Ο Μάικλ Βέντρις (Ventris, 1922-1956), ένας Άγγλος αρχιτέκτονας, είχε ως «χόμπι» τις νεκρές γλώσσες. Ήταν μοναδικός λατινιστής κι ελληνιστής. Από καιρό είχε γοητευθεί από κάτι παράξενες πινακίδες του Βρετανικού Μουσείου, προϊόντα ανασκαφών μιας ατέλειωτης σειράς αρχαιολόγων που, ακολουθώντας τα ίχνη ενός μεγάλου οραματιστή, του Ερρίκου Σλήμαν,[1] έφεραν στο φως τα ερείπια πολιτισμού, γνωστού μόνο από περιγραφές των αρχαίων ιστορικών. Πρόκειται για τον Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Γιγάντια ανάκτορα, με κυκλώπεια τείχη και περιστύλια. Τελειότατα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, ευρύχωρες αίθουσες λουτρών, κολυμβητικές δεξαμενές, στοές, αίθουσες με τους τοίχους καλυμμένους απ' τις πιο εκπληκτικές κι ιδιόρρυθμες διακοσμήσεις στις οποίες έσμιγαν, σε λεπτότατη αρμονία χρωμάτων, άνθη και ζώα. Τάφοι και αφιερώματα μυθικής πολυτέλειας, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο και χαλκό. Και σε μερικά δωμάτια σωροί από πινακίδες πήλινες, χάλκινες, αργυρές ή χρυσές, με χαραγμένα πάνω τους παράξενα σχήματα, όμοια με εκείνα που βρέθηκαν στους τοίχους του προαυλίου ενός από τα μεγαλύτερα ανάκτορα τής Κρήτης, αυτού τής Κνωσού.
Όταν θα βρέθηκε μπροστά στις πινακίδες αυτές ο Βέντρις, ίσως να δοκίμασε την ίδια συγκίνηση, ανάμικτη με περιέργεια κι αγωνία, που είχε δοκιμάσει έναν αιώνα πριν, ο Σαμπολιόν[2] μπροστά στη μαύρη επιγραφική στήλη της Ροζέτας από την οποία αποκρυπτογράφησε το μυστικό τής ιερογλυφικής γραφής.
Ήταν λοιπόν γραφή όλα αυτά που ο Βέντρις παρατηρούσε πάνω σ’ εκείνες τις πινακίδες; Όλα εκείνα τα σχήματα, που ανάμεσά τους διακρίνονταν κεφαλές ζώων, άμαξες, ανθρώπινα μέλη και εργαλεία, ζυγαριές και άροτρα; Όλη εκείνη, τέλος πάντων, η ατέλειωτη σειρά μικρών σχεδίων που έμοιαζαν υποτυπωδώς με σημεία της ιερογλυφικής γραφής των αρχαίων Αιγυπτίων; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα επρόκειτο προφανώς για τη γραφή της γλώσσας των λαών που είχαν ζήσει στο Αιγαίο πριν τον Τρωικό πόλεμο και τον Όμηρο, ίσως και στη διάρκειά του. Οι πινακίδες αυτές θα μπορούσαν τότε, να αποκαλύψουν πολλά μυστικά τής ζωής των λαών αυτών: τον πολιτισμό τους, την κοινωνική τους οργάνωση.
ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Και να που εκδηλώνεται η μεγαλοφυία τού Βέντρις: μήπως η γλώσσα αυτή είναι γλώσσα ελληνική της μακρινής εκείνης εποχής; Και μήπως το αλφάβητό της προηγείται από το λεγόμενο φοινικικό, που οι Φοίνικες είχαν διαδώσει σε ολόκληρη τη Μεσόγειο; Πραγματικά, η γλώσσα των πινακίδων φαινόταν ελληνική, γραμμένη με συλλαβικό αλφάβητο[3] π.χ. ι-jα-τε. Στα τρία αυτά συλλαβογράμματα αναγνωρίζεται αμέσως η μεταγενέστερη ελληνική λέξη ιατρός. Τότε λοιπόν και οι κάτοικοι της Κνωσού μιλούσαν τη γλώσσα τού Ομήρου; Ή μήπως πρόκειται για κρητική γραφή που χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς για να αποδοθεί γραπτά η ελληνική γλώσσα; Αν υπάρχει κάτι που μας εμποδίζει να δώσουμε καταφατική απάντηση στην πρώτη υπόθεση είναι η προκατάληψη. Η πεισματική αυτή προκατάληψη που έκλεινε τα μάτια των ειδικών μπροστά στις περίλαμπρες ανακαλύψεις του Σλήμαν αρχικά, του Έβανς[4] αργότερα και που δοκίμασε ανεπιτυχώς, να αμφισβητήσει την ορθότητα της αποκρυπτογράφησης της γραμμικής γραφής Β απ' τον αξέχαστο Βέντρις. Άσχετα, πάντως, απ' όλα αυτά, το γεγονός ότι βρίσκουμε τη παρουσία του ιατρού στις πινακίδες της Πύλου, των Μυκηνών και της Κνωσού, είναι μια μαρτυρία ότι το θεραπευτικό έργο ήταν οργανωμένο στο κρητο-μυκηναϊκό περιβάλλον.
Όσα γνωρίζουμε για τις υγειονομικές συνθήκες και την ιατρική δραστηριότητα στην αρχαία Κρήτη βασίζονται στα γλυπτά, τις τοιχογραφίες και τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, που μας πρόσφερε η αρχαιολογική σκαπάνη. Πολλές λεπτομέρειες τής καθημερινής ζωής πρέπει να ρυθμίζονταν από κανόνες υγιεινής. Αυτό μαρτυριέται απ’ τις αίθουσες των λουτρών, τον τρόπο τής κατασκευής των υδραγωγείων και το σύστημα των υπονόμων, που είναι απ' τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα τής κρητικής εποχής.
Όσο για τη θεραπευτική των Κρητών ιδιαίτερη αξία έχει η διαπίστωση τού Έβανς, σύμφωνα με την οποία κρητικά κείμενα φαρμακολογικού κυρίως και θεραπευτικού περιεχομένου, πρέπει να ήταν γνωστά στους αρχαίους Αιγυπτίους, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν πάρει από το περιεχόμενό τους άφθονες ιατρικές γνώσεις. Το γεγονός ότι ένας αξιόλογος αριθμός αρωματικών και ιαματικών φυτών, που χρησιμοποιήθηκαν τόσο από τους Αιγυπτίους, όσο κι απ' τους μεταγενέστερους Έλληνες, έχει τη ρίζα του ονόματός του προελληνική, μεσογειακή, κρητική, μαρτυριέται ότι τα φυτά αυτά θα έπρεπε να καλλιεργούνται και να χρησιμοποιούνται από τους Κρήτες, πριν διαδοθούν στους γειτονικούς λαούς. Τέτοια ονόματα είναι: μίνθη, αψίνθιο κλπ. Παράλληλα με αυτά να αναφέρουμε το σήσαμον, δηλαδή την παπαρούνα, γνωστή με το κρητικό αυτό όνομα στον ελληνικό κόσμο της εποχής εκείνης και φυτά, απ’ τα οποία παρασκευάζονταν βαφές, όπως ο κρόκος.
Οι Κρήτες γνώριζαν κι ένα μεγάλο αριθμό φυτών με αποκλειστική θεραπευτική χρήση: το ασπλήνιο (είδος θηλυκής πτέρης) για τους πόνους του σπλήνα, το δαύκο, που χορηγείτο σαν έγχυμα μέσα σε κρασί σε μυϊκές παθήσεις ή δήγματα φιδιών και το δίκταμο, χρησιμοποιούμενο ειδικότερα σε γυναικολογικά νοσήματα. Καλλιεργούσαν επίσης σε ευρεία έκταση κι έκαναν εξαγωγή λειχηνοειδών φυτών, χρησιμοποιούμενα σαν αφεψήματα για τονωτικά, υπό μορφή αλοιφών και για τη κατασκευή εμπλάστρων. Ο Πλίνιος[5] μας πληροφορεί ότι η Κρήτη υπήρξε πατρίδα δύο δένδρων με ιατρική χρησιμότητα: του κρητικού πεύκου και της κυπαρίσσου, απ' όπου έβγαζαν αιθέρια έλαια με εξαίρετες θεραπευτικές ιδιότητες.
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούσαν ακόμα οι Κρήτες το πεπόνι, τον κρίνο, που με τους βολβούς του θεράπευαν τις ραγάδες των μαστών και τα εγκαύματα, τη λευκή νυμφαία για τις στυπτικές της ιδιότητες και το χρυσάνθεμο.
Έκαναν, όμως, χρήση και άλλων φυτών που μας είναι άγνωστα, όπως ο φλοιός του «κίτρινου φιδιού», που ίσως η αρχή της χρήσης του να ανάγεται στην εποχή των Ασσυρο-βαβυλωνίων. Με τα φάρμακα φυτικής προέλευσης, που έχουν το προβάδισμα σε όλες τις αρχαίες φαρμακοποιίες, συνδύαζαν και οι Κρήτες ζωικά και ορυκτά προϊόντα: λίπη, κερί, κόπρανα, ούρα, νίτρο, στύψη, λιθάργυρο. Δεν δίσταζαν να καταφύγουν και στις μαγικές ιδιότητες των πολύτιμων λίθων (όπως και στο Μεσαίωνα). Ένας απ’ αυτούς, ο αμέθυστος, χρησιμοποιείτο σαν διουρητικό.
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γνώσεις των αρχαίων Κρητών για την ιαματική σημασία των μεταλλικών υδάτων. Τα νερά αυτά διοχετεύονταν με επιβλητικές υδραυλικές εγκαταστάσεις σε ειδικά ντους, τόσο στα λουτρά των ανακτόρων όσο και στα δημόσια λουτρά. Τα ακάθαρτα νερά απομακρύνονταν μ' ένα επιμελημένο σύστημα αποχετευτικών αγωγών προς τους υπονόμους, πράγμα που μαρτυρεί προχωρημένες γνώσεις υγιεινής.
Στο ιατρικό έργο προΐστατο η «θεά των όφεων» με πάρεδρό της το θεό των ιατρών, Ασκληπιό, το σύμβολο του οποίου (το φίδι) έφερε και η κρητική θεά.
[1] Heinrich Schliemann (1822-1890), Γερμανός αρχαιολόγος που έκανε ανασκαφές στη Μ. Ασία για την ανακάλυψη της αρχαίας Τροίας. Ανασκαφές έκανε και στις Μυκήνες, όπου αποκαλύφθηκαν 5 βασιλικοί τάφοι κι ένας θολωτός (τάφος τής Κλυταιμνήστρας).[2] Jean François Champollion (1790-1832), καθηγητής Ιστορίας στη Grenoble, άριστος γνώστης της λατινικής, της αρχαίας ελληνικής κι άλλων 6 γλωσσών.[3] Αλφάβητο, όπου κάθε σύμβολο παριστάνει ολόκληρη συλλαβή.[4] Sir Arthur John Evans (1851-1941), Άγγλος αρχαιολόγος, ιστορικός και πανεπιστημιακός. Το 1894 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κρήτη κι απ' το 1899 άρχισε τις πολύ ενδιαφέρουσες ανασκαφές του στο νησί. Το 1900 έφερε στο φως το μεγάλο ανάκτορο τής Κνωσού κι ανακάλυψε τις πρώτες πήλινες πινακίδες Γραμμικής γραφής Β και Α.[5] Gaius Plinius Ceacilius Secundus (23-79 μ.Χ.) Λατίνος λόγιος.
Γιγάντια ανάκτορα, με κυκλώπεια τείχη και περιστύλια. Τελειότατα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, ευρύχωρες αίθουσες λουτρών, κολυμβητικές δεξαμενές, στοές, αίθουσες με τους τοίχους καλυμμένους απ' τις πιο εκπληκτικές κι ιδιόρρυθμες διακοσμήσεις στις οποίες έσμιγαν, σε λεπτότατη αρμονία χρωμάτων, άνθη και ζώα. Τάφοι και αφιερώματα μυθικής πολυτέλειας, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο και χαλκό. Και σε μερικά δωμάτια σωροί από πινακίδες πήλινες, χάλκινες, αργυρές ή χρυσές, με χαραγμένα πάνω τους παράξενα σχήματα, όμοια με εκείνα που βρέθηκαν στους τοίχους του προαυλίου ενός από τα μεγαλύτερα ανάκτορα τής Κρήτης, αυτού τής Κνωσού.
Όταν θα βρέθηκε μπροστά στις πινακίδες αυτές ο Βέντρις, ίσως να δοκίμασε την ίδια συγκίνηση, ανάμικτη με περιέργεια κι αγωνία, που είχε δοκιμάσει έναν αιώνα πριν, ο Σαμπολιόν[2] μπροστά στη μαύρη επιγραφική στήλη της Ροζέτας από την οποία αποκρυπτογράφησε το μυστικό τής ιερογλυφικής γραφής.
Ήταν λοιπόν γραφή όλα αυτά που ο Βέντρις παρατηρούσε πάνω σ’ εκείνες τις πινακίδες; Όλα εκείνα τα σχήματα, που ανάμεσά τους διακρίνονταν κεφαλές ζώων, άμαξες, ανθρώπινα μέλη και εργαλεία, ζυγαριές και άροτρα; Όλη εκείνη, τέλος πάντων, η ατέλειωτη σειρά μικρών σχεδίων που έμοιαζαν υποτυπωδώς με σημεία της ιερογλυφικής γραφής των αρχαίων Αιγυπτίων; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα επρόκειτο προφανώς για τη γραφή της γλώσσας των λαών που είχαν ζήσει στο Αιγαίο πριν τον Τρωικό πόλεμο και τον Όμηρο, ίσως και στη διάρκειά του. Οι πινακίδες αυτές θα μπορούσαν τότε, να αποκαλύψουν πολλά μυστικά τής ζωής των λαών αυτών: τον πολιτισμό τους, την κοινωνική τους οργάνωση.
ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Και να που εκδηλώνεται η μεγαλοφυία τού Βέντρις: μήπως η γλώσσα αυτή είναι γλώσσα ελληνική της μακρινής εκείνης εποχής; Και μήπως το αλφάβητό της προηγείται από το λεγόμενο φοινικικό, που οι Φοίνικες είχαν διαδώσει σε ολόκληρη τη Μεσόγειο; Πραγματικά, η γλώσσα των πινακίδων φαινόταν ελληνική, γραμμένη με συλλαβικό αλφάβητο[3] π.χ. ι-jα-τε. Στα τρία αυτά συλλαβογράμματα αναγνωρίζεται αμέσως η μεταγενέστερη ελληνική λέξη ιατρός. Τότε λοιπόν και οι κάτοικοι της Κνωσού μιλούσαν τη γλώσσα τού Ομήρου; Ή μήπως πρόκειται για κρητική γραφή που χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς για να αποδοθεί γραπτά η ελληνική γλώσσα; Αν υπάρχει κάτι που μας εμποδίζει να δώσουμε καταφατική απάντηση στην πρώτη υπόθεση είναι η προκατάληψη. Η πεισματική αυτή προκατάληψη που έκλεινε τα μάτια των ειδικών μπροστά στις περίλαμπρες ανακαλύψεις του Σλήμαν αρχικά, του Έβανς[4] αργότερα και που δοκίμασε ανεπιτυχώς, να αμφισβητήσει την ορθότητα της αποκρυπτογράφησης της γραμμικής γραφής Β απ' τον αξέχαστο Βέντρις. Άσχετα, πάντως, απ' όλα αυτά, το γεγονός ότι βρίσκουμε τη παρουσία του ιατρού στις πινακίδες της Πύλου, των Μυκηνών και της Κνωσού, είναι μια μαρτυρία ότι το θεραπευτικό έργο ήταν οργανωμένο στο κρητο-μυκηναϊκό περιβάλλον.
Όσα γνωρίζουμε για τις υγειονομικές συνθήκες και την ιατρική δραστηριότητα στην αρχαία Κρήτη βασίζονται στα γλυπτά, τις τοιχογραφίες και τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, που μας πρόσφερε η αρχαιολογική σκαπάνη. Πολλές λεπτομέρειες τής καθημερινής ζωής πρέπει να ρυθμίζονταν από κανόνες υγιεινής. Αυτό μαρτυριέται απ’ τις αίθουσες των λουτρών, τον τρόπο τής κατασκευής των υδραγωγείων και το σύστημα των υπονόμων, που είναι απ' τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα τής κρητικής εποχής.
Όσο για τη θεραπευτική των Κρητών ιδιαίτερη αξία έχει η διαπίστωση τού Έβανς, σύμφωνα με την οποία κρητικά κείμενα φαρμακολογικού κυρίως και θεραπευτικού περιεχομένου, πρέπει να ήταν γνωστά στους αρχαίους Αιγυπτίους, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν πάρει από το περιεχόμενό τους άφθονες ιατρικές γνώσεις. Το γεγονός ότι ένας αξιόλογος αριθμός αρωματικών και ιαματικών φυτών, που χρησιμοποιήθηκαν τόσο από τους Αιγυπτίους, όσο κι απ' τους μεταγενέστερους Έλληνες, έχει τη ρίζα του ονόματός του προελληνική, μεσογειακή, κρητική, μαρτυριέται ότι τα φυτά αυτά θα έπρεπε να καλλιεργούνται και να χρησιμοποιούνται από τους Κρήτες, πριν διαδοθούν στους γειτονικούς λαούς. Τέτοια ονόματα είναι: μίνθη, αψίνθιο κλπ. Παράλληλα με αυτά να αναφέρουμε το σήσαμον, δηλαδή την παπαρούνα, γνωστή με το κρητικό αυτό όνομα στον ελληνικό κόσμο της εποχής εκείνης και φυτά, απ’ τα οποία παρασκευάζονταν βαφές, όπως ο κρόκος.
Οι Κρήτες γνώριζαν κι ένα μεγάλο αριθμό φυτών με αποκλειστική θεραπευτική χρήση: το ασπλήνιο (είδος θηλυκής πτέρης) για τους πόνους του σπλήνα, το δαύκο, που χορηγείτο σαν έγχυμα μέσα σε κρασί σε μυϊκές παθήσεις ή δήγματα φιδιών και το δίκταμο, χρησιμοποιούμενο ειδικότερα σε γυναικολογικά νοσήματα. Καλλιεργούσαν επίσης σε ευρεία έκταση κι έκαναν εξαγωγή λειχηνοειδών φυτών, χρησιμοποιούμενα σαν αφεψήματα για τονωτικά, υπό μορφή αλοιφών και για τη κατασκευή εμπλάστρων. Ο Πλίνιος[5] μας πληροφορεί ότι η Κρήτη υπήρξε πατρίδα δύο δένδρων με ιατρική χρησιμότητα: του κρητικού πεύκου και της κυπαρίσσου, απ' όπου έβγαζαν αιθέρια έλαια με εξαίρετες θεραπευτικές ιδιότητες.
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούσαν ακόμα οι Κρήτες το πεπόνι, τον κρίνο, που με τους βολβούς του θεράπευαν τις ραγάδες των μαστών και τα εγκαύματα, τη λευκή νυμφαία για τις στυπτικές της ιδιότητες και το χρυσάνθεμο.
Έκαναν, όμως, χρήση και άλλων φυτών που μας είναι άγνωστα, όπως ο φλοιός του «κίτρινου φιδιού», που ίσως η αρχή της χρήσης του να ανάγεται στην εποχή των Ασσυρο-βαβυλωνίων. Με τα φάρμακα φυτικής προέλευσης, που έχουν το προβάδισμα σε όλες τις αρχαίες φαρμακοποιίες, συνδύαζαν και οι Κρήτες ζωικά και ορυκτά προϊόντα: λίπη, κερί, κόπρανα, ούρα, νίτρο, στύψη, λιθάργυρο. Δεν δίσταζαν να καταφύγουν και στις μαγικές ιδιότητες των πολύτιμων λίθων (όπως και στο Μεσαίωνα). Ένας απ’ αυτούς, ο αμέθυστος, χρησιμοποιείτο σαν διουρητικό.
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γνώσεις των αρχαίων Κρητών για την ιαματική σημασία των μεταλλικών υδάτων. Τα νερά αυτά διοχετεύονταν με επιβλητικές υδραυλικές εγκαταστάσεις σε ειδικά ντους, τόσο στα λουτρά των ανακτόρων όσο και στα δημόσια λουτρά. Τα ακάθαρτα νερά απομακρύνονταν μ' ένα επιμελημένο σύστημα αποχετευτικών αγωγών προς τους υπονόμους, πράγμα που μαρτυρεί προχωρημένες γνώσεις υγιεινής.
Στο ιατρικό έργο προΐστατο η «θεά των όφεων» με πάρεδρό της το θεό των ιατρών, Ασκληπιό, το σύμβολο του οποίου (το φίδι) έφερε και η κρητική θεά.
Όσα γνωρίζουμε για την ιατρική των Κρητών, συνάγονται από τα ευρήματα των αρχαιολόγων. Για τον μυκηναϊκό, όμως, κόσμο έχουμε πια γραπτές μαρτυρίες, τις πινακίδες με τη γραμμική γραφή Β. Από εκεί πληροφορούμαστε για τη σημαντική επίδραση της κρητικής ιατρικής των Μυκηνών, που οι κάτοικοί τους, εξαίρετοι αγρότες, μπορούσαν να καλλιεργούν και να χρησιμοποιούν τα ιαματικά φυτά, των οποίων τη γνώση είχαν κληρονομήσει από τη μακραίωνη πείρα των Κρητών.
Τα φάρμακα που υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι από τους Κρήτες παρασκευάζονταν από τα επιδέξια χέρια των ιερέων με μια προχωρημένη τεχνική. Έτσι συναντάμε αφεψήματα, πιόματα και ιατρικά έλαια, τα οποία αφού πρώτα εξάγονταν από την πρώτη τους ύλη με ειδικά χειροκίνητα πιεστήρια, αναμιγνύονταν εν συνεχεία με χυμούς φρούτων, φοινικίτη οίνο, μέλι, νερό κλπ. Τέτοιες σκηνές απαθανατίζονται σε παραστάσεις που διακοσμούν αγγεία εξαιρετικής τέχνης, που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Δεν αποκλείεται τα σκευάσματα αυτά να αποτέλεσαν τη βάση της μεταγενέστερης ελληνικής φαρμακοποιίας. Γιατί και σ’ αυτήν βρίσκουμε τα ίδια βασικά στοιχεία: μέλι, κούμαρα, φοινικάλευρο, ρετσινόλαδο. Αυτό το τελευταίο, το έδιναν σε στομαχικούς πόνους και σ' εντερικές διαταραχές, ενώ το αφέψημα των σταφυλιών θεωρείτο θαυμάσιο ευστόμαχο που διευκόλυνε τη πέψη.
Τα έλκη και τις πληγές τα θεράπευαν με έμπλαστρα, με βάση τους χουρμάδες, το γάλα τής συκομουριάς και ανάλογα φυτικά εκχυλίσματα. Εκείνο που θα μπορούσε να πει κανείς για τη μυκηναϊκή εμπειρική ιατρική είναι ότι, παρόλο που δεν διέφερε σημαντικά από την ιατρική των άλλων μεσογειακών λαών, εκτός ίσως του εβραϊκού, εν τούτοις προετοίμασε το δρόμο σε μια από τις πιο θαυμάσιες σελίδες τής ιατρικής επιστήμης.
Τα φάρμακα που υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι από τους Κρήτες παρασκευάζονταν από τα επιδέξια χέρια των ιερέων με μια προχωρημένη τεχνική. Έτσι συναντάμε αφεψήματα, πιόματα και ιατρικά έλαια, τα οποία αφού πρώτα εξάγονταν από την πρώτη τους ύλη με ειδικά χειροκίνητα πιεστήρια, αναμιγνύονταν εν συνεχεία με χυμούς φρούτων, φοινικίτη οίνο, μέλι, νερό κλπ. Τέτοιες σκηνές απαθανατίζονται σε παραστάσεις που διακοσμούν αγγεία εξαιρετικής τέχνης, που έφερε στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Δεν αποκλείεται τα σκευάσματα αυτά να αποτέλεσαν τη βάση της μεταγενέστερης ελληνικής φαρμακοποιίας. Γιατί και σ’ αυτήν βρίσκουμε τα ίδια βασικά στοιχεία: μέλι, κούμαρα, φοινικάλευρο, ρετσινόλαδο. Αυτό το τελευταίο, το έδιναν σε στομαχικούς πόνους και σ' εντερικές διαταραχές, ενώ το αφέψημα των σταφυλιών θεωρείτο θαυμάσιο ευστόμαχο που διευκόλυνε τη πέψη.
Τα έλκη και τις πληγές τα θεράπευαν με έμπλαστρα, με βάση τους χουρμάδες, το γάλα τής συκομουριάς και ανάλογα φυτικά εκχυλίσματα. Εκείνο που θα μπορούσε να πει κανείς για τη μυκηναϊκή εμπειρική ιατρική είναι ότι, παρόλο που δεν διέφερε σημαντικά από την ιατρική των άλλων μεσογειακών λαών, εκτός ίσως του εβραϊκού, εν τούτοις προετοίμασε το δρόμο σε μια από τις πιο θαυμάσιες σελίδες τής ιατρικής επιστήμης.
[1] Heinrich Schliemann (1822-1890), Γερμανός αρχαιολόγος που έκανε ανασκαφές στη Μ. Ασία για την ανακάλυψη της αρχαίας Τροίας. Ανασκαφές έκανε και στις Μυκήνες, όπου αποκαλύφθηκαν 5 βασιλικοί τάφοι κι ένας θολωτός (τάφος τής Κλυταιμνήστρας).[2] Jean François Champollion (1790-1832), καθηγητής Ιστορίας στη Grenoble, άριστος γνώστης της λατινικής, της αρχαίας ελληνικής κι άλλων 6 γλωσσών.[3] Αλφάβητο, όπου κάθε σύμβολο παριστάνει ολόκληρη συλλαβή.[4] Sir Arthur John Evans (1851-1941), Άγγλος αρχαιολόγος, ιστορικός και πανεπιστημιακός. Το 1894 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κρήτη κι απ' το 1899 άρχισε τις πολύ ενδιαφέρουσες ανασκαφές του στο νησί. Το 1900 έφερε στο φως το μεγάλο ανάκτορο τής Κνωσού κι ανακάλυψε τις πρώτες πήλινες πινακίδες Γραμμικής γραφής Β και Α.[5] Gaius Plinius Ceacilius Secundus (23-79 μ.Χ.) Λατίνος λόγιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου