας. Στο χώρο του, βρίσκονται, το ένα δίπλα στο άλλο, ζώα, ορυκτά και απολιθώματα, όσο κι αν η τοποθέτησή τους δεν κατευθύνεται από σαφή επιστημονικά, αλλά περισσότερο από διακοσμητικά κριτήρια. Αλλά μήπως και το μουσείο του Ρούις, για το οποίο έχουμε αλλού μιλήσει διεξοδικά,[1] ήταν κάτι διαφορετικό; Πρέπει να έμοιαζε πολύ με το βοτανικό κήπο του Ιμπεράτο, αν κρίνει κανείς από τις εικόνες που διασώθηκαν, δίνοντας μια γενική εντύπωση για το είδος των συλλογών αυτών.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
Ο 17ος αιώνας θα είναι πάλι εκείνος που θα δώσει στο μουσείο την αληθινή του υπόσταση, μεταβάλλοντάς το από ιδιωτική συλλογή αξιοπερίεργων σε οργανικό και συστηματικά διαρθρωμένο σύνολο, προορισμένο για τη μελέτη και την έρευνα.
Το πρώτο μουσείο τέτοιου τύπου ιδρύθηκε στη Βιέννη από τους Ιησουίτες, με τη βοήθεια του Φερδινάνδου Β'. Σκοπός του ήταν η διδασκαλία. Όταν οι Ιησουίτες είδαν την επιτυχία του έργου τους, επανέλαβαν την απόπειρα στη Ρώμη, ιδρύοντας εκεί το «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» με εμψυχωτή και διευθυντή του τον Αθανάσιο Κίρχερ («Κιρχεριανό Μουσείο»). Το μουσείο αυτό διατηρείται και σήμερα στη Ρώμη ως «Εθνολογικό Μουσείο».
Πολύ γρήγορα τα ιδρύματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν, γιατί η χρησιμότητα, αν όχι η αναγκαιότητά τους, για τη μελέτη και τη διδασκαλία ήταν προφανής. Η ανάγκη πάντως να αντιλαμβάνεται ο μαθητής, από άμεση εποπτεία, ό,τι του δίδασκαν, γινόταν κάθε μέρα και πιο αισθητή. Καλούσαν ικανούς σχεδιαστές για να αναπαραστήσουν σε εικόνες ό,τι έβλεπαν, π.χ. στο μικροσκόπιο.[2] Ο μαθητής ή ο ακροατής έπρεπε να συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του το ζώο, το φυτό, το ανατομικό παρασκεύασμα για το οποίο διδασκόταν.
Οι ανάγκες της εποπτικής διδασκαλίας δεν οδήγησαν μόνο στην ίδρυση των μουσείων, αλλά συνετέλεσαν και στην ανακάλυψη νέων μεθόδων παρασκευής και διατήρησης του βιολογικού υλικού. Από τις ενέσεις του Ρούις με το κηρώδες υλικό, πέρασαν στη διατήρηση μέσα σε διάφορα υγρά. Άρχισαν με την τερεβινθίνη, για να καταλήξουν το 1663 στο οινόπνευμα, με βάση την αυθεντική γνώμη του Μπόιλ.
ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΥΡΩΠΗ
Το πρώτο μεγάλο μουσείο στην Αγγλία ήταν εκείνο της «Βασιλικής Εταιρείας», αν κι έδινε περισσότερο την εντύπωση ιδιωτικής συλλογής. Ακολουθούν το «Ασμόλειο Μουσείο» της Οξφόρδης (1685) και η μεγάλη συλλογή του Χανς Σλόαν (1660-1753), διάδοχου του Νεύτωνα στην προεδρία της «Βασιλικής Εταιρείας» και αρχίατρου του Γεωργίου Β' της Αγγλίας. Τα μουσεία και η συλλογή αυτή, που κληροδοτήθηκε από τον κάτοχό της στο κράτος, μετά το θάνατό του, αποτέλεσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Στη Γαλλία, το πρώτο μουσείο οργανώνεται γύρω από το Βασιλικό Κήπο, που ιδρύθηκε το 1626 με πρώτο διευθυντή τον Γκι ντε λα Μπρος. Τον αιώνα που ακολούθησε υπήρξε διευθυντής του και ο μεγάλος φυσιοδίφης Μπυφφόν (1707-1788). Τότε δημιουργήθηκε εκεί ένα μεγάλο μουσείο με το όνομα Βασιλικό Περίπτερο. Μετά την Επανάσταση τα ονόματα άλλαξαν: το Βασιλικό Περίπτερο έγινε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και ο Βασιλικός Κήπος, Βοτανικός Κήπος. Τα δυο αυτά ιδρύματα πολύ σύντομα απέκτησαν παγκόσμια φήμη.
Έτσι ο 17ος αιώνας, κοντά στους τόσους φωτισμένους νεωτερισμούς του, μας πρόσφερε μια ακόμα μορφή διάδοσης του πολιτισμού και συγκέντρωσης στοιχείων πολύτιμων για την ανάπτυξη των επιστημών: το μουσείο. Αν αναλογιστούμε τη σημασία που απέκτησαν τα μουσεία αυτά για την επιστήμη, στον αιώνα που ακολούθησε, θα δούμε για άλλη μια φορά, πόσο οφειλέτες είμαστε στους «πρώτους άγιους του σύγχρονου κόσμου», όπως τους αποκαλεί ο ντε Σάνκτις, τους διαλεκτούς εκείνους ανθρώπους του 17ου αιώνα, που χωρίς το δικό τους έργο δε θα ήταν ποτέ νοητή η πρόοδος των αιώνων που ακολούθησε.
[1] Όχι τόσο μουσείο, όσο συλλογή αξιοπερίεργων, που θα είχαν τη θέση τους και στο πλαίσιο μιας εμποροπανήγυρης.[2] Ας θυμηθούμε τους θαυμάσιους πίνακες των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων του Σβάμμερνταμ.
Η επιδίωξη του νέου είναι άλλωστε ένα γενικότερο χαρακτηριστικό του αιώνα για τον οποίον μιλάμε. Αρκεί να στραφεί κανείς προς την πλευρά της τέχνης και ιδίως της λογοτεχνίας για να διαπιστώσει ότι τόσο η νοοτροπία των ποιητών του μπαρόκ, όσο και η επάνοδος με επιμονή στο κλασικό πρότυπο των αντιπάλων τους έχουν κάτι το κοινό: την αναζήτηση του νέου. Οι πρώτοι, θέλουν να καταπλήξουν με την πρωτοτυπία τους, οι δεύτεροι αναζητούν τα πρότυπά τους στους κλασικούς εκείνους που είτε κανείς μέχρι τότε δεν είχε μιμηθεί, όπως στον Πίνδαρο, είτε σε εκείνους που μόλις είχαν ανακαλυφθεί τα έργα τους, όπως στον Ανακρέοντα.
Μέσα στον οργασμό αυτό των καινοτομιών, των ερευνών και των ανακαλύψεων, δημιουργείται κάποια στιγμή κι η ανάγκη της οργάνωσης του υλικού που αδιάκοπα συγκεντρώνεται. Έτσι στο θεωρητικό τομέα βλέπει κανείς να γίνεται πολύ αισθητή η ανάγκη μιας αναταξινόμησης που περιλάμβανε σε μια συστηματική κατάταξη όλο το παλαιό και το νέο υλικό της γνώσης. Στον πρακτικό τομέα βλέπουμε να παρουσιάζεται ένας νέος θεσμός, ό,τι ονομάζουμε σήμερα «μουσείο φυσικής ιστορίας».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ
Από τα τέλη του 16ου αιώνα βλέπουμε εδώ κι εκεί μερικούς επιστήμονες να οργανώνουν κάποιο μικρό ιδιωτικό βοτανικό κήπο για τις μελέτες και τις παρατηρήσεις τους. Ακόμα παλαιότερα, κάτι τέτοιο είχε ιδρύσει και ο γνωστός μας Φρακαστόρο, από όπου και προέβαινε σε τολμηρή κριτική του Πλίνιου του Πρεσβύτερου.
Για τέτοιες ιδιωτικές συλλογές που το υλικό τους στην πλειονότητα χάθηκε, ενώ μερικά κομμάτια μπορεί να συγχωνεύτηκαν σε μεγαλύτερες συλλογές, έχουν διασωθεί μόνον πληροφορίες και σε μερικές περιπτώσεις και αναπαραστάσεις. Στις τελευταίες ανήκει ο Βοτανικός κήπος του Ιμπεράτο (1550-1631) από τη Νάπολη. Φαρμακοποιός από εκείνους που βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη με τους γιατρούς για τα δικαιώματα της φαρμακοθεραπείας, ο Ιμπεράτο έζησε σ’ ένα αιώνα, που το πάθος για την αλήθεια ήταν πιο ισχυρό από τις στείρες πολεμικές. Μελετητής της Φυσικής Ιστορίας με πάθος, οργάνωσε ένα βοτανικό κήπο, στον οποίο συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών και εξωτικών ζώων, που τα βλέπουμε σε μια ωραία χαλκογραφία της «Φυσικής Ιστορίας» του. Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε σε 28 τόμους στη Νάπολι το 1599. Είχε ακόμα και μια ωραία συλλογή ορυκτών. Το έργο του, για το οποίο μόλις μιλήσαμε, είναι ένας εκτεταμένος κατάλογος φυτών, ορυκτών, πολύτιμων λίθων και απολιθωμάτων που είχε μελετήσει ο Ιμπεράτο.
Σε μια άλλη του πραγματεία «Περί απολιθωμάτων» (Νάπολι, 1610), διατυπώνει την υπόθεση ότι πρέπει τα τωρινά βουνά να σκεπάζονταν κάποτε από θάλασσα. Την άποψή του αυτή στηρίζει σε παρατηρήσεις γεωλογικού χαρακτήρα, που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο «Δοκίμιο περί των μεταβολών των χωρών» (Βενετία, 1672). Εκεί μιλάει και για το ρόλο των βραδυσεισμικών κινήσεων, στις οποίες αποδίδει την καταγωγή των βουνών.
Με όλα αυτά τα προσόντα του, ο Ιμπεράτο μπορεί να θεωρηθεί από τους πρώτους οργανωτές ενός πραγματικού μουσείου φυσικής ιστορίας. Στο χώρο του, βρίσκονται, το ένα δίπλα στο άλλο, ζώα, ορυκτά και απολιθώματα, όσο κι αν η τοποθέτησή τους δεν κατευθύνεται από σαφή επιστημονικά, αλλά περισσότερο από διακοσμητικά κριτήρια. Αλλά μήπως και το μουσείο του Ρούις, για το οποίο έχουμε αλλού μιλήσει διεξοδικά,[1] ήταν κάτι διαφορετικό; Πρέπει να έμοιαζε πολύ με το βοτανικό κήπο του Ιμπεράτο, αν κρίνει κανείς από τις εικόνες που διασώθηκαν, δίνοντας μια γενική εντύπωση για το είδος των συλλογών αυτών.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
Ο 17ος αιώνας θα είναι πάλι εκείνος που θα δώσει στο μουσείο την αληθινή του υπόσταση, μεταβάλλοντάς το από ιδιωτική συλλογή αξιοπερίεργων σε οργανικό και συστηματικά διαρθρωμένο σύνολο, προορισμένο για τη μελέτη και την έρευνα.
Το πρώτο μουσείο τέτοιου τύπου ιδρύθηκε στη Βιέννη από τους Ιησουίτες, με τη βοήθεια του Φερδινάνδου Β'. Σκοπός του ήταν η διδασκαλία. Όταν οι Ιησουίτες είδαν την επιτυχία του έργου τους, επανέλαβαν την απόπειρα στη Ρώμη, ιδρύοντας εκεί το «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» με εμψυχωτή και διευθυντή του τον Αθανάσιο Κίρχερ («Κιρχεριανό Μουσείο»). Το μουσείο αυτό διατηρείται και σήμερα στη Ρώμη ως «Εθνολογικό Μουσείο».
Πολύ γρήγορα τα ιδρύματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν, γιατί η χρησιμότητα, αν όχι η αναγκαιότητά τους, για τη μελέτη και τη διδασκαλία ήταν προφανής. Η ανάγκη πάντως να αντιλαμβάνεται ο μαθητής, από άμεση εποπτεία, ό,τι του δίδασκαν, γινόταν κάθε μέρα και πιο αισθητή. Καλούσαν ικανούς σχεδιαστές για να αναπαραστήσουν σε εικόνες ό,τι έβλεπαν, π.χ. στο μικροσκόπιο.[2] Ο μαθητής ή ο ακροατής έπρεπε να συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του το ζώο, το φυτό, το ανατομικό παρασκεύασμα για το οποίο διδασκόταν.
Οι ανάγκες της εποπτικής διδασκαλίας δεν οδήγησαν μόνο στην ίδρυση των μουσείων, αλλά συνετέλεσαν και στην ανακάλυψη νέων μεθόδων παρασκευής και διατήρησης του βιολογικού υλικού. Από τις ενέσεις του Ρούις με το κηρώδες υλικό, πέρασαν στη διατήρηση μέσα σε διάφορα υγρά. Άρχισαν με την τερεβινθίνη, για να καταλήξουν το 1663 στο οινόπνευμα, με βάση την αυθεντική γνώμη του Μπόιλ.
ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΥΡΩΠΗ
Το πρώτο μεγάλο μουσείο στην Αγγλία ήταν εκείνο της «Βασιλικής Εταιρείας», αν κι έδινε περισσότερο την εντύπωση ιδιωτικής συλλογής. Ακολουθούν το «Ασμόλειο Μουσείο» της Οξφόρδης (1685) και η μεγάλη συλλογή του Χανς Σλόαν (1660-1753), διάδοχου του Νεύτωνα στην προεδρία της «Βασιλικής Εταιρείας» και αρχίατρου του Γεωργίου Β' της Αγγλίας. Τα μουσεία και η συλλογή αυτή, που κληροδοτήθηκε από τον κάτοχό της στο κράτος, μετά το θάνατό του, αποτέλεσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Στη Γαλλία, το πρώτο μουσείο οργανώνεται γύρω από το Βασιλικό Κήπο, που ιδρύθηκε το 1626 με πρώτο διευθυντή τον Γκι ντε λα Μπρος. Τον αιώνα που ακολούθησε υπήρξε διευθυντής του και ο μεγάλος φυσιοδίφης Μπυφφόν (1707-1788). Τότε δημιουργήθηκε εκεί ένα μεγάλο μουσείο με το όνομα Βασιλικό Περίπτερο. Μετά την Επανάσταση τα ονόματα άλλαξαν: το Βασιλικό Περίπτερο έγινε Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και ο Βασιλικός Κήπος, Βοτανικός Κήπος. Τα δυο αυτά ιδρύματα πολύ σύντομα απέκτησαν παγκόσμια φήμη.
Έτσι ο 17ος αιώνας, κοντά στους τόσους φωτισμένους νεωτερισμούς του, μας πρόσφερε μια ακόμα μορφή διάδοσης του πολιτισμού και συγκέντρωσης στοιχείων πολύτιμων για την ανάπτυξη των επιστημών: το μουσείο. Αν αναλογιστούμε τη σημασία που απέκτησαν τα μουσεία αυτά για την επιστήμη, στον αιώνα που ακολούθησε, θα δούμε για άλλη μια φορά, πόσο οφειλέτες είμαστε στους «πρώτους άγιους του σύγχρονου κόσμου», όπως τους αποκαλεί ο ντε Σάνκτις, τους διαλεκτούς εκείνους ανθρώπους του 17ου αιώνα, που χωρίς το δικό τους έργο δε θα ήταν ποτέ νοητή η πρόοδος των αιώνων που ακολούθησε.
[1] Όχι τόσο μουσείο, όσο συλλογή αξιοπερίεργων, που θα είχαν τη θέση τους και στο πλαίσιο μιας εμποροπανήγυρης.[2] Ας θυμηθούμε τους θαυμάσιους πίνακες των μικροσκοπικών παρασκευασμάτων του Σβάμμερνταμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου