Η μεγάλη ανανεωτική κίνηση στο τομέα της ανατομικής δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορους τους άλλους κλάδους της ιατρικής. Το νέο πνεύμα που ζωογονούσε την έρευνα κι οι νέες επαναστατικές ανακαλύψεις είχαν άμεσες επιπτώσεις στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική. Ταυτόχρονα όμως οι επιστημονικοί αυτοί κλάδοι έδιναν στην ανατομική αφορμή για μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Για να φτάσουμε στις νέες εξελίξεις στην παθολογία, πρέπει να περάσουμε πρώτα απ' το χώρο της φυσιολογίας, η ανάπτυξη της οποίας κορυφώνεται στην ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, που θα της αφιερωθεί ιδιαίτερο κεφάλαιο.
Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΥΜΩΝ
Η παραδοσιακή φυσιολογία στηριζόταν σε δυο βάσεις: τη θεωρία των χυμών και την πίστη στην αυτόματη γένεση.
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από οστά, σάρκα, μύες, τένοντες, αρτηρίες, φλέβες, παρέγχυμα[1] και ένα σύμπλεγμα χυμών: κίτρινη και μαύρη χολή, φλέγμα και αίμα. Στα έργα του Ιπποκράτη μνημονεύονται 3 μόνον είδη χυμών: χολή, φλέγμα, αίμα. Η διάκριση της χολής σε κίτρινη και μελανή είναι νεώτερη εξέλιξη. Ο Γαληνός παραδέχεται 4 χυμούς και κληρονομεί την άποψη αυτή στους μεταγενέστερους.
Οι 4 χυμοί περιγράφονται σε συνδυασμό με 4 βασικές ποιότητες των πραγμάτων: θερμό, ξηρό, ψυχρό κι υγρό. Κάθε χυμός διαθέτει μια χαρακτηριστική ποιότητα, π.χ. το αίμα το θερμό και το φλέγμα το ψυχρό. Παρεμβαίνοντας όμως οι Άραβες ιατροί πρόσθεσαν την άποψη ότι κάθε μια απ' τις ποιότητες αυτές παρουσιάζεται με τη σειρά της με 4 διαφορετικούς βαθμούς. Είναι πράγματι να θαυμάζει κανείς τους μεσαιωνικούς ιατρούς που κληρονόμησαν τέτοιες αντιλήψεις, πώς κατόρθωναν να ξεχωρίζουν τη ποικιλία των συνδυασμών που προέκυπταν απ' τους χυμούς και τους βαθμούς των ποιοτήτων.
Στις φυσιολογικές αυτές αντιλήψεις στηριζόταν η παθολογία. Η νόσος είναι αποτέλεσμα της ρήξης της ισορροπίας που όφειλε να υπάρχει μεταξύ των διαφόρων χυμών κι άρα των διαφόρων ποιοτήτων με τους βαθμούς τους. Εξωτερικά αίτια, επιδράσεις από τα ουράνια σώματα, το κλίμα και διάφορες κακώσεις ανέτρεπαν την ισορροπία των χυμών και προκαλούσαν τις νόσους.
Απ' την τοποθέτηση αυτή μπορεί κανείς να συμπεράνει τη θεραπευτική κατεύθυνση των ιατρικών ενεργειών. Η αποκατάσταση τής ισορροπίας των χυμών επέβαλλε την εξουδετέρωση του χυμού που υπερίσχυε με φάρμακα αντίθετης ποιότητας και βαθμού και με την απομάκρυνσή του απ' το σώμα. Γι’ αυτό το τελευταίο σκοπό εφαρμόζονταν σε αφθονία τα κλύσματα, τα υπόθετα, τα καθαρτικά, τα εμετικά, καθώς και οι αφαιμάξεις είτε με βδέλλες είτε με φλεβοτομία. Όσο για τα αποτελέσματα τής θεραπείας αυτής, μπορεί να κρίνει ο αναγνώστης.
Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Ένα σοβαρό ερώτημα απασχολούσε την ιατρική από πολύ παλιά: Πώς γίνεται οι αρρώστιες που παίρνουν επιδημική μορφή (πανώλης), ή ενδημούν σ’ έναν τόπο (ελονοσία), να προσβάλλουν τεράστια πλήθη ανθρώπων και για μακρύ χρονικό διάστημα; Στο ερώτημα αυτό η μεσαιωνική ιατρική απαντούσε με τον συνδυασμό 2 απόψεων: τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και την αυτόματη γένεση των νόσων. Η μόλυνση της ατμόσφαιρας όμως προϋπόθετε μια ειδική θέση των πλανητών, πράγμα που οδηγούσε στη στενή συνεργασία αστρολογίας και ιατρικής. Οι απηχήσεις των απόψεων αυτών φτάνουν μέχρι την Ουμανιστική περίοδο και βλέπουμε μεγάλα ονόματα του 15ου αιώνα (Φιτσίνο, Πίκο ντέλλα Μιράντολα), επηρεασμένα απ' την παράδοξη συμμαχία αστρολογίας και ιατρικής.
Η μολυσμένη ατμόσφαιρα, που ανάπνεαν οι άνθρωποι, προκαλούσε μόλυνση των χυμών του σώματός τους, απ' την οποία και προέκυπταν παθολογικά προϊόντα, όπως π.χ. τα σκουλήκια του εντέρου που οφείλονταν σε μόλυνση τού φλέγματος. Αυτή είναι η θεωρία της αυτόματης γένεσης των όντων που επικρατεί μέχρι τον 17ο αιώνα.
Τι υποστήριζε η θεωρία αυτή; Κάθε ον γεννιέται αυτομάτως από την ύλη, που δέχεται την επίδραση της ατμόσφαιρας. Αυτή έχει προηγουμένως υποστεί ορισμένες μεταβολές, που καθορίζονται από αστρικές επιδράσεις. Η θεωρία αυτή φαινόταν να επιβεβαιώνεται στο φαινόμενο της σήψης των οργανικών ουσιών. Πρώτος που στράφηκε εναντίον της ήταν ο Ιταλός Ρέντι (17ος αιώνας) που αντλούσε τα επιχειρήματά του από πειράματα που είχε κάνει επί της γένεσης των εντόμων.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Αυτές ήταν οι απόψεις που επικρατούσαν στη φυσιοπαθολογική σκέψη του ιατρού μέχρι των χρόνων της Αναγέννησης, όταν η εμφάνιση μιας καινούργιας επιδημίας προκάλεσε το πρώτο ρήγμα στις παλιές δοξασίες. Επρόκειτο για τη σύφιλη, που η εμφάνισή της για πρώτη φορά στην Ευρώπη αναστάτωσε ιατρούς και ασθενείς, πιο πολύ από κάθε άλλη νόσο του παρελθόντος. Ήταν ένας εφιάλτης που βάρυνε σημαντικά στο ουμανιστικό περιβάλλον του 15ου αιώνα.
Κι όμως ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός, όσο μια επιδημία, αποτέλεσε αφορμή μεταβολών σε κάθε τομέα της ζωής, διαμέσου των προβλημάτων τα οποία δημιούργησε για κυβερνήσεις κι άτομα, για όσους ασχολιόταν με την έρευνα, είτε ιατρός ήταν αυτός είτε φαρμακολόγος, φιλόσοφος, αστρολόγος ή άνθρωπος των γραμμάτων κλπ. Στην περίοδο αυτή διατυπώθηκαν θεωρίες για την αιτιολογία της σύφιλης, στις οποίες οι συζυγίες των άστρων, η μόλυνση της ατμόσφαιρας κι η σήψη των χυμών έπαιζαν σπουδαίο ρόλο. Ταυτόχρονα όμως έγιναν και σοβαρές παρατηρήσεις, που αφορούσαν τόσο τις δερματικές βλάβες που προκαλούσε η νόσος, όσο και τις σπλαγχνικές βλάβες που αποκαλύπτονταν με τη διάνοιξη του πτώματος ατόμων που είχαν πεθάνει από αυτήν. Μια από τις πρώτες σοβαρές περιγραφές της συμπτωματολογίας και της παθολογικής ανατομικής της νόσου αυτής οφείλεται στο Νικολό Λεονιτσένο. Το βιβλίο του, με τον τίτλο «Επί της επιδημίας της καλούμενης γαλλικής νόσου», δημοσιεύτηκε το 1497. Ένα χρόνο πριν, μια επιστολή που είχε σταλεί απ' τη Βαρκελώνη στον ιατρό Βαρέζι, περιέγραφε με τρόπο δραματικό την εξάπλω-ση της σύφιλης στην πόλη αυτή και σε ολόκληρη την Ισπανία.
Ο ΤΖΕΡΟΛΑΜΟ ΦΡΑΚΑΣΤΟΡΟ (1478-1553)
Το γεγονός ότι η σύφιλη είναι νόσος αφροδίσια και μολυσματική είναι κάτι που διαπιστώθηκε αμέσως μετά την εμφάνισή της. Ο λόγος όμως στον οποίο οφειλόταν η μολυσματικότητα ήταν κάτι ασαφές, μια υποψία, κάποια υπόθεση και τίποτε περισσότερο.
Εκείνος που, ξεκινώντας από την απόλυτη βεβαιότητα ότι η νόσος είναι μεταδοτική, οικοδόμησε μια γενική θεωρία για τη μόλυνση, ανοίγοντας νέους δρόμους στην παθολογία, είναι ο Τζερόλαμο Φρακαστόρο. Αυτός γεννήθηκε στη Βερόνα το 1478 και σπούδασε στην Πάντοβα, όπου στο κύκλο των συμμαθητών του υπήρξαν μεγάλα ονόματα που, όπως φαίνεται συνέβαλαν πολύ στη διαμόρφωση της σκέψης του. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Νικόλαος Κοπέρνικος, στον οποίο οφείλουμε την αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας του πλανητικού μας συστήματος, που πρώτοι είχαν διατυπώσει οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Αλλά και ο ρόλος του δασκάλου του, Πιέτρο Πομπονάτσι, που τον προέτρεπε στην αναζήτηση φυσικών ερμηνειών για κάθε φυσικό φαινόμενο, υπήρξε αρκετός στη δημιουργία επαναστατικού και ανεξάρτητου πνεύματος από το βάρος της παράδοσης.
Μετά το τέλος των σπουδών του ο Φρακαστόρο εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, κοντά στη Βερόνα κι αφοσιώθηκε σε μελέτες που αφορούσαν την αστρονομία, τα μαθηματικά, τη γεωλογία, τη φυσική, τη γεωγραφία και τη βοτανική. Όμως το μεγαλύτερο πάθος του ήταν η ιατρική, στην οποία αφιέρωνε το περισσότερο χρόνο του, εναλλάσσοντας την απασχόλησή του αυτή μόνο με την ποίηση, που τη λάτρευε. Στο κυριότερο έργο του «Σύφιλη ή γαλλική νόσος» (δημοσιεύθηκε το 1530), αφιερωμένο στο φίλο και παλαιό συμμαθητή του, Πιέτρο Μπέμπο, ο ποιητής διεισδύει στο ιατρικό κείμενο και κάνει τη παρουσία του τόσο αισθητή όσο και το καθαρό ιατρικό του έργο.
Ένα γεγονός αξιοσημείωτο για τον χαρακτήρα του ανθρώπου είναι το ακόλουθο: Πριν δοθεί το έργο στο τυπογραφείο, έστειλε ένα χειρόγραφο στο πρόσωπο που το αφιέρωνε: τον καρδινάλιο Πιέτρο Μπέμπο, πραγματικό πάπα της ιταλικής λογοτεχνίας κατά την Αναγέννηση. Τον παρακαλούσε για υποδείξεις και συμβουλές έτσι που το έργο του να είναι αληθινά αρεστό σ’ αυτόν προς τον οποίο αφιερωνόταν. Πράγματι ο Μπέμπο, αφού πέρασε έναν προς έναν τους στίχους, πρότεινε τροποποιήσεις και βελτιώσεις που ασφαλώς συνέβαλαν στην καλύτερη όψη τού βιβλίου. Αυτό έγινε μέσω μιας μακράς επιστολής, στην οποία ξεχωρίζουν η ευγένεια και η αγάπη προς τον φίλο. Ο Φρακαστόρο πάντως ελάχιστες από τις υποδείξεις του Μπέμπο ακολούθησε, κάτι που αποκαλύπτει την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του.
Στο μικρό αυτό ποίημα ο ιατρός – ποιητής δεν αρκείται στη περιγραφή των συμπτωμάτων και των παθολογοανατομικών βλαβών της σύφιλης, που καταλαμβάνουν πάντως το μεγαλύτερο μέρος του έργου, αλλά επεκτείνεται και στη θεραπεία, θεωρώντας ως πανάκεια το ιερό ξύλο ή ξύλο της γουαϊάκης, φυτικό φάρμακο που μόλις είχε εισαχθεί απ' την Αμερική. Ο Φρακαστόρο το θεωρεί κυριολεκτικά θείο δώρο. Σύμφωνα με το μύθο υπό τον οποίο παρουσιάζεται το έργο, ένα βοσκόπουλο, ο Σύφιλος (που έδωσε το όνομά του στο ποίημα και τη νόσο), βλαστήμησε το θεό Ήλιο και τιμωρήθηκε με τη φοβερή νόσο. Μετανοημένος παρακαλούσε τους θεούς να τον θεραπεύσουν. Τέλος η θεά Άρτεμη, συγκινημένη απ' τις ικεσίες του, αποφασίζει να του δώσει το φάρμακο, με τον όρο ότι θα συνταξιδέψει μαζί της στον Άδη. Στο τέλος του ταξιδιού του προσφέρει το θαυματουργικό φάρμακο που δεν είναι άλλο απ' ένα κλαδί γουαϊάκης. Το ποίημα δέχθηκε επιδράσεις από το 6ο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργιλίου και την 1η ωδή της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Εκείνο που ενδιαφέρει πάντως είναι η διάδοση, η φήμη κι η μεγάλη απήχηση του έργου σ' όλη την Ευρώπη, στην οποία κυκλοφόρησαν, σχεδόν συγχρόνως με το πρωτότυπο, πλήθος μεταφράσεις.
Στο ποίημα αυτό διατυπώνεται για πρώτη φορά η αντίληψη που συνέδεσε για τους μεταγενέστερους το όνομα του Φρακαστόρο με την επαναστατική για τη παραδοσιακή παθολογία θεωρία των παθογόνων σπερμάτων. Ο Φρακαστόρο, πράγματι, μελετώντας τη σύφιλη διαπίστωσε πως μπορούσε να προσβληθεί από αυτήν ένα άτομο και χωρίς να μεσολαβήσει γενετήσια επαφή με συφιλιδικό άτομο. Οξύς και ταυτόχρονα βαθύς και στοχαστικός παρατηρητής, διαισθάνθηκε την ύπαρξη φορέων, που μπορούσαν να μεταβιβάσουν τη νόσο χωρίς να μεσολαβήσει άμεση επαφή μεταξύ ασθενούς και υγιούς.
Για να ερμηνεύσει τη βαρυσήμαντη αυτή παρατήρησή του σύμφωνα με τις υποθήκες του διδασκάλου του, δηλαδή στα πλαίσια μιας φυσικής ερμηνείας, ο Φρακαστόρο συνέλαβε την επαναστατική ιδέα ότι η ασθένεια προκαλείτο από ζωύφια ελάχιστου μεγέθους, αόρατα στο γυμνό μάτι. Τα ζωύφια αυτά μπορούσαν να περάσουν απ' το σώμα του ασθενούς στο σώμα του υγιούς είτε με άμεση επαφή είτε με τη μεσολάβηση διαφόρων φορέων, όπως τα ρούχα ενός συφιλιδικού, στα οποία έχουν μεταφερθεί από το σώμα του τα μικροσκοπικά ζωύφια που προκαλούσαν τη νόσο. Αυτός ήταν ο λόγος που πάθαιναν σύφιλη οι γυναίκες που έπλεναν τα ρούχα των αρρώστων αυτών.
Μπαίνοντας τα ζωύφια στο αίμα τού υγιούς, όπου έφταναν περνώντας κι απ' ελάχιστες ακόμα γρατσουνιές του δέρματος, είχαν την ικανότητα να αναπαράγονται με μεγάλη ταχύτητα και σε τεράστιο αριθμό, έτσι που το αίμα να μην είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσει. Τα συμπτώματα της νόσου θα εκδηλωθούν εκεί όπου υπάρχουν αποικίες των ζωυφίων που την προκαλούν.
Όλη αυτή η θεωρεία αναπτύσσεται σε μια άλλη μικρή πραγματεία του Φρακαστόρο, που γι’ αυτόν το λόγο αποτελεί σταθμό στην ιστορία τής ιατρικής. Πρόκειται για το έργο του «Επί της μόλυνσης και των μολυσματικών νόσων» (Βενετία, 1546). Στο βιβλίο αυτό μελετώνται οι κυριότερες επιδημικές παθήσεις του αιώνα εκείνου: η πανώλη, η σύφιλη και ο εξανθηματικός τύφος, που περιγράφεται για πρώτη φορά. Εκεί ο συγγραφέας διατυπώνει μια πλήρη θεωρία για τη μόλυνση, της οποίας διακρίνει 3 τύπους: μόλυνση δια αμέσου επαφής, μόλυνση δια μέσου φορέων και μόλυνση δια του αέρος, που εδώ ενεργεί ως φορέας.
Οι απόψεις αυτές, που συνέλαβε ο Φρακαστόρο με τη διαίσθηση, δεν βρήκαν την πειραματική τους απόδειξη. Ο αποδεικτικός αυτός τρόπος δεν ήταν ακόμη κτήμα της επιστημονικής σκέψης κι επί πλέον το κυριότερο μέσο για την επαλήθευσή τους, το μικροσκόπιο, δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί. Από όσα αναφέραμε, μπορούμε να τοποθετήσουμε τον Φρακαστόρο στη θέση που του αξίζει στην ιστορία της επιστήμης γενικά και της ιατρικής ειδικότερα. Και όταν ακόμη συναντάμε στο μεγαλοφυές κι επαναστατικό έργο του υπολείμματα τής παράδοσης, όπως εκείνο για τη σημασία της συζυγίας των άστρων, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε μια άλλη συγγενική προς το πνεύμα του μεγαλοφυία: τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το ίδιο και εκείνος, μολονότι αποτελεί μια ανανεωτική φυσιογνωμία πρώτου μεγέθους, όμως δεν φαίνεται απαλλαγμένος από τα κατάλοιπα ενός συντηρητισμού, που τον συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του.
[1] Κάτι σαν πηγμένο αίμα ανάμεσα στα αγγειακά δίκτυα, για να τα υποστηρίζει και να τα προστατεύει, εκτελώντας όμως κι ειδικές λειτουργίες.
Για να φτάσουμε στις νέες εξελίξεις στην παθολογία, πρέπει να περάσουμε πρώτα απ' το χώρο της φυσιολογίας, η ανάπτυξη της οποίας κορυφώνεται στην ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, που θα της αφιερωθεί ιδιαίτερο κεφάλαιο.
Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΥΜΩΝ
Η παραδοσιακή φυσιολογία στηριζόταν σε δυο βάσεις: τη θεωρία των χυμών και την πίστη στην αυτόματη γένεση.
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από οστά, σάρκα, μύες, τένοντες, αρτηρίες, φλέβες, παρέγχυμα[1] και ένα σύμπλεγμα χυμών: κίτρινη και μαύρη χολή, φλέγμα και αίμα. Στα έργα του Ιπποκράτη μνημονεύονται 3 μόνον είδη χυμών: χολή, φλέγμα, αίμα. Η διάκριση της χολής σε κίτρινη και μελανή είναι νεώτερη εξέλιξη. Ο Γαληνός παραδέχεται 4 χυμούς και κληρονομεί την άποψη αυτή στους μεταγενέστερους.
Οι 4 χυμοί περιγράφονται σε συνδυασμό με 4 βασικές ποιότητες των πραγμάτων: θερμό, ξηρό, ψυχρό κι υγρό. Κάθε χυμός διαθέτει μια χαρακτηριστική ποιότητα, π.χ. το αίμα το θερμό και το φλέγμα το ψυχρό. Παρεμβαίνοντας όμως οι Άραβες ιατροί πρόσθεσαν την άποψη ότι κάθε μια απ' τις ποιότητες αυτές παρουσιάζεται με τη σειρά της με 4 διαφορετικούς βαθμούς. Είναι πράγματι να θαυμάζει κανείς τους μεσαιωνικούς ιατρούς που κληρονόμησαν τέτοιες αντιλήψεις, πώς κατόρθωναν να ξεχωρίζουν τη ποικιλία των συνδυασμών που προέκυπταν απ' τους χυμούς και τους βαθμούς των ποιοτήτων.
Στις φυσιολογικές αυτές αντιλήψεις στηριζόταν η παθολογία. Η νόσος είναι αποτέλεσμα της ρήξης της ισορροπίας που όφειλε να υπάρχει μεταξύ των διαφόρων χυμών κι άρα των διαφόρων ποιοτήτων με τους βαθμούς τους. Εξωτερικά αίτια, επιδράσεις από τα ουράνια σώματα, το κλίμα και διάφορες κακώσεις ανέτρεπαν την ισορροπία των χυμών και προκαλούσαν τις νόσους.
Απ' την τοποθέτηση αυτή μπορεί κανείς να συμπεράνει τη θεραπευτική κατεύθυνση των ιατρικών ενεργειών. Η αποκατάσταση τής ισορροπίας των χυμών επέβαλλε την εξουδετέρωση του χυμού που υπερίσχυε με φάρμακα αντίθετης ποιότητας και βαθμού και με την απομάκρυνσή του απ' το σώμα. Γι’ αυτό το τελευταίο σκοπό εφαρμόζονταν σε αφθονία τα κλύσματα, τα υπόθετα, τα καθαρτικά, τα εμετικά, καθώς και οι αφαιμάξεις είτε με βδέλλες είτε με φλεβοτομία. Όσο για τα αποτελέσματα τής θεραπείας αυτής, μπορεί να κρίνει ο αναγνώστης.
Η ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ
Ένα σοβαρό ερώτημα απασχολούσε την ιατρική από πολύ παλιά: Πώς γίνεται οι αρρώστιες που παίρνουν επιδημική μορφή (πανώλης), ή ενδημούν σ’ έναν τόπο (ελονοσία), να προσβάλλουν τεράστια πλήθη ανθρώπων και για μακρύ χρονικό διάστημα; Στο ερώτημα αυτό η μεσαιωνική ιατρική απαντούσε με τον συνδυασμό 2 απόψεων: τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και την αυτόματη γένεση των νόσων. Η μόλυνση της ατμόσφαιρας όμως προϋπόθετε μια ειδική θέση των πλανητών, πράγμα που οδηγούσε στη στενή συνεργασία αστρολογίας και ιατρικής. Οι απηχήσεις των απόψεων αυτών φτάνουν μέχρι την Ουμανιστική περίοδο και βλέπουμε μεγάλα ονόματα του 15ου αιώνα (Φιτσίνο, Πίκο ντέλλα Μιράντολα), επηρεασμένα απ' την παράδοξη συμμαχία αστρολογίας και ιατρικής.
Η μολυσμένη ατμόσφαιρα, που ανάπνεαν οι άνθρωποι, προκαλούσε μόλυνση των χυμών του σώματός τους, απ' την οποία και προέκυπταν παθολογικά προϊόντα, όπως π.χ. τα σκουλήκια του εντέρου που οφείλονταν σε μόλυνση τού φλέγματος. Αυτή είναι η θεωρία της αυτόματης γένεσης των όντων που επικρατεί μέχρι τον 17ο αιώνα.
Τι υποστήριζε η θεωρία αυτή; Κάθε ον γεννιέται αυτομάτως από την ύλη, που δέχεται την επίδραση της ατμόσφαιρας. Αυτή έχει προηγουμένως υποστεί ορισμένες μεταβολές, που καθορίζονται από αστρικές επιδράσεις. Η θεωρία αυτή φαινόταν να επιβεβαιώνεται στο φαινόμενο της σήψης των οργανικών ουσιών. Πρώτος που στράφηκε εναντίον της ήταν ο Ιταλός Ρέντι (17ος αιώνας) που αντλούσε τα επιχειρήματά του από πειράματα που είχε κάνει επί της γένεσης των εντόμων.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Αυτές ήταν οι απόψεις που επικρατούσαν στη φυσιοπαθολογική σκέψη του ιατρού μέχρι των χρόνων της Αναγέννησης, όταν η εμφάνιση μιας καινούργιας επιδημίας προκάλεσε το πρώτο ρήγμα στις παλιές δοξασίες. Επρόκειτο για τη σύφιλη, που η εμφάνισή της για πρώτη φορά στην Ευρώπη αναστάτωσε ιατρούς και ασθενείς, πιο πολύ από κάθε άλλη νόσο του παρελθόντος. Ήταν ένας εφιάλτης που βάρυνε σημαντικά στο ουμανιστικό περιβάλλον του 15ου αιώνα.
Κι όμως ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός, όσο μια επιδημία, αποτέλεσε αφορμή μεταβολών σε κάθε τομέα της ζωής, διαμέσου των προβλημάτων τα οποία δημιούργησε για κυβερνήσεις κι άτομα, για όσους ασχολιόταν με την έρευνα, είτε ιατρός ήταν αυτός είτε φαρμακολόγος, φιλόσοφος, αστρολόγος ή άνθρωπος των γραμμάτων κλπ. Στην περίοδο αυτή διατυπώθηκαν θεωρίες για την αιτιολογία της σύφιλης, στις οποίες οι συζυγίες των άστρων, η μόλυνση της ατμόσφαιρας κι η σήψη των χυμών έπαιζαν σπουδαίο ρόλο. Ταυτόχρονα όμως έγιναν και σοβαρές παρατηρήσεις, που αφορούσαν τόσο τις δερματικές βλάβες που προκαλούσε η νόσος, όσο και τις σπλαγχνικές βλάβες που αποκαλύπτονταν με τη διάνοιξη του πτώματος ατόμων που είχαν πεθάνει από αυτήν. Μια από τις πρώτες σοβαρές περιγραφές της συμπτωματολογίας και της παθολογικής ανατομικής της νόσου αυτής οφείλεται στο Νικολό Λεονιτσένο. Το βιβλίο του, με τον τίτλο «Επί της επιδημίας της καλούμενης γαλλικής νόσου», δημοσιεύτηκε το 1497. Ένα χρόνο πριν, μια επιστολή που είχε σταλεί απ' τη Βαρκελώνη στον ιατρό Βαρέζι, περιέγραφε με τρόπο δραματικό την εξάπλω-ση της σύφιλης στην πόλη αυτή και σε ολόκληρη την Ισπανία.
Ο ΤΖΕΡΟΛΑΜΟ ΦΡΑΚΑΣΤΟΡΟ (1478-1553)
Το γεγονός ότι η σύφιλη είναι νόσος αφροδίσια και μολυσματική είναι κάτι που διαπιστώθηκε αμέσως μετά την εμφάνισή της. Ο λόγος όμως στον οποίο οφειλόταν η μολυσματικότητα ήταν κάτι ασαφές, μια υποψία, κάποια υπόθεση και τίποτε περισσότερο.
Εκείνος που, ξεκινώντας από την απόλυτη βεβαιότητα ότι η νόσος είναι μεταδοτική, οικοδόμησε μια γενική θεωρία για τη μόλυνση, ανοίγοντας νέους δρόμους στην παθολογία, είναι ο Τζερόλαμο Φρακαστόρο. Αυτός γεννήθηκε στη Βερόνα το 1478 και σπούδασε στην Πάντοβα, όπου στο κύκλο των συμμαθητών του υπήρξαν μεγάλα ονόματα που, όπως φαίνεται συνέβαλαν πολύ στη διαμόρφωση της σκέψης του. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Νικόλαος Κοπέρνικος, στον οποίο οφείλουμε την αναβίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας του πλανητικού μας συστήματος, που πρώτοι είχαν διατυπώσει οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Αλλά και ο ρόλος του δασκάλου του, Πιέτρο Πομπονάτσι, που τον προέτρεπε στην αναζήτηση φυσικών ερμηνειών για κάθε φυσικό φαινόμενο, υπήρξε αρκετός στη δημιουργία επαναστατικού και ανεξάρτητου πνεύματος από το βάρος της παράδοσης.
Μετά το τέλος των σπουδών του ο Φρακαστόρο εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, κοντά στη Βερόνα κι αφοσιώθηκε σε μελέτες που αφορούσαν την αστρονομία, τα μαθηματικά, τη γεωλογία, τη φυσική, τη γεωγραφία και τη βοτανική. Όμως το μεγαλύτερο πάθος του ήταν η ιατρική, στην οποία αφιέρωνε το περισσότερο χρόνο του, εναλλάσσοντας την απασχόλησή του αυτή μόνο με την ποίηση, που τη λάτρευε. Στο κυριότερο έργο του «Σύφιλη ή γαλλική νόσος» (δημοσιεύθηκε το 1530), αφιερωμένο στο φίλο και παλαιό συμμαθητή του, Πιέτρο Μπέμπο, ο ποιητής διεισδύει στο ιατρικό κείμενο και κάνει τη παρουσία του τόσο αισθητή όσο και το καθαρό ιατρικό του έργο.
Ένα γεγονός αξιοσημείωτο για τον χαρακτήρα του ανθρώπου είναι το ακόλουθο: Πριν δοθεί το έργο στο τυπογραφείο, έστειλε ένα χειρόγραφο στο πρόσωπο που το αφιέρωνε: τον καρδινάλιο Πιέτρο Μπέμπο, πραγματικό πάπα της ιταλικής λογοτεχνίας κατά την Αναγέννηση. Τον παρακαλούσε για υποδείξεις και συμβουλές έτσι που το έργο του να είναι αληθινά αρεστό σ’ αυτόν προς τον οποίο αφιερωνόταν. Πράγματι ο Μπέμπο, αφού πέρασε έναν προς έναν τους στίχους, πρότεινε τροποποιήσεις και βελτιώσεις που ασφαλώς συνέβαλαν στην καλύτερη όψη τού βιβλίου. Αυτό έγινε μέσω μιας μακράς επιστολής, στην οποία ξεχωρίζουν η ευγένεια και η αγάπη προς τον φίλο. Ο Φρακαστόρο πάντως ελάχιστες από τις υποδείξεις του Μπέμπο ακολούθησε, κάτι που αποκαλύπτει την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του.
Στο μικρό αυτό ποίημα ο ιατρός – ποιητής δεν αρκείται στη περιγραφή των συμπτωμάτων και των παθολογοανατομικών βλαβών της σύφιλης, που καταλαμβάνουν πάντως το μεγαλύτερο μέρος του έργου, αλλά επεκτείνεται και στη θεραπεία, θεωρώντας ως πανάκεια το ιερό ξύλο ή ξύλο της γουαϊάκης, φυτικό φάρμακο που μόλις είχε εισαχθεί απ' την Αμερική. Ο Φρακαστόρο το θεωρεί κυριολεκτικά θείο δώρο. Σύμφωνα με το μύθο υπό τον οποίο παρουσιάζεται το έργο, ένα βοσκόπουλο, ο Σύφιλος (που έδωσε το όνομά του στο ποίημα και τη νόσο), βλαστήμησε το θεό Ήλιο και τιμωρήθηκε με τη φοβερή νόσο. Μετανοημένος παρακαλούσε τους θεούς να τον θεραπεύσουν. Τέλος η θεά Άρτεμη, συγκινημένη απ' τις ικεσίες του, αποφασίζει να του δώσει το φάρμακο, με τον όρο ότι θα συνταξιδέψει μαζί της στον Άδη. Στο τέλος του ταξιδιού του προσφέρει το θαυματουργικό φάρμακο που δεν είναι άλλο απ' ένα κλαδί γουαϊάκης. Το ποίημα δέχθηκε επιδράσεις από το 6ο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργιλίου και την 1η ωδή της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Εκείνο που ενδιαφέρει πάντως είναι η διάδοση, η φήμη κι η μεγάλη απήχηση του έργου σ' όλη την Ευρώπη, στην οποία κυκλοφόρησαν, σχεδόν συγχρόνως με το πρωτότυπο, πλήθος μεταφράσεις.
Στο ποίημα αυτό διατυπώνεται για πρώτη φορά η αντίληψη που συνέδεσε για τους μεταγενέστερους το όνομα του Φρακαστόρο με την επαναστατική για τη παραδοσιακή παθολογία θεωρία των παθογόνων σπερμάτων. Ο Φρακαστόρο, πράγματι, μελετώντας τη σύφιλη διαπίστωσε πως μπορούσε να προσβληθεί από αυτήν ένα άτομο και χωρίς να μεσολαβήσει γενετήσια επαφή με συφιλιδικό άτομο. Οξύς και ταυτόχρονα βαθύς και στοχαστικός παρατηρητής, διαισθάνθηκε την ύπαρξη φορέων, που μπορούσαν να μεταβιβάσουν τη νόσο χωρίς να μεσολαβήσει άμεση επαφή μεταξύ ασθενούς και υγιούς.
Για να ερμηνεύσει τη βαρυσήμαντη αυτή παρατήρησή του σύμφωνα με τις υποθήκες του διδασκάλου του, δηλαδή στα πλαίσια μιας φυσικής ερμηνείας, ο Φρακαστόρο συνέλαβε την επαναστατική ιδέα ότι η ασθένεια προκαλείτο από ζωύφια ελάχιστου μεγέθους, αόρατα στο γυμνό μάτι. Τα ζωύφια αυτά μπορούσαν να περάσουν απ' το σώμα του ασθενούς στο σώμα του υγιούς είτε με άμεση επαφή είτε με τη μεσολάβηση διαφόρων φορέων, όπως τα ρούχα ενός συφιλιδικού, στα οποία έχουν μεταφερθεί από το σώμα του τα μικροσκοπικά ζωύφια που προκαλούσαν τη νόσο. Αυτός ήταν ο λόγος που πάθαιναν σύφιλη οι γυναίκες που έπλεναν τα ρούχα των αρρώστων αυτών.
Μπαίνοντας τα ζωύφια στο αίμα τού υγιούς, όπου έφταναν περνώντας κι απ' ελάχιστες ακόμα γρατσουνιές του δέρματος, είχαν την ικανότητα να αναπαράγονται με μεγάλη ταχύτητα και σε τεράστιο αριθμό, έτσι που το αίμα να μην είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσει. Τα συμπτώματα της νόσου θα εκδηλωθούν εκεί όπου υπάρχουν αποικίες των ζωυφίων που την προκαλούν.
Όλη αυτή η θεωρεία αναπτύσσεται σε μια άλλη μικρή πραγματεία του Φρακαστόρο, που γι’ αυτόν το λόγο αποτελεί σταθμό στην ιστορία τής ιατρικής. Πρόκειται για το έργο του «Επί της μόλυνσης και των μολυσματικών νόσων» (Βενετία, 1546). Στο βιβλίο αυτό μελετώνται οι κυριότερες επιδημικές παθήσεις του αιώνα εκείνου: η πανώλη, η σύφιλη και ο εξανθηματικός τύφος, που περιγράφεται για πρώτη φορά. Εκεί ο συγγραφέας διατυπώνει μια πλήρη θεωρία για τη μόλυνση, της οποίας διακρίνει 3 τύπους: μόλυνση δια αμέσου επαφής, μόλυνση δια μέσου φορέων και μόλυνση δια του αέρος, που εδώ ενεργεί ως φορέας.
Οι απόψεις αυτές, που συνέλαβε ο Φρακαστόρο με τη διαίσθηση, δεν βρήκαν την πειραματική τους απόδειξη. Ο αποδεικτικός αυτός τρόπος δεν ήταν ακόμη κτήμα της επιστημονικής σκέψης κι επί πλέον το κυριότερο μέσο για την επαλήθευσή τους, το μικροσκόπιο, δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί. Από όσα αναφέραμε, μπορούμε να τοποθετήσουμε τον Φρακαστόρο στη θέση που του αξίζει στην ιστορία της επιστήμης γενικά και της ιατρικής ειδικότερα. Και όταν ακόμη συναντάμε στο μεγαλοφυές κι επαναστατικό έργο του υπολείμματα τής παράδοσης, όπως εκείνο για τη σημασία της συζυγίας των άστρων, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε μια άλλη συγγενική προς το πνεύμα του μεγαλοφυία: τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το ίδιο και εκείνος, μολονότι αποτελεί μια ανανεωτική φυσιογνωμία πρώτου μεγέθους, όμως δεν φαίνεται απαλλαγμένος από τα κατάλοιπα ενός συντηρητισμού, που τον συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του.
[1] Κάτι σαν πηγμένο αίμα ανάμεσα στα αγγειακά δίκτυα, για να τα υποστηρίζει και να τα προστατεύει, εκτελώντας όμως κι ειδικές λειτουργίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου