10/9/08

Η επανάσταση του 16ου αιώνα σε εξέλιξη [29]

«Ξέρω καλά πως, με το να μην είμαι λογοτέχνης, κάποιος προπετής θα θεωρήσει λογικό να με κατηγορήσει που ανακατεύομαι, χωρίς να είμαι άνθρωπος των γραμμάτων (σε τέτοια πράγματα). Κουτός κόσμος! Δεν ξέρουν πως όσα γράφω προέρχονται περισσότερο από την εμπειρία, παρά από τα λόγια των άλλων. Αυτή υπήρξε ο διδάσκαλος όποιου έγραψε καλά, και έτσι την παίρνω και θα την μεταχειρίζομαι σε κάθε περίπτωση. Αν δεν ξέρω να χρησιμοποιήσω τους συγγραφείς όπως αυτοί, κάνω κάτι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο, διαβάζοντας την εμπειρία, που υπήρξε διδάσκαλος των διδασκάλων τους. Αυτοί έρχονται παραφουσκωμένοι και κομπάζοντας, ντυμένοι και στολισμένοι όχι με τους δικούς τους, αλλά με τους κόπους άλλων. Και τους δικούς μου κι εμένα δεν μας αναγνωρίζουν. Κι αν με περιφρονούν ως εφευρέτη, θα πρέπει να κατηγορήσουν πιο πολύ τους εαυτούς τους, που δεν είναι εφευρέτες, αλλά φερέφωνα και αφηγητές των έργων των άλλων».
Οι γραμμές αυτές, που ανήκουν στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, διαγράφουν, έναν αιώνα πριν την πραγματοποίησή της, τους χαρακτήρες της επανάστασης, που ετοιμαζόταν σε ολόκληρο τον 16ο αιώνα ετοιμαζόταν, για να ωριμάσει στις αρχές του 17ου. Κάπου αλλού έγραφε πάλι ο ντα Βίντσι: «Η φιλοσοφία είναι γραμμένη στο πελώριο αυτό βιβλίο, που στέκει συνεχώς ανοικτό εμπρός στα μάτια μας: εγώ λέω στο Σύμπαν». Ό,τι δηλαδή γράφει κι ο Γαλιλαίος στον «Πειραματιστή» του, έναν αιώνα μετά, πράγμα που γεννά το ερώτημα: Γιατί άραγε η επανάσταση του Γαλιλαίου να μην εκδηλωθεί έναν αιώνα νωρίτερα, σαν επανάσταση του Λεονάρντο ντα Βίντσι;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας είναι η ίδια η φύση του ντα Βίντσι: το έργο του, δοσμένο ακατάστατα, δεν μπόρεσε ποτέ να συγκροτηθεί σ’ ένα ενιαίο σύστημα, να συγκεντρωθεί σ’ ένα έργο. Γι’ αυτό και έμεινε ουσιαστικά χωρίς επιδράσεις. Εξάλλου, ο κόσμος ποτέ δε μπορεί να ακολουθήσει αμέσως στο δρόμο της μια μεγαλοφυία που πάντα προτρέχει της εποχής της, ώστε να μη γίνονται κατανοητοί απ' τους συγχρόνους οι οραματισμοί της, που είναι στραμμένοι σ' ένα απώτερο μέλλον. Επίσης, η επανάσταση, που υπονοείται στα λόγια του Λεονάρντο ντα Βίντσι, φαινομενικά μόνο συμπίπτει με την επανάσταση του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου. Στην πραγματικότητα είναι μόνο «μεταρρύθμιση», ανάλογη με την ομώνυμή της στο θρησκευτικό πεδίο, που μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη μες στον 16ο αιώνα, με κύριους εκπροσώπους της τον Κανάνο, τον Βεσάλιο, τον Κολόμπο, τον Τσεζαλπίνο κι όλους τους αναμορφωτές του αιώνα εκείνου.
Κάτι που ξεχωρίζει τη μεταρρύθμιση του 16ου απ' την επανάσταση του 17ου αιώνα είναι η απουσία από την πρώτη της σαφούς κι αποφασιστικής αντίληψης ότι ο κόσμος με τα φαινόμενά του, κι άρα και ο άνθρωπος, είναι «μηχανές». Το ανθρώπινο σώμα εξακολουθεί να είναι μια «κατασκευή» αξιοθαύμαστη από μόνη της, που ζωογονείται απλώς απ' άγνωστες «ζωτικές δυνάμεις», με τις οποίες ερμηνεύονται όλες οι λειτουργίες της. Εξάλλου, η «εμπειρία» του 16ου αιώνα είναι καθαρά «εμπειρική παρατήρηση» και όχι «πείραμα».
Βέβαια για να φτάσουμε στις επαναστατικές αντιλήψεις του 17ου αιώνα, έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσουμε απ' τις μεταρρυθμιστικές θέσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που επιτέλους έκανε και κάποιο πείραμα, όταν έχυνε στις κοιλίες του εγκεφάλου κερί, για να μελετήσει το ακριβές τους σχήμα. Αλλά αυτές πολύ απέχουν απ' τις αντιλήψεις του Γαλιλαίου, που τις βρίσκει κανείς τέλεια διατυπωμένες στο έργο του.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ
Εκείνο το ιδιαίτερο, που συναντάμε στον Γαλιλαίο, είναι η αντίληψη ότι η φύση είναι αποτέλεσμα του σιδηρού νόμου της αναγκαιότητας, έχει δηλαδή μηχανική συγκρότηση. Στο βιβλίο του «Διάλογος περί των δύο μεγίστων συστημάτων τού κόσμου» διαβάζουμε πράγματι: «Για να θεωρηθούν τα αποτελέσματα αυτά ως συνέπεια των κινήσεων, που λαμβάνουν φυσικά χώρα στη γη, είναι απαραίτητο όχι μόνο να μη βρίσκουν αντίσταση ή εμπόδιο, αλλά και να πραγματοποιούνται με ευκολία, κι όχι μόνο με ευκολία, αλλά και από αναγκαιότητα, ώστε να είναι αδύνατο να ακολουθήσουν άλλον τρόπο πραγματοποίησης. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιότητα και η κατάσταση των φυσικών και των αληθινών πραγμάτων».
Η αναγκαία αυτή σχέση αιτίας και αποτελέσματος που βρίσκεται πίσω από κάθε φυσικό φαινόμενο, αντιστοιχεί στη λογική αναγκαιότητα τής σκέψης που ακολουθεί το δρόμο της μαθηματικής απόδειξης, που γι’ αυτό είναι η μόνη ικανή να προσφέρει ακριβή γνώση τής φύσης. Δεν αρκούν οι αισθήσεις και οι εμπειρίες, για να προσφέρουν πραγματική γνώση. Πρέπει να μεσολαβήσει η λογική. Αυτό το γνωρίζει ο Γαλιλαίος, όταν γράφει στον Λιντσέτο: «Εδώ δεν θα ήθελα να μου πουν πως επαναπαύομαι για την αλήθεια ενός γεγονότος σε όσα μου δείχνει να ακολουθήσω η εμπειρία, που θα μπορούσα να πω ότι με διαβεβαιώνει μεν για την ύπαρξη κάθε γεγονότος της φύσης, που θαυμάζω, αλλά δεν ωφελεί καθόλου στην ερμηνεία του τρόπου (με τον οποίον αυτό παράγεται)».
Η εμπειρία, δηλαδή, κατά τον Γαλιλαίο, μαρτυρεί το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά δεν το ερμηνεύει. Αυτό είναι έργο της μαθηματικής απόδειξης, που είναι δυνατή, επειδή τα γεγονότα της πραγματικότητας χαρακτηρίζονται από ποσοτικές κι όχι ποιοτικές σχέσεις, συνυφασμένες με τη φύση τους και όχι με τη διάθεση του παρατηρητή. Αυτό το διαβάζουμε σε μια σελίδα του «Πειραματιστή» του: «Λέω πως αισθάνομαι να έλκομαι απ' την ανάγκη, αμέσως μόλις συλλάβω την ύπαρξη κάποιας ύλης ή ουσίας του σώματος, να αντιληφθώ ταυτόχρονα αν είναι ολοκληρωμένη και διαμορφωμένη υπό αυτήν ή εκείνη τη μορφή, αν, σε σύγκριση με άλλες, είναι η μεγάλη ή μικρή, αν βρίσκεται σ’ αυτόν ή εκείνο τον τόπο, σ’ αυτόν ή εκείνο το χρόνο, αν κινείται ή μένει ακίνητη, αν βρίσκεται ή όχι σε επαφή με άλλο σώμα, αν είναι μια ή πολλές, και για χάρη καμιάς φανταστικής επινόησης δε θα μπορούσα να τη ξεχωρίσω απ' τις καταστάσεις αυτές. Αλλά, αν μπορεί να είναι λευκή ή κόκκινη, πικρή ή γλυκιά, ηχηρή ή βουβή, με οσμή ευχάριστη ή δυσάρεστη, δεν αισθάνομαι πως πρέπει να κουράσω το μυαλό μου για να μπορέσω να γνωρίσω όλες αυτές τις καταστάσεις, που αναγκαστικά τη συνδέουν. Μάλιστα, αν οι αισθήσεις δεν μας καθοδηγούσαν, ίσως η λογική και η φαντασία να μην έφθαναν ποτέ εκεί μόνες τους».
Προφανώς, η επιστήμη θεμελιώνεται στους χαρακτήρες εκείνους της πραγματικότητας, που δεν εξαρτώνται από τον παρατηρητή, αλλά αποτελούν στοιχεία της ύπαρξής της. Γι’ αυτό, επιστήμη είναι η γνώση των μαθηματικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητα, σχέσεων γεωμετρικών, χώρου, χρόνου κλπ. Αφού λοιπόν η πραγματικότητα στηρίζεται σε μαθηματικές σχέσεις, μπορεί να μετρηθεί και να γίνει νοητή με τη βοήθεια των μαθηματικών αποδείξεων.
Ο Γαλιλαίος είχε πλήρη επίγνωση των δυσχερειών που έπρεπε να υπερνικηθούν, για να πραγματοποιηθεί η επιστημονική επανάσταση. Επρόκειτο για την αντίδραση των ανθρώπων εκείνων, που ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αποκαλούσε φερέφωνα και έπρεπε να πεισθούν ότι «εμείς δεν επιθυμούμε να προσαρμοστεί η φύση σε ό,τι μας φαίνεται καλύτερα τοποθετημένο, αλλά συμφέρει να προσαρμόσουμε το πνεύμα μας σ’ εκείνο που πράγματι υπάρχει, σίγουροι πως αυτό κι όχι άλλο είναι το καλύτερο».
[1] Γιατί, όπως βεβαιώνει ο Σαγρέδο στον «Διάλογο περί των δύο μέγιστων συστημάτων»: «η φύση έκανε πρώτα τα πράγματα με τον τρόπο της και μετά έγινε ο ανθρώπινος λόγος ικανός να δυνηθεί να εννοήσει μερικά απ' τα μυστικά της». Να πειστεί πως «ό,τι συμβαίνει στα συγκεκριμένα, συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο και στα αφηρημένα: και θα ήταν κάτι το πρωτοφανές αν οι υπολογισμοί και οι πράξεις, που γίνονται με αφηρημένους αριθμούς, δεν αντιστοιχούν στα χρυσά κι ασημένια νομίσματα και στο συγκεκριμένο εμπόριο». Ότι «τα σφάλματα δεν οφείλονται ούτε στο αφηρημένο ούτε στο συγκεκριμένο, ούτε στη γεωμετρία ούτε στη φυσική, αλλά σ’ εκείνον που κάνει τους υπολογισμούς, που δεν ξέρει να τους κάνει σωστούς».
Οι υπολογισμοί αυτοί είναι η ίδια η επιστήμη. Ο Γαλιλαίος ξέρει πολύ καλά ότι «η σκέψη εκείνου που θα πίστευε ότι εισάγει μια καινούργια επιστήμη, ασκώντας κριτική επί αυτού ή εκείνου του συγγραφέα, θα ήταν μάταιη: είναι πρώτα ανάγκη να μάθουμε να ξαναφτιάξουμε εγκεφάλους και να τους κάνουμε ικανούς να ξεχωρίζουν το σωστό από το εσφαλμένο».

ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ
Το γεγονός ότι ο Γαλιλαίος πρόσθεσε στη φράση που μόλις αναφέραμε, την απαισιόδοξη άποψη «πράγμα, που μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει», δε σημαίνει αναγκαστικά ότι ήταν απελπισμένος για κάθε δυνατότητα ανανέωσης της επιστήμης. Απλώς αποκαλύπτει την απόλυτη επίγνωση που είχε σχετικά με τις δυσκολίες που θα συναντούσε το έργο του κι αυτό των επιγόνων του. Πάντως, τα πρώτα αξιοθαύμαστα αποτελέσματα της νέας νοοτροπίας έδειχναν πως μερικοί εγκέφαλοι είχαν κιόλας αναγεννηθεί και μάλιστα σε τομείς που δύσκολα μπορούσε να πεισθεί κανείς ότι το παν ανάγεται σε μαθηματικούς υπολογισμούς και μαθηματικές αποδείξεις, δηλαδή στους τομείς της ιατρικής, της βιολογίας και της φυσιολογίας. Σ’ αυτούς τους τομείς, η «μηχανή» αντικαθιστούσε κιόλας την «κατασκευή» κι υφίστατο μετρήσεις. Το πρώτο, δηλαδή, ρήγμα στις παλιές αντιλήψεις είχε γίνει. Η κατεδάφιση του τείχους μπορεί να μην ήταν εύκολη υπόθεση, θα ακολουθούσε όμως αναπόφευκτα.

Ο ΣΑΝΤΟΡΙΟ ΣΑΝΤΟΡΙΟ
Φαίνεται βέβαιο ότι ο Γαλιλαίος περισυνέλεξε με ενθουσιασμό τις ιδέες και τα κείμενα του Σαντόριο, συναδέλφου του στο Πανεπιστήμιο τής Πάντοβας (Κάπο ντ’ Ίστρια, 1561 – Βενετία, 1636). Ο Σαντόριο αφού υπηρέτησε για ένα διάστημα στην Πολωνία ως ιατρός του βασιλιά Μαξιμιλιανού, ξαναγύρισε στην Πάντοβα σαν καθηγητής στο Πανεπιστήμιό της, για να ασκήσει τελικά στη Βενετία το ιατρικό επάγγελμα μέχρι το θάνατό του.
Ή ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε στον ιατρικό τομέα τις ιδέες του Γαλιλαίου, μεταφέροντας στην ιατρική την έννοια των μετρήσεων με το «σφυγμολόγιο» που ανακάλυψε: επρόκειτο για ένα εκκρεμές με το οποίο μετρούσε τους σφυγμούς. Καθιέρωσε και το θερμόμετρο που είχε ανακαλύψει ο Γαλιλαίος,
[2] για τη λήψη της «θερμοκρασίας» του ανθρωπίνου σώματος. Φυσικά δεν επρόκειτο για τη θερμοκρασία, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά για τη μέτρηση της υποτιθέμενης «ζωτικής θερμότητας», που ήταν το αποτέλεσμα της ανάμιξης των χυμών του σώματος κι ανάλογων εννοιών της παραδοσιακής ιατρικής για τις οποίες μιλήσαμε ήδη.
Με τέτοιες προοπτικές ο Σαντόριο εκτέλεσε σπουδαία πειράματα επάνω στο ανθρώπινο σώμα, ζυγίζοντας το υπό ποικίλες τοπικές και χρονικές συνθήκες, με τη βοήθεια ειδικών συσκευών που είχε επινοήσει: του «στατήρα μετά έδρας» και της «τεχνικής κλίνης». Έτσι παρατήρησε ότι το βάρος των απεκκρίσεων του ανθρωπίνου σώματος, μετά τη λήψη ορισμένης ποσότητας τροφής, ήταν μικρότερο απ' τη συνολική απώλεια του βάρους, που είχε συνολικά το σώμα. Απ' αυτό συμπέρανε ότι μέρος της τροφής που καταναλώνει ο άνθρωπος αποβάλλεται, εκτός απ' τις ορατές οδούς (ούρα, ιδρώτας) μέσω της α δ ή λ ο υ δ ι α π ν ο ή ς. Έτσι ο Σαντόριο συνέλαβε πρώτος την έννοια του βασικού μεταβολισμού.
Οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του, όμως, δεν άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση στην ιατρική του καιρού του και μάλλον πέρασαν απαρατήρητα. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία είναι ότι ο Σαντόριο είχε επιχειρήσει να ερμηνεύσει δεδομένα του ανθρωπίνου οργανισμού σε μαθηματικές βάσεις. Έτσι το αίτημα του Γαλιλαίου γι' αναμόρφωση των εγκεφάλων, σαν προϋπόθεση ανανέωσης της επιστήμης φαίνεται να πραγματοποιείται, έστω κι εν μέρει.

Η ΙΑΤΡΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Θρίαμβος των ιδεών τού Γαλιλαίου αποτελεί η προοδευτική καθιέρωση στην ιατρική των αρχών της λεγομένης ιατρομηχανικής σχολής, που στο πρόσωπο του Τζιοβάνι Αλφόνσο Μπορέλλι βρήκε τον πιο αξιόλογο εκπρόσωπό της.
Ο Μπορέλλι (Νεάπολη, 1608 – Ρώμη, 1679) ήταν μαθηματικός. Χάρις στη φήμη που απέκτησε στο Πανεπιστήμιο της Μεσσήνης, προσκλήθηκε να αναλάβει την έδρα των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας. Τόσο, όμως, γοητεύθηκε απ' την ανατομία και τη φυσιολογία και απ' τα πειράματα του Μαρτσέλο Μαλπίγγι, που από τότε αφοσιώθηκε στη μελέτη τους, μεταφέροντας στο ιατρικό πεδίο τη μαθηματική του πείρα κι εργαζόμενος αδιάκοπα μέχρι το θάνατό του στη Ρώμη, όπου είχε καταφύγει λόγω της ανάμιξής του σε συνωμοσία κατά της Ισπανίας.
Το έργο του «Περί της κινήσεως των ζώων», ένα είδος σύνοψης των ιατρομηχανικών απόψεων, δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του. Στο βιβλίο αυτό ο Μπορέλλι χαρακτηρίζει τη φυσιολογία ως μέρος της φυσικής κι επιχειρεί να θεμελιώσει σε μαθηματικές βάσεις τη φυσιολογία των μυών σε όλες τις λειτουργικές εκδηλώσεις τους, από το πέταγμα των πουλιών, μέχρι τη στάση που παίρνει το ανθρώπινο σώμα για να κρατηθεί όρθιο, κι απ' τη κολύμβηση των ψαριών μέχρι τις κινήσεις των τετραπόδων.
Η παρακολούθηση των ιδεών του Μπορέλλι σελίδα - σελίδα θα ήταν αδύνατη. Άλλωστε, ένα μόνο ενδιαφέρει εδώ. Κι αυτό είναι το ότι η επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί: οι εγκέφαλοι έχουν αλλάξει, η παράδοση καταρρέει και μια νέα φιλοσοφία κι επιστήμη οικοδομείται. Η «εκ βάθρων» ανακαίνιση, που ο Βάκων είχε προαναγγείλει, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τα είδωλα, που για αιώνες δέσμευαν την ανθρώπινη σκέψη, γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο. Νέοι δρόμοι ανοίγονται για την ανθρώπινη σκέψη και μια καινούργια εποχή για την επιστήμη.


[1] Επιστολή προς το Λίντσεο Τσέζι, 1612.[2] Ο Γαλιλαίος είχε μελετήσει και τους νόμους του εκκρεμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: