21/5/09

Φυσική ιστορία και βιολογία [77]

Ο ιστορικός Φλέγων, από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας, που έζησε στην εποχή του Αδριανού, διηγείται ότι τον καιρό της βασιλείας του Τιβερίου (14-34 μ.Χ.) ένας ισχυρός σεισμός έπληξε τη Ν. Ιταλία και ιδίως τις ανατολικές ακτές της Σικελίας και μερικές πόλεις κοντά στο Ρήγιο (Ρέτζιο). Με τον σεισμό η γη άνοιξε σε πολλά σημεία και οι κάτοικοι είδαν κατάπληκτοι να βγαίνει στην επιφάνεια ένας μεγάλος αριθμός γιγαντιαίων οστών.
Μετά την πρώτη ανησυχία και τον τρόμο που προκάλεσαν στους κατοίκους οι διαστάσεις των οστών αυτών, αντιπρόσωποί τους ξεκίνησαν να αναφέρουν στον αυτοκράτορα το γεγονός. Έφερναν μαζί τους και ένα πελώριο δόντι, μήκους 30 περίπου εκατοστών, το οποίο ανήκε σε κάποιο γιγαντιαίο πλάσμα που κατά τη γνώμη τους θα είχε ζήσει την εποχή που ο Δίας ανέβαινε στο θρόνο των θεών.
Ο Τιβέριος, αφού θαύμασε το γεγονός, δε δέχθηκε, από φόβο ότι θα ήταν ασέβεια, να μεταφέρουν ολόκληρο σκελετό στη Ρώμη: θα ήταν βεβήλωση της ιερότητας των νεκρών! Θέλοντας όμως να σχηματίσει μια ιδέα για τις διαστάσεις του πλάσματος, στο οποίο θα έπρεπε να ανήκει το δόντι εκείνο, κάλεσε ένα γεωμέτρη της εμπιστοσύνης του, τον Πούλχο, και του ανέθεσε να ετοιμάσει ένα άγαλμα που οι διαστάσεις του να αναλογούν στο μέγεθος του δοντιού.
Πράγματι ο Πούλχος, βασιζόμενος στο δόντι, ετοίμασε ένα άγαλμα με ανάλογες διαστάσεις και μορφή και το παρουσίασε στον Τιβέριο. Αυτός ικανοποιήθηκε από το έργο του, ευχαρίστησε εκείνους που του είχαν φέρει το δόντι και τους έδωσε την εντολή να επιστρέψουν στον τόπο τους και να το αφήσουν εκεί που το είχαν βρει.

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ 1800 ΧΡΟΝΙΑ
Με το άγαλμά του, που κατασκεύασε οδηγούμενος από ένα μόνο δόντι, ο Πούλχος είχε προηγηθεί κατά 18 ολόκληρους αιώνες ενός από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες των αιώνων, τον Ζωρζ Κιβιέ, και 1600 χρόνια από την ίδρυση της επιστήμης της συγκριτικής ανατομικής.
Ο Πούλχος πρέπει να είχε στη διάθεσή του ένα δόντι μαστόδοντου ή άλλου γιγαντιαίου προϊστορικού ζώου. Πιστεύοντας όμως ότι το δόντι αυτό ανήκε σε άνθρωπο, κατέληξε να κατασκευάσει έναν κύκλωπα ύψους 20 μέτρων, όσο θα αντιστοιχούσε στις διαστάσεις του δοντιού.
Η ιδέα του Πούλχου δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη. Του έλειπαν όμως οι θεμελιώδεις γνώσεις που άρχισαν να κατακτώνται στα μισά του 16ου αιώνα με την ανατομική επανάσταση του Κανάνο και Βεσάλιου, και έφτασαν στους επόμενους αιώνες σε τέτοια τελειότητα, ώστε να επιτρέψουν στον Κιβιέ να ανασυστήσει ολόκληρο σκελετό, ξεκινώντας από λίγα απολιθωμένα οστά. Του έλειπε η συγκριτική ανατομική, που εισηγήθηκε ο Γαλιλαίος, θεμελίωσε ο ΜαλπίγγιΠερί του εξωτερικού οργάνου της αφής») και έφτασε στα ανώτατο σημείο των εφαρμογών της με το έργο του Georges Léopold Chrétien Frédéric Dagobert Cuvier.

Ο ΖΩΡΖ ΚΙΒΙΕ (1769-1832)
Ο Ζωρζ Κιβιέ γεννήθηκε το 1769 στο Μομπελιάρ του γαλλικού Ιούρα, που ανήκε τότε στο μεγάλο δουκάτο της Βυρτεμβέργης. Έτσι ο Κιβιέ, που ανήκε σε προτεσταντική οικογένεια, σπούδασε αντί για το Παρίσι στη Στουτγάρδη. Το περίεργο είναι ότι ο άνθρωπος που επρόκειτο να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους φυσιοδίφες όλων των εποχών, τέλειωσε τις σπουδές του με πτυχίο διοικητικών επιστημών. Στην Καρολίνεια Ακαδημία, πάντως, που σπούδαζε, διδάσκονταν συμπληρωματικά και οι φυσικές επιστήμες. Την έδρα κατείχε ο Φρίντριχ Κίελμαγιερ, τέσσερα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από το νεαρό Κιβιέ. Αυτός άσκησε πάνω του αποφασιστική επιρροή.
Βγαίνοντας από την Ακαδημία, ο Κιβιέ αναγκάστηκε για οικογενειακούς λόγους να εργαστεί ως παιδαγωγός στο σπίτι του κόμη του Ερσύ στο Φικαινβίλ της Νορμανδίας. Στην περιοχή αυτή που η απήχηση της Γαλλικής Επανάστασης έφτανε εξασθενημένη, ο Κυβιέ μπόρεσε να αφοσιωθεί με σχετική ηρεμία στη μελέτη της φυσικής ιστορίας που από τον καιρό των σπουδών του τον είχε συγκινήσει περισσότερο από τις διοικητικές επιστήμες. Η μελέτη των θαλασσίων ζώων, που ήταν ακόμα στο μεγαλύτερό τους μέρος άγνωστα, του πρόσφερε ένα γόνιμο πεδία εργασίας.
Επιδέξιος σχεδιαστής καθώς ήταν, συνόδευε τα κείμενα του, το «Ζωολογικό Ημερολόγιο», με θαυμάσιους πίνακες. Οι μελέτες του επί των βραχιονοπόδων και των μαλακίων τράβηξαν τότε την προσοχή ενός σοφού, που αποφεύγοντας την επαναστατική θύελλα είχε καταφύγει στη Νορμανδία. Ήταν ο αβάς Τεσσιέ. Αυτός έστειλε μερικά χειρόγραφα του νεαρού Κυβιέ στους φίλους του τού Βοτανικού Κήπου, τον Λουί-Ζαν-Μαρί Ντομπετόν, τον Ετιέν Ζοφρουά-Σεντ Ιλέρ, τον Αντουάν Λωράν ντε Ζισιέ και τον Αντουάν Ογκιστέν Παρμαντιέ. Αυτοί ενήργησαν ώστε να έλθει ο Κιβιέ στο Παρίσι και να καταλάβει το 1795 την έδρα των Φυσικών Επιστημών στις κεντρικές σχολές του Πανθέου και στη συνέχεια να γίνει βοηθός του Μερτρύντ στο Βοτανικό Κήπο, όπου άρχισε να συγκεντρώνει μια σπουδαία ανατομική συλλογή. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε μέλος του ιδρύματος.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ
Θαυμάσιος διδάσκαλος, εξαίρετος ομιλητής, ευφυής κριτικός, υπέροχος συντονιστής και οξυδερκής παρατηρητής, ο Κιβιέ έγινε σύντομα διάσημος, χάρις ιδίως στον ενθουσιασμό που ενέπνεε στους μαθητές του. Ήταν ακόμα υπόδειγμα εργατικότητας, πράγμα που του επέτρεψε να αφήσει ένα τεράστιο σε έκταση, αλλά και σε αξία, έργο. Η δραστηριότητά του εκτείνεται στα πεδία της ανατομικής, της παλαιοντολογίας, της ιστορίας της βιολογίας και των πρακτικών εφαρμογών. Δυο φορές ταξίδεψε στην Ιταλία (1801, 1810) και μια στην Ολλανδία (1819) για να μελετήσει στα ξένα πανεπιστήμια τυχόν μεταρρυθμίσεις των γαλλικών σπουδών. Το 1813 έγινε από τον Ναπολέοντα μέλος του Κρατικού Συμβουλίου.
Οι πολιτειακές μεταβολές στη Γαλλία (Επανάσταση, Ναπολέων, Παλινόρθωση), δεν επηρέασαν διόλου τη δημόσια θέση του Κιβιέ. Το 1818 μάλιστα του προσφέρθηκε το υπουργείο Εσωτερικών, θέση που δε δέχτηκε, ενώ το 1823 δέχθηκε την προσφορά του Κάρολου 10ου να καταλάβει τη θέση του Προέδρου του τμήματος φυσικών επιστημών του Κρατικού Συμβουλίου, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τη διδασκαλία και την έρευνα. Όταν με τη σειρά του ο Λουδοβίκος Φίλιππος ετοιμαζόταν να υπογράψει το διάταγμα που θα τον έκανε Πρόεδρο του Κρατικού Συμβουλίου, ο μεγάλος σοφός πέθανε από χολέρα σε ηλικία 62 ετών, έχοντας δηλαδή ακόμα μπροστά του πολλά χρόνια δραστηριότητας. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε, η αντοχή στους κόπους, η αυστηρή μέθοδος με την οποία εργαζόταν, η μετρημένη ζωή που ζούσε (δεν εγκατέλειψε ποτέ το μικρό σπίτι της σημερινής οδού Κιβιέ) του είχαν επιτρέψει να παράγει ένα απέραντο έργο σε πολλούς τομείς, με την ίδια πάντοτε βαθύτητα και οξύνοια.

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
Η παραγωγική δραστηριότητα του Κιβιέ στράφηκε προς πολλές κατευθύνσεις, όχι πάντως ξένες τη μια από την άλλη.
Αρχικά ανακάλυψε σφάλματα και κενά στην ταξινόμηση του Λινναίου, που οφείλονταν στα τεχνητά, κατά μεγάλο μέρος, κριτήρια με τα οποία είχε γίνει. Ο Κιβιέ, ξεκινώντας από την αντίληψη ότι ο ζωικός οργανισμός είναι μια αδιαίρετη ενότητα, της οποίας κάθε τμήμα και συνεπώς και οι σχετικές λειτουργίες βρίσκονται σε τέτοια μεταξύ τους ισορροπία ώστε η μεταβολή μιας να συνεπάγεται αλλαγές και σε όλες τις άλλες, συνέλαβε ορισμένους βασικούς μορφολογικούς τύπους, τους οποίους έθεσε σαν βάση του δικού του ταξινομικού συστήματος.
Οξυδερκής και ευφυής παρατηρητής, όπως ήταν, αντιλήφθηκε σύντομα ότι δεν μπορούσε να αναγάγει την οργάνωση των ζώων σ’ ένα και μοναδικό σχέδιο κατασκευής, όπως έκανε ο Σεντ Ιλέρ, παλαιός στοργικός φίλος του και μετά πολέμιός του. Διέκρινε λοιπόν 4 τύπους: σπονδυλωτά, μαλάκια, αρθρόποδα και ακτινωτά και αυτά τα ταξινόμησε με βάση νέο ανατομοφυσιολογικό κριτήριο που είχε σαν βάση του το νόμο του συσχετισμού των διαφόρων τμημάτων του σώματος των ζώων.
Το νέο ταξινομικό σύστημα του Κιβιέ αποτελούσε πρόοδο για την επιστήμη, γιατί αντικαθιστούσε τα εμπειρικά κριτήρια του Λινναίου με πιο επιστημονικά. Παρόλα αυτά και το σύστημα του Κιβιέ δέχθηκε την ανασχετική επίδραση των φυσιολογικών ιδεών που επικρατούσαν τότε και δεν απέδωσε ό,τι μπορούσε να προσφέρει. Για τον ίδιο λόγο, ο Κιβιέ δε στάθηκε ικανός να αναγάγει τη συγκριτική ανατομική, που τόσο κατείχε, σε πραγματική μορφολογική θεωρία. Όμως, η βαθιά της γνώση του επέτρεψε να επιτελέσει αληθινά θαύματα.

Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΖΩΩΝ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΠΡΙΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Στο Βοτανικό Κήπο των Παρισίων, κοντά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, διατηρούνταν αρκετά απολιθώματα οστών που ανήκαν σε προϊστορικούς ελέφαντες. Από τη μελέτη τους ο Κιβιέ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προϊστορικός ελέφαντας πρέπει να είχε διαφορετική μορφή από τον σημερινό. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε να αφοσιωθεί με το συνηθισμένο του πάθος στη μελέτη των απολιθωμάτων με βάση τις γνώσεις του από τη συγκριτική ανατομική. Έτσι κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει ολόκληρους σκελετούς προϊστορικών ζώων με εκπληκτική ακρίβεια: ένας σκελετός που ανακαλύφθηκε τυχαία ανέπαφος εκατομμύρια χρόνια ύστερα από το θάνατο του ζώου, βρέθηκε πανομοιότυπος με εκείνον που είχε ανασυστήσει ο Κιβιέ.
Ο Γάλλος σοφός υπήρξε ακόμα ο πρώτος που σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει τα απολιθώματα για τον προσδιορισμό των γεωλογικών εποχών, μέθοδος που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Στα χέρια βέβαια ενός υποστηρικτή της θεωρίας της εξέλιξης τέτοια δεδομένα θα έδιναν άλλα αποτελέσματα από εκείνα που έδωσαν στα χέρια του Κιβιέ. Αυτός, γοητευμένος από το ότι ανακάλυψε ότι προ πολλών εκατομμυρίων ετών ζούσαν στη γη είδη ζώων που στις μέρες του δεν υπήρχαν πια, δεν απέδωσε το γεγονός στη δυνατότητα μιας εξέλιξης το ζωικού κόσμου, όπως είχε σκεφθεί παλαιότερα ο Μπιφόν και διακήρυττε τα χρόνια εκείνα ο Λαμάρκ. Μια τέτοια σκέψη θα πρόσβαλε κατά τον Κιβιέ, που διαπνεόταν στο σημείο αυτό από το πνεύμα του Λινναίου, την αυθεντία της Αγίας Γραφής. Πιστεύοντας βαθειά στη Δημιουργία και πεπεισμένος για το ευμετάβλητο των ειδών, ο Κιβιέ προσπάθησε να ερμηνεύσει τα παλαιοντολογικά του ευρήματα με τη θεωρία των «κατακλυσμών» και των «διαδοχικών δημιουργιών». Η εξαφάνιση των ζώων μιας εποχής οφειλόταν σε κάποιον κατακλυσμό, τον οποίον ακολουθούσε μια νέα δημιουργία με νέα είδη ζώων με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο που τελικός του σκοπός ήταν η εμφάνιση στη γη του ανθρώπου.
Με τη θεωρία του αυτή ο Κιβιέ αγωνίστηκε όχι μόνον ενάντια στις αντίθετες αντιλήψεις, αλλά και κατά των συμπερασμάτων των δικών του ερευνών.
Οι εκτεταμένες και βαθιές μελέτες του Κιβιέ στο πεδίο της συγκριτικής ανατομικής είχαν δύο άμεσα αποτελέσματα: τη διαπίστωση από το Γάλλο σοφό ενός νέου ταξινομικού συστήματος, κατά πολύ πιο ακριβούς από εκείνο του Λινναίου, και τη διαμόρφωση ορισμένων αντιλήψεων που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Πιστεύοντας, πράγματι, ότι μια ικανοποιητική ταξινόμηση του ζωικού κόσμου θα έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση ενός ζώου, αλλά και στους εσωτερικούς ανατομικούς του χαρακτήρες, προχώρησε στη συγκριτική μελέτη των διαφόρων οργάνων, τόσο από πλευράς κατασκευής, όσο και από πλευράς λειτουργίας. Έτσι έφθασε στη διατύπωση ορισμένων εννοιών, όπως η συμμετρία, η μεταμέρεια, η ομολογία και η αναλογία που θεωρούνται και σήμερα βασικές.
ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΕΡΕΙΑ
Και οι δύο είναι καθαρά μορφολογικές έννοιες. Ο πρώτος τύπος της συμμετρίας, η αμφοτερόπλευρη συμμετρία, εκφράζει τους χαρακτήρες της γενικής οργάνωσης του σώματος στα ζώα που οι ανατομικοί σχηματισμοί τους (μέλη, όργανα), είναι έτσι κατανεμημένα, ώστε να μπορούν τα ζώα αυτά να διαιρεθούν με μια μόνο τομή σε δύο συμμετρικά μέρη.
Ο δεύτερος τύπος της συμμετρίας, η ακτινωτή συμμετρία αποδίδει το σχηματισμό ζώων, όπως τα κοιλεντερωτά (π.χ. οι μέδουσες), που το σώμα τους μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά συμμετρικά μισά, αρκεί το επίπεδο της τομής να περνά από τον κύριο άξονα του σώματός τους. Αυτό θα συνέβαινε π.χ. με μια ομπρέλα: κάθε τομή που το επίπεδό της θα περνούσε από τη λαβή της, θα μας έδινε δύο συμμετρικά μισά του καλύμματός της.
Η μεταμέρεια, αντίθετα, αποδίδει τη γενική οργάνωση του σώματος ζώων, όπως οι σκώληκες και τα αρθρόποδα ή ανατομικών σχηματισμών, όπως η σπονδυλική στήλη, που απαρτίζονται από μια σειρά εντελώς όμοιων στοιχείων, όπως οι δακτύλιοι στους σκώληκες ή σχετικά όμοιων, όπως οι σπόνδυλοι στη σπονδυλική στήλη. Τα στοιχεία αυτά τοποθετημένα το ένα ύστερα από το άλλο, βρίσκονται κατά μήκος του κεφαλουραίου άξονα του ζώου, όπως μια σειρά κρίκων γύρω από ένα μπαστούνι.
Βοηθούμενες από τις έννοιες αυτές, ο Κιβιέ όχι μόνο κατόρθωσε να ταξινομήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια από το Λινναίο μεγάλο αριθμό ζώων, αλλά έθεσε και τις βάσεις της σύγχρονης ταξινόμησης των ασπόνδυλων (ο Λινναίος τα διέκρινε απλά σε έντομα και σκώληκες). Με βάση τη μέθοδο του Κιβιέ, ο Λαμάρκ, που υπήρξε πολέμιός του στο θέμα της ιστορίας της ζωής στη γη, δημιούργησε μια δική του ταξινόμηση, πολύ πιο κοντά στη σημερινή.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ
Αυτές είναι δύο πολύ γόνιμες σε συνέπειες έννοιες που προέκυψαν από τον συνδυασμό συγκριτικής ανατομικής και φυσιολογίας.
Συγκεντρώνοντας τις συγκριτικές ανατομικές έρευνές του στα επί μέρους όργανα και μελετώντας συγχρόνως τη λειτουργία τους, ο Κιβιέ παρατήρησε ότι τα όργανα με όμοια ανατομική κατασκευή εκτελούσαν διαφορετικές λειτουργίες στα διάφορα ζώα. Ένα παράδειγμα: τα άνω (το μπροστινό) άκρο του ανθρώπου, του αλόγου, του τυφλοπόντικα, της νυχτερίδας, της χελώνας είναι ένας ανατομικός σχηματισμός που αποτελείται από 3 βασικά στοιχεία: βραχίονα, αντιβράχιο με δυο οστά (κερκίδα, ωλένη) και άκρα χείρα (οστά του καρπού, μετακάρπια, φάλαγγες των δακτύλων), αναπτυγμένα με ποικίλους συνδυασμούς ανάλογα με τη λειτουργία του άκρου. Πράγματι, στις περιπτώσεις που αναφέραμε, το άνω άκρο λειτουργεί αντίστοιχα ως όργανο σύλληψης, στήριξης και βάδισης, ανασκαφής, πτήσης, κολύμβησης και βάδισης. Τέτοια όργανα χαρακτηρίζονται από τον Κιβιέ ως ομόλογα.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν όργανα σε διάφορα είδη ζώων, που εκτελούν την ίδια λειτουργία, έχουν όμως τελείως διαφορετική ανατομική κατασκευή, δεν αποτελούνται από τα ίδια τμήματα. Τα φτερά π.χ. της πεταλούδας, ενός πουλιού της νύχτας, της νυχτερίδας, ενώ εκτελούν όλα την ίδια λειτουργία της πτήσης, έχουν τελείως διαφορετικό σχέδιο κατασκευής. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για όργανα ανάλογα.
Με τις έννοιες αυτές, ο Κιβιέ, κατόρθωσε να μεταμορφώσει τη συγκριτική ανατομική από περιγραφική σε συνθετική και ερμηνευτική επιστήμη. Την πρώτη θαυμάσια πρακτική εφαρμογή της στην ταξινόμηση του βασιλείου των ζώων, συναντάμε στα δύο βασικά έργα του Κυβιέ: στη μεγάλη πραγματεία «Το ζωικό βασίλειο ταξινομημένο με βάση την οργάνωσή του» (Παρίσι, 1817) και στη «Φυσική Ιστορία των ιχθύων».
Το δεύτερο αυτό έργο που είχε αναλάβει ο Κιβιέ σε συνεργασία με τον Ασίλ Βαλανσιέν, περατώθηκε από τον δεύτερο μήνα του 1849, 17 χρόνια μετά το θάνατο του διδασκάλου του, όταν τυπώθηκε ο 22ος τόμος του, που κατά τους δύο συνεργάτες του δεν προοριζόταν για τελευταίος.
Στη «Φυσική ιστορία των Ιχθύων» που είχε αρχίσει να δημοσιεύεται από το 1828, περιγράφονται περισσότερα από 5.οοο είδη ψαριών, διαιρεμένα σε δύο μεγάλες ομάδες: τους χονδρόστεους και τους τελεόστεους. Οι τελεόστεοι, με τη σειρά τους, υποδιαιρούνται σε ακανθοπτερύγιους, μαλακοπτερύγιους, πλεκτογνάθιους και λοφοβράγχιους.
Παρόλο που οι τελευταίοι τόμοι δεν στέκουν στο ύψος των πρώτων, το έργο εξακολουθεί να είναι βασικό για τη μελέτη των ιχθύων, κυρίως για τις ωραιότατες εικόνες του, που και σήμερα χρησιμοποιούνται σε διάφορα συγγράμματα ως αναντικατάστατες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: